Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

Τα λογοτεχνικά και άλλα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών


ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ & ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

1. Βραβείο Γ. Αθάνα, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για την καλύτερη εκδεδομένη ποιητική συλλογή νέου, κατά προτίμηση ποιητού, στην κυρία Βάγια Κάλφα για την ποιητική της συλλογή «Απλά πράγματα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012).

2. Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για τη βράβευση Έλληνα λυρικού ποιητή, στον κ. Κώστα Κουτσουρέλη για την ποιητική του συλλογή «Αέρας Αύγουστος» (Εκδόσεις Περισπωμένη, 2012).


3. Βραβείο Αικατερίνης Σταθοπούλου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για τη βράβευση μιας εκ των καλυτέρων ποιητικών συλλογών που έχει εκδοθεί την τελευταία τριετία, στον κ. Γιάννη Παπαϊωάννου για την ποιητική του συλλογή «Πέρασμα» (Εκδόσεις Καπόν, 2012).

4. Βραβείο Ελένης Τιμ. Μυκονίου, εις μνήμην των γονέων της Ανδρομέδας και Τιμολέοντος Μυκονίου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, απονεμόμενο σε αριστούχο διπλωματούχο πιανίστα, στην κυρία Μαρία Στρατηγού.

5. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για νέο διαπρέποντα Έλληνα ζωγράφο, ηλικίας μέχρι 40 ετών, στον κ. Τζουλιάνο (Ιουλιανό) Καγκλή.

6. Βραβείο Ελένης και Πάνου Ψημένου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για έργο αναφερόμενο στη Νεοελληνική Ιστορία ή Φιλολογία από το 1669 μέχρι σήμερα, στον κ. Μανόλη Κούμα για το βιβλίο του «Μικρά κράτη, συλλογική ασφάλεια, κοινωνία των Εθνών: η Ελλάδα και το ζήτημα του αφοπλισμού 1919 – 1934» (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κύπρου, 2012).

7. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για την καλύτερη ερμηνευτική μονογραφία ή κριτική έκδοση έργου κλασσικής φιλολογίας, οίκοθεν, στον κ. Κυριάκο Τσαντσάνογλου, για το βιβλίο «Of Golden Manes and Silvery Faces: The Partheneion 1 of Alcman (de Gruyter, Βερολίνο, 2013)».

8. Βραβείο εις μνήμην Αλέκου Δράκου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για ιστορική μελέτη ή δοκίμιο επί θεμάτων της ελληνικής ιστορίας, στον π. Μάρκο Φώσκολο για το βιβλίο «Η Οξωμεριά της Τήνου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα» (Αδελφότης των Τηνίων εν Αθήναις, Αθήνα 2012).

9. Βραβείο Γεωργίου Π. Οικονόμου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για εργασία επί αρχαιολογικών ή ιστορικών θεμάτων από την περιοχή της Μακεδονίας, στον κ. Γιώργο Καλπαδάκη για το βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα 1962 -1995. Από τη σιωπή στη λαϊκή διπλωματία» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012).

10. Λυκούργειο βραβείο, από τα έσοδα της δωρεάς Παναγιώτη Γραμματικάκη, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για μελέτη με θέμα από την ιστορία του ελληνικού έθνους από αρχαιοτάτων χρόνων, στον κ. Θεόδωρο Γ. Γιαννόπουλο για το βιβλίο του «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2013).

11. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στον κ. Γεώργιο Τόλια για τον τόμο «Ιστορία της Χαρτογραφίας του ελληνικού χώρου, 1420-1800. Χάρτες της συλλογής Μαργαρίτας Σαμούρκα» [Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σελ. 540, Αθήνα, 2008], αποτέλεσμα σοβαρής έρευνας και ιστορικής τεκμηρίωσης, βασισμένης πάνω σε εξαίρετους όσο και σπάνιους χάρτες που με πάθος και γνώση, επί μακρόν συνέλεξε η κυρία Μαργαρίτα Σαμούρκα.

12. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο ζεύγος Γιώργου και Εύης Μπεληγιάννη για το λεύκωμά τους «Πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Ελλάδας» (Αθήνα, 2011).

13. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στην εικαστικό κυρία Μερόπη Στεφανάτου –Πρέκα, σε αναγνώριση του πλούσιου καλλιτεχνικού της έργου.

14. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο Σωματείο «Σύλλογος οι Φίλοι της Μουσικής» (1953) για την πολυετή και εξέχουσα προσφορά του στο χώρο του πολιτισμού, των τεχνών, της παιδείας και ιδίως της μουσικής.

15. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στον αλεξανδρινό αρχιτέκτονα Mohamed Fouad Awad, για τις εξαιρετικές υπηρεσίες του υπέρ της διατηρήσεως και αναδείξεως της ιστορικής και αρχιτεκτονικής παρακαταθήκης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στην Αίγυπτο.

16. Βραβείο της Ακαδημίας, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» για το εθνικής σημασίας επιτελεσθέν έργο της συντάξεως της ελληνικής βιβλιογραφίας του 19ου αι. (46.500 εγγραφές) που βρίσκεται αναρτημένο στο διαδικτυακό τόπο του Μουσείου Μπενάκη.

17. Έπαινος, οίκοθεν, στην κυρία Καλλιόπη Πρωτοπαπά για τις λαογραφικές της έρευνες και τις μελέτες της «Έθιμα του παραδοσιακού γάμου στην Κύπρο, τόμος Α΄: από τα προξενιά ως το γάμο, Τόμος Β΄: από το γάμο στον αντίγαμο» (2005). «Έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου» (2009). «Έθιμα του θανάτου στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου» (2012) (Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, Κύπρος).

18. Έπαινος, οίκοθεν, στον κ. Αριστοφάνη Χουρδάκη για το συγγραφικό και λαογραφικό του έργο με το οποίο συμβάλλει στη διάσωση της Κρητικής παράδοσης.

ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ & ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ

1. Βραβείο Ποιήσεως, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. Μάνο Ελευθερίου για το σύνολο του έργου του.

2. Βραβείο Διηγήματος, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στον κ. Σωτήρη Δημητρίου για τη συλλογή του «Το κουμπί και το φόρεμα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2012).

3. Βραβείο Δοκιμίου, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. Νάσο Βαγενά για το σύνολο του έργου του.

ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΗ

1. Βραβείο Ποιήσεως, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. Θανάση Χατζόπουλο για το σύνολο του έργου του.

2. Βραβείο Διηγήματος, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στην κυρία Αμάντα Μιχαλοπούλου για τη συλλογή της «Λαμπερή ημέρα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012).

3. Βραβείο Δοκιμίου , με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στην κυρία Μαρία Δεληβοριά για το βιβλίο της «Διονυσίου Σολωμού, Η γυναίκα της Ζάκυθος, έχθρισσα θανάσιμη του Έθνους» (Εκδόσεις Άγρα, 2012).

ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1. Βραβείο εις μνήμην Φωτεινής Κουνάδη –Κατσαρέλη, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για τη βράβευση ορθόδοξων ελληνικών ιεραποστολών που δραστηριοποιούνται στην Αφρική, στην Ιεραποστολή Kolwezi της Επισκοπής Κατάγκα του Κονγκό για την μακροχρόνια φιλανθρωπική και κοινωνική της δράση που επιτελείται κάτω από αντίξοες συνθήκες.

2. Βραβείο της Ακαδημίας μετά θάνατον στον 15χρονο Τηλέμαχο Τσιμηρίκα ο οποίος κάηκε στην προσπάθειά του να διασώσει από πυρκαγιά τα δύο μικρότερα αδέλφια του.

3. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Κέρκυρας, την αρχαιότερη δημόσια βιβλιοθήκη της Ελλάδος, για τη μακρόχρονη, πολυδιάστατη και πολύτιμη προσφορά της ως εστία πολιτισμού που προάγει την επιστημονική έρευνα και την πνευματική δημιουργία στην Κέρκυρα, τα Επτάνησα και την Ελλάδα.

4. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου» (1974) για τις συλλεκτικές, ερευνητικές και εκδοτικές δραστηριότητές του.

5. Έπαινος, οίκοθεν, στην Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ» (1896) για τη μακρόχρονη προσφορά της στους τομείς της αρχαιολογίας, ιστορίας και λαογραφίας της περιοχής του Αλμυρού και όλης της Θεσσαλίας.

6. Έπαινος, οίκοθεν, στον Πολιτιστικό Σύλλογο Νέας Μεσημβρίας Θεσσαλονίκης για την πολυσχιδή κοινωνική και πολιτιστική του δραστηριότητα.

7. Έπαινος, οίκοθεν, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κέλλης της Περιφερειακής Ενότητας Φλώρινας για την κάτω από αντίξοες συνθήκες συμβολή του στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.

