Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Παρακαλώ, τι ώρα ανοίγει η αγορά εργασίας;

Η «αγορά εργασίας» δεν είναι εμπορικό κέντρο.

Θα μπορούσε ίσως. Η «κλειστή αγορά εργασίας» φέρνει στο νου κατεβασμένα ρολά και την περιπλανώμενη ησυχία που ακούει τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Ενώ το «ανοιχτή αγορά εργασίας» φέρνει οχλοβοή, κόσμο που πηγαινοέρχεται και ψωνίζει.

Η «αγορά εργασίας» είναι ένας όρος που φυτρώνει σε εφημερίδες. Ανοιγοκλείνει σαν το στρείδι ανάλογα με ποιος επαγγελματικός κλάδος την αγγίξει. Χωρίζεται στην «εντός εργασίας αγορά» και στην «εκτός εργασίας αγορά». Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες επικρατούν οι συνθήκες του πάνω και κάτω μαχαλά, όπου οι κάτοικοι του μεν κατηγορούν τους δε ότι τους κλέβουν το νερό για πότισμα, αιγοπρόβατα και το τοπικό τους θερινό φεστιβάλ.

Στο φως της ημέρας, η ζωή κυλάει χωρίς εκπλήξεις στην «αγορά εργασίας». Ο πάνω μαχαλάς έχει τις δουλειές του, ο κάτω περνάει την ώρα του στο καφενείο. Αλλάζουν κάποιες ματιές κάτω από τον πλάτανο, κι αυτό είναι όλο. Την νηνεμία του τοπίου όπου τίποτα δεν κουνιέται, διασπά κατά καιρούς μια παντρειά-έκπληξη και μεμονωμένοι αντάρτες από την «εκτός εργασίας αγορά» που αρπάζουν τις εργασιακές θέσεις του κοσμάκη.

Τη νύχτα είναι που γίνεται το έλα-να-δεις. Τότε γίνονται οι περισσότερες μετακινήσεις, στο σκοτάδι. Είχαν ξεκινήσει τη μέρα με ύποπτα «ψου-ψου» στη βρύση. Οι τοπικές κουκουβάγιες αντικρίζουν τότε έκπληκτες σκυφτούς ανθρώπους να μπουσουλούν στα τέσσερα, άλλους να αναρριχώνται σε εργασιακές θέσεις κοιμισμένων ή, τις νύχτες με πανσέληνο, διακρίνουν καθαρά ανθρώπινες σκιές στον απέναντι ασβεστωμένο μαντρότοιχο που περιμένουν το «πυρ» της εκτέλεσης.

Σε όλο αυτό το δραματικό σκηνικό, υπάρχει ασφαλώς - πώς θα μπορούσε να λείπει; - ο ήρωας ζεν πρεμιέ που εισβάλλει στη ζωή της «αγοράς εργασίας» πατώντας φουριόζικα την κόρνα από το σκονισμένο φορτηγάκι του που φέρει την επιγραφή «αναλαμβάνω μετακινήσεις στελεχών». Ο ρόλος του είναι ρόλος δράσης. Σκηνοθετικά σηκώνει λίγο Ζορό, λίγο Ρομπέν, λίγο Σούπερμαν. Στήνει το πλιαν τραπεζάκι του κάτω από τον πλάτανο, ανοίγει την ατζέντα του και λέει τη μαγική φράση «να περάσει ο πρώτος, παρακαλώ».

Το δειλινό τον βρίσκει με μια στοίβα βιογραφικά και έναν τόνο αγωνίες που το τριαξονικό του θα μεταφέρει στην συνέχεια σε γειτονικές επιχειρηματικές ραχούλες.

Ο όρος «αγορά εργασίας» αναφέρεται στο αγοραίο μέρος της εργασίας. Επικρατεί η γλώσσα των αριθμών, η φωνή της λογικής και η μέθοδος των τριών. Ο άνεργος ως ον κι όχι ως κωδικός ή στατιστικό ποσοστό, απουσιάζει από την πράξη.

Η Κοινωνία δεν μπορεί να συμμετάσχει στην μαθηματική πράξη όταν είναι αφηρημένη. Αν αντιμετωπίζεται ως αφηρημένη έννοια. Έτσι όπως είναι σήμερα, δεν επηρεάζει το γινόμενο. Ο άνεργος απουσιάζει ως κοινωνική μονάδα. (Καλά κάνει γιατί, όταν δεν απουσιάζει, μέμφεται ότι επιβαρύνει το σύνολο.)

Το ότι ο εργαζόμενος χωρίς δουλειά έχει αντικατασταθεί από μια στατιστική μονάδα, ενώ λείπει σπίτι του, είναι προϊόν λογικής επεξεργασίας. Αυτό όμως που δεν ξέρω αν εσείς συγχωρείτε στη λογική είναι η βαριά οσμή τεχνοκρατισμού, το ότι δεν πλύθηκε και με λίγο συναίσθημα. Από το μεγάλο πρόβλημα έκοψε μόνο την μπουκιά με την ψίχα.

