Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2010

Σαν ψάρι το 'χουν πιάσει μες στα δίχτυα...


"Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά
Να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα…"

Τα μεγάφωνα τραγουδάνε. Κάποτε τραγουδούσαμε εμείς, με φωνές άγουρες, πεισμωμένες. Τα ίδια λέγαμε, τα ίδια ακούγαμε κρυφά στις σχολικές εκδρομές. Πώς πέρασαν, αλήθεια, 37 χρόνια; Πώς έγιναν όλα αυτά ανάμεσα; Πότε σκοτώσαμε το Πολυτεχνείο; Πότε του δώσαμε τη χαριστική βολή; Ποιοι;

«Ω ανήμπορο ποίημα,
ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο.»

Ακούω μέσα μου τη φωνή του ποιητή. Ακούω τις φωνές της λαοθάλασσας του 1973 που ζητά Ελευθερία. Πέρασα πρώτη χρονιά από την Πατησίων μετά από δεκαετίες και εξοργίστηκα. Δεν τολμούσα, μη σκεπαστούν αυτές οι ουράνιες φωνές με κραυγές, και οι μαγικές εικόνες της νιότης μου με εικόνες στα όρια του εθνικοπατριωτικού κιτς.
Για μένα, άλλωστε, το Πολυτεχνείο δεν είναι γιορτή. Εχω χρόνια να πάω στη διαδήλωση, λίγο μετά από την επέτειο που δολοφονήθηκαν ο Ιάκωβος Κουμής και η Σταματία Κανελοπούλου σταμάτησα να συμμετέχω σε αυτό το προκατασκευασμένο παιχνίδι «αναρχικών» ή δεν ξέρω τι άλλο και αστυνόμων, όπου πάντα κάποιος φασιστικής νοοτροπίας δημοσιογράφος κραυγάζει επειδή καίνε τις σημαίες και κανείς δεν κοιτάζει πως καίγεται, σιγά- σιγά και σταθερά, η Εθνική μας Μνήμη- και γι’ αυτό άλλωστε γίνονται τα επεισόδια. Για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από φλέγοντα θέματα και για να μάθουν αυτοί που δεν έζησαν την εξέγερση ότι Πολυτεχνείο ίσον καταστροφές.
Το Πολυτεχνείο, όμως, αυτό το ένδοξο αλωνάκι (κατά τον χαρακτηρισμό του άλλου ποιητή για το Μεσολόγγι) ήταν ειρήνη. Ηταν ψωμί, παιδεία ελευθερία. Ηταν αεράκι ελευθερίας μέσα σε μια πολύχρονη, τρομακτική καταπίεση εξαιτίας της οποίας, τελικά, και δοθείσης της οσφυοκαμψίας μας, καταστράφηκαν οι δομές της ελληνικής κοινωνίας και φτάσαμε σήμερα να μην αντιδρούμε για τίποτα. Οι πρωταγωνιστές του έσπευσαν, φυσικά, να εξαγοράσουν τη συμμετοχή τους, να πάρουν θώκους στον πολιτικό μας βίο. Δεν θα ασχοληθώ με αυτούς.
Θα ασχοληθώ με το ξανθωπό κορίτσι που βαδίζει στην Πατησίων με τις φίλες του από ένα νυχτερινό σχολείο. Εκείνες έμαθαν πως κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο και την ξεσήκωσαν. Ο Νοέμβρης είναι ζεστός, σαν άνοιξη. Φορά γαλάζια μαθητική ποδιά και μια κόκκινη λεπτή ζακετούλα. Ξαφνικά βρίσκεται σε μια μεγάλη συγκέντρωση στην οποία ακούγονται συνθήματα: έξυπνα, εύστοχα, τα καταλαβαίνει απολύτως, την εκφράζουν: Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία (το μεγάλο αίτημα). Και Εξι χρόνια είν’ αρκετά- δεν θα γίνουνε επτά (για τη χούντα). Και Δεν σε θέλει ο λαός παρ’ τη Δέσποινα κι εμπρός (για τον αρχιδικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο). Και Κάτω η χούντα. Και Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι (αυτό δεν το καταλάβαινε τότε. Το κατάλαβε αμέσως μετά και το αγάπησε πολύ). Στο περίπτερο γωνία Πατησίων και Στουρνάρη ήταν γραμμένο το σύνθημα: Μάης 68 (κι αυτό αργότερα το κατάλαβε. Τότε ήταν μόλις 16 ετών). Δεν είχε απαγορευμένα συνθήματα. Κάποια άλλαζαν, όταν «δοκιμάζονταν» και βρίσκονταν «κουτσά» στον ρυθμό. Κάποια εξελίσσονταν. Κανένα, όμως, δεν χανόταν. Κανένα δεν μας το επέβαλαν, ή δεν το επιβάλαμε.
Φωνάζουμε όλοι μαζί. Χορεύουμε όλοι μαζί. Η κόκκινη ζακέτα γίνεται σημάδι- σημαία. Την κουνάω στον αέρα. Είναι η πρώτη μου διαδήλωση και τα πάντα γύρω αποπνέουν ελευθερία, γλύκα, λάμψη. Είμαι χαρούμενη. Είμαι ευτυχισμένη. Είμαι επαναστατημένη. Αυτή είναι η Στιγμή μου, η κορυφαία στιγμή μου στα πεδία της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Δεν το ξέρω ακόμη πως αυτή θα είναι και η Στιγμή μου μέσα στην Ιστορία. Επαιξε πάντως τον δικό της ρόλο, κατόπιν, στο να γίνω ενεργή πολίτης. Είμαι σίγουρη ότι θα νικήσουμε. Αγνοώ πως θα τελειώσει πικρά αυτό που τόσο γλυκά ξεκίνησε, όμως θα έχει τη δική του σημαντική συνεισφορά στην πτώση της χούντας, όπως το οσφριζόμασταν εκείνη τη στιγμή.
Από τότε, επί 37 χρόνια προσπαθούν να ξεριζώσουν το Πολυτεχνείο της εξέγερσης απ’ τη συλλογική μνήμη. Το έκαναν εθνική επέτειο, το μετέτρεψαν σε πανηγυράκι, το καπηλεύθηκαν, το τσάκισαν. Τα κομματικά μπλοκ ανταγωνίζονται ποιο θα έχει τον περισσότερο κόσμο, ποιο θα καπελώσει τους άλλους με τα πανώ, τις σημαίες, τα συνθήματα. Λόγος προπαγανδιστικός. Ξύλινος. Πεθαμένος. Ακριβώς ό,τι δεν ήταν το αυθεντικό Πολυτεχνείο.

Ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
Σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
Για κάποιον μες στον κόσμο είναι αργά…

Πολύ φοβάμαι πως και για το Πολυτεχνείο αργά είναι. Μπροστά από την πόρτα, σφραγισμένη πλέον εσαεί, και χθες τα τραπεζάκια με τα γαρύφαλλα. Ούτε οι πλαστικοί κουβάδες δεν άλλαξαν τόσα χρόνια. Δεν συζητώ για τη γωνιακή- ακριβώς- Τοσίτσα όπου την ώρα της «γιορτής» κάποιοι έκαναν χρήση πρέζας και κάποιοι χρησιμοποιούσαν τους θάμνους για ανακούφιση- μέρα μεσημέρι! Δεν συζητώ για τα κρεμασμένα πανώ στα κάγκελα, που καλύπτουν το ένα το άλλο και έτσι το μήνυμα δεν υπάρχει πουθενά, μουτζουρώνεται, κραυγάζει, γίνεται προκατασκευασμένο, άρα νεκρό.
Μονάχα τα συνθήματα αλλάζουν, ανάλογα με τα αιτήματα των κομμάτων- και δη της Αριστεράς. Να τα μνημόνια, να οι πλουτοκρατίες, που δεν ήξερε και να το πει ο εκφωνητής (μην τον μαλώσετε, σύντροφοι, δικό σας είναι το πρόβλημα), να τα βαλσαμωμένα κομματάκια από τη σάρκα της 17 Νοέμβρη (την ημερομηνία εννοώ). Οργίζομαι. Μέμφομαι τον εαυτό μου, που σας άφησα κι εγώ να σκοτώσετε το Πολυτεχνείο μου, που σας αφήνω να το περιφέρετε σαν Επιτάφιο κάθε χρονιά, που μας άφησα να ξεχάσουμε τι στ’ αλήθεια ήταν. Ένα όνειρο, τόσο μα τόσο μακρινό και άπιαστο, που μας ξέφυγε ήδη από την αρχή.