8. Έπαινος, οίκοθεν, στους μαθητές της Γ΄ Τάξεως Λυκείου Δεμενίκων Πατρών, οι οποίοι πρώτοι διέθεσαν το χρηματικό ποσό που προοριζόταν για την πενθήμερη εκδρομή τους, στη νοσηλεία και εγχείρηση του μαθητή του 11ου Γυμνασίου Πατρών που πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό.

Κυριακή, Οκτωβρίου 27, 2013

«Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος»


«Δεν ζω εν αντεπιθέσει, ζω εν θέσει»

Γιάννης Ρίτσος

Ο ποιητής είναι πάντοτε ο δημιουργός ενός Σύμπαντος, ενός Κόσμου. Των δικών του. Η έμπνευση τον οδηγεί στα βάθη τους. «Do I dare / Disturb the universe?» αναρωτιέται και ρωτά ο Τ.Σ. Ελιοτ. Από την απάντηση εξαρτώνται πολλά. Τολμώ; Και πόσο; Οσο έχω και κατέχω, αφού ό,τι έχει ο καθείς, βγάζει στην επιφάνεια.

Ο Χάρης Βλαβιανός έχει ενστάσεις περί ενός τμήματος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, τις οποίες περιφέρει από το 2009. Εσχάτως, τις παρουσίασε διανθισμένες με άσχετες γνώμες τρίτων στο τεύχος Σεπτεμβρίου της έκδοσης The Athens Review of books, υπό τον τίτλο «Σκέψεις σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης / Ρίτσος: ασυμβίβαστος ποιητής ή δειλός κομφορμιστής;» Οι «σκέψεις σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης», προϋποθέτουν κάτι νέο, που εσωτερκά σού ασκεί αφόρητη πίεση. Αλλά, την εξέφρασε χρησιμοποιώντας τα ίδια πάνω- κάτω επιχειρήματα, στην ουσία το εξής ένα:

«Παρ’ όλο που αφιέρωσε ποιήματά του στον Στάλιν και το αιμοσταγές Κόμμα του, συνεχίζει και σήμερα να διαβάζεται σαν να μη συνέβη απολύτως τίποτα.»

Δίνω μια ακόμη «βοήθεια». Αλλού, γράφει:

«Ο Πάουντ επομένως έχασε (ευτυχώς) στην πολιτική, αλλά κέρδισε στην ποίηση, κι αυτό που εκείνος ονόμασε «αποτυχία» δεν είναι παρά νίκη πάνω στις δυνάμεις εκείνες που απειλούν διαρκώς την εύθραυστη επικράτεια της ζωής. Ο Ρίτσος, από την άλλη, δεν θεώρησε αναγκαίο να προβεί σε παρόμοια ομολογία. Απολάμβανε ως το τέλος τις κομματικές δάφνες, ήσυχος ότι το (κομμουνιστικό) μέλλον θα είναι στο πλευρό του.» (προσοχή: ο Πάουντ, πολύ μεγάλος ποιητής στ’ αλήθεια, είχε συνταχθεί με τον φασισμό. Πώς εξομοιώνεται η περίπτωσή του με του κομμουνιστή Ρίτσου; Ανιστόρητο τουλάχιστον και οπωσδήποτε απαράδεκτο).

Επιπλέον, το αντιθετικό δίδυμο «Πάουντ»- «Ρίτσος» χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με όσα διαδραματίζονται εδώ και καιρό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, («καταδίκη» φασισμού- κομμουνισμού). Όπως θα έκανε κάθε καλός συστημικός διανοούμενος, ο Βλαβιανός έντυσε, απλώς, με παραδείγματα το ιδεολόγημα.. Η δημοσίευση του κειμένου του –όλως τυχαίως…- συμπίπτει απολύτως με την εμφατικά επαναλαμβανόμενη, καταδικαστέα κι επικίνδυνη θεωρία των «δύο άκρων». Για όποιον είχε αμφιβολίες.

Η κομματική ένταξη του Ρίτσου, κάποια από τα ποιήματα που έγραψε για πρόσωπα όπως ο Στάλιν (τρομακτική προσωπικότητα κατά τη γνώμη μου) οδηγούν ώστε το «επαναστατικό» έργο του ποιητή να… τι; Να καταδικαστεί; Να κριτικαριστεί- μηδενιστεί; Να σταλεί στο πυρ το εξώτερον; Να μη διαβάζεται; ποια ποινή και για ποιο ακριβώς «αμάρτημα» θα πρέπει να «φορτωθεί» ο Ρίτσος 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, χρόνια, κατά τα οποία ο ποιητής συνεχίζει να διαβάζεται; Ο κατά Λειβαδίτη «Δίκαιος Χρόνος» ίσως ψιθυρίζει κάτι… Στο άρθρο του Βλαβιανού παρατίθενται αποφθέγματα, γεγονότα ζωής, στίχοι, ιδίως κάποιων μεγάλων ποιητών αντίθετων με τη σοβιετική εξουσία, σαν τον Παστερνάκ και την Αχμάτοβα, που διώχθηκαν απηνώς για τα «πιστεύω» τους. Η μανιχαϊστική εξέταση δεδομένων του Ρίτσου, σε αντιπαράθεση με τα δικά τους, δίνει συμπεράσματα ανάλογα με αυτά που θα έβγαζε ο «Ριζοσπάστης» από την ανάποδη, εφόσον θα έγραφε για τα ίδια πρόσωπα. Δυσάρεστο, οπωσδήποτε…

Ας σοβαρευτούμε: ο Γιάννης Ρίτσος ουδέποτε επιχείρησε να κερδίσει από την ιδεολογία του. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με νεανική ελαφράδα. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30. Διώχθηκε για τις ιδέες του, φυλακίστηκε, εξορίστηκε στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Αη Στράτη, στη Λέρο, στη Γυάρο, έζησε σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, πέρασε από τμήματα μεταγωγών, πολεμήθηκε κι εκείνος και η ποίησή του. Πολλά έργα του χάθηκαν ή καταστράφηκαν από φόβο εκείνων στους οποίους τα είχε εμπιστευτεί κατά τη διάρκεια περιόδων πολιτικής ανωμαλίας. Τα βιβλία του απαγορεύθηκαν. Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους μπροστά από τους στίχους του για να μη φύγουν στο εξωτερικό. «Πέταξαν» όμως πάνω από τις κάνες των όπλων και έδωσαν τον δικό τους τόνο στον αγώνα κατά της τυραννίας. Δεν υποχώρησε ποτέ. Κομφορμιστής; Δειλός; Ε, όχι!

Η δήλωση του Οδυσσέα Ελύτη για τον θάνατο του Ρίτσου ήταν χαρακτηριστική:

«Εκτιμούσα βαθύτατα και την ποίηση και τον άνθρωπο. Η αφοσίωσή του στην ποίηση και στα ιδανικά που πίστεψε αποτελούν ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα.»

Ριζοσπάστης 13/11/1990 σελ 19

Όταν ένας Ελύτης λέει αυτά, οι άλλοι μπορούν να λένε ότι θέλουν.

ΥΓ1. Ο Χ.Β. σημειώνει: «Αν ισχύουν όσα μου έχει εκμυστηρευθεί στενή του φίλη, ο Ρίτσος συνήθιζε να παίρνει τον Ριζοσπάστη και να διαβάζει τις αποφάσεις των διαφόρων Κεντρικών Επιτροπών σαν φρέσκα, υπέροχα πορνογραφήματα, αντικαθιστώντας ονόματα, ιδιότητες κ.λπ. με διάφορα όργανα της ανθρώπινης ανατομίας! Στον δημόσιο χώρο όμως ήταν ως γνωστόν δειλός. Δεν τολμούσε ν’ αμφισβητήσει δημοσίως τις αποφάσεις του ΚΚΕ ακόμα κι όταν ιδιωτικά τις χλεύαζε. Είχε, όπως είπαμε, τους λόγους του.» Οι «προστατευόμενοι μάρτυρες» είναι εσχάτως της μόδας και δεν ξενίζουν οι ανώνυμοι φίλοι με τα σκαμπρόζικα κουτσομπολιά. Όμως, σε επόμενη παράθεση του ευφάνταστου ανεκδότου, ας ληφθούν υπόψη τα πραγματολογικά στοιχεία. Μέχρι τον θάνατο του ποιητή, και πολύ μετά, η κεντρική επιτροπή για λόγους περιφρούρησης δεν δημοσίευε ονόματα και ιδιότητες των μελών της. Γενικώς, δεν δημοσίευε ΚΑΘΟΛΟΥ ονόματα και ιδιότητες.

