Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2012

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ: μια ύπαρξη με όρεξη


Η μέρα ξεκίνησε με μια χαρμόσυνη είδηση: η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, αυτή η σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, παίρνει το κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή της «Η ανορεξία της ύπαρξης», (Καστανιώτης). Ηταν καιρός η υπέροχη, υπέροχη, υπέροχη φωνή της να βγει και πάλι στο προσκήνιο από κάποιο εξωτερικό γεγονός. Επειδή η Κατερίνα, δεν εμφανίζεται στις «αγορές». Οι αναγνώστες της, που και πολλοί είναι και πιστοί, την ανακαλύπτουν μέσα από το έργο της και σπανίως από κάποια εκδήλωση, κάποια δήλωση, κάποια συνέντευξη. Αυτονόητο για έναν ποιητή, και μάλιστα μια ποιήτρια του μεγέθους της. Δυστυχώς, όμως, ό,τι θα έπρεπε να κατακρίνεται, η διαρκής έκθεση και φθορά, οι δημόσιες σχέσεις, οι πολιτικές και άλλες συγγένειες (μέσα των οποίων η Κατερίνα ποτέ δεν μετήλθε) κανονίζουν τα πράγματα ακόμη. Φελλοί επιπλέουν. Όμως αυτό, δεν την ένοιαξε ποτέ. Μονάχα η τέχνη της τη νοιάζει. Θεωρεί, άλλωστε ως την πιο υπερεκτιμημένη αρετή, τη δημοσιότητα και τη σημασία της τη χαρακτηρίζει μύθο. Ιδού μερικοί εξαιρετικοί στίχοι της, για ξεκίνημα:




«Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙

πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις

τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙

να φεύγουν τα περιττά λέω

να μπω στον ουρανό τού τίποτα

με ελάχιστα.»


Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, αλλά τα ποιήματά της γεννήθηκαν κατ’ αρχήν και μάλλον εξακολουθούν, στην Αίγινα. Γεννήθηκε νωρίς. Αυτό της στοίχισε καταρχήν ένα μόνιμο πολύ μεγάλο πρόβλημα υγείας, καθώς η πενικιλίνη δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά και της έφερε τη λυτρωτική δημιουργία- έτσι έχει εξομολογηθεί σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις της. Παρότι βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο γενεών, το έργο της την κατέταξε στη γενιά του ’70, της οποίας αποτελεί τη κορυφαία γυναικεία φωνή. Μέχρι τώρα, είχε τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης (1985) και με το Βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.(2000).

Και τα ποιήματά της γεννήθηκαν νωρίς. Η Ελένη Γκίκα σε μια συνέντευξη που της είχε πάρει,(μπορείτε να τη δείτε εδώ) αφηγείται: «’Νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις’, έγραφε κάποτε ο νονός Νίκος Καζαντζάκης στη μικρή του αναδεξιμιά. Κι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον δικαίωσε.» Ο Καζαντζάκης, συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευματική της συγκρότηση. Αν και ανατράφηκε με τη γαλλική, αγγλική και ρωσική ποίηση, οι συγγραφείς που καθόρισαν την ποιητική της φυσιογνωμία υπήρξαν εκείνος και ο Καβάφης. Όπως η ίδια σημειώνει, «και οι δύο τους, εκκινώντας από διαφορετική εντελώς αφετηρία, προσπάθησαν να παντρέψουν την ποίηση με τη φιλοσοφία και να γράψουν ποιήματα βαθύτατα στοχαστικά. Δύσκολος γάμος, γιατί ενώ η ποίηση προσπαθεί να πιάσει- το συναίσθημα της στιγμής, η σκέψη, ζητάει να ορίσει τους κανόνες κίνησης του είναι. Οι συγκεκριμένοι ποιητές όμως το πέτυχαν».

Το μεταφραστικό της έργο είναι πλούσιο και πολυσχιδές και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους ποιητές, νομπελίστες, Σαίξπηρ, κ.α. Πενήντα χρόνια τώρα διακονεί τα Γράμματα. Διαθέτει μια από τις ισχυρότερες λυρικές φωνές της μεταπολεμικής μας ποίησης, και έχει γράψει ανυπέρβλητα ερωτικά ποιήματα. Τα ποιήματα της περιόδου 1963-1996 κυκλοφορούν σε τρεις τόμους από τον Καστανιώτη. Στις ίδιες εκδόσεις ακολούθησαν άλλες οι: Η ύλη μόνο (2001), Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) και «Η ανορεξία της ύπαρξης» (2011) που βραβεύθηκε.

Πολλά μπορεί να πει κανείς για το ανεξάντλητο και θαυμαστό έργο της, το καλύτερο όμως είναι να μεταλάβει ο αναγνώστης απευθείας από αυτό. Βάζω το ποίημα «Λέει η Πηνελόπη» από τη συλλογή της «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» με την οποία τη γνώρισα και με σφράγισε δια παντός:


ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ

And your absence teaches

me what art could not

Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,

ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα

κάτω απ’ το βάρος της λέξης

γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση

όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου

–απουσία από τη ζωή –

κλάματα βγαίνουν στο χαρτί

κι η φυσική οδύνη του σώματος

που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω

τις ζωντανές κραυγές

«πού είσαι έλα σε περιμένω

ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»

και ξαναρχίζω το πρωί

με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια

να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ

με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια

να στάζουν τα παλιά ταβάνια

φορτωμένα βροχή

και να ’χει διαλυθεί η δική μου

μες στη δική σου προσωπικότητα

ήσυχα, φθινοπωρινά...

Η εκλεκτή καρδιά σου

– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –

θα ’ναι πάντα αλλού

κι εγώ με λέξεις θα κόβω

τις κλωστές που με δένουν

με τον συγκεκριμένο άντρα

που νοσταλγώ όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας

και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες

στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ με πάθος

κάθε μέρα

για να πλυθείς από τις αμαρτίες

της γλύκας και της μυρουδιάς

κι ολοκάθαρος πια

να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.

Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω

στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία

τι απουσία ή πώς λειτουργεί το εγώ

στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο

πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο

το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του

σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι

σαν να το πελεκάνε

πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο

ελπίζοντας

πως ό,τι χάνει σε αφή

κερδίζει σε ουσία.


Αναλυτικά τα βραβεία, στο αποκλειστικό δημοσίευμα του Βήματος

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2012

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για έναν σεφέρη...


Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε για την Ελλάδα κάτι πολύ περισσότερο από το- ήδη σημαντικό- πρώτο Νόμπελ της στη λογοτεχνία. Υπήρξε, έστω και με κάποια υπερβολή μιλώντας, «Η» γενιά του ’30 της. Η ισχυρή φιγούρα που οδήγησε τη συγκεκριμένη γενιά στην ωρίμανσή της, στην απόκτηση και ανάπτυξη κύριων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, σε επιλογές οι οποίες στηρίζουν την αστική ιδεολογία της.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, αν και είχαν όλα τα γνωρίσματα της περίφημης αυτής γενιάς στο έργο τους, με πρώτο την ανανέωση των ποιητικών μέσων, εντάχθηκαν, στην πραγματικότητα, σε αυτήν μετά τον θάνατο του Σεφέρη. Και θα πρέπει κανείς να μελετήσει το «Ενας διάλογος για την ποίηση», το έργο που συγκροτήθηκε από θέσεις και αντιθέσεις του ίδιου και του Κωνσταντίνου Τσάτσου για να διαπιστώσει πόσο διαβασμένος, μεθοδικός και προπαντός αυστηρός ήταν ο ποιητής. Δεν συγχωρούσε, δε, την επιφανειακότητα (δείτε όσα λέει για τον Θεοτοκά, επί παραδείγματι, τον θέλει πιο μελετημένο, με σταθερά, δυνατά επιχειρήματα, να προασπίζεται αξίες, να χαράσσει πνευματική πολιτική).

Τα γράφω όλα αυτά επειδή με όση προσοχή και καλή διάθεση και αν αντιμετώπισα τη χθεσινοβραδυνή εκπομπή του ΣΚΑΙ για τον Γιώργο Σεφέρη, δεν διαπίστωσα να υπάρχει μια νύξη, μια αναφορά στην τεράστια σημασία του Σεφέρη ως ποιητή και παραλλήλως ως ηγέτη της γενιάς του ’30. Κάποια νύξη, κάποια αναφορά στο τι έφερε στην ποίηση- μαζί και την επαφή της επαρχιώτικης Ελλάδας με τα σπουδαία ρεύματα εκείνων των καιρών- στο γιατί πήρε το Νόμπελ και στο γιατί υπήρξε αληθινά μεγάλος ποιητής.

Στίχοι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, ακόμα και αν απαγγέλλονται από τον Γιώργο Κιμούλη, δεν αρκούν. Σε μια εκπομπή που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, είναι απαραίτητη η παρουσία ενός διαμεσολαβητή που θα εξηγήσει σύντομα και εύληπτα γιατί ο «τιμώμενος» είναι παράδειγμα προς μίμηση. Γιατί αξίζει να τον διαβάζουμε. Γιατί του αξίζει μια θέση στο πάνθεον των πνευματικών μας ανθρώπων. Ο Νάσος Βαγενάς είναι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής που μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό. Δεν είναι ο μόνος. Ο Εντμουντ Κήλυ, ο Ρόντερικ Μπήτον και, ιδίως, ο Νάνος Βαλαωρίτης που επελέγησαν να μιλήσουν, παρουσίασαν πολύ σημαντικές μαρτυρίες και κρίσεις για τον Σεφέρη.

Προφανώς όμως δεν τους υποδείχθηκε πως έπρεπε να σταθούν στο «γιατί». Γιατί παρουσιάζεται αυτός ο συγκεκριμένος ποιητής και πολίτης και όχι κάποιος άλλος. Οι γοητευτικές τους αφηγήσεις, όπως και της Αννας Λόντου, έδωσαν στον θεατή στιγμές από την ανθρώπινη υπόσταση ενός νομπελίστα, ενός ανθρώπου διχασμένου, ενίοτε φοβισμένου, πληγωμένου. Αλλά έπρεπε να τους ζητηθεί να βαδίσουν σε άλλους δρόμους. Είναι εμφανές ότι η ομάδα που έκανε την έρευνα θεώρησε αρκετή την παράθεση περιστατικών. Κάτι τέτοιο όμως, υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε μια απλή ανεκδοτολογική παρουσίαση.

