Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011

Όταν μεγαλώσω θα γίνω άνεργος σαν τον μπαμπά και την μαμά

Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία


Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ξεκινάει από το σπίτι του παιδιού. Η δουλειά του μπαμπά και της μαμάς είναι τα πρώτα επαγγέλματα που το παιδί γνωρίζει σε βάθος. Εάν μάλιστα αντιληφθεί ότι πρόκειται για «σπουδαία» επαγγέλματα, από τον παιδικό σταθμό κιόλας δηλώνει ότι θα γίνει το ίδιο όταν μεγαλώσει. Αναζητώντας το μερτικό από την χρυσόσκονη που του αναλογεί στην οικογενειακή μερίδα.

Πιο σημαντικό από το όνομα του επαγγέλματος νομίζω πως είναι η «υπόσταση» επαγγέλματος. Από τότε που το παιδί γεννιέται σχηματίζει εικόνες με τα φανερά πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δουλειάς που «έρχεται στο σπίτι». Το παιδί ανέργων είναι προφανές πως μη έχοντας ανάλογες προσλαμβάνουσες στερείται της δυνατότητας αυτής.

Τα παιδιά με την μέθοδο του παζλ, ξεκινώντας με παζλ για νήπια, εκείνα με τα μεγάλα κομμάτια, και συνεχίζοντας με όλο και μικρότερα κομματάκια, σιγά-σιγά συνθέτουν, χρόνο-χρόνο αναπτύσσουν, σταδιακά ολοκληρώνουν και, τέλος, αποκαλύπτουν την εικόνα του επαγγέλματος του γονέα. Που τους αρέσει και την κορνιζάρουν στο μυαλό τους με το μελλοντικό τους πτυχίο, ή δεν τους αρέσει και δεν ξανασχολούνται.

Εννοείται πως η εικόνα του επαγγέλματος του γονέα δεν έχει να κάνει μόνο με εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το επαγγελματικό ντύσιμο και το «πώς» («διαφορετικά») μιλάμε στο τηλέφωνο. Αόρατα κομμάτια παζλ συνθέτουν την εικόνα μιας άυλης εργασιακής συμπεριφοράς: του πνεύματος του συγκεκριμένου επαγγέλματος και της εργασιακής αύρας ανεξαρτήτως επαγγέλματος.

Το παιδί ανέργων δεν έχει εικόνα. Δεν μπορεί να παίξει παζλ.

Η ικανοποίηση της εργασίας και η χαρά της επαγγελματικής προόδου ανήκουν βέβαια κι αυτά στο παζλ που το παιδάκι ανέργου δεν μπορεί να δει. Δεν τα ξέρει, δεν αναζητάει να τα μιμηθεί «μεγάλος» αφού δεν ξέρει να τα αναζητήσει, αγνοεί πώς να τα χειριστεί αργότερα ως ενήλικας. Μια ολοφάνερη δυσκολία το περιμένει όταν με την πρώτη του δουλειά τού ζητηθεί να συμπεριφερθεί ως «εργαζόμενος». Ξεκινώντας από τα βασικά, όπως να μπει σε σφιχτό εργασιακό πρόγραμμα ενώ είναι μαθημένος ο χρόνος να τρέχει ελεύθερος. Ή ουρανοκατέβατα να του τεθούν από την μια στιγμή στην άλλη αυστηρές προθεσμίες, στον ευέλικτο τρόπο ζωής που έμαθε από το σπίτι του.

Για το παιδί εργαζόμενου, όμως, αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι του παζλ. Του δόθηκε στο χέρι ως απάντηση όταν ρώτησε «μπαμπά και μαμά, γιατί να πάτε σήμερα πάλι στη δουλειά και δεν κάθεστε σπίτι να παίξουμε;».

Το παιδάκι αυτό πλεονεκτεί και σε κάτι άλλο ανήκοντας σε εργασιακή οικογένεια. Έχει μεγαλύτερη ευκαιρία από τον «συμμαθητή με άνεργο γονέα» να αξιοποιηθούν από μικρή ηλικία κλίσεις και χαρίσματα. Το καθοριστικό για το μέλλον αυτού του τυχερού παιδιού είναι ότι την ευκαιρία αυτή να ανακαλυφθούν και αξιοποιηθούν οι κλίσεις και τα χαρίσματά του εν υπνώσει, την έχει και ο γονέας του παιδιού και μπορεί να χρηματοδοτήσει την αφύπνισή τους.