ΥΓ2. Επειδή ο Χ.Β. είναι μετρ στα παραθέματα, (“Indeed” « Hamlet», Act Ι scene 2) παρακαλώ θερμά να πει από ποιο γραπτό του Ρίτσου προέρχεται το: τα «σοβιετικά τανκς χόρευαν βαλς στην Πράγα», (εισαγωγικά δικά του) διότι όσο κι αν διορθώνω τη συκοφαντία, αυτή, δυστυχώς, επιπλέει.

Κείμενό μου από την "Αυγή της Κυριακής"

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 08, 2013

Ο Υπατος της Σμύρνης από τη Σωτηρία Μαραγκοζάκη


Το πλέον μισητό πρόσωπο της Σμύρνης μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ούτε, καν, ο στρατηγός που έχασε τις τελευταίες μάχες του πολέμου. Ακριβώς ενενήντα ένα χρόνια μετά, παραμένει ο Υπατος αρμοστής, Αριστείδης Στεργιάδης. Οι αρετές του, είναι σαν να μην υπήρξαν. Σαν αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο, ο άντρας που πέθανε αυτοεξόριστος στη Γαλλία, να είχε μόνο ελαττώματα.

Όχι πως δεν είχε δυσκολίες στον χαρακτήρα του, αδυναμίες, όχι πως δεν έκανε λάθη. Ο Στεργιάδης υπήρξε, όμως, ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο φορτώθηκαν όλες οι αβλεψίες, οι αβελτηρίες, οι παραλείψεις, οι εγκληματικές αποφάσεις του ελληνικού κράτους. Εκείνες που, τελικά, απέβησαν εναντίον της ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία και του μικρασιατικού ελληνισμού. Ο Στεργιάδης αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντοτε με καχυποψία και αρνητισμό. Ενα βιβλίο, λογοτεχνικό κι όχι ιστορικό, «Ο Υπατος της Σμύρνης» της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη («Κέδρος») κάνει προσπάθεια μέσα από πολλούς αφηγητές, με διαφορετικά «πιστεύω» και οπτικές γωνίες να περιγράψει τον άνθρωπο, τον αξιωματούχο, τον πατριώτη, τον δυνάστη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καλογραμμένο, πρωτότυπο, εξαιρετικό.

Η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν πρέπει να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου. Πρόθεση της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως δεν ήταν να αποκαταστήσει τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσει το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Όμως, υπήρξε συνειδητή επιλογή «να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος.» Γράφοντας για ένα πρόσωπο που- τουλάχιστον- διχάζει, δεν φοβήθηκε τις αντιδράσεις;

«Πράγματι ο Αριστείδης Στεργιάδης εξακολουθεί μέχρι στις μέρες μας να θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο και τρόπον τινά να διχάζει αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση επανεξέτασης προσώπων και γεγονότων της πολυτάραχης εκείνης εποχής, που ως γνωστόν κατέληξε στη μικρασιατική τραγωδία» απαντά η Σωτηρία Μαραγκοζάκη. Όταν ξεκινάς να γράφεις δεν κάνεις υπολογισμούς, ούτε ζυγίζεις τα πράγματα, πολύ δε μάλλον όταν η έρευνά σου καταδεικνύει πως δεν είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει η κυρίαρχη αντίληψη, η οποία αντανακλάται στην επίσημη ιστορία. Ζήτημα φόβου δεν τίθεται γιατί αλίμονο αν φοβόμασταν να εκφράσουμε διαφορετική άποψη και διαρκώς συμμορφωνόμασταν «προς τας υποδείξεις», αν δεν αμφισβητούσαμε και αρκούμασταν σε όσα από καθέδρας μας παραδόθηκαν. Κάνουμε τόσους συμβιβασμούς στην καθημερινότητά μας που αρκούν, δε χρειάζεται και δεν αντέχεται να τους επεκτείνουμε περαιτέρω. Δεν σας κρύβω, βέβαια, πως ανέμενα κάποιες αντιδράσεις από ακραίους κύκλους και είχα φροντίσει να ενισχύσω τη φαρέτρα των επιχειρημάτων μου. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να απαντήσω διότι πέρα από κάποια απαξιωτικά σχόλια στο Διαδίκτυο δεν σημειώθηκε κάτι άλλο. Και αυτό το αποδίδω εν μέρει και στον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, επειδή είναι πολυφωνικό και παρουσιάζει τα πρόσωπα και τα γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

-Η έρευνά σας απέφερε στοιχεία που δεν γνωρίζουμε ή δεν τους δίνουμε σημασία. Ποιο ήταν το πλέον εντυπωσιακό; Ποια είναι η σημαντικότερη «αποκάλυψη» για τον Στεργιάδη και την εποχή, που αγνοούμε;

Η σχετική βιβλιογραφία για εκείνη την περίοδο είναι πλούσια το ζήτημα είναι όμως ότι γινόταν ως επί το πλείστον επιλεκτική χρήση των πληροφοριών. Και το λέω αυτό γιατί στο πλαίσιο της έρευνας διαπίστωσα πως σε ότι αφορά τον ρόλο του Στεργιάδη ως ύπατου αρμοστή Σμύρνης τα περισσότερα που έχουν γραφτεί διακρίνονται από μονομέρεια, προκατάληψη, έντονο συναισθηματισμό, αποσιωπήσεις, παραποιήσεις, ακόμη και νοθεύσεις. Για παράδειγμα ενώ πολλοί επικαλούνται το πασίγνωστο βιβλίο του Χόρτον «Η μάστιγα της Ασίας» ουδείς αναφέρεται στα όσα θετικά λέει για τον Στεργιάδη ο τότε πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη. Ή ενώ είχαν γίνει δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας κατά του Στεργιάδη από τους Τούρκους ουδείς λέει λέξη περί αυτού, ούτε για το τιτάνιο έργο που συντελέστηκε στα τρία χρόνια της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης. Πάντως υπήρξε από τους ελάχιστους αν όχι ο μόνος που είχε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας του μικρασιατικού εγχειρήματος. Και τέλος η περίφημη φράση που του αποδίδουν («καλύτερα να μείνουν εδώ να σφαγούν από τον Κεμάλ παρά να πάνε στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν προβλήματα» εννοώντας τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας) είχε πρωτοειπωθεί από τον Γούναρη μέσα στη Βουλή των Ελλήνων! Μέχρι πρότινος έβρισκες να αποδίδεται η φράση αυτή στον Στεργιάδη ακόμη και στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας!

-Ο Στεργιάδης είναι ένα μισητό πρόσωπο, χωρίς ελαφρυντικά, κατά τους εχθρούς του. Έπαιξε αυτό ρόλο στην επιλογή του ως κεντρικού σας πρωταγωνιστή;

Ναι, γιατί το όνομά του τράβηξε την προσοχή μου πολλά χρόνια πριν εξαιτίας των όσων του αποδίδανε, που φαντάζανε αδιανόητα. Τα μυθιστορήματα της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Τάσου Αθανασιάδη για την τραγωδία της Μικράς Ασίας με είχαν συγκλονίσει από τα χρόνια ακόμη του δημοτικού σχολείου. Αργότερα άρχισα να διαβάζω και ιστορικά βιβλία για εκείνη την περίοδο. Τα δε τελευταία επτά χρόνια άρχισα να συγκεντρώνω συστηματικά υλικό για αυτόν τον διαβόητο ύπατο αρμοστή Σμύρνης στο πλαίσιο μιας κανονικής έρευνας, που επεκτάθηκε και σε ιστορικά αρχεία. Και παρά το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στη σφαίρα της λογοτεχνικής μυθοπλασίας η έρευνα που απαιτούνταν και διεξήγαγα ήταν πολύχρονη, επίμονη και σχολαστική.

-Θεωρείτε πως ο Ύπατος Αρμοστής ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος αντί άλλων; Ποιων;

Σίγουρα ήταν αποδιοπομπαίος τράγος, διότι εκτός από τους έξι που εκτελέστηκαν ως πρωταίτιοι της καταστροφής, ο Στεργιάδης βόλευε και προσφερόταν για τον ρόλο αυτό, επειδή δεν δικάστηκε, δεν του αποδόθηκαν επίσημα ποτέ κατηγορίες, έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξαναπάτησε ποτέ σε ελληνικό ή τουρκικό έδαφος, δεν μίλησε, εκτός από δύο συνεντεύξεις που έδωσε, δεν άφησε απομνημονεύματα. Και αυτά παρότι γνώριζε πως εκκρεμούσε σε βάρος του ένα είδος ερημοδικίας και ότι το αμείλικτο δικαστήριο της κοινής γνώμης τον είχε ήδη καταδικάσει. Για αυτό και θέλησα στο βιβλίο να του δώσω φωνή. Έτσι το φαντάστηκα και έτσι έγραψα τον παραληρηματικό μονόλογό του λίγο πριν εκπνεύσει. Εκείνο που θέλω, λοιπόν, να πω, χωρίς να επιθυμώ σε καμία περίπτωση να επιβάλλω τη δική μου οπτική – άλλωστε με τον τρόπο που γράφτηκε το βιβλίο αυτό ακριβώς θέλησα να αποφύγω- είναι πως υπήρξε θύμα των γενικότερων συγκυριών και πως το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του προβληματίζει και εγείρει πολλά ερωτήματα μέχρι τις μέρες μας.

