"Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι"
έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, πρωθυπουργέ μου.
Φέρναν τη ζωή, όχι τον θάνατο, όχι τη φτωχεια, την πείνα, την εξαθλίωση, την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Πρωθυπουργέ μου.
Σαν ποτάμι, ορμητικά, με αγάπη, με χαρές, με πόθους, με πάθος με αγώνες. Πρωθυπουργέ μου.
Στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά γιατί "τα έδωσαν όλα, δεν κράτησαν τιποτα για τον εαυτό τους" κατά δήλωση του ποιητή. Οπως κι εκείνος. Οπως κι οι σύντροφοι.
Κοίτα ένα γύρο και πέσμου, πόσους με στεγνά χέρια βλέπεις γύρω σου; Νομίζω κανέναν. Πρωθυπουργέ μου
Ασε τον Ρίτσο σε μας, που τον ξέρουμε, τον αγαπάμε και τον τιμάμε. Αν σε ρωτήσω ένα στίχο του, δεν θα ξέρεις να πεις, πρωθυπουργέ μου. Δεν ξέρεις το «άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε».
Δεν ξέρεις το «Βασίλεψες αστέρι μου βασίλεψε όλη η πλάση.»
Το «ετούτα τ’ άρβυλα τα ματωμένα περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν»
Το «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».
Το «αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι. Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη».
Το «Κανείς, λοιπόν, δεν είναι που να μην είναι μόνος;»
Το «Ζωή- ένα τραύμα στην ανυπαρξία».
Το «Να λες: ουρανός∙ κι ας μην είναι».
Και το (μέρες που είναι) «εκεί γονάτισα κι εγώ και προσευχήθηκα κι έβαλα τάμα τη ζωή μου/ να τους κρατήσω ολόρθους μες στην ιστορία και στο τραγούδι πάνω στ’ άλογά τους / στεφανωμένους με το μέγα φωτοστέφανο της πλέον ανέλπιδης αντρείας/ ωραίους ερωτικούς και σκυθρωπούς με δυο φτερούγες πορφυρές στις ωμοπλάτες/ κι έναν κατάμαυρο σταυρό ανάμεσα στα φρύδια»
Δεν ερωτεύθηκες, δεν συγκινήθηκες, δεν αγωνίστηκες, δεν ευφράνθηκες, δεν διασκέδασες με τους στίχους του. Δεν δίστασες, λοιπόν, να τους χρησιμοποιήσεις για ένα επετειακό λογύδριο. Ούτε και τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε εμπνέουν. Ο ποιητής όταν έλεγε «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις» εννοούσε πως πετιέται «από ‘ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» κάθε φορά που κάτι κυβερνήτες (καλή ώρα) νομίζουν ότι την κρατούν «με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο».
Σε προειδοποίησα. Μην πεις ότι δεν ήξερες. «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει/ μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι». Λίγο πριν το έγραφε. Αν το είχες διαβάσει και το είχες καταλάβει, θα άφηνες ήσυχο τον ποιητή. Δεν είναι δικός σου. Η εξουσία τον φοβόταν πάντοτε, και τον δίωκε. Και ήταν αυτό, όσο και αν του στοίχισε, απείρως πιο ειλικρινές…
6 σχόλια:
Καλησπέρα, Αγγελικά,
Μην παρακολουθώντας πολύ την επικαιρότητα, δεν πήρα είδηση τι διαμάντι προσέφερε εις το πανελλήνιον ο πρωθυπουργός μας.
Όμως, βρε, παιδί μου, αν ήταν για να διαβάσω την ανάρτησή σου, χαλάλι του! Μπορεί να είναι η νιοστή φορά στη ζωή μου που θα σκουντουφλήσω σε στίχους του αγαπημένου ποιητή, αλλά το ίδιο οξυγόνο κάθε φορά.
Εξαιρετικός ο κήπος του, Αγγελική. Εμείς, ας τον ποτίζουμε μόνο.
Διονύση, εσάς είχα κατά νου γραφοντάς το. Πόσα έμαθαν τα παιδιά επειδή ενδιαφέρθηκαν!
Να τον ποτίζουμε σε αυτούς τους καιρούς της ερημιάς...
Πόσα έμαθαν και πόσα θα μάθουν, να λες, αν έχεις όρεξη. Μάλλον να ετοιμάζεσαι για καμιά προσκλησούλα για ριτσοκουβέντες και παρουσιάσεις. Έχω κατά νου μήνες τώρα να τηλεφωνηθούμε, να κανονίσουμε κάτι κι η καταραμένη η αναβλητικότητα ανθίσταται.
Δε θα της περάσει:-)
Πολλά φιλιά.
Με μεγάλη, αληθινή χαρά
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή...
Κατερίνα μου, μεγάλοι στιχοι, για μεγάλες (καλή ώρα) ώρες
Δημοσίευση σχολίου