
Δεν ξέρω γιατί έχω ταυτίσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες με τα καλοκαίρια. Ισως επειδή, από τότε που τις ανακάλυψα, περίπου τριάντα χρόνια πριν, τις παίρνω μαζί μου κάθε καλοκαίρι θαυμάζοντας τη γραφή, την πλοκή, τη γλώσσα τους. Ισως, πάλι, γιατί ο Στρατής Τσίρκας, με τις θερμές περιγραφές του, σε βάζει σε ένα κλίμα καλοκαιρινό, ιδίως στη Νυχτερίδα. Ας είναι.
Κάθε καλοκαίρι, λοιπόν, βυθίζομαι πάλι και πάλι στον κόσμο που αυτός ο μέγας συγγραφέας και ουμανιστής έπλασε για να μας ομορφαίνει τη ζωή τη σκέψη και τις ώρες της σκόλης. Κι όταν θυμηθώ μια σελίδα, μια έννοια, μια περιγραφή, δεν διστάζω να διαβάσω σε όποιον τόπο και σε όποιον χρόνο τη Λέσχη, την Αριάγνη, την Νυχτερίδα, ή και τα τρία μαζί. Για μένα, είναι το μυθιστόρημα της ζωής μου (σαν ένα τα προσλαμβάνω και ας είναι τρία αυτόνομα και συνδεδεμένα όσο χρειάζεται για να είναι τριλογία και για να εξαντληθεί η ιστορία που αφηγείται ο Τσίρκας.
Τα διάβασα και φέτος, μάλιστα σχολιασμένα εξαιρετικά από τη Χρύσα Προκοπάκη, η οποία γνωρίζει όσο κανείς τον συγγραφέα, το έργο που άφησε πίσω του και τα γεγονότα της εποχής στα οποία αυτό εστιάζει. Χρόνων και χρόνων αφοσιωμένη ενασχόληση, και μαζί μια εμπνευσμένη άποψη για τη λογοτεχνία, δίνουν στα δικά της κείμενα (και στο γενικό και στα ειδικά σχόλια) μια συναρπαστική αξία.
Τα διάβασα, λοιπόν. Και προσπάθησα να δω τι δεν θα κρατούσα σήμερα. Για μια ακόμα φορά δεν βρήκα κάτι παρωχημένο, κάτι παλιό, κάτι που δεν με συγκινεί αισθητικά. Κάτι που με αποδιώχνει, που μου χαλάει την ατμόσφαιρα. Αντιθέτως: διαπιστώνω και πάλι πως έχουν μοναδικές αρετές. Και πως η κόκκινη κλωστή που τα ενώνει, ο ήρωας Μάνος Σιμωνίδης, ο έρωτας (διαψευσμένος, σχεδόν πάντοτε) και τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή με τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, είναι, πάντοτε, ολοπόρφυρη.


Η Λέσχη είχε μεγάλες περιπέτειες όταν γράφτηκε. Το Ανθρωπάκι, ο ήρωας που αντιπροσωπεύει τον σταλινικό της Αριστεράς, είχε σκιαγραφηθεί με τόση δύναμη, ώστε ενόχλησε πολλούς. Προφανώς όσους αναγνώρισαν τον εαυτό τους ή τον διπλανό τους στα λόγια και στις πράξεις του, στην καταγγελία (πάντοτε όμως με λογοτεχνικούς όρους) που έκανε ο συγγραφέας. Του ζήτησαν, λοιπόν, να αποσύρει το βιβλίο. Κι εκείνος απάντησε πως βιβλία δεν καίει και πως η συνείδησή του δεν είναι καπέλο να την πάρει από ένα καρφί και να την κρεμάσει σε κάποιο άλλο. Η διαγραφή του από τους Ελληνες κομμουνιστές της Αιγύπτου και η ιδεολογική διαμάχη που λογικό ήταν να φουντώσει στη δύσκολη δεκαετία του '60, έβγαλαν από το παιχνίδι τη Λογοτεχνία, έβαλαν την Πολιτική. Ετσι, η Αριάγνη, που είναι ωριμότερη και σπαρακτικότερη από την θαυμάσια, πάντως, Λέσχη, έχασε ως προς την κριτική. Οσο για τη Νυχτερίδα, που φέρνει την κάθαρση; Κι εκείνη δεν είχε καλύτερη τύχη.

Και πάλι η Χρύσα Προκοπάκη και κάποιοι ακόμη που μπόρεσαν να κρατηθούν ψύχραιμοι και νηφάλιοι και να διακρίνουν πως το έργο ήταν αριστούργημα, το υπερασπίστηκαν λογοτεχνικά. Ακόμα όμως και όταν τα πάθη καταλάγιασαν, η τριλογία δεν είχε την ανταπόκριση που της άξιζε από την κριτική. Την είχε, πάνως, από το κοινό. Μέχρι να κάνει αυτή τη σχολιασμένη έκδοση, ο «Κέδρος» έχει μετρήσει τριάντα έξι εκδόσεις της.
Ο χρόνος έφυγε, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες μένουν. Ο αιώνας που γύρισε, μάς επιτρέπει μια πρώτη αποτίμηση. Μακριά από εδώ τα καλλιστεία βιβλίων, συγγραφέων, ανθρώπων. Κι όμως. Πιστεύω ακράδαντα πως ο θεωρητικός της λογοτεχνίας στο μέλλον αυτές θα υποδεικνύει ως το κορυφαίο βιβλίο του εικοστού αιώνα. Ετσι κι αλλιώς, αυτός που μαραίνει τον έρωτα και καρπίζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή, και ταξιθέτης του σύμπαντος χωροθετεί τον καθένα στη θέση που του αξίζει, ο Δίκαιος Χρόνος, όπως έλεγε και ο Τάσος Λειβαδίτης, έχει ήδη μιλήσει δείχνοντας, ως πρόκριμα, την εύνοιά του και την εύνοια του κοινού για ένα έργο μεστό, στέρεο, μοντέρνο, για μια πολιτεία πιο πολύβουη και πιο μυστηριακή κι από την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια μαζί.