-Σαφώς και υπήρξε έχθρα ανάμεσα στον Στεργιάδη και τον Χρυσόστομο. Ωστόσο, ο τελευταίος καθαγιάζεται διότι έμεινε με το ποίμνιό του και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο πρώτος έφυγε. Ποια είναι η γνώμη σας;

Ο Στεργιάδης έφυγε λίγες ώρες πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη και όχι από τους πρώτους, όπως ειπώθηκε αργότερα . Ωστόσο, ναι, έφυγε. Εάν έμενε – μιλώντας πάντα υποθετικά - το λιγότερο που θα πάθαινε θα ήταν να αιχμαλωτιζόταν. Ως γνήσιος γραφειοκράτης θεωρούσε πως οι κύριες υποχρεώσεις του, τότε που διαλυόταν το σύμπαν, ήταν να διαπεραιωθεί ο στρατός και να αποσοβήσει τον πανικό τηρώντας τον νόμο Ν. 2870/16-7-22 και ακολουθώντας πιστά συγκεκριμένες οδηγίες της «βασιλικής» κυβέρνησης του Γούναρη, η οποία δεν ήθελε επουδενί να δημιουργηθεί «προσφυγικό» ζήτημα στην παλιά Ελλάδα.

-Είχατε αποφασίσει εξαρχής πως ήταν «αθώος» ή αυτό προέκυψε καθώς γράφατε το μυθιστόρημα;

Αν και - τονίζω – η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μυθιστοριογράφος είναι πολλές. Για παράδειγμα κάποιες από αυτές συνίστανται στο να καταφέρει να αναδείξει αθέατες πτυχές και υπόγειες δυνάμεις που – κατά την σαφώς υποκειμενική άποψή του- κινούν την ιστορική διαδικασία. Αλλά και να συνεισφέρει κάτι νέο, να ανακαινίσει τρόπον τινά τη σημασία αυτής της διαδικασίας. Πρόθεσή μου, λοιπόν, δεν ήταν να αποκαταστήσω τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσω το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Απλώς να πω ότι υπήρξε συνειδητή επιλογή μου να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος. Να δει – επαναλαμβάνω- πολυδιάστατα, από διαφορετικές οπτικές γωνίες τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκείνη την εποχή, να τα προσεγγίσει πολύπλευρα.

-Σκέφτεστε να ασχοληθείτε και σε επόμενο βιβλίο σας με το λεγόμενο ιστορικό μυθιστόρημα ή ετοιμάζετε κάτι άλλο;

Επειδή η έρευνα σε παλαιότερες εποχές είναι συναρπαστική, ναι, σκέφτομαι να συνεχίσω και ήδη έχω ξεκινήσει . Ο 19ος αιώνας μα και η σκοτεινή και τραγική περίοδος του ελληνικού εμφυλίου είναι τα δύο «μέτωπα» που έχω ανοίξει. Ίδωμεν....


Ποιος –ή τι- ήταν ο Στεργιάδης

«Τι ήτο επιτέλους ο άνθρωπος Αριστείδης Στεργιάδης; Ήτο μεγαλοφυής, ανισόρροπος, δίκαιος, άδικος, ηθικός, ανήθικος, εργατικός, νωθρός, αυστηρός, ήρεμος, φιλοχρήματος, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, μοναρχικός, σατράπης, μεσαιωνικός, περιφρονητής της εξουσίας, δούλος της αρχής, ανεξάρτητος ή αυλοκόλαξ, φιλάνθρωπος ή μισάνθρωπος, αλτρουιστής ή σαϋλοκ, γενναίος ή δειλός; Απεδείχθη εκ των υστέρων ότι ήτο απ' όλα αυτά.»

Ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς, διευθυντής του γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστείας στη Σμύρνη, γράφει όλα τα ανωτέρω και πολλά ακόμη. Τον έζησε από κοντά. Τον είχε ζήσει όμως κι ένα κορυφαίος πολιτικός, ο οποίος μάλιστα τον εμπιστεύθηκε. Κι όταν του ζητήθηκε να τον αποσύρει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απήντησε:

«Εν µέσω της διανοητικής παρακρούσεως όλων των εν Σµύρνη ηµετέρων στρατιωτικών και πολιτικών, µόνον ο Στεργιάδης παραµένει έχων διαυγή την αντίληψιν της καταστάσεως, προσπαθών να σώση αυτήν από του ναυαγίου εις το οποίον φέρεται… Η θέσις µας εν Σµύρνη από ηµέρας εις ηµέραν καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα, ουχί εξ ανικανότητος του Στεργιάδου αλλ’ εκ των παρεκτροπών του στρατού µας… (…) Αφ’ ετέρου οι αξιωµατικοί µας πρέπει να µάθουν να θωρακίζωνται µε δυσπιστίαν κατά των εισηγήσεων των εντοπίων αυτού οµογενών. Τα πάθη των τελευταίων είναι φαίνεται τόσον άγρια… Η ευθύνη και εδώ εννοείται ότι βαρύνει τους εκεί (Έλληνας) προκρίτους, όχι τον απλούν λαόν.» Πάθη, διαφωνίες, άλλη άποψη για τη στρατηγική. Αντίθεση από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο κι όχι μόνο. Εν ολίγοις, κόλαση.

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και ιδιώτευσε ως δικηγόρος στην γενέτειρά του από το 1889. Η αντιτουρκική δράση που ανέπτυξε η οικογένειά του είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα δυο του αδέλφια, Ιωάννης και Θρασύβουλος. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί από τους Άγγλους για δώδεκα μήνες.

Ασχολήθηκε με την πολιτική διατελώντας πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου μέχρι το 1910. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την τοπική αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Το 1914 συμμετείχε στη σύνταξη της συνθήκης των Αθηνών. Στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός διοικητής Ηπείρου (1917- 1919)

Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Δρανδακη, ο «σκοτεινός» εκείνος άνθρωπος εξακολουθεί και σήμερα να είναι «σημείον αμφιλεγόμενον» γιατί απέφυγε να απολογηθεί. Ανέλαβε έτσι την συγκάλυψη της ιστορικής ευθύνης άλλων παραγόντων και σε τελευταία ανάλυση την ευθύνη της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, όπως την οραματιζόταν ο Ελ. Βενιζέλος.

Παρ' ότι ο Στεργιάδης είχε να παρουσιάσει στην διάρκεια της παρουσίας του στην Σμύρνη, ένα σχετικά πλούσιο κοινωνικό έργο, στην κοινή γνώμη το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας, αν και ουδεμία σχέση είχε με τα του ελληνικού στρατού και συνεπώς με την κατάρρευση του μετώπου. Κατόπιν, εκτέλεσε εντολές της κυβέρνησης η οποία δεν ήθελε πρόσφυγες. Γι αυτόν τον λόγο δεν στάλθηκαν ελληνικά πλοία να παραλάβουν τον πληθυσμό, εγκαταλείποντάς τον στην τύχη του.

Φυγαδεύτηκε στη Ρουμανία, στην συνέχεια πήγε στο Μόντε Κάρλο και κατέληξε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου και έζησε μέχρι και τον θάνατό του, τον Ιούλιο του 1949, μισθοδοτούμενος, λένε αρκετοί ιστορικοί, από τις βρετανικές υπηρεσίες, (κάτι που δεν έχει αποδειχθεί από την έρευνα των αρχείων). Εζησε καλά, μέχρι τις παραμονές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τότε καταστράφηκαν οι εταιρείες στις οποίες είχε μετοχές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμη και τις οικοσκευές του για να επιζήσει. Τον συνέδραμε οικονομικά ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013

Γιάννης Ρίτσος: ένας μεγάλος Ελληνας. Μη χάσετε απόψε την εκπομπή στον ΣΚΑΙ


Η ζωή και το έργο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζεται από το Θάνο Μικρούτσικο. «Θαυμάζω απεριόριστα την ποίησή του, τη στάση του και το ήθος του. Απ’ όλους τους σπουδαίους ανθρώπους της τέχνης που γνώρισα, Δάσκαλό μου θεωρώ τον Γιάννη Ρίτσο», λέει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος, αφηγητής του ντοκιμαντέρ για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης. Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι σαν ένα μεγάλο μυθιστόρημα, μια μεγάλη περιπέτεια, που περικλείει ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας του 20ουαιώνα. Η βιωματική σχέση του ποιητή με την ιστορία καθόρισε το έργο του. Σήμερα, 20 και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του, οι εκατοντάδες μεταφράσεις του έργου του σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως επίσης, τα δεκάδες ανεβάσματα των μεγάλων του ποιητικών μονολόγων στο θέατρο μαρτυρούν ότι ο Ρίτσος είναι μια από τις μεγάλες ποιητικές φωνές για την παγκόσμια ποίηση στον 20ο αιώνα. Για το έργο του Γιάννη Ρίτσου και τη γνωριμία μαζί του μιλούν: η ποιήτρια Καίτη Δρόσου, η συγγραφέας Άλκη Ζέη, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, οι πανεπιστημιακοί και συγγραφείς Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Σόνια Ιλίνσκαγια, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος και η κόρη του Έρη Ρίτσου.

