Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

Γιάννης Ρίτσος: Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω


Ηταν αληθινά; Ήταν ψεύτικα; Γεννήματα της φαντασίας του; Αλληγορίες για να πει την αλήθεια; Σύμβολα; Επιθυμίες; Από τι ήταν φτιαγμένα, τέλος πάντων, τα φτερά του Γιάννη Ρίτσου;

Από λέξεις θα έλεγε κανείς. Όπως κι οι χάρτινες ασπίδες του, οι χαρταετοί του, τα ποιήματά του. Αλλά, και θα φανεί περίεργο αυτό που θα πω, όμως δεν είναι, τα φτερά δεν τον βοήθησαν να πετάξει. Εκείνος πετούσε χάρη στην Ποίηση. Τα φτερά υπήρξαν άλλοτε μικρά, εξωτικά στοιχεία της, («σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της υπόγειας Κόρης") συμπαθητικά, άλλοτε ένδειξη ναρκισσισμού και ματαιότητας. Κι ο ίδιος, πατούσε πολύ σταθερά στη Γη για να ονειρεύεται ουράνιες πτήσεις. Τον ουρανό, τον είχε μέσα του («όλοι εδώ πέρα έχουμε τον ίδιο ουρανό και το ίδιο χαμόγελο∙/ αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο κι αυτό τον ουρανό/ δεν μπορούν να μας τα πάρουν.»)


Θα πείτε, πάλι επαναστάτη παρουσιάζεις τον Ρίτσο. Όχι μονάχα εγώ. Πέρασα πρωινά και πρωινά επί τρία χρόνια μιλώντας σε σχολεία για τον ποιητή και διαπίστωσα πως ό,τι και αν τους έλεγα για τα υπέροχα εσωτερικά ποιήματά του- ανάμεσα στα οποία και η νεανική του «Εαρινή Συμφωνία» τα παιδιά τον ήθελαν επαναστατημένο. Αυτά τα ποιήματα θεωρούσαν τα πλέον αντιπροσωπευτικά του και γι’ αυτά μιλούσαν, αν και δεν έπαυαν να ξεχωρίζουν και να αγαπούν και τη «Σονάτα του σεληνόφωτος».

Οπωσδήποτε, ο Ρίτσος υπήρξε μέγας επαναστάτης. Και ως πολίτης, και ως ποιητής. Δεν θα σταθώ σε αναλύσεις του αυτονόητου, γιατί αλλού θέλω να φτάσω σήμερα, 22 χρόνια από τον θάνατό του (ήταν και τότε Κυριακή). Εδώ και πολύ καιρό σκέφτομαι τους παρακάτω στίχους από τη «Γκραγκάντα» μια ποιητική σύνθεση που έγραψε μέσα στη χούντα; «Εχουν ακόμη πόδια τα όνειρα- λέει- τ’ ακούς στο πάνω πάτωμα/ με τον μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση της νύχτας,/ αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,/ όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος/ ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ’ όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,/ ξυπνούν οι ένοικοι∙ σκύβουν απ’ τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙ / κανείς δεν είταν ποτέ∙/ -τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;»

Η απάντηση που υποκρύπτει το ποιητικό ερώτημα, πάντοτε επίκαιρη και σωστή, είναι «τις αλυσίδες μας». Για να οδηγήσει εκεί, και επομένως στην απελευθέρωση, ο Γιάννης Ρίτσος ρωτά επιτακτικά: «τι έχεις;» Αν το καλοσκεφτούμε, τίποτα. Επομένως, το «τι θα χάσεις;» μπορεί να αναγνωσθεί και ως «δεν έχεις να χάσεις, άρα και να φοβάσαι, τίποτα».

Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, ωστόσο, να φτάσει ο άνθρωπος στην αντιπαράθεση με ό,τι τον πονά, τον καταπιέζει, του κλέβει τα δικαιώματα, τη ζωή, την ελπίδα. Ο ποιητής θυμάται τους καιρούς που ο ίδιος, εκεί γύρω στα 25- 26, δούλευε στο θέατρο και βάδιζε στον δρόμο της συνειδητοποίησης. Είχε διδαχθεί μαρξισμό από τους συντρόφους στη Σωτηρία. Είχε γίνει και μέλος του ΚΚΕ. Μα όλα αυτά δεν έφταναν:

«μάζεψα πούπουλα απ’ τις κόττες, απ’ τις χήνες, απ’ τους αητούς, απ’ τα σπουργίτια,/ έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου,/ τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,/ έπαιξα τν αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,/ κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ’ τη μέση-,/ ο θόρυβος απ’ τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν/ τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα,/ ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ’ ένα χάρτινο φεγγάρι/ με χειροκρότησαν αρκετά- δεν τ’ αρνιέμαι- παράπονο δεν έχω-»

Ωραία, πολύχρωμα ή πάλλευκα, λαμπερά φτερά, που σε ανεβάζουν ή μαζί τους ανεβαίνεις, όπως και σε κατεβάζουν. Σύντομα θα το αντιληφθείς:

«Δεν κάνεις τίποτα με τις αιτήσεις, με τις παρακλήσεις, -είπε-/ μήτε με το κλεισμένο στόμα∙ τίποτα, τίποτα∙/ να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου/ είναι σα να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους/ είναι σαν να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη∙/ τ’ άλλα- σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες- κουραφέξαλα∙»

Κάθετος ο χαρακτηρισμός. «Κουραφέξαλα». Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αφού ο ποιητής ήξερε, το είχε ενστερνιστεί:

«Λοιπόν σ’ το λέω ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ’ τους εκμεταλλευτές του/ πιο πλούσιος απ’ τους απελπισμένους του και μαζί τους».

Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο γιατί ήταν αυτός που ήταν. Γιατί σκεφτόταν και έγραφε και δρούσε έτσι. Τον θυμάμαι και για στίχους του, που μένουν μέσα μου σαν αναμμένα κεριά σε ολόφωτα ή ημισκότεινα δωμάτια. Ανάμεσα στους στίχους αυτούς, η όμορφη παρακαταθήκη, πάντοτε από τη «Γκραγκάντα»:

«Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω∙/ είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους/ είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα/ είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία/ είπα στους νεκρούς: περιμένετε∙ τίποτα δεν τελειώνει∙»

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2012

Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα


Ο τίτλος και το άρθρο που ακολουθεί αποτελούν αυτούσια αντιγραφή από το περιοδικό Εύπλοια . Πρόκειται για ένα σπουδαίο άρθρο, ενός σπουδαίου ποιητή, του Νάνου Βαλαωρίτη, που περιλαμβάνεται στο νέο τεύχος, αριθμός 30, του εξαιρετικού αυτού ηλεκτρονικού περιοδικού. Απολαύστε τον υπέροχο λόγο του ποιητή και ξεφυλλίστε με τον browser το υπόλοιπο τεύχος, με τις πολύ ενδιφέρουσες δημοσιεύσεις:

"Χάσαμε τ' αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση, ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος...), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.

Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας τα εισοδήματα απ' τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε... μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.

Τι μας έμεινε;

Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα. Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.

Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ' αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια. Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε."

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

Μη μου τον Ρίτσο τάραττε, πρωθυπουργέ μου


"Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι" έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, πρωθυπουργέ μου.

Φέρναν τη ζωή, όχι τον θάνατο, όχι τη φτωχεια, την πείνα, την εξαθλίωση, την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Πρωθυπουργέ μου.

Σαν ποτάμι, ορμητικά, με αγάπη, με χαρές, με πόθους, με πάθος με αγώνες. Πρωθυπουργέ μου.

Στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά γιατί "τα έδωσαν όλα, δεν κράτησαν τιποτα για τον εαυτό τους" κατά δήλωση του ποιητή. Οπως κι εκείνος. Οπως κι οι σύντροφοι.

Κοίτα ένα γύρο και πέσμου, πόσους με στεγνά χέρια βλέπεις γύρω σου; Νομίζω κανέναν. Πρωθυπουργέ μου

Ασε τον Ρίτσο σε μας, που τον ξέρουμε, τον αγαπάμε και τον τιμάμε. Αν σε ρωτήσω ένα στίχο του, δεν θα ξέρεις να πεις, πρωθυπουργέ μου. Δεν ξέρεις το «άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε».

Δεν ξέρεις το «Βασίλεψες αστέρι μου βασίλεψε όλη η πλάση.»

Το «ετούτα τ’ άρβυλα τα ματωμένα περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν»

Το «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».

Το «αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι. Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη».

Το «Κανείς, λοιπόν, δεν είναι που να μην είναι μόνος;»

Το «Ζωή- ένα τραύμα στην ανυπαρξία».

Το «Να λες: ουρανός∙ κι ας μην είναι».

Και το (μέρες που είναι) «εκεί γονάτισα κι εγώ και προσευχήθηκα κι έβαλα τάμα τη ζωή μου/ να τους κρατήσω ολόρθους μες στην ιστορία και στο τραγούδι πάνω στ’ άλογά τους / στεφανωμένους με το μέγα φωτοστέφανο της πλέον ανέλπιδης αντρείας/ ωραίους ερωτικούς και σκυθρωπούς με δυο φτερούγες πορφυρές στις ωμοπλάτες/ κι έναν κατάμαυρο σταυρό ανάμεσα στα φρύδια»

Δεν ερωτεύθηκες, δεν συγκινήθηκες, δεν αγωνίστηκες, δεν ευφράνθηκες, δεν διασκέδασες με τους στίχους του. Δεν δίστασες, λοιπόν, να τους χρησιμοποιήσεις για ένα επετειακό λογύδριο. Ούτε και τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε εμπνέουν. Ο ποιητής όταν έλεγε «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις» εννοούσε πως πετιέται «από ‘ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» κάθε φορά που κάτι κυβερνήτες (καλή ώρα) νομίζουν ότι την κρατούν «με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο».

Σε προειδοποίησα. Μην πεις ότι δεν ήξερες. «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει/ μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι». Λίγο πριν το έγραφε. Αν το είχες διαβάσει και το είχες καταλάβει, θα άφηνες ήσυχο τον ποιητή. Δεν είναι δικός σου. Η εξουσία τον φοβόταν πάντοτε, και τον δίωκε. Και ήταν αυτό, όσο και αν του στοίχισε, απείρως πιο ειλικρινές…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2012

Διδώ Σωτηρίου: στο σφυρί η Ελλάδα


Η Διδώ Σωτηρίου είχε εξαιρετική πένα ως συγγραφέας, ως μελετήτρια πολιτικών φαινομένων και ως δημοσιογράφος. Ποιήματα, δεν έγραψε. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχουν κάποιοι στίχοι της, επινοημένοι για την ανάγκη του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα».

Είναι οι στίχοι που υποτίθεται πως γράφει ο νεαρός, ανήσυχος ήρωάς της, ο Αρης. Από αυτούς, διάλεξα λιγοστούς, που όποιος τους διαβάσει νομίζει ότι είναι γραμμένοι σήμερα, για το «σήμερα». Αλλά έχουν γραφτεί το 1982 και απηχούν την κατάσταση στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Αλλωστε, και η Διδώ δεν βρίσκεται εδώ και οκτώ χρόνια (ακριβώς, σαν σήμερα) ανάμεσά μας. Το ποίημα, χωρίς άλλα λόγια:

«Φτηνά πουλούμε τη ζωή μας

Όπου φύγει φύγει τα νιάτα

Αυτοκτονούν τα όνειρα

Εκπαραθυρώνονται οι ελπίδες

Στο σφυρί η Ελλάδα

Και το φως της το έκπαγλο

Προδομένη πατρίδα μου

Σκοτεινών αρχόντων Ιφιγένεια…»

Σκέφτομαι πως ή η ζωή μας κάνει κύκλους, ή οι πνευματικοί άνθρωποι- κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον- συλλαμβάνουν τις καταστάσεις πολύ βαθιά, τόσο που να είναι διαρκώς επίκαιροι και συχνά προφητικοί. Ή και τα δυό….

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει"


Ανήκω σε όσους υποστηρίζουν πως η χούντα «δεν τελείωσε το ‘73» αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που φωνάζουν το σύνθημα. Η χούντα τελείωσε, φυσικά το ’74. Το ’73 είχαμε μια σειρά από γεγονότα, με κορυφαία τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αλλά η χούντα δεν έπεσε. Αλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Εκδιώχθηκε ο Παπαδόπουλος, ανέβηκε ο στυγερότερος Ιωαννίδης. Επρεπε να έρθει το καλοκαίρι του 1974, με την τραγική προδοσία της Κύπρου, η οποία παραμένει έκτοτε διαμελισμένη, για να σαρωθεί η χούντα υπό το βάρος των αντεθνικών της πράξεων.

Επιμένω πως τελείωσε το 1974. Εκτοτε, όσα ελλείμματα δημοκρατίας και να εμφανίστηκαν, σε όσο δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς και αν ζήσαμε- και δυστυχώς, ζούμε- χούντα, ευτυχώς, δεν εμφανίστηκε ξανά. Μη μπερδευόμαστε με τις ρητορείες ότι και σήμερα τέτοια ή ανάλογη περίοδο διανύουμε. Διότι, ναι, αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά μέτρα και διακυβερνήσεις υπάρχουν. Και ολοένα πολλαπλασιάζονται. Αλλά, δικτατορία σημαίνει μια χώρα του παραλόγου, στην οποία έχει ακυρωθεί ΟΛΟ το Σύνταγμα και στην οποία βασιλεύουν ο τρόμος, η βία, ο φασισμός, οι καθολικές διώξεις. Στην οποία δεν λειτουργούν θεσμοί και ο στρατός κάνει ό,τι νομίζει. Ο στρατός όμως, έχει άλλη αποστολή, παγκοσμίως: να προστατεύει τα σύνορα κάθε χώρας. Και μόνο αυτά. Αντε, και να βοηθά σε καμιά μεγάλη φυσική καταστροφή: φωτιά, πλημμύρα, τέτοια.

