Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006

Η Διδώ των ονείρων



Στη ζωή ποτέ μην πεις ποτέ. Δύο χρόνια μετά την αποδημία της Διδώς Σωτηρίου παρά δήμον ονείρων (23 Σεπτεμβρίου του 2004) εντοπίστηκε ένα από τα βιβλία της που η ίδια θεωρούσε οριστικά χαμένο. Είναι μια μελέτη σχετική με τον ιμπεριαλισμό στη δυτική Μεσόγειο, το οποίο είχε γραφεί λίγο μετά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα. Το βιβλίο βρισκόταν σε μια ιδανική κρυψώνα, στο ξύλινο κάτω περίζωμα των εσωτερικών τοίχων (κοινώς σοβατεπί) στο διαμέρισμα της οδού Κοδριγκτώνος όπου ζούσε τότε η συγγραφέας με τον σύζυγό της Πλάτωνα Σωτηρίου. Το διαμέρισμα ανήκει σήμερα στην Εταιρεία Συγγραφέων, μετά από δωρεά της Διδώς και κατά την επισκευή του είχαν εντοπισθεί τα χειρόγραφα.
Το σοβαρότατο για την εποχή του αυτό πόνημα θα κυκλοφορήσει μετά από ένα ή και δύο χρόνια από τις εκδόσεις «Κέδρος» συνοδευόμενο από άρθρα της συγγραφέως στον Ριζοσπάστη της εποχής εκείνης. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε το ίδιο και για το βιβλίο της «Τα παιδιά του Σπάρτακου» το οποίο είναι ημιτελές. Το καλό περιοδικό της Θράκης «Βορέας» που έκλεισε ένα χρόνο ύπαρξης, κάνει στο τεύχος Αυγούστου ειδικό αφιέρωμα στο έργο καθώς αυτό αναφέρεται στους σηροτρόφους του Σουφλίου και τους αγώνες τους.
Οπως και η ίδια έλεγε, οι Θρακιώτισσες πολιτικές κρατούμενες στου Αβέρωφ της είχαν διηγηθεί πολλά από τους αγώνες τους μα και από τις περιπέτειές τους. Στο αρχείο της, που έχει δοθεί από την αδελφή της Ελλη Παππά και τον ανιψιό της Νίκο Μπελογιάννη στο ΕΛΙΑ, έχουν βρεθεί κάποια κομμάτια από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και δύο σημειωματάρια «με ποικίλο υλικό για το μυθιστόρημα» σύμφωνα με την Ερη Σταυροπούλου, η οποία και επιμελήθηκε το αφιέρωμα του «Βορέα». Ενα μικρό κομμάτι από το μυθιστόρημα έχει χρησιμοποιηθεί στην τελευταία συλλογή διηγημάτων «Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες» και άλλο δημοσιεύθηκε ως διήγημα και πάλι, στο περιοδικό «Δέντρο».
Ενα ακόμη αφιέρωμα στη συγγραφέα των «Ματωμένων χωμάτων» (που είναι ίσως το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στην Ελλάδα) θα κάνει εντός των ημερών το περιοδικό «Αντί».
Αντί επιλόγου, αποσπάσματα από ένα κείμενο του Νίκου Κωνσταντόπουλου για εκείνην:
«Αγάπησε τον κόσμο σαν τρυφερό κορίτσι, που φοβάται κι ονειρεύεται, που συνομιλεί με τον ουρανό και διακινδυνεύει απέναντι στον θάνατο. Αφιερώθηκε στην Αριστερά και ξόφλησε με τη ψυχή της την ακεραιότητα των ιδεών της.Η Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά, ο εμφύλιος, οι διώξεις της, η παρανομία, η διαγραφή από το Κομμουνιστικό Κόμμα και η αγριότητα των μηχανισμών, στάθηκαν δοκιμασίες γονιμοποιές, άπλωσαν και βάθυναν τον πλούτο που κουβαλούσε μέσα της.
Συνομίλησε με εποχές διαφορετικές και διαφορετικές γενιές. Δεν πορεύτηκε στα σκοτεινά. Την ειρήνη αναζητούσε κι όχι τα φανατικά και διχαστικά. Δεν μοιρολογούσε ούτε αφόριζε την πραγματικότητα της ήττας και της διάψευσης. Να την αλλάξει ήθελε, έξω από δογματισμούς και στρεβλώσεις, με αισιοδοξία και καρτερικότητα.
Διαλεγόταν με το μέλλον των ανθρώπων πάνω από τα χαρακώματα των πολέμων, μακριά από τους εθνικισμούς και τους ρατσισμούς.Πορευόταν ανάμεσα στα γεγονότα και τους ανθρώπους κι έφεγγε κι όταν οι καιροί ήταν σκοτεινοί κι όταν μετά από την καταιγίδα ξαστέρωνε ο ουρανός.»

