Παίρνετε το κατσικάκι που σας έφερε πεσκέσι ο φίλος σας ο Βασιλομανουσάκης λέγοντας ότι είναι από το κοπάδι του. Η μάνα του σας φανέρωσε ότι το είχε κλεμμένο απ’ του Τουρκογιωργάκη. Η αδερφή του όμως μουρμούριξε την ώρα που το έλεγε, ότι κι αυτός το είχε κλέψει από τον Σηφαλιό του Σταθάκη.
Όλοι ξέρουν πως εκειός τα κλέβει τα κοπάδια του από τον Αντωνάκη του Τσιγουρή. Αλλά κι ο Τσιγουρής τα ίδια κάνει, απ’ τον Αβγενάκη. Εφτούνον, που δεν άφησε αρνί γι’ αρνί, μηδέ κατσίκι για κατσίκι απ’ τα δικά σας τα κοπάδια. Με σταυρωμένα χέρια θα καθόσασταν; Τα αντικαθιστούσατε από τα ζα του Μανόλη του Μπριτζολάκη- σου ‘χουν μια νοστιμιά, τα άτιμα!
Παίρνετε λοιπόν το πρώην του Μανολιού, πρώην δικό σας, πρώην του Αβγενάκη, πρώην του Τσιγουρή, πρώην του Σταθάκη, πρώην του Τουρκογιωργάκη, πρώην του Βασιλομανουσάκη κατσικάκι, ένα μπουκάλι ρακή- πρωτόσταχτη, θα δείτε γιατί- μερικούς ντάκους, ένα πιατάκι λαδολιές, αγκιναρόφυλλα άγρια και την επαναληπτική καραμπίνα- ενθύμιο απ’ την ταβέρνα στα Ζωνιανά. Βγαίνετε στον κήπο και
Α) ρίχνετε μερικές μπαλοθιές για να βεβαιωθείτε πως εξακολουθεί να δουλεύει
Β) ετοιμάζετε τα κάρβουνα. Πρώτα τα μπουχίζετε με τη ρακή (αν δεν είναι πρωτόσταχτη, δεν ανάβει) και μετά δοκιμάζετε να βάλετε φωτιά.
Ένα μυστήριο πράμα, κάθε φορά που θέλετε να ψήσετε, χάνονται τα τσακμάκια. Κάνετε το σπίτι άνω- κάτω και βρίσκετε, μετά από πολύ κόπο, ένα κουτί σπίρτα. Στέγνωξε ο καταπιώνας σας. Ακόμα λίγη ρακή και συνεχάμε.
Μπουχίζετε ξανά τα κάρβουνα, αποτέλεσμα μηδέν όμως. Τραβάτε μια γερή γουλιά για να ‘ρθετε στα ίσα σας, προσπαθείτε δυο- τρεις φορές, επιτέλους η φωτιά ανάβει. Να το γιορτάσουμε με μπαλοθιές! Να πιούμε κι ένα ποτηράκι, να φάμε δυο ελιές, λίγο ντάκο. Ζητάτε από τη σύζυγο αλάτι και λεμόνι για τις αγκινάρες. Εκείνη, που έχει να ετοιμάσει το κρέας, γίνεται έξω φρενών και αρχίζετε ένα ωραίο καυγαδάκι.
Λίγη ακόμη ρακή και όλα ξεχνιούνται. Πάνω στην ώρα έρχονται κι οι καλεσμένοι σας, ο Μιχαλιός και ο Χριστόφορος με τις συζύγους τους. Νέο μπουκάλι, νέες μπαλοθιές γιατί τώρα και οι φίλοι σας θέλουν να δοκιμάσουν το πιοτό και το όπλο. Τσιμπάτε πρόχειρα, οι γυναίκες φωνάζουν να μη κόψετε την όρεξή σας, ούτε μυτζήθρα ούτε και ξυνόχοντρο, εμπρός, να βάλουμε το κρέας να τελειώνουμε.
Γυναίκα μην εμπιστευτείς και να μη δώσεις βάση
Γιατί θα μείνεις νηστικός και πόνος θα σε πιάσει
Που λέει κι η μαντινάδα. Έπιασε την κουβέντα με τις φίλες της και δεν ετοίμασε τίποτις. Δυο νεροπότηρα πίνετε για να συνέτερθε έεε να συτένερθετε εεεε τες παν, αυτό. Φέρε το ερίφιο Φωφώ φωνάζετε. Γιατί γελοίνε αυτοί οι γελάνοι; Τες παν.
Κατσίκ, ταλάτ, ριπέπ, γανήρη, φέρ’ και νιμόνι- λομόνι- λενίμο αααααυτό. Λιγουλάκ’ βουτ εεεε τουβ εεεε ρυτακ’ να αλείψουμε τες παν. Εχρι να πεις μινο, κύνιμο, κύνο, θα έχ’ ψηθεί. Βάλε και σκι- μουκή- σουμική, λα λα λα.