Δυστυχώς, δεν είναι μονάχα αυτή η ένστασή μου. Υπάρχει ένα δεύτερο αυτονόητο, που παραλείφθηκε. Ο Σεφέρης υπήρξε πρόσφυγας. Ο Σεφέρης έχασε τη πατρίδα του. Και ποτέ δεν γιατρεύτηκε ο πόνος αυτής της απώλειας. «Όπως, αν τύχει/ και μπεις μια νύχτα/ στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε/ κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν/ και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς/ για να ξαναβρεθείς» γράφει. Και:

«Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε

νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ

κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι

ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-

οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.

Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ

μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα

ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-

δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια

ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.»


Η υστερικιά, ψεύτρα Ελλάδα

«Γράψε μού τα όλα και την κατάσταση στην Ελλάδα στην υστερικιά Ελλάδα την ψεύτρα που μπόρεσε χωρίς τον παραμικρό ηρωισμό, χωρίς την παραμικρή αυταπάρνηση, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία να θυσιάση εκατό εκατό χιλιάδες τα παιδιά της». Δεκαεπτά Σεπτεμβρίου 1922. Σε ποιον ανήκει αυτή η κραυγή; Ποιος είναι εκείνος που με πόνο ψυχής, και χωρίς καν να έχει ακούσει με τα αυτιά του τον βόγγο της θνήσκουσας Ιωνίας των Ελλήνων κατηγορεί τόσο δραματικά, τόσο αυστηρά τη μάνα- Ελλάδα που μόλις αποδείχθηκε μητριά;

Είναι ένας οργισμένος, βαθύτατα θλιμμένος , συγκλονισμένος νεαρός, που μόλις πληροφορήθηκε ότι έχασε την πατρίδα του. Απώλεια που έμελλε να είναι από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη της ζωής του. Ο Γιώργος Σεφέρης, φοιτητής στο Παρίσι, έχει μόλις παρηγορηθεί για την τύχη της μητέρας και της αδερφής του. Τις νόμιζε στη φλεγόμενη Σμύρνη αλλά εκείνες ήταν, ευτυχώς, στην Αθήνα. Θα παραμείνει, ωστόσο, απαρηγόρητος εφ’ όρου ζωής για την τραγική απώλεια, των ιερών και ματωμένων χωμάτων. Θα είναι πάντοτε ένας άπατρις- ακόμη και όταν θα συμβιβαστεί με τη μοίρα του και θα υιοθετήσει την Ελλάδα ως πατρίδα, εμφρόνως.

Παρόλη τη λύπη που τον κατέχει, ο Σεφέρης, γέννημα της Σμύρνης, δεν την είχε αγαπήσει. Η πόλη ήταν για εκείνον «το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα πίσω απ’ το τζάμι∙ η φυλακή. Ενας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα.» Οπου Σκάλα, η Σκάλα Βουρλών (σημερινή Urla iskelesi) με το σπίτι της αρχοντικής γιαγιάς από τους Τενεκίδηδες (σόι τη μητέρας του ποιητή) όπου ο ίδιος, η Ιωάννα και ο Αγγελος, τα μικρότερα αλλά πολύ κοντινά του σε ηλικία αδέρφια, περνούσαν τα καλοκαίρια μέχρι το 1914. Μόλις δηλαδή ο Σεφέρης, γεννημένος με την ανατολή του αιώνα, το 1900, έμπαινε στην εφηβεία του. Τότε αναγκάστηκαν να φύγουν για την Αθήνα∙ το πολιτικό κλίμα δεν τους σήκωνε, ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης είχε πατριωτική δράση. Επιπλέον, ήταν βενιζελικός. «Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση» συνεχίζει ο Σεφέρης. «μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ’ ακρογιάλια, ήταν οι δρόμοι τα δέντρα τ’ ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας.» (Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου 41).

Η Σμύρνη «φυλακή», η Σκάλα ο παιδικός παράδεισος όπου κυλούσαν οι χυμοί μιας πλούσιας, λαϊκής γλώσσας. Κι ωστόσο, η Σμύρνη είναι το πυρωμένο καρφί στην καρδιά του. Όταν, περίπου 15 χρόνια μετά, ο Γιώργος Κατσίμπαλης του γράφει κάποια κακά διεθνή οικονομικά νέα, ο Σεφέρης απαντά πως το πιο κακό νέο που τον είχε βρει ήταν η πτώση της Σμύρνης και ότι μετά απ’ αυτό τίποτα πια δεν του έκανε εντύπωση και δεν είχε σημασία.

Ο υπέροχος Νάνος Βαλαωρίτης τόνισε τη μικρασιάτικη καταγωγή του Σεφέρη. Ο Μπήτον το ίδιο. Φαίνεται όμως πως οι υπεύθυνοι για το σενάριο δεν έλαβαν το μήνυμα. Στάθηκαν μόνο στον «διχασμό» του ποιητή ανάμεσα στη Σμύρνη και στα Βουρλά. Δεν αρκεί. Η τραγωδία που όριζε τη ζωή του και την ποίησή του σαν κόκκινη κλωστή, η καταστροφή της Σμύρνης και η σφαγή του μικρασιατικού ελληνισμού τον οποίο η Ελλάδα άφησε απροστάτευτο, τον ακολουθούσε παντού. Ηταν απείρως σημαντικότερη από πολλά άλλα γεγονότα στη ζωή του. Γιατί δεν έγινε καμιά αναφορά άξια λόγου; Γιατί δεν φωτίστηκε αυτό το γεγονός- τομή για τον ποιητή- όπως και για την Ελλάδα; Έτσι επιτάσσει άραγε η politically (in)correct ερμηνεία των ημερών; Ή οι υπεύθυνοι δεν εκτίμησαν ως σημαντική τη μεγαλύτερη και δραματικότερη απώλεια σε ολόκληρη τη ζωή του ποιητή; Τα «ασιατικά μάτια του» όπως έλεγε ο ξένος ομότεχνός του, δεν σταματούσαν χθες να κοιτάζουν διερευνητικά, αναζητώντας την αιτία. Πώς είναι δυνατόν μια τεράστια αλήθεια της ζωής του να αποσιωπηθεί; Οποιος έχει απάντηση, ας την εφαρμόσει, τουλάχιστον, στις υπόλοιπες εκπομπές της σειράς. Όταν ένα κανάλι αναλαμβάνει μια τόσο σημαντική πρωτοβουλία, είναι κρίμα να καταλήγει ο παρουσιαζόμενος σαν μια άνευρη φιγούρα που απλώς ταξιδεύει στον Κόσμο…

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2012

Χρόνης Μίσσιος: έγραψε τη ζωή


Περπατούσαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν, αλλά αυτό ίσως και να μην ήταν το πιο δύσκολο. Ούτε κι ήττα, ακόμα. Οι διώξεις, οι συλλήψεις, η τρομοκρατία. Η πίκρα των μανάδων, που πήγαιναν κάθε μέρα καθαρά- πλυμένα με δάκρυα, σιδερωμένα με χάδια- ρούχα στα παιδιά τους μόνο και μόνο για να ξέρουν, απ’ τα ματωμένα που έπαιρναν πίσω, πότε τα είχαν βασανίσει. Το να μην μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα, να σκεφτείς καν. Τα στρατοδικεία και οι συνήθεις τόποι των εκτελέσεων. Οι μνήμες.

Αν όμως είχες επιζήσει, άρχιζαν τα δύσκολα. Ιδίως εκεί, στις φυλακές και στις εξορίες, δίπλα στους συντρόφους σου. Εκεί, που ο άνθρωπος εμφανίζεται γυμνός από συμβάσεις. Όπως ακριβώς είναι. Το αληθινό μπόι πρέπει να μετρηθεί και εκεί. Τι γίνεται όμως όταν ένας άνθρωπος μετριέται, ζυγίζεται και βρίσκεται ελλιπής; Αυτό κανείς από όσους έζησαν χρόνια και χρόνια σε εξορίες και φυλακές δεν το είχε μαρτυρήσει. Η εικόνα έφτανε μέχρι τις δυσκολίες της διαβίωσης- όχι της συμβίωσης- και μετά σκοτείνιαζε. Σαν να μην ήταν ανθρώπινες υπάρξεις όσοι είχαν μοιραστεί τον ίδιο θάλαμο, την ίδια σκηνή, αλλά «σύννεφα με παντελόνια».

Ο «σοσιαλιστικός άνθρωπος» είχε, θαρρείς, δημιουργηθεί στην Ελλάδα χωρίς να έχει υπάρξει σοσιαλισμός. Οι αγωνιστές ήταν, περίπου, άγγελοι στον παράδεισο, χωρίς προβλήματα μεταξύ τους, καυγάδες, χωρίς φόβους, χωρίς αντιθέσεις, χωρίς σκεπτικισμούς για τούτο ή για κείνο, για τις αποφάσεις που αφορούσαν στο κίνημα και για την τακτική της καθοδήγησης σε κάθε χώρο εγκλεισμού.

Ο Μάριος Χάκκας, αυτός ο τόσο σπουδαίος ψυχογράφος της μεταπολεμικής Ελλάδας με την αντιπαροχή και τις τσακισμένες φιγούρες όσων επέστρεφαν στις λαϊκές συνοικίες έχοντας απολυθεί επειδή πέρασαν τα χρόνια ή επειδή υπέκυψαν, είχε δώσει ήδη μιαν άλλη διάσταση από την ‘ηρωική’ που απαιτούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Από άλλη σκοπιά, καθώς δεν είχε εξοριστεί. Ξαφνικά, μέσα στη δεκαετία του ’80 (1985 συγκεκριμένα) ο Χρόνης Μίσσιος έρχεται και τινάζει το οικοδόμημα στον αέρα. Η πένα του, αντισυμβατική, ζωηρή, ζωντανή, λέει μιαν αλήθεια που μέχρι τότε κανείς δεν είχε πει. Σαν τον «Λαυρέντη» του Μανόλη Αναγνωστάκη, υπήρχαν κάποιοι που κάθε άλλο παρά αντιπροσώπευαν το πρότυπο που είχε ο κόσμος της Αριστεράς για τον αγωνιστή. Και άλλοι, που παρά το ότι το πλήρωναν με κάθε τρόπο, αντιδρούσαν στη συμπεριφορά τους.