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

Οι μπάσταρδοι της Αγκυρας


Στα παλιά τουρκικά υπήρχαν δεκάδες λέξεις για τα χρώματα: τουρκικές, αραβικές, περσικές αδιάφορο. Αρκεί που με αυτές μπορούσες να περιγράψεις το γεμάτο αποχρώσεις Σύμπαν σου. Όχι, είπαν σε μια νύχτα κάποιοι δήθεν «φωτισμένοι» που ήθελαν να απακαθάρουν τη γλώσσα. Εβγαλαν όποια λέξη δεν ήταν δική τους. Τα χρώματα έμειναν μόνον οκτώ. Τα επτά της ίριδας, και ποιος ξέρει ποιο άλλο.
Η Ελίφ Σαφάκ γεννήθηκε πολλά χρόνια μετά από αυτό. Εμαθε όμως τις λέξεις- από τη μάνα της, που αν και έκανε καριέρα στο Διπλωματικό Σώμα δεν έπαψε ποτέ να μιλά τη μητρική της; Από τις γιαγιάδες και τους παπούδες της με τους οποίους έζησε πολλά χρόνια; Ποιος να ξέρει;)- και αποφάσισε να τις χρησιμοποιεί. Το χρωματολόγιο ενός ανθρώπου δεν μπορεί να εξοργίσει κάποιον άλλον, μπορεί; Ναι, όπως δείχνουν τα γεγονότα.
Δεν ήταν μόνο που η (συγγραφέας πλέον) έγραφε με λέξεις απαγορευμένες. Ηταν και που τα γραφτά της είχαν «απαγορευμένα» θέματα. Μυστικιστικά, εσωτεριστικά, με πρωταγωνιστές που δεν ήταν συνηθισμένοι: ένας ερμαφρόδιτος, ένας νάνος, μια νεραϊδόμορφη, τόσοι και τόσοι άλλοι. Ηταν και που η ίδια ένιωθε πως δεν χωρούσε στις παγιωμένες δομές της τουρκικής κοινωνίας: ούτε αριστερή, να απορρίπτει το παρελθόν, ούτε συντηρητική να πλησιάζει προς τον εθνικισμό και να φοβάται το μέλλον. Που αισθανόταν κοσμοπολίτισσα (και πώς να μην είναι, αφού έζησε αρκετά χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική και ακόμα πηγαινοέρχεται;) Που φοβόταν επειδή η χώρα της έχασε την πολιτιστική της σοβαρότητα Και που θύμωνε όταν οι γύρω της ξεχνούσαν: εκείνη ήθελε να θυμάται.
Ετσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τελευταίο της βιβλίο, τον «Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης» στο οποίο αναφέρεται και η γενοκτονία των Αρμενίων. Κανένα αυταρχικό καθεστώς δεν ανέχεται να μιλάς για κάτι που αυτό έχει απωθήσει, με βία και αίμα και διώξεις και φυλακίσεις, μάλιστα. Αν και έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από τότε, για την Τουρκία η γενοκτονία δεν έγινε. Εστειλαν την Ελίφ Σαφάκ στο δικαστήριο. Είναι δυνατόν να δικάσεις φανταστικά πρόσωπα; Δεν είναι. Δικάζεις τον δημιουργό τους. Ας θέλεις να λέγεσαι μια χώρα που συζητά με την Ευρωπαϊκή Ενωση, έχεις έλλειμμα δημοκρατίας. Θεωρείς τα ανθρώπινα δικαιώματα τιποτένια πράγματα.
Η Ελίφ θα πάει στο δικαστήριο ετοιμόγεννη. Ζήτησε αναβολή, χωρίς αποτέλεσμα. Τέλη Οκτωβρίου τη δικάζουν. Καταδικάστε τους!


Υ.Γ. Στα ελληνικά έχω εντοπίσει το μυθιστόρημά της «Απόκρυφο» από τις εκδόσεις «Εξάντας». Αν κάποιος άλλος έχει βρει περισσότερα, ας μας το πει.