Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2009

Ελλη Παππά: μια γενναία γυναίκα μάς αποχαιρέτησε

«Ο ύπνος/ ανοίγει την ψυχή/ στο όνειρο./ Ωσπου να το σκεφτεί/αν έχει/ δικαίωμα στο όνειρο/ έφυγε η νύχτα.»
(Δουλειά της φυλακής)


Ακριβώς σε δύο μήνες θα έκλεινε τα 89 της χρόνια. «Εφυγε», λοιπόν, θα έλεγε κανείς πλήρης ημερών. Οπως και πλήρης ονείρων, αλλά και πικρών στιγμών. Η Ελλη Παππά, που έκλεισε για πάντα τα μάτια της στις 6 το πρωί στην Ευρωκλινική, είχε μια ζωή από αυτές που χαρακτηρίζονται «μυθιστορηματικές»: γεμάτη ομορφιά, αλλά και δυσκολίες.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1920, πέμπτο παιδί της οικογένειας Ευαγγέλου Παππά και Μαριάνθης Παπαδοπούλου- το αγαπημένο «Ελλάκι» της μεγαλύτερης αδερφής της Διδώς Σωτηρίου. Η Διδώ κι εκείνη, τόσο διαφορετικές σαν χαρακτήρες, με το ίδιο πείσμα και με την ίδια θέληση πάντως, ήταν στενά δεμένες. Ιδίως με την υπόθεση Μπελογιάννη, με την σύλληψη, δίκη και καταδίκη της Ελλης, η Διδώ ήταν αυτή που έτρεχε παντού προσπαθώντας να βοηθήσει την αδερφή της. Η Διδώ μεγάλωσε τον Νίκο, καρπό αγάπης της Ελλης με τον Νίκο Μπελογιάννη, ενόσω η Ελλη ήταν στη φυλακή για τις πολιτικές της ιδέες.
Είχε μεγαλώσει στον Πειραιά. Έβγαλε το γυμνάσιο στον Πειραιά και την Κοκκινιά. Φοίτησε στη Φιλοσοφική και στη Νομική του Πανεπιστημίου και στη Γαλλική Σχολή της Αθήνας, και ταυτόχρονα άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου εντάχθηκε στις γραμμές του κοινωνικού κινήματος (Κοινωνική Αλληλεγγύη του Καρβούνη) και αργότερα στην ΟΚΝΕ. «Γεννήθηκα στην Σμύρνη, παραμονή της καταστροφής, πέμπτο παιδί, αθέλητο και παραπεταμένο», γράφει αυτοβιογραφούμενη. «Η μάνα μου αρνήθηκε να με θρέψει. Δεν ήμουν παιδί, ήμουν άλλο πράμα και με πέταξε. Επέζησα χάρη στη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου. Η καταστροφή έφερε την οικογένεια στον Πειραιά.
Την υγεία μου την ανέλαβε η θάλασσα του Πειραιά και την αγωγή μου τα αλητάκια του Πειραιά. Όλα έδειχναν ότι η προλεταριακή μου συνείδηση ήταν εξασφαλισμένη. Τότε μπήκαν στη ζωή μου τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας, ο Γιώργος, που έγινε ασυρματιστής, και ο «άγγελος της ζωής μου», η Διδώ (Σωτηρίου), που ζούσε με την πλούσια αντιδραστική θεία, αδελφή του πατέρα μας. Από τη σκληρή δουλειά του ο Γιώργος, από μια έμφυτη συνείδηση η Διδώ, από κοντά κι η μάνα μας, είχαν γίνει και οι τρεις κομμουνιστές».
Στην Κατοχή, στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση. Στον Εμφύλιο Πόλεμο, σε παράνομο τυπογραφείο του Ριζοσπάστη. Μετά τον Εμφύλιο, συνεργασία με Πλουμπίδη και Μπελογιάννη με πολιτικό στόχο την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και το κλείσιμο των πληγών που άφησε ο αδελφοκτόνος πόλεμος.
Τη συνέλαβαν στο τέλος του 1950, λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του συντρόφου της Νίκου Μπελογιάννη. Δικάστηκαν μαζί σε δύο δίκες, με καταδίκες σε θάνατο. Δεν την εκτέλεσαν γιατί ο γιος τους, που γεννήθηκε στη φυλακή, ήταν τότε 7 μηνών κι ο Πλαστήρας δεν τόλμησε να εκτελέσει μάνα μωρού παιδιού. Έμεινε συνολικά 13 χρόνια στη φυλακή.


