Πέμπτη, Ιουνίου 16, 2011

Ο χαμένος χρόνος

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Ο χρόνος, τικ-τακ, κυλάει μπροστά. Τρέχει με σταθερό ρυθμό, δεν επιταχύνει, δεν επιβραδύνει, δεν σταματά να δέσει τα κορδόνια του. Ο χρόνος είναι κουρδισμένος για ισιάδες, δεν λαχανιάζει, δεν τον παίρνουν οι κατηφόρες. Τικ-τακ βαδίζει και θυμάται να κροταλίζει τις ώρες.

Η δουλειά του χρόνου είναι να τρέχει. Μπροστά.

Για μας, τους εργαζόμενους χωρίς δουλειά, ο χρόνος σταμάτησε. Βάζουμε το ρολόι μας κοντά στο αυτί. Ακούμε τον χρόνο στάσιμο. Σταμάτησε και μας αφουγκράζεται κι αυτός. Περιμένει από μας το πρώτο βήμα, την πρώτη κίνηση. Να ξεκινήσει πάλι να εργάζεται. Τικ-τακ να συλλέγει εργάσιμες ώρες. Να προχωράει εμπρός. Συμβαδίζοντας με τον χρόνο μας.

Σταματάει ο χρόνος για μας, συνεχίζει για τους άλλους. Μας αφήνει πίσω. Γιατί με προσπερνάς, χρόνε; Τρέξτε, μην μείνετε πίσω μεσήλικες με νεαρές εργατοώρες. Μην αφεθούμε πίσω από τους άλλους εργαζόμενους που συγχρονίζουν τα ρολόγια της δουλειάς τους με τα ρολόγια της ηλικίας τους.

Χαμένος χρόνος. Κρίμα! Η ζωή, λαχταριστή, περνάει πλάι μας. Την σκουντάει καροτσάκι παγωτατζή ο χρόνος. Συνεχίζει και η ζωή την πορεία της, κι αυτή ασταμάτητα. Από το παράθυρό μας τους βλέπουμε να διασχίζουν την αυλή μας. Πίσω τους, εργατική κινητοποίηση. Για μένα και για σας, εργατική ακινησία. Πέφτει η νύχτα. Ξημερώνει η εργάσιμη νέα μέρα, ολική έκλειψη ηλίου για μας. Μες στη σιωπή της ολικής νύχτας μας, ακούγεται το τικ-τακ του χρόνου του εργαζόμενου γείτονα.

Ο αναστεναγμός μας ξεκινάει, «τικ», και μένει ατελείωτος, έχασε το «τακ» του, γιατί δεν έχουμε χρόνο.

Υπάρχει χρόνος; Οι νεαρές εργατοώρες μας ήδη κρύβονται από ντροπή πίσω από τις πρώτες άσπρες τρίχες μας. Ένας εργαζόμενος έφηβος σε κορμί μεσήλικα. Κάτι δεν φαίνεται σωστό! Κάτι δεν πάει καλά! Μπερδεύτηκε ο χρόνος; Ή η ζωή είναι που τα έκανε θάλασσα; Τικ-τακ δεν μπορεί να τρέξει μακριά μας μόνο να βαδίζει σταθερά μπροστά. Κι αυτό κάνει. Μας αφήνει πίσω. Ο χρόνος μάς εγκαταλείπει. Περνώντας, η ζωή μας πασπαλίζει με λίγη Σοφία που της βρίσκεται. Δώρο για την εγκατάλειψη.

Από το καραβάνι που ακολουθεί τον χρόνο, οι εργατοώρες των παλιών μας συναδέλφων στη δουλειά κουνούν το χέρι αποχαιρετώντας τις δικές μας που στέκονται - στάσιμες - στο πλάι μας. Συλλέγουμε σκόρπια ένσημα από το έδαφος, ξερά φύλλα, για πότε ήρθε για μας το Φθινόπωρο! Τι κρίμα που ο χρόνος για μας δεν θα έχει Άνοιξη! Αλλά προχώρησε, τικ-τακ, και μας προσπέρασε. Βλέπουμε το γεμάτο σακίδιο στην πλάτη του χρόνου και την σκιά του να φεγγίζει σαν αύρα, σαν φάντασμα, σαν χαμένο όραμα. Γύρω του χορεύουν νυμφίδια εργατοώρες, τρελαμένες από την πολλή δουλειά, χορτάτες νύμφες και βαρύθυμα ουρί του παραδείσου, ενός χαμένου Παράδεισου σε έναν κόσμο που μας άφησε.

«Λοιπόν, κορίτσια,» λέω στις εργατοώρες μου, «ας ξεκινήσουμε». Βαδίζουμε προς τα πίσω, το εμπρός μάς είναι απαγορευμένο. Βαδίζω προς την αφετηρία μου. Ελπίζω σε νέα αρχή; Περπατώντας πετάω στους πέντε ανέμους τις επαγγελματικές προοπτικές μου. Έτσι κι αλλιώς τόσο λίγες μου είναι άχρηστες.

Οι εργατοώρες μου με ακολουθούν ανέμελα πηδώντας κουτσό.

Σκέψη στο περιθώριο
Ο χρόνος είναι χαμένος μόνο για όσους είναι διατεθειμένοι να χάσουν τον εαυτό τους.