Κι αν όλα αυτά θεωρηθούν λόγια και μελλούμενα, ας μην πάμε μακριά, ας πάμε μια βόλτα σε ένα τυχαίο θεατρικό παιχνίδι στον παιδικό σταθμό της γειτονιάς. Το παιδάκι ανέργου ξεχωρίζει από τα «άλλα» της ομάδας γιατί, στερούμενο άλλων επαγγελματικών μοντέλων, επιλέγει μόνιμα να παίζει «τη δασκάλα» και «τον παιδίατρο». (Εκτός αν η δασκάλα και ο παιδίατρος είναι οι γονείς του.)

Τον χειρότερο ρόλο σε αυτό το θεατρικό παιχνίδι θα τον έχει το παιδάκι που θα πει πως θα παίξει τον άνεργο «όπως ο μπαμπάς και η μαμά». Εκτός από το ότι δεν θα έχει τι να παίξει στην παντομίμα, θα κατηγορηθεί πως στερείται φαντασίας.

Κι αν δεν μας κάνει κόπο να πάμε λίγο μακρύτερα από τον παιδικό σταθμό της γειτονιάς, ας πεταχτούμε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση και πιο προχωρημένη κοινωνική υποδομή για τους ανέργους, κι ας ρωτήσουμε «τι έγιναν όταν μεγάλωσαν» τα παιδιά των «μόνιμων» ανέργων.

Επιστρέφοντας στα δικά μας, ας επιστρέψουμε με ένα γεγονός:

Όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, αυξάνεται η ευθύνη της κοινωνίας να ετοιμάσει τους αυριανούς της εργαζόμενους. Ώστε τα παιδιά, ιδιαίτερα των χρόνιων ανέργων, να λάβουν εκτός σπιτιού (αναγκαστικά) την εκπαίδευση του άρτια προετοιμασμένου εργαζόμενου.

Και του ισότιμα προετοιμασμένου εργαζόμενου. Που θα παραλάβει ως παιδάκι την σκυτάλη ενός Κράτος-Δικαίου και θα την τρέξει ως ενήλικας στην επόμενη γενιά του.

Τέλος, (τέλος;), όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, μόνο στην κοινωνία μένει να «διαβεβαιώσει» τα παιδιά ανέργων ότι όταν μεγαλώσουν δεν θα γίνουν άνεργα σαν τον μπαμπά και τη μαμά.

Σκέψη στο περιθώριο
Όσο η ανεργία στη χώρα μας υπολογίζεται με λάθος αριθμούς, ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία είναι λάθος.

