Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007

Τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου

Πολύ πριν συνειδητοποιήσω την καταγωγή των προγόνων μου και συναισθανθώ πως έρχονταν από την αρχαία γη της Ιωνίας· πολύ πριν μάθω τις ιστορίες τους· πολύ πριν αντιληφθώ πόσα σήμαινε για την Ελλάδα η μικρασιατική καταστροφή, μια φράση ήτανε πάντοτε καρφωμένη στο μυαλό μου: «Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»
Είναι η καταληκτική φράση από τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Ενός βιβλίου που έμελλε να με σημαδέψει χωρίς, στην αρχή, να έχω κατανοήσει ότι η τραγική έξοδος του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν, για μένα, μια προσωπική εν τέλει ιστορία. Ετσι την αισθάνομαι μέχρι σήμερα, μαζί με όσους έλκουν την καταγωγή από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου- που σήμερα απομένουν στερημένα από την παρουσία των Ελλήνων. Τι κέρδισαν; Τι έχασαν; Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα το κρίνουν. Οσες φορές, όμως, βλέπω την γείτονα να είναι τόσο μα τόσο πίσω σε δημοκρατικούς θεσμούς και συνήθειες, μονολογώ: και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού, ανάμεσα σε τόσα άλλα, κι εμείς λείπαμε;
Δεν είναι άσκεφτα λόγια μιας απογόνου εκείνων, που τους θεωρεί μυθικούς. Είναι συμπεράσματα εκ του αποτελέσματος. Δεκαετίες μετά την πυρπόληση της Σμύρνης και την εθνοκάθαρση που (δυστυχώς για όλους) επιτεύχθηκε στις δύο χώρες, η πλειονότητα των στελεχών στα αριστερά κόμματα, αυτά που επαγγέλλονται την κοινωνική δικαιοσύνη, προέρχονταν απ’ τη Μικρά Ασία. Κάποια ήταν και από τον Πόντο- αυτό όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο, για το οποίο δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω, καθώς δεν το έχω μελετήσει.
Οπως είναι φυσικό, έχω διαβάσει αμέτρητους τόμους για τα τρομερά εκείνα γεγονότα του Σεπτεμβρίου (Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) του 1922. Από τα τελευταία, μάλιστα, είναι το βιβλίο του Μπρους Κλαρκ «Δυο φορές ξένος- οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία» (εκδόσεις Ποταμός) και το εξαιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ «Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919- 1922» (Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας). Το «Οραμα της Ιωνίας» δείχνει με πολλά και πειστικά ντοκουμέντα και με συμπεράσματα που προκύπτουν από ενδελεχή έρευνα ποιο ρόλο έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις. Πώς φθάσαμε στην εύθραυστη σαν πορσελάνη Συνθήκη των Σεβρών και τι έγινε μετά. Πώς από το ξεκίνημά της αυτή η εκστρατεία είχε πήλινα πόδια. Το «Δυο φορές ξένος» δείχνει πώς επιτεύχθηκε η εθνοκάθαρση και πόσο καταστροφική υπήρξε. Θα επανέλθω όμως σε αυτά, εν καιρώ.

