Σάββατο, Μαΐου 30, 2009

Μετά τα «Ματωμένα Χώματα»




«Γκαμηλιέρη! Ταγκαλάκι με τα κοντοβράκια και τον κατιφέ στ’ αφτί, στάσου! Αδικα μην κουφώνεις το χέρι στο στόμα* το μερακλωμένο τραγούδι σου δε φτάνει πια στην καρδιά.
Σεφκιέτ! Δε με γνωρίζεις τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ. Νε απίορ Σεφκιέτ; Αχ, Σεφκιέτ! Σεφκιέτ! Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τις καρδιές μας, άδικα.
Τι με κοιτάς έτσι έγρια, αντάρτη του Κιορ Μεμέτ; Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι’ αυτό. Λογάριασε τι μου ‘φαγες εσύ! Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τ’ Αμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!
Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μάς γέννησε, Σελάμ σοϊλέ... Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»
Η ιστορία μου αρχίζει αμέσως μετά το τέλος του μυθιστορήματος «Μαωμένα Χώματα». Λίγο πριν, η γιαγιά Βασιλεία, μόλις 16 χρονών τότε, έφυγε μέσα από τη φωτιά και τον θάνατο έχοντας μαζί της τα δύο μικρότερα αδέρφια της, Στάσα και Σάββα. Η Βγένα είχε κι εκείνη καταφέρει να μπει «στα πλοία» (έτσι λένε στην Τουρκία: στα καράβια) με μια άλλη οικογένεια, με την οποία πήγε στην Καβάλα και έμεινε σε ολόκληρη τη ζωή της. Το όλον τέσσερα παιδιά από την οικογένεια Τσακίρη. Ελειπε μία, η μεγαλύτερη: η Ελένη.
Ηταν όμορφη. Πολύ όμορφη. Ηξερε να γιατρεύει κάθε είδους πληγές, της καρδιάς και του σώματος. Ηταν καλή. Ηταν δυνατή. Την έριξαν σε ένα πηγάδι, να πεθάνει. Ηταν Ελληνίδα, κι εκείνοι όχι. Δεν έπρεπε να μείνει τίποτα στη Μικρά Ασία από τη «σπορά του διαβόλου».
Η γιαγιά Βασιλεία χρόνια πολλά, ρωτούσε όποιον Τούρκο αθλητή έβλεπε στην Αθήνα: παιδί μου, μήπως έχεις δει μια σαν εμένα με ελιά στο μάγουλο; Τα παιδιά απαντούσαν αρνητικά και η οικογένεια που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει, την κορόιδευε. Ακόμα θυμάσαι την αδερφή σου; Πάει αυτή...
Κάποια μέρα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας νεαρός της απάντησε: ναι, θεία, έχω δει μια σαν εσένα με ελιά στο μάγουλο. Κάθεται κοντά στο σπίτι μου.
Και μόνο το όνομα του χωριού Ουμουρλού, έξω από το Αϊντίνι, ζωντάνεψε τις ελπίδες της Βασιλείας. Εκεί είχαν γεννηθεί όλοι τους. Πάμφτωχοι. Εκεί παντρεύτηκε η Ελένη έναν πλούσιο άντρα και έκανε μαζί του ένα γιο. Από εκεί ξεκίνησαν το τρομερό ταξίδι ως τη Σμύρνη, τον Σεπτέμβριο του 1922.
Η γιαγιά Βασιλεία δεν ήξερε γράμματα. Ούτε την υπογραφή της δεν μπορούσε να βάλει. Κατάφερε, ωστόσο, να έρθει σε επαφή με αυτή τη γυναίκα που, ναι, ήταν η αδερφή της. Οχι απλώς είχε σωθεί από το πηγάδι (την τράβηξαν άλλοι Τούρκοι, πιο νηφιάλιοι, πιο πονετικοί) όχι απλώς είχε σώσει, ως νοσοκόμα, τη ζωή εκείνου που την είχε ρίξει να πεθάνει, αλλά είχε παντρευτεί και τον παπού Εκρέμ Αλκούτ που είχε φτάσει λίγο μετά, με την ανταλλαγή πληθυσμών, από την Πρέβεζα. Πλέον, όμως, δεν την έλεγαν Ελένη, αλλά Χαϊριγιέ. Είχε γίνει μουσουλμάνα, αποδεχόμενη τον όρο που είχε θέσει ο Εκρέμ. Η γιαγιά Βασιλεία την επισκέφθηκε και είδε ότι ζούσε ευτυχισμένη, έχοντας μια υπέροχη οικογένεια με πολλά παιδιά και εγγόνια.
Μισόν αιώνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, στα 1972, και ενώ η γιαγιά Βασιλεία μόλις είχε αποχαιρετίσει τον μάταιο τούτο κόσμο, ένα γράμμα από την Τουρκία μάς έδωσε το νήμα για την οικογενειακή επανένωση. Ο Ισμαήλ, δεύτερος ξάδερφος, έγραφε τουρκικά. Του απάντησα ελληνικά. Εκτοτε αλληλογραφούσαμε με μεγάλες διακοπές, όταν τα πολιτικά πράγματα το επέβαλαν. Μέχρι πρόπερσι, που μπήκε στο σκηνικό και η μεγάλη κόρη του ξαδέρφου, η Σααντέτ. Η επιμονή της να συναντηθούμε, έφερε ταξίδια εκ μέρους μας στη Σμύρνη, όπου πλέον μένουν, όπως και δική τους επίσκεψη στην Αθήνα, μόλις πριν από λίγες μέρες.

