Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Με ένα βιβλίο γιορτάζω

Δεν έχω διαβάσει κανένα από τα αφιερώματα των ημερών που κάνουν οι εφημερίδες, διότι, απλούστατα, δεν το αντέχω. Βαριέμαι, αποπροσανατολίζομαι και τα παρατάω στις πρώτες σελίδες. Ακόμα και τις επικεφαλίδες να διαβάσει κανείς, τους τίτλους των βιβλίων, ή να δει τα εξώφυλλά τους, κουράζεται.
Ως πιστή αναγνώστρια από τα έξι μου, σαράντα τρία χρόνια φουρνάρισσα, ήτοι, έχω «ψήσει» κι έχω «ψήσει» βιβλία… Τα έχω ξεχωρίσει, αγαπήσει, διαβάσει και ξαναδιαβάσει, ή, απλώς, έχω διασκεδάσει και περάσει καλά μαζί τους. Ελάχιστα έχω αφήσει στη μέση- ακόμα και τα πιο κακά.
Εδώ και μέρες αναρωτιέμαι τι θα είχα να προτείνω αν έγραφα σε μια τέτοια στήλη. Είτε διότι δεν με βοηθούν τα βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος, είτε διότι δεν είναι αυτή η λογική μου, είτε, τέλος, επειδή κάποια πολύ σημαντικά ή πολύ ενδιαφέροντα βιβλία μου ξέφυγαν, δεν είμαι σε θέση να κάνω τέτοιες προτάσεις.
Αντιστρέφω, λοιπόν, τους ρόλους και σας καλώ να μου προτείνετε εσείς ένα βιβλίο για αυτές τις μέρες. Ένα βιβλίο που θα μπορούσα να διαβάσω, να κάνω δώρο, να με αγγίξει, να με ενθουσιάσει, να με συγκινήσει, να μου αρέσει. Δεν υπάρχουν περιορισμοί κανενός είδους, εκτός μόνο από περιορισμούς ποιότητας και προοδευτικότητας. Όπως τις εννοεί, και πάλι, ο καθένας μας.
Καλά Χριστούγεννα!

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006

Αυτοί θα κρίνουν τα βιβλία

Ποιοι θα απονείμουν τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία κρίνοντας τα βιβλία που έχουν εκδοθεί; Οι νέες επιτροπές ανακοινώθηκαν, επιτέλους, από το υπουργείο Πολιτισμού. Θα τρέχουν, βέβαια, και δεν θα φτάνουν για να προλάβουν, καθώς ο διορισμός τους έγινε πολύ αργά, αλλά... Τις επιτροπές αποτελούν, λοιπόν, οι:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Πρόεδρος: Μαστροδημήτρης Παναγιώτης
Αντιπρόεδρος: Κοπιδάκης Μιχάλης
Μέλος: Ανδρειωμένος Γεώργιος
Μέλη: Σαμουήλ Αλεξάνδρα, Μπουρναζάκης Κώστας, Καπάνταη Ισμήνη, Σοφιανός Κώστας, Λάζαρης Νίκος, Κέζα Λώρη.



ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

Πρόεδρος: Μπερλής Άρης
Αντιπρόεδρος: Κεντρωτής Γιώργος
Μέλη: Ανδρουλιδάκης Κώστας, Δεληγιώργης Σταύρος – Γεώργιος, Στυλιανού Άρης,
Κουτσουρέλης Κώστας, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Βαρόν Βασάρ Οντέτ, Σιετή Παναγιώτα.



ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πρόεδρος: Μερακλής Μιχάλης
Αντιπρόεδρος: Αναγνωστόπουλος Βασίλης
Μέλη Μαλαφάντης Κωνσταντίνος, Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια, Καλλέργης Ηρακλής, Δαρλάση Αγγελική, Ζαραμπούκα Σοφία, Κυριτσόπουλος Αλέξης, Κοντολέων Μάνος.
Καλό τους διάβασμα!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Ο Καβάφης στο Διαδίκτυο


Πόσοι από εμάς μπορούν να υπερηφανευθούν ότι έχουν διαβάσει ένα ποίημα στο χειρόγραφό του- ας μην είναι και το πρωτότυπο. Οχι και πολλοί. Πόσοι μπορούν να ανασύρουν ανά πάσα στιγμή και ώρα από την βιβλιοθήκη τους όλο το έργο ενός ποιητή, άπαντα τα ευρεθέντα, όπως λένε οι φιλόλογοι; Ομοίως όχι και πολλοί. Ακόμα και όσοι είναι βαθύτατα αφοσιωμένοι σε έναν δημιουργό, κάποιες απώλειες θα μετρούν. Πολλώ μάλλον οι υπόλοιποι.

Πάντοτε υπάρχει όμως ο πλέον αφοσιωμένος, ο οποίος γίνεται διαμεσολαβητής ανάμεσα στον (πολυ)αγαπημένο του και στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Μανόλης Σαββίδης. Ο πατέρας του άνοιξε μεγάλο δρόμο στην μελέτη του Κ. Π. Καβάφη, αν και το σωστό θα ήταν να πω και στη μελέτη του Κ. Π. Καβάφη. Εκείνος συνεχίζει. Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού έχει τον δικό του τόπο στο διαδίκτυο και σε αυτόν τον τόπο, ο Καβάφης έχει τον δικό του χώρο. Επισκεφθείτε τον και θα ωφεληθείτε πολλαπλώς. Ο,τι υπάρχει από το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού, βρίσκεται εκεί μαζί με χειρόγραφα, φωτογραφίες, βιογραφικά στοιχεία, γενικώς, τεκμήρια σπουδαία.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Δυστυχώς, συνεχίζουμε

Εδώ είμαστε! Συνεχίζουμε την προσπάθεια συγγραφής μυθιστορήματος στο Διαδίκτυο. Σήμερα το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου για όσους δεν απογοητεύτηκαν, ξενέρωσαν, έκοψαν τις φλέβες τους, πήραν τα βουνά και γενικώς δεν ορκίστηκαν να μη μας ξαναδιαβάσουν ποτέ ξανά (ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας...)
Πηγαίνετε, λοιπόν στο πόνημά μου. Ευχαριστώ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα



Η Οδός Μουσών της Θεσσαλονίκης είχε μονάχα όνομα. Χάρη δεν είχε και μεγάλη. Της έγινε όμως η χάρη, τελικά, να μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς σε αυτήν μεγάλωσε ο Αντώνης Σουρούνης. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει στους χλωρούς παραδείσους της παιδικής του ηλικίας. Και έκλεψε την καρδιά μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα για τα παιδικά χρόνια (τα ανέμελα, τα αθώα, όπως και τα τόσο γεμάτα ανησυχίες, αγωνίες, θλίψεις). Οπως έχουμε όμως επανειλημμένα πει, το θέμα δεν είναι μόνο ΤΙ λες, αλλά, κυρίως, ΠΩΣ το λες. Εδώ, λοιπόν, ο Σουρούνης έκανε το γνωστό θαύμα του. Το είπε με έναν τρόπο εξαιρετικό.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο της ζωής του, γραμμένης, ωστόσο, με τρόπο μυθιστορηματικό. Ως φαίνεται, οι ήρωες της ζωής του είχε πάντοτε μέσα του μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς τους παρουσιάζει τόσο αβίαστα σαν φανταστικούς, ενώ φαίνεται καθαρά πως είναι πραγματικοί. Ούτε εξηγείται, από την άλλη πλευρά πώς ενώ είναι τόσο αληθινοί τόσο υπαρκτοί και τόσο γήινοι είναι, ταυτοχρόνως τόσο απογειωμένοι, τόσο «ιστορημένοι» ώστε να καταλήγουν να είναι και να μην είναι πρόσωπα της αχλής και πρόσωπα του ήλιου.
Η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα είναι πασίγνωστη και την ξεδιπλώνει κάθε φορά, σε κάθε γραφτό του- μα σε κάθε. Είναι αυτή, η χρυσοφόρος φλέβα του, που μαζί με το ταλέντο του τον βοηθά να κάνει ξεχωριστά ακόμα και τα πολύ μικρά, τα επιμέρους, τα δευτερεύοντα. Στο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» παίρνει φόρα. Και απνευστί σχεδόν, τα λέει όλα. Σαν παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, που χαίρεται, θυμώνει, ανακαλύπτει, απορεί, εξομολογείται, που αναλογίζεται και απολαμβάνει. Σκηνές γνήσιας παιδικής αθωότητας, προσποίησης και τσαχπινιάς, σκηνές γοητευτικές, αυθεντικές. Προσφέρουν λογοτεχνική συγκίνηση αλλά και δάκρυ και γέλιο.
Πληθωρικός ωστόσο όπως είναι, και όπως οι χρυσές αναμνήσεις του έχουν μέσα του όλες ένα μεγάλο ειδικό βάρος, ξεχνά να σταματήσει, ξεχνά να επιλέξει, ξεχνά να συμπυκνώσει, να γεμίσει το βιβλίο ανατάσεις και υφέσεις, καμπύλες και ευθείες. Βεβαίως, αν πρόκειται για τον Αντώνη Σουρούνη με την τόσο γνήσια γραφή, ακόμη και αυτό κοντεύει να περάσει απαρατήρητο.
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα, εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

Βοήθεια Χριστιανοί! (και μη Χριστιανοί, επίσης)

Εδώ και καιρό γράφω το καινούργιο μυθιστόρημα. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της μεγάλης παραγωγής σε αυτά τα γραφτά μου. Σε αντίθεση με τα κείμενα στην εφημερίδα. Σκέφτηκα, όμως, πως θα με βοηθούσε αν το μοιραζόμασταν. Αν είχα τις απόψεις, τις κρίσεις, τις παρατηρήσεις, τις ιδέες σας. Ανοιξα λοιπόν ένα νέο μπλογκ που θα το βρείτε στο προφίλ μου («μυθιστόρημα») ή σε αυτή τη διεύθυνση και σας περιμένω. Κερνάω λέξεις. Πείτε ότι σας κέρασα καφέ, γλυκό του κουταλιού και λικεράκι χειροποίητο. Θα έρθετε;

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Παραμυθάδες δημοσιογράφοι

Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι; Σας έχω ένα άλλο σύνθημα: παραμυθάδες, ερωτύλοι δημοσιογράφοι. Μόνο που δεν το λέω για κακό. Κι όχι επειδή κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, αλλά διότι υπάρχουν- ευτυχώς- συνάδελφοί μου παραμυθάδες και ερωτύλοι στα γραφτά τους, αλλά όχι στα προς δημοσιογραφικήν χρήσιν. Στα άλλα, αυτά στα οποία αφοσιώνονται στο περίσσευμα του χρόνου τους (αν σε αυτό το επάγγελμα που ο Χρόνος σε κυνηγά αμείλικτα έχεις περίσσευμα... Τέλος πάντων.)
Αρκετοί δημοσιογράφοι γράφουν βιβλία, λοιπόν. Οι περισσότεροι λογοτεχνικά. Σε μερικά από αυτά θα αναφερθούμε σήμερα. Θα ακολουθήσουν, βέβαια, και άλλα. Οχι επειδή είναι συνάδελφοί μου, αλλά επειδή γράφουν όμορφα και έχουν ήδη «μετρηθεί» και σ' αυτό.