Ο κόσμος των φυλακών και των εξοριών όπως κάθε μικρόκοσμος έχει και ωραίες στιγμές, αλλά έχει και φάλτσα. Και όσο πιο πολύ ξεδιπλωνόταν η αφήγηση στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» τόσο περισσότερο φαινόταν ότι το περιβάλλον φαλτσάριζε. Ότι οι ηρωισμοί βρίσκονταν στον αγώνα που έδινε ο καθένας γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας την ήττα. Η οποία, για την καθοδήγηση, απλώς δεν υπήρχε.

Το ζήτημα δεν είναι ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ούτε να μετρήσουμε με τη μεζούρα τις συμπεριφορές. Σημασία έχει πως ο Μίσσιος με τα βιβλία του τάραξε τα στεκούμενα νερά της «κομματικής» αφήγησης απεικονίζοντας ζωντανούς ανθρώπους. Που, ναι, πότε «βάσταγαν» και πότε όχι. Πότε είχαν γενναιόδωρη συμπεριφορά και πότε μικρότητες. Αλλά που ζούσαν με βάση τη συνείδησή τους και έκριναν ακόμα και τους «ιερούς και όσιους». Ισως μάλιστα κυρίως αυτούς. Δεν ήταν οι εχθροί, ήταν οι εκπρόσωποι μιας αντίληψης που ο Μίσσιος δεν συναίνεσε ποτέ στο να συγχωρεθεί. Αυτά ήταν τα καινούργια στοιχεία που έφερε, και γι’ αυτό αγαπήθηκαν τα βιβλία του, τα γεμάτα αμφισβήτηση και χυμούς.

Η ειλικρίνειά του, συνοδευόταν με μια άδολη αγάπη και κατανόηση, ακόμη και για όσους «καταχέριζε». Αναγνώριζε την ανάγκη του ανθρώπου να δικαιολογεί τη ζωή του. Γι’ αυτό και δεν ήθελε να είναι άδικος. Προσπαθούσε τουλάχιστον. Οσο δεν προσπάθησαν εκείνοι που κάποτε διαφώνησαν μαζί του (όπως και η υποφαινόμενη. Η ευγένειά του, με συντάραξε).

Πριν κλείσω, δύο φράσεις του, που τα λένε, νομίζω όλα:

«Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;»

Και: «ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΟΥΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΕ ΑΛΛΑΞΕΙ»

(Αυτό το είχε και προμετωπίδα στο μπλογκ του)

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

Γιάννης Ρίτσος: Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω


Ηταν αληθινά; Ήταν ψεύτικα; Γεννήματα της φαντασίας του; Αλληγορίες για να πει την αλήθεια; Σύμβολα; Επιθυμίες; Από τι ήταν φτιαγμένα, τέλος πάντων, τα φτερά του Γιάννη Ρίτσου;

Από λέξεις θα έλεγε κανείς. Όπως κι οι χάρτινες ασπίδες του, οι χαρταετοί του, τα ποιήματά του. Αλλά, και θα φανεί περίεργο αυτό που θα πω, όμως δεν είναι, τα φτερά δεν τον βοήθησαν να πετάξει. Εκείνος πετούσε χάρη στην Ποίηση. Τα φτερά υπήρξαν άλλοτε μικρά, εξωτικά στοιχεία της, («σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της υπόγειας Κόρης") συμπαθητικά, άλλοτε ένδειξη ναρκισσισμού και ματαιότητας. Κι ο ίδιος, πατούσε πολύ σταθερά στη Γη για να ονειρεύεται ουράνιες πτήσεις. Τον ουρανό, τον είχε μέσα του («όλοι εδώ πέρα έχουμε τον ίδιο ουρανό και το ίδιο χαμόγελο∙/ αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο κι αυτό τον ουρανό/ δεν μπορούν να μας τα πάρουν.»)


Θα πείτε, πάλι επαναστάτη παρουσιάζεις τον Ρίτσο. Όχι μονάχα εγώ. Πέρασα πρωινά και πρωινά επί τρία χρόνια μιλώντας σε σχολεία για τον ποιητή και διαπίστωσα πως ό,τι και αν τους έλεγα για τα υπέροχα εσωτερικά ποιήματά του- ανάμεσα στα οποία και η νεανική του «Εαρινή Συμφωνία» τα παιδιά τον ήθελαν επαναστατημένο. Αυτά τα ποιήματα θεωρούσαν τα πλέον αντιπροσωπευτικά του και γι’ αυτά μιλούσαν, αν και δεν έπαυαν να ξεχωρίζουν και να αγαπούν και τη «Σονάτα του σεληνόφωτος».

Οπωσδήποτε, ο Ρίτσος υπήρξε μέγας επαναστάτης. Και ως πολίτης, και ως ποιητής. Δεν θα σταθώ σε αναλύσεις του αυτονόητου, γιατί αλλού θέλω να φτάσω σήμερα, 22 χρόνια από τον θάνατό του (ήταν και τότε Κυριακή). Εδώ και πολύ καιρό σκέφτομαι τους παρακάτω στίχους από τη «Γκραγκάντα» μια ποιητική σύνθεση που έγραψε μέσα στη χούντα; «Εχουν ακόμη πόδια τα όνειρα- λέει- τ’ ακούς στο πάνω πάτωμα/ με τον μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση της νύχτας,/ αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,/ όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος/ ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ’ όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,/ ξυπνούν οι ένοικοι∙ σκύβουν απ’ τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙ / κανείς δεν είταν ποτέ∙/ -τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;»

Η απάντηση που υποκρύπτει το ποιητικό ερώτημα, πάντοτε επίκαιρη και σωστή, είναι «τις αλυσίδες μας». Για να οδηγήσει εκεί, και επομένως στην απελευθέρωση, ο Γιάννης Ρίτσος ρωτά επιτακτικά: «τι έχεις;» Αν το καλοσκεφτούμε, τίποτα. Επομένως, το «τι θα χάσεις;» μπορεί να αναγνωσθεί και ως «δεν έχεις να χάσεις, άρα και να φοβάσαι, τίποτα».

Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, ωστόσο, να φτάσει ο άνθρωπος στην αντιπαράθεση με ό,τι τον πονά, τον καταπιέζει, του κλέβει τα δικαιώματα, τη ζωή, την ελπίδα. Ο ποιητής θυμάται τους καιρούς που ο ίδιος, εκεί γύρω στα 25- 26, δούλευε στο θέατρο και βάδιζε στον δρόμο της συνειδητοποίησης. Είχε διδαχθεί μαρξισμό από τους συντρόφους στη Σωτηρία. Είχε γίνει και μέλος του ΚΚΕ. Μα όλα αυτά δεν έφταναν:

«μάζεψα πούπουλα απ’ τις κόττες, απ’ τις χήνες, απ’ τους αητούς, απ’ τα σπουργίτια,/ έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου,/ τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,/ έπαιξα τν αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,/ κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ’ τη μέση-,/ ο θόρυβος απ’ τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν/ τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα,/ ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ’ ένα χάρτινο φεγγάρι/ με χειροκρότησαν αρκετά- δεν τ’ αρνιέμαι- παράπονο δεν έχω-»

Ωραία, πολύχρωμα ή πάλλευκα, λαμπερά φτερά, που σε ανεβάζουν ή μαζί τους ανεβαίνεις, όπως και σε κατεβάζουν. Σύντομα θα το αντιληφθείς:

«Δεν κάνεις τίποτα με τις αιτήσεις, με τις παρακλήσεις, -είπε-/ μήτε με το κλεισμένο στόμα∙ τίποτα, τίποτα∙/ να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου/ είναι σα να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους/ είναι σαν να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη∙/ τ’ άλλα- σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες- κουραφέξαλα∙»

Κάθετος ο χαρακτηρισμός. «Κουραφέξαλα». Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αφού ο ποιητής ήξερε, το είχε ενστερνιστεί:

«Λοιπόν σ’ το λέω ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ’ τους εκμεταλλευτές του/ πιο πλούσιος απ’ τους απελπισμένους του και μαζί τους».

Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο γιατί ήταν αυτός που ήταν. Γιατί σκεφτόταν και έγραφε και δρούσε έτσι. Τον θυμάμαι και για στίχους του, που μένουν μέσα μου σαν αναμμένα κεριά σε ολόφωτα ή ημισκότεινα δωμάτια. Ανάμεσα στους στίχους αυτούς, η όμορφη παρακαταθήκη, πάντοτε από τη «Γκραγκάντα»:

«Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω∙/ είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους/ είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα/ είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία/ είπα στους νεκρούς: περιμένετε∙ τίποτα δεν τελειώνει∙»

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2012

Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα


Ο τίτλος και το άρθρο που ακολουθεί αποτελούν αυτούσια αντιγραφή από το περιοδικό Εύπλοια . Πρόκειται για ένα σπουδαίο άρθρο, ενός σπουδαίου ποιητή, του Νάνου Βαλαωρίτη, που περιλαμβάνεται στο νέο τεύχος, αριθμός 30, του εξαιρετικού αυτού ηλεκτρονικού περιοδικού. Απολαύστε τον υπέροχο λόγο του ποιητή και ξεφυλλίστε με τον browser το υπόλοιπο τεύχος, με τις πολύ ενδιφέρουσες δημοσιεύσεις:

"Χάσαμε τ' αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση, ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος...), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.

Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας τα εισοδήματα απ' τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε... μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.

Τι μας έμεινε;

Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα. Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.

Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ' αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια. Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε."

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

Μη μου τον Ρίτσο τάραττε, πρωθυπουργέ μου


"Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι" έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, πρωθυπουργέ μου.

Φέρναν τη ζωή, όχι τον θάνατο, όχι τη φτωχεια, την πείνα, την εξαθλίωση, την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Πρωθυπουργέ μου.

Σαν ποτάμι, ορμητικά, με αγάπη, με χαρές, με πόθους, με πάθος με αγώνες. Πρωθυπουργέ μου.

Στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά γιατί "τα έδωσαν όλα, δεν κράτησαν τιποτα για τον εαυτό τους" κατά δήλωση του ποιητή. Οπως κι εκείνος. Οπως κι οι σύντροφοι.

Κοίτα ένα γύρο και πέσμου, πόσους με στεγνά χέρια βλέπεις γύρω σου; Νομίζω κανέναν. Πρωθυπουργέ μου

Ασε τον Ρίτσο σε μας, που τον ξέρουμε, τον αγαπάμε και τον τιμάμε. Αν σε ρωτήσω ένα στίχο του, δεν θα ξέρεις να πεις, πρωθυπουργέ μου. Δεν ξέρεις το «άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε».

Δεν ξέρεις το «Βασίλεψες αστέρι μου βασίλεψε όλη η πλάση.»

Το «ετούτα τ’ άρβυλα τα ματωμένα περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν»

Το «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».

Το «αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι. Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη».

Το «Κανείς, λοιπόν, δεν είναι που να μην είναι μόνος;»

Το «Ζωή- ένα τραύμα στην ανυπαρξία».

Το «Να λες: ουρανός∙ κι ας μην είναι».

Και το (μέρες που είναι) «εκεί γονάτισα κι εγώ και προσευχήθηκα κι έβαλα τάμα τη ζωή μου/ να τους κρατήσω ολόρθους μες στην ιστορία και στο τραγούδι πάνω στ’ άλογά τους / στεφανωμένους με το μέγα φωτοστέφανο της πλέον ανέλπιδης αντρείας/ ωραίους ερωτικούς και σκυθρωπούς με δυο φτερούγες πορφυρές στις ωμοπλάτες/ κι έναν κατάμαυρο σταυρό ανάμεσα στα φρύδια»

Δεν ερωτεύθηκες, δεν συγκινήθηκες, δεν αγωνίστηκες, δεν ευφράνθηκες, δεν διασκέδασες με τους στίχους του. Δεν δίστασες, λοιπόν, να τους χρησιμοποιήσεις για ένα επετειακό λογύδριο. Ούτε και τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε εμπνέουν. Ο ποιητής όταν έλεγε «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις» εννοούσε πως πετιέται «από ‘ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» κάθε φορά που κάτι κυβερνήτες (καλή ώρα) νομίζουν ότι την κρατούν «με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο».

Σε προειδοποίησα. Μην πεις ότι δεν ήξερες. «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει/ μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι». Λίγο πριν το έγραφε. Αν το είχες διαβάσει και το είχες καταλάβει, θα άφηνες ήσυχο τον ποιητή. Δεν είναι δικός σου. Η εξουσία τον φοβόταν πάντοτε, και τον δίωκε. Και ήταν αυτό, όσο και αν του στοίχισε, απείρως πιο ειλικρινές…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2012

Διδώ Σωτηρίου: στο σφυρί η Ελλάδα


Η Διδώ Σωτηρίου είχε εξαιρετική πένα ως συγγραφέας, ως μελετήτρια πολιτικών φαινομένων και ως δημοσιογράφος. Ποιήματα, δεν έγραψε. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχουν κάποιοι στίχοι της, επινοημένοι για την ανάγκη του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα».

Είναι οι στίχοι που υποτίθεται πως γράφει ο νεαρός, ανήσυχος ήρωάς της, ο Αρης. Από αυτούς, διάλεξα λιγοστούς, που όποιος τους διαβάσει νομίζει ότι είναι γραμμένοι σήμερα, για το «σήμερα». Αλλά έχουν γραφτεί το 1982 και απηχούν την κατάσταση στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Αλλωστε, και η Διδώ δεν βρίσκεται εδώ και οκτώ χρόνια (ακριβώς, σαν σήμερα) ανάμεσά μας. Το ποίημα, χωρίς άλλα λόγια:

«Φτηνά πουλούμε τη ζωή μας

Όπου φύγει φύγει τα νιάτα

Αυτοκτονούν τα όνειρα

Εκπαραθυρώνονται οι ελπίδες

Στο σφυρί η Ελλάδα

Και το φως της το έκπαγλο

Προδομένη πατρίδα μου

Σκοτεινών αρχόντων Ιφιγένεια…»

Σκέφτομαι πως ή η ζωή μας κάνει κύκλους, ή οι πνευματικοί άνθρωποι- κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον- συλλαμβάνουν τις καταστάσεις πολύ βαθιά, τόσο που να είναι διαρκώς επίκαιροι και συχνά προφητικοί. Ή και τα δυό….

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει"


Ανήκω σε όσους υποστηρίζουν πως η χούντα «δεν τελείωσε το ‘73» αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που φωνάζουν το σύνθημα. Η χούντα τελείωσε, φυσικά το ’74. Το ’73 είχαμε μια σειρά από γεγονότα, με κορυφαία τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αλλά η χούντα δεν έπεσε. Αλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Εκδιώχθηκε ο Παπαδόπουλος, ανέβηκε ο στυγερότερος Ιωαννίδης. Επρεπε να έρθει το καλοκαίρι του 1974, με την τραγική προδοσία της Κύπρου, η οποία παραμένει έκτοτε διαμελισμένη, για να σαρωθεί η χούντα υπό το βάρος των αντεθνικών της πράξεων.

Επιμένω πως τελείωσε το 1974. Εκτοτε, όσα ελλείμματα δημοκρατίας και να εμφανίστηκαν, σε όσο δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς και αν ζήσαμε- και δυστυχώς, ζούμε- χούντα, ευτυχώς, δεν εμφανίστηκε ξανά. Μη μπερδευόμαστε με τις ρητορείες ότι και σήμερα τέτοια ή ανάλογη περίοδο διανύουμε. Διότι, ναι, αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά μέτρα και διακυβερνήσεις υπάρχουν. Και ολοένα πολλαπλασιάζονται. Αλλά, δικτατορία σημαίνει μια χώρα του παραλόγου, στην οποία έχει ακυρωθεί ΟΛΟ το Σύνταγμα και στην οποία βασιλεύουν ο τρόμος, η βία, ο φασισμός, οι καθολικές διώξεις. Στην οποία δεν λειτουργούν θεσμοί και ο στρατός κάνει ό,τι νομίζει. Ο στρατός όμως, έχει άλλη αποστολή, παγκοσμίως: να προστατεύει τα σύνορα κάθε χώρας. Και μόνο αυτά. Αντε, και να βοηθά σε καμιά μεγάλη φυσική καταστροφή: φωτιά, πλημμύρα, τέτοια.

Δεν κάνω μάθημα διάκρισης δικτατορίας- δημοκρατίας. Στον Γιώργο Σεφέρη και πάλι θέλω να αναφερθώ, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (προχθές, 20 Σεπτεμβρίου). Σαν σήμερα έγινε η κηδεία του. Πριν φτάσω εκεί, θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πίσω. Στην 21η Απριλίου 1967, ημέρα του πραξικοπήματος, και στα όσα ακολούθησαν.

Ο Γιώργος Σεφέρης, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν αστός, και ως προς την καταγωγή και ως προς την ιδεολογία του. Καμία σχέση δεν είχε με την Αριστερά, με τον κομμουνισμό- το λέει μάλιστα και ο ίδιος στο «Χειρόγραφο Οκτ[ωβρίου] ‘68». Αστός όμως, σήμαινε πως εμφορούνταν από αισθήματα δημοκρατικά. Όπως εννοεί η αστική τάξη τη Δημοκρατία, τέλος πάντων. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο τώρα. Τη δικτατορία δεν τη δεχόταν η δημοκρατική του συνείδηση. Ξεκίνησε με μια ειρωνική- καυστική θα μπορούσαμε να την πούμε- καταγραφή στο ημερολόγιό του την πρώτη κιόλας μέρα: «Προκόβουμε καταπληκτικά!» (έτσι, με θαυμαστικό).

Πολλές φορές γράφεται πως άργησε να εκδηλώσει δημόσια τη διαφωνία του, πως ακόμα και η περίφημη «Δήλωσή» του άργησε, πως δεν αντέδρασε όπως ίσως περίμενε ο κόσμος από έναν πνευματικό άνθρωπο. Δεν μπήκα στο μυαλό του και δεν γνωρίζω τι σκεπτόταν. Ωστόσο, βρίσκω ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις δημόσιες αντιδράσεις του, πριν βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Με την επιβολή της δικτατορίας, επιβάλλεται και άγρια λογοκρισία. Απαγορεύονται βιβλία, τραγούδια (όλη η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανάμεσά τους) ταινίες, τα πάντα. Ολα τα κείμενα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας περνούν από τον λογοκριτή, και επίσης οι στίχοι των τραγουδιών, τα θεατρικά έργα, φυσικά οι εφημερίδες, τα περιοδικά. Οι πνευματικοί άνθρωποι, δεν έχουν σκοπό να νομιμοποιήσουν το καθεστώς. Επομένως, σταματούν να δημοσιεύουν έργα τους. Το ίδιο κάνει, ασμένως, και ο Σεφέρης. Γράφει, αλλά δεν εκδίδει, καθώς θεωρεί ότι ένα γραπτό έργο, για να ευδοκιμήσει, χρειάζεται «ελευθερία της έκφρασης». Αποσύρει, μάλιστα, από το τυπογραφείο δύο βιβλία του και αφήνει να συνεχιστεί η έκδοση μονάχα των γραπτών του πεθαμένου από χρόνια αδερφού του Αγγελου.

Στο τέλος της χρονιάς αυτής, δέχεται πρόταση από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για να διδάξει εκεί επί ένα έτος, στη Σχολή Τεχνών και Επιστημών. Απαντά αρνητικά, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα σε επιστολή προς τον κοσμήτορα: «Το φημισμένο Πανεπιστήμιό σας, που τη ζωή του με καλείτε να μοιραστώ για ένα χρόνο, απολαμβάνει βέβαια με θαυμάσιο τρόπο τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας του λόγου. Όμως, αλίμονο, πιστεύω πως αν δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης στον ίδιο σου τον τόπο, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δε με ελκύει∙ θέλω να μείνω με το λαό μου και να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του» (Χειρόγραφο Οκτ. ’68) Επιπλέον, η προσφυγιά της Μέσης Ανατολής την οποία είχε ζήσει στον πόλεμο, τον αποθαρρύνει να επαναλάβει ανάλογη δοκιμασία.

Το 1968 πηγαίνει, τελικά, στο Πρίνστον για κάποιες διαλέξεις και απαγγελίες επί τρίμηνο. Οι ερωτήσεις των φοιτητών,όπως και άλλων, είναι πολλές: τι έχει να πει για την κατάσταση στην Ελλάδα; Δημοσιεύματα στον ομογενειακό τύπο τον κατηγορούν πως δεν έχει πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στη δικτατορία. Ως φαίνεται, πιθανότατα θέλει να μιλήσει. Με τον δικό του τρόπο πάντοτε. Αλλά, υπήρξε διπλωμάτης. Γνωρίζει πολύ καλά τις συνέπειες και φοβάται πως θα του αφαιρεθεί η ιθαγένεια και θα πεθάνει στο εξωτερικό, ενώ εκείνος, πεισμωμένα αντιδρά: «Είναι ο τόπος μου και τον αγαπώ και δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να μ’ εμποδίσει να ζω στον τόπο μου και ν’ ακούω τη γλώσσα μου είτε στρατηγός είναι, είτε συνταγματάρχης. Οσο για τις κατηγορίες είναι εύκολο να γίνονται απ’ αυτούς που στρογγυλοκάθουνται στο εξωτερικό, ή ψιθυρίζουν φθονερά στον τόπο».