Από την «αγορά εργασίας» ο άνθρωπος αυτός περιμένει να αντιμετωπίζεται ως εργαζόμενος, γιατί η νοοτροπία του είναι η νοοτροπία του ανθρώπου που εργάζεται και, επιπλέον, έχει επενδύσει σε αυτόν τον τίτλο, άρα τον δικαιούται. Νιώθει όμως πως πλανάται μια νοητή προϊστάμενη αρχή που τον επιπλήττει σαν να ήταν «προβληματικός» εργαζόμενος εντός εργασίας. Λες κι ανήκει ακόμα σε εργασιακό περιβάλλον, αισθάνεται την πίεση άγραφων κανόνων καλής συμπεριφοράς, όπως το αγόρι που του ‘ρχεται να κλάψει όμως του απαγορεύεται να κλάψει «γιατί είναι άνδρας».

Άλλοτε «άνδρας» άλλοτε μαμμόθρεπτο. Έχει επίγνωση, δεν το νιώθει απλώς, ότι τα πράγματα γίνονται ερήμην του. Η συμμετοχή του είναι παθητική. Διαβάζει, βλέπει, ακούει, πληροφορείται. Δεν ορίζει τις εξελίξεις «του». Ακούει από το σπίτι του, όπου βρίσκεται αποκλεισμένος, το πανηγύρι που γίνεται στην κεντρική πλατεία «αγορά εργασίας».

Λοιπόν, η «αγορά εργασίας» ως όρος φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως έναν αντίποδα-όρο για να αναμετρηθούν τα αναστήματά τους. Το πεδίο του νέου όρου ευνόητα εκτείνεται στην ευρύτερη επαρχία της «εργασίας» και βλέπει, από την πίσω πλευρά της «αγοράς», την τωρινή αθέατη πλευρά του «ανθρώπου».

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα βαθμό απόπειρα σύγκλισης της τωρινής μας «αγοράς» με την αρχική έννοια της αρχαίας ελληνικής λέξης «αγορά» όπου άνθρωποι συγκεντρωνόντουσαν για να συζητήσουν και να επιλύσουν θέματα. Με αυτή την έννοια και γνωρίζοντας την αντίληψη των προγόνων μας για «το άτομο» και «το σύνολο», ασφαλώς η αρχαία ελληνική «αγορά εργασίας» θα ήταν άλλου, αρχαίου επιπέδου.

Αυτές οι σκέψεις, να που φέρνουν στην αρχή αυτού του κειμένου. Η «αγορά εργασίας» όπως είναι σήμερα είναι ένα «εμπορικό κέντρο».

Και μέχρι εκεί.

Σκέψη στο περιθώριο
Μια που μιλάμε με όρους, υπάρχει και «αγοραφοβία εργασίας»;

Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη από τα κείμενά της για την ανεργία

Τρίτη, Απριλίου 05, 2011

Πού ακουμπά-και τι χρηματοδοτεί- σήμερα η Ελλάδα;

Το κήρυξαν και, λίγο- πολύ, αισθάνονται ότι έκαναν το καθήκον τους. Εξάλλου, πώς κάνετε έτσι; Ένα από τα σπίτια που έζησε ο Κωστής Παλαμάς ήταν. Αυτό, φαίνεται, δίνει στην πολιτεία ελαφρυντικά. Ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβα διαβάζοντας την απάντηση του υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλου Γερουλάνου σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Καραγκούνη.
«Αυτό που ήδη έχουμε κάνει για το σπίτι του Κωστή Παλαμά εξασφαλίζει ότι δεν θα χάσουμε αυτό το μνημείο» είπε ανάμεσα σε άλλα. «Το λέω αυτό διότι δεν είναι ένα το σπίτι του Κωστή Παλαμά. Αυτό είναι ένα από τα σπίτια που έζησε. Υπάρχει το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε, υπάρχουν άλλοι χώροι όπου έζησε ένα μέρος της ζωής του, που έχουν τοπική σημασία για διάφορους νομούς. Όπως καταλαβαίνετε, αν βάλει κανείς όλους τους ποιητές της Ελλάδας και το σύνολο της πολιτιστικής μας κληρονομιά, είναι αδύνατον αυτά να τα παρακολουθήσει και να λάβει σημαντική απόφαση για το τι να απαλλοτριωθεί και τι όχι.»

«Η συγκεκριμένη οικία του Παλαμά έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο με υπουργική απόφαση του 1999 -δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ - και προστατεύεται πλέον από τις διατάξεις του ν.3028/2002. Σύμφωνα με αυτόν, απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση, επισκευή, συντήρηση, προσθήκη, οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αυτού ή αλλαγή χρήσης αυτού χωρίς προηγουμένως να ζητηθεί η έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού δια των αρμοδίων υπηρεσιών του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι με βάση το ν.3028 υποχρεούται ο ιδιοκτήτης να μεριμνά για την άμεση εκτέλεση των εργασιών συντήρησης, στερέωσης, προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου χωρίς καθυστέρηση με δική του δαπάνη και υπό την εποπτεία και τις υποδείξεις της υπηρεσίας.»

