Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008

Επί ασπαλάθων- και πράσινα άλογα;

Τα τελευταία χρόνια τείνω να παγιώσω την άποψη πως πολλά από εκείνα που θεωρούμε τυχαία στη ζωή, δεν είναι. Σας έχω ξαναπεί ότι ποιητής της ζωής μου είναι ο Σεφέρης, δεν έτυχε όμως να σας μιλήσω για τον «κεραυνοβόλο έρωτα» που με κατέλαβε μόλις διάβασα την ποίησή του, εκεί κάπου στα 15- 16 μου. Και τον Ρίτσο τον αγάπησα βαθιά με την πρώτη ανάγνωση, δεν το κρύβω, αλλά ο Σεφέρης ήταν πάντοτε κάτι διαφορετικό.
Χρόνια μετά (δεκαετίες δηλαδή) που έχω συνειδητοποιήσει την κοινή μικρασιάτικη καταγωγή μας, κατανοώ πολλά και μελετώ ακόμη περισσότερα. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι γνωρίζω το έργο του, το οποίο με απασχολεί περίπου 35 χρόνια.
Ο Ανδρόνικος έκανε στο σχολείο το γνωστό ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Κλήθηκα λοιπόν από την αδελφή μου να του πω μερικά ενισχυτικά στοιχεία, επειδή έδινε διαγώνισμα. Παραθέτω το ποίημα πρώτα:

«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι".

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»

31 του Μάρτη 1971


Ο φίλος μου Νίκος Σαραντάκος γράφει: «Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).»
Αναθυμούμενη αυτό το υπόβαθρο του ποιήματος, θυμήθηκα και την περίφημη δήλωση του ποιητή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα πρώτα χρόνια, είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, ενάμιση πριν από τον θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»

Ακούστε τη δήλωση εδώ στα Παραθέματα Λόγου.
Διαβάστε περισσότερα για εκείνον στο Ανεμολόγιο
Ο Ανδρόνικος μού είπε πως οι εργασίες που τους έχουν βάλει στο Λύκειο δεν σχετίζονται με τέτοια στοιχεία, αλλά αφορούν μονάχα σε ποιητικούς τρόπους, λέξεις, και άλλα τέτοια. Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα αντιμετωπίσω ένα ποιητικό έργο με πολιτικά κριτήρια, επειδή πολλά έχουν δει τα μάτια μου ως προς τέτοιες συμπεριφορές και ξέρω τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιο ποίημα, με τόσο σημαντικές πολιτικές (δημοκρατικές δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ) αναφορές, δεν θα έπρεπε να διδαχθεί και ανάλογα; Διδάσκεται λοιπόν το Ολον, αυτό που κάνει τον χρήσιμο πολίτη, ή…

Τι λέτε παιδιά από το 6ο λύκειο Καλλιθέας που έχετε ασχοληθεί με τον Σεφέρη στο μπλογκ σας; Εχω άδικο;

Κι εσείς αγαπημένα (και βραβευμένα, για να μην ξεχνιόμαστε) παιδιά της Χουακίνα, έχετε άποψη;
Τέλος, μικρή μου Amazone, εσύ τι νομίζεις;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008

Ο Γιάννης Ρίτσος και το Πολυτεχνείο

Ο Νοέμβριος του 1973 ήταν γλυκός. Ενα λεπτό, κόκκινο, ζακετάκι πάνω απ’ τη μαθητική ποδιά αρκούσε. Η Ανθούλα σε ξεσήκωσε να πάτε από το Νυχτερινό Γυμνάσιο της Χέυδεν, όπου φοιτούσε (νυν «κατάληψη» και ερείπιο) στο Πολυτεχνείο. Είχε ακούσει πως εκεί λάμβαναν χώρα σπουδαία πράγματα.
Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.
Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συλληφθεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, όπως χιλιάδες άλλοι Αριστεροί και δημοκράτες σε όλη τη χώρα. Εϊχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο, όμηρος του στρατιωτικού καθεστώτος, και από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο.
Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...
Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.
Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών.
Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.



Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.
Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια.
Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.

Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.