Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2012

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ: μια ύπαρξη με όρεξη


Η μέρα ξεκίνησε με μια χαρμόσυνη είδηση: η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, αυτή η σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, παίρνει το κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή της «Η ανορεξία της ύπαρξης», (Καστανιώτης). Ηταν καιρός η υπέροχη, υπέροχη, υπέροχη φωνή της να βγει και πάλι στο προσκήνιο από κάποιο εξωτερικό γεγονός. Επειδή η Κατερίνα, δεν εμφανίζεται στις «αγορές». Οι αναγνώστες της, που και πολλοί είναι και πιστοί, την ανακαλύπτουν μέσα από το έργο της και σπανίως από κάποια εκδήλωση, κάποια δήλωση, κάποια συνέντευξη. Αυτονόητο για έναν ποιητή, και μάλιστα μια ποιήτρια του μεγέθους της. Δυστυχώς, όμως, ό,τι θα έπρεπε να κατακρίνεται, η διαρκής έκθεση και φθορά, οι δημόσιες σχέσεις, οι πολιτικές και άλλες συγγένειες (μέσα των οποίων η Κατερίνα ποτέ δεν μετήλθε) κανονίζουν τα πράγματα ακόμη. Φελλοί επιπλέουν. Όμως αυτό, δεν την ένοιαξε ποτέ. Μονάχα η τέχνη της τη νοιάζει. Θεωρεί, άλλωστε ως την πιο υπερεκτιμημένη αρετή, τη δημοσιότητα και τη σημασία της τη χαρακτηρίζει μύθο. Ιδού μερικοί εξαιρετικοί στίχοι της, για ξεκίνημα:




«Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙

πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις

τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙

να φεύγουν τα περιττά λέω

να μπω στον ουρανό τού τίποτα

με ελάχιστα.»


Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, αλλά τα ποιήματά της γεννήθηκαν κατ’ αρχήν και μάλλον εξακολουθούν, στην Αίγινα. Γεννήθηκε νωρίς. Αυτό της στοίχισε καταρχήν ένα μόνιμο πολύ μεγάλο πρόβλημα υγείας, καθώς η πενικιλίνη δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά και της έφερε τη λυτρωτική δημιουργία- έτσι έχει εξομολογηθεί σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις της. Παρότι βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο γενεών, το έργο της την κατέταξε στη γενιά του ’70, της οποίας αποτελεί τη κορυφαία γυναικεία φωνή. Μέχρι τώρα, είχε τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης (1985) και με το Βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.(2000).

Και τα ποιήματά της γεννήθηκαν νωρίς. Η Ελένη Γκίκα σε μια συνέντευξη που της είχε πάρει,(μπορείτε να τη δείτε εδώ) αφηγείται: «’Νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις’, έγραφε κάποτε ο νονός Νίκος Καζαντζάκης στη μικρή του αναδεξιμιά. Κι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον δικαίωσε.» Ο Καζαντζάκης, συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευματική της συγκρότηση. Αν και ανατράφηκε με τη γαλλική, αγγλική και ρωσική ποίηση, οι συγγραφείς που καθόρισαν την ποιητική της φυσιογνωμία υπήρξαν εκείνος και ο Καβάφης. Όπως η ίδια σημειώνει, «και οι δύο τους, εκκινώντας από διαφορετική εντελώς αφετηρία, προσπάθησαν να παντρέψουν την ποίηση με τη φιλοσοφία και να γράψουν ποιήματα βαθύτατα στοχαστικά. Δύσκολος γάμος, γιατί ενώ η ποίηση προσπαθεί να πιάσει- το συναίσθημα της στιγμής, η σκέψη, ζητάει να ορίσει τους κανόνες κίνησης του είναι. Οι συγκεκριμένοι ποιητές όμως το πέτυχαν».

Το μεταφραστικό της έργο είναι πλούσιο και πολυσχιδές και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους ποιητές, νομπελίστες, Σαίξπηρ, κ.α. Πενήντα χρόνια τώρα διακονεί τα Γράμματα. Διαθέτει μια από τις ισχυρότερες λυρικές φωνές της μεταπολεμικής μας ποίησης, και έχει γράψει ανυπέρβλητα ερωτικά ποιήματα. Τα ποιήματα της περιόδου 1963-1996 κυκλοφορούν σε τρεις τόμους από τον Καστανιώτη. Στις ίδιες εκδόσεις ακολούθησαν άλλες οι: Η ύλη μόνο (2001), Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) και «Η ανορεξία της ύπαρξης» (2011) που βραβεύθηκε.

Πολλά μπορεί να πει κανείς για το ανεξάντλητο και θαυμαστό έργο της, το καλύτερο όμως είναι να μεταλάβει ο αναγνώστης απευθείας από αυτό. Βάζω το ποίημα «Λέει η Πηνελόπη» από τη συλλογή της «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» με την οποία τη γνώρισα και με σφράγισε δια παντός:


ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ

And your absence teaches

me what art could not

Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,

ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα

κάτω απ’ το βάρος της λέξης

γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση

όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου

–απουσία από τη ζωή –

κλάματα βγαίνουν στο χαρτί

κι η φυσική οδύνη του σώματος

που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω

τις ζωντανές κραυγές

«πού είσαι έλα σε περιμένω

ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»

και ξαναρχίζω το πρωί

με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια

να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ

με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια

να στάζουν τα παλιά ταβάνια

φορτωμένα βροχή

και να ’χει διαλυθεί η δική μου

μες στη δική σου προσωπικότητα

ήσυχα, φθινοπωρινά...

Η εκλεκτή καρδιά σου

– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –

θα ’ναι πάντα αλλού

κι εγώ με λέξεις θα κόβω

τις κλωστές που με δένουν

με τον συγκεκριμένο άντρα

που νοσταλγώ όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας

και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες

στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ με πάθος

κάθε μέρα

για να πλυθείς από τις αμαρτίες

της γλύκας και της μυρουδιάς

κι ολοκάθαρος πια

να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.

Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω

στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία

τι απουσία ή πώς λειτουργεί το εγώ

στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο

πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο

το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του

σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι

σαν να το πελεκάνε

πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο

ελπίζοντας

πως ό,τι χάνει σε αφή

κερδίζει σε ουσία.


Αναλυτικά τα βραβεία, στο αποκλειστικό δημοσίευμα του Βήματος

Δεν υπάρχουν σχόλια: