Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2009

Σε ποιον ανήκει, τελικά, ο Γιάννης Ρίτσος; (ΙΙ)

Πολλή συζήτηση γινόταν, γίνεται, και νομίζω θα γίνεται πάντοτε για τον Γιάννη Ρίτσο και την ιδεολογική του ένταξη. Σήμερα, μελετώντας τη μία πλευρά του νομίσματος, παραθέτω την κριτική θεάτρου της «Θυμέλης» στον «Ριζοσπάστη» για τα τρία έργα του ποιητή που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Σπεύδω να σημειώσω πως με άλλα σημεία του κειμένου συμφωνώ και με άλλα διαφωνώ. Ωστόσο, είναι μια κουβέντα που θέλει νηφαλιότητα και ψυχραιμία, την οποία, αυτή τη στιγμή, προσπαθώ να ανακτήσω ώστε να εξετάσω και την άλλη πλευρά. Το κείμενο του «Ρ» πριν απ’ όλα, με τίτλο «Σκηνικές δοκιμές με έργα του Ρίτσου»:

Ούτε εν ζωή ούτε μετά θάνατον, και ούτε κατ'ελάχιστον, το υπουργείο Πολιτισμού και σχετικοί κρατικοί φορείς, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν, τίμησαν την τεράστια σε αξία και όγκο ποιητική, θεατρική, πεζογραφική δημιουργία του Γιάννη Ρίτσου. Προφανέστατα και κραυγαλέα τα ιδεολογοπολιτικά αίτια αυτής έμμεσης απαξίωσης του δημιουργού και ανθρώπου Ρίτσου. Μόνον οι πρυτανικές αρχές κάποιων πανεπιστημίων τον τίμησαν ως επίτιμο διδάκτορά τους. Λόγω της φετινής 100ής επετείου από τη γέννησή του, το ΥΠΠΟ και ο αρμόδιος φορέας του, το ΕΚΕΒΙ, κήρυξαν μεν το 2009 «Ετος Ρίτσου» για να ξεχαστεί η παλιά αμαρτία... επιχείρησαν δε ό,τι μπορούσαν και για να υποβαθμίσουν το γιορτασμό (τρανή απόδειξη ότι φθάσαμε στον Ιούνη κι ακόμη «μαγειρεύεται» η εργοβιογραφική έκδοση του ΕΚΕΒΙ), αλλά και για να αποχρωματιστεί, να διαστρεβλωθεί, να παρερμηνευτεί ιδεολογικά το έργο του, κατά πώς θέλουν κάποιοι δήθεν στενοί «φίλοι», «μελετητές» και «θαυμαστές» του έργου του, αλλά και να διαγραφεί η -εφόρου ζωής- αταλάντευτα δηλωμένη από τον ίδιο ιδιότητα του μέλους του ΚΚΕ (κατά το βιογραφικό κείμενο της Χρύσας Προκοπάκη, προέδρου της επιτροπής που όρισε το ΕΚΕΒΙ για το «Ετος Ρίτσου», το οποίο συνοδεύει την έκθεση που στέλνεται στα σχολεία της χώρας, ενώ αποσιωπάται πλήρως η ένταξη του ποιητή στο ΚΚΕ από το 1934, ακόμη και ότι ο «Επιτάφιος» πρωτοδημοσιεύτηκε και πρωτοεκδόθηκε από τον «Ριζοσπάστη», όπως και άλλα ποιήματά του, και βέβαια εφευρέθηκαν και... ιδεολογικο-κομματικές «απογοητεύσεις» του. Εφευρέθηκαν εκ του ασφαλούς, μετά θάνατον...).
Ο Ρίτσος δεν έχει φωνή για να καταρρίψει αυτές τις προσπάθειες. Τα έργα του, όμως, έχουν και θα έχουν πάντα «φωνή». Και θα διαψεύδουν τους διάφορους αυτόκλητους συνειδητούς παρερμηνευτές του (και άλλους ανίδεους περί Ρίτσου, ανόητους ή αφελείς παρασυρμένους από τους πρώτους, που εκστομίζουν φαιδρότητες ή τα αντιΚΚΕ σύνδρομά τους, όπως τα περί του «υιοθετημένου από την Αριστερά Ρίτσου» ή «ο Ρίτσος δεν μπορεί να είναι ένας ποιητής αιχμής. Η ποίησή του δεν απαντά επί της ουσίας στη σημερινή συγκυρία» και «δεν μπορεί να απαντήσει στο πώς ένα κομμάτι της Αριστεράς μετατρέπεται σε ακροδεξιά, ασκώντας φασιστική λογοκρισία» !!!). Τα ίδια τα έργα του Ρίτσου, όσο κι αν ενοχλούνται κάποιοι, προβάλλουν, εσαεί, την καθάρια και στρατευμένη ιδεολογία τους. Τους ηρωικούς αγώνες και τα οράματά που εξέφραζαν. Τον ουμανισμό και οικουμενισμό τους. Το μοναδικό ποιητικό κάλλος τους.