Έλληνες του πνεύματος και της τέχνης... ο Γιάννης Ρίτσος, την Τετάρτη 30/01, στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ!

Συντελεστές

Υπεύθυνη-Παραγωγός: Λία Παρασκευά Σκηνοθεσία- Σενάριο: Κώστας Μαχαίρας Διεύθυνση φωτογραφίας: Βαγγέλης Κουλίνος Δημοσιογραφική έρευνα: Λία Παρασκευά – Ηλίας Μαγκλίνης Βοηθός οπερατέρ: Ηλίας Κουλαμάς Ηχοληψία: Άρης Καφεντζής Μοντάζ - Μιξάζ: Κώστας Ασπιώτης Art Director: Νίκος Τσιμούρης

Υ.Γ. Σύντροφοι εκεί στον Περισσό, κουβέντα δεν έχετε γράψει για τη σημερινή προβολή της εκπομπής. Προφανώς, περιμένετε να δείτε... αν θα την εγκρίνετε. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο ασφυκτικός έλεγχος των πάντων. Και ο σφιχτός εναγκαλισμός προς τον ποιητή, που ναι, ήταν μέλος σας, και μάλιστα πιστό, ουδείς το αρνείται. Αισθανόταν ελεύθερος να γράφει όσα έγραφε. Οσο κι αν εσείς πάντοτε εστιάζατε σε ένα μέρος του έργου του, αφήνοντας ένα ποτάμι στίχων να κυλά στο πλάι. Ετσι ξεραίνονται όμως οι ιδεολογίες...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2013

Ο Ρίτσος και τα κόκκινα τανκς


Χρόνια μετά τον θάνατό του, υπάρχει ακόμα ο αστικός μύθος ότι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα και τη Βουδαπέστη. Κι όμως. Στα Άπαντα του ποιητή και στα αρχεία του κανένας τέτοιος στίχος δεν υπάρχει

«Οι ποιητές δοξάζονται για τα χειρότερα ποιήματά τους» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ότι ενίοτε επικρίνονται για στίχους ανύπαρκτους. Ο τιμημένος με το βραβείο «Λένιν» δημιουργός κατηγορείται συχνά πως δήθεν ύμνησε διά στίχων του την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968. Ένας νέος κύκλος αυτού του παλιού σίριαλ έκανε την εμφάνισή του πρόσφατα στο Διαδίκτυο.

Πριν από λίγες μέρες, ο Στέφανος Κασιμάτης στην εφημερίδα «Καθημερινή», αναφέρθηκε στον Τζον Κίτμερ, που έρχεται ως πρεσβευτής της Βρετανίας, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα: «Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Τζ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη “Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου” και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν (“Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. […]».

«Φωτιά» στο Διαδίκτυο

Την επομένη, ο Νίκος Σαραντάκος, στο ιστολόγιό του «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», γράφει κείμενο με τίτλο «Η χτεσινή κασιματιά για τον Γιάννη Ρίτσο», (σ.σ.: η λέξη «κασιματιά», παραγωγή του ιστολογίου, σημαίνει «το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει)».

Ο Νίκος Σαραντάκος τονίζει: «[…] Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει».

Μια συνέντευξη που έγινε η πέτρα του σκανδάλου

«Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του» συνεχίζει ο Σαραντάκος «είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. […]”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει κι αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια…) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;

Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”».

Παρεξηγημένα λόγια

Στη διαμάχη μπήκαν το left.gr, το tvxs και άλλα σάιτ, επισημαίνοντας την «κασιματιά», ενώ η βιογράφος του Ρίτσου Αγγελική Κώττη με σχόλιο στην «Καθημερινή» λέει ότι, αν ο κ. Κασιμάτης έβρισκε τους συγκεκριμένους στίχους και τους υποδείκνυε, θα υποχρέωνε τους μελετητές του, «οι οποίοι ματαίως ψάχνουμε τόσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε». Το σχόλιο δημοσιεύθηκε αφού ήδη είχε επισημανθεί στο left.gr καθυστέρηση 20 ωρών. Απάντηση, όμως, δεν υπήρξε…

Το πλέον ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι ίσως τα λόγια του Ρίτσου στη συνέντευξη καν να μην ειπώθηκαν έτσι, αφού μετά τον θόρυβο που είχε ξεσηκωθεί το 1977-78, ο Γιώργος Λιάνης σημείωνε ότι οι απαντήσεις του ποιητή δεν ήταν λέξη προς λέξη αυτές που γράφτηκαν. «Προσπάθησα να μεταφέρω το πνεύμα των λεγομένων και φυσικό είναι σε κάποια σημεία να ξαστόχησα» έγραψε. Ίσως, σήμερα, μπορεί να παρουσιάσει αναλυτικά και με ακρίβεια το γεγονός.

Της Δάφνης Πασχάλη, από το Ποντίκι

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

Ο «ξεχασμένος» Λουντέμης


Ο συγγραφέας που όλοι διαβάσαμε στα νιάτα μας και διδάσκεται ακόμα στα σχολεία λησμονήθηκε παντελώς το 2012, χρονιά που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ίσως γιατί θεωρήθηκε ξεπερασμένος και γλυκερός;

Οι άνθρωποι των Γραμμάτων παράγουν Αξίες και δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ χαμένοι. Η σημασία του έργου τους θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και να μεταφέρεται στον κοινωνικό ιστό από οργανωμένους φορείς της πολιτείας. Πάντοτε κάτι έχουν να πουν, ειδικά στους νεότερους. Ας πούμε: «Ζωντανός θα πει περήφανος!».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον μεγάλο «χαμένο» του 2012, τον Μενέλαο Λουντέμη. Έναν συγγραφέα που όλοι διαβάσαμε με πάθος στα νιάτα μας και ας τον ξεπεράσαμε μετά. Η σημερινή νέα γενιά τον διαβάζει επίσης με αγάπη. Τον διδάσκεται, μάλιστα, στα σχολικά βιβλία της. Αλλά το κράτος, διά των αρμοδίων υπουργείων του Παιδείας και Πολιτισμού – που πλέον είναι ένα –, λησμόνησε εντελώς, ή φρόντισε να λησμονήσει, ότι το 2012 έκλεισαν 100 χρόνια από τη γέννησή του.

Ο μεγαλόθυμος Νικηφόρος Βρεττάκος, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η χρονιά, δεν θα έχανε σε τίποτα αν κάποια υπηρεσία ή κρατικός φορέας αποφάσιζε να διοργανώσει μερικές εκδηλώσεις εις μνήμην και του Λουντέμη.

«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»

Τι έφταιξε λοιπόν και όλοι ξέχασαν φέτος τον «Μέλιο» – όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, δανειζόμενοι το όνομα του πιο αγαπημένου του ήρωα; Ίσως υποτιμήθηκε το χνάρι που έχει αφήσει ο ίδιος στην πεζογραφία. Ίσως συνέτεινε το γεγονός πως ο εκδοτικός οίκος που τον εκδίδει, τα Ελληνικά Γράμματα, έχει κλείσει και δεν υπάρχει εκδότης να κινήσει εκδηλώσεις και εορτασμούς. Πιθανότατα αγνοήθηκε η αγάπη των νέων για το έργο του. Τέλος, ήταν η αριστερή πολιτική του τοποθέτηση, η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, η πολιτική προσφυγιά.

