Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Γιάννης Ρίτσος: ξημερώνοντας πρωτομαγιά του 1909

Παραμονή Πρωτομαγιάς και αν ήμουν στον Ριζοσπάστη, ή αν ήταν ακόμη η Μαιρούλα εκεί, (η τελευταία διαφορετική φωνή) θα είχα κατακλυστεί από αιτήσεις και απαιτήσεις να γράψω κάτι για τον Γιάννη Ρίτσο, λόγω επετείου. Ο ποιητής, που είχε γεννηθεί ξημέρωμα Πρωτομαγιάς του 1909, χαιρόταν τόσο με αυτή τη σύμπτωση, ώστε ποτέ δεν άλλαξε την ημερομηνία μετά, όταν στην Ελλάδα κυριάρχησε το νέο ημερολόγιο (1924), αιώνες μετά την κυριαρχία του στην Ευρώπη.
Και πώς να μη χαίρεται; Αυτός ο πρίγκιπας της ευγένειας και της ανθρωπιάς, είχε τάξει τη ζωή του από πολύ νεαρή ηλικία στην υπεράσπιση των αδύνατων, των φτωχών και των κατατρεγμένων. Για να θυμηθούμε και τις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας
μα τούτο τ’ όνειρο
ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων
κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ’ όνειρο μεγάλωνε- σιγά σιγά μεγάλωνε.»