Άστρα μη με λανώνετε
Που λο λο λο τη νύτα
Ω, γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
ψηλό κιλαχριμένο μου
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
και κήβκα και τον κίπα
Άστρα μη με λανώνετε
που λο λο λο τη νύτα.
Το φιτσίκι μπαίνει στα βάρβουνα. Ακουμπάει στη στάχτη, επιμένουν οι γυναίκες. Δεν αμπουκάει. Ακουμπάει, δες. Δεν αμπουκάει. Να, να, γέμισε μαυρίλες. Δεν μέγισε. Ναααααααα κκκκκκκκοιτάχτε. Ωπ, έπεσε. Κκκκόλλησε. Πάει το φιτσίκι, πάνε τα βάρβουνα, πάει και το δεξί σου ρέχι όπως πήγες να το φιάσεις, κάηκες. Φου φου φου φου, διάλε τσ’ απολυμάρες σου. Τα καίρνεις πρανίο.
Μια μπαλοθιά, δυο, τρεις, δέκα. Οοοοοοχι κατά κεί, φωνάζει ο Χριστόφορος. Αργά… Στοπ λα- λα- λα, τώφα, εεεεε, φώτα, πάνε. Εκοψες τα καλώδια της ΔΕΗ, διαπιστώνει ο Μιχάλης. Κλάκα πάνουν.
Δεν κάνουν πλάκα. Με το ζόρι σε ποτίζουν καρφαμερό φαφέ για να ξεμεθύσεις, λένε-ποιος θέμυσε; Τες παν. Παίρνουν τις βλάβες. Μετά από τρρρρρεις ώρες εφμανίζεται η ΔΕΗ. Στυνάζεις, εεε, στανάζεις, τες παν, ύπνο θες, αλλά ο ΔΕΗΤζής έχει άλλα κέφια. Πώς έγινε αυτό; Ουρλιάζει μες στ’ αυτί σου.
Ο γείτονας ο Θανασιμοσηφουνάκης, που τσακωθήκατε πριν από δέκα χρόνια για δυο χοχλιούς- τους είχες μαζέψει στον μπαξέ σου και επέμενε πως ξεπόρτισαν απ’ το δικό του περιβόλι, άρα του ανήκουν- βγαίνει στην πόρτα του και καρφώνει ότι ρίχνατε μπαλοθιές. Ο ΔΕΗΤζής φουνάει το φεκάλι του. Ε, τι πίνατε εδώ, ρωτάει. Ρακές πίναμε, μα σώθηκαν μόλις. Ρακή ξεροσφύρι; Είχαμε και φατσίκι- φιτσίκι- κιτσίκι, κρέας τες παν. Και το φάγατε όλο; Έπεσε στη στάχτη, εξηγεί η γυναίκα σου και φουνάει κι αυτή το φεκάλι. Νυγαίκες... Κερνάτε τίποτις; Πώς, αμέ, ένα κονιακάκι θέλετε; Αν είναι Ναπολεόν.
Κίνει το πονιάκ, κίνει κι άλλο, και τέταρτο και έκτο και δωδέκατο. Στο ενδιάμεσο ήπιες πέντε καφέδες φαρμάκι πικρούς και στανιάρησες. Ο μάστορας αποφαίνεται πως η βλάβη διορθώνεται, φωνάζει ένα συνεργείο, ανοίγουν κι άλλο κονιάκ, κάνουν δουλειά, το φως έρχεται. «Φθαρμένα καλώδια, λόγω πολλών μποφόρ κατεστράφησαν» γράφουν στην αναφορά και φεύγουν με δυο μπουκάλια κρασί παραμάσχαλα. Απνοια είχε, αλλά μη το κάνουμε θέμα. Φτηνά τη γλύτωσες.
Την επομένη
Α) έχεις τρομερό πονοκέφαλο
Β) έχεις απίστευτη μουρμούρα από τη σύζυγο
Γ) έχεις να ξαναμαγειρέψεις γιατί όταν έχει μούτρα πρέπει να το παίζεις σεφ για να την καλοπιάνεις.
Δ) αποφασίζεις να βάλεις την πεθερά σου να κάνει μια συνταγή χωρίς ποτό, γιατί, όπως διαπίστωσες, καταστρέφει.
Στο επόμενο λοιπόν, ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑΣ
Α λα μανιέρ ντε Κοτόπουλο με ουισκι
7 σχόλια:
Ξεκίνησες να μας δίνεις και συνταγές μαγειρικής; Όταν το ετοιμάσεις θα περάσω για μεζέ.
Να προτιμήσεις τα κεφτεδάκια γιαγιάς
Πότε θα τα ετοιμάσεις;
"Το ποτό εάν καταστρέφει"
το άριστο μέτρον σ' επιστρέφει
διότι εν μέτρω και εν αρχή αναΛογική εστίν η ρακή απτού κατσίκι χάρις απολυμαντική
Χε χε χε, Γιώργο Μπ. τέλειοι οι στίχοι. Χρόνια σας πολλά (διπλά)
Σενάριο γιά κινηματογραφική ταινία! Χρόνια πολλά!
Επίσης, καλή μου
Δημοσίευση σχολίου