Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Γιάννης Ρίτσος, «Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι»






«Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.Χ.- εξίσου πιθανόν/ το 903 μ.Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος/ στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα. Επάγγελμα μου: λόγια».
Χρονολογία της γέννησής του: 1909. Ξημερώνοντας Πρωτομαγιά, στη Μονεμβάσια της Λακωνίας. Εσπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω». Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Έδωσε θέση «στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,/ στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα/ που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες,/ στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση». Το όνομά του, Γιάννης Ρίτσος



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ


«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο»

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας στις 1/14 Μαΐου 1909. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας που σύντομα ξέπεσε. Έχασε τον αδερφό του και τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ σε πέντε χρόνια προσβλήθηκε και ο ίδιος από την ανίατη για την εποχή ασθένεια. Νοσηλεύθηκε στη «Σωτηρία», όπου ήρθε σε επαφή με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής και σε άλλα σανατόρια και ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες. Ο πατέρας του και η μία από τις αδερφές του, νοσηλεύθηκαν αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο (Δαφνί).

Δούλεψε στο θέατρο ως ηθοποιός και χορευτής και σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1934 και είχε τον τίτλο «Τρακτέρ». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής.

Ακολούθησαν περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και πεζά, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων ποιητών. Πολλές είναι οι ποιητικές συλλογές που άφησε ανέκδοτες. Κάποιες από αυτές εκδόθηκαν ήδη, ενώ έχει προγραμματισθεί η έκδοση και των υπολοίπων. Ανάμεσά τους είναι τα έργα «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Πέτρινος χρόνος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Μαρτυρίες», «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Ερωτικά», η εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων», «Το τερατώδες αριστούργημα» , «Ιταλικό τρίπτυχο», «Μονοβασιά» κ.α.

Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και ως μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο, στον Αη- Στράτη. Η απριλιανή χούντα του 67 τον συλλαμβάνει και πάλι και τον στέλνει στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.

Οι πολιτικές περιπέτειες δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για το έργο του. Χειρόγραφά του καταστράφηκαν δύο φορές, μία κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και μία κατά τη διάρκεια των δεκεμβριανών, ενώ επί χρόνια ολόκληρα η ποίησή του δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες του. Απαγορεύονταν οι εκδόσεις έργων του όσο ήταν εξόριστος ή σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.

Παντρεύτηκε το 1954 την γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου από τη Σάμο. Το 1955 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του Έρη.

Το 1956 τιμήθηκε με το α’ κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Πήρε επίσης πολλά βραβεία, μετάλλια και παράσημα, και ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πολλοί δήμοι τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Οι φιλοσοφικές σχολές των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθήνας τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα, όπως και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού.

«Έφυγε» στις 11 Νοεμβρίου 1990 και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.




ΤΟ ΕΡΓΟ


«Το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του»


Η ποίησή του δημιουργήθηκε με τα θεμέλια του αιώνιου. Σαν τους αρχαίους ναούς, που δεν είχαν τέλος, παρά μόνο διάρκεια, που είχαν βαθιά θεμέλια και τέλεια σμιλεμένα και δεμένα αρχιτεκτονικά μέλη. Ο Γιάννης Ρίτσος «έχτιζε» για την αιωνιότητα. Κατείχε όλα τα μυστικά του μεγάλου τεχνίτη και μαζί είχε τη σφραγίδα του θείου ταλέντου. Η ακαταπόνητη εργατικότητά του ήταν επίσης καθοριστική.

Βεβαίως, υπάρχει και η ασχήμια. Δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια απέναντί της. Ήθελε πάντοτε να την αντιπαλεύει, όπως και την ήττα, τον θάνατο. Να της αντιτάσσει ό,τι θησαύριζε στις καθημερινές εκστρατείες του στον κόσμο των μικρών και των μεγάλων.

Η ποίηση, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα», ήταν μια ασπίδα που σμίλεψε πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Ο ποιητής έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος», για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα, των οποίων όμως η πνοή ήταν απαράμιλλη.

Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Ετοίμαζε μέσα του τη δημιουργία του. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε.»)




Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος. Αριστερός, με την παλιά έννοια, όταν ο όρος αυτός σήμαινε ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, αφού πριν, στα σανατόρια απ’ τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο) σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίσθηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.

Επιθυμούσε τη δημιουργία του φωτιά ζωογόνο, εξυγιαντική, την ήθελε αεικίνητη και ταλαντευόμενη, πράξη Εξομολόγησης και Ηδονής, να του επουλώνει τις πληγές και να μετριάζει τη μοναξιά, που αύξαινε όσο αύξαινε και η δόξα. Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με κείνην. Ήταν ταγμένος και στα δυό.


Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές δημιουργίες του να μην συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύεις ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς.

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ


«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»


Τέσσερις μόνο μέρες χρειάστηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να ολοκληρώσει τη σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Από τις 14 έως τις 17 Ιουνίου του 1956, σχεδόν απνευστί, ο ποιητής δημιουργεί το σπουδαιότερο ίσως έργο του. Σε ολόκληρη τη θητεία του προετοίμαζε την έκρηξη αυτή, τη βαθύτατη κατάδυση στους κόσμους του «είναι».

«Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο πρώτος μιας σειράς ποιητικών- θεατρικών μονολόγων που θα στεγαστούν υπό τον τίτλο «Τέταρτη Διάσταση», σε ένα κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας. «Το θάμβος και η ματαιότητα, η πίστη, το πάθος και ο σκεπτικισμός, η αποδοχή του κόσμου και η κριτική, η αυτοσυμπάθεια και η αυτοκριτική συνυπάρχουν» όπως σημειώνει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη.

Όταν τη γράφει, ο Γιάννης Ρίτσος είναι 47 ετών. Έχει καταδυθεί στον πυρήνα της ύπαρξης και γνωρίζει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Επίσης, έχει κατακτήσει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ακριβώς το σημείο στον πήχη όπου μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος και το μέγεθος της ποιητικής του πνοής. Εντυπωσιασμένος ο Λουΐ Αραγκόν, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και διανοητής , θα μιλήσει για «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας» που ένιωσε διαβάζοντας το ποίημα.


Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο.




Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»


«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»

Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Αρμονία, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Γιάννης Ρίτσος, μικρό ανθολόγιο









Δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται το Σάββατο από την αποδημία του Γιάννη Ρίτσου παρά δήμον ονείρων. Εν αρχή ην το έργο του. Θα ακολουθήσει και αναφορά στη ζωή και στη δημιουργία του.
«Εαρινή Συμφωνία»

ΧVIII

Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ’ την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.

Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.

Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ’ την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ’ αγκαλιάσεις.

Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.

Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ’ το βάρος των ανθών και των φύλλων του.

(1937- 1938)

Από τη συλλογή «Μετάγγιση» («Ιταλικό τρίπτυχο»)
25

Οι ωραίοι οι μόνοι οι ανυπεράσπιστοι
οι σιωπηλοί οι περήφανοι
αυτοί που ερωτεύονται τ’ αγάλματα.


Φλωρεντία, 31. V. 76



Μόνος με τη δουλειά του

Όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
ήταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν ήταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε-
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κι η ράχη του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
ήταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
(«Μαρτυρίες, Α’», 1957- 1963)


Περίπου

Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;

(«Μαρτυρίες, Β’» 1964- 1965)


Ο χώρος του ποιητή

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα στο παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τα γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, -ψιθύρισε μόνος του-
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

(«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963)


Ο Ηρακλής κ’ εμείς

Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι
από πάνω:-
ο γερο- Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·
ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του
Ερμή, ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ‘μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: -την τρικλοποδιά·
-με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και
στα Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας
μόνο θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου
δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες
περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες,- πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι,-
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο
τον Ξενοφώντα.

Λέρος 23, ΙΙΙ. 68

(«Επαναλήψεις, Β’»)



Τα στοιχειώδη

Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:

Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;

Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.

(«Διάδρομος και σκάλα», 1970)


Υαλογραφία λουτρού

Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις- ψιθύρισε- εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.

Αθήνα, 28. ΙΧ.72

(«Γραφή τυφλού»)


Μουσείο Βατικανού

Ντα Βίντσι, Ραφαήλ, Μικελάντζελο, -πώς κλείσαν
τους πιο μεγάλους ουρανούς στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο
ανθρώπινο σώμα,
νύχια ποδιών και χεριών, φύλλα και άστρα, θηλές, όνειρα, χείλη,-
το κόκκινο και το γαλάζιο· το απτό και το ασύλληπτο. Απ’ το
άγγιγμα ίσως
αυτών των δυο δαχτύλων να γεννήθηκε και πάλι ο κόσμος. Η απόσταση
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δάχτυλα μετράει με ακρίβεια ακόμη
την έλξη της γης και τη διάρκεια.

Δεν αντέχω- είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.

Ρώμη, 18. IX. 78

(«Ο κόσμος είναι ένας», από το «Ιταλικό τρίπτυχο»)


Από τη «Μικρή σουΐτα σε κόκκινο μείζον» («Τα ερωτικά»)

Ανεξάντλητο- λέει-
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ο ουρανός-
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.


Αθήνα, 6. ΙΙ. 80


Από τη συλλογή «Γυμνό σώμα», 1980 («Τα ερωτικά»)


Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.


******

Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;


******


Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.


Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

*****


Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.


Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)

Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Αθήνα, 16. ΙΙ. 81


Από τη συλλογή «Δευτερόλεπτα»
46

Ο χορευτής που πηδούσε απ’ το παράθυρο
σαν Άγγελος,
τώρα γονυκλινής
ικετεύει το Θεό
για ένα πορτοκάλι.

Αθήνα, 5. Χ. 88

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση





Τους έβλεπα να χάνονται ένας- ένας τα απογεύματα της Κυριακής. Να φεύγουν συναδελφωμένοι, πάνω και πέρα από τα καθημερινά, πάνω και από τα ξεχωριστά, μικρά ή μεγάλα. Αν κανείς τους ξέμενε πίσω, από αρρώστεια ή κανένα μικροτραύμα, καθόταν αγκαλιά με το ραδιόφωνο σ’ αναμμένα κάρβουνα, περιμένοντας: τι θα κάνει η αγαπημένη του ομάδα; Τι θα κάνουν οι αντίπαλοι; Τι θα του πουν οι φίλοι όταν έρθουν;
Δεκαετία του ’60, το ποδόσφαιρο ήταν, όπως και ακόμα είναι, θεός, αλλά τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση. Οι περιγραφές γίνονταν απ’ τα ερτζιανά, τα πράγματα ήταν απείρως πιο αθώα, οι πατεράδες έπαιρναν κι εμάς τα κορίτσια στο γήπεδο ελλείψει γιων. Πώς γύρισα τόσο πίσω; Με το βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου «Εντός και εκτός έδρας»! Ή, μάλλον, με τη θαυμαστή του ατμόσφαιρα, από εποχές και περιοχές μεγάλης αθωότητας θεατών και παραγόντων.
Υπότιτλος: «το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση». Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, ενωθείτε, που θα έλεγε και ο Κάρολος (ή και παραμερίστε, γιατί «περνά ο Μεγάλος Αγιαξ»). Μη φανταστείτε όμως ότι θα συναντήσετε στίχους περιγραφικούς ή και αποθεωτικούς. Κάθε άλλο. Ακόμα και για οντολογικές ανησυχίες έχει χώρο. Μανώλης Αναγνωστάκης: «το ματς της ζωής του είχε τελειώσει- τώρα έπαιζε την παράταση». Ή ο Γιάννης Πατίλης: «Κυριακή βράδυ...//φτιαχτό πάλι το ματς/ κι ένα σωρό να τρέχουν/ να γυρεύουν πίσω την ψυχή τους.»
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι αληθινός λάτρης του ποδοσφαίρου, με την αγνότητα και το πάθος μικρού παιδιού. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να ανασύρει από το σύνολο της ελληνικής ποίησης διαμαντάκια που να αφορούν στο άθλημα και να μας τα παραδώσει με τα δικά του σχόλια, τη δική του κατηγοριοποίηση, τις δικές του επισημάνσεις. Από τη γενιά του ’30 και μέχρι σήμερα, λέει ο ποιητής, το ποδόσφαιρο επέδρασε στη δημιουργία πολλών ομοτέχνων του (και στη δική του φυσικά). Αυτή την επίδραση επιχειρεί να μας δείξει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και διανθίζοντας το κείμενό του με μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων. Και μη φανταστείτε ότι βλέπουν όλοι οι παρουσιαζόμενοι με συμπάθεια το συγκεκριμένο άθλημα.
Δουλειά μυρμηγκιού, είναι η δουλειά που έκανε ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Με αφοσίωση, όπως πάντοτε, έψαξε, βρήκε, παρέθεσε, σχολίασε. Με την αγνότητα ενός φιλάθλου και την αισθαντικότητα ενός ποιητή.
Να μη ξεχάσω να σας πω δυο λόγια και για το προηγούμενο βιβλίο, του, το «Ιστορικό κέντρο», αν και καμία σχέση δεν έχει με αυτό. Αποτελεί, όμως, κατάθεση ψυχής, και τα κείμενα αποτελούν σάρκα από την ποιητική του σάρκα και αίμα από το ανθρώπινο αίμα του. Τόσο μικρά κείμενα με τόσο μεγάλη δύναμη! Και βέβαια, αν κάποιος θέλει να τον γνωρίσει όχι στα τόσο σημαντικά του πάρεργα μα στην σημαντικότερη ακόμα ποίησή του, ας ψάξει στα βιβλιοπωλεία τις ποιητικές του συλλογές. Για μία από αυτές μάλιστα, το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο ποίησης. Ενας σπουδαίος, αυθεντικός, τρυφερός, μοναδικός ποιητής.

«Εντός και εκτός έδρας», εκδόσεις «Καστανιώτη»«Ιστορικό κέντρο», εκδόσεις «Καστανιώτη»