Βεβαίως, αγανακτεί και εξεγείρεται. Το 1968, γράφει το δίστιχο ποίημα:

«ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ

Ελλάς . πυρ! Ελλήνων . πυρ! Χριστιανών . πυρ!

Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»

Αθήνα Καλοκαίρι- Princeton N. J.

Χριστούγεννα 1968

Επιστρέφει με το τέλος της χρονιάς και προετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα. Στις 28 Μαρτίου του ’69 συντάσσει και την επομένη δίνει στη δημοσιότητα τη «Δήλωση», μέσω του ΒΒC:

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».

Η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, σε ένα κείμενό της για τον Σεφέρη, στο τμήμα με υπότιτλο «Η ψώρα της χούντας» αναφέρει:

«Όταν έκανε τη δήλωση εναντίον της βρισκόμουν στην Αθήνα. Έκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω. ‘Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά’ του λέω, ‘ξέρετε γιατί’. Ήξερε.»

Υποπτευόταν και τα όσα θα επακολουθούσαν. Νομπελίστας ή όχι, πλήρωσε την τόλμη του. Η χούντα του αφαίρεσε τόσο το διπλωματικό διαβατήριο όσο και τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή τον οποίο είχε λάβει υπηρετώντας ευσυνείδητα την πατρίδα για δεκαετίες. Εκείνος απτόητος συνέχισε. Ο λόγος και πάλι στη Νόρα Αναγνωστάκη:

«Μετά την έκδοση των 18 κειμένων [σ.σ. συλλογική έκδοση με αντιδικτατορικό χαρακτήρα στην οποία ο Σ. μετείχε με το συμβολικό ποίημα ‘Οι γάτες τ’ Αϊ Νικολα’] στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: ‘Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα’. Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: ‘Let the enemies entertain us!’».

Και ένα στιγμιότυπο που τα λέει όλα, από την κηδεία, πάντοτε δια της πένας της Ν.Α.:

«Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. Έμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει. Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: ‘Αθάνατος’ και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: ‘Αθάνατος’. Η Μαρώ έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Έγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα. Δικαιοσύνη.»

Ενα εξαιρετικό ηλεκτρονικό αφιέρωμα για τον Σεφέρη εδώ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Κύριε βόηθα να θυμόμαστε"


Φεβρουάριος 1943. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη βαριά σκλαβιά της γερμανικής κατοχής. Κι όμως. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, μετατρέπεται σε μια μεγάλη αντιφασιστική εκδήλωση. Μπροστά στους κατάπληκτους κατακτητές, χιλιάδες κόσμου συνοδεύει τον ποιητή στο Α’ νεκροταφείο, τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο.

20 Σεπτεμβρίου 1971. Ο Γιώργος Σεφέρης «αναχωρεί». Λίγα χρόνια πριν, το 1963, όλη η Ελλάδα σπαρτάρησε από συγκίνηση, όταν έμαθε ότι πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι ας μην ήξεραν, οι περισσότεροι, τι είναι το Νόμπελ. Η κηδεία του, στις 22 του μηνός, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας έγινε στις 28 Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».

Και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Ταυτοχρόνως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες της οικογένειας, θα βγάζουν από την εκκλησία νεαρούς που είχαν μπει να προσκυνήσουν στο φέρετρο, στηριζόμενες, δήθεν, στα μπράτσα τους, όταν αντιλαμβάνονται ότι η αστυνομία κάνει έξω έλεγχο ταυτοτήτων. Θα μπαίνουν για να ξαναβγάλουν και άλλους.

Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του Αρνηση («Στο περιγιάλι το κρυφό») και μαζί το γνωστό κρητικό δημοτικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ένα τραγούδι που είχε φορτιστεί με αντιχουντικό νόημα. Το ίδιο έλεγαν και οι έγκλειστοι του Πολυτεχνείου, δύο χρόνια μετά, προεξάρχοντος του Νίκου Ξυλούρη.

Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Στην ουσία, είναι μια μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος, από τις ελαχιστότατες που υπήρξαν.

Το δημοσίευμα του "Βήματος" από την κηδεία, εδώ

Ο Σεφέρης, αστός, συντηρητικός, υπήρξε ωστόσο πολέμιος του ολοκληρωτισμού. Κάτι περισσότερο: προφήτης του Κακού που έρχεται και που δεν εξολοθρεύεται, παρά μονάχα αν έχεις διδαχτεί από το παρελθόν σου, αν έχεις μνήμη.

«Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,

σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ

σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα -

Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ

ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-

ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη

τοῦ Θανάτου

ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,

νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα

τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-

κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν

ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:

«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε

πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-

τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,

τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-

Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε... ».

Οσο δεν τα ξεριζώνουμε, το Κακό σηκώνει κεφάλι- και δεν χρειάζεται πολύ καιρό για να θεριέψει. Τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να το νικήσεις. Ο ποιητής προειδοποιεί σε ένα από τα πλέον εμβληματικά ποιήματά του:

«Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,

κι ο άρρωστος νους που αδειάζει

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να γεμίσει με την τρέλα,

νῆσος τις ἔστι...»

Αλλά ακόμα και για την αδιαφορία προς τον διπλανό, προς την κοινωνία, προς την αλήθεια εντέλει, ο Σεφέρης έχει μιλήσει με τον αυστηρό τρόπο του. Αυτόν, που σε κάνει να σκέφτεσαι. Που σε θέτει προ των ευθυνών σου. Ακόμη και χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να κουνά το δάχτυλο, χωρίς να κατηγορεί. «Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε», καταλήγει. Τραγικά αντίστοιχη η κατάσταση με το Σήμερα:

«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

Ποιος καβαλάρης ήρθε

με το προσάναμμα και το δαυλό;

Καθένας νίβει τα χέρια του

και τα δροσίζει.

Και ποιος ξεκοίλιασε

τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;

Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.

Ποιος έφυγε

χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;

Κατάργησαν τα μάτια τους• τυφλοί.

Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.»

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2012

Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις


Πρώτα- πρώτα, η είδηση. Η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση: «Όπως συνέβη και άλλες φορές τους προηγούμενους μήνες η Εταιρεία Συγγραφέων έχει δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή της σε πράξεις βίας, οποιαδήποτε πολιτική κάλυψη και αν έχουν. Το ίδιο δηλώνει και τώρα, έχοντας παρακολουθήσει τις καταφανώς παράνομες ενέργειες των στελεχών της Χρυσής Αυγής εις βάρος μικροπωλητών, με μοναδικό στην ουσία κριτήριο την εθνοτική τους καταγωγή. Οι ενέργειες αυτές είναι ακόμα περισσότερο καταδικαστέες αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι έγιναν με την παρουσία και σύμπραξη βουλευτών της ΧΑ. Οχυρωμένοι πίσω από την σχετική ασυλία τους και εκμεταλλευόμενοι την αποδόμηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν διστάζουν να αντικαθιστούν την αστυνομία αλλά και τις δικαστικές αρχές, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αυτοδικία και το δίκαιο επιβολής του ισχυρότερου.

Επισημαίνοντας τις ολέθριες προοπτικές τέτοιων βίαιων ενεργειών, η Εταιρεία Συγγραφέων πιστεύει ότι θα πρέπει πλέον να σταματήσει η έωλη και ουδέτερη τακτική των μέσων μαζικής ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, να τις αντιμετωπίζουν ως απλώς βίαιο θέαμα. Να πάρουν θέση και να δείξουν ανοιχτά και τεκμηριωμένα προς τους πολίτες τι πράγματι αποκρουστικό εγκυμονείται για τη δημόσια ζωή στο άμεσο μέλλον.

Παρασκευή 14-9-2012

Εταιρεία Συγγραφέων

Κοδριγκτώνος 8, 112 57 Αθήνα»

Δεν μπορώ να σας πω πόσο μεγάλη είναι η περηφάνια που νιώθω. Ενας σημαντικός φορέας, ο φορέας των καταξιωμένων λογοτεχνών, σηκώνει το ανάστημά του και παίρνει θέση. Δεν σιωπά. Δεν κρύβεται. Δεν σφυρίζει αδιάφορα. Δεν βγάζει κορώνες. Δεν παίρνει «φραστικά» τα όπλα χωρίς στην πραγματικότητα να κάνει κάτι. Παίρνει το αποτελεσματικό και διόλου φονικό όπλο του, τον λόγο, και με αυτό αντιδρά.

«Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις, να μη τις παίρνει ο άνεμος» έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Χωρίς αυταπάτες, αφού ξέρουμε όλοι πως η τέχνη δεν αρκεί σε μια επανάσταση, οι πρόκες- λέξεις, οι γνώριμες, οι ήρεμες, οι στίλβουσες, οι ευθύβολες, αλλάζουν πολλές φορές κομμάτια της ζωής μας. Πόσες και πόσες φορές ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ένας στίχος, δεν συνέτειναν στο να «αλλάξουμε ζωή», δεν βοήθησαν να δούμε αλλιώς κάτι;

Η Εταιρεία Συγγραφέων ακολουθεί την μακρά παράδοση των δημιουργών στην πατρίδα μας, που καλούσαν σε εγρήγορση είτε κατά μόνας (Σολωμός, Βάρναλης κ.α.), είτε απέχοντας (οι συγγραφείς κατά τη χούντα) , είτε με άλλους μαζί (στα «Δεκαοχτώ κείμενα» και στα «Νέα κείμενα», όπως και στην «Κατάθεση», θρυλικές πλέον εκδόσεις) είτε σπάζοντας τη σιωπή τους όταν αισθάνονταν ότι τους καλούσε αυτό που εκείνοι αντιλαμβάνονταν ως καθήκον (Σεφέρης με τη δήλωση κατά της δικτατορίας). Ας μη ξεχάσουμε επίσης πως πολλοί φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν για τις ιδέες τους: ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης (που είχε, μάλιστα, καταδικαστεί σε θάνατο), ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Αρης Αλεξάνδρου, ποιητές και συγγραφείς με ανάστημα και πένα. Για να μην πούμε για τους πρόσφυγες Αλκη Ζέη, Δημήτρη Χατζής, Μέλπω Αξιώτη, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, Μενέλαο Λουντέμη, ούτε για όσους πίσω έπρεπε να στηρίξουν αδέρφια σε φυλακές και εξορίες ενώ οι ίδιοι ήταν ημι-παράνομοι (Διδώ Σωτηρίου).