Δεν κάνω μάθημα διάκρισης δικτατορίας- δημοκρατίας. Στον Γιώργο Σεφέρη και πάλι θέλω να αναφερθώ, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (προχθές, 20 Σεπτεμβρίου). Σαν σήμερα έγινε η κηδεία του. Πριν φτάσω εκεί, θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πίσω. Στην 21η Απριλίου 1967, ημέρα του πραξικοπήματος, και στα όσα ακολούθησαν.

Ο Γιώργος Σεφέρης, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν αστός, και ως προς την καταγωγή και ως προς την ιδεολογία του. Καμία σχέση δεν είχε με την Αριστερά, με τον κομμουνισμό- το λέει μάλιστα και ο ίδιος στο «Χειρόγραφο Οκτ[ωβρίου] ‘68». Αστός όμως, σήμαινε πως εμφορούνταν από αισθήματα δημοκρατικά. Όπως εννοεί η αστική τάξη τη Δημοκρατία, τέλος πάντων. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο τώρα. Τη δικτατορία δεν τη δεχόταν η δημοκρατική του συνείδηση. Ξεκίνησε με μια ειρωνική- καυστική θα μπορούσαμε να την πούμε- καταγραφή στο ημερολόγιό του την πρώτη κιόλας μέρα: «Προκόβουμε καταπληκτικά!» (έτσι, με θαυμαστικό).

Πολλές φορές γράφεται πως άργησε να εκδηλώσει δημόσια τη διαφωνία του, πως ακόμα και η περίφημη «Δήλωσή» του άργησε, πως δεν αντέδρασε όπως ίσως περίμενε ο κόσμος από έναν πνευματικό άνθρωπο. Δεν μπήκα στο μυαλό του και δεν γνωρίζω τι σκεπτόταν. Ωστόσο, βρίσκω ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις δημόσιες αντιδράσεις του, πριν βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Με την επιβολή της δικτατορίας, επιβάλλεται και άγρια λογοκρισία. Απαγορεύονται βιβλία, τραγούδια (όλη η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανάμεσά τους) ταινίες, τα πάντα. Ολα τα κείμενα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας περνούν από τον λογοκριτή, και επίσης οι στίχοι των τραγουδιών, τα θεατρικά έργα, φυσικά οι εφημερίδες, τα περιοδικά. Οι πνευματικοί άνθρωποι, δεν έχουν σκοπό να νομιμοποιήσουν το καθεστώς. Επομένως, σταματούν να δημοσιεύουν έργα τους. Το ίδιο κάνει, ασμένως, και ο Σεφέρης. Γράφει, αλλά δεν εκδίδει, καθώς θεωρεί ότι ένα γραπτό έργο, για να ευδοκιμήσει, χρειάζεται «ελευθερία της έκφρασης». Αποσύρει, μάλιστα, από το τυπογραφείο δύο βιβλία του και αφήνει να συνεχιστεί η έκδοση μονάχα των γραπτών του πεθαμένου από χρόνια αδερφού του Αγγελου.

Στο τέλος της χρονιάς αυτής, δέχεται πρόταση από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για να διδάξει εκεί επί ένα έτος, στη Σχολή Τεχνών και Επιστημών. Απαντά αρνητικά, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα σε επιστολή προς τον κοσμήτορα: «Το φημισμένο Πανεπιστήμιό σας, που τη ζωή του με καλείτε να μοιραστώ για ένα χρόνο, απολαμβάνει βέβαια με θαυμάσιο τρόπο τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας του λόγου. Όμως, αλίμονο, πιστεύω πως αν δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης στον ίδιο σου τον τόπο, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δε με ελκύει∙ θέλω να μείνω με το λαό μου και να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του» (Χειρόγραφο Οκτ. ’68) Επιπλέον, η προσφυγιά της Μέσης Ανατολής την οποία είχε ζήσει στον πόλεμο, τον αποθαρρύνει να επαναλάβει ανάλογη δοκιμασία.

Το 1968 πηγαίνει, τελικά, στο Πρίνστον για κάποιες διαλέξεις και απαγγελίες επί τρίμηνο. Οι ερωτήσεις των φοιτητών,όπως και άλλων, είναι πολλές: τι έχει να πει για την κατάσταση στην Ελλάδα; Δημοσιεύματα στον ομογενειακό τύπο τον κατηγορούν πως δεν έχει πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στη δικτατορία. Ως φαίνεται, πιθανότατα θέλει να μιλήσει. Με τον δικό του τρόπο πάντοτε. Αλλά, υπήρξε διπλωμάτης. Γνωρίζει πολύ καλά τις συνέπειες και φοβάται πως θα του αφαιρεθεί η ιθαγένεια και θα πεθάνει στο εξωτερικό, ενώ εκείνος, πεισμωμένα αντιδρά: «Είναι ο τόπος μου και τον αγαπώ και δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να μ’ εμποδίσει να ζω στον τόπο μου και ν’ ακούω τη γλώσσα μου είτε στρατηγός είναι, είτε συνταγματάρχης. Οσο για τις κατηγορίες είναι εύκολο να γίνονται απ’ αυτούς που στρογγυλοκάθουνται στο εξωτερικό, ή ψιθυρίζουν φθονερά στον τόπο».

Βεβαίως, αγανακτεί και εξεγείρεται. Το 1968, γράφει το δίστιχο ποίημα:

«ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ

Ελλάς . πυρ! Ελλήνων . πυρ! Χριστιανών . πυρ!

Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»

Αθήνα Καλοκαίρι- Princeton N. J.

Χριστούγεννα 1968

Επιστρέφει με το τέλος της χρονιάς και προετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα. Στις 28 Μαρτίου του ’69 συντάσσει και την επομένη δίνει στη δημοσιότητα τη «Δήλωση», μέσω του ΒΒC:

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».

Η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, σε ένα κείμενό της για τον Σεφέρη, στο τμήμα με υπότιτλο «Η ψώρα της χούντας» αναφέρει:

«Όταν έκανε τη δήλωση εναντίον της βρισκόμουν στην Αθήνα. Έκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω. ‘Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά’ του λέω, ‘ξέρετε γιατί’. Ήξερε.»