Ο Μιχάλης Πιτένης περιστρέφει τις «Κόρες της Αφροδίτης» γύρω από έναν «οίκο της χαράς» στη γενέτεια του ήρωά του. Εκείνος είναι σχεδόν παιδί και ο οίκος δεν είναι μόνο της χαράς αλλά και της θλίψης. Ο ήρως σιγά- σιγά ενηλικιώνεται σε μόνιμη σχεδόν επαφή με τα «κορίτσια» τα οποία παρουσιάζει με γλυκό, τρυφερό τρόπο, μιλά για τις προσωπικότητες, τις ιστορίες τους, τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους.
Ωστόσο, δείχνει να έχει τη δύναμη να πάει και βαθύτερα, να ανατάμει περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι τέτοια, επίσης, που δείχνει ότι εάν το επιχειρήσει, θα καταφέρει να γράψει κάτι πιο σύνθετο και πιο ολοκληρωμένο. Το θέμα και το ύφος που επέλεξε δίνουν χάρη στο βιβλίο του, αλλά αφήνουν και κενά τόσο στους χαρακτήρες όσο και στην αφήγηση. Οχι μεγάλα κενά, πάντως, για να είμαστε δίκαιοι.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη, 28 Νοεμβρίου 2006, ώρα 9μμ στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24, Αθήνα). Θα μιλήσουν ο Μηνάς Βιντιάδης, συγγραφέας-δημοσιογράφος, ο Κώστας Κουτσομύτης, σκηνοθέτης, η Συλβάνα Ράπτη, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Α΄Αθηνών
και ο Βασίλης Χατζιηακώβου, εκδότης.
Εντελώς τυχαία, το δεύτερο βιβλίο που έχω επιλέξει είναι του Μηνά Βιντιάδη. «Ο δράκος κόκορας» απαρτίζεται από μικρά διηγήματα, καλογραμμένα και με το απαραίτητο σασπένς και ενδιαφέρον. Στηρίζονται στο Παράδοξο, το οποίο αναδεικνύουν, στο Φρέσκο, στην Αλλη Ματιά. Ο Βιντιάδης γνωρίζει λογοτεχνική γραφή και ανάγνωση χωρίς καμιά αμφιβολία, ωστόσο κι εδώ περιμένει κανείς κάτι βαθύτερο. Η πρωτοτυπία δεν βρίσκεται μονάχα στο παρθένο θέμα. Χρειάζεται να επικυρωθεί και από την αφήγηση (που είναι πολύ καλή αλλά, εκτός από το πρώτο διήγημα δεν είναι αρκούντως τολμηρή) όσο και στους χαρακτήρες που χρειάζονται μεγαλύτερο βάθος.
Για να πω την αλήθεια, κανένα από τα κείμενα δεν με άφησε αδιάφορη. Γι΄αυτό ακριβώς, όμως, επειδή δηλαδή ο συγγραφέας έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα σε μεγάλο βαθμό, οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες.

Δεν θα κρύψω ότι η Ελένη Γκίκα είναι πιο κοντινή μου συνάδελφος, καθώς δουλεύουμε στο ίδιο γραφείο. Δεν θα κρύψω, επίσης, ότι η εργατικότητά της και η αφοσίωσή της στη λογοτεχνία είναι ιδιαίτερες. Το «Αν μ΄αγαπάς, μη μ΄αγαπάς» είναι ένα από τα τρία βιβλία που κυκλοφόρησε πρόσφατα (τα άλλα δύο «Χαίρε παραμύθι μου» και «Εν ευταξίαις, εύτακτοι όντες». Ενα ερωτικό μυθιστόρημα, γεμάτο από παύσεις και σιωπές που υπονοούν πολλά- σχεδόν τα πάντα. Ενα βιβλίο στις σελίδες του οποίου ο πόνος παραμονεύει πίσω από τη χαρά για να την κατακυριεύσει και η αγάπη σε θέλει παρανάλωμα για να σου δοθεί.
Πρόκειται για το μεστότερο ίσως βιβλίο της. Αφήγηση και στοχασμός συμπλέκονται αξεδιάλυτα- άλλωστε η συγγραφέας συχνά θέτει ανάλογα ζητήματα στο έργο της- και οι εικόνες που προβάλλονται ακατάπαυστα εντός μας έχουν κάτι από παλιούς ποιητές, εξαιρετικά αγαπημένους.
Οι συμπτώσεις, οι ανακλήσεις, οι αναπολήσεις, όλα έχουν λόγο: με μαστοριά έχει στηθεί το λεπτοδουλεμένο σκηνικό που τα απαιτεί και τα δικαιολογεί. Δεν θα διαβάσετε απλώς μια ερωτική ιστορία. Θα «διαβάσετε» δύο ανθρώπους, μια εποχή, μια περιοχή. Και, βεβαίως, και την καρδιά της συγγραφέως.

Μιχάλη Πιτέχνη Οι Κόρες της Αφροδίτης, εκδόσεις Μεταίχμιο
Μηνά Βιντιάδη Ο δράκος κόκορας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Ελένης Γκίκα Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς, εκδόσεις Αγκυρα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της Ιστορίας

Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, λένε. Κανένας δεν είναι προφήτης στον τόπο του. Ούτε ο Μίλαν Κούντερα. Μόλις τώρα, είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της «Aβάσταχτης Eλαφρότητας του Eίναι», το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη γενέθλια χώρα του, την Τσέχία (τότε Τσεχοσλοβακία). Και, ναι, βρίσκεται στο όριο να γίνει μπεστ σέλερ, αφού πωλούνται εκατό αντίτυπα κάθε μέρα. Ετσι, ένα βιβλίο που όταν γράφτηκε είχε τεράστια σημασία, και αν είχε εκδοθεί τότε θα είχε κάνει διαφορετική αίσθηση, βγαίνει τώρα που μόνο ως «παρελθόν» και ίσως ακόμη- ακόμη και «γραφικό παρελθόν» μπορεί να το δει κανείς. Το μυθιστόρημα, από τα πολύ δυνατά έργα του Κούντερα, παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στην εξεγερμένη Tσεχοσλοβακία του 1968 και έγινε ταινία από τον Aμερικανό σκηνοθέτη Φίλιπ Kάουφμαν, με τους Nτάνιελ Nτέι Λιούις και τη Zιλιέτ Mπινός. Φυσικά, είχε απαγορευτεί από τις κομμουνιστικές αρχές της χώρας. Η έκδοσή του τώρα, είναι ένα από τα παιχνίδια που παίζει καμιά φορά η Ιστορία, ενδυναμώνοντας ή (όπως στην περίπτωσή μας) αποδυναμώνοντας κείμενα, γεγονότα, ανθρώπους.
H πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε στα γαλλικά και οι Tσέχοι έπρεπε να περιμένουν έως τώρα για να το διαβάσουν στην πρωτότυπη εκδοχή του στη γλώσσα τους. Kαι ενώ το πρωτότυπο είχε γραφτεί στα τσέχικα, κάποια μέρη του χάθηκαν. Eτσι ο Kούντερα αναγκάστηκε παραδόξως να το μεταφράσει από τα γαλλικά στη μητρική του γλώσσα.
O ίδιος διαψεύδει διά του εκπροσώπου του ότι καθυστέρησε την έκδοση «λόγω εχθρικών αισθημάτων έναντι της χώρας. Παρόλο που αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη εδώ, ο ίδιος μου έχει πολλές φορές ότι είναι εντελώς ανοησία» είπε ο αντ' αυτού. Ακόμα μια μητριά- πατρίδα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Γιάννης Ρίτσος, «Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι»






«Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.Χ.- εξίσου πιθανόν/ το 903 μ.Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος/ στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα. Επάγγελμα μου: λόγια».
Χρονολογία της γέννησής του: 1909. Ξημερώνοντας Πρωτομαγιά, στη Μονεμβάσια της Λακωνίας. Εσπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω». Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Έδωσε θέση «στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,/ στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα/ που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες,/ στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση». Το όνομά του, Γιάννης Ρίτσος



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ


«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο»

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας στις 1/14 Μαΐου 1909. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας που σύντομα ξέπεσε. Έχασε τον αδερφό του και τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ σε πέντε χρόνια προσβλήθηκε και ο ίδιος από την ανίατη για την εποχή ασθένεια. Νοσηλεύθηκε στη «Σωτηρία», όπου ήρθε σε επαφή με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής και σε άλλα σανατόρια και ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες. Ο πατέρας του και η μία από τις αδερφές του, νοσηλεύθηκαν αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο (Δαφνί).

Δούλεψε στο θέατρο ως ηθοποιός και χορευτής και σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1934 και είχε τον τίτλο «Τρακτέρ». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής.

Ακολούθησαν περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και πεζά, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων ποιητών. Πολλές είναι οι ποιητικές συλλογές που άφησε ανέκδοτες. Κάποιες από αυτές εκδόθηκαν ήδη, ενώ έχει προγραμματισθεί η έκδοση και των υπολοίπων. Ανάμεσά τους είναι τα έργα «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Πέτρινος χρόνος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Μαρτυρίες», «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Ερωτικά», η εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων», «Το τερατώδες αριστούργημα» , «Ιταλικό τρίπτυχο», «Μονοβασιά» κ.α.

Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και ως μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο, στον Αη- Στράτη. Η απριλιανή χούντα του 67 τον συλλαμβάνει και πάλι και τον στέλνει στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.

Οι πολιτικές περιπέτειες δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για το έργο του. Χειρόγραφά του καταστράφηκαν δύο φορές, μία κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και μία κατά τη διάρκεια των δεκεμβριανών, ενώ επί χρόνια ολόκληρα η ποίησή του δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες του. Απαγορεύονταν οι εκδόσεις έργων του όσο ήταν εξόριστος ή σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.

Παντρεύτηκε το 1954 την γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου από τη Σάμο. Το 1955 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του Έρη.

Το 1956 τιμήθηκε με το α’ κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Πήρε επίσης πολλά βραβεία, μετάλλια και παράσημα, και ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πολλοί δήμοι τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Οι φιλοσοφικές σχολές των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθήνας τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα, όπως και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού.

«Έφυγε» στις 11 Νοεμβρίου 1990 και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.




ΤΟ ΕΡΓΟ


«Το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του»


Η ποίησή του δημιουργήθηκε με τα θεμέλια του αιώνιου. Σαν τους αρχαίους ναούς, που δεν είχαν τέλος, παρά μόνο διάρκεια, που είχαν βαθιά θεμέλια και τέλεια σμιλεμένα και δεμένα αρχιτεκτονικά μέλη. Ο Γιάννης Ρίτσος «έχτιζε» για την αιωνιότητα. Κατείχε όλα τα μυστικά του μεγάλου τεχνίτη και μαζί είχε τη σφραγίδα του θείου ταλέντου. Η ακαταπόνητη εργατικότητά του ήταν επίσης καθοριστική.

Βεβαίως, υπάρχει και η ασχήμια. Δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια απέναντί της. Ήθελε πάντοτε να την αντιπαλεύει, όπως και την ήττα, τον θάνατο. Να της αντιτάσσει ό,τι θησαύριζε στις καθημερινές εκστρατείες του στον κόσμο των μικρών και των μεγάλων.

Η ποίηση, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα», ήταν μια ασπίδα που σμίλεψε πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Ο ποιητής έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος», για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα, των οποίων όμως η πνοή ήταν απαράμιλλη.

Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Ετοίμαζε μέσα του τη δημιουργία του. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε.»)




Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος. Αριστερός, με την παλιά έννοια, όταν ο όρος αυτός σήμαινε ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, αφού πριν, στα σανατόρια απ’ τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο) σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίσθηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.

Επιθυμούσε τη δημιουργία του φωτιά ζωογόνο, εξυγιαντική, την ήθελε αεικίνητη και ταλαντευόμενη, πράξη Εξομολόγησης και Ηδονής, να του επουλώνει τις πληγές και να μετριάζει τη μοναξιά, που αύξαινε όσο αύξαινε και η δόξα. Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με κείνην. Ήταν ταγμένος και στα δυό.


Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές δημιουργίες του να μην συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύεις ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς.

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ


«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»


Τέσσερις μόνο μέρες χρειάστηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να ολοκληρώσει τη σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Από τις 14 έως τις 17 Ιουνίου του 1956, σχεδόν απνευστί, ο ποιητής δημιουργεί το σπουδαιότερο ίσως έργο του. Σε ολόκληρη τη θητεία του προετοίμαζε την έκρηξη αυτή, τη βαθύτατη κατάδυση στους κόσμους του «είναι».

«Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο πρώτος μιας σειράς ποιητικών- θεατρικών μονολόγων που θα στεγαστούν υπό τον τίτλο «Τέταρτη Διάσταση», σε ένα κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας. «Το θάμβος και η ματαιότητα, η πίστη, το πάθος και ο σκεπτικισμός, η αποδοχή του κόσμου και η κριτική, η αυτοσυμπάθεια και η αυτοκριτική συνυπάρχουν» όπως σημειώνει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη.