Ας μένουμε μακριά. Ας μας χωρίζει το Αιγαίο. Ας μας χωρίζουν γλώσσα, θρησκεία, συνήθειες, διαφορετική καθημερινότητα και τόσα άλλα. Μας ενώνει το αίμα. Είμαστε και αισθανόμαστε μια οικογένεια. Ο Τούρκος από την Πρέβεζα και η Ελληνίδα από το Αϊντίνι («αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας»), μάς έδωσαν υπέροχους συγγενείς. Από τη στάχτη της Ιστορίας, βγήκε το ωραιότερο τριαντάφυλλο. Με άρωμα που γεφυρώνει τον Χρόνο και τους Ανθρώπους.


Αφιερωμένο στην kokalina που είπε να κάνουμε ένα μπλογκοπαίχνιδο με τα Ματωμένα Χώματα.




6ο Λύκειο Καλλιθέας
10ο Λύκειο Πειραιά
Χρυσόμυγα
Κυκλάμινο του βουνού

και όσοι άλλοι θέλετε θα ακολουθήσετε;


Κυριακή, Μαΐου 24, 2009

Τα «Ματωμένα Χώματα» και επίσημα στο... ράφι


Οχι Γιάννης, Γιαννάκης. Οχι ράφια, «συμβατικές» βιβλιοθήκες. Θα μας τρελάνει το υπουργείο Παιδείας με τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Από τον Φεβρουάριο ο ανιψιός της και γενικός κληρονόμος της προσπαθεί να μάθει τι έχει γίνει το βιβλίο που πέρσι μοιράστηκε στους μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού για να μαζευτεί ξανά μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες- όπου μοιράστηκε, δηλαδή. Διότι, κάποια σχολεία δεν... πρόκαναν.
Επιτέλους λοιπόν, το υπουργείο με απάντησή του σε εξώδικο που αναγκάστηκε να στείλει ο κ. Μπελογιάννης, το παραδέχεται φαριδά- πλατειά: «Οσον αφορά στην οργάνωση Σχολικών Βιβλιοθηκών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση σας γνωστοποιούμε ότι βρίσκεται σε πιλοτική εφαρμογή. Ωστόσο σε όλες τις σχολικές μονάδες λειτουργούν συμβατικές βιβλιοθήκες οι οποίες έχουν ιδρυθεί με πρωτοβουλία των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων και των μαθητών και στις οποίες τοποθετούνται τα πάσης φύσεως βοηθήματα». Τώρα τι θα πει συμβατικές βιβλιοθήκες; Στην καλύτερη περίπτωση ράφια.

