Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Γιάννης Ρίτσος: «τι γρήγορα που μαδούν τα τριαντάφυλλα»



«Ησυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή
του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει.
Αλήθεια,
τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα
φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά
της πόδια.»

Καρλόβασι, 5.VI. 87

«Στο νοσοκομείο» από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής».
Η όρθια αρκουδίτσα που κρατάει ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια είναι απέναντί μου τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, (11 Νοεμβρίου 1990. Επέστρεψε σε μένα από την Έρη. Είχε φτάσει στο σπίτι του ποιητή στην οδό Μιχαήλ Κόρακα από το (ανατολικό τότε) Βερολίνο. Αποτελούσε το σύμβολο της πόλης και αυτός ήταν ο λόγος αποενοχοποίησης του παιχνιδιού και επιλογής του, από την πλευρά μου.


Ολα είχαν ξεκινήσει ένα απόγευμα Φεβρουαρίου του 1986 ή 1987 (η μνήμη παίζει παιχνίδια μετά από τόσα χρόνια) όταν από τον «Ριζοσπάστη» όπου τότε εργαζόμουν με ενημέρωσαν ότι έφευγα το πρωί, αξημέρωτα, για Βερολίνο, όπου θα παρακολουθούσα ένα... ροκ φεστιβάλ! (και μη γελάτε, σας βλέπω). Εφυγα χωρίς συνάλλαγμα, με τριάντα δολάρια μόλις που είχε ο αείμνηστος και θαυματοποιός Χρήστος Μπόμπος στο χρηματοκιβώτιό του. Τα μισά τα ξόδεψα στη Βουδαπέστη, όπου έμεινα τράνζιτ πολλές ώρες και έκανα μια βόλτα στην πόλη.
Εκεί έμεινε και η βαλίτσα μου, προς μεγάλη μου απελπισία. Ετσι, τα υπόλοιπα τριάντα τα έδωσα για μικροπράγματα απολύτου ανάγκης, που είχαν χαθεί μαζί με τη βαλίτσα. Οταν ήταν η ώρα να φύγω, είχα μόλις πέντε δολάρια, με τα οποία αγόρασα την όμορφη αρκουδίτσα, σήμα, όπως είπα, της πόλης. Αυτό θα ήταν το δώρο μου για τον Γιάννη Ρίτσο.
Του την έδωσα πολύ αμήχανη, και προς μεγάλη μου έκπληξη τον είδα να ξετρελαίνεται! Αποενοχοποιήθηκαν μέσα του όλα τα αρκουδάκια που (ναι, ναι!) τόσα χρόνια είχε μακριά από τα βλέμματα των τρίτων, στην κάμαρά του και σε διάφορα κουτιά και πήραν θέση στην πρωτοκαθεδρία στο δωμάτιο όπου έγραφε κοιτάζοντας από την μπαλκονόπορτά του την Πάρνηθα- εκεί που δεχόταν και τις επισκέψεις του.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα αρκουδάκια, που τόσο τον είχαν συντροφέψει στην ποίησή του (ας θυμηθούμε τη γριά αρκούδα στη Σονάτα του σεληνόφωτος) βρέθηκαν στο προσκήνιο λέγοντας «μπρούμα μπρούμα μπρούμα τζα» που κατά τον Ρίτσο σήμαινε «ευχαριστώ» σε όλους και σε όλα. Ακριβώς όπως έκανε και ο ποιητής, που ευχαριστούσε τον Κόσμο, τους Ανθρώπους, τη Ζωή. Την τελευταία- ποιος να το πιστέψει;- επειδή πολύ τον τυράννησε, δίνοντάς του υλικό για την ποίησή του.