Μπορεί, λέτε, εύκολα να ξεχαστεί η υπέροχη ρήση του όταν του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να μη του αφαιρεθεί η ιθαγένεια; «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!». Η επέτειος πέρασε μέσα σε μια παγερή σιωπή από το κράτος (μια «αναζήτηση» στο site του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου θα δώσει μηδενικό αποτέλεσμα), απουσία σχολικών εκδηλώσεων και εκδηλώσεων από πνευματικά σωματεία. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις είναι απλώς για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Μία από αυτές, αφορά το ΚΘΒΕ, που ανέβασε σε παράσταση το πιο αγαπημένο μυθιστόρημα του Λουντέμη, το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», στη νεανική του σκηνή. Η πρεμιέρα δόθηκε την 1η Νοεμβρίου του ’11 σε θεατρική διασκευή Λάκη Λαζόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα. Μέχρι τον Μάρτη του ’12 δόθηκαν 103 παραστάσεις – με 31.026 θεατές. Ξεπερασμένος είπατε ο Λουντέμης; Γλυκερός; Μελοδραματικός;

Η φιλία του με τον Βάρναλη

Την ακεραιότητά του και την πένα του παραδεχόταν και ένας σπουδαίος ποιητής, που γνώριζε τον Λουντέμη από την εφηβεία του: ο Κώστας Βάρναλης. Εντελώς τυχαία, ο Βάρναλης ήταν ο κερδισμένος του 2012, αλλά κι εδώ το κράτος δεν έχει συμμετοχή. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, του Ηρακλή Κακαβάνη, με τίτλο «Ο άγνωστος Βάρναλης – Και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Εντός». Αποτελεί προϊόν μόχθου και πολύχρονων ερευνών και ζωντανεύει θαυμάσια τον σκιαγραφούμενο.

Ο Λουντέμης αναγνώριζε ως δάσκαλο και φίλο τον ποιητή, είχε, μάλιστα, γράψει για εκείνον το βιβλίο «Ο κονταρομάχος», το 1974. Ο Ηρακλής Κακαβάνης θυμίζει ένα περιστατικό από δίκη εναντίον του συγγραφέα, για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες», το 1956. Εκείνες τις πικρές και δύσκολες εποχές ήταν δυνατόν να συρθεί στα δικαστήρια κάποιος για τη λογοτεχνική του παραγωγή, σύμφωνα με τον νόμο 509, για «κατασκοπεία», με βάση τον οποίο εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης.

Οι τρεις σωστές απαντήσεις

«Για να ’ναι ένοχος ένας συγγραφέας», είπε ο Βάρναλης καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης, «πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας, με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερον: Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτον και τελευταίο: Αν η πατρίδα πέσει σε εθνική σκλαβιά, ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλληκάρια;».

Αυτά και άλλα πολλά στοιχεία και κείμενα που δεν είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό παραθέτει ο Κακαβάνης. Άλλα αλίευσε από το αρχείο Βάρναλη, άλλα από εξαντλημένα περιοδικά ή δυσεύρετες εφημερίδες. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του, από ένα διευρυμένο και ζωντανό χρονολόγιο, βρίσκουμε και ενδιαφέροντα στοιχεία και αυτοβιογραφικά αποσπάσματα ή ποιήματα. Τα «Μαρασλειακά», οι φιλολογικοί «καυγάδες» του Βάρναλη με τον Παλαμά, τον Δελμούζο, τον Ξενόπουλο και άλλα πολλά, δίνουν το στίγμα της εποχής. Μαζί και ξαναδουλεμένα και τα άγνωστα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή.

Θα χτυπήσουμε από τώρα συναγερμό και ελπίζουμε όχι εις μάτην. Το 2014 θα είναι τα 40 χρόνια από τον θάνατο του Βάρναλη. Θα κάνει κάτι η μητριά - πατρίδα; Ή θα γίνει κάτι σοβαρό και αντάξιο του Δημήτρη Χατζή, που το 2013 έχουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του;

Αναδημοσίευση από το "Ποντίκι" με την ευκαιρία της σημερινής επετείου θανάτου του Μενέλαου Λουντέμη (22/1/1977)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Τα(ν)κσικά θέματα μέχρι γελοιότητας


Ο Νίκος Σαραντάκος για δημοσίευμα της Καθημερινής περί Ρίτσου και Στάλιν

Τη λέξη κασιματιά δεν την έχουν τα λεξικά, και δικαίως, αφού την έχουμε φτιάξει εδώ στο ιστολόγιο, αν και βλέπω με καμάρι ότι και άλλοι την έχουν υιοθετήσει . Κασιματιά είναι το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει). Φυσικά, πήρε το όνομά του από τον δημοσιογράφο κ. Στέφανο Κασιμάτη, που του αρέσει να διανθίζει τη στήλη του με ιστορικά ανέκδοτα (μερικά υπαρκτά) και που ειδικεύεται στις κασιματιές εναντίον των αριστερών. Για παράδειγμα, κασιματιά είναι ότι ο Λένιν είχε κάνει λόγο για “χρήσιμους ηλίθιους” (μια άλλη κασιματιά, πάλι για τον Λένιν, εδώ ).

Η κασιματιά που δημοσιεύτηκε στη χτεσινή Καθημερινή δεν είχε στόχο τον Λένιν, αλλά τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Αντιγράφω ολόκληρο το σχόλιο ώστε να μη χάσετε σταγόνα απ’ τη χολή: Από την ιστοσελίδα του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου πληροφορούμαι ότι ο Τζον Κίτμερ διαδέχεται τον ιδιαιτέρως αγαπητό Ντέιβιντ Λάντσμαν ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Αθήνα. Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Ντ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη «Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου» και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν («Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Αντιλαμβάνομαι, ωστόσο, ότι τα ενδιαφέροντα του Τζ. Κίτμερ επικεντρώνονται μάλλον στην ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους ο Ρίτσος αφομοίωσε στην ποίησή του την επιρροή άλλων ποιητικών φωνών της νεοελληνικής γραμματείας. Εν πάση περιπτώσει, παραδέχομαι ότι μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς μπορεί να γοητεύεται κάποιος με τον Ρίτσο, όταν υπάρχουν ο Σολωμός και ο Καβάφης· από την άλλη πλευρά όμως, όταν θυμάμαι ότι έχω περάσει μία εποχή κατά την οποία λάτρευα την ποίηση του Τέννυσον, τότε τα αποθέματά μου ανεκτικότητας και κατανόησης ξαφνικά ανανεώνονται ως διά μαγείας..

Δεν θα σταθώ στις ποιητικές προτιμήσεις, είτε του Βρετανού πρεσβευτή είτε του κ. Κασιμάτη, αλλά στο απόσπασμα που έχω σημειώσει με έντονους χαρακτήρες, δηλαδή την κασιματιά, εννοώ το ψέμα, ότι ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κατά σύμπτωση το ιστολόγιό μας έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα πριν από πεντέξι μήνες και γι’ αυτό η πρώτη μου σκέψη, όταν με ειδοποίησε ένας φίλος με ηλεμήνυμα για την τελευταία κασιματιά, ήταν να αφιερώσω μόνο ένα σαββατιάτικο μεζεδάκι. Ύστερα όμως συνειδητοποίησα ότι το παλιό άρθρο του ιστολογίου είχε δημοσιευτεί κατακαλόκαιρο, Κυριακή 12 Αυγούστου, επομένως πολλοί φίλοι δεν θα το έχουν διαβάσει (αν και είχε γίνει αρκετά μεγάλη συζήτηση), οπότε ίσως θα είναι συγγνωστή η ανακύκλωση. Τώρα, αν έχετε διαβάσει το παλιό άρθρο, συγνώμη, ελπίζω το αυριανό (που θα είναι καινούργιο) να σας αποζημιώσει.

Επειδή το παλιό μου άρθρο είναι πολύ μεγάλο, δημοσιεύω πρώτα μια περίληψη, χωρίς τεκμηρίωση. Όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα, διαβάζει παρακάτω. Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει.

Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του, είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;

Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν στα Νέα μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”

Νομίζω ότι αυτός είναι ο σπόρος πάνω στον οποίο βλάστησε ο μύθος, ότι τάχα ο Γιάννης Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 (ή στην Ουγγαρία το 1956). Αν η αρχική γέννηση του μύθου έγινε με σπασμένο τηλέφωνο ή αν ήταν συνειδητή κατασκευή δεν το έχω εξακριβώσει και δεν έχει μεγάλη σημασία. Σήμερα όμως είναι λάθος να επαναλαμβάνεται το ψέμα αυτό.

Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (κάτι που ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968.

Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης , ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.» Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.

Αυτή ήταν η περίληψη του παλιού μου άρθρου, αλλά αν θέλετε την τεκμηρίωση (έχει πιστεύω ενδιαφέρον, αν βέβαια έχετε χρόνο) αναδημοσιεύω ολόκληρο το παλιό μου άρθρο:

Ίσως δεν είναι και πολύ κατάλληλη η συγκυρία για το σημερινό άρθρο, κατακαλόκαιρο παραμονές δεκαπενταύγουστου, αλλά δεν το είχα έτοιμο το θέμα, εκείνο ήρθε και με βρήκε. Κι έπειτα, είναι θέμα που με ενδιαφέρει διπλά, μια και το ιστολόγιο αρέσκεται να σκαλίζει μικροφιλολογικά μυστήρια, ιδίως τις Κυριακές, αλλά και έχει ειδικευτεί στην ανασκευή μύθων, και το σημερινό θέμα μας έχει και από τα δύο. Ο λόγος είναι για τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος, αν πιστέψουμε όσα γράφονται κατά καιρούς, έχει πει ή έχει γράψει κάτι για σοβιετικά τανκς που χορεύουν. Ως εκεί υπάρχει ομοφωνία στις διάφορες εκδοχές, αλλά ως προς τις υπόλοιπες λεπτομέρειες οι διάφορες εκδοχές διίστανται.

