Κυριακή, Μαρτίου 02, 2008

Ανθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα- Σεφέρης και πάλι

Ξεκίνησα, εντελώς συμπτωματικά, από τον «Δία». Τις μέρες που θα έκλεινα τα 12, μήνα Αύγουστο, σε ένα βιβλιοπωλείο ή υπαίθριο καρότσι με βιβλία (μάλλον το δεύτερο) ανακάλυψα έναν τόμο με τα ποιητικά Απαντα του Διονυσίου Σολωμού. Πενήντα δρχ.- όλο το χαρτζιλίκι των διακοπών. Ετοιμάστηκα να τα θυσιάσω, αλλά δεν χρειάστηκε. Η επιμονή μου συγκίνησε τη θεία, που μου το πήρε δώρο γενεθλίων. Το έχω ακόμη, φυσικά. Είναι μια έκδοση με προλεγόμενα όχι μονάχα του Πολυλά, αλλά και του Κωστή Παλαμά. Για μένα, μνημειώδης όσον αφορά στη μνήμη.
Το αναγνωστικό του Γυμνασίου είχε δημοτική ποίηση και Κάλβο. Εκείνα τα χρόνια, κι αυτά πολλά ήτανε. Μεσούσης της χούντας, η εκπαίδευση δεν ξέφευγε ποτέ από τα προκαθορισμένα, τα συντηρητικά. Αν καμιά φιλόλογος μιλούσε για τον Πρεβέρ ή τον Καβάφη, θα ήταν θαύμα. Μέχρις εκεί, όμως.
Αλλά, οι φίλοι μου ήτανε μεγαλύτεροι από μένα (όχι πολύ, πάντως καθοριστικά) και λόγιοι όλοι τους. Ετσι, ανάμεσα στα 16 και στα 17, οι (τότε) νέοι ποιητές που σήμερα τους αποκαλώ «τα κρατικά βραβεία», γιατί όλοι τους έχουν τιμηθεί με ένα, ο Γιωργάκης Μαρκόπουλος, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και ο Γιάννης Βαρβέρης, έκριναν ότι πρέπει να μάθω τη Γενιά του ’30. Πάνω απ’ όλους, τον Σεφέρη.
Τον ήξερα ελάχιστα, μέχρι τότε. Δεν ήταν ο ποιητής που έγραψε τους στίχους για το τραγούδι «Στο περιγιάλι το κρυφό»; Αυτός ήταν, παρόλο που το ποίημα τιτλοφορείται «Αρνηση» και παρόλο που όταν ακούς το κομμάτι του Μίκη αλλιώς εκλαμβάνεις το «πήραμε τη ζωή μας λάθος!» και αλλιώς όταν το διαβάζεις:

«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»

Αυτός. Αλλά, πέρα από την ανατριχίλα όταν άκουγα κρυφά το τραγούδι (γιατί ήταν χούντα όπως είπαμε και ο Θεοδωράκης απαγορευμένος) είχε και άλλα πολλά. Είχε τον Ερωτικό Λόγο. Και το Φύλλο της Λεύκας. Και το Μυθιστόρημα. Και την Κίχλη. Ποιήματα και συλλογές, και στίχους ακόμα, που δεν σε άφηναν να σταματήσεις πριν τα μάθεις απέξω.
Χάρη στη διακριτική διαμεσολάβηση των φίλων μου, τον διάβασα πολύ. Από τότε, ο Σεφέρης έγινε ο Ποιητής της ζωής μου. Είναι πάντοτε. Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποιος γόρδιος δεσμός με δένει μαζί του έτσι που να μην τον εγκαταλείπω ποτέ. Ποιος ομφάλιος λώρος τροφοδοτεί το μυαλό μου με στίχους του κάθε φορά που χρειάζομαι ένα απόφθεγμα, μια ελπίδα να πιαστώ, ένα όργανο να ανατάμω τον κόσμο.
Είναι η κοινή καταγωγή από τη γη της Ιωνίας; (και θα έλεγα μυστικιστική, αλλά δεν ξέρω πώς θα εκληφθεί)… Είναι η αγάπη μου για τον αυστηρό ρυθμό των αρχαϊκών χρόνων (με τον οποίο, πιστεύω, είναι σφραγισμένη η ποίησή του;) Η εσωτερική του οικονομία (που μου ταιριάζει απόλυτα, αντίθετα με την εξωτερική μου πολυλογία;) Η πίστη και η σοβαρότητα με τις οποίες υπερασπίζεται τις απόψεις του; Είναι το ρηξικέλευθο μυαλό του; Το ανυπέρβλητο ταλέντο του; Δεν ξέρω. Πάντως, δεν τον ξεπέρασα ποτέ. Εσείς;