Όταν τη γράφει, ο Γιάννης Ρίτσος είναι 47 ετών. Έχει καταδυθεί στον πυρήνα της ύπαρξης και γνωρίζει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Επίσης, έχει κατακτήσει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ακριβώς το σημείο στον πήχη όπου μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος και το μέγεθος της ποιητικής του πνοής. Εντυπωσιασμένος ο Λουΐ Αραγκόν, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και διανοητής , θα μιλήσει για «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας» που ένιωσε διαβάζοντας το ποίημα.


Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο.




Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»


«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»

Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Αρμονία, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Γιάννης Ρίτσος, μικρό ανθολόγιο









Δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται το Σάββατο από την αποδημία του Γιάννη Ρίτσου παρά δήμον ονείρων. Εν αρχή ην το έργο του. Θα ακολουθήσει και αναφορά στη ζωή και στη δημιουργία του.
«Εαρινή Συμφωνία»

ΧVIII

Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ’ την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.

Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.

Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ’ την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ’ αγκαλιάσεις.

Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.

Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ’ το βάρος των ανθών και των φύλλων του.

(1937- 1938)

Από τη συλλογή «Μετάγγιση» («Ιταλικό τρίπτυχο»)
25

Οι ωραίοι οι μόνοι οι ανυπεράσπιστοι
οι σιωπηλοί οι περήφανοι
αυτοί που ερωτεύονται τ’ αγάλματα.


Φλωρεντία, 31. V. 76



Μόνος με τη δουλειά του

Όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
ήταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν ήταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε-
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κι η ράχη του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
ήταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
(«Μαρτυρίες, Α’», 1957- 1963)


Περίπου

Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;

(«Μαρτυρίες, Β’» 1964- 1965)


Ο χώρος του ποιητή

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα στο παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τα γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, -ψιθύρισε μόνος του-
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

(«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963)


Ο Ηρακλής κ’ εμείς

Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι
από πάνω:-
ο γερο- Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·
ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του
Ερμή, ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ‘μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: -την τρικλοποδιά·
-με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και
στα Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας
μόνο θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου
δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες
περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες,- πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι,-
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο
τον Ξενοφώντα.

Λέρος 23, ΙΙΙ. 68

(«Επαναλήψεις, Β’»)



Τα στοιχειώδη

Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:

Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;

Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.

(«Διάδρομος και σκάλα», 1970)


Υαλογραφία λουτρού

Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις- ψιθύρισε- εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.

Αθήνα, 28. ΙΧ.72

(«Γραφή τυφλού»)


Μουσείο Βατικανού

Ντα Βίντσι, Ραφαήλ, Μικελάντζελο, -πώς κλείσαν
τους πιο μεγάλους ουρανούς στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο
ανθρώπινο σώμα,
νύχια ποδιών και χεριών, φύλλα και άστρα, θηλές, όνειρα, χείλη,-
το κόκκινο και το γαλάζιο· το απτό και το ασύλληπτο. Απ’ το
άγγιγμα ίσως
αυτών των δυο δαχτύλων να γεννήθηκε και πάλι ο κόσμος. Η απόσταση
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δάχτυλα μετράει με ακρίβεια ακόμη
την έλξη της γης και τη διάρκεια.

Δεν αντέχω- είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.

Ρώμη, 18. IX. 78

(«Ο κόσμος είναι ένας», από το «Ιταλικό τρίπτυχο»)


Από τη «Μικρή σουΐτα σε κόκκινο μείζον» («Τα ερωτικά»)

Ανεξάντλητο- λέει-
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ο ουρανός-
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.


Αθήνα, 6. ΙΙ. 80


Από τη συλλογή «Γυμνό σώμα», 1980 («Τα ερωτικά»)


Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.


******

Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;


******


Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.


Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

*****


Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.


Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)

Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Αθήνα, 16. ΙΙ. 81


Από τη συλλογή «Δευτερόλεπτα»
46

Ο χορευτής που πηδούσε απ’ το παράθυρο
σαν Άγγελος,
τώρα γονυκλινής
ικετεύει το Θεό
για ένα πορτοκάλι.

Αθήνα, 5. Χ. 88

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση





Τους έβλεπα να χάνονται ένας- ένας τα απογεύματα της Κυριακής. Να φεύγουν συναδελφωμένοι, πάνω και πέρα από τα καθημερινά, πάνω και από τα ξεχωριστά, μικρά ή μεγάλα. Αν κανείς τους ξέμενε πίσω, από αρρώστεια ή κανένα μικροτραύμα, καθόταν αγκαλιά με το ραδιόφωνο σ’ αναμμένα κάρβουνα, περιμένοντας: τι θα κάνει η αγαπημένη του ομάδα; Τι θα κάνουν οι αντίπαλοι; Τι θα του πουν οι φίλοι όταν έρθουν;
Δεκαετία του ’60, το ποδόσφαιρο ήταν, όπως και ακόμα είναι, θεός, αλλά τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση. Οι περιγραφές γίνονταν απ’ τα ερτζιανά, τα πράγματα ήταν απείρως πιο αθώα, οι πατεράδες έπαιρναν κι εμάς τα κορίτσια στο γήπεδο ελλείψει γιων. Πώς γύρισα τόσο πίσω; Με το βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου «Εντός και εκτός έδρας»! Ή, μάλλον, με τη θαυμαστή του ατμόσφαιρα, από εποχές και περιοχές μεγάλης αθωότητας θεατών και παραγόντων.
Υπότιτλος: «το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση». Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, ενωθείτε, που θα έλεγε και ο Κάρολος (ή και παραμερίστε, γιατί «περνά ο Μεγάλος Αγιαξ»). Μη φανταστείτε όμως ότι θα συναντήσετε στίχους περιγραφικούς ή και αποθεωτικούς. Κάθε άλλο. Ακόμα και για οντολογικές ανησυχίες έχει χώρο. Μανώλης Αναγνωστάκης: «το ματς της ζωής του είχε τελειώσει- τώρα έπαιζε την παράταση». Ή ο Γιάννης Πατίλης: «Κυριακή βράδυ...//φτιαχτό πάλι το ματς/ κι ένα σωρό να τρέχουν/ να γυρεύουν πίσω την ψυχή τους.»
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι αληθινός λάτρης του ποδοσφαίρου, με την αγνότητα και το πάθος μικρού παιδιού. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να ανασύρει από το σύνολο της ελληνικής ποίησης διαμαντάκια που να αφορούν στο άθλημα και να μας τα παραδώσει με τα δικά του σχόλια, τη δική του κατηγοριοποίηση, τις δικές του επισημάνσεις. Από τη γενιά του ’30 και μέχρι σήμερα, λέει ο ποιητής, το ποδόσφαιρο επέδρασε στη δημιουργία πολλών ομοτέχνων του (και στη δική του φυσικά). Αυτή την επίδραση επιχειρεί να μας δείξει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και διανθίζοντας το κείμενό του με μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων. Και μη φανταστείτε ότι βλέπουν όλοι οι παρουσιαζόμενοι με συμπάθεια το συγκεκριμένο άθλημα.
Δουλειά μυρμηγκιού, είναι η δουλειά που έκανε ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Με αφοσίωση, όπως πάντοτε, έψαξε, βρήκε, παρέθεσε, σχολίασε. Με την αγνότητα ενός φιλάθλου και την αισθαντικότητα ενός ποιητή.
Να μη ξεχάσω να σας πω δυο λόγια και για το προηγούμενο βιβλίο, του, το «Ιστορικό κέντρο», αν και καμία σχέση δεν έχει με αυτό. Αποτελεί, όμως, κατάθεση ψυχής, και τα κείμενα αποτελούν σάρκα από την ποιητική του σάρκα και αίμα από το ανθρώπινο αίμα του. Τόσο μικρά κείμενα με τόσο μεγάλη δύναμη! Και βέβαια, αν κάποιος θέλει να τον γνωρίσει όχι στα τόσο σημαντικά του πάρεργα μα στην σημαντικότερη ακόμα ποίησή του, ας ψάξει στα βιβλιοπωλεία τις ποιητικές του συλλογές. Για μία από αυτές μάλιστα, το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο ποίησης. Ενας σπουδαίος, αυθεντικός, τρυφερός, μοναδικός ποιητής.

«Εντός και εκτός έδρας», εκδόσεις «Καστανιώτη»«Ιστορικό κέντρο», εκδόσεις «Καστανιώτη»

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Το βραβείο Μπαλκάνικα στη Μάρω Δούκα




Αν σεμνύνεται για ένα βραβείο η Μάρω Δούκα, αυτό είναι το βραβείο Καζαντζάκη, το οποίο της έδωσε η γενέτειρά της Κρήτη για την «Αρχαία σκουριά». Το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για την «Πλωτή πόλη», πάντως, το αρνήθηκε. Σήμερα, ένα άλλο βραβείο, βαλκανικών διαστάσεων, έρχεται να υπενθυμίσει ότι αν είσαι συνεπής με τη δουλειά σου, οι επιβραβεύσεις σε ακολουθούν έστω και αν δεν τις επιδιώκεις στο ελάχιστον. Διότι όλοι γνωρίζουμε πως η συγγραφέας είναι αποτραβηγμένη κατ’ επιλογήν της από δημόσιες σχέσεις και ευτελείς συναναστροφές.
Το βραβείο «Μπαλκάνικα», λοιπόν, απονεμήθηκε φέτος σε εκείνην για το βιβλίο της «Αθώοι και φταίχτες». Είναι μια διάκριση που ως πρακτικό αποτέλεσμα έχει τη μετάφραση του κάθε βραβευμένου βιβλίου σε βαλκανικές γλώσσες. Η συγγραφέας, που έτσι κι αλλιώς είναι πολυδιαβασμένη στην Ελλάδα και έχει μεταφραστεί και στο εξωτερικό, θα διαβαστεί αυτή τη φορά από τους γείτονες για κάποιους από τους οποίους, και συγκεκριμένα τους Τούρκους (τους Τουρκοκρητικούς για την ακρίβεια) γράφει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρεται συνοπτικά στη σχέση που έχουν η Ιστορία και η Πολιτική με το έργο της Μάρως Δούκα: «Από την πρώτη εμφάνισή της στα νεοελληνικά γράμματα, με την Πηγάδα το 1974 και το Που ΄ναι τα φτερά το 1975, η Μάρω Δούκα εξέφρασε σαφώς την επιλογή της να παρακολουθήσει την κίνηση της πραγματικότητας, η οποία προχωράει "σα ρολόι" - κατά τον Κάφκα, καταγράφοντας τις εκτροπές και τις παραμορφώσεις της, προσωπικές και κοινωνικές, που ορίζουν την ιδιαιτερότητα των ανθρώπων» σημειώνει. «Από τη νουβέλα στο διήγημα (Καρέ Φιξ) και στη συνέχεια στο μυθιστόρημα, σε μια πρώτη ανάγνωση κυρίαρχη είναι η Ιστορία. Από την Πηγάδα και την Αρχαία Σκουριά της δικτατορίας στο Εις τον πάτο της εικόνας του μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του '80 και την Ουράνια μηχανική του τέλους του αιώνα και στο βυζαντινό Ένας σκούφος από πορφύρα, η Ιστορία δεν αποτελεί το υπόβαθρο της πλοκής, αλλά ένα χωριστό πρόσωπο, που κινείται αυτόνομα και έχει τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα των υπολοίπων. Συμπορευόμενη με την πολιτική, η Ιστορία καθορίζει τη μοίρα των ηρώων της Δούκα, ακόμα και στα λιγότερο πολιτικά της έργα, όπως η Πλωτή πόλη που αφηγείται την ιστορία ενός αδιέξοδου έρωτα.»
«Αθώοι και φταίχτες»: Γενάρης του 2002 στα Χανιά.Ένας ξένος περιπλανιέται στα παλιά. Τα κτίσματα, οι δρόμοι, οι τάφοι, τα γεγονότα. Μια γυναίκα δέχεται ένα ανώνυμο τηλεφώνημα. Ένας άλλος μοχθεί με τις εμμονές και τις εικόνες του. Το πτώμα μια νεαρής σ’ ερημική παραλία. Συνθήματα στους τοίχους, οι πολιτισμοί, που συμπλέκονται, η ζωή, που επιμένει. Όλα αλλάζουν, αλλά και κάτι μένει που λιμνάζει. Φιλίες, αειθαλή δέντρα, έρωτες. Το αίμα. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιασμένο. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι μετανάστες. Ένας αυτόχειρας, ένα πηγάδι. Ο αστυνόμος, που θυμάται. Αλλά το παρελθόν δεν είναι τόπος. Αθώοι και φταίχτες στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας.
Η Μάρω Δούκα μόλις μας έδωσε και μιαν αναθεωρημένη εκδοχή του μυθιστορήματός της «Εις το πάτο της εικόνας» (εκδόσεις Πατάκη) με αλλαγές που έχουν το δικό τους νόημα, τη δική τους σημασία.

Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

«Η γυναίκα που πετάει» του Μένη Κουμανταρέα



Ενα βιβλίο δεν μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή- λένε. Ακόμη κι αν είναι έτσι, (γιατί φορές- φορές αμφιβάλλω) μπορεί να αλλάξει πολλά σημεία και στοιχεία της ζωής σου. Ας πούμε, «Η γυναίκα που πετάει» του Μένη Κουμανταρέα, με το που εμφανίστηκε άλλαξε άρδην τις λίστες με τα «Ευπώλητα» στέλνοντας, μαζί με κάποιες άλλες νέες εκδόσεις, κάποια εξωτικά παπαγαλάκια της λογοτεχνίας σπίτια τους- όπου και ελπίζω να μείνουν. Α, ναι. Ενα βιβλίο μπορεί να είναι άριστο και να μην είναι στα ευπώλητα. Οπως και το αντίθετο, όμως.
Εν πάση περιπτώσει, στο προκείμενο. Στο νέο βιβλίο ενός παλιού και καλού συγγραφέα. Ο παλιός ήταν αλλιώς, λέει ο Βιβλιοφάγος. Θα το συμμεριστώ. Ευτυχώς που ήταν αλλιώς, θα πω μάλιστα. Διότι έτσι το κάθε νέο βιβλίο του (και τους, των παλιών,) ήταν και είναι γεγονός.
«Η γυναίκα που πετάει». Αυτοβιογραφία και επινόηση, όλα δουλεμένα με τη μαστοριά του άριστου τεχνίτη. Χλωμά πρόσωπα του παρελθόντος, αρχοντικοί άνθρωποι, με τις ευαισθησίες και τις σκληρότητές τους, θύτες και θύματα- όλα τυλιγμένα στην αχλύ του μύθου. Πρόσωπα του παρόντος, σύγχρονα, συναντούν τον συγγραφέα και τον γοητεύουν με τις ζωές τους, ή μάλλον με μέρη από αυτές. Η Αθήνα, των περασμένων δεκαετιών, η Κυψέλη, η πλατεία Βικτωρίας, με χρώματα απαλά, «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές». Και όλα να έχουν άρωμα, ταυτότητα, ομορφιά, εσωτερική ή εξωτερική αδιάφορο.
Βυθιζόμουν στις σελίδες με την τόσο γνώριμη ατμόσφαιρα, αυτή μιας λογοτεχνίας που επιμένει στις αρετές τις οποίες διδάχτηκε και στις άλλες, τις οποίες κόμισε και αισθανόμουν ασφάλεια. Ενιωθα να έχει νόημα η λογοτεχνία, που τόσες φορές επιχειρήθηκε να ευτελιστεί, να ξεπέσει. Την έβλεπα χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, να περπατά στον κεντρικό δρόμο της Μικρής μας Πόλης, σεμνή, ανιδιοτελής και σοβαρή, όπως πρέπει να είναι. Και συγκινήθηκα. Οχι ως άνθρωπος, ως αναγνώστρια. Με αισθητική συγκίνηση.
Πρόκειται για ένα βιβλίο θαυμάσιο- με τα δικά του, βεβαίως, τρωτά σημεία. Τα κείμενα με το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο είναι μακράν καλύτερα και μεστότερα των υπολοίπων (τα οποία σε μερικά σημεία θα μπορούσαν να ήταν και μικρότερα) με αποκορύφωμα την ίδια την ομότιτλη ιστορία. Η γιαγιά Αγγελική θα ήταν πανάξια ηρωίδα ενός μυθιστορήματος από τον εγγονό. Δεν είχε τις δυνάμεις; Δεν είχε τη δύναμη; Δεν θέλησε; Ο,τι και να είναι, το «αίμα» των ηρώων του κυκλοφορεί στις σελίδες της Γυναίκας που πετάει και τις κρατά θερμές.
Μονάχα μια προσωπική παρατήρηση, την οποία, ομολογώ, κάνω γιατί κάτι μέσα μου (και όχι αυτό στο οποίο θα σταθώ) «κλώτσησε» στο πρώτο διήγημα, τα Χιόνια του Δεκέμβρη. Ο μικρός πρωταγωνιστής είναι απίθανο να γνώριζε πως ο Γιάννης Ρίτσος συνεργαζόταν με τον Ριζοσπάστη, διότι μία και μοναδική φορά ο ποιητής υπέγραψε χωρίς ψευδώνυμο, κατά τη δημοσίευση τριών ασμάτων του Επιταφίου, τον Μάιο του 1936 οπότε και ο νεαρός μάλλον δεν ήξερε ούτε γραφή, ούτε ανάγνωση.
Η εικονογράφηση του Χρόνη Μπότσογλου εξαιρετική.

Εκδόσεις Κέδρος.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

Ακόμα και σε μένα που σας ιστορώ, αντισταθείτε!



Χωρίς λόγια.

Περισσότερα εδώ

Ασμα ηρωικό και πένθιμο

«Μακρυά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο» έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυολογχαγό της Αλβανίας». Ο Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, ήταν στο αλβανικό μέτωπο. Στο σημερινό «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα» ο πάντοτε εκπληκτικός Γιώργος Ζεβελάκης δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους ποιητές και συγγραφείς που στρατεύθηκαν το 1940. Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τηΜνήμη ως χρέος:
«Τα "φύλλα πορείας" των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας. Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α' Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».
Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.
Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τέλος, ο Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».
(Βασική Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.) »

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

«Αμερικάνικη φούγκα» του Αλέξη Σταμάτη


Η ελληνική λογοτεχνία είναι ελληνοκεντρική. Από την αυγή της μέχρι σήμερα, από τον Σολωμό και τον Κάλβο, δηλαδή, έως τους νεώτατους, όλοι, και προπαντός οι πεζογράφοι, ασχολούνται κατ’ αποκλειστικότητα και, πάντως, κατά κύριο λόγο, με την ελληνική πραγματικότητα. Οι λόγοι είναι πολλοί, δεν είναι, όμως, της παρούσης να τους αναλύσουμε. Ο σημαντικότερος: η καθυστερημένη είσοδος της λογοτεχνίας μας στο μυθιστόρημα, που δεν επέτρεψε να γίνουν πολλά πράγματα στην ώρα τους. Υπολειπόμαστε, λοιπόν, από πλευράς Χρόνου, και όχι μόνο, άλλων χωρών, και ακόμα δεν έχουμε καλύψει το χάσμα. Για να είμαστε ακριβείς, έχουμε πολύ δρόμο ώστε να το καλύψουμε. Και, παρότι προσωπικά αγαπώ το ελληνικό μυθιστόρημα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως η κατάσταση είναι αυτή.
Μακρύς πρόλογος για ένα βιβλίο που είναι διαφορετικό, όμως, έτσι, δεν θα χρειαστεί να επανέλθουμε σε αυτό το θέμα. Συνεχίζουμε, λοιπόν: ο Αλέξης Σταμάτης επιχείρησε αυτή τη φορά να βγάλει εντελώς το συγγραφικό του κέντρο από την Ελλάδα, (αν και ό,τι άφησες «εντός σου θα το κουβανείς» που λέει κι ο ποιητής). Πέρασε τον Ατλαντικό και πήγε στην καρδιά του Νέου Κόσμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι εκεί, άφησε το φθαρτό στοιχείο του, το σώμα του, πίσω. Όχι κυριολεκτικά. Ο ήρωάς του στην «Αμερικάνικη φούγκα», το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του, ο Ελληνας συγγραφέας που πηγαίνει στην Αμερική για ένα σεμινάριο, ενδύεται την ταυτότητα ενός άλλου, ενός ανθρώπου ο οποίος έχει πεθάνει μπροστά στα μάτια του. Σκηνοθετεί μάλιστα τον δικό του θάνατο, ώστε όλοι στην πατρίδα να πιστέψουν ότι ο συγγραφέας δεν ζει. Αλλωστε, μαζί της δεν φαίνεται να τον συνδέει και τίποτα σημαντικό, πέρα από κάποιες μνήμες. Πάει να πει, το παρελθόν.
Το νέο κοστούμι που του έτυχε δεν είναι άνετο, έχει προβλήματα. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι πως τον πεθαμένο πλέον άνθρωπο με τη μαύρη Μάστανγκ τον κυνηγούσε κι εκείνον το δικό του παρελθόν. Ετσι, έχει δύο «παρελθόντα» (και συγγνώμη για το αδόκιμο) να τον κυνηγούν. Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «έχει πλέον εμπλακεί σε μια υπόθεση που τον υπερβαίνει. Είναι πια ένας φυγάς στο κέντρο μιας μυστηριώδους καταδίωξης.»
Καλά ως εδώ. Οι αναφορές στο «ον δε ρόουντ» μυθιστόρημα, η ατμόσφαιρα του Κέρουακ αλλά και του Ναμπόκοφ θα προσέθετα, είναι αναγνωρίσιμες (χωρίς να σημαίνει ότι αντέγραψε- σε καμία περίπτωση. Εμπνεύστηκε, ανέδειξε) όπως και το μυστήριο (που παραπέμπει σε κώδικες, πάντως όχι στον γνωστό και μη εξαιρετέο Κώδικα Ντα Βίντσι). Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι καινοτομίες του Αλέξη Σταμάτη.
Η «Αμερικάνικη φούγκα» δεν είναι αστυνομικό και δεν είναι θρίλερ. Είναι ένα μυθιστόρημα με ένταση, που όμως ακολουθεί την, δυσκολότερη, τυπολογία του κλασικού μυθιστορήματος. Με αρχή, μέση και τέλος. Εντούτοις, επειδή έχει στοιχεία και από τα άλλα δύο είδη, οι αποδείξεις πρέπει να χτίζονται προσεκτικά. Και χτίζονται. Σαν να βάζεις λεπτά άχυρα σε φωλιά χελιδονιού. Τίποτα δεν προβάλλει ξεκάρφωτο. Όλα έχουν στηρίγματα. Μέχρι τα δύο τρίτα. Εκεί, εμφανίζεται η πρώτη αδυναμία.
Κατά την άποψή μου, δεν σχετίζεται με την αφηγηματική δεινότητα του Αλέξη Σταμάτη, που είναι αποδεδειγμένη. Εμφανίζεται όμως έτσι. Εμφανίζεται σαν να πάσχει η πλοκή, ενώ άλλο πάσχει. Και αυτό δεν είναι παρά η πρόθεσή του να τα πει όλα. Να βγάλει σε αυτό το βιβλίο μια Αμερική που ο ίδιος έχει συλλάβει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Μακριά από μια Ελλάδα, που δεν πρέπει, μονίμως, να είναι το κέντρο του κάθε συγγραφικού σύμπαντος. Για να υπερβείς, όμως, πρέπει να «σκοτώσεις». Και «σκοτώνεις» καλύτερα αν παρουσιάσεις μια πραγματικότητα που καμιά σχέση δεν έχει με ό,τι μέχρι σήμερα γνώριζες και γνώριζε κι ο αναγνώστης.
Για να γίνει πάντως αυτό, ο συγγραφέας έχει δουλέψει πολύ. Εχει ερευνήσει και αφομοιώσει. Ενσωματώνει τα πράγματα, πάντως, αφού τα επεξεργαστεί λογοτεχνικά- να ακόμη μια καινοτομία. Πολλή και καλή δουλειά, αναμφίβολα, έστω και αν μερικές φορές δεν είναι αναγνωρίσιμο τι έχει κρύψει ο συγγραφέας ώστε να το ανακαλύψει ο αναγνώστης. Ετσι, κάποτε, λυπάται να αποδιώξει το αποτέλεσμα ενός τέτοιου μόχθου. Επομένως, ας πούμε, αφήνει το μέρος με τους Ινδιάνους, ενώ τίποτα ουσιαστικό δεν προσφέρει στην εξέλιξη της ιστορίας και των χαρακτήρων του. Ειδικά για τους τελευταίους θα πω ότι τα ψυχογραφήματα των ηρώων του είναι από τα πλέον στέρεα αυτή τη στιγμή στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι το μέλλον του, προς το οποίο προσέρχεται πάνοπλος.
Το τέλος είναι απρόσμενο (δεν θα σας το αποκαλύψω) και πικρό, δικαιολογείται όμως απολύτως από τον τρόπο που έχει χειριστεί την ιστορία του. Ισως κλείνει την πόρτα σε (ανώφελους άλλωστε) ρομαντισμούς, αλλά είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένο. Και σε καμιά περίπτωση δεν είναι «χάπι εντ», αμερικανιά δηλαδή.
Οσο για τη γραφή, είναι εξαιρετική. Η δυνατή εικονοπλασία, πολλές φορές συναντά τον στοχασμό και απογειώνει το κείμενο. Αλλοτε, όμως, θέλει να πει περισσότερα από όσα επιτρέπει το γραπτό του. Και τότε, η φούγκα δεν είναι τόσο σφιχτή όσο μας έχει ο ίδιος συνηθίσει. Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε: «το ποίημα λάμπει απ’ τους σβησμένους στίχους». Εστω και αν ακόμη κι εκείνος δεν το είχε πλήρως κατακτήσει.