Υποπτευόταν και τα όσα θα επακολουθούσαν. Νομπελίστας ή όχι, πλήρωσε την τόλμη του. Η χούντα του αφαίρεσε τόσο το διπλωματικό διαβατήριο όσο και τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή τον οποίο είχε λάβει υπηρετώντας ευσυνείδητα την πατρίδα για δεκαετίες. Εκείνος απτόητος συνέχισε. Ο λόγος και πάλι στη Νόρα Αναγνωστάκη:

«Μετά την έκδοση των 18 κειμένων [σ.σ. συλλογική έκδοση με αντιδικτατορικό χαρακτήρα στην οποία ο Σ. μετείχε με το συμβολικό ποίημα ‘Οι γάτες τ’ Αϊ Νικολα’] στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: ‘Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα’. Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: ‘Let the enemies entertain us!’».

Και ένα στιγμιότυπο που τα λέει όλα, από την κηδεία, πάντοτε δια της πένας της Ν.Α.:

«Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. Έμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει. Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: ‘Αθάνατος’ και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: ‘Αθάνατος’. Η Μαρώ έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Έγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα. Δικαιοσύνη.»

Ενα εξαιρετικό ηλεκτρονικό αφιέρωμα για τον Σεφέρη εδώ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Κύριε βόηθα να θυμόμαστε"


Φεβρουάριος 1943. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη βαριά σκλαβιά της γερμανικής κατοχής. Κι όμως. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, μετατρέπεται σε μια μεγάλη αντιφασιστική εκδήλωση. Μπροστά στους κατάπληκτους κατακτητές, χιλιάδες κόσμου συνοδεύει τον ποιητή στο Α’ νεκροταφείο, τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο.

20 Σεπτεμβρίου 1971. Ο Γιώργος Σεφέρης «αναχωρεί». Λίγα χρόνια πριν, το 1963, όλη η Ελλάδα σπαρτάρησε από συγκίνηση, όταν έμαθε ότι πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι ας μην ήξεραν, οι περισσότεροι, τι είναι το Νόμπελ. Η κηδεία του, στις 22 του μηνός, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας έγινε στις 28 Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».

Και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Ταυτοχρόνως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες της οικογένειας, θα βγάζουν από την εκκλησία νεαρούς που είχαν μπει να προσκυνήσουν στο φέρετρο, στηριζόμενες, δήθεν, στα μπράτσα τους, όταν αντιλαμβάνονται ότι η αστυνομία κάνει έξω έλεγχο ταυτοτήτων. Θα μπαίνουν για να ξαναβγάλουν και άλλους.

Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του Αρνηση («Στο περιγιάλι το κρυφό») και μαζί το γνωστό κρητικό δημοτικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ένα τραγούδι που είχε φορτιστεί με αντιχουντικό νόημα. Το ίδιο έλεγαν και οι έγκλειστοι του Πολυτεχνείου, δύο χρόνια μετά, προεξάρχοντος του Νίκου Ξυλούρη.

Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Στην ουσία, είναι μια μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος, από τις ελαχιστότατες που υπήρξαν.

Το δημοσίευμα του "Βήματος" από την κηδεία, εδώ

Ο Σεφέρης, αστός, συντηρητικός, υπήρξε ωστόσο πολέμιος του ολοκληρωτισμού. Κάτι περισσότερο: προφήτης του Κακού που έρχεται και που δεν εξολοθρεύεται, παρά μονάχα αν έχεις διδαχτεί από το παρελθόν σου, αν έχεις μνήμη.

«Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,

σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ

σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα -

Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ

ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-

ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη

τοῦ Θανάτου

ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,

νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα

τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-

κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν

ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:

«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε

πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-

τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,

τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-

Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε... ».

Οσο δεν τα ξεριζώνουμε, το Κακό σηκώνει κεφάλι- και δεν χρειάζεται πολύ καιρό για να θεριέψει. Τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να το νικήσεις. Ο ποιητής προειδοποιεί σε ένα από τα πλέον εμβληματικά ποιήματά του:

«Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,

κι ο άρρωστος νους που αδειάζει

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να γεμίσει με την τρέλα,

νῆσος τις ἔστι...»

Αλλά ακόμα και για την αδιαφορία προς τον διπλανό, προς την κοινωνία, προς την αλήθεια εντέλει, ο Σεφέρης έχει μιλήσει με τον αυστηρό τρόπο του. Αυτόν, που σε κάνει να σκέφτεσαι. Που σε θέτει προ των ευθυνών σου. Ακόμη και χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να κουνά το δάχτυλο, χωρίς να κατηγορεί. «Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε», καταλήγει. Τραγικά αντίστοιχη η κατάσταση με το Σήμερα:

«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

Ποιος καβαλάρης ήρθε

με το προσάναμμα και το δαυλό;

Καθένας νίβει τα χέρια του

και τα δροσίζει.

Και ποιος ξεκοίλιασε

τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;

Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.

Ποιος έφυγε

χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;

Κατάργησαν τα μάτια τους• τυφλοί.

Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.»

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2012

Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις


Πρώτα- πρώτα, η είδηση. Η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση: «Όπως συνέβη και άλλες φορές τους προηγούμενους μήνες η Εταιρεία Συγγραφέων έχει δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή της σε πράξεις βίας, οποιαδήποτε πολιτική κάλυψη και αν έχουν. Το ίδιο δηλώνει και τώρα, έχοντας παρακολουθήσει τις καταφανώς παράνομες ενέργειες των στελεχών της Χρυσής Αυγής εις βάρος μικροπωλητών, με μοναδικό στην ουσία κριτήριο την εθνοτική τους καταγωγή. Οι ενέργειες αυτές είναι ακόμα περισσότερο καταδικαστέες αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι έγιναν με την παρουσία και σύμπραξη βουλευτών της ΧΑ. Οχυρωμένοι πίσω από την σχετική ασυλία τους και εκμεταλλευόμενοι την αποδόμηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν διστάζουν να αντικαθιστούν την αστυνομία αλλά και τις δικαστικές αρχές, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αυτοδικία και το δίκαιο επιβολής του ισχυρότερου.

Επισημαίνοντας τις ολέθριες προοπτικές τέτοιων βίαιων ενεργειών, η Εταιρεία Συγγραφέων πιστεύει ότι θα πρέπει πλέον να σταματήσει η έωλη και ουδέτερη τακτική των μέσων μαζικής ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, να τις αντιμετωπίζουν ως απλώς βίαιο θέαμα. Να πάρουν θέση και να δείξουν ανοιχτά και τεκμηριωμένα προς τους πολίτες τι πράγματι αποκρουστικό εγκυμονείται για τη δημόσια ζωή στο άμεσο μέλλον.