Κατά τη δευτερολογία της στη δεύτερη δίκη, η Ελλη είχε πει για το θέμα αυτό: «Διάβασα στις εφημερίδες τις δηλώσεις του προέδρου της κυβερνήσεως πως δεν θα εκτελεσθούν γυναίκες και δη μητέρες ανηλίκων τέκνων. Επειδή συμβαίνει να έχω και τις δυο αυτές ιδιότητες, είμαι υποχρεωμένη να δηλώσω ότι δε δέχομαι αυτή τη θλιβερή εξαίρεση.
Η δήλωση του πρωθυπουργού είναι μια ακόμα ομολογία πως η δίκη αυτή είπναι καθαρά πολιτική και δεν έχει καμία σχέση με κατασκοπίες (σ.σ. η παραπομπή γινόταν με τον περιβόητο νόμο 509 περί κατασκοπίας, επειδή, ακριβώς, η δεξιά προσπαθούσε να κρύψει τον πολιτικό χαρακτήρα των δικών). Φοβάται ο κ. Πλαστήρας πως θα προσβληθεί το αίσθημα του λαού από το θάνατο μιας μητέρας και δε φοβάται πως θα προσβληθεί από την αδικία της τυχόν εκτέλεσης του Μπελογιάννη, του Λαζαρίδη και των άλλων θυμάτων του; Δε φοβάται τι θα νιώσει αυτός ο λαός που του υποσχέθηκε ειρήνευση και λήθη και του προσφέρει ξανά αίμα και δάκρυα;
Δε δέχομαι τη θλιβερή εξαίρεση που μου προσφέρει ο κύριος πρωθυπουργίς. Δε διαχώρισα τις ευθύνες μου από κανένα, δε ζήτησα επιείκια από κανένα, πολύ λιγότερο θα ζητούσα φιλανθρωπία.»

«Τιμωρήθηκε» με το να ζήσει. Και έκανε σκοπό της ζωής της να υπηρετήσει Οράματα υψηλά. Αν και το ήξερε πως ΤΟ όραμα, δεν ήταν όπως το είχαν ελπίσει. Σε συνέντευξή της στη Ρούλα Γεωργακοπούλου (περιοδικό Ταχυδρόμος, 6/5/1992) έλεγε:
«Οταν ο Νίκος (σ.σ. ο σύντροφός της Νίκος Μπελογιάννης) πήγαινε στο ντουφέκι, δεν πήγε όπως πολλοί άλλοι, πριν την ήττα, πήγαιναν γελώντας και τραγουδώντας. Ο Νίκος όταν πήγε ήξερε ότι δεν υπήρχε όνειρο. Οτι το όνειρο είχε συντριβεί. Τα λόγια που μου είπε την τελευταία μέρα κάνουν την υπόθεση τραγωδία. Μου είπε: ‘και να σκέφτεσαι ότι πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος. Το λάθος ήταν η αποχή που είχε φέρει τον εμφύλιο. Ο εμφύλιος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ο Νίκος το ήξερε αυτό και δεν μου το είπε για να το κρύψω στα τρίσβαθα της ψυχής μου, αλλά σαν κάτι που όφειλα να το πω. Δεν το είπα για πολλά χρόνια. Φοβήθηκα. Πώς το λένε, δίστασα. Είχαμε τότε δύσκολες καταστάσεις κι εκείνη η συνήθεια να μη μιλάμε...»
Δεν μίλησε. Εχει φυλάξει όμως ντοκουμέντα από εκείνη την περίοδο, που το «Κόμμα» έλεγε τον αγαπημένο της συνεργάτη και έντιμο αγωνιστή Νίκο Πλουμπίδη, χαφιέ. Βρίσκονται σφραγισμένα στο Ελληνικό Ιστορικό Λογοτεχνικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) μαζί με το σύνολο του αρχείου της.


Με τη δικτατορία, άλλον ενάμιση χρόνο στα Γιούρα. Η χούντα την απέλυσε, εντέλει, το 1968 γιατί είχε αρρωστήσει πολύ σοβαρά και φοβήθηκε για τη ζωή της, αλλά και με τις έντονες ενέργειες της Σοβιετικής Πρεσβείας, η οποία την καλούσε σε επίσημο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση. Αρνήθηκε τη σοβιετική πρόσκληση γιατί συνέπιπτε με τη σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία. Μετά την απόλυσή της δε θέλησε να εργαστεί σε εφημερίδες της εποχής, εργάστηκε σε εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά και αργότερα στην εφημερίδα Μακεδονία με ψευδώνυμο.
Με τη μεταπολίτευση ασχολήθηκε κυρίως με το πρόβλημα επανένωσης της Αριστεράς και με το πολιτιστικό κίνημα και επαγγελματικά στις εφημερίδες Μακεδονία και Έθνος και στο περιοδικό Γυναίκα, καθώς και με το γράψιμο και την έκδοση αρκετών βιβλίων της. Στο τέλος του 1990 αποσύρθηκε από την ενεργό δημοσιογραφία και από τότε ασχολήθηκε κυρίως με τα προβλήματα της Αριστεράς στη χώρα μας και με τη συγγραφή και την έκδοση μελετών πάνω στα φλέγοντα προβλήματα του καιρού μας. Συνόψιζε την επανασύνδεσή της με το ΚΚΕ, ως εξής: «Η επανένωση της Αριστεράς ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και είχε οικτρό τέλος. Απεχώρησα από το ΚΚΕ, πράγμα που και η ηγεσία του επιθυμούσε».