Εκδόσεις «Καστανιώτη»


update: κριτική μπορείτε να διαβάσετε επίσης στην Επίθεση των βιβλίων.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

Ο Γιώργος Σεφέρης και οι λευκές αττικές λήκυθοι








«Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι

όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου

όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού

θα με παρασύρουν;

Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;

Βλέπω τά χέρια κάθε αυγή να γνέφουν το γύπα και στο γεράκι

δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,

βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γάλήνη των πεθαμένων

κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων»



(Ανδρομέδα, από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη)



Το ποίημα μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, εδώ

Οι ποιητές είναι, εν τέλει, παντού. Σήμερα το πρωί στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς, όπου διεξάγεται αρχαιολογικό συμπόσιο για την ρωμαϊκή Αθήνα, η κυρία Ελση Σπ. η οποία καθόταν δίπλα μου, όταν η συζήτηση έφτασε στις ανασκαφές στον Εθνικό Κήπο, άρχισε να λέει:


«Ημουν είκοσι πέντε ή είκοσι έξι ετών. Ενα πρωινό ο Γιώργος Σεφέρης ήρθε και στάθηκε πάνω από τα σκάμματά μας. Μας καλημέρισε ευγενικά και ρώτησε αν μπορούσε να παρακολουθήσει την εργασία μας. Ψηλός, στητός, επιβλητικός. Συνοδευόταν από τη Μαρώ και στηριζόταν σε ένα μπαστούνι. Εκείνη τη στιγμή άρχισα να βγάζω από το χώμα λευκές αττικές ληκύθους. Ωραιότερες δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου.»



Τριάντα πέντε χρόνια από τον θάνατο του ποιητή (Σεπτέμβριος του 1971, μεσούσης της δικτατορίας· η κηδεία του μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας· ήταν και η θαρραλέα του δήλωση εναντίον της, τον Μάρτιο του 1969) η μνήμη του θα τιμηθεί στο βιβλιοπωλείο Ιανός της οδού Σταδίου 24 την ερχόμενη Τρίτη 24 Οκτωβρίου και ώρα 8μμ.

Θα παρουσιαστεί το βραβευμένο ντκιμαντέρ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Γιώργος Σεφέρης σε σκηνοθεσία Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, και το βιβλίο της Μαρίας Στασινοπούλου Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη [1900-1971]
Θα χαιρετίσουν ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος και ο παραγωγός Θάνος Λαμπρόπουλος.

Για το ντοκιμαντέρ θα μιλήσουν
ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής-βιβλιογράφος,
η Μαρία Στασινοπούλου, φιλόλογος-συγγραφέας,
ο Τίτος Πατρίκιος, ποιητής,
ο Μπάμπης Ακτσόγλου, κριτικός κινηματογράφου
και ο Γιώργος Γεωργής, καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου-Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και για να θυμηθούμε την βράβευσή του με το Νόμπελ, ας επισκεφθούμε τις ιστοσελίδες της Σουηδικής Ακαδημίας

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

«Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου» από τον Λεύκιο Ζαφειρίου





Δεν ήταν ακόμη ούτε είκοσι τεσσάρων ετών. Ζούσε μια ζωή «ηθική και μετρημένη» και ήταν «ηθικός φιλόσοφος περισσότερο από το φυσικό του, παρά από ματαιοφροσύνη για όσα έμαθε από τα βιβλία.» Είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση ενός σπουδαίου ιταλού ποιητή, του Ούγο Φόσκολο, από τον οποίο και έχουμε αυτή την πρώτη περιγραφή του. Ο Φόσκολο πίστευε πως το μέλλον του Ανδρέα Κάλβου στην ποίηση προμηνυόταν λαμπρό. Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσο λαμπρό, αλλά και με ποιες συνθήκες. Πώς, δηλαδή, ένας τόσο ολιγογράφος δημιουργός θα στεκόταν, με το πέρασμα του Δίκαιου Χρόνου, δίπλα στον γενάρχη της ελληνικής ποίησης, τον Διονύσιο Σολωμό.
Κάλβος και Σολωμός, Σολωμός και Κάλβος. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: γεννημένοι στη Ζάκυνθο, μεγαλωμένοι στην Ιταλία. Στη συνέχεια, ο ένας, ο κόντε Διονύσιος, επαναστατημένος, κοντά στην Πατρίδα που έχει εξεγερθεί, εμπνέεται από αυτόν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και ιδίως από τις δύσκολες ώρες του, όπως το Μεσολόγγι. Ο άλλος, ο κύριος Ανδρέας Κάλμπο (1792- 1863), επαναστάτης, βρίσκεται μακριά της. Συντάσσεται με τους Καρμπονάρους και τους φιλέλληνες. Κι όταν επιστρέφει, η Κέρκυρα, στην οποία ήδη ζει και ο Σολωμός, είναι πολύ μικρή για να τον χωρέσει, για να στεγάσει τα όνειρά του. Ξαναφεύγει λοιπόν, μετά από περιπέτειες, όχι χωρίς θλίψη, ίσως, όχι χωρίς πόνο. Αλλά, δεν τα εκφράζει. Ο Ούγο Φόσκολο δεν τον είχε πει, άλλωστε «ψυχρό»;
Ψυχρός ή συναισθηματικός, ο Κάλβος εκφράζεται στην πραγματικότητα μόνο δια της ποιήσεως. Ο Μάριο Βίτι ανάμεσα στα όσα σημαντικά έχει γράψει για εκείνον, λέει: «Για τον Κάλβο δεν υπάρχει αμφιβολία: στις συνθήκες της κοινωνικής εξέγερσης που ζουν οι ποιητές το 1825 όχι μόνο στην ξεσηκωμένη Ελλάδα, η μόνη ποίηση άξια του ονόματός της είναι η γραμμένη σε «ton serieux» [σοβαρό τόνο] και «images plus elevees» [εικόνες πιο υψηλές].» Αυτή την ποίηση, την υψηλή, διακόνησε στον βίο του χωρίς παραχωρήσεις.
Όλα αυτά και πολλά περισσότερα, θα βρει ο αναγνώστης στο θαυμάσιο βιβλίο του Λεύκιου Ζαφειρίου «Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου», ένα μελέτημα με πολύ μόχθο πίσω του, με πολλή και ενδιαφέρουσα συνθετική δουλειά και με πολύ «σοβαρό τόνο». Στις 3 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή και ώρα 6μμ στο Σπίτι της Κύπρου (Ηρακλείτου 10, Κολωνάκι) θα γίνει ημερίδα για τον ποιητή με τη συμμετοχή των: Νάσου Βαγενά, Ευριπίδη Γαραντούδη, Αθηνάς Γεωργαντά, Γιάννη Δάλλα, και του Λεύκιου Ζαφειρίου. Θα συντονίσει ο Βασίλης Ρούβαλης, ο οποίος, στο τέλος της εκδήλωσης, θα παρουσιάσει το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο συμπληρώνεται από πλούσια εικονογράφηση (έγγραφα, χειρόγραφα, φωτογραφίες), ενώ συνοδεύεται από χωριστό φυλλάδιο, με φωτογραφική αναπαραγωγή από την πρώτη έκδοση της ωδής Ελπίς πατρίδος (Λονδίνο, 1819).
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Ορχάν Παμούκ, το νέο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας απέκτησε ένα ακόμα ανάχωμα: το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται φέτος στον Ορχάν Παμούκ, έναν συγγραφέα που έχει ανοικτούς λογαριασμούς με το στρατιωτικό και εθνικιστικό κατεστημένο. Η σουηδική ακαδημία, παρά την κατά καιρούς πολυδιαφημιζόμενη από την ίδια πολιτική ουδετερότητα, για μια ακόμη φορά υπέκυψε στον πειρασμό της «επικαιρότητας» και έδωσε το βραβείο σε έναν συγγραφέα άξιο μεν και φαβορί, όμως όχι του ύψους ενός Κούντερα ή μιας Τζόις Κάρολ Οουτς.
Θα ήταν, φυσικά, δυσάρεστο να μετρά κοτζάμ ακαδημία με τη μεζούρα τα ταλέντα, και είναι ευχάριστο που ο Παμούκ έχει ένα ενδιαφέρον έργο το οποίο υποστηρίζει το νόμπελ. Ωστόσο, στην άκρη του μυαλού μας παραμένει το ερώτημα: έπαιξε ρόλο η δίκη του συγγραφέα για την υπεράσπιση των Αρμενίων; Επαιξαν ρόλο οι θέσεις του υπέρ των Κούρδων; Σε κάθε περίπτωση, θα προσθέταμε οπωσδήποτε πως έπαιξε ρόλο η ποιότητα των βιβλίων και της σκέψης του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα γραπτά του κείμενα.
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Τελείωσε το λύκειο στη Ροβέρτειο σχολή, σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Έζησε τρία χρόνια στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε σαν ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Αιόβα και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Η αστική καταγωγή του, οι σπουδές του στο εξωτερικό, προφανώς, όμως, και οι «ανησυχίες» του τον οδήγησαν να συναισθανθεί και να περιγράψει με γλαφυρότητα τον οδυνηρό διχασμό της τουρκικής κοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η Σουηδική Ακαδημία παρατηρεί επίσης ότι ο Παμούκ, «στην αναζήτηση της μελαγχολικής ψυχής της γενέθλιας πόλης του, ανακάλυψε νέα σύμβολα για να περιγράψει τη σύγκρουση και την συνύφανση των πολιτισμών».
Αρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Τζεβντέτ μπέης και υιοί» κέρδισε το 1979 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος των εκδόσεων Μιλιέτ. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1982 και την επόμενη χρονιά πήρε το βραβείο μυθιστορήματος Ορχάν Κεμάλ. Το δεύτερο βιβλίο του «Το σπίτι της σιωπής» (1982) μεταφράστηκε στα γαλλικά και το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο Prix de la decouverte Europeenne. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το ιστορικό του μυθιστόρημα «Το Λευκό κάστρο» (1990) μεγάλωσε τη φήμη του μέσα κι έξω από την Τουρκία. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροδαμός. Μάλιστα, οι New York Times έγραψαν τότε γι' αυτόν: «Ένα αστέρι γεννήθηκε στην Aνατολή».
Στη συνέχεια έγραψε "Το Μαύρο βιβλίο" (1990), ένα από τα πιο συζητημένα και πολυδιαβασμένα έργα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας. Ακολούθησε «Η Καινούργια Ζωή» το 1994 και το 1998 έγραψε το «Με λένε Κόκκινο ». Και τα τρία βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα όπως και το πιο πρόσφατο, «Ινσταμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις». Τα βιβλία του Παμούκ έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.
Είναι παντρεμένος και έχει ένα κοριτσάκι.
Το 1995 ο Παμούκ ήταν ανάμεσα σε μια ομάδα συγγραφέων που δικάστηκαν για την κριτική τους εναντίον του τρόπου που η Τουρκία μεταχειρίζεται τους Κούρδους. Η κριτική είχε εκδοθεί σε ένα βιβλίο δοκιμίων. Επίσης, το 2005 ασκήθηκε εναντίον του δίωξη για δηλώσεις του σε ελβετική εφημερίδα περί σφαγής των Αρμενίων. Μετά από αντιδράσεις που σχετίζονταν και με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, τον περασμένο Ιανουάριο το δικαστήριο αποφάσισε να σταματήσει την δίωξη εναντίον του.