Παρασκευή 14-9-2012

Εταιρεία Συγγραφέων

Κοδριγκτώνος 8, 112 57 Αθήνα»

Δεν μπορώ να σας πω πόσο μεγάλη είναι η περηφάνια που νιώθω. Ενας σημαντικός φορέας, ο φορέας των καταξιωμένων λογοτεχνών, σηκώνει το ανάστημά του και παίρνει θέση. Δεν σιωπά. Δεν κρύβεται. Δεν σφυρίζει αδιάφορα. Δεν βγάζει κορώνες. Δεν παίρνει «φραστικά» τα όπλα χωρίς στην πραγματικότητα να κάνει κάτι. Παίρνει το αποτελεσματικό και διόλου φονικό όπλο του, τον λόγο, και με αυτό αντιδρά.

«Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις, να μη τις παίρνει ο άνεμος» έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Χωρίς αυταπάτες, αφού ξέρουμε όλοι πως η τέχνη δεν αρκεί σε μια επανάσταση, οι πρόκες- λέξεις, οι γνώριμες, οι ήρεμες, οι στίλβουσες, οι ευθύβολες, αλλάζουν πολλές φορές κομμάτια της ζωής μας. Πόσες και πόσες φορές ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ένας στίχος, δεν συνέτειναν στο να «αλλάξουμε ζωή», δεν βοήθησαν να δούμε αλλιώς κάτι;

Η Εταιρεία Συγγραφέων ακολουθεί την μακρά παράδοση των δημιουργών στην πατρίδα μας, που καλούσαν σε εγρήγορση είτε κατά μόνας (Σολωμός, Βάρναλης κ.α.), είτε απέχοντας (οι συγγραφείς κατά τη χούντα) , είτε με άλλους μαζί (στα «Δεκαοχτώ κείμενα» και στα «Νέα κείμενα», όπως και στην «Κατάθεση», θρυλικές πλέον εκδόσεις) είτε σπάζοντας τη σιωπή τους όταν αισθάνονταν ότι τους καλούσε αυτό που εκείνοι αντιλαμβάνονταν ως καθήκον (Σεφέρης με τη δήλωση κατά της δικτατορίας). Ας μη ξεχάσουμε επίσης πως πολλοί φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν για τις ιδέες τους: ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης (που είχε, μάλιστα, καταδικαστεί σε θάνατο), ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Αρης Αλεξάνδρου, ποιητές και συγγραφείς με ανάστημα και πένα. Για να μην πούμε για τους πρόσφυγες Αλκη Ζέη, Δημήτρη Χατζής, Μέλπω Αξιώτη, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, Μενέλαο Λουντέμη, ούτε για όσους πίσω έπρεπε να στηρίξουν αδέρφια σε φυλακές και εξορίες ενώ οι ίδιοι ήταν ημι-παράνομοι (Διδώ Σωτηρίου).

Ας μην σηκωθούν άλλο οι τόνοι, καθώς το κείμενο της Εταιρείας Συγγραφέων είναι εξαιρετικά νηφάλιο. Μονάχα μια υπενθύμιση ακόμη, ανάλογου συλλογικού κειμένου. Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο Στρατής Τσίρκας γράφει με τον Λάνγκστον Χιουζ τον «Ορκο των ποιητών» στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι Ιούλιος του 1937 και σαράντα ποιητές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου συγκεντρώνονται στην πόλη της Βαλένθια, στη «Δημοκρατική Ισπανία», όπου γίνεται το Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό.

Στο Παρίσι όπου συνεχίζεται και κλείνει το συνέδριο, οι ποιητές δίνουνε τον παρακάτω όρκο. "Στ’ όνομα σου, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί, πως τ’ όνομα σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη,

και στ’ όνομα σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και

καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο

μα και με τη ζωή μας."

Ανάμεσα σε όσους υπογράφουν είναι οι Μπέρτολτ Μπρέχτ, Πάβλο Νερούδα, Λουί Αραγκόν, Ηλία Έρενμπουργκ, Αλεξέι Τολστόη, Πώλ Βαγιάν-Κουτυριέ, Λάγκστον Χιούζ, Νικόλας Γκιλλιέν, Τριστάν Τζαρά, Ιβάν Γκόλλ, Λυκ Ντεκών, Ρομπέρ Ντεανός, Γιόχαν Μπέχερ, Νάνσυ Κιούναρντ, Αλέχο Καρπεντιέ και φυσικά και ο δικός μας, Στρατής Τσίρκας.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

Αλιέντε, Νερούδα και άλλοι δολοφονημένοι της 11ης Σεπτεμβρίου


Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε για μένα πολλά χρόνια πριν από την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Το 1974, και ενώ η χούντα εδώ είχε μόλις πέσει, κάναμε την πρώτη, μαζική και μαχητική, νόμιμη διαδήλωση (με την έννοια ότι το Πολυτεχνείο, π.χ. ή η Νομική ήταν «παράνομες» αφού έγιναν, φυσικά, χωρίς την άδεια της χούντας).

Ένα χρόνο μετά την επιβολή δικτατορίας στη Χιλή, η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό, ανήμερα της επετείου. Ο Αλιέντε είχε δολοφονηθεί και ο Νερούδα είχε πεθάνει, αλλά κυριαρχούσαν στη μνήμη μας σε εκείνη τη μεγάλη διαδήλωση, που δεν θυμάμαι πια πού έγινε. Ισως στην πλατεία Δημαρχείου. Τότε μάθαμε και για τον Βίκτωρα Χάρα, τον ποιητή- τραγουδοποιό που τον δολοφόνησαν μέσα στο στάδιο του Σαντιάγο της Χιλής, μπροστά σε χιλιάδες κρατούμενους. Αφού πρώτα τον βασάνισαν μαρτυρικά. Ακόμα ένας δολοφονημένος τις πρώτες μέρες. Επρόκειτο να ακολουθήσουν πολλοί…

Είκοσι χρόνια μετά το πραξικόπημα, βρέθηκα στη Χιλή με τον Μίκη Θεοδωράκη, για την παρουσίαση του «Κάντο Χενεράλ». Χάρη σε εκείνον, που συναντήθηκε με τον τότε πρόεδρο της χώρας, Πατρίσιο Ελγουϊν, μπήκαμε με την Ελενα Χαζτηιωάννου στο γραφείο όπου είχε δολοφονηθεί ο Αλιέντε. Δολοφονηθεί, επιμένω. Ακόμα και αν τράβηξε ο ίδιος τη σκανδάλη, στην πολιορκημένη «Λα μονέδα» η χούντα τον οδήγησε ως εκεί.

