Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει"


Ανήκω σε όσους υποστηρίζουν πως η χούντα «δεν τελείωσε το ‘73» αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που φωνάζουν το σύνθημα. Η χούντα τελείωσε, φυσικά το ’74. Το ’73 είχαμε μια σειρά από γεγονότα, με κορυφαία τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αλλά η χούντα δεν έπεσε. Αλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Εκδιώχθηκε ο Παπαδόπουλος, ανέβηκε ο στυγερότερος Ιωαννίδης. Επρεπε να έρθει το καλοκαίρι του 1974, με την τραγική προδοσία της Κύπρου, η οποία παραμένει έκτοτε διαμελισμένη, για να σαρωθεί η χούντα υπό το βάρος των αντεθνικών της πράξεων.

Επιμένω πως τελείωσε το 1974. Εκτοτε, όσα ελλείμματα δημοκρατίας και να εμφανίστηκαν, σε όσο δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς και αν ζήσαμε- και δυστυχώς, ζούμε- χούντα, ευτυχώς, δεν εμφανίστηκε ξανά. Μη μπερδευόμαστε με τις ρητορείες ότι και σήμερα τέτοια ή ανάλογη περίοδο διανύουμε. Διότι, ναι, αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά μέτρα και διακυβερνήσεις υπάρχουν. Και ολοένα πολλαπλασιάζονται. Αλλά, δικτατορία σημαίνει μια χώρα του παραλόγου, στην οποία έχει ακυρωθεί ΟΛΟ το Σύνταγμα και στην οποία βασιλεύουν ο τρόμος, η βία, ο φασισμός, οι καθολικές διώξεις. Στην οποία δεν λειτουργούν θεσμοί και ο στρατός κάνει ό,τι νομίζει. Ο στρατός όμως, έχει άλλη αποστολή, παγκοσμίως: να προστατεύει τα σύνορα κάθε χώρας. Και μόνο αυτά. Αντε, και να βοηθά σε καμιά μεγάλη φυσική καταστροφή: φωτιά, πλημμύρα, τέτοια.

Δεν κάνω μάθημα διάκρισης δικτατορίας- δημοκρατίας. Στον Γιώργο Σεφέρη και πάλι θέλω να αναφερθώ, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (προχθές, 20 Σεπτεμβρίου). Σαν σήμερα έγινε η κηδεία του. Πριν φτάσω εκεί, θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πίσω. Στην 21η Απριλίου 1967, ημέρα του πραξικοπήματος, και στα όσα ακολούθησαν.

Ο Γιώργος Σεφέρης, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν αστός, και ως προς την καταγωγή και ως προς την ιδεολογία του. Καμία σχέση δεν είχε με την Αριστερά, με τον κομμουνισμό- το λέει μάλιστα και ο ίδιος στο «Χειρόγραφο Οκτ[ωβρίου] ‘68». Αστός όμως, σήμαινε πως εμφορούνταν από αισθήματα δημοκρατικά. Όπως εννοεί η αστική τάξη τη Δημοκρατία, τέλος πάντων. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο τώρα. Τη δικτατορία δεν τη δεχόταν η δημοκρατική του συνείδηση. Ξεκίνησε με μια ειρωνική- καυστική θα μπορούσαμε να την πούμε- καταγραφή στο ημερολόγιό του την πρώτη κιόλας μέρα: «Προκόβουμε καταπληκτικά!» (έτσι, με θαυμαστικό).