Ας μην σηκωθούν άλλο οι τόνοι, καθώς το κείμενο της Εταιρείας Συγγραφέων είναι εξαιρετικά νηφάλιο. Μονάχα μια υπενθύμιση ακόμη, ανάλογου συλλογικού κειμένου. Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο Στρατής Τσίρκας γράφει με τον Λάνγκστον Χιουζ τον «Ορκο των ποιητών» στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι Ιούλιος του 1937 και σαράντα ποιητές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου συγκεντρώνονται στην πόλη της Βαλένθια, στη «Δημοκρατική Ισπανία», όπου γίνεται το Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό.

Στο Παρίσι όπου συνεχίζεται και κλείνει το συνέδριο, οι ποιητές δίνουνε τον παρακάτω όρκο. "Στ’ όνομα σου, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί, πως τ’ όνομα σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη,

και στ’ όνομα σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και

καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο

μα και με τη ζωή μας."

Ανάμεσα σε όσους υπογράφουν είναι οι Μπέρτολτ Μπρέχτ, Πάβλο Νερούδα, Λουί Αραγκόν, Ηλία Έρενμπουργκ, Αλεξέι Τολστόη, Πώλ Βαγιάν-Κουτυριέ, Λάγκστον Χιούζ, Νικόλας Γκιλλιέν, Τριστάν Τζαρά, Ιβάν Γκόλλ, Λυκ Ντεκών, Ρομπέρ Ντεανός, Γιόχαν Μπέχερ, Νάνσυ Κιούναρντ, Αλέχο Καρπεντιέ και φυσικά και ο δικός μας, Στρατής Τσίρκας.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

Αλιέντε, Νερούδα και άλλοι δολοφονημένοι της 11ης Σεπτεμβρίου


Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε για μένα πολλά χρόνια πριν από την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Το 1974, και ενώ η χούντα εδώ είχε μόλις πέσει, κάναμε την πρώτη, μαζική και μαχητική, νόμιμη διαδήλωση (με την έννοια ότι το Πολυτεχνείο, π.χ. ή η Νομική ήταν «παράνομες» αφού έγιναν, φυσικά, χωρίς την άδεια της χούντας).

Ένα χρόνο μετά την επιβολή δικτατορίας στη Χιλή, η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό, ανήμερα της επετείου. Ο Αλιέντε είχε δολοφονηθεί και ο Νερούδα είχε πεθάνει, αλλά κυριαρχούσαν στη μνήμη μας σε εκείνη τη μεγάλη διαδήλωση, που δεν θυμάμαι πια πού έγινε. Ισως στην πλατεία Δημαρχείου. Τότε μάθαμε και για τον Βίκτωρα Χάρα, τον ποιητή- τραγουδοποιό που τον δολοφόνησαν μέσα στο στάδιο του Σαντιάγο της Χιλής, μπροστά σε χιλιάδες κρατούμενους. Αφού πρώτα τον βασάνισαν μαρτυρικά. Ακόμα ένας δολοφονημένος τις πρώτες μέρες. Επρόκειτο να ακολουθήσουν πολλοί…

Είκοσι χρόνια μετά το πραξικόπημα, βρέθηκα στη Χιλή με τον Μίκη Θεοδωράκη, για την παρουσίαση του «Κάντο Χενεράλ». Χάρη σε εκείνον, που συναντήθηκε με τον τότε πρόεδρο της χώρας, Πατρίσιο Ελγουϊν, μπήκαμε με την Ελενα Χαζτηιωάννου στο γραφείο όπου είχε δολοφονηθεί ο Αλιέντε. Δολοφονηθεί, επιμένω. Ακόμα και αν τράβηξε ο ίδιος τη σκανδάλη, στην πολιορκημένη «Λα μονέδα» η χούντα τον οδήγησε ως εκεί.

Ηταν ένα απλό γραφείο, το οποίο δεν θα πρέπει να είχε αλλάξει και πολύ από τα χρόνια του προέδρου. Το κτήριο όλο επισκευάσθηκε, γιατί είχε βομβαρδιστεί άγρια. Δεν θυμάμαι πολλά, και οι φωτογραφίες έχουν κάπου μπερδευτεί. Θυμάμαι όμως τη συγκίνηση που είχαμε αισθανθεί αντικρίζοντας το ταπεινό γραφείο όπου, υποθέταμε, ακούμπησε το κεφάλι του νεκρού πια Αλιέντε, βουτηγμένο στο αίμα…

Με συγκίνησε και μια φωτογραφία που κυκλοφόρησε τις τελευταίες μέρες στο φέισμπουκ. Ενας μεσόκοπος άνδρας με κάσκα και σακάκι, κρατά στα χέρια ένα μακρύκανο όπλο και ετοιμάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την πατρίδα, απέναντι σε πάνοπλα τάγματα εφόδου. Δεν του πέρασε από το μυαλό να φύγει, να δραπετεύσει από τη μάχη και από τη μοίρα του.

Κατόπιν, στην Ισλα Νέγρα, είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε τον τάφο του ποιητή και της Ματίλντε. Αγνάντι στον ωκεανό, αναπαύεται ο μεγαλύτερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, ο τιμημένος με Νόμπελ. Η φήμη και η αξία του δεν τον έσωσαν.

Πέντε μέρες πριν από το πραξικόπημα, στο στάδιο του Σαντιάγο, ένα τεράστιο πλήθος παραληρούσε και τον χειροκροτούσε. Πέντε μέρες μετά, έρευνες στο σπίτι του βαρύτατα ασθενούς Νερούδα, κάψιμο βιβλίων του, σκαιά συμπεριφορά. Η θεραπεία του ματαιώνεται. Η θλίψη τον οδηγεί πιο γρήγορα στον θάνατο, λίγες μέρες μετά. Η κηδεία του αποτελεί μια πάνδημη διαδήλωση. Και μετά, το σκότος σκεπάζει τη Χιλή για πολλά χρόνια.

Οι δολοφονίες ανθρώπων που πάσχισαν να κάνουν τη Χιλή και τους Χιλιανούς καλύτερους, είναι μια απόδειξη για όσους, ακόμα και σήμερα, λένε: μα όποιος καθόταν φρόνιμα, δεν πάθαινε τίποτα. Η χούντα είναι φασισμός, και ο φασισμός αδίστακτος. Σήμερα χτυπά τον ξένο, αύριο τον ιδεολογικό εχθρό, μεθαύριο εσένα που τον έθρεψες. Και χωρίς να τον έχεις «πειράξει». Τον πειράζει το ότι σκέφτεσαι. Περισσότερα για τον Πάβλο Νερούδα, εδώ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012

90 χρόνια από τη μικρασιατική κατατροφή


"Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν". Τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη επέλεξαν οι συνάδελφοί μου ως γενικό τίτλο του αφιερώματος που επιμελήθηκα στο σημερινό Εθνος της Κυριακής. Ανήμερα της 9ης Σεπτεμβρίου, οπότε ξεκίνησαν όλα, επέλεξα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών, γραμμένα κατά το παρελθόν, που εξηγούν τι προηγήθηκε, πώς έγινε το κακό, ποιος ωφελήθηκε, πόσο κατατρεγμένοι ήταν οι πρόσφυγες. Εδώ, παραθέτω τον πρόλογό μου. σε προηγούμενες αναρτήσεις, έχω αναφερθεί με λεπτομέρειες σε κάοποιους συγγραφείς. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει όλους.

"Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Καισαριανή, Κοκκινιά. Μικρά ασβεστωμένα σπιτάκια να λάμπουν από καθαριότητα και αρχοντιά. Λουλούδια στα περβάζια, μπροστά από τις πόρτες, ακόμα και στα πεζοδρόμια. Εφευρετικότητα και αλληλεγγύη. Φίλευαν τους ξένους με το πρώτο πιάτο απ’ το φαγητό που μαγείρευαν, γιατί τότε πιάνει τόπο, όχι από τον πάτο της κατσαρόλας. Οι γυναίκες φορούσαν βασιλικά ή γαρδένιες στ’ αυτί, μεγάλωναν τα παιδιά τους με περηφάνια, έφτιαχναν για τον άντρα τους φαγητό καμωμένο με αγάπη, έκλαιγαν η μια στον ώμο της άλλης, και ξανά απ’ την αρχή.

Υστερα ήρθε ο πόλεμος και η Αντίσταση, και οι προσφυγικές γειτονιές έγραψαν νέες σελίδες στις θρυλικές Ιστορίες τους. Με γενναιότητα, με αυταπάρνηση, συχνά με ηρωισμό. Με όραμα για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή. Που τσακίστηκε στα βράχια. Κι όμως, οι πρόσφυγες συνέχισαν να αγωνίζονται και να προκόβουν. Αν έχεις ζήσει την καταστροφή και έχεις επιζήσει, κρατάς το κεφάλι ψηλά και επιμένεις. Ισως δεν έχεις κι άλλη επιλογή.

Σήμερα, πια, οι προσφυγικές κατοικίες σχεδόν δεν υπάρχουν, δόθηκαν αντιπαροχή. Οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς δεν ζουν για να μας μεταφέρουν στα χώματα της Μικράς Ασίας, εκείνης που ποτέ δεν έπαψαν να θεωρούν «πατρίδα». Ενενήντα χρόνια είναι πολλά, για τη συλλογική μνήμη, ακόμη και αν πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε η Ελλάδα και ο ελληνισμός των απέναντι παραλίων. Ξεχάσαμε...

«Τα παιδιά μας μαθαίνουν τόσο λίγα πράγματα για τη σύγχρονη ιστορία μας, που είναι ντροπή για όλους μας» σημειώνει η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «Τρεις αιώνες μια ζωή» (εκδόσεις Λιβάνη). Όμως, λαοί που ξεχνούν την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν. Ενενήντα χρόνια μετά τη μέρα της εθνικής συμφοράς, την 9η Σεπτεμβρίου που έπεσε η Σμύρνη, επιλέξαμε να θυμηθούμε. Μέσα από κείμενα σπουδαίων συγγραφέων και μεγάλων ποιητών, πολλοί από τους οποίους έζησαν και μεγάλωσαν στην ιωνική γη, κατόπιν «Ματωμένα χώματα».