Ηταν ένα απλό γραφείο, το οποίο δεν θα πρέπει να είχε αλλάξει και πολύ από τα χρόνια του προέδρου. Το κτήριο όλο επισκευάσθηκε, γιατί είχε βομβαρδιστεί άγρια. Δεν θυμάμαι πολλά, και οι φωτογραφίες έχουν κάπου μπερδευτεί. Θυμάμαι όμως τη συγκίνηση που είχαμε αισθανθεί αντικρίζοντας το ταπεινό γραφείο όπου, υποθέταμε, ακούμπησε το κεφάλι του νεκρού πια Αλιέντε, βουτηγμένο στο αίμα…

Με συγκίνησε και μια φωτογραφία που κυκλοφόρησε τις τελευταίες μέρες στο φέισμπουκ. Ενας μεσόκοπος άνδρας με κάσκα και σακάκι, κρατά στα χέρια ένα μακρύκανο όπλο και ετοιμάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την πατρίδα, απέναντι σε πάνοπλα τάγματα εφόδου. Δεν του πέρασε από το μυαλό να φύγει, να δραπετεύσει από τη μάχη και από τη μοίρα του.

Κατόπιν, στην Ισλα Νέγρα, είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε τον τάφο του ποιητή και της Ματίλντε. Αγνάντι στον ωκεανό, αναπαύεται ο μεγαλύτερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, ο τιμημένος με Νόμπελ. Η φήμη και η αξία του δεν τον έσωσαν.

Πέντε μέρες πριν από το πραξικόπημα, στο στάδιο του Σαντιάγο, ένα τεράστιο πλήθος παραληρούσε και τον χειροκροτούσε. Πέντε μέρες μετά, έρευνες στο σπίτι του βαρύτατα ασθενούς Νερούδα, κάψιμο βιβλίων του, σκαιά συμπεριφορά. Η θεραπεία του ματαιώνεται. Η θλίψη τον οδηγεί πιο γρήγορα στον θάνατο, λίγες μέρες μετά. Η κηδεία του αποτελεί μια πάνδημη διαδήλωση. Και μετά, το σκότος σκεπάζει τη Χιλή για πολλά χρόνια.

Οι δολοφονίες ανθρώπων που πάσχισαν να κάνουν τη Χιλή και τους Χιλιανούς καλύτερους, είναι μια απόδειξη για όσους, ακόμα και σήμερα, λένε: μα όποιος καθόταν φρόνιμα, δεν πάθαινε τίποτα. Η χούντα είναι φασισμός, και ο φασισμός αδίστακτος. Σήμερα χτυπά τον ξένο, αύριο τον ιδεολογικό εχθρό, μεθαύριο εσένα που τον έθρεψες. Και χωρίς να τον έχεις «πειράξει». Τον πειράζει το ότι σκέφτεσαι. Περισσότερα για τον Πάβλο Νερούδα, εδώ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012

90 χρόνια από τη μικρασιατική κατατροφή


"Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν". Τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη επέλεξαν οι συνάδελφοί μου ως γενικό τίτλο του αφιερώματος που επιμελήθηκα στο σημερινό Εθνος της Κυριακής. Ανήμερα της 9ης Σεπτεμβρίου, οπότε ξεκίνησαν όλα, επέλεξα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών, γραμμένα κατά το παρελθόν, που εξηγούν τι προηγήθηκε, πώς έγινε το κακό, ποιος ωφελήθηκε, πόσο κατατρεγμένοι ήταν οι πρόσφυγες. Εδώ, παραθέτω τον πρόλογό μου. σε προηγούμενες αναρτήσεις, έχω αναφερθεί με λεπτομέρειες σε κάοποιους συγγραφείς. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει όλους.

"Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Καισαριανή, Κοκκινιά. Μικρά ασβεστωμένα σπιτάκια να λάμπουν από καθαριότητα και αρχοντιά. Λουλούδια στα περβάζια, μπροστά από τις πόρτες, ακόμα και στα πεζοδρόμια. Εφευρετικότητα και αλληλεγγύη. Φίλευαν τους ξένους με το πρώτο πιάτο απ’ το φαγητό που μαγείρευαν, γιατί τότε πιάνει τόπο, όχι από τον πάτο της κατσαρόλας. Οι γυναίκες φορούσαν βασιλικά ή γαρδένιες στ’ αυτί, μεγάλωναν τα παιδιά τους με περηφάνια, έφτιαχναν για τον άντρα τους φαγητό καμωμένο με αγάπη, έκλαιγαν η μια στον ώμο της άλλης, και ξανά απ’ την αρχή.

Υστερα ήρθε ο πόλεμος και η Αντίσταση, και οι προσφυγικές γειτονιές έγραψαν νέες σελίδες στις θρυλικές Ιστορίες τους. Με γενναιότητα, με αυταπάρνηση, συχνά με ηρωισμό. Με όραμα για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή. Που τσακίστηκε στα βράχια. Κι όμως, οι πρόσφυγες συνέχισαν να αγωνίζονται και να προκόβουν. Αν έχεις ζήσει την καταστροφή και έχεις επιζήσει, κρατάς το κεφάλι ψηλά και επιμένεις. Ισως δεν έχεις κι άλλη επιλογή.

Σήμερα, πια, οι προσφυγικές κατοικίες σχεδόν δεν υπάρχουν, δόθηκαν αντιπαροχή. Οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς δεν ζουν για να μας μεταφέρουν στα χώματα της Μικράς Ασίας, εκείνης που ποτέ δεν έπαψαν να θεωρούν «πατρίδα». Ενενήντα χρόνια είναι πολλά, για τη συλλογική μνήμη, ακόμη και αν πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε η Ελλάδα και ο ελληνισμός των απέναντι παραλίων. Ξεχάσαμε...

«Τα παιδιά μας μαθαίνουν τόσο λίγα πράγματα για τη σύγχρονη ιστορία μας, που είναι ντροπή για όλους μας» σημειώνει η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «Τρεις αιώνες μια ζωή» (εκδόσεις Λιβάνη). Όμως, λαοί που ξεχνούν την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν. Ενενήντα χρόνια μετά τη μέρα της εθνικής συμφοράς, την 9η Σεπτεμβρίου που έπεσε η Σμύρνη, επιλέξαμε να θυμηθούμε. Μέσα από κείμενα σπουδαίων συγγραφέων και μεγάλων ποιητών, πολλοί από τους οποίους έζησαν και μεγάλωσαν στην ιωνική γη, κατόπιν «Ματωμένα χώματα».

Οι «αφηγήσεις» ξεκινούν από την μακραίωνη Ιστορία της Ιωνίας, από τους αιώνες των πρώτων εποικισμών από ελληνικά φύλλα. Πολλά χρόνια μετά, το 1950, σε ένα ταξίδι του στην Τουρκία, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, γεννημένος στη Σμύρνη στα 1900, δίνει με μεγάλη ακρίβεια το πλαίσιο στις «Μέρες Ε’» (εκδόσεις Ικαρος):

«Σ΄ αυτά τα παλιά μέρη δε μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερεις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή- και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμα τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω κόσμο και κόβουνται ο ένας μετά τον άλλον. Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες.»

