Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2012

Χρόνης Μίσσιος: έγραψε τη ζωή


Περπατούσαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν, αλλά αυτό ίσως και να μην ήταν το πιο δύσκολο. Ούτε κι ήττα, ακόμα. Οι διώξεις, οι συλλήψεις, η τρομοκρατία. Η πίκρα των μανάδων, που πήγαιναν κάθε μέρα καθαρά- πλυμένα με δάκρυα, σιδερωμένα με χάδια- ρούχα στα παιδιά τους μόνο και μόνο για να ξέρουν, απ’ τα ματωμένα που έπαιρναν πίσω, πότε τα είχαν βασανίσει. Το να μην μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα, να σκεφτείς καν. Τα στρατοδικεία και οι συνήθεις τόποι των εκτελέσεων. Οι μνήμες.

Αν όμως είχες επιζήσει, άρχιζαν τα δύσκολα. Ιδίως εκεί, στις φυλακές και στις εξορίες, δίπλα στους συντρόφους σου. Εκεί, που ο άνθρωπος εμφανίζεται γυμνός από συμβάσεις. Όπως ακριβώς είναι. Το αληθινό μπόι πρέπει να μετρηθεί και εκεί. Τι γίνεται όμως όταν ένας άνθρωπος μετριέται, ζυγίζεται και βρίσκεται ελλιπής; Αυτό κανείς από όσους έζησαν χρόνια και χρόνια σε εξορίες και φυλακές δεν το είχε μαρτυρήσει. Η εικόνα έφτανε μέχρι τις δυσκολίες της διαβίωσης- όχι της συμβίωσης- και μετά σκοτείνιαζε. Σαν να μην ήταν ανθρώπινες υπάρξεις όσοι είχαν μοιραστεί τον ίδιο θάλαμο, την ίδια σκηνή, αλλά «σύννεφα με παντελόνια».

Ο «σοσιαλιστικός άνθρωπος» είχε, θαρρείς, δημιουργηθεί στην Ελλάδα χωρίς να έχει υπάρξει σοσιαλισμός. Οι αγωνιστές ήταν, περίπου, άγγελοι στον παράδεισο, χωρίς προβλήματα μεταξύ τους, καυγάδες, χωρίς φόβους, χωρίς αντιθέσεις, χωρίς σκεπτικισμούς για τούτο ή για κείνο, για τις αποφάσεις που αφορούσαν στο κίνημα και για την τακτική της καθοδήγησης σε κάθε χώρο εγκλεισμού.

Ο Μάριος Χάκκας, αυτός ο τόσο σπουδαίος ψυχογράφος της μεταπολεμικής Ελλάδας με την αντιπαροχή και τις τσακισμένες φιγούρες όσων επέστρεφαν στις λαϊκές συνοικίες έχοντας απολυθεί επειδή πέρασαν τα χρόνια ή επειδή υπέκυψαν, είχε δώσει ήδη μιαν άλλη διάσταση από την ‘ηρωική’ που απαιτούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Από άλλη σκοπιά, καθώς δεν είχε εξοριστεί. Ξαφνικά, μέσα στη δεκαετία του ’80 (1985 συγκεκριμένα) ο Χρόνης Μίσσιος έρχεται και τινάζει το οικοδόμημα στον αέρα. Η πένα του, αντισυμβατική, ζωηρή, ζωντανή, λέει μιαν αλήθεια που μέχρι τότε κανείς δεν είχε πει. Σαν τον «Λαυρέντη» του Μανόλη Αναγνωστάκη, υπήρχαν κάποιοι που κάθε άλλο παρά αντιπροσώπευαν το πρότυπο που είχε ο κόσμος της Αριστεράς για τον αγωνιστή. Και άλλοι, που παρά το ότι το πλήρωναν με κάθε τρόπο, αντιδρούσαν στη συμπεριφορά τους.

Ο κόσμος των φυλακών και των εξοριών όπως κάθε μικρόκοσμος έχει και ωραίες στιγμές, αλλά έχει και φάλτσα. Και όσο πιο πολύ ξεδιπλωνόταν η αφήγηση στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» τόσο περισσότερο φαινόταν ότι το περιβάλλον φαλτσάριζε. Ότι οι ηρωισμοί βρίσκονταν στον αγώνα που έδινε ο καθένας γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας την ήττα. Η οποία, για την καθοδήγηση, απλώς δεν υπήρχε.

Το ζήτημα δεν είναι ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ούτε να μετρήσουμε με τη μεζούρα τις συμπεριφορές. Σημασία έχει πως ο Μίσσιος με τα βιβλία του τάραξε τα στεκούμενα νερά της «κομματικής» αφήγησης απεικονίζοντας ζωντανούς ανθρώπους. Που, ναι, πότε «βάσταγαν» και πότε όχι. Πότε είχαν γενναιόδωρη συμπεριφορά και πότε μικρότητες. Αλλά που ζούσαν με βάση τη συνείδησή τους και έκριναν ακόμα και τους «ιερούς και όσιους». Ισως μάλιστα κυρίως αυτούς. Δεν ήταν οι εχθροί, ήταν οι εκπρόσωποι μιας αντίληψης που ο Μίσσιος δεν συναίνεσε ποτέ στο να συγχωρεθεί. Αυτά ήταν τα καινούργια στοιχεία που έφερε, και γι’ αυτό αγαπήθηκαν τα βιβλία του, τα γεμάτα αμφισβήτηση και χυμούς.

Η ειλικρίνειά του, συνοδευόταν με μια άδολη αγάπη και κατανόηση, ακόμη και για όσους «καταχέριζε». Αναγνώριζε την ανάγκη του ανθρώπου να δικαιολογεί τη ζωή του. Γι’ αυτό και δεν ήθελε να είναι άδικος. Προσπαθούσε τουλάχιστον. Οσο δεν προσπάθησαν εκείνοι που κάποτε διαφώνησαν μαζί του (όπως και η υποφαινόμενη. Η ευγένειά του, με συντάραξε).

Πριν κλείσω, δύο φράσεις του, που τα λένε, νομίζω όλα:

«Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;»

Και: «ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΟΥΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΕ ΑΛΛΑΞΕΙ»

(Αυτό το είχε και προμετωπίδα στο μπλογκ του)