Οι «αφηγήσεις» ξεκινούν από την μακραίωνη Ιστορία της Ιωνίας, από τους αιώνες των πρώτων εποικισμών από ελληνικά φύλλα. Πολλά χρόνια μετά, το 1950, σε ένα ταξίδι του στην Τουρκία, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, γεννημένος στη Σμύρνη στα 1900, δίνει με μεγάλη ακρίβεια το πλαίσιο στις «Μέρες Ε’» (εκδόσεις Ικαρος):

«Σ΄ αυτά τα παλιά μέρη δε μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερεις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή- και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμα τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω κόσμο και κόβουνται ο ένας μετά τον άλλον. Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες.»

Οι καιροί της ειρήνης και της αγάπης, οι εποχές που ρωμιοί και τούρκοι άκουγαν αντάμα τις αφηγήσεις για τον Τσακιτζή, τον περίφημο εφέ του Αϊδινίου που έκλεβε τους πλούσιους για να δίνει στους φτωχούς και που τραγουδούσαν τα κατορθώματά του και στις δύο γλώσσες, έδωσαν τη θέση τους σε μέρες καχυποψίας. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έβαλαν στο μάτι τα πλούτη της Τουρκίας. Επρεπε, λοιπόν, οι Ελληνες να λείψουν. Ο ανερχόμενος εθνικισμός η ιδέα των εθνοκαθάρσεων, η μικρασιατική εκστρατεία, έφεραν τα πράγματα στο μη περαιτέρω. Στην πυρπόληση της Σμύρνης, στη σφαγή του άμαχου πληθυσμού εκεί στην παραλία του- τι ντροπή!- « συνωστισμού» (εφόσον ο στρατός το είχε βάλει στα πόδια) στην προσφυγιά 1,5 εκατομμυρίου ψυχών. Οι μισοί θερίστηκαν μέσα στον πρώτο χρόνο στην αφιλόξενη Ελλάδα από επιδημίες και κακουχίες. Ταυτοχρόνως, περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις πατρογονικές τους εστίες στην Ελλάδα και να πάνε στην Τουρκία, δύο φορές ξένοι κι αυτοί, όπως αναλυτικά παρουσιάζει στο βιβλίο του «Ο χαμένος παράδεισος» ο Γκάιλς Μίλτον (εκδόσεις Μίνωας). Οι μεν «τουρκόσποροι». Οι δε, «άπιστοι».

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης. «Ετυχε/ να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα∙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί». Και ο Νίκος Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του «Αδερφοφάδες» (εκδόσεις Καζαντζάκη) περιγράφει τις φοβερές στιγμές του ξεριζωμού: «Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού : «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε ! "Όλοι οι Έλληνες στην 'Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά ! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε ! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα!»

Η ψυχή δεν ξεκολλάει. Η λογοτεχνία, αντικατοπτρίζοντας τη ζωή, συνεχίζει να εμπνέεται από εκείνους τους καιρούς. Προτιμήσαμε, όμως, να περιλάβουμε στο αφιέρωμα κείμενα που γράφτηκαν από ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έζησαν τα γεγονότα. Και επειδή κάθε εφημερίδα είναι πεπερασμένη, ακόμα και σε αυτά, έγινε επιλογή.

Δύο «χρηστικά» πράγματα ακόμη. Αν θέλει κάποιος να δει τις ευθύνες που είχαν όλες οι πλευρές στη μικρασιατική καταστροφή δεν έχει παρά να διαβάσει το εξαιρετικό και διαφωτιστικό βιβλίο «Το όραμα της Ιωνίας» του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης) αλλά και πολύτιμο το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (εκδόσεις "Κέδρος")

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2012

Πρόσφυγες τότε και τώρα "Οι νεκροί περιμένουν"


Ξέρω, δεν είναι ίδιες όλες οι καταστάσεις. Δεν σχετίζονται τα πάντα. Ή μήπως σχετίζονται; Εχω καταμπερδευτεί. Από προχθές, που έγινε το ναυάγιο με τους 60 πνιγμένους- τα μισά παιδάκια- ανοιχτά της Σμύρνης, ο νους μου συσχετίζει με τη μικρασιατική καταστροφή. Πρόσφυγες κι εκείνοι, πρόσφυγες κι οι δικοί μας. Εστω και αν τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Εστω και αν διαφορετικά εξελίχθηκε η μεταφορά. Όταν όμως έφτασαν εδώ, οι «τουρκόσποροι» οι «πρόσφυγγες» παρόμοια ήταν η υποδοχή και τα αισθήματα. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολύ που για να γελάσουν τάχα, μας λένε τουρκόσπορους και τουρκομερίτες. Ασε τι ακούμε κάθε φορά που επισκεπτόμαστε τα χώματα των προγόνων μας, για τα λεφτά που δίνουμε, λέει, στους Τούρκους. Φαίνεται ότι για κάποιους μόνο αυτά μετρούν…

Δεν λέω υπερβολές. Θα σας ζητήσω να φέρετε στη μνήμη σας την θυμωμένη Αλίκη- διδώ Σωτηρίου όταν φτάνει με τους θείους στον Πειραιά και τα συνομίληκά της κορίτσια τη ρωτούν πώς και δε φοράει σαλβάρι… «Οι νεκροί περιμένουν» (εκδόσεις «Κέδρος») είναι διαφωτιστικοί και για τα όσα προηγήθηκαν, με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 18, την εκστρατεία και την πτώση του μετώπου, και για την απίστευτη υποδοχή που είχαν εδώ οι άνθρωποι που κατάφεραν να επιζήσουν αφού πρώτα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου.

Η μικρή ηρωίδα του μυθιστορήματος και οι θείοι που την έχουν υιοθετήσει έχουν φύγει πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Δεν ξέρουν πως ενόσω ταξίδευαν στη θάλασσα, όλα είχαν χαθεί. Το τρομερό νέο το μαθαίνουν μόλις πατούν το πόδι τους στην καινούργια πατρίδα:

«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη. Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!

Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι . Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: ‘Πρόσφυγες!’Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.

Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.»

Επιστρέφω στο σήμερα. Τα πνιγμένα παιδάκια, οι πνιγμένοι γονείς, δεν πρόλαβαν καν να γίνουν μετανάστες- επομένως το αποτρόπαιο «λάθρομετανάστες» δεν μπορεί και εκ των πραγμάτων να ισχύσει. Παρόλα ταύτα, παρόλη αυτή την τραγωδία, δεν έλειψαν οι Ελληναράδες που άφησαν τα βρώμικα αποτυπώματά τους στο διαδίκτυο, επιχαίροντας γιατί οι πρόσφυγες δεν έφτασαν στα «ιερά» μας χώματα, να τα «μολύνουν». Χέρια βουτηγμένα στο αίμα τα γράφουν όλα αυτά. Χέρια που τραβούν στους βυθούς του μίσους τους νεκρούς, τους ζωντανούς, εμάς.

Δεν έχω καμία αυταπάτη: Αν όλα αυτά τα σκατόψυχα τέρατα ήξεραν πού αποβιβάζονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, θα τους περίμεναν με όλη την ασχήμια που στάζουν οι ψυχές τους- άρα με οπλισμένα χέρια. Οι ομοαίματοι και ομόθρησκοι- ανάμεσά τους η Διδώ Σωτηρίου- τη γλύτωσαν παρά τρίχα το 22. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν 90 χρόνια μετά, με την ανθρωπότητα να έχει περάσει από δύο παγκοσμίους πολέμους και από τον τρόμο του φασισμού και μυαλό να μην έχει βάλει. Αλλά εκτός από αυτούς, υπάρχουμε κι εμείς. Παιδιά και εγγόνια προσφύγων. Γιατί τους αφήνουμε;

Μέρες που είναι, εδώθα βρείτε ένα παλιότερο κείμενό μου για τα Ματωμένα Χώματα. Να προσθέσω πως τα αντίτυπα που είχαν μοιραστεί πριν από μερικά χρόνια στους μαθητές της ΣΤ δημοτικού και επιστράφηκαν, σκονίζονται σε κάποια κιβώτια αποθηκών σχολείων. Κανείς υπουργός Παιδείας δεν έχει ζητήσει να μοιραστούν ξανά σε παιδιά. Κι όμως, το κράτος τα έχει πληρώσει… Πώς φαίνεται ότι η μητριά- πατρίδα φοβάται ακόμα τη Διδώ…

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2012

Η Σμύρνη των Ελληνων


Με προϋπολογισμό μισού εκατομμυρίου δραχμών θα ξεκινούσε η λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Το «Φως εξ Ανατολών» όπως το είχαν βαφτίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που το οραματίστηκε, και ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, δεν έμελλε να λειτουργήσει . Λίγες μέρες πριν από το ξεκίνημα των μαθημάτων, η Σμύρνη έπεσε και ο Καραθεοδωρή αφού κατάφερε να διασώσει την οικογένειά του, έμεινε πίσω, στην πόλη που φλεγόταν για να πάρει την περιουσία του ελληνικού κράτους, να τη φέρει στην Ελλάδα. Τα γυάλινα όργανα του Χημείου σκονίζονται ακόμη σε κάποιες αίθουσες του δικού μας Χημείου. Κατά τα άλλα λίγοι θυμούνται το γεγονός.

Στην έκθεση «H Σμύρνη των Eλλήνων» που λειτουργεί στο Eθνικό Iστορικό Mουσείο, (Mέγαρο Παλαιάς Bουλής) υπάρχει το επίσημο έγγραφο του Πανεπιστημίου. Φέρει τις υπογραφές του Κραθεοδωρή, όπως και του- μισητού ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενου- αρμοστή της ελληνικής διοίκησης, Αριστείδη Στεργιάδη. Ο μισθός του οριζόταν σε 4.000 δρχ. κατ’ έτος, το ένα τέταρτο από τον μέσο αμερικάνικο μισθό της εποχής.

Το έγγραφο είναι από τα πλέον συγκινητικά αντικείμενα της έκθεσης, που οργάνωσε η Ενωση Σμυρναίων. Οι σημαίες, οι γαλανόλευκες που κυματίζουν στις μνήμες μας, τα ενθυμήματα του μεγαλομάρτυρα Χρυσοστόμου, του μητροπολίτη Σμύρνης, η πένα με την οποία ο Βενιζέλος υπέγραψε τη συνθήκη των Σεβρών και άλλα, γυρίζουν τον επισκέπτη στις μέρες ακμής της «Γκιαούρ Ιζμίρ» και της άνθισης των ελληνικών πληθυσμών. Πλάι στους Αρμένιους, στους Εβραίους, αλλά και στους Τούρκους, πριν αρχίσουν οι δύσκολες μέρες που κατέληξαν στη γνωστή τραγωδία.