Οι καιροί της ειρήνης και της αγάπης, οι εποχές που ρωμιοί και τούρκοι άκουγαν αντάμα τις αφηγήσεις για τον Τσακιτζή, τον περίφημο εφέ του Αϊδινίου που έκλεβε τους πλούσιους για να δίνει στους φτωχούς και που τραγουδούσαν τα κατορθώματά του και στις δύο γλώσσες, έδωσαν τη θέση τους σε μέρες καχυποψίας. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έβαλαν στο μάτι τα πλούτη της Τουρκίας. Επρεπε, λοιπόν, οι Ελληνες να λείψουν. Ο ανερχόμενος εθνικισμός η ιδέα των εθνοκαθάρσεων, η μικρασιατική εκστρατεία, έφεραν τα πράγματα στο μη περαιτέρω. Στην πυρπόληση της Σμύρνης, στη σφαγή του άμαχου πληθυσμού εκεί στην παραλία του- τι ντροπή!- « συνωστισμού» (εφόσον ο στρατός το είχε βάλει στα πόδια) στην προσφυγιά 1,5 εκατομμυρίου ψυχών. Οι μισοί θερίστηκαν μέσα στον πρώτο χρόνο στην αφιλόξενη Ελλάδα από επιδημίες και κακουχίες. Ταυτοχρόνως, περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις πατρογονικές τους εστίες στην Ελλάδα και να πάνε στην Τουρκία, δύο φορές ξένοι κι αυτοί, όπως αναλυτικά παρουσιάζει στο βιβλίο του «Ο χαμένος παράδεισος» ο Γκάιλς Μίλτον (εκδόσεις Μίνωας). Οι μεν «τουρκόσποροι». Οι δε, «άπιστοι».

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης. «Ετυχε/ να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα∙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί». Και ο Νίκος Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του «Αδερφοφάδες» (εκδόσεις Καζαντζάκη) περιγράφει τις φοβερές στιγμές του ξεριζωμού: «Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού : «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε ! "Όλοι οι Έλληνες στην 'Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά ! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε ! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα!»

Η ψυχή δεν ξεκολλάει. Η λογοτεχνία, αντικατοπτρίζοντας τη ζωή, συνεχίζει να εμπνέεται από εκείνους τους καιρούς. Προτιμήσαμε, όμως, να περιλάβουμε στο αφιέρωμα κείμενα που γράφτηκαν από ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έζησαν τα γεγονότα. Και επειδή κάθε εφημερίδα είναι πεπερασμένη, ακόμα και σε αυτά, έγινε επιλογή.

Δύο «χρηστικά» πράγματα ακόμη. Αν θέλει κάποιος να δει τις ευθύνες που είχαν όλες οι πλευρές στη μικρασιατική καταστροφή δεν έχει παρά να διαβάσει το εξαιρετικό και διαφωτιστικό βιβλίο «Το όραμα της Ιωνίας» του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης) αλλά και πολύτιμο το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (εκδόσεις "Κέδρος")

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2012

Πρόσφυγες τότε και τώρα "Οι νεκροί περιμένουν"


Ξέρω, δεν είναι ίδιες όλες οι καταστάσεις. Δεν σχετίζονται τα πάντα. Ή μήπως σχετίζονται; Εχω καταμπερδευτεί. Από προχθές, που έγινε το ναυάγιο με τους 60 πνιγμένους- τα μισά παιδάκια- ανοιχτά της Σμύρνης, ο νους μου συσχετίζει με τη μικρασιατική καταστροφή. Πρόσφυγες κι εκείνοι, πρόσφυγες κι οι δικοί μας. Εστω και αν τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Εστω και αν διαφορετικά εξελίχθηκε η μεταφορά. Όταν όμως έφτασαν εδώ, οι «τουρκόσποροι» οι «πρόσφυγγες» παρόμοια ήταν η υποδοχή και τα αισθήματα. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολύ που για να γελάσουν τάχα, μας λένε τουρκόσπορους και τουρκομερίτες. Ασε τι ακούμε κάθε φορά που επισκεπτόμαστε τα χώματα των προγόνων μας, για τα λεφτά που δίνουμε, λέει, στους Τούρκους. Φαίνεται ότι για κάποιους μόνο αυτά μετρούν…

Δεν λέω υπερβολές. Θα σας ζητήσω να φέρετε στη μνήμη σας την θυμωμένη Αλίκη- διδώ Σωτηρίου όταν φτάνει με τους θείους στον Πειραιά και τα συνομίληκά της κορίτσια τη ρωτούν πώς και δε φοράει σαλβάρι… «Οι νεκροί περιμένουν» (εκδόσεις «Κέδρος») είναι διαφωτιστικοί και για τα όσα προηγήθηκαν, με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 18, την εκστρατεία και την πτώση του μετώπου, και για την απίστευτη υποδοχή που είχαν εδώ οι άνθρωποι που κατάφεραν να επιζήσουν αφού πρώτα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου.

Η μικρή ηρωίδα του μυθιστορήματος και οι θείοι που την έχουν υιοθετήσει έχουν φύγει πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Δεν ξέρουν πως ενόσω ταξίδευαν στη θάλασσα, όλα είχαν χαθεί. Το τρομερό νέο το μαθαίνουν μόλις πατούν το πόδι τους στην καινούργια πατρίδα:

«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη. Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!

Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι . Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: ‘Πρόσφυγες!’Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.

Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.»

Επιστρέφω στο σήμερα. Τα πνιγμένα παιδάκια, οι πνιγμένοι γονείς, δεν πρόλαβαν καν να γίνουν μετανάστες- επομένως το αποτρόπαιο «λάθρομετανάστες» δεν μπορεί και εκ των πραγμάτων να ισχύσει. Παρόλα ταύτα, παρόλη αυτή την τραγωδία, δεν έλειψαν οι Ελληναράδες που άφησαν τα βρώμικα αποτυπώματά τους στο διαδίκτυο, επιχαίροντας γιατί οι πρόσφυγες δεν έφτασαν στα «ιερά» μας χώματα, να τα «μολύνουν». Χέρια βουτηγμένα στο αίμα τα γράφουν όλα αυτά. Χέρια που τραβούν στους βυθούς του μίσους τους νεκρούς, τους ζωντανούς, εμάς.

