Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Πέντε η ώρα που βραδιάζει



«Και με ψάχνανε στα καφενεία, στα μαγαζιά, στις υπόγειες στοές
παντού με ψάχναν.
Δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ;
Οχι, ποτέ δε με βρήκαν.»


Δεν τον βρήκαν ποτέ. Εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το ποίημά του παραμένει προφητικό. Στόχος όσων τον στέρησαν από την Τέχνη, από τους αφιοσιωμένους θαυμαστές του, από τους ανθρώπους που τον λάτρευαν, ήταν να τον εξαφανίσουν, ακόμα και νεκρό, πιστεύοντας πως θα καταπνιγόταν η απήχηση του έργου του. Δεν σκέφτηκαν πως η φλόγα δεν μπορεί να σβήσει με τα φυσήματα άδειων στομάτων, πως θεριεύει με τον ζέφυρο της αγάπης, γίνεται απειλητική για εκείνους που τόλμησαν να διαρπάξουν Υβρι.
Ακριβώς εβδομήντα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 18 ή 19 Αυγούστου και όχι μόνο ο τάφος του δεν έχει βρεθεί, μα ούτε και η ημερομηνία ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Αλλά, τι νόημα έχει η βεβαιότητα περί του αν τον σκότωσαν τότε ή τότε και ο εντοπισμός του Σήματός του; Για να στήνονται εξέδρες στο Φουεντεβακέρος (το χωριό όπου γεννήθηκε) ή στο Βίθναρ (τη ρεματιά όπου φημολογείται ότι εκτελέστηκε) και να εκφωνούνται λόγοι «επίσημοι» απίστευτης ανίας οι οποίοι καμιά σχέση δεν θα έχουν με τον άνεμο που ονομαζόταν Φεδερίκο; Αρκεί που τα δάκρυα της Αϊναδαμάρ, της πηγής που οι Αραβες ονόμαζαν «Πηγή των Δακρύων» θα βρέχουν αιώνια τη γη της ταφής του. Ακόμα και η Πλάση προνόησε για να θρηνήσει διακριτικά και σταθερά αυτή τη μεγάλη απώλεια.
Οι λόγοι είναι ανάρμοστοι, λοιπόν. Ας αφήσουμε τον Λόγο του ποιητή. Για τον Λόρκα «Εν αρχή ην ο Λόγος», όπως και για τον Θεό. Ενας Λόγος βαρυσήμαντος όσο και ανάλαφρος σαν πέταγμα πουλιού, σαν διάφανο πέπλο νεράιδας ή σαν τον καημό, το «ντουέντε», εκείνο το «άγιο πνεύμα» το σκοτεινό και ολότρεμο, το ντουέντε που δεν είναι παρά: «ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας, αγγέλλοντας το αιώνιο βάφτισμα των νιόκοπων πραγμάτων».

Απαρηγόρητος παρηγορητής του Κόσμου, όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν ερωτευμένος με τη ζωή. Φοβόταν τον θάνατο, αν και έλεγε πως είναι «νέος και όμορφος». Σαν τον ίδιο, τη στιγμή του θανάτου του:
«Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφυγμένα χείλη
και τότε πια καμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ΄άναψε καντήλι.»

Γιατί, λοιπόν, έπρεπε να πεθάνει; Γιατί ήταν δημοκρατικός και ομοφυλόφυλος σε καιρούς που η Ισπανία δεν τα άντεχε. Πάνω απ' όλα, γιατί ήταν ποιητής. Ο φαλαγγίτης που με μπαμπεσιά τον συνέλαβε στο σπίτι φίλων του χωρίς να έχει ένταλμα, ήταν αποκαλυπτικός: «Με το έργο του έκανε περισσότερο κακό απ' ό,τι άλλοι με τα όπλα».


Ηταν πολλοί ανακατεμμένοι σε αυτή την υπόθεση- όλοι από τη
φασιστική παράταξη. Τα ονόματά τους γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν

ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν. Σήμερα, «κανείς δεν τους θυμάται, δικαιοσύνη», όπως θα έλεγε κι ο Γιώργος Σεφέρης.

Αντίθετα, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ισπανίας κατά τον 20ό αιώνα, είναι ένα όνομα αγαπητό. Τα ποιήματά του, τα έργα του, μιλούν πάντα στην καρδιά του αναγνώστη και του θεατή, τον θέλγουν με την ομορφιά και με την ευαισθησία τους, συγκινούν, μαγεύουν. Ο Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας και ο Ματωμένος Γάμος. Το Ρομανθέρο Χιτάνο και το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα. Το Κοινό, η Γέρμα και η Δόνια Ρόζίτα. Και το μεγάλο, το στερνό του έργο, γραμμένο σαν αρχαία τραγωδία: ο θάνατός του. Που στέρησε τον Φεδερίκο από την Ποίηση και την Ποίηση από το Φεδερίκο, δεν κατάφερε όμως να ματαιώσει τη Δόξα του.
«Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο», όπως θα έλεγε κι ο Οδυσσέας Ελύτης.