Κοιτάζεις τη λινή γαλανόλευκη του Αϊδινίου και δεν μπορείς να μη θυμηθείς πως κάθε κοπέλα είχε μια σημαία στην προίκα της. Σμυρνιές είχαν κεντήσει, άλλωστε, με χρυσή και ασημένια κλωστή, την εικόνα της Θεοτόκου (Κοίμηση) στο λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Οσο για τον Χρυσόστομο, όχι μόνο τον προέτρεψαν να φύγει, μα του βρήκαν και θέση σε καράβι, ώστε να το κάνει. Κι εκείνος είπε πως δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό του, γνωρίζοντας ότι η τύχη του θα ήταν κακή- έστω και αν δεν μπορούσε να προβλέψει τον μαρτυρικό του θάνατο.

Φωτογραφίες και πορτραίτα επώνυμων και ανώνυμων (ανάμεσα στους πρώτους ο Γιώργος Σεφέρης, ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Αδαμάντιος Κοραής) χαρακτικά και φωτογραφίες από την πόλη πριν και μετά την καταστροφή, η παιδεία και οι εκδόσεις, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, όλα παρουσιάζονται με απλότητα και δύναμη στα θεωρεία της παλιάς Βουλής. Δίνουν αδρή εικόνα της πρωτοπορίας που είχε η Σμύρνη στην παιδεία, στα γράμματα, στην οικονομία, στον αθλητισμό. Η τεράστια επιτυχία της και το γεγονός ότι οι επισκέπτες είναι πάρα πολλοί καθημερινά, έχει οδηγήσει σε παράταση ώς τις 16 Σεπτεμβρίου. Ετσι, θα είναι ανοιχτή στις Hμέρες της Kαταστροφής του ’22, και του ξεριζωμού των Eλλήνων της Mικράς Aσίας που αναγκάσθηκαν να φύγουν. (Η Σμύρνη έπεσε σαν μεθαύριο, 90 χρόνια πριν και η φωτιά, οι σφαγές, τα βασανιστήρια, είχαν ολοκληρώσει την καταστροφή μερικές μέρες μετά).

Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους και στέκεσαι μπροστά σε κάθε προθήκη με βαθύτατη συγκίνηση. Το ίδιο και μπροστά στις φωτογραφίες, στους χάρτες, στα τεκμήρια που δείχνουν πως αυτός ο κόσμος "ο μικρός, ο μέγας" χωρίζεται από την ανυπαρξία από μια κλωστή. Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, τα λάθη της Ελλάδας, η άνοδος των Νεοτούρκων, η εγκληματική δράση των Τσετών και η ανοχή προς αυτούς, ο πόλεμος που φέρνει τον θάνατο, όλα αυτά και άλλα ακόμη, ξεθεμέλιωσαν την ψυχή μιας πόλης. Ποιος θυμάται όμως τι σήμερα;

Τα κειμήλια είναι από τις συλλογές του Eθνικού Iστορικού Mουσείου. Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη. Το μουσείο είναι κλειστό τη Δευτέρα.

Η κυρία Ελένη Μπίστικα έχει γράψει υπέροχα κείμενα στην Καθημερινή για την έκθεση.

Πέμπτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012

Ηλίας Βενέζης: στη Γαλήνη της Αιολικής γης


Δεν ξέρω πώς έτυχε, μα αρκετοί από τους μικρασιάτες άνθρωποι των Γραμμάτων έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας με ένα ψευδώνυμο που εκείνοι επέλεξαν και όχι με το κανονικό τους όνομα. Στην περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, το «Σεφεριάδης» ήταν ένα βαρύ επώνυμο, από πολλές απόψεις. Τον Κοσμά Πολίτη τον προέτρεψε η γυναίκα του να αλλάξει όνομα, απαξιώνοντας το πραγματικό του, Πάρις Ταβελούδης. Αλλιώς λεγόταν και ο Φώτης Κόντογλου. Αλλιώς και ο Ηλίας Βενέζης.

Ο Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί (κατά μία άλλη πηγή, που δεν διασταυρώνεται, το 1898). Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Επέστρεψαν στη γενέτειρά του, προσωρινά όπως αποδείχθηκε. Ο Βενέζης αναφερόταν με τεράστια αγάπη σε κείνα τα χώματα, όπου έζησε υπέροχα παιδικά χρόνια. Ένα απόσπασμα από την «Αιολική γη»:

«Στα Κιμιντένια κοντά στη γη, έμαθα να διαβάζω μες στα μάτια των ανθρώπων την καθημερινή, την αδιάκοπη αγωνία για τον καιρό, τη βροχή και τον άνεμο. Αυτό γινόταν προπάντων την άνοιξη, την εποχή του θερισμού και το φθινόπωρο. Ο παππούς μου κάθε βράδυ θα συμβουλευόταν τα σύννεφα που ταξιδεύαν πέρα απ’ τα Κιμιντένια, και τ’ άστρα. Έσκυβε έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε αυστηρά κ’ επίμονα τον ουρανό, συγκεντρωμένος στον εαυτό του, ενώ όλοι πίσω του σώπαιναν και περιμέναν. Ταπεινή, στέρεη και ιερή η πείρα των ανθρώπων της γης, των απλοϊκών του προγόνων, καμωμένη αίμα στο αίμα του, ξυπνούσε και ζούσε, υπολογίζοντας την κίνηση στα σύννεφα, το φως στα άστρα, την ταραχή του αγέρα στην ατμόσφαιρα. Σα να ήταν κάποια μυστική φωνή στον αγέρα, και στα σύννεφα, και στ’ άστρα. Μα κανείς μας δεν την άκουγε, κανείς δεν είχε το προνόμιο εκτός από κείνον.Όταν η συνομιλία με τη νύχτα τελείωνε, τραβούσε μέσα το κεφάλι του και γύριζε σ’ εμάς. Τότε τα μάτια της γιαγιάς και της μητέρας μου μεγάλωναν πιο πολύ, και μες στο υγρό τους φως έπαλλε η αγωνία.

Εκείνος έλεγε απλά:

― Έχουμε βροχή! Ίσαμε αύριο το βράδι!

Ή, το ίδιο απλά:

― Ξερός καιρός. Όχι, δεν έχουμε βροχή!

Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν ήταν η βροχή χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Η πιο σοφή, η γιαγιά, είχε μάθει, στο πέρασμα του καιρού, πως δεν έπρεπε στις πικρές ώρες να προσθέτει την ταραχή τη δική της στις έγνοιες του άντρα της, πως έπρεπε να σωπαίνει και να δαγκάνει τη λύπη στα δόντια της. Όταν, λοιπόν, τα μηνύματα του ουρανού ήταν κακά για τη γη, μαζεύοντας όλη τη δύναμή της για να συγκρατηθεί ψιθύριζε ταπεινά, ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:

― Βλογημένο τ’ όνομά του…

Κ’ ευθύς έπειτα γύριζε σ’ εμάς, τα παιδιά, που περίεργα παρακολουθούσαμε την τελετή, βρίσκοντας έτσι διέξοδο:

― Εσείς πρέπει πια να πάτε να κοιμηθείτε, έλεγε.

Ερχόταν τότε πάντα μαζί μας, έκανε νόημα και στη μητέρα μας να φύγει, αφήνοντας έτσι τον παππού μονάχο στις σκέψεις του. Κ’ ενώ μας οδηγούσε να κοιμηθούμε:

― Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή, έλεγε.»

Τα παιδιά εκπλήρωναν την παράκληση της λατρεμένης γιαγιάς, όμως καμιά φορά έκαναν και λάθος, ζητούσαν το αντίθετο απ αυτό που έπρεπε. Τότε η γιαγιά ήταν απελπισμένη:

«― Πώς να ’ρθει η βροχή;.. ψιθύρισε. Τι να κάμει κι ο Θεός, αφού τα παιδιά τον παρακαλέσανε να μη στείλει νερό…

Λυπηθήκαμε για ό,τι έγινε. Κι όταν, μιαν άλλη φορά πάλι τα μπερδέψαμε και δε συμφωνούσαμε όλα τα παιδιά για το τι έπρεπε να παρακαλέσουμε, στείλαμε την Αγάπη να ρωτήσει μέσα:

― Γιαγιά, τι θέλουμε απόψε; Να βρέξει ή να μη βρέξει;»

Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και τον έστειλαν στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το νούμερο 31328». Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι του έμαθε «πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης.

Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας έλεγε: «Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη...

Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:

- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;

- Να ξεχάσω! είπα απλά.

- Πρέπει να τα γράψεις όλα.

- Ολα; ρώτησα με αγωνία.

- Ολα».

(«Απογευματινή», 5.6.1969)

Το «Νούμερο» αναφέρεται χωρίς φόβο και χωρίς πάθος στις δραματικές περιπέτειες των αιχμαλώτων στα βάθη της Ανατολίας. Στη «Γαλήνη» που ακολουθεί, παρακολουθεί τους πρόσφυγες να προσπαθούν να ριζώσουν στην λεπτόγαιο Αττική, όπου, μάλιστα, οι ντόπιοι δεν τους θέλουν. «Φύγετε από δω» τους φωνάζει και τους ξαναφωνάζει ο επικεφαλής των ντόπιων. Και οι Φωκιανοί (από τη Φώκαια) απαντούν:

«Δεν φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!»

(…)

«Θα μείνουμε δω κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια κι ας πεθάνουμε!»

Τότε ο θυμός που φούσκωνε, ξέσπασε και στην άλλη πλευρά, στους Βλάχους.

«Ε, λοιπόν!» φώναξε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. «Μείνετε λοιπόν και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!»

Ο Βενέζης τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, και έγινε μέλος της Ακαδημίας. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του υπήρξε εξαιρετικά εργατικός και το λογοτεχνικό του έργο γράφτηκε από το περίσσευμα του χρόνου του.

Η φωτογραφία είναι του Στρατή Μπαλάσκα και δείχνει ανιχνευτές από τη Μυτιλήνη και την Πάτρα μπροστά στο σπίτι του Βενέζη στο Αϊβαλί. Τέταρτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ και το τρίτο εδώ