Δεν έχω καμία αυταπάτη: Αν όλα αυτά τα σκατόψυχα τέρατα ήξεραν πού αποβιβάζονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, θα τους περίμεναν με όλη την ασχήμια που στάζουν οι ψυχές τους- άρα με οπλισμένα χέρια. Οι ομοαίματοι και ομόθρησκοι- ανάμεσά τους η Διδώ Σωτηρίου- τη γλύτωσαν παρά τρίχα το 22. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν 90 χρόνια μετά, με την ανθρωπότητα να έχει περάσει από δύο παγκοσμίους πολέμους και από τον τρόμο του φασισμού και μυαλό να μην έχει βάλει. Αλλά εκτός από αυτούς, υπάρχουμε κι εμείς. Παιδιά και εγγόνια προσφύγων. Γιατί τους αφήνουμε;

Μέρες που είναι, εδώθα βρείτε ένα παλιότερο κείμενό μου για τα Ματωμένα Χώματα. Να προσθέσω πως τα αντίτυπα που είχαν μοιραστεί πριν από μερικά χρόνια στους μαθητές της ΣΤ δημοτικού και επιστράφηκαν, σκονίζονται σε κάποια κιβώτια αποθηκών σχολείων. Κανείς υπουργός Παιδείας δεν έχει ζητήσει να μοιραστούν ξανά σε παιδιά. Κι όμως, το κράτος τα έχει πληρώσει… Πώς φαίνεται ότι η μητριά- πατρίδα φοβάται ακόμα τη Διδώ…

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2012

Η Σμύρνη των Ελληνων


Με προϋπολογισμό μισού εκατομμυρίου δραχμών θα ξεκινούσε η λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Το «Φως εξ Ανατολών» όπως το είχαν βαφτίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που το οραματίστηκε, και ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, δεν έμελλε να λειτουργήσει . Λίγες μέρες πριν από το ξεκίνημα των μαθημάτων, η Σμύρνη έπεσε και ο Καραθεοδωρή αφού κατάφερε να διασώσει την οικογένειά του, έμεινε πίσω, στην πόλη που φλεγόταν για να πάρει την περιουσία του ελληνικού κράτους, να τη φέρει στην Ελλάδα. Τα γυάλινα όργανα του Χημείου σκονίζονται ακόμη σε κάποιες αίθουσες του δικού μας Χημείου. Κατά τα άλλα λίγοι θυμούνται το γεγονός.

Στην έκθεση «H Σμύρνη των Eλλήνων» που λειτουργεί στο Eθνικό Iστορικό Mουσείο, (Mέγαρο Παλαιάς Bουλής) υπάρχει το επίσημο έγγραφο του Πανεπιστημίου. Φέρει τις υπογραφές του Κραθεοδωρή, όπως και του- μισητού ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενου- αρμοστή της ελληνικής διοίκησης, Αριστείδη Στεργιάδη. Ο μισθός του οριζόταν σε 4.000 δρχ. κατ’ έτος, το ένα τέταρτο από τον μέσο αμερικάνικο μισθό της εποχής.

Το έγγραφο είναι από τα πλέον συγκινητικά αντικείμενα της έκθεσης, που οργάνωσε η Ενωση Σμυρναίων. Οι σημαίες, οι γαλανόλευκες που κυματίζουν στις μνήμες μας, τα ενθυμήματα του μεγαλομάρτυρα Χρυσοστόμου, του μητροπολίτη Σμύρνης, η πένα με την οποία ο Βενιζέλος υπέγραψε τη συνθήκη των Σεβρών και άλλα, γυρίζουν τον επισκέπτη στις μέρες ακμής της «Γκιαούρ Ιζμίρ» και της άνθισης των ελληνικών πληθυσμών. Πλάι στους Αρμένιους, στους Εβραίους, αλλά και στους Τούρκους, πριν αρχίσουν οι δύσκολες μέρες που κατέληξαν στη γνωστή τραγωδία.

Κοιτάζεις τη λινή γαλανόλευκη του Αϊδινίου και δεν μπορείς να μη θυμηθείς πως κάθε κοπέλα είχε μια σημαία στην προίκα της. Σμυρνιές είχαν κεντήσει, άλλωστε, με χρυσή και ασημένια κλωστή, την εικόνα της Θεοτόκου (Κοίμηση) στο λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Οσο για τον Χρυσόστομο, όχι μόνο τον προέτρεψαν να φύγει, μα του βρήκαν και θέση σε καράβι, ώστε να το κάνει. Κι εκείνος είπε πως δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό του, γνωρίζοντας ότι η τύχη του θα ήταν κακή- έστω και αν δεν μπορούσε να προβλέψει τον μαρτυρικό του θάνατο.

Φωτογραφίες και πορτραίτα επώνυμων και ανώνυμων (ανάμεσα στους πρώτους ο Γιώργος Σεφέρης, ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Αδαμάντιος Κοραής) χαρακτικά και φωτογραφίες από την πόλη πριν και μετά την καταστροφή, η παιδεία και οι εκδόσεις, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, όλα παρουσιάζονται με απλότητα και δύναμη στα θεωρεία της παλιάς Βουλής. Δίνουν αδρή εικόνα της πρωτοπορίας που είχε η Σμύρνη στην παιδεία, στα γράμματα, στην οικονομία, στον αθλητισμό. Η τεράστια επιτυχία της και το γεγονός ότι οι επισκέπτες είναι πάρα πολλοί καθημερινά, έχει οδηγήσει σε παράταση ώς τις 16 Σεπτεμβρίου. Ετσι, θα είναι ανοιχτή στις Hμέρες της Kαταστροφής του ’22, και του ξεριζωμού των Eλλήνων της Mικράς Aσίας που αναγκάσθηκαν να φύγουν. (Η Σμύρνη έπεσε σαν μεθαύριο, 90 χρόνια πριν και η φωτιά, οι σφαγές, τα βασανιστήρια, είχαν ολοκληρώσει την καταστροφή μερικές μέρες μετά).

Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους και στέκεσαι μπροστά σε κάθε προθήκη με βαθύτατη συγκίνηση. Το ίδιο και μπροστά στις φωτογραφίες, στους χάρτες, στα τεκμήρια που δείχνουν πως αυτός ο κόσμος "ο μικρός, ο μέγας" χωρίζεται από την ανυπαρξία από μια κλωστή. Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, τα λάθη της Ελλάδας, η άνοδος των Νεοτούρκων, η εγκληματική δράση των Τσετών και η ανοχή προς αυτούς, ο πόλεμος που φέρνει τον θάνατο, όλα αυτά και άλλα ακόμη, ξεθεμέλιωσαν την ψυχή μιας πόλης. Ποιος θυμάται όμως τι σήμερα;

Τα κειμήλια είναι από τις συλλογές του Eθνικού Iστορικού Mουσείου. Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη. Το μουσείο είναι κλειστό τη Δευτέρα.

Η κυρία Ελένη Μπίστικα έχει γράψει υπέροχα κείμενα στην Καθημερινή για την έκθεση.

Πέμπτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012

Ηλίας Βενέζης: στη Γαλήνη της Αιολικής γης


Δεν ξέρω πώς έτυχε, μα αρκετοί από τους μικρασιάτες άνθρωποι των Γραμμάτων έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας με ένα ψευδώνυμο που εκείνοι επέλεξαν και όχι με το κανονικό τους όνομα. