Σάββατο, Μαρτίου 22, 2008

Πηγή Καφετζοπούλου: Αιώνια 38 (μόνο) χρονών

Ετσι είχαν ξεκινήσει όλα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2006. Η Πυθία έγραφε χρησμούς και ο Τειρεσίας έκανε μαντεψιές. Τίτλος του πρώτου ποστ, «Με τα μάτια κλειστά». Στο μπλογκ Χρησμοί, λόγοι διττοί. Το πρώτο κείμενο της Πυθίας, έλεγε:
«Με τα μάτια κλειστά βλέπω όσα σε έφεραν μπροστά μου…

Εκείνη την ανοιχτή παρτίδα, το χαμένο στοίχημα και την αποδοκιμασία, από το άτομο που η γνώμη του μέτραγε για σένα σαν πυξίδα.

Το χρόνο που μέσα σου θεωρείς χαμένο, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τις πληγές που σε βάζουν να λες: μισώ τους ανθρώπους! (Με μισώ, θέλω αγάπη).

Τους φόβους και τα δεκανίκια σου, ψυχή μου. Βλέπω όσα θέλω κι όσα δε θέλω να ξέρω για σένα και αναρωτιέμαι:

Τόσο ουσιαστικά που μοιάζουμε, θέλεις να πάμε ένα βήμα παραπέρα;»


Αν δεν μου είχε πει ο Kyriaz πως είναι μια επέτειος, η επέτειος γενεθλίων της Πηγής Καφετζοπούλου, δεν θα είχα ποτέ μάθει πως η Πυθία ήταν η ίδια. Κι η Ανδρομέδα επίσης. Την είχα τραγουδήσει, με τις μουσικές του Παπαζογλου και του Μάλαμα και την είχα διαβάσει, ανεξάρτητα. Δεν ταύτισα τις δύο παράλληλες ευαισθησίες. Ετσι κάνεις, μέσα στη βιασύνη της καθημερινότητας και τιμωρείσαι με το να μην ανακαλύπτεις τα πράγματα στην κορύφωσή τους...
Και τώρα γυρίζω και πάλι στις μελαγχολικές πλέον σελίδες, ρουφώντας τη δροσιά μιας νιότης που χάθηκε για πάντα. Αυτές οι ωραίες ιστορίες (τα παραμύθια της) οι υπέροχοι στίχοι της, τελείωσαν, λοιπόν; Κι εκείνη, μάς έστειλε ένα κομμάτι κατάμαυρου, βελούδινου ουρανού για να σκουπίσουμε τα δάκρυα των αποχωρισμών χωρίς να μας βλέπει κανείς- εκτός από την ίδια;
Πού πηγαίνουν, λοιπόν, οι άνθρωποι οι γεμάτοι χαρά της ζωής όταν φεύγουν από κοντά μας; Οι στρόβιλοι που τους τριγύριζαν πώς καθηλώνονται πια; Τι γίνεται η Ομορφιά που έκρυβαν μέσα τους, τι απογίνονται τα χαρίσματά τους;
Τι έχεις να απαντήσεις, άραγε, Πηγή, πουλάκι μου, σήμερα που δεν γίνεσαι 39, αλλά παραμένεις αιώνια 38 ετών; Θα μας το πεις, κάποτε;

Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία





«Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα κι ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δει».