Πολλές φορές γράφεται πως άργησε να εκδηλώσει δημόσια τη διαφωνία του, πως ακόμα και η περίφημη «Δήλωσή» του άργησε, πως δεν αντέδρασε όπως ίσως περίμενε ο κόσμος από έναν πνευματικό άνθρωπο. Δεν μπήκα στο μυαλό του και δεν γνωρίζω τι σκεπτόταν. Ωστόσο, βρίσκω ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις δημόσιες αντιδράσεις του, πριν βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Με την επιβολή της δικτατορίας, επιβάλλεται και άγρια λογοκρισία. Απαγορεύονται βιβλία, τραγούδια (όλη η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανάμεσά τους) ταινίες, τα πάντα. Ολα τα κείμενα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας περνούν από τον λογοκριτή, και επίσης οι στίχοι των τραγουδιών, τα θεατρικά έργα, φυσικά οι εφημερίδες, τα περιοδικά. Οι πνευματικοί άνθρωποι, δεν έχουν σκοπό να νομιμοποιήσουν το καθεστώς. Επομένως, σταματούν να δημοσιεύουν έργα τους. Το ίδιο κάνει, ασμένως, και ο Σεφέρης. Γράφει, αλλά δεν εκδίδει, καθώς θεωρεί ότι ένα γραπτό έργο, για να ευδοκιμήσει, χρειάζεται «ελευθερία της έκφρασης». Αποσύρει, μάλιστα, από το τυπογραφείο δύο βιβλία του και αφήνει να συνεχιστεί η έκδοση μονάχα των γραπτών του πεθαμένου από χρόνια αδερφού του Αγγελου.

Στο τέλος της χρονιάς αυτής, δέχεται πρόταση από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για να διδάξει εκεί επί ένα έτος, στη Σχολή Τεχνών και Επιστημών. Απαντά αρνητικά, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα σε επιστολή προς τον κοσμήτορα: «Το φημισμένο Πανεπιστήμιό σας, που τη ζωή του με καλείτε να μοιραστώ για ένα χρόνο, απολαμβάνει βέβαια με θαυμάσιο τρόπο τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας του λόγου. Όμως, αλίμονο, πιστεύω πως αν δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης στον ίδιο σου τον τόπο, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δε με ελκύει∙ θέλω να μείνω με το λαό μου και να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του» (Χειρόγραφο Οκτ. ’68) Επιπλέον, η προσφυγιά της Μέσης Ανατολής την οποία είχε ζήσει στον πόλεμο, τον αποθαρρύνει να επαναλάβει ανάλογη δοκιμασία.

Το 1968 πηγαίνει, τελικά, στο Πρίνστον για κάποιες διαλέξεις και απαγγελίες επί τρίμηνο. Οι ερωτήσεις των φοιτητών,όπως και άλλων, είναι πολλές: τι έχει να πει για την κατάσταση στην Ελλάδα; Δημοσιεύματα στον ομογενειακό τύπο τον κατηγορούν πως δεν έχει πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στη δικτατορία. Ως φαίνεται, πιθανότατα θέλει να μιλήσει. Με τον δικό του τρόπο πάντοτε. Αλλά, υπήρξε διπλωμάτης. Γνωρίζει πολύ καλά τις συνέπειες και φοβάται πως θα του αφαιρεθεί η ιθαγένεια και θα πεθάνει στο εξωτερικό, ενώ εκείνος, πεισμωμένα αντιδρά: «Είναι ο τόπος μου και τον αγαπώ και δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να μ’ εμποδίσει να ζω στον τόπο μου και ν’ ακούω τη γλώσσα μου είτε στρατηγός είναι, είτε συνταγματάρχης. Οσο για τις κατηγορίες είναι εύκολο να γίνονται απ’ αυτούς που στρογγυλοκάθουνται στο εξωτερικό, ή ψιθυρίζουν φθονερά στον τόπο».

Βεβαίως, αγανακτεί και εξεγείρεται. Το 1968, γράφει το δίστιχο ποίημα:

«ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ

Ελλάς . πυρ! Ελλήνων . πυρ! Χριστιανών . πυρ!

Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»

Αθήνα Καλοκαίρι- Princeton N. J.

Χριστούγεννα 1968

Επιστρέφει με το τέλος της χρονιάς και προετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα. Στις 28 Μαρτίου του ’69 συντάσσει και την επομένη δίνει στη δημοσιότητα τη «Δήλωση», μέσω του ΒΒC:

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».