Σιγά- σιγά μεγάλωνε και έπειτα, γρήγορα- γρήγορα, μίκραινε και απομακρυνόταν. Οι καιροί πέρασαν, περνούν ακόμη, και η Αριστερά, το ίδιο το κόμμα του ποιητή πρώτα απ’ όλα, το ΚΚΕ, δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του απέναντί του. Κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες νύξεις κάνει η κόρη του, Ερη Ρίτσου, στον σημερινό Ριζοσπάστη:
«Υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».
Εύχομαι η τελευταία της φράση να εισακουσθεί από εκείνους που καθορίζουν τα πράγματα σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και από όλους όσοι αγαπούν αληθινά το έργο του Ρίτσου. Διότι, πολλά έχει να προσφέρει στην αντιμετώπιση και στη μελέτη του μια νηφάλια και «ανεξίθρησκη» πλέον προσέγγιση που θα αποδώσει τα του Καίσαρος των Καίσαρι και τα του Θεού, τω Θεώ (ποιος είναι ο Καίσαρας; Και ποιος ο Θεός; Ο Ερωτας ή η Επανάσταση; Η Επανάσταση ή ο Ερωτας; Θα δούμε).
Θα ήθελα να αισιοδοξώ για την μη προδιαγεγραμμένη προσέγγιση του έργου του από την Αριστερά, όμως δεν μπορώ. Δεν βλέπω, τόσα χρόνια, να αλλάζει κάτι. Ο Ρίτσος για τους συντρόφους του είναι ένα Σύμβολο. Και πράγματι, είναι. Ο Ελύτης το είπε με μια φράση: «η αφοσίωσή του στην ποίηση και στα ιδανικά που πίστεψε αποτελούν ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα». Αλλά κάποτε, οι ομοϊδεάτες του θα πρέπει να τον δεχθούν ολόκληρο και όχι κατακερματισμένο.
Θυμάμαι τις παρατηρήσεις στον «Ριζοσπάστη» των πρώτων χρόνων επανακυκλοφορίας του, όταν γραφόταν ότι το πλέον ώριμο έργο του είναι η «Τέταρτη Διάσταση». Με τη γνωστή συνήθεια να παίρνει η «καθοδήγηση» όλους τους ρόλους (και του κριτικού λογοτεχνίας επομένως) η άποψη αυτή αντικρουόταν σθεναρά. Γιατί; Μα επειδή, ακριβώς, οι ποιητικές αυτές συνθέσεις έχουν βαθύ φιλοσοφικό και οντολογικό υπόβαθρο. Γιατί αναρωτιούνται για την Υπαρξη και τον Θάνατο, για τη Φθορά και τον Ερωτα, για την Πτώση και την Ανάταση. Γιατί ενυπάρχει σε αυτές η αμφιβολία και η αμφιταλάντευση «ο εξαίσιος ίλιγγος του κενού» όπως λέει και ο ίδιος στη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Θέλω να ξεχάσω τις επανειλημμένες παρατηρήσεις των κομματικών οργανώσεων των καλλιτεχνών επειδή ο Ριζοσπάστης ασχολούνταν κάπως συχνά με το έργο του ποιητή (σε καμιά περίπτωση, πάντως, με την συχνότητα που θα του ταίριαζε. Αδιάφορο. Οι συμμαχητές του στην τέχνη θεωρούσαν τη μεταχείριση προνομιακή. Παραβλέποντας το μέγεθος του ποιητή και ζητώντας μερίδιο από τη δημοσιότητα, την οποία εκείνος μεν ποτέ δεν επεδίωξε, οι ίδιοι όμως...). Παρατηρήσεις που στον Ρίτσο ποτέ δεν μεταφέρθηκαν, και οι οποίες «έσκαγαν» στο ανάχωμα της διεύθυνσης- και για να πούμε τα πράγματά με το όνομά τους, στον Γρηγόρη Φαράκο που ήταν διευθυντής στην αρχή και καθοδηγητής μετά- και εκεί εκτονώνονταν.
Δεν μπορώ όμως να μη θυμηθώ το περιστατικό με την «Πολιτιστική» και το μυθιστόρημα «Ισως να ‘ναι κι έτσι» (από την εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων). Το περιοδικό θεώρησε πως το κείμενο ήταν «ελευθεριάζον» και επιτέθηκε εναντίον του ποιητή με έναν τρόπο ανοίκειο: παίρνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα και βάζοντας ειρωνικούς τίτλους. Ο Ριζοσπάστης απάντησε- η αλήθεια είναι και πάλι με προδιαγεγραμμένο περιεχόμενο σχολίου- υπερασπιζόμενος τον ποιητή. Οχι όπως θα του ταίριαζε, και πάλι. Ακολούθησε ένα εκτεταμένο αφέρωμα στο περιοδικό, ως αντίδραση στο κείμενο της εφημερίδας και σε επόμενο κείμενο που είχε εν τω μεταξύ συνταχθεί από μέλος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ και δημοσιευθεί κι εκείνο στον «Ρ». Και στις τρεις περιπτώσεις, ο διάλογος (ο μονόλογος της κάθε πλευράς, έστω) δεν έγινε με αισθητικούς όρους. Εγινε με ιδεολογικούς. Κάτι πολύ κακό για ένα έργο τέχνης, μέσα στο κλίμα της εποχής, πάντως.
Αυτό που ενόχλησε κατά βάσιν το περιοδικό ήταν το γεγονός ότι η εφημερίδα- όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ- έλεγε πως η Πολιτιστική δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με το κόμμα. Κάτι που ελέχθη για να μη φανεί πως η επίθεση προερχόταν εκ των έσω και που στέρησε το περιοδικό από χιλιάδες αναγνώστες- λίγα τεύχη μετά, έκλεισε. Ας σημειωθεί πως οι «έξω» επέμεναν: τα «ζντανοφάκια χτυπούν τον Ρίτσο» και δεν είχαν απολύτως άδικο, καθώς από τον ίδιο ιδεολογικό χώρο και λόγω των στρεβλώσεων που αυτός καλλιέργησε, προήλθαν οι επιθέσεις. Πάντως ο ποιητής, που βρέθηκε στη μέση του κυκλώνα μόνο και μόνο επειδή αποφάσισε να εκφραστεί δημόσια με τον τρόπο που εκείνος νόμιζε (επιτέλους!) στενοχωρήθηκε βαθειά. Ενα ποίημα της εποχής, από τις «Ανταποκρίσεις», είναι μάλλον εύγλωττο, όπως και ο τίτλος «Ανταπόδοση»:
«Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.
Εδωσε θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι
Της Παναγίας.
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη
δροσοστάλα
που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι,
στις μεγάλες σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο.
Πλούτισε τον κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί
ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα.
Τώρα, εκεί πάνω,
άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη
στα γυμνά πλευρά του.»

Ενενήντα οκτώ χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ας μη ξεχνάμε.