«Όμως, το πιο σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να συζητούμε πάντα μόνο για το τι θα κάνει η πολιτεία. Η συγκεκριμένη οικία ανήκει σε έναν ιδιώτη. Αν θα πρέπει να αποκαταστήσουμε ακόμη και τη συνείδηση του κληρονόμου ως πολιτεία, καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι ένα δυσβάσταχτο βάρος, το οποίο η πολιτεία δεν μπορεί να σηκώσει.»
Παρεμπιπτόντως, λοιπόν, και αν αυτό έχει κάποια σημασία, το σπίτι στην Πλάκα είναι εκείνο στο οποίο ο ποιητής πέθανε. Είναι αυτό από το οποίο ξεκίνησε η μεγαλειώδης πράξη αντίστασης, η κηδεία του Παλαμά, εκείνον τον ζοφερό Φεβρουάριο του 194, με τη χώρα να στενάζει κάτω από τη μπότα του γερμανού κατακτητή. «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα» έγραφε ο Σικελιανός. Σήμερα, πού ακουμπά άραγε;

Δεν θα αδικήσω τον υπουργό. Πράγματι, στην τωρινή συγκυρία έχουν σημασία οι πρωτοβουλίες πολιτών, όπως είπε στη δευτερολογία του. Με κάθε καλή διάθεση, είπε, θα βοηθούσε το ΥΠΠΟΤ «οποιαδήποτε προσπάθεια ώστε να κινητοποιήσουμε την ‘Κοινωνία των Πολιτών’, ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις για να έλθουν να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.»
Αν όμως δεν υπάρξει πρωτοβουλία πολιτών και ιδιωτική συνεισφορά, τότε το συγκεκριμένο σπίτι, «που είναι ένα στολίδι» δεν μπορεί να μετατραπεί, ας πούμε, σε μουσείο Παλαμά. Θα μείνει με τον κίνδυνο να πάψει να είναι ένα στολίδι και να μετατραπεί σε ό,τι θελήσει ο σημερινός ιδιοκτήτης. Διότι το κράτος επιμένει να πιστεύει πως ξοφλά το χρέος του, κηρύσσοντας διατηρητέα κάποια από τα σπίτια των ποιητών. Κάτι που δεν απαιτεί χρήματα. Όταν όμως πρόκειται να βάλει το χέρι στην τσέπη…

Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011

Μέρες Αλεξάνδρειας- οι δικές μας μέρες


Πολύ μού είχαν αρέσει οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» του Δημήτρη Στεφανάκη όταν τις πρωτοδιάβασα, ομοίως και όσες φορές τις διάβασα μετά. Είναι ένα βιβλίο και άρτιο και ώριμο, το οποίο ρουφάς σε κάθε σελίδα, αφού έχει ωραία πλοκή, στιβαρούς χαρακτήρες, ρέουσα γραφή.
Δεν με εκπλήσσει λοιπόν τώρα που μαθαίνω από τον ακάματο φίλο μου Ακάμα πως το μυθιστόρημα αυτό, που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στη Γαλλία βρίσκεται ήδη στη βραχεία λίστα για το βραβείο Prix Méditerranée Etranger. Τι είναι αυτό; Ένα βραβείο για συγγραφείς με καταγωγή μεσογειακή. Η τελική απόφαση θα ληφθεί στις 7 Ιουνίου, ωστόσο μέχρι τότε, θα γνωρίζουμε με υπερηφάνεια πως ένα καλό ελληνικό βιβλίο είναι ανάμεσα στα τρία που προκρίθηκαν.
«Σε καιρούς που η Μεσόγειος ζει σε ρυθμούς διεκδικήσεων για την ελευθερία και τη δημοκρατία» όπως σημειώνει και το σχετικό δελτίο Τύπου, το βραβείο Μεσογείου είναι μια ευκαιρία για υπενθύμιση του ρόλου που μπορεί να παίξει η λογοτεχνία ως προς τη συνειδητοποίηση των λαών.
Στις 29 Μαρτίου συντάχθηκε η βραχεία λίστα. Συνυποψήφιοι του Δημήτρη Στεφανάκη είναι οι:
Javier CERCAS pour Anatomie d’un instant (ActesSud),

Ibrahim SONALLAH pour Turbans et Chapeaux (Actes Sud)
Αυτά ως προς τους ξένους συγγραφείς. Ως προς τους Γάλλους, υποψήφιοι είναι:
Ο Pierre ASSOULINE για το βιβλίο Les Vies de Job (Gallimard),
Ο Jérôme FERRARI για το βιβλίο Où j’ai laissé mon âme (Actes Sud)
Και ο Gilbert SINOUÉ για το: Le cri des pierres (Flammarion).

Καλή επιτυχία στον Έλληνα!