Πέμπτη, Ιουνίου 09, 2011

Από το προσωπικό ημερολόγιο μιας μικρής επαγγελματικής φωτογραφίας

Νοέλ Μπάξερ
Ακόμη ένα κείμενό της για την ανεργία

Σήμερα με φώναξαν για μια επαγγελματική φωτογραφία. Ήταν η σειρά μου να βγω στο φιλμ και χάρηκα που ζητούσαν μια ωραία αναμνηστική φωτογραφία γιατί, όπως γνωρίζεις από τις απόκρυφες σκέψεις μου, αγαπητό μου ημερολόγιο, μια ωραία αναμνηστική φωτογραφία πάντα ήθελα να γίνω.

Τελικά ... δεν ξέρω τι είμαι. Δεν ξέρω κι αν υπάρχω καλά-καλά κιόλας, γιατί δεν ξέρω πόσο καιρό θα υπάρχει εκείνη η ανάμνηση κι αν υπήρξε κιόλας στην πραγματικότητα η στιγμή για να υπάρχει η ανάμνησή της, τόσο μπερδεμένη είμαι!

Ας σου τα πω καλύτερα όλα με την σειρά:

Με κάλεσαν να φωτογραφίσω συναδέλφους σε κάποια εταιρεία. Καταχάρηκα, η σαχλή, γιατί νόμιζα πως οι συνάδελφοι ήταν πολλοί αδελφοί μαζί ή πολλοί σαν αδελφοί μαζί κι αυτό μου φάνηκε πολύ τρυφερό, πάντως χίλιες φορές καλύτερο από το να αποθανατίσω ξένους.

Όσο οι τύποι που θα φωτογραφίζονταν στηνόντουσαν για την φωτογράφηση, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πρώτον πόσο οι άνθρωποι θέλουν να φωτογραφίζονται στημένοι (αυτό που όλες οι φωτογραφίες μού έλεγαν) και δεύτερον πόσο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ήθελαν να δείξουν στη φωτογραφία πόσο χαρούμενοι είναι πατικωμένοι. Πώς αλλιώς να το εξηγήσω! Βελόνα δεν περνούσε ανάμεσά τους και όλο αυτός που έκανε τον φωτογράφο τούς παρότρυνε «στριμωχτείτε» κι αυτοί στριμωχνόντουσαν κι άλλο με φωνούλες και γελάκια και το «τσιζ» που σιχαίνομαι.

Να μην τα πολυλογώ και γεμίσω όλες σου τις γραμμές, ημερολογιάκι μου, με πράγματα που δεν έχουν σημασία ούτε με ανθρώπους που δεν έχουν σημασία, θα μπω κατευθείαν σε αυτό που θέλω πιο πολύ να σου γράψω, με αυτό που θέλω σαν τρελή να σου γράψω από την πρώτη σειρά κιόλας: Εκεί ήταν κι Εκείνος! Γνώρισα σήμερα τον άνθρωπο που ήταν μοιραίο να με σημαδέψει. Κλικ και κάτω! Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη και σε άλλες επαγγελματικές φωτογραφίες και κάπου ντρέπομαι να ρωτήσω, πιο πολύ όμως φοβάμαι πως αν ρωτώντας πάω να το εκφράσω με λέξεις θα χάσω την στιγμή, εννοώ τη ματιά, ότι θα χάσω Εκείνη τη ματιά! Την κρατάω για πάντα σαν φωτογραφία κι αυτό μου φτάνει. Έτσι θέλω να ζήσω. Αιώνια. Κουβαλώντας ως αναμνηστική φωτογραφία Εκείνο το βλέμμα και μια ανθρώπινη ομάδα κόμπων.

Στο τελευταίο «στριμωχτείτε» κάρφωσε το βλέμμα Του πάνω μου στο φακό. Φαινομενικά, για οποιαδήποτε ίσως άλλη φωτογραφία, δεν διέφερε από τους άλλους εργαζόμενους. Ίδιο ντύσιμο, ίδιο στήσιμο, ίδιο στρίμωγμα, ίδιο πανηγυρικό γελάκι. Στην ακρούλα όμως από το γελάκι Του, στο αθέατο λακκάκι δια γυμνού οφθαλμού, στο μικροσκόπιο του φωτογραφικού φακού ή στο ακόμη πιο τεχνολογικά προηγμένο σύστημα του ενστίκτου μου, το είδα εγώ, το είδα καθαρά εγώ, εγώ και μόνο εγώ, είδα στο δειλά περιπαικτικό μειδίαμα ότι δεν ήταν αγέρωχος, ότι είχε απλά ακόμη τη δύναμη να είναι περιπαικτικός με τη ζωή. Είδα την επερχόμενη θλίψη, είδα την χορτασμένη ύπνο δύναμη που θα ξυπνούσε με μια σκουντιά από αυτόν τον παραδίπλα του που τον κρατάει στη φωτογραφία αγκαλιά από τους ώμους και καλά του έκανα και τον έβγαλα με κλειστά τα μάτια, να μην έχει τίποτα να δείξει, τίποτα από τα μελλοντικά του επαγγελματικά κατορθώματα. Που έγινε αιτία να φύγει Εκείνος και θα μου περιπλανιέται σε άλλες φωτογραφίες στο μέλλον μόνος, μόνος με το γελάκι του και την θλίψη του που βγήκε στην σκηνή για έναν μακρύ μονόλογο. Είναι η σειρά της θλίψης να παίξει στο έργο κι έχει μοιραίο ρόλο, κρατάει ως το διάλειμμα, ως τότε που θα την καλέσουν πίσω στα παρασκήνια για δουλειά.

Δεν με ξεγέλασες, Εκείνε. Κι ενώ θα μπορούσα ενδεχομένως τη στιγμή του κλικ να κλείσω τα μάτια μου και να καώ («λυπάμαι, η φωτογραφία βγήκε καμένη», έτσι θα σου έλεγαν και θα σε πείθανε), τουλάχιστον να το επιχειρήσω, δεν το τόλμησα. Έμεινα εκεί, γιατί είμαι κι εγώ προορισμένη για ένα μακρύ μονόλογο στη ζωή σου, Εκείνε. Να σου θυμίζω μια άδεια στιγμή και μια κενή φιλία. Το άδειο γραφείο σου και ένα κενό από ανθρώπους συνονθύλευμα.

Έστω κι έτσι, με τούτο το ελάχιστο, είμαι ευτυχισμένη. Κι ας σε πρόδωσα κι εγώ.

Σκέψη στο περιθώριο

Μου χρωστάς κι Εσύ μια συγνώμη.