Μια ακόμη απόδειξη και της απροσμέτρητης δύναμης των έργων του Ρίτσου υπήρξε το θεατρικό αφιέρωμα του Φεστιβάλ Αθηνών στον Ρίτσο (χάρη στο Φεστιβάλ «γευτήκαμε» και λίγο «Ετος Ρίτσου»). Το αφιέρωμα, όμως, ανέδειξε και τις πολύ μεγάλες ερμηνευτικές απαιτήσεις των έργων του. Απαιτήσεις που προϋποθέτουν μακρόχρονη, ενδελεχή, επίμονη μελέτη, όχι απλώς και μόνον του ερμηνευόμενου έργου, αλλά όλων όσων υπήρξε, έπραξε και έγραψε ο Ρίτσος. Και βέβαια, δεν είναι εύκολο να κατανοήσει, να ταυτιστεί και να αναδείξει κανείς το ανθρώπινο, ιδεολογικό, ιστορικό και ποιητικό «σύμπαν» του Ρίτσου. Επόμενα δυσκολότερο είναι να επιτύχει η ερμηνευτική προσπάθειά του αν κρατά ιδεολογικές και αισθητικές αποστάσεις από αυτό, αν το αντιμετωπίσει εγκεφαλικά. Περί των ερμηνευτικών απαιτήσεων της ποίησης του Ρίτσου πολλά και σπουδαία θα διδάξουν η Ασπασία Παπαθανασίου, καθώς και οι αξέχαστοι Αλέκα Παΐζη και Μάνος Κατράκης, στους καλλιτέχνες στους οποίους το Φεστιβάλ ανέθεσε τη σκηνική ερμηνεία τριών έργων της «Τέταρτης Διάστασης» - της «Σονάτας του σεληνόφωτος», της «Φαίδρας» και του «Οταν έρχεται ο ξένος». Ο χώρος επιτρέπει μόνο συνοπτικές επισημάνσεις περί της θεματικής των έργων.
«Σονάτα του σεληνόφωτος»Προδρομικός και αισθητικός «πυρήνας» των έργων της «Τέταρτης Διάστασης», η πολύσημη «Σονάτα του σεληνόφωτος», μιλά, στην ουσία φιλοσοφεί, για τη ρευστή έννοια του χρόνου, το παρελθόν και το παρόν, τη νιότη και τα γηρατειά, τη φθορά και το επερχόμενο και αδιέξοδο τέλος ενός «κόσμου» μακράν της αληθινής ζωής, της κοινωνικής πραγματικότητας. Η γηραιά «αρχόντισσα», με μελαγχολική αξιοπρέπεια αλλά αγωνία, περίκλειστη και μόνη στο σκοτεινό, καταρρέον, με τα ξεκοιλιασμένα έπιπλα αρχοντικό της, αυτοβιογραφείται και παρότι ξέρει πως είναι ανέφικτο και μάταιο πια, εκλιπαρεί το σιωπηλό νεαρό - σύμβολο του ασίγαστου πόθου για ζωή και έρωτα - να την πάρει μαζί του, έξω στον κόσμο των απλών, ανώνυμων, εργατικών ανθρώπων, εκεί που σφύζει η αληθινή ζωή. Η Ρούλα Πατεράκη (σκηνοθετώντας και ερμηνεύοντας τη «Σονάτα»), πλαισιώνοντας τη ζωντανή εκτέλεση του ομώνυμου έργου του Μπετόβεν, ανέδειξε το ατμοσφαιρικό κλίμα, την πνευματικότητα, το μελαγχολικό στοχασμό του έργου αλλά και το ταξικό στίγμα του προσώπου. Ομως, με το μονότονο και αδιακύμαντο συναισθηματικά λόγο της, του μείωσε τη λυρική «υγρασία» του και ψυχογραφική «φλόγα» του.
«Φαίδρα»
Με αφετηρία τον αρχαίο μύθο της Φαίδρας, ο Ρίτσος έπλασε υπέροχα ένα γυναικείο πλάσμα α-χρονικό και σύγχρονο και απολύτως γήινο. Μια γυναίκα που φουντώνει μέσα της η στέρηση της μητρότητας αλλά και του έρωτα, ζώντας και παρακολουθώντας το «ξύπνημα» της νιότης του γιου του γηραιού άντρα της. Η Φαίδρα του Ρίτσου είναι ένα συγκινητικά βασανιζόμενο πλάσμα, διχασμένο ανάμεσα στο χρέος να μεγαλώσει ένα παιδί και στην ερωτική δίψα που της προκαλεί η ορμητική νιότη του. Ο Δημήτρης Λιγνάδης (ο μόνος