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

«Οι φύλακες της Ανατολίας» του Πασχάλη Λαμπαρδή

Στις μέρες μας ανθεί το ιστορικό μυθιστόρημα, σαν οφειλή των Ελλήνων όχι προς την Ιστορία, αλλά προς τη Λογοτεχνία. Εννοώ πως αφού αργήσαμε να αποκτήσουμε μυθιστόρημα, αργήσαμε και να ασχοληθούμε με αυτό το είδος. Μέχρι να κάνει τον κύκλο του και να περάσει, έχουμε δει και έχουμε απολαύσει αρκετά πολύ ενδιαφέροντα έργα. Από τα κορυφαία είναι το Ενας σκούφος από πορφύρα της Μάρως Δούκα, αλλά θα θυμήσω και τα βιβλία του ΝίκουΘέμελη.
Ο Πασχάλης Λαμπαρδής κάνει ιστορικό μυθιστόρημα, επεκτείνεται όμως πέραν του ελληνικού χώρου. Οι φύλακες της Ανατολίπας εκτυλίσσονται στον μακρινό Πόντο και στην τουρκική ενδοχώρα προς εκείνη την περιοχή και παρουσιάζουν τη ζωή των κρυπτοχριστιανών. Εκείνων, δηλαδή, που φανερά ήταν Τούρκοι και Μωαμεθανοί και βαθειά μέσα τους Ελληνες και Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Το φαινόμενο είχε, βεβαίως, ιστορικές ρίζες, αφού αρκετοί που κατάγονταν από εκείνα τα μέρη μετά την Αλωση της Πόλης αναγκάστηκαν να ζήσουν διπλή ζωή με την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να επιζήσουν.
Αυτά ως προς τους εξω- λογοτεχνικούς παράγοντες. Ας πάμε τώρα στο ίδιο το μυθιστόρημα: έχει την ατμόσφαιρα και τη γλύκα της Ανατολής, μια καλά σχεδιασμένη πλοκή και ωραίους διαλόγους, σαν φυσικούς. Η εξιστόρηση γίνεται με έναν θαυμαστό τρόπο, που κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον και θυμίζει ιστορίες τις οποίες έλεγε παλιά όλη η οικογένεια τις νύχτες, γύρω από τη φωτιά. Η λογοτεχνία έχει το πάνω χέρι σε σύγκριση με την Ιστορία και αυτό είναι επίσης σημαντικό, αφού μιλάμε για λογοτεχνικό έργο.
Πάντως, ο πρώτος κεντρικός ήρωας, ο Σουλεϊμάν, είναι τόσο πλήρης ώστε στάθηκε για τον συγγραφέα εμπόδιο να αναπτύξει ανάλογα και τους υπόλοιπους. Ο Σουλεϊμάν είναι εμβληματική, πατριαρχική μορφή, δοσμένη με μαεστρία. Ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Ο αναγνώστης θα περίμενε, λοιπόν, και τους υπόλοιπους ανάλογα δοσμένους. Επειδή, όσο το μυθιστόρημα πηγαίνει προς το τέλος, υπάρχει η αίσθηση πως «τρέχει» καθώς η αφήγηση στερείται λεπτομερειών που θα υπήρχαν αν και οι άλλοι ήρωες είχαν πλαστεί με τον ίδιο συνθετικό τρόπο.
Εκδόσεις «Πατάκης»

Κυριακή, Οκτωβρίου 08, 2006

Ο Ερωτας του Μαγιακόφσκι


«Λίλια, αγάπα με»
Τη σπαρακτική αυτή απαίτηση- παράκληση- έκκληση ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι δεν την απευθύνει στη Λίλη Μπρικ σε κάποιο ιντερμέδιο, σε κάποια καμπή ή σε ευτυχή στιγμή της σχέσης του. Οι λέξεις που γράφει στο χαρτί είναι από τις τελευταίες που έμελλε να γράψει στη ζωή του. Ορίζει πως η οικογένειά του είναι η μαμά, οι αδελφές και η Λίλια (άντε και η πρόσφατη «σχέση» του η Βερόνικα Πολόνσκαγια) και της ζητά να τον αγαπά λίγες ώρες πριν αυτοκτονήσει.
Εκείνη, που δεν χρειαζόταν συστάσεις για να τον αγαπά, τον είχε βαθιά μέσα στην καρδιά της μέχρι το τέλος της δικής της ζωής, η οποία υπήρξε μεγάλη και πολυκύμαντη. Ιχνη αυτής της τεράστιας αγάπης, της πέρα και πάνω από τον έρωτα, θα βρούμε τόσο στο βιβλίο της «Με τον Μαγιακόφσκι» (εκδόσεις Θεμέλιο- εξαντλημένο) όσο και στα γράμματα που του έστελνε.
«Ο κόκκινος κοριός και η μοβ χρυσαλίδα» τιτλοφορείται το βιβλίο που σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αγκυρα» σε μετάφραση Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Μέσα από τις επιστολές τους, παρουσιάζεται ο μεγάλος έρωτας των δυο τους αλλά και η σχέση τους με τον σύζυγο της Λίλης, Οσιπ Μπρικ. Ανάμεσα στο υλικό, είναι και μια ανεπίδοτη επιστολή, η οποία, λόγω των γεγονότων, ανήκει πλέον στην Ιστορία.

Δεκαπέντε Ιουλίου 1915 ώρα 3.15 το απόγευμα ο Μαγιακόφσκι, που μόλις έχει γνωρίσει τη Λίλη και τον Οσιπ από την αδελφή εκείνης, την Ελσα Τριολέ (κατόπιν σύζυγο Αραγκόν) αφιερώνει στη Λίλη ένα ποίημά του. Ο έρωτας τους κατακυριεύει και είναι μάταιο να του αντιστέκονται. Τα επόμενα χρόνια η Ρωσία θα γνωρίσει ένα πρωτότυπο «τρίγωνο»: ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής. Ο Οσιπ τα ξέρει όλα από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, συνεχίζει να συνεργάζεται με τον Μαγιακόφσκι στους φουτουριστές εξαρχής και κατόπιν στο Νέο Αριστερό Μέτωπο, του οποίου, στην ουσία, είναι ο θεωρητικός.
«Τη βάρκα του έρωτα την τσακίζει η ζωή» πολύ πριν ο ποιητής γράψει αυτές τις λέξεις στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του, αλλά η σχέση με τη Λίλη παραμένει εξαιρετικά ισχυρή μέχρι τον θάνατό του. Θα λέγαμε, δεδομένης της αφοσίωσης εκείνης προς τη μνήμη και το έργο του, ακόμη και μετά από αυτόν.

Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

«Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου» της Κατερίνας Καμπάνη


Είχα στο μυαλό μου τον ποιητή Αρη Αλεξάνδρου με τα υπέροχα ποιήματα και τις θεϊκές μεταφράσεις. Τον συγγραφέα Αρη Αλεξάνδρου, που το μυθιστόρημά του «Κιβώτιο» είναι από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα. Τον διανοητή Αρη Αλεξάνδρου. Βρήκα, όμως, ακόμα έναν Αρη Αλεξάνδρου που ήταν το ίδιο γοητευτικός: τον παππού της Κατερίνας.
Η Κατερίνα Καμπάνη επιγράφει το βιβλίο της «Αρης Αλεξάνδρου ο παππούς μου» και παραδίδει στον αναγνώστη μερικές αθέατες πτυχές ενός σπουδαίου, τρυφερού, όσο και μοναχικού ανθρώπου. Στο μικρό της «λεύκωμα» (κείμενο και κάποιες φωτογραφίες) μαθαίνουμε όσα από αξιοπρέπεια δεν είχε φανερώσει, χωρίς όμως και να τα αποκρύπτει, καθώς αυτή ήταν η ζωή του: τα αμέτρητα χειρωνακτικά κυρίως επαγγέλματα που άλλαξαν εκείνος και η σύντροφός του Καίτη Δρόσου (φωτό) όταν ήταν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι κατά τη διάρκεις της δικτατορίας. Τις μέρες και τους μήνες των στερήσεων. Τις προσπάθειές του να γράψει. Την αγάπη του για τη ζωή και τις μικρές στιγμές, που τις ζούσε σαν να ήταν μεγάλες.
Ο Αρης Αλεξάνδρου με τα παιδικά μάτια της Κατερίνας, ήταν άνθρωπος γενναιόδωρος προς τη ζωή και προς τους άλλους, άνθρωπος προσποιήσεις και φιοριτούρες, ευγενής, ζεστός, υπέροχος. Αν, ωστόσο, θέλετε να μάθετε κάτι περισσότερο από προσωπικές αφηγήσεις, μπορείτε να ανατρέξετε στη βραβευμένη με κρατικό βραβείο βιογραφία του Δημήτρη Ραυτόπουλου, με τίτλο «Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος» (εκδόσεις Σοκόλη) ένα βιβλίο 414 σελίδων περιεκτικό και βαθύ. Βεβαίως, μη παραλείψετε να διαβάσετε και τα ποιήματά του και το αποκαλυπτικό «Κιβώτιο».
Κατερίνας Καμπάνη, «Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου», Εκδόσεις «Υψιλον/βιβλία»

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Ο Βασικός Μέτοχος του Πέτρου Μάρκαρη




Χρόνια είχα να διαβάσω αστυνομικό μυθιστόρημα. Από τότε που είχα ανακαλύψει τον Ντάσιελ Χάμετ. Αν και ο Βασικός Μέτοχος του Πέτρου Μάρκαρη ανήκει στην κατηγορία του Χάμετ, δηλαδή στο κοινωνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν παρακινήθηκα από αυτό. Παρακινήθηκα από το ότι ο Πέτρος Μάρκαρης είναι ένας σπουδαίος στυλίστας του λόγου. Και δεν απογητεύθηκα.
Δεν έχει νόημα να σας πω ποιος είναι ο ύποπτος και ποιος είναι ο ένοχος, σαν την ζηλόφθονη ταξιθέτρια που πηγαίνοντάς σε προς τη θέση σου δεν παραλείπει να σε ενημερώσει ποιος είναι ο δολοφόνος. Θα σας πω μονάχα πως και να τον ξέραμε τον (απίθανο, όπως είναι η συνθήκη για τα αστυνομικά μυθιστορήματα) βασικό ένοχο θα απολαμβάναμε το ίδιο το βιβλίο μέχρι το τέλος.
Αυτό σημαίνει πως εκτός από το σασπένς (την ένταση, για να πω και την ελληνική λέξη, αν και δεν αποδίδει ακριβώς την αγγλική) υπάρχει και εξαιρετικό λογοτεχνικό υλικό: χαρακτήρες στέρεοι, περιγραφές ζουμερές, γραφή δυνατή. Ο Κώστας Χαρίτος, ο αγαπημένος αστυνόμος του- αριστερού- Μάρκαρη (η εκδίκηση της λογοτεχνίας) είναι εξαιρετικά πλασμένος σε αυτό, το τρίτο βιβλίο της σειράς. Η πλοκή χτίζεται ψηφίδα- ψηφίδα και η μία πράξη δικαιολογείται απολύτως από την προηγούμενή της.
Απολαυστικό βιβλίο. Το ανοίγεις λίγο μια νύχτα και λες, «ας δω γιατί είναι στα ευπώλητα» και σε βρίσκει, ως να το τελειώσεις, το πρωί.
Εκδόσεις «Γαβριηλίδης»

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Αυτό το Νόμπελ ποιος θα το πάρει;


Μια Πέμπτη του Οκτωβρίου, συνήθως την πρώτη ή τη δεύτερη, ανακοινώνεται το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Συμπίπτει με ένα μεγάλο γεγονός, την Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης. Εκεί, συνήθως, γίνονται οι πρώτες δηλώσεις των βραβευμένων, ή των εκδοτών τους. Εκεί κλείνονται και τα δικαιώματα για μετάφραση των έργων τους.