Για παράδειγμα, σε χρονογράφημά του στην εφημ. Μακεδονία, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει: Πώς να ξεχάσεις τον πράγματι σπουδαίο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έγραφε ότι τα σοβιετικά άρματα χόρευαν ταγκό κατά την εισβολή στην πλατεία της Πράγας; Πώς να το ξεχάσεις ή πώς να το θυμηθείς, θα το δούμε παρακάτω. Αλλά αν η εκδοχή του Σκαμπαρδώνη είναι απλώς μία από τις πολλές, έχει ωστόσο ένα μοναδικό στοιχείο.

Εννοώ ότι, απ’ όσο ξέρω, ο Σκαμπαρδώνης είναι ο μοναδικός που θέλει τον Ρίτσο να γράφει για τα τανκς που χορεύουν ταγκό. Η Κωνσταντίνα Ζάνου, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε και στην κυπριακή Καθημερινή, δίνει την επικρατούσα εκδοχή: “Τα τανκς χορεύουν βαλς στις πλατείες της Πράγας”, που υποτίθεται ότι το έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για την εισβολή των σοβιετικών στην Πράγα το 1968. Και πράγματι, οι περισσότερες εκδοχές θέλουν τον Γιάννη Ρίτσο να έγραψε ένα ποίημα για να υμνήσει τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, στο οποίο έβλεπε τα τανκς να χορεύουν βαλς. Εδώ που τα λέμε, το βαλς, σαν χορός, ταιριάζει στα τανκς περισσότερο από το ταγκό, δεν βρίσκετε; Με τα βαλς συμφωνεί και το sansimera.gr, που βρίσκει ότι ο Ρίτσος ήταν σπουδαίος ποιητής “όταν δεν υπονόμευε ο ίδιος την αξία του με τη στρατευμένη ποίησή του για τα «σοβιετικά τανκς που χορεύουν βαλς στην Πράγα» και άλλα τέτοια”. Σε άλλες πάλι πηγές, δεν προσδιορίζεται ο χορός. Έτσι, σε άρθρο του Δ. Παλαιολογόπουλου, αρχικά στην Αυγή , τα τανκς απλώς χορεύουν στους δρόμους της Πράγας, αλλά δεν ξέρουμε τι είδους χορό.

Πάντως, αν και οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στην Πράγα, ούτε εδώ υπάρχει ομοφωνία. Σε σχόλιο στην Καλύβα του Πάνου Ζέρβα , ο φίλος Αριστεροπόντιος (γνωστός και ως Μ-π), παραθέτει τον στίχο: “τα τανκς να χορεύουν βαλς στους δρόμους της Βουδαπέστης”, Γιάννης Ρίτσος, 1956. Ενώ ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα Νέα έγραψε: Ας θυμηθούμε την ωδή του Ρίτσου στα σοβιετικά τανκς που χορεύουν στην Κόκκινη Πλατεία. Επομένως, τρεις πόλεις ερίζουν για το θέατρο του χορού, Μόσχα, Βουδαπέστη και Πράγα, με την Πράγα να παίρνει περισσότερες ψήφους.

Και τι ακριβώς έγραψε ή είπε ο Γιάννης Ρίτσος για τα τανκς που χορεύουν; Κατά τον Κούρτοβικ ήταν ωδή, για άλλους πολλούς ήταν στίχος ποιήματος, ο Παλαιολογόπουλος όμως μιλάει για συνέντευξη, ενώ κάποιος αρθρογράφος του ακροδεξιού Ελεύθερου Κόσμου λέει ότι ο Ρίτσος, όταν τα σοβιετικά άρματα εισέβαλαν στην πρωτεύουσα της τότε Τσεχοσλοβακίας, δήλωσε ότι “τα τάνκς χορεύουν βάλς, στις πλατείες της Πράγας”! Δήλωση, συνέντευξη, ποίημα ή ωδή; (Εντάξει, η ωδή θεωρείται είδος ποιήματος, οπότε στην πραγματικότητα έχουμε τρεις κατηγορίες).

Και πότε το είπε ή το έγραψε; Κατά τον Αριστεροπόντιο το 1956, κατ’ άλλους το 1968, ενώ σύμφωνα με την Μαργαρίτα Γιαραλή στην Εποχή , “Σε κάποια επέτειο της εισβολής στην Πράγα του ΄68, ο ποιητής Ρίτσος διάβασε θριαμβευτικά προς την ΚΝΕ το ποίημα που εμπνεύστηκε στις 21 Αυγούστου ΄68, όντας ο ίδιος εξόριστος, ο στίχος που επαναλαμβανόταν έλεγε: “τα τανκς μπαίνανε χορεύοντας στην Πράγα”.

Λοιπόν; Τι έγινε με τα σοβιετικα τανκς; Χόρευαν βαλς, ταγκό ή κάτι απροσδιόριστο; Στη Βουδαπέστη, στη Μόσχα ή στην Πράγα; Ο Ρίτσος τα ύμνησε σε ποίημα ή σε δηλώσεις ή σε συνέντευξη; Το 1956, το 1968 ή μετά τη μεταπολίτευση; Στην πραγματικότητα, όλες οι παραπάνω πηγές κάνουν λάθος (ή λένε ψέματα) στον ένα ή στον άλλο βαθμό.

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν έχει γράψει κανένα ποίημα όπου να υμνεί ή έστω να περιγράφει τις χορευτικές κινήσεις των τανκς, σοβιετικών ή άλλων. Όσο κι αν ψάξετε το έργο του δεν θα βρείτε κανένα τέτοιο ποίημα, και αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, το διασταύρωσα και με την παλιά φίλη Αγγελική Κώττη, βιογράφο του Ρίτσου, η οποία είναι απολύτως κατηγορηματική ότι τέτοιος στίχος δεν υπάρχει (και η οποία βοήθησε πολύ να βρεθούν τα στοιχεία του παρόντος). Ο Ρίτσος όμως έχει πει κάτι σε συνέντευξη για σοβιετικά τανκς. Όχι στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη, αλλά στη Μόσχα, όχι σε εισβολή αλλά σε παρέλαση. Αυτό έγινε το 1977.

Τον Νοέμβριο του 1977, ο Γιάννης Ρίτσος κλήθηκε στη Μόσχα για να τιμηθεί με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη (με το ίδιο βραβείο είχαν τιμηθεί ο Βάρναλης το 1959 και ο Γλέζος το 1962, ενώ αργότερα βραβεύτηκαν ο Θεοδωράκης και ο Χαρ. Φλωράκης -ευχαριστώ τον φίλο που έκανε την επισήμανση). Η βράβευση συνέπεσε με τους εορτασμούς των εξήντα χρόνων της Οκτωβριανής επανάστασης (η οποία, όπως ξέρουμε, με το νέο ημερολόγιο πέφτει Νοέμβριο). Σαν ένας από τους τιμώμενους, ο Ρίτσος παρακολούθησε και τους εορτασμούς και ιδίως τη μεγάλη παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη, στα Νέα, σε δυο συνέχειες (είπαμε, ήταν μεγάλη), όπου μίλησε πολύ επαινετικά για την Σοβιετική Ένωση και περιέγραψε τις εντυπώσεις του. Μπορείτε να δείτε τη συνέντευξη εδώ, καταρχάς το πρώτο μέρος (6.12.1977) και στη συνέχεια το δεύτερο μέρος (7.12.1977) εδώ . Πάντως είναι μεγάλα αρχεία και ίσως αργήσουν να εμφανιστούν. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει υπάρχει στο β’ μέρος της συνέντευξης.

Συγκεκριμένα, ο Ρίτσος σε ένα σημείο αναφέρεται στην παρέλαση που έγινε στην Κόκκινη Πλατεία, και λέει: “Ακόμα και η παρέλαση είχε κάτι το χορευτικό. Ήταν μια πάνδημη συμμετοχή”. Και μετά, όταν ο Λιάνης τον ρωτάει αν όντως γέμισε η πλατεία με τεράστιες φωτογραφίες του Μπρέζνιεφ, ο Ρίτσος απαντάει πως όχι και συνεχίζει: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”.

Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) πώς έγινε τάχα και μετατράπηκε σε ποίημα που υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα;

Νομίζω ότι έχω την απάντηση. Η συνέντευξη του Ρίτσου σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας έκανε αίσθηση και σχολιάστηκε πολύ, ιδίως επειδή ήταν η πρώτη φορά (αν θυμάμαι καλά) μετά τη μεταπολίτευση που ο Ρίτσος είχε μιλήσει με τόσο θερμά λόγια για τη Σοβιετική Ένωση. Στους κύκλους της ανανεωτικής αριστεράς, του τότε ΚΚΕ εσ. και της Αυγής, που ακολουθούσαν περισσότερο κριτική στάση προς το σοβιετικό μοντέλο, η συνέντευξη έγινε δεκτή με αμηχανία, και λίγο με ενόχληση.

Λίγες μέρες μετά, τρεις επιφανείς καθηγητές που ανήκαν στην ανανεωτική αριστερά, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Κώστας Βεργόπουλος και ο Κων. Τσουκαλάς, έστειλαν επιστολή στα Νέα, στην οποία διαφωνούσαν σε οξύ ύφος με τις εντυπώσεις και τις διαπιστώσεις του Ρίτσου. Το κείμενό τους, με τίτλο “Απάντηση στον Γιάννη Ρίτσο”, δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 17.12.1977.

Την απάντηση των τριών καθηγητών την έχω επίσης ανεβάσει και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ (και πάλι, το αρχείο είναι μεγαλούτσικο). Όπως θα δείτε, οι τρεις καθηγητές δίνουν απάντηση στον Ρίτσο εφόλης της ύλης, αλλά το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι ο σχολιασμός που κάνουν στον χορευτικό ρυθμό των τανκς.

Αφού τον κατηγορούν για δουλοπρεπή στάση απέναντι στους ισχυρούς, του απευθύνουν (με έναν ελαφρό γαλλισμό) το ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”

Νομίζω ή πιο σωστά είμαι πεπεισμένος ότι εδώ βρίσκεται ο σπόρος από τον οποίο φύτρωσε ο μύθος για το ποίημα ή την ωδή ή τις δηλώσεις του Ρίτσου που τάχα ύμνησαν την εισβολή στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη. Από μια ρητορική, ας πούμε, ερώτηση του κειμένου των Πουλαντζά-Βεργόπουλου και Τσουκαλά! Αν κάποιος αναδιφήσει τις εφημερίδες της εποχής (και ιδίως την Αυγή) ίσως βρει τους καναδυό ελλείποντες κρίκους, αλλά για μένα δεν χωράει αμφιβολία ότι από εδώ γεννήθηκε ο μύθος, είτε από σπασμένο τηλέφωνο είτε με συνειδητή κατασκευή.

Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (αυτό βέβαια ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968. Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης, ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.»

Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Left.gr

Εστειλα κι εγώ ένα σχόλιο, που δημοσιεύθηκε εδώ:

Αγαπητοί φίλοι,

η ¨Καθημερινή" έκανε και άλλη "κασιματιά". Εστειλα από χθες το βράδυ σχόλιο για το άρθρο του εν λόγω κυρίου, το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί. Δεν ξέρω αν και πόσο πρέπει να περιμένω, αλλά μάλλον μπορώ να δηλώνω πλέον ότι με λογόκριναν. Το σχόλιό μου: "Αγαπητέ κύριε Κασιμάτη, αν βρίσκατε πουθενά τους στίχους με τους οποίους ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, και μας τους υποδεικνύατε, θα υποχρεώνατε εμένα και τους απανταχού μελετητές του, οι οποίοι ματαίως ψαχνουμε τοσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε."

Η πραγματικότητα: είναι όπως τα λέει ο Νίκος Σαραντάκος. Εν ολίγοις, η δήλωση στον Λιάνη επισύρει την μήνιν των τριών διανοητών κλπ κλπ. Στίχος ΔΕΝ υπάρχει. Ως βιογράφος του Ρίτσου και ως επιμελήτρια του αρχείου αυτογράφων έργων του που έχει κατατεθεί άπό την οικογένεια στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, το δηλώνω κατηγορηματικά. Οποιος βρει και μας παραθέσει αυτό ή οτιδήποτε ανάλογο, θα λάβει το βραβείο Λαμπρής Φούσκας- Κασιμάτη. 'Η,όπως λένε και εις την αλλοδαπήν: όποιος έχει να πει κάτι, ας το πει τώρα, ή ας σωπάσει για πάντα.

update: η καθημερινή, μετά τις δημόσιες διαμαρτυρίες μου, έβαλε τελικά το σχόλιο 24 ώρες μετά. Απάντηση; μα τι ρωτάτε τώρα...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Στάθης Μάρας: ένας σεμνός αλλά σπουδαίος συγγραφέας χάθηκε στην άσφαλτο


Με δυσκολία θα βρει κάποιος πληροφορίες για τον Στάθη Μάρα. Με δυσκολία και θα τις αναζητήσει, άλλωστε. Αν δεν ήταν το θανατηφόρο τροχαίο με τον εκδότη Δημήτρη Ρίζο στο Π. Φάληρο, λίγοι θα έψαχναν σήμερα το διαδίκτυο. Κι ωστόσο, ο ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, κριτικός αποτελούσε ένα άκρως ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Μονάχα που ήταν σεμνός. Πολύ σεμνός. Όπως πρέπει να είναι κάθε πνευματικός άνθρωπος.

Γεννήθηκε στην Aθήνα και σπούδασε νομικά. Aπό δεκατριών χρόνων πήρε μέρος στην Eθνική Aντίσταση. Δεκαπέντε χρόνων εκτοπίστηκε στη M. Aνατολή. Aπό την ίδια ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τύπωσε τρία ποιητικά βιβλία (1950, 1957, 1959). Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις Iσπανών ποιητών, ενώ δικά του ποιήματα μεταφράστηκαν στα ιταλικά. Έκτοτε, παρά την καλή υποδοχή που του έγινε, εξαιτίας της άποψής του ότι Tέχνη σημαίνει πρώτα και κύρια επικοινωνία και βλέποντας πως στην Eλλάδα η Ποίηση δεν έχει κοινό, έψαξε για άλλες μορφές έκφρασης, που θα μπορούσαν να φέρουν ανθρώπους κοντά της. Έτσι, έπαψε να δημοσιεύει και, για πολλά χρόνια, ρίχτηκε από την αρχή στη μελέτη (Φιλοσοφία, Kοινωνιολογία, Oικονομία, Ψυχολογία).

Aποτέλεσμα της πιο πάνω δουλειάς υπήρξε ένα σύνολο μεγάλων στην έκταση, αυτοτελών, μα και συνδεόμενων μεταξύ τους μελετών, που καλύπτουν ολόκληρη τη Λογοτεχνία μας, σε συνδυασμό προς τη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική ζωή, την ατομική και την ομαδική ψυχολογία. Πέντε από αυτές τις μελέτες κυκλοφορούν από τις «Eκδόσεις Kαστανιώτη». Aκόμα, από μια σειρά κριτικών έργων, έχει εκδοθεί ένα σχετικό με τη γνησιότητα ή το περιστασιακό των λογοτεχνών και με το έργο του Γιώργου Σιδέρη («Σύγχρονη Eποχή» 1995). Tέλος, στο χώρο της πεζογραφίας, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Γιάννης ο 46ος» (Eκδόσεις «Σοκόλη» 1996).

O Στάθης Mάρας ουδέποτε πήρε κάποιο βραβείο ή άλλη διάκριση, διότι πιστεύοντας (όπως εξηγεί σε μια του μελέτη), ότι αυτές οι απονομές, άμεσα μα και μακροπρόθεσμα, βλάπτουν τόσο τα Γράμματα όσο και τους ίδιους τους συγγραφείς, βραβευόμενους και μη, ουδέποτε έδωσε έργο του σε κάποιο διαγωνισμό. Mολαταύτα, τούτο δεν τον εμποδίζει να δέχεται το διορισμό του σε Kριτικές Eπιτροπές Διαγωνισμών, επειδή πιστεύει πως με την παρουσία του βοηθάει στο θέμα της αμεροληψίας. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:

Η εφτανησιώτικη σχολή, 1998

Η Γυναίκα Β´ - Ελληνίδες ποιήτριες, 1990

Η Γυναίκα Α´ - Κοινωνική ανισότητα και ερωτικό τραγούδι, 1990

Εχει προφανώς εξαντληθεί και δεν κυκλοφορεί η εξαιρετική μελέτη του «Κώστας Βάρναλης • Ιδεολογία και ποίηση» που είχε εκδοθεί το 1986. Ανάμεσα σε άλλες παλαιότερες εκδόσεις του, είναι και μία για τη γενιά του '30, την οποία αντιμετωπίζει με εντελώς αντισυμβατική ματιά