Εγραψε τα βιβλία:




Μελέτες
Ο Πλάτωνας στην Εποχή μας (1981, 1998)
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς στο Κεφάλαιο του Μαρξ (1983, 1984)
Σπουδή στο θέμα της Ελευθερίας - Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό (1985)
Μύθος και ιδεολογία στη Ρωσική Επανάσταση - Οδοιπορικό από το ρωσικό αγροτικό λαϊκισμό στο λαϊκισμό του Στάλιν (1990)
Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου (1991)
Κομμούνα του 1871: Επανάσταση του 21ου αιώνα; (1992)

Λογοτεχνικά έργα
Το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου (Μυθιστόρημα, Βουκουρέστι 1961)
Δουλειά της φυλακής (Διηγήματα και ποιήματα, 1979)

Άλλα έργα
Βίος και έργα της γάτας της Σοφής (1984)
Σελίδες από τον τύπο της Αντίστασης (1985)
Νίκος Κιτσίκης - Ο επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο πολιτικός (1986)
"ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ – Βιβλία από τη Φυλακή" (Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο - Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο)


Ο Δημήτρης Χουλιαράκης έγραψε για την τελευταία έκδοση στην εφημερίδα Το Βήμα, 17/12/2006


«Δεκατρία χρόνια έμεινε έγκλειστη η σύντροφος του Μπελογιάννη Ελλη Παππά, σηκώνοντας το βαρύ φορτίο της θανατικής καταδίκης για κατασκοπεία. Ομως, σε αντίθεση με εκείνον, δεν οδηγήθηκε στο απόσπασμα καθώς μέσα στη φυλακή είχε φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Αρχικά κρατήθηκε σε απομόνωση στην Ασφάλεια κι έπειτα στις φυλακές Καλλιθέας, Κάστορος και Αβέρωφ. Για να ξεχνάει την πίκρα του εγκλεισμού, να αντιστέκεται στη βαρβαρότητα που την περιέβαλλε και κυρίως για να διαπαιδαγωγεί τον γιο της που μεγάλωνε με τη φροντίδα της αδελφής της Διδώς Σωτηρίου, η Παππά άρχισε να γράφει και να εικονογραφεί βιβλιαράκια που τα έδενε πρόχειρα και του τα χάριζε στα επισκεπτήρια. Η δωρεά αυτή των απαράμιλλων χρωμάτων και των θαυμαστών ιστοριών συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, δημιουργώντας για τη μητέρα και το παιδί ένα ξέφωτο ελευθερίας και τρυφερής συνενοχής μέσα στις σκληρές συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Η κασετίνα που συνυπογράφουν το Ε.Λ.Ι.Α. και το Καλειδοσκόπιο περιλαμβάνει δέκα από τα βιβλιαράκια αυτά της «Μικρής μας Βιβλιοθήκης», όπως ονόμασε τη σειρά η εμνπνεύστριά της, που το καθένα τους είναι κι ένας ολόκληρος κόσμος. Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε τις «Εθνικές φορεσιές της Ελλάδας», τους «Τρεις μύθους του Λαφονταίν» (Η αλεπού κι ο κόρακας, Ο κόκορας κι η αλεπού, Το τζιτζίκι και το μερμήγκι), το «Κουκλοθέατρο του Μαθιού», το «Παραμύθι της ηλιόχωρας» και την έξοχη «Ιστορία του ξιπασμένου αλόγου» που αξίζει να δούμε μια δραματική της αποστροφή: «- Βρε Μπόυ, του έλεγε, παράξενο άλογο είσαι, μα την αλήθεια. Πιο πολύ κουράζομαι να τρέχω όταν σε καβαλάω παρά όταν τρέχω μόνος μου. Κι ούτε πολύ τον έπαιρνε στο πάρκο.
Ετσι ο Μπόυ άρχισε πάλι να διηγείται στο Σαντικλαίρ και στον Κοσονάκη τις αναμνήσεις του από την περίφημη βιτρίνα. Ετσι περνούσε ο καιρός. Και μια μέρα έγινε η καταστροφή. Εκεί που ο Γιωργάκης είχε καβαλικέψει τον Μπόυ και έτρεχε για να βγει στο διάδρομο, σκόνταψε στην άκρη της πόρτας, έγειρε μπροστά το κεφάλι του Μπόυ, προσπάθησε ο Γιωργάκης να κρατήσει πίσω το άλογο για να μην πέσει και ξαφνικά, κρακ-πατατράκ, σπάει το ξύλο που είχε για κορμί ο Μπόυ, πάρ' τον κάτω τον Γιωργάκη ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια του αλόγου. - Παληάλογο, φώναξε ο Γιωργάκης καθώς σηκωνότανε κι έτριβε τον ποπό του πού χτύπησε. Πήρε τα κομμάτια, τα πέταξε στο διάδρομο κι έτρεξε στη μαμά του φωνάζοντας».

Μια έξοχη συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία και στην Ολγα Μπακομάρου, μπορείτε να βρείτε εδώ


Η κηδεία της θα είναι πολιτική και θα γίνει Σάββατο πρωί ώρα 10.30 στο Γ΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, όπου και ο τάφος του Νίκου Μπελογιάννη.