Προς το παρόν, θέλω να επιστρέψω στο βιβλίο που με σημάδεψε και που εμπεριέχει όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει για το μικρασιατικό. Λέω για τα «Ματωμένα Χώματα» που κυκλοφορούν από τον «Κέδρο» εδώ και 45 χρόνια, πουλώντας σταθερά περίπου μια έκδοση τη χρονιά. Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου θα μοιραστεί, όπως είπε η υπουργός Παιδείας, στα παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού ως συμπλήρωμα για το Βιβλίο της Ιστορίας, περί του οποίου τόσος λόγος έχει γίνει. Και ορθώς θα μοιραστεί, επειδή αποτελεί την επιτομή όλων όσων πρέπει να γνωρίζει κανείς.
Δεν είναι, βεβαίως, παρά ένα λογοτέχνημα. Δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικού βιβλίου, επιστημονικού εγχειριδίου. Διεκδικεί τους επαίνους που δίκαια έχει: ενός βιβλίου συγκλονιστικού, το οποίο με τρόπους καθαρά λογοτεχνικούς, θέτει το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων και συναρπάζει.
Τα «Ματωμένα χώματα» είναι ένα βιβλίο απολύτως έντιμο, αφού μιλά χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για όσα έγιναν ανάμεσα στους δύο λαούς. Εξιστορεί, μέσα από την αφήγηση του Μανώλη Αξιώτη, του αγρότη νεαρού από τον Κιρκιντζέ, ενός χωριού κοντά στην Εφεσο, πώς άναψαν οι πρώτες σπίθες αντιπάθειας ανάμεσα στους Ελληνες και τους Τούρκους, πώς φούντωσαν οι πυρκαγιές, ποιοι τις συδαύλισαν έντεχνα (βασικά οι Γερμανοί) πώς έκαψαν τη Μικρά Ασία, τη φιλία και την αγάπη ανάμεσα στους δυο λαούς. Μιλά για όσα έκαναν οι μεν στους δε, αλλά και οι δε στους μεν. Με μια σπαρακτική απλότητα, που κάνει το μυθιστόρημα μεγαλειώδες:
«Νύχτα σκέπασε τη γη. Δεν ήτανε τούτος ο κόσμος πλασμένος από χέρι Θεού: Οχι, δεν ήτανε!» λέει η συγγραφέας σε μια από τις πιο δραματικές στιγμές. Δεν ήτανε. Γι’ αυτό και τόσο αίμα, τόσο δάκρυ, τόση φωτιά. Αλλά και η αγάπη για την πατρίδα που χάθηκε ανεπιστρεπτί, αμείωτη: «Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»



Ας μη μας ξεγελά η απλότητα. η Διδώ Σωτηρίου είχε στόφα μεγάλης συγγραφέως. Μ΄αυτό θέλω να πω ότι με κάθε άλλο παρά απλό τρόπο έγραψε. Σαν να δημιούργησε στο βιβλίο αυτό μια τεράστια ψιλοκεντημένη τοιχογραφία της εποχής και της περιοχής, με την κόκκινη κλωστή της Ιστορίας και της ιστορικής έρευνας να τη σημαδεύει από άκρη σε άκρη.
Τα «Ματωμένα Χώματα», που τα αγάπησα όταν ακόμη ήμουν στην εφηβεία μου, τα ξαναδιάβασα χθες θέλοντας να δω αν αντέχουν στον χρόνο. Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα πως πράγματι, αντέχουν. Τίποτα δεν έχει ξεθωριάσει. Η Διδώ Σωτηρίου έπλασε με τέτοια μαστοριά τους χαρακτήρες, παρουσίασε τόσο ζωντανά τα γεγονότα, έδωσε τόσο ζωηρά την ατμόσφαιρα της εποχής, που άνετα ένας σημερινός νέος τα διαβάζει. Αυτός ήταν και ο μόνος φόβος μου, που το βιβλίο τον εξάλειψε. Ολα αυτά που γράφονται και λέγονται από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα περί των δήθεν ωμών περιγραφών, τα ακούω βερεσέ. Πρόκειται για ελάχιστες περιγραφές, που δικαιολογούνται από το ίδιο το έργο, το οποίο και είναι το μόνο που νομιμοποιεί ή όχι τον συγγραφέα και τις προθέσεις του. Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις όσων φοβούνται τη δύναμη του βιβλίου και θέλουν να παραμείνουν στα εθνικιστικά τους στερεότυπα. Μονάχα αυτά δεν χρειάζεται η νέα γενιά. Αντιθέτως, χρειάζεται τα «Ματωμένα χώματα» όσο τίποτα.

Αφιερωμένο στην Κατερίνα- Κυκλάμινο του βουνού, που χωρίς την επιμονή της δεν θα το έγραφα.