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2011

Κατσίκι με ρακή έλα- έλα ρακή με το κατσίκι

Παίρνετε το κατσικάκι που σας έφερε πεσκέσι ο φίλος σας ο Βασιλομανουσάκης λέγοντας ότι είναι από το κοπάδι του. Η μάνα του σας φανέρωσε ότι το είχε κλεμμένο απ’ του Τουρκογιωργάκη. Η αδερφή του όμως μουρμούριξε την ώρα που το έλεγε, ότι κι αυτός το είχε κλέψει από τον Σηφαλιό του Σταθάκη.
Όλοι ξέρουν πως εκειός τα κλέβει τα κοπάδια του από τον Αντωνάκη του Τσιγουρή. Αλλά κι ο Τσιγουρής τα ίδια κάνει, απ’ τον Αβγενάκη. Εφτούνον, που δεν άφησε αρνί γι’ αρνί, μηδέ κατσίκι για κατσίκι απ’ τα δικά σας τα κοπάδια. Με σταυρωμένα χέρια θα καθόσασταν; Τα αντικαθιστούσατε από τα ζα του Μανόλη του Μπριτζολάκη- σου ‘χουν μια νοστιμιά, τα άτιμα!
Παίρνετε λοιπόν το πρώην του Μανολιού, πρώην δικό σας, πρώην του Αβγενάκη, πρώην του Τσιγουρή, πρώην του Σταθάκη, πρώην του Τουρκογιωργάκη, πρώην του Βασιλομανουσάκη κατσικάκι, ένα μπουκάλι ρακή- πρωτόσταχτη, θα δείτε γιατί- μερικούς ντάκους, ένα πιατάκι λαδολιές, αγκιναρόφυλλα άγρια και την επαναληπτική καραμπίνα- ενθύμιο απ’ την ταβέρνα στα Ζωνιανά. Βγαίνετε στον κήπο και
Α) ρίχνετε μερικές μπαλοθιές για να βεβαιωθείτε πως εξακολουθεί να δουλεύει
Β) ετοιμάζετε τα κάρβουνα. Πρώτα τα μπουχίζετε με τη ρακή (αν δεν είναι πρωτόσταχτη, δεν ανάβει) και μετά δοκιμάζετε να βάλετε φωτιά.
Ένα μυστήριο πράμα, κάθε φορά που θέλετε να ψήσετε, χάνονται τα τσακμάκια. Κάνετε το σπίτι άνω- κάτω και βρίσκετε, μετά από πολύ κόπο, ένα κουτί σπίρτα. Στέγνωξε ο καταπιώνας σας. Ακόμα λίγη ρακή και συνεχάμε.
Μπουχίζετε ξανά τα κάρβουνα, αποτέλεσμα μηδέν όμως. Τραβάτε μια γερή γουλιά για να ‘ρθετε στα ίσα σας, προσπαθείτε δυο- τρεις φορές, επιτέλους η φωτιά ανάβει. Να το γιορτάσουμε με μπαλοθιές! Να πιούμε κι ένα ποτηράκι, να φάμε δυο ελιές, λίγο ντάκο. Ζητάτε από τη σύζυγο αλάτι και λεμόνι για τις αγκινάρες. Εκείνη, που έχει να ετοιμάσει το κρέας, γίνεται έξω φρενών και αρχίζετε ένα ωραίο καυγαδάκι.
Λίγη ακόμη ρακή και όλα ξεχνιούνται. Πάνω στην ώρα έρχονται κι οι καλεσμένοι σας, ο Μιχαλιός και ο Χριστόφορος με τις συζύγους τους. Νέο μπουκάλι, νέες μπαλοθιές γιατί τώρα και οι φίλοι σας θέλουν να δοκιμάσουν το πιοτό και το όπλο. Τσιμπάτε πρόχειρα, οι γυναίκες φωνάζουν να μη κόψετε την όρεξή σας, ούτε μυτζήθρα ούτε και ξυνόχοντρο, εμπρός, να βάλουμε το κρέας να τελειώνουμε.

Γυναίκα μην εμπιστευτείς και να μη δώσεις βάση
Γιατί θα μείνεις νηστικός και πόνος θα σε πιάσει


Που λέει κι η μαντινάδα. Έπιασε την κουβέντα με τις φίλες της και δεν ετοίμασε τίποτις. Δυο νεροπότηρα πίνετε για να συνέτερθε έεε να συτένερθετε εεεε τες παν, αυτό. Φέρε το ερίφιο Φωφώ φωνάζετε. Γιατί γελοίνε αυτοί οι γελάνοι; Τες παν.
Κατσίκ, ταλάτ, ριπέπ, γανήρη, φέρ’ και νιμόνι- λομόνι- λενίμο αααααυτό. Λιγουλάκ’ βουτ εεεε τουβ εεεε ρυτακ’ να αλείψουμε τες παν. Εχρι να πεις μινο, κύνιμο, κύνο, θα έχ’ ψηθεί. Βάλε και σκι- μουκή- σουμική, λα λα λα.

Άστρα μη με λανώνετε
Που λο λο λο τη νύτα
Ω, γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
ψηλό κιλαχριμένο μου
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
και κήβκα και τον κίπα

Άστρα μη με λανώνετε
που λο λο λο τη νύτα.


