Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2008

Ο Υγρός Χρόνος της Ελένης Γκίκα

«Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω;» που θα ρώταγε και ο τραγουδιστής. «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;» που θα έλεγε και ο Σεφέρης. Και τελικά, πώς κερδίζεις την αυτογνωσία; Μέσα και από τον Αλλον, στα σίγουρα.
Εν αρχή λοιπόν ην όχι ο Λόγος της Βίβλου, αλλά το Υδωρ. Ζωοδότης και ζωογόνος ο Υγρός Τόπος αποτελεί την απαρχή κάθε βίου. Πριν και από τους Χλωρούς Παραδείσους της παιδικής ηλικίας, υπάρχει η θάλασσα της Μόλις Υπαρξης. Εκεί, στη σκοτεινή όσο και ζεστή κοιλιά της μητέρας, τη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή. Μήπως σε αυτήν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας;
Εκεί επιστρέφει και ο ήρωας στον «Υγρό χρόνο» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις «Αγκυρα»). Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Βρέθηκε πνιγμένος, ναι. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όμως αυτός;
Σε ένα φίνο έργο όπως αυτό το μυθιστόρημα, η τραγική ειρωνεία δεν μπορεί να απουσιάζει. Ισως και να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Ισως και να θέλουν να μοιρολογούν έναν άλλον. Ισως και να είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα. Τόσο διαφορετικός από τον Αλλον, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Εδώ όμως η κάθαρση δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα ήταν να μην είναι. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου.Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Ενας άντρας που φοβόταν τις θύελλες, μα είχε δίπλα του γυναίκες θυελλώδεις (ή μήπως ΜΙΑ γυναίκα που δανείζεται μορφές κι ονόματα για να παρακολουθήσει τα χίλια πρόσωπά του ως πιστή Πηνελόπη και ως Μήδεια; Οχι, δεν έχει φόνους ο «Υγρός Χρόνος». Ο μόνος που «φονεύεται» εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χρόνος, ο οποίος θυσιάζεται προς χάρην της Μνήμης, της Μνημοσύνης, της Μήτιδας (άρα και της σοφίας, σύμφωνα με τους αρχαίους).
Παράλληλα Σύμπαντα που έχει έρθει η ώρα να συναντηθούν, να αποκτήσουν τομές, κοινές στιγμές, κοινά (ματαιωμένα ή διαψευσμένα) όνειρα. Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ταυτοχρόνως, αποκαλύπτουν το στέρεο βάθρο επάνω στο οποίο τόσα χρόνια πατά η Ελένη Γκίκα στις προσωπικές περιπλανήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ενα μικρό διαμάντι είναι ο «Υγρός Χρόνος». Με τέλεια δόση συναισθήματος- αποστασιοποίησης, με έξοχη πλοκή, με συναρπαστικό γράψιμο. Με πηγές που αναβλύζουν υποδορείως όπως και μέσα από την καρδιά και γεμίζουν αναζωογονητική δύναμη το βιβλίο, του οποίου η πνοή είναι σπουδαία. Στ’ αλήθεια. Καμία σχέση δεν έχει ότι καθόμαστε δίπλα στο γραφείο και ότι την αγαπώ. Οταν το διαβάσετε, θα συμφωνήσετε μαζί μου.