Παρασκευή, Απριλίου 25, 2008

Η παραφορά του Ερωταφίου


Ο άνθρωπος- ένας μικρός θεός όταν έχει ερωτευθεί. Που φτιάχνει και ξαναφτιάχνει τον Κόσμο από την αρχή. Που επινοεί λέξεις, χειρονομίες, που δημιουργεί μαγικές στιγμές.
Σταυρώνεται κάθε φορά που ο έρωτας εκπνέει και αποκαθηλώνεται από τον θρόνο της αιωνιότητας. Για να ανέλθει πάλι, με τη νέα αγάπη και να ξαναζήσει τον κύκλο: έρωτας, φθορά, θάνατος.
Μεγάλη Παρασκευή, «ένδοξο πένθος» κατά Ρίτσο, και «σμίξιμο του έρωτα και του θανάτου». Ο Ιωάννης Ν. Κυριαζής- γνωστός σε μας και ως kyriaz κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες την ποιητική του συλλογή «Η παραφορά του Ερωταφίου» (εκδόσεις Κονιδάρη). Αφιέρωμα σε όλους τους έρωτες που πέθαναν και που δεν αναστήθηκαν ποτέ. Ενδοξο- πλην ταπεινό- πένθος και γραφίδα λεπταίσθητη. Αποδίδει θαυμάσια το έδαφος που χάνεται κάτω απ’ τα πόδια σου, την καρδιά σου που σχίζεται, την άβυσσο στην οποία βυθίζεσαι.
Με θρήνο σιγανόφωνο, πλην γεμάτο δύναμη, με δάκρυα ατόφιας ποίησης, χωρίς να καταδέχεται- όπως κάθε αληθινός καλλιτέχνης- μάταιες ελπίδες, ο Γιάννης Κυριαζής μιλάει και στην καρδιά και στο μυαλό σας. Γιατί είμαστε άνθρωποι- άνω θρώσκοντες δηλαδή. Και πενθούμε αβάσταχτα σε κάθε είδους απώλεια. Κι όμως συνεχίζουμε. Και γι’ αυτό, έχουμε ανάγκη την ομορφιά, ακόμη και μέσα στο πάθος και τη θλίψη. Για να παίρνουμε δύναμη. Μικρό δείγμα γραφής (και μετά σπεύσατε να προμηθευθείτε το βιβλίο:)

«Τρεις μέρες μόνον άντεξε του Τάφου το σκοτάδι-
μα μια ζωή εγώ, χωρίς δικό σου ένα χάδι»

Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Κασσιανή, η μοναδική -μοναχική

Αν ήταν να σώσω ένα μονάχα ποίημα από όλα όσα έγραψαν οι ποιητές ανά τους αιώνες, θα έσωζα το Τροπάριο της Κασσιανής. Αυτό, που θα ακουστεί αύριο στις Εκκλησίες των Χριστιανών. Είναι το ποίημα που με έχει συγκινήσει βαθύτερα από όλα: πλήρες, κομψό, γεμάτο μεστά νοήματα και εκφραστικό πλούτο, υπέροχο. Και ο θρύλος που το συνοδεύει, είναι κι αυτός θαυμάσιος.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».


Το τροπάριο της Κασσιανής είναι αυτό:


Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.


Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με έναν δικό του τρόπο:


Η Κασσιανή


Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.

Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.