Το φιτσίκι μπαίνει στα βάρβουνα. Ακουμπάει στη στάχτη, επιμένουν οι γυναίκες. Δεν αμπουκάει. Ακουμπάει, δες. Δεν αμπουκάει. Να, να, γέμισε μαυρίλες. Δεν μέγισε. Ναααααααα κκκκκκκκοιτάχτε. Ωπ, έπεσε. Κκκκόλλησε. Πάει το φιτσίκι, πάνε τα βάρβουνα, πάει και το δεξί σου ρέχι όπως πήγες να το φιάσεις, κάηκες. Φου φου φου φου, διάλε τσ’ απολυμάρες σου. Τα καίρνεις πρανίο.
Μια μπαλοθιά, δυο, τρεις, δέκα. Οοοοοοχι κατά κεί, φωνάζει ο Χριστόφορος. Αργά… Στοπ λα- λα- λα, τώφα, εεεεε, φώτα, πάνε. Εκοψες τα καλώδια της ΔΕΗ, διαπιστώνει ο Μιχάλης. Κλάκα πάνουν.
Δεν κάνουν πλάκα. Με το ζόρι σε ποτίζουν καρφαμερό φαφέ για να ξεμεθύσεις, λένε-ποιος θέμυσε; Τες παν. Παίρνουν τις βλάβες. Μετά από τρρρρρεις ώρες εφμανίζεται η ΔΕΗ. Στυνάζεις, εεε, στανάζεις, τες παν, ύπνο θες, αλλά ο ΔΕΗΤζής έχει άλλα κέφια. Πώς έγινε αυτό; Ουρλιάζει μες στ’ αυτί σου.
Ο γείτονας ο Θανασιμοσηφουνάκης, που τσακωθήκατε πριν από δέκα χρόνια για δυο χοχλιούς- τους είχες μαζέψει στον μπαξέ σου και επέμενε πως ξεπόρτισαν απ’ το δικό του περιβόλι, άρα του ανήκουν- βγαίνει στην πόρτα του και καρφώνει ότι ρίχνατε μπαλοθιές. Ο ΔΕΗΤζής φουνάει το φεκάλι του. Ε, τι πίνατε εδώ, ρωτάει. Ρακές πίναμε, μα σώθηκαν μόλις. Ρακή ξεροσφύρι; Είχαμε και φατσίκι- φιτσίκι- κιτσίκι, κρέας τες παν. Και το φάγατε όλο; Έπεσε στη στάχτη, εξηγεί η γυναίκα σου και φουνάει κι αυτή το φεκάλι. Νυγαίκες... Κερνάτε τίποτις; Πώς, αμέ, ένα κονιακάκι θέλετε; Αν είναι Ναπολεόν.
Κίνει το πονιάκ, κίνει κι άλλο, και τέταρτο και έκτο και δωδέκατο. Στο ενδιάμεσο ήπιες πέντε καφέδες φαρμάκι πικρούς και στανιάρησες. Ο μάστορας αποφαίνεται πως η βλάβη διορθώνεται, φωνάζει ένα συνεργείο, ανοίγουν κι άλλο κονιάκ, κάνουν δουλειά, το φως έρχεται. «Φθαρμένα καλώδια, λόγω πολλών μποφόρ κατεστράφησαν» γράφουν στην αναφορά και φεύγουν με δυο μπουκάλια κρασί παραμάσχαλα. Απνοια είχε, αλλά μη το κάνουμε θέμα. Φτηνά τη γλύτωσες.
Την επομένη
Α) έχεις τρομερό πονοκέφαλο
Β) έχεις απίστευτη μουρμούρα από τη σύζυγο
Γ) έχεις να ξαναμαγειρέψεις γιατί όταν έχει μούτρα πρέπει να το παίζεις σεφ για να την καλοπιάνεις.
Δ) αποφασίζεις να βάλεις την πεθερά σου να κάνει μια συνταγή χωρίς ποτό, γιατί, όπως διαπίστωσες, καταστρέφει.

Στο επόμενο λοιπόν, ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑΣ

Α λα μανιέρ ντε Κοτόπουλο με ουισκι