Η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, σε ένα κείμενό της για τον Σεφέρη, στο τμήμα με υπότιτλο «Η ψώρα της χούντας» αναφέρει:

«Όταν έκανε τη δήλωση εναντίον της βρισκόμουν στην Αθήνα. Έκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω. ‘Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά’ του λέω, ‘ξέρετε γιατί’. Ήξερε.»

Υποπτευόταν και τα όσα θα επακολουθούσαν. Νομπελίστας ή όχι, πλήρωσε την τόλμη του. Η χούντα του αφαίρεσε τόσο το διπλωματικό διαβατήριο όσο και τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή τον οποίο είχε λάβει υπηρετώντας ευσυνείδητα την πατρίδα για δεκαετίες. Εκείνος απτόητος συνέχισε. Ο λόγος και πάλι στη Νόρα Αναγνωστάκη:

«Μετά την έκδοση των 18 κειμένων [σ.σ. συλλογική έκδοση με αντιδικτατορικό χαρακτήρα στην οποία ο Σ. μετείχε με το συμβολικό ποίημα ‘Οι γάτες τ’ Αϊ Νικολα’] στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: ‘Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα’. Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: ‘Let the enemies entertain us!’».

Και ένα στιγμιότυπο που τα λέει όλα, από την κηδεία, πάντοτε δια της πένας της Ν.Α.:

«Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. Έμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει. Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: ‘Αθάνατος’ και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: ‘Αθάνατος’. Η Μαρώ έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Έγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα. Δικαιοσύνη.»

Ενα εξαιρετικό ηλεκτρονικό αφιέρωμα για τον Σεφέρη εδώ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Κύριε βόηθα να θυμόμαστε"


Φεβρουάριος 1943. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη βαριά σκλαβιά της γερμανικής κατοχής. Κι όμως. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, μετατρέπεται σε μια μεγάλη αντιφασιστική εκδήλωση. Μπροστά στους κατάπληκτους κατακτητές, χιλιάδες κόσμου συνοδεύει τον ποιητή στο Α’ νεκροταφείο, τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο.

20 Σεπτεμβρίου 1971. Ο Γιώργος Σεφέρης «αναχωρεί». Λίγα χρόνια πριν, το 1963, όλη η Ελλάδα σπαρτάρησε από συγκίνηση, όταν έμαθε ότι πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι ας μην ήξεραν, οι περισσότεροι, τι είναι το Νόμπελ. Η κηδεία του, στις 22 του μηνός, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας έγινε στις 28 Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».

Και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Ταυτοχρόνως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες της οικογένειας, θα βγάζουν από την εκκλησία νεαρούς που είχαν μπει να προσκυνήσουν στο φέρετρο, στηριζόμενες, δήθεν, στα μπράτσα τους, όταν αντιλαμβάνονται ότι η αστυνομία κάνει έξω έλεγχο ταυτοτήτων. Θα μπαίνουν για να ξαναβγάλουν και άλλους.

Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του Αρνηση («Στο περιγιάλι το κρυφό») και μαζί το γνωστό κρητικό δημοτικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ένα τραγούδι που είχε φορτιστεί με αντιχουντικό νόημα. Το ίδιο έλεγαν και οι έγκλειστοι του Πολυτεχνείου, δύο χρόνια μετά, προεξάρχοντος του Νίκου Ξυλούρη.

Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Στην ουσία, είναι μια μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος, από τις ελαχιστότατες που υπήρξαν.

Το δημοσίευμα του "Βήματος" από την κηδεία, εδώ

Ο Σεφέρης, αστός, συντηρητικός, υπήρξε ωστόσο πολέμιος του ολοκληρωτισμού. Κάτι περισσότερο: προφήτης του Κακού που έρχεται και που δεν εξολοθρεύεται, παρά μονάχα αν έχεις διδαχτεί από το παρελθόν σου, αν έχεις μνήμη.

«Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,

σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ

σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα -

Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ

ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-

ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη

τοῦ Θανάτου

ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,

νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα

τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-

κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν

ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:

«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε

πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-

τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,

τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-

Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε... ».

Οσο δεν τα ξεριζώνουμε, το Κακό σηκώνει κεφάλι- και δεν χρειάζεται πολύ καιρό για να θεριέψει. Τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να το νικήσεις. Ο ποιητής προειδοποιεί σε ένα από τα πλέον εμβληματικά ποιήματά του:

«Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,

κι ο άρρωστος νους που αδειάζει

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να γεμίσει με την τρέλα,

νῆσος τις ἔστι...»

Αλλά ακόμα και για την αδιαφορία προς τον διπλανό, προς την κοινωνία, προς την αλήθεια εντέλει, ο Σεφέρης έχει μιλήσει με τον αυστηρό τρόπο του. Αυτόν, που σε κάνει να σκέφτεσαι. Που σε θέτει προ των ευθυνών σου. Ακόμη και χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να κουνά το δάχτυλο, χωρίς να κατηγορεί. «Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε», καταλήγει. Τραγικά αντίστοιχη η κατάσταση με το Σήμερα:

«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

Ποιος καβαλάρης ήρθε

με το προσάναμμα και το δαυλό;

Καθένας νίβει τα χέρια του

και τα δροσίζει.

Και ποιος ξεκοίλιασε

τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;

Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.

Ποιος έφυγε

χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;

Κατάργησαν τα μάτια τους• τυφλοί.

Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.»

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2012

Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις


Πρώτα- πρώτα, η είδηση. Η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση: «Όπως συνέβη και άλλες φορές τους προηγούμενους μήνες η Εταιρεία Συγγραφέων έχει δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή της σε πράξεις βίας, οποιαδήποτε πολιτική κάλυψη και αν έχουν. Το ίδιο δηλώνει και τώρα, έχοντας παρακολουθήσει τις καταφανώς παράνομες ενέργειες των στελεχών της Χρυσής Αυγής εις βάρος μικροπωλητών, με μοναδικό στην ουσία κριτήριο την εθνοτική τους καταγωγή. Οι ενέργειες αυτές είναι ακόμα περισσότερο καταδικαστέες αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι έγιναν με την παρουσία και σύμπραξη βουλευτών της ΧΑ. Οχυρωμένοι πίσω από την σχετική ασυλία τους και εκμεταλλευόμενοι την αποδόμηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν διστάζουν να αντικαθιστούν την αστυνομία αλλά και τις δικαστικές αρχές, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αυτοδικία και το δίκαιο επιβολής του ισχυρότερου.

Επισημαίνοντας τις ολέθριες προοπτικές τέτοιων βίαιων ενεργειών, η Εταιρεία Συγγραφέων πιστεύει ότι θα πρέπει πλέον να σταματήσει η έωλη και ουδέτερη τακτική των μέσων μαζικής ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, να τις αντιμετωπίζουν ως απλώς βίαιο θέαμα. Να πάρουν θέση και να δείξουν ανοιχτά και τεκμηριωμένα προς τους πολίτες τι πράγματι αποκρουστικό εγκυμονείται για τη δημόσια ζωή στο άμεσο μέλλον.

Παρασκευή 14-9-2012

Εταιρεία Συγγραφέων

Κοδριγκτώνος 8, 112 57 Αθήνα»

Δεν μπορώ να σας πω πόσο μεγάλη είναι η περηφάνια που νιώθω. Ενας σημαντικός φορέας, ο φορέας των καταξιωμένων λογοτεχνών, σηκώνει το ανάστημά του και παίρνει θέση. Δεν σιωπά. Δεν κρύβεται. Δεν σφυρίζει αδιάφορα. Δεν βγάζει κορώνες. Δεν παίρνει «φραστικά» τα όπλα χωρίς στην πραγματικότητα να κάνει κάτι. Παίρνει το αποτελεσματικό και διόλου φονικό όπλο του, τον λόγο, και με αυτό αντιδρά.

«Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις, να μη τις παίρνει ο άνεμος» έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Χωρίς αυταπάτες, αφού ξέρουμε όλοι πως η τέχνη δεν αρκεί σε μια επανάσταση, οι πρόκες- λέξεις, οι γνώριμες, οι ήρεμες, οι στίλβουσες, οι ευθύβολες, αλλάζουν πολλές φορές κομμάτια της ζωής μας. Πόσες και πόσες φορές ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ένας στίχος, δεν συνέτειναν στο να «αλλάξουμε ζωή», δεν βοήθησαν να δούμε αλλιώς κάτι;

Η Εταιρεία Συγγραφέων ακολουθεί την μακρά παράδοση των δημιουργών στην πατρίδα μας, που καλούσαν σε εγρήγορση είτε κατά μόνας (Σολωμός, Βάρναλης κ.α.), είτε απέχοντας (οι συγγραφείς κατά τη χούντα) , είτε με άλλους μαζί (στα «Δεκαοχτώ κείμενα» και στα «Νέα κείμενα», όπως και στην «Κατάθεση», θρυλικές πλέον εκδόσεις) είτε σπάζοντας τη σιωπή τους όταν αισθάνονταν ότι τους καλούσε αυτό που εκείνοι αντιλαμβάνονταν ως καθήκον (Σεφέρης με τη δήλωση κατά της δικτατορίας). Ας μη ξεχάσουμε επίσης πως πολλοί φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν για τις ιδέες τους: ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης (που είχε, μάλιστα, καταδικαστεί σε θάνατο), ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Αρης Αλεξάνδρου, ποιητές και συγγραφείς με ανάστημα και πένα. Για να μην πούμε για τους πρόσφυγες Αλκη Ζέη, Δημήτρη Χατζής, Μέλπω Αξιώτη, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, Μενέλαο Λουντέμη, ούτε για όσους πίσω έπρεπε να στηρίξουν αδέρφια σε φυλακές και εξορίες ενώ οι ίδιοι ήταν ημι-παράνομοι (Διδώ Σωτηρίου).

Ας μην σηκωθούν άλλο οι τόνοι, καθώς το κείμενο της Εταιρείας Συγγραφέων είναι εξαιρετικά νηφάλιο. Μονάχα μια υπενθύμιση ακόμη, ανάλογου συλλογικού κειμένου. Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο Στρατής Τσίρκας γράφει με τον Λάνγκστον Χιουζ τον «Ορκο των ποιητών» στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι Ιούλιος του 1937 και σαράντα ποιητές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου συγκεντρώνονται στην πόλη της Βαλένθια, στη «Δημοκρατική Ισπανία», όπου γίνεται το Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό.

Στο Παρίσι όπου συνεχίζεται και κλείνει το συνέδριο, οι ποιητές δίνουνε τον παρακάτω όρκο. "Στ’ όνομα σου, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί, πως τ’ όνομα σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη,

και στ’ όνομα σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και

καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο

μα και με τη ζωή μας."

Ανάμεσα σε όσους υπογράφουν είναι οι Μπέρτολτ Μπρέχτ, Πάβλο Νερούδα, Λουί Αραγκόν, Ηλία Έρενμπουργκ, Αλεξέι Τολστόη, Πώλ Βαγιάν-Κουτυριέ, Λάγκστον Χιούζ, Νικόλας Γκιλλιέν, Τριστάν Τζαρά, Ιβάν Γκόλλ, Λυκ Ντεκών, Ρομπέρ Ντεανός, Γιόχαν Μπέχερ, Νάνσυ Κιούναρντ, Αλέχο Καρπεντιέ και φυσικά και ο δικός μας, Στρατής Τσίρκας.