Το ιστορικό της υπόθεσης, δια χειρός Νίκου Μπελογιάννη: «Το βιβλίο επιλέχθηκε τον Οκτώβριο του 2007 (Απόφαση 110983/8.10), για να μοιραστεί στους μαθητές της Στ’ δημοτικού, ως πυροσβεστικό μέτρο απέναντι στον σάλο για τον ‘συνωστισμό’ και τις υπόλοιπες ανακρίβειες του βιβλίου της Μ. Ρεπούση. Εξαγγέλθηκε μετά βαΐων και κλάδων από τον ίδιο τον Κ. Καραμανλή και την τότε υπουργό Μ. Γιαννάκου. Αμέσως ακολούθησαν οι εκλογές, η παραγγελία στο μεταξύ εξοφλήθηκε κανονικά και, τις μέρες που τα κιβώτια με τα βιβλία έφταναν στα σχολεία, ο νέος υπουργός Ευρ. Στυλιανίδης εξέδωσε εγκύκλιο με εντολή να μη διανεμηθεί το βιβλίο ή, όπου αυτό είχε προλάβει να γίνει, να επιστραφεί και να τοποθετηθεί στις βιβλιοθήκες των σχολείων.
Τότε άρχισαν βουλευτές (Τάσος Κουράκης από τον ΣΥΝ, Μαν Στρατάκης από το ΠΑΣΟΚ) να υποβάλλουν στη Βουλή ερωτήσεις, με θέμα κατά ποια λογική το ΥΠΕΠΘ, πριν καν μοιράσει το βιβλίο στα παιδιά, ουσιαστικά το αχρήστευε, αφού στα δημοτικά δεν υπάρχει ούτε μία σχολική βιβλιοθήκη.


Ακολούθησε τον Φεβρουάριο 2009 δικό μου εξώδικο, όπου ζητούσα εξηγήσεις για τις προθέσεις του ΥΠΕΠΘ σχετικά με το βιβλίο και απαιτούσα, από τη στιγμή που θεωρούσα εμπαιγμό να συζητούμε για βιβλιοθήκες στη στοιχειώδη εκπαίδευση, το βιβλίο να μοιραστεί στους μαθητές της Στ΄ Δημοτικού, να επιστραφεί τον Ιούνιο και τα ίδια αντίτυπα να ξαναμοιραστούν τον Σεπτέμβριο στους νέους μαθητές της Στ Δημοτικού.
Η απάντηση που έλαβα ήταν πως το βιβλίο βρίσκεται στις βιβλιοθήκες της στοιχειώδους εκπαίδευσης, ένα βιβλίο ανά μαθητή, και καθένας μπορεί να το δανειστεί. Αποτέλεσμα ήταν στα μέσα Απριλίου 09 να στείλω νέα εξώδικο, με την απαίτηση να μου κοινοποιηθούν οι υπ. αποφάσεις με τις οποίες ιδρύθηκαν σχολικές βιβλιοθήκες στα δημοτικά (τονίζοντας ότι δεν γίνεται αποδεκτός ο ‘επιπλουργικός’ ορισμός της βιβλιοθήκης). Η απάντηση ήταν, ότι οι σχολικές βιβλιοθήκες στα δημοτικά βρίσκονται σε πιλοτικό στάδιο και προς το παρόν λειτουργούν όσες ‘συμβατικές’ έχουν δημιουργηθεί με πρωτοβουλία, γονέων ή εκπαιδευτικών ή μαθητών (τα γνωστά μας ράφια μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας).»






Από δειγματοληπτικές ερωτήσεις σε εκπαιδευτικούς σχετικά με την τύχη του βιβλίου, το συμπέρασμα ήταν ότι μόνο ένα μέρος των διευθυντών εφάρμοσαν την εγκύλιο. «Οι αντιπολιτευόμενοι ή ακόμα και αδιάφοροι πολιτικά, την αγνόησαν και έδωσαν ή άφησαν το βιβλίο στα παιδιά, επειδή σεβάστηκαν το βιβλίο, τα παιδιά, τη συγγραφέα και τη δική τους αξιοπρέπεια.

Συμπέρασμα: Για πολλοστή φορά με αυτή την κυβέρνηση, δεν γνωρίζει η δεξιά της τι ποιεί η ακροδεξιά της.»

Συμπέρασμα δικό μου: ένας τρόπος μονάχα υπάρχει να τους σπάσουμε τα νεύρα. Να φροντίσουμε ώστε οι νεώτεροι να το διαβάσουν, από τις δικές μας βιβλιοθήκες. Ενα βιβλίο που έχει ξεπεράσει τις τριακόσιες χιλιάδες αντίτυπα, δεν μπορεί, βρίσκεται σε κάθε σπίτι. Επίιιιιιιιθεση!