Με αυτό το τραγούδι χορέψαμε, διασκεδάσαμε, ευφρανθήκαμε τέλος πάντων αμέτρητες φορές. Ενα τραγούδι πολιτικό, ωστόσο κτήμα πολλών. Τότε που το «πολιτικός» δεν αντιστοιχούσε σε βρισιά και η πολιτική δεν είχε απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μιλούσε στο κομμάτι αυτό κατ’ άλλους για τις μάνες των εξορίστων που περιμέναν το παιδί τους «απ’ τα μαύρα τα νησιά» κατ’ άλλους για τις μάνες των πολιτικών προσφύγων που τους περίμεναν να γυρίσουν «απ’ τη μαύρη ξενιτιά». Η ακρίβεια υποχωρεί προς χάριν του μύθου. Σήμερα, επέστρεψαν οι εξόριστοι και οι άνθρωποι που βρίσκονταν σε αναγκαστική υπερορία ήρθαν πίσω ή πέθαναν εκεί. Οι περισσότεροι και από τις δύο κατηγορίες μάς έχουν πλέον αποχαιρετίσει οριστικά και η νεολαία διασκεδάζει, πλέον, με άλλα τραγούδια, συνήθως της καψούρας.
Κι ωστόσο, ο Δάσκαλός μου δεν μεμψιμοιρούσε ποτέ και δεν μου επέτρεπε να μεμψιμοιρώ. Οι καιροί αλλάζουν και αλλοίμονο σε όποιον δεν μπορεί να εξηγήσει, τουλάχιστον, αυτές τις αλλαγές. Αλλωστε, το γεγονός ότι από τα βιβλία του έχουν σταθερή ζήτηση δύο ερωτικά (η «Εαρινή Συμφωνία» και τα «Ερωτικά») ένα υπαρξιακό (η «Σονάτα του σεληνόφωτος») και ένα πολιτικό (ο «Επιτάφιος») υποδηλοί, εκτός από το ότι τα τέσσερα αυτά είναι αριστουργήμαρα, πως οι νέοι άνθρωποι πάντοτε φλερτάρουν την Επανάσταση με τους δικούς τους όρους.
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης χθες και παγκοσμίως είχε αφιερωθεί στην ελληνική πολιτική ποίηση. Τώρα πια, που έχουμε απομακρυνθεί από τις γεμάτες φωτιά συνθήκες που τη δημιούργησαν, και ο ρόλος της έχει αμβλυνθεί. Είναι όμως, παρόλα αυτά, καιρός, να την αξιολογήσουμε πλέον με άλλα κριτήρια. Να την αποκαθάρουμε από καθωσπρεπισμούς και πειθαναγκασμούς και «πρέπει» και «απαγορεύεται». Και να μείνει ό,τι μείνει διότι είναι καλή ποίηση. Τα υπόλοιπα, πράγματι, να περάσουν στην ιστορία της λογοτεχνίας- και να ξεχαστούν γλυκά- γλυκά.
Γράφω τόση ώρα και σκέφτομαι πως αν ισχύσουν αυτά, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Αρη Βελουχιώτη επί παραδείγματι, θα τυλιχτεί με την αχλύ της λήθης. Κι όμως, είναι αψευδής μάρτυρας μιας εποχής γεμάτης αντιφάσεις, σπαραγμό, αίμα και δάκρυ καρδιάς. Τι μεγάλα λόγια, σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής στο εξώφυλλο του χειρογράφου του, τι κακοί στίχοι. Αλλά και τι άνθρωποι, τι δύναμη ψυχής.
Η αντίφαση του Ρίτσου, θα πείτε, να ξέρει πως το ποίημά του είναι αδύναμο, ωστόσο να το αγαπά επειδή εκφράζει δυνατά μια στιγμή της αιωνιότητας, της πατρίδας, της ελευθερίας. Ναι. Αλλά όχι μόνο. Ο Ρίτσος με αυτό το ποίημα, που γράφεται ελάχιστο καιρό μετά την αποκήρυξη του Αρη από το ΚΚΕ και την αυτοκτονία του όταν έπεσε σε ενέδρα, προέβη σε κομματική ανυποταγή- έκανε, τουτέστιν, τη δική του επανάσταση. Και πώς να τα ξεχάσεις όλα αυτά; Αλλά είπαμε. Δικαιοσύνη...
Πολιτική ποίηση στην Ελλάδα δεν γράφτηκε βεβαίως μονάχα από την Αριστερά, ούτε γράφτηκε μονάχα στον 20ό αιώνα. Ηδη από τον 19ο ο Σολωμός και ο Κάλβος ο πρώτος μέσα από τον Υμνο στην Ελευθερία ήδη και ο δεύτερος με το περίφημο «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» έβαζαν τα θεμέλια μιας ποίησης που ήθελε να είναι (και ήταν) και πολιτική. Ακολούθησαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους, βεβαίως, ήταν ο Σεφέρης («δεν χρειάζεται πολύ καιρό το κακό για να σηκώσει κεφάλι») αλλά και οι σπουδαίοι αριστεροί ποιητές σαν τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Αλεξάνδρου, τον Πατρίκιο.
Για τη χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης παραθέτω λοιπόν από μνήμης ένα απόσπασμα από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που έχει μελοποιήσει μοναδικά ο Θάνος Μικρούτσικος. Δυστυχώς, δεν έχω τη μουσική για να σας τη βάλω. Απλώς να πω ότι του Αβέρωφ και του Χατζηκώστα ήταν φυλακές πολιτικών κρατουμένων:

«Κι ύστερα πάλι ομοβροντία τα χαράματα
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσια τα σπουργίτια
τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
κόβοντας με τις ρόδες τους στα δυο τον ήλιο.
Εμεινε πάλι πολλή σκόνη τ’ απογεύματα
Η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα μαύρα φουστάνια
Των μανάδων
Καθώς περνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
Ή από τα τμήματα των μεταγωγών
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
Με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
Σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει
Ούτε ο Θάνατος.»

Στο 6ο Λύκειο Καλλιθέας είχαν μια σημαντική πρωτοβουλία για τον εορτασμό της παγκόσμιας μέρας ποίησης. Επισκεφθείτε τους οπωσδήποτε.


Υ.Γ. Είχα υποσχεθεί τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο» του Γιώργου Σεφέρη. Ομως, μονάχα που μου άνοιξε η όρεξη. Πρόκειται για μια εντελώς φιλολογική έκδοση ενός όχι απλώς ημιτελούς, αλλά εντελώς αχνού έργου, από το οποίο ο ποιητής είχε γράψει ελάχιστο και σχεδιάσει άλλο λίγο. Δεν θα το κάνω λοιπόν. Ευχαριστώ θερμά όσους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για τον Σεφέρη και ακολουθεί, εν καιρώ, άλλος ποιητής.

Υ.Γ.2 Στη Θεσσαλονίκη είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τα τρομερά παιδιά της Χουακίνα. Κοιτάξτε στη στήλη των συνδέσμων μου και επισκεφθείτε τους. Θα ξετρελαθείτε.

Υ.Γ.3 Αύριο είναι μια επέτειος για την Πηγή Καφετζοπούλου, όπως μας θυμίζει ο Kyriaz. Θα προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά του.