Αν είναι ο Αμος Οζ (που φέτος με τον πόλεμο στο Λίβανο, τον οποίο δεν καταδίκασε έχει πολλές ελπίδες), ο Φίλιπ Ροθ, ο Μίλαν Κούντερα(φωτό) ή ο ΜάριοΒάργκας Γιόσα, (που τόσα χρόνια Νόμπελ ακούνε και Νόμπελ δε βλέπουνε) η δουλειά θα «χαλάσει». Μάλλον δεν θα βρουν οι εκδοτικοί οίκοι που τους αντιπροσωπεύουν κανένα κανούργιο βιβλίο να πουλήσουν στο διεθνές κοινό. Αν όμως είναι ο Αδωνις, ο Αραβας ποιητής με το σπουδαίο έργο, ο Σουηδός Τόμας Τραστρέμερ, ο Γάλλος Ζαν Μαρί Λε Κλεζιό, η Αλγερινή Ασία Τζεμπάρ, ο Νοτιοκορεάτης Κο Ουν, ο Ολλανδός Σες Νότεμπομ, ή ο Πολωνός Ρίτσαρντ Καπουσίνσκι, τότε χαράς Ευαγγέλια για τους εκδότες. Θα πουλήσουν οι μεν στους δε τα δικαιώματα και οι δε στους αναγνώστες βιβλία των οποίων την ύπαρξη αγνοούν.

Αλλά, επειδή ένα βραβείο πρέπει να ικανοποιεί και το κοινό γούστο, που στην περίπτωσή μας είναι ο μέσος κοινός αναγνώστης, θα έπρεπε να απονεμηθεί ή σε όσους πρώτοι αναφέρθηκαν ή στον Κάρλος Φουέντες, την Τζόις Κάρολ Οουτς, (φωτό) τον Σάλμαν Ρούσντι ή τον Ορχάν Παμούκ. Μάλιστα, θα πει κανείς. Ομως σε αυτή την περίπτωση που φαντάζει δίκαια, δηλαδή στην επιβράβευση εκείνων που έχει ήδη επιβραβεύσει το κοινό, η Ελλάδα θα είχε στερηθεί τα δύο Νόμπελ της, που δίκαια πήρε, του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη.

Η απόλυτη δικαιοσύνη, βλέπετε, είναι κι αυτή αδικία.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

Κι αυτό θα περάσει, Μικρέ Πρίγκηπα






Είναι ένα παιδί, εκεί έξω. Ενας Μικρός Πρίγκηπας του θάρρους και της αξιοπρέπειας. Πείτε του κι εσείς μια καλημέρα. Ο άγνωστος (http://42days.wordpress.com/), γνωστός με το όνομα Ανθρωπος (δηλαδή άνω θρώσκων, εκείνος που κοιτάζει τον ουρανό, εκείνος που δεν το βάζει κάτω) τη χρειάζεται.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Από Διός άρξασθαι

Ιστορία και πολιτική. Πολιτική και Ιστορία. Αλληλένδετες και πολύ ενδιαφέρουσες και οι δύο. Η Πολιτική του παρελθόντος είναι, άλλωστε, σπέρμα της Ιστορίας και η Ιστορία πρέπει να έχει αφήσει τα κληροδοτήματά της στην Πολιτική του μέλλοντος. Το εκδοτικό φθινόπωρο μας επιφυλάσσει τέσσερα έργα που αξίζει να μελετήσουμε και τα οποία θα εκδοθούν στο εγγύς μέλλον:

«Η ιστορία του Βυζαντίου» σε επιμέλεια ενός ανθρώπου που πολλά γνωρίζει για το Βυζάντιο, του Σιρίλ Μάνγκο, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση Ολγας Καραγιώργου. Πρόκειται για μια συλλογική εργασία, που επιχειρεί να συνθέσει το, πράγματι θαυμαστό, φαινόμενο.

Ο Στήβεν Ράνσιμαν γνώριζε επίσης πολλά για το Βυζάντιο, αλλά εμείς θα γνωρίσουμε ένα άλλο έργο, από την Μεσαιωνική Ιστορία πάντοτε, την οποία ο συγγραφέας μελετούσε τον μακρύ του βίο (ο φιλέλληνας Στήβεν Ράνσιμαν μάς αποχαιρέτησε το 2000 στα 97 του χρόνια). «Η ιστορία των Σταυροφοριών», τρίτομο έργο, θα κυκλοφορήσει από τον «Γκοβόστη» σε μετάφραση Αγγυς Βλαβιανού.

Λαοί χωρίς μνήμη είναι λαοί που χειραγωγούνται εύκολα. Και χωρίς γνώση, βεβαίως. Ενα πανόραμα του φασισμού στην πολιτική, στην ιστορία, στην κοινωνιολογία και στη φιλοσοφία περιλαμβάνει το βιβλίο του Ρόμπερτ Ο Πάξτον «Η ανατομία του φασισμού». Το αναμένουμε από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης ήταν ένας κορυφαίος διανοητής της σύγχρονης Ελλάδας και η πρόωρη απώλειά του μάς στέρησε από μια νηφάλια, οργανωμένη, αιρετική, σπουδαία σκέψη.Το τελευταίο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη με τίτλο «Οι πολιτικοί και ο άνθρωπος. Ζητήματα κοινωνικής οντολογίας», θα κυκλοφορήσει τώρα στα ελληνικά σε μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Αυτός ο τόμος των 1.000 σελίδων έχει εκδοθεί στη Γερμανία, όπου ο Κονδύλης είναι ιδιαίτερα γνωστός, αφού εκεί σπούδασε αλλά και ξεδίπλωσε τις σκέψεις του.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006

Αυτό ήταν η ειρήνη



«Τ’ όνειρο του παιδιού, είναι η ειρήνη
το όνειρο της μάνας, είναι η ειρήνη
τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα,
είναι η ειρήνη»

Γραμμένο σε καιρούς που η υποστήριξη της ειρήνης μπορεί και να ήταν συνώνυμη με τον θάνατο, και όχι σε καιρούς που ακόμα και τα κορίτσια των καλλιστείων εκδηλώνονται «υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης» το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο «Ειρήνη» ήταν ένα δημιούργημά του που πολύ αγαπούσε ο ίδιος, αλλά και το κοινό. Γι’ αυτό και συνήθιζε να το διαβάζει σε εκδηλώσεις, υπό το θερμότατο και παρατεταμένο χειροκρότημα των εκατοντάδων και χιλιάδων παρισταμένων, ιδίως στο τέλος.

Το ποίημα δεν είναι, σαφώς, της ποιότητας του Επιταφίου, της Ρωμιοσύνης, άλλων δημιουργημάτων του ποιητή. Είναι απλό και κάπως προπαγανδιστικό. Ισως όμως σε αυτό να οφείλει την ευρεία αποδοχή του και την αγάπη του κοινού. Στη δεκαετία του ’50, οπότε και γράφτηκε, η αναφορά στη λέξη «ειρήνη» ήταν δυνατόν να σημαίνει ακόμη και στρατοδικείο, και εκτέλεση. Στην επόμενη δεκαετία, με το κίνημα της ειρήνης να μεσουρανεί, ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, που την κήρυττε, δολοφονήθηκε από το δεξιό παρακράτος στη Θεσσαλονίκη, ενώ πολλοί νέοι που ασπάστηκαν τις απόψεις του Μπέρτραντ Ράσσελ, πέρασαν από δίκες. Ο προπαγανδιστικός χαρακτήρας του θα πρέπει να αποδοθεί στις «ανάγκες» των καιρών, τις οποίες ο ποιητής δεν παραγνώριζε.
Παγκόσμια Ημέρα της Ειρήνης, σήμερα. Εξ ου και οι αναμνήσεις. Ας θυμηθούμε την κατάληξη του ποιήματος, γεμάτη εμπιστοσύνη προς τον Ανθρωπο και το Αύριο:
«Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον φορτωμένο σιτάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Αδέλφια μου,
μές στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του.
Δώστε τα χέρια αδέλφια μου,
αυτό είναι η ειρήνη.»

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006

Η Διδώ των ονείρων



Στη ζωή ποτέ μην πεις ποτέ. Δύο χρόνια μετά την αποδημία της Διδώς Σωτηρίου παρά δήμον ονείρων (23 Σεπτεμβρίου του 2004) εντοπίστηκε ένα από τα βιβλία της που η ίδια θεωρούσε οριστικά χαμένο. Είναι μια μελέτη σχετική με τον ιμπεριαλισμό στη δυτική Μεσόγειο, το οποίο είχε γραφεί λίγο μετά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα. Το βιβλίο βρισκόταν σε μια ιδανική κρυψώνα, στο ξύλινο κάτω περίζωμα των εσωτερικών τοίχων (κοινώς σοβατεπί) στο διαμέρισμα της οδού Κοδριγκτώνος όπου ζούσε τότε η συγγραφέας με τον σύζυγό της Πλάτωνα Σωτηρίου. Το διαμέρισμα ανήκει σήμερα στην Εταιρεία Συγγραφέων, μετά από δωρεά της Διδώς και κατά την επισκευή του είχαν εντοπισθεί τα χειρόγραφα.
Το σοβαρότατο για την εποχή του αυτό πόνημα θα κυκλοφορήσει μετά από ένα ή και δύο χρόνια από τις εκδόσεις «Κέδρος» συνοδευόμενο από άρθρα της συγγραφέως στον Ριζοσπάστη της εποχής εκείνης. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε το ίδιο και για το βιβλίο της «Τα παιδιά του Σπάρτακου» το οποίο είναι ημιτελές. Το καλό περιοδικό της Θράκης «Βορέας» που έκλεισε ένα χρόνο ύπαρξης, κάνει στο τεύχος Αυγούστου ειδικό αφιέρωμα στο έργο καθώς αυτό αναφέρεται στους σηροτρόφους του Σουφλίου και τους αγώνες τους.
Οπως και η ίδια έλεγε, οι Θρακιώτισσες πολιτικές κρατούμενες στου Αβέρωφ της είχαν διηγηθεί πολλά από τους αγώνες τους μα και από τις περιπέτειές τους. Στο αρχείο της, που έχει δοθεί από την αδελφή της Ελλη Παππά και τον ανιψιό της Νίκο Μπελογιάννη στο ΕΛΙΑ, έχουν βρεθεί κάποια κομμάτια από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και δύο σημειωματάρια «με ποικίλο υλικό για το μυθιστόρημα» σύμφωνα με την Ερη Σταυροπούλου, η οποία και επιμελήθηκε το αφιέρωμα του «Βορέα». Ενα μικρό κομμάτι από το μυθιστόρημα έχει χρησιμοποιηθεί στην τελευταία συλλογή διηγημάτων «Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες» και άλλο δημοσιεύθηκε ως διήγημα και πάλι, στο περιοδικό «Δέντρο».
Ενα ακόμη αφιέρωμα στη συγγραφέα των «Ματωμένων χωμάτων» (που είναι ίσως το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στην Ελλάδα) θα κάνει εντός των ημερών το περιοδικό «Αντί».
Αντί επιλόγου, αποσπάσματα από ένα κείμενο του Νίκου Κωνσταντόπουλου για εκείνην:
«Αγάπησε τον κόσμο σαν τρυφερό κορίτσι, που φοβάται κι ονειρεύεται, που συνομιλεί με τον ουρανό και διακινδυνεύει απέναντι στον θάνατο. Αφιερώθηκε στην Αριστερά και ξόφλησε με τη ψυχή της την ακεραιότητα των ιδεών της.Η Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά, ο εμφύλιος, οι διώξεις της, η παρανομία, η διαγραφή από το Κομμουνιστικό Κόμμα και η αγριότητα των μηχανισμών, στάθηκαν δοκιμασίες γονιμοποιές, άπλωσαν και βάθυναν τον πλούτο που κουβαλούσε μέσα της.
Συνομίλησε με εποχές διαφορετικές και διαφορετικές γενιές. Δεν πορεύτηκε στα σκοτεινά. Την ειρήνη αναζητούσε κι όχι τα φανατικά και διχαστικά. Δεν μοιρολογούσε ούτε αφόριζε την πραγματικότητα της ήττας και της διάψευσης. Να την αλλάξει ήθελε, έξω από δογματισμούς και στρεβλώσεις, με αισιοδοξία και καρτερικότητα.
Διαλεγόταν με το μέλλον των ανθρώπων πάνω από τα χαρακώματα των πολέμων, μακριά από τους εθνικισμούς και τους ρατσισμούς.Πορευόταν ανάμεσα στα γεγονότα και τους ανθρώπους κι έφεγγε κι όταν οι καιροί ήταν σκοτεινοί κι όταν μετά από την καταιγίδα ξαστέρωνε ο ουρανός.»