που ομολόγησε τη μικρή γνώση και σχέση του με την ποίηση του Ρίτσου), ένιωσε την ψυχογραφική δύναμη του έργου. Τη ζωική αλήθεια, το συνειδησιακό και ψυχοσωματικό άλγος του προσώπου. Το ένιωσε και το ανέδειξε εικονοποιητικά (σκηνογραφικά και με συνεχή και εμφαντική κίνηση της Φαίδρας και του σιωπηλού εφήβου Ιππολύτου), αλλά περισσότερο από όσο επιτρέπει και η πικρά μελαγχολική και στοχαστική διάθεση του κειμένου. Η ενδιαφέρουσα, πάντως, και στέρεα εκσυγχρονιστική σκηνοθετική «ανάγνωση» του έργου ευεργετήθηκε από την εσώτατα ζωική συναισθηματική αλήθεια αλλά και την ερμηνευτική απλότητα και φυσικότητα της Καριοφυλλιάς Καραμπέτη.
«Οταν έρχεται ο ξένος»
Το 1958 ο Ρίτσος έγραψε το «Οταν έρχεται ο ξένος», το πιο ολοφάνερα πολιτικό έργο και από τα τρία του αφιερώματος. Φρέσκες ήταν ακόμα οι πληγές των αγωνιστών, το αίμα των νεκρών και εκτελεσμένων, του Μακρονησιού και του Αϊ-Στράτη. Πολλοί ακόμα στις φυλακές. Ο τόπος και ο απλός λαός ρημαγμένος ακόμα. Ο Ρίτσος ελευθερώνεται και επιστρέφει από τον Αϊ-Στράτη. Ομως και πάλι είναι ένας «ξένος» στην πατρίδα που πάντα τρώει τα καλύτερα παιδιά της. «Ξένος» παντού, ακόμα και στη γενέτειρά του. Κι όμως αυτός ο παθημένος και «ξένος» είναι που δίνει «φωνή» στους συλλογικούς αγώνες, στην ιστορική μνήμη. Αυτός είναι που θέλει να ξανασμίξει τους ανθρώπους, ακόμα και αυτούς που δε νοιάστηκαν για τα πάθη του και των αμέτρητων άλλων συντρόφων του. Είναι αυτός που νοιάζεται για το καλύτερο σήμερα και αύριο των ανθρώπων. Εκείνος που κηρύσσει την αγάπη και τη φιλία. Εκείνος που παλεύει για να επουλωθούν οι πολυαίματες πληγές, για να ανασάνει ο λαός. Για το λαό νοιάζεται. Για χάρη του λαού αγωνίστηκε. Για την περηφάνια του λαού άντεξε τόσα πάθη. Στην πλευρά του λαού θα βρίσκεται πάντα. Ο λαός «έθρεψε» τη ζωή του, την ψυχή, τη διάνοια, την ανθρωπιά, τη σοφή σκέψη του, τη νηφάλια ομιλία του. Αυτός που τόσο άδικα συκοφαντήθηκε, που τόσο αδυσώπητα διώχθηκε και βασανίστηκε, που τόσα χρόνια του στέρησαν τη λευτεριά και τη ζωή, μπορεί να «διδάξει» στους ανθρώπους την πολύτιμη αξία τους. Αυτός είναι, που- εξ ονόματος των νεκρών συντρόφων του και προς τιμήν της μνήμης τους- πάλι θέλει μόνον να δώσει και όχι να λάβει «ανταμοιβή» από τους ανθρώπους, τον τόπο, το λαό. Υποθέσεις για το τι, κατά πόσο και πώς κατάλαβαν το περιεχόμενο του έργου αυτού ο Βίκτωρ Αρδίτης και ο Ακύλλας Καραζήσης (ο πρώτος το σκηνοθέτησε και παριστάνοντας το σκηνοθέτη που διδάσκει σε ηθοποιό το έργο του Ρίτσου, συνέπαιξε με το δεύτερο στο ρόλο του ηθοποιού) δεν μπορούμε να κάνουμε. Από σεμνότητα, ίσως, ή από ερμηνευτική αμηχανία, το κείμενο κατά το ήμισυ, περίπου, διαβάστηκε εν είδει θεατρικού αναλογίου και το υπόλοιπο «αναπαραστάθηκε», ειπωμένο από στήθους. Είτε διαβαζόμενο είτε αναπαριστώμενο, όμως, ηχούσε ψυχρό, «εγκεφαλικό», δήθεν ερμηνευτικά λιτό, και τελικά ιδεολογικά άχρωμο αλλά και συναισθηματικά άοσμο και αφυδατωμένο. Αποτέλεσμα που φανερώνει είτε λειψή μελέτη, είτε ιδεολογική πρόθεση, είτε ερμηνευτική αστοχασιά, βιασύνη και προχειρότητα.