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

Οι μπάσταρδοι της Αγκυρας


Στα παλιά τουρκικά υπήρχαν δεκάδες λέξεις για τα χρώματα: τουρκικές, αραβικές, περσικές αδιάφορο. Αρκεί που με αυτές μπορούσες να περιγράψεις το γεμάτο αποχρώσεις Σύμπαν σου. Όχι, είπαν σε μια νύχτα κάποιοι δήθεν «φωτισμένοι» που ήθελαν να απακαθάρουν τη γλώσσα. Εβγαλαν όποια λέξη δεν ήταν δική τους. Τα χρώματα έμειναν μόνον οκτώ. Τα επτά της ίριδας, και ποιος ξέρει ποιο άλλο.
Η Ελίφ Σαφάκ γεννήθηκε πολλά χρόνια μετά από αυτό. Εμαθε όμως τις λέξεις- από τη μάνα της, που αν και έκανε καριέρα στο Διπλωματικό Σώμα δεν έπαψε ποτέ να μιλά τη μητρική της; Από τις γιαγιάδες και τους παπούδες της με τους οποίους έζησε πολλά χρόνια; Ποιος να ξέρει;)- και αποφάσισε να τις χρησιμοποιεί. Το χρωματολόγιο ενός ανθρώπου δεν μπορεί να εξοργίσει κάποιον άλλον, μπορεί; Ναι, όπως δείχνουν τα γεγονότα.
Δεν ήταν μόνο που η (συγγραφέας πλέον) έγραφε με λέξεις απαγορευμένες. Ηταν και που τα γραφτά της είχαν «απαγορευμένα» θέματα. Μυστικιστικά, εσωτεριστικά, με πρωταγωνιστές που δεν ήταν συνηθισμένοι: ένας ερμαφρόδιτος, ένας νάνος, μια νεραϊδόμορφη, τόσοι και τόσοι άλλοι. Ηταν και που η ίδια ένιωθε πως δεν χωρούσε στις παγιωμένες δομές της τουρκικής κοινωνίας: ούτε αριστερή, να απορρίπτει το παρελθόν, ούτε συντηρητική να πλησιάζει προς τον εθνικισμό και να φοβάται το μέλλον. Που αισθανόταν κοσμοπολίτισσα (και πώς να μην είναι, αφού έζησε αρκετά χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική και ακόμα πηγαινοέρχεται;) Που φοβόταν επειδή η χώρα της έχασε την πολιτιστική της σοβαρότητα Και που θύμωνε όταν οι γύρω της ξεχνούσαν: εκείνη ήθελε να θυμάται.
Ετσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τελευταίο της βιβλίο, τον «Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης» στο οποίο αναφέρεται και η γενοκτονία των Αρμενίων. Κανένα αυταρχικό καθεστώς δεν ανέχεται να μιλάς για κάτι που αυτό έχει απωθήσει, με βία και αίμα και διώξεις και φυλακίσεις, μάλιστα. Αν και έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από τότε, για την Τουρκία η γενοκτονία δεν έγινε. Εστειλαν την Ελίφ Σαφάκ στο δικαστήριο. Είναι δυνατόν να δικάσεις φανταστικά πρόσωπα; Δεν είναι. Δικάζεις τον δημιουργό τους. Ας θέλεις να λέγεσαι μια χώρα που συζητά με την Ευρωπαϊκή Ενωση, έχεις έλλειμμα δημοκρατίας. Θεωρείς τα ανθρώπινα δικαιώματα τιποτένια πράγματα.
Η Ελίφ θα πάει στο δικαστήριο ετοιμόγεννη. Ζήτησε αναβολή, χωρίς αποτέλεσμα. Τέλη Οκτωβρίου τη δικάζουν. Καταδικάστε τους!


Υ.Γ. Στα ελληνικά έχω εντοπίσει το μυθιστόρημά της «Απόκρυφο» από τις εκδόσεις «Εξάντας». Αν κάποιος άλλος έχει βρει περισσότερα, ας μας το πει.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Πολιτείες της ανθρωπιάς




Δεν ξέρω γιατί έχω ταυτίσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες με τα καλοκαίρια. Ισως επειδή, από τότε που τις ανακάλυψα, περίπου τριάντα χρόνια πριν, τις παίρνω μαζί μου κάθε καλοκαίρι θαυμάζοντας τη γραφή, την πλοκή, τη γλώσσα τους. Ισως, πάλι, γιατί ο Στρατής Τσίρκας, με τις θερμές περιγραφές του, σε βάζει σε ένα κλίμα καλοκαιρινό, ιδίως στη Νυχτερίδα. Ας είναι.
Κάθε καλοκαίρι, λοιπόν, βυθίζομαι πάλι και πάλι στον κόσμο που αυτός ο μέγας συγγραφέας και ουμανιστής έπλασε για να μας ομορφαίνει τη ζωή τη σκέψη και τις ώρες της σκόλης. Κι όταν θυμηθώ μια σελίδα, μια έννοια, μια περιγραφή, δεν διστάζω να διαβάσω σε όποιον τόπο και σε όποιον χρόνο τη Λέσχη, την Αριάγνη, την Νυχτερίδα, ή και τα τρία μαζί. Για μένα, είναι το μυθιστόρημα της ζωής μου (σαν ένα τα προσλαμβάνω και ας είναι τρία αυτόνομα και συνδεδεμένα όσο χρειάζεται για να είναι τριλογία και για να εξαντληθεί η ιστορία που αφηγείται ο Τσίρκας.
Τα διάβασα και φέτος, μάλιστα σχολιασμένα εξαιρετικά από τη Χρύσα Προκοπάκη, η οποία γνωρίζει όσο κανείς τον συγγραφέα, το έργο που άφησε πίσω του και τα γεγονότα της εποχής στα οποία αυτό εστιάζει. Χρόνων και χρόνων αφοσιωμένη ενασχόληση, και μαζί μια εμπνευσμένη άποψη για τη λογοτεχνία, δίνουν στα δικά της κείμενα (και στο γενικό και στα ειδικά σχόλια) μια συναρπαστική αξία.
Τα διάβασα, λοιπόν. Και προσπάθησα να δω τι δεν θα κρατούσα σήμερα. Για μια ακόμα φορά δεν βρήκα κάτι παρωχημένο, κάτι παλιό, κάτι που δεν με συγκινεί αισθητικά. Κάτι που με αποδιώχνει, που μου χαλάει την ατμόσφαιρα. Αντιθέτως: διαπιστώνω και πάλι πως έχουν μοναδικές αρετές. Και πως η κόκκινη κλωστή που τα ενώνει, ο ήρωας Μάνος Σιμωνίδης, ο έρωτας (διαψευσμένος, σχεδόν πάντοτε) και τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή με τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, είναι, πάντοτε, ολοπόρφυρη.



Μέσα στις σελίδες των Ακυβέρνητων Πολιτειών του, ο Στρατής Τσίρκας έβαλε έναν κόσμο ολόκληρο. Και τα τρία βιβλία σφύζουν από ζωή. Αν ακουμπήσεις το αυτί σου στην καρδιά τους θα την ακούσεις να πάλλεται. Αν απλώσεις το χέρι και τα πιάσεις, θα νιώσεις έναν σφυγμό δυνατό. Θα αισθανθείς ως το πιο μικρό λαχάνιασμα, την πιο μικρή ανάσα των ηρώων του. Είναι μυθιστορηματικοί ήρωες- υποδείγματα, με σάρκα και οστά, σκιρτούν, επαναστατούν, πονούν, αγωνιούν, θλίβονται μα δεν παραδίδονται.



Η Λέσχη είχε μεγάλες περιπέτειες όταν γράφτηκε. Το Ανθρωπάκι, ο ήρωας που αντιπροσωπεύει τον σταλινικό της Αριστεράς, είχε σκιαγραφηθεί με τόση δύναμη, ώστε ενόχλησε πολλούς. Προφανώς όσους αναγνώρισαν τον εαυτό τους ή τον διπλανό τους στα λόγια και στις πράξεις του, στην καταγγελία (πάντοτε όμως με λογοτεχνικούς όρους) που έκανε ο συγγραφέας. Του ζήτησαν, λοιπόν, να αποσύρει το βιβλίο. Κι εκείνος απάντησε πως βιβλία δεν καίει και πως η συνείδησή του δεν είναι καπέλο να την πάρει από ένα καρφί και να την κρεμάσει σε κάποιο άλλο. Η διαγραφή του από τους Ελληνες κομμουνιστές της Αιγύπτου και η ιδεολογική διαμάχη που λογικό ήταν να φουντώσει στη δύσκολη δεκαετία του '60, έβγαλαν από το παιχνίδι τη Λογοτεχνία, έβαλαν την Πολιτική. Ετσι, η Αριάγνη, που είναι ωριμότερη και σπαρακτικότερη από την θαυμάσια, πάντως, Λέσχη, έχασε ως προς την κριτική. Οσο για τη Νυχτερίδα, που φέρνει την κάθαρση; Κι εκείνη δεν είχε καλύτερη τύχη.



Και πάλι η Χρύσα Προκοπάκη και κάποιοι ακόμη που μπόρεσαν να κρατηθούν ψύχραιμοι και νηφάλιοι και να διακρίνουν πως το έργο ήταν αριστούργημα, το υπερασπίστηκαν λογοτεχνικά. Ακόμα όμως και όταν τα πάθη καταλάγιασαν, η τριλογία δεν είχε την ανταπόκριση που της άξιζε από την κριτική. Την είχε, πάνως, από το κοινό. Μέχρι να κάνει αυτή τη σχολιασμένη έκδοση, ο «Κέδρος» έχει μετρήσει τριάντα έξι εκδόσεις της.


Ο χρόνος έφυγε, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες μένουν. Ο αιώνας που γύρισε, μάς επιτρέπει μια πρώτη αποτίμηση. Μακριά από εδώ τα καλλιστεία βιβλίων, συγγραφέων, ανθρώπων. Κι όμως. Πιστεύω ακράδαντα πως ο θεωρητικός της λογοτεχνίας στο μέλλον αυτές θα υποδεικνύει ως το κορυφαίο βιβλίο του εικοστού αιώνα. Ετσι κι αλλιώς, αυτός που μαραίνει τον έρωτα και καρπίζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή, και ταξιθέτης του σύμπαντος χωροθετεί τον καθένα στη θέση που του αξίζει, ο Δίκαιος Χρόνος, όπως έλεγε και ο Τάσος Λειβαδίτης, έχει ήδη μιλήσει δείχνοντας, ως πρόκριμα, την εύνοιά του και την εύνοια του κοινού για ένα έργο μεστό, στέρεο, μοντέρνο, για μια πολιτεία πιο πολύβουη και πιο μυστηριακή κι από την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια μαζί.