Εδώ τελειώνει το κείμενο της Θυμέλης. Πιστεύω πως το σημερινό, επίσης, κείμενο του «Βήματος» είναι σημαντικό για το θέμα του προβληματισμού μας. Σε μια συνέντευξη προς τον βουλευτή (και συνάδελφο δημοσιογράφο) Γιώργο Λιάνη, ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά για τον «Επιτάφιο». Στέκεται και στη σχέση του Ρίτσου με το ΚΚΕ και λέει τα εξής σημαντικά, υπό τον τίτλο «Το ΚΚΕ άλλαξε βαθιά τον Ρίτσο»:

- Στην τελετή απονομής του Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη, οι μισοί Σουηδοί μού έλεγαν ότι το χρωστούσε σε σένα και οι άλλοι μισοί ότι έπρεπε να το μοιραστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, που ήταν έξι φορές υποψήφιος.

«Ο Ρίτσος τότε, όπως και εγώ προσφάτως, δεν είχαμε καμία πιθανότητα για Βραβείο Νομπέλ, μιας και, εκτός από κομμουνιστές, ήμασταν και κάτοχοι του Βραβείου Λένιν. Και αυτό γιατί οι ηγετικές ομάδες της Σουηδίας και της Νορβηγίας διαπνέονται από έναν άκρατο αντικομμουνισμό».

- Ηταν μεγάλος ποιητής ο Ρίτσος; Αν ναι, γιατί βλέπουμε μεγάλες περιόδους με μερικές και ολικές εκλείψεις του; Το ΚΚΕ τον χρησιμοποίησε ή τον έχει ακόμη στο λαϊκό εικονοστάσιο, όπως κάποτε;

«Θα ήταν ίσως βαρετό και ψυχοφθόρο για την όποια μεγάλη προσωπικότητα να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο της καθημερινότητας. Αλλωστε δεν το έχει ανάγκη, γιατί γι΄ αυτή σημασία έχει το έργο της να υπάρχει ζωντανό μέσα στους ανθρώπους. Οσο για το ΚΚΕ, γιατί τόση σκληρότητα; Υπάρχουν πολλοί από μας που θυσιάσαμε τα νιάτα μας ακολουθώντας τα ματωβαμένα του λάβαρα. Κάτω από τη σκιά τους διδαχτήκαμε, ψηλώσαμε, ολοκληρωθήκαμε. Στο κάτω-κάτω, το ΚΚΕ είναι μια ιδέα που άλλαξε ριζικά τον λαό και τη χώρα μας, όπως άλλαξε βαθιά τον Γιάννη Ρίτσο, δημιουργώντας για τους απογόνους αυτό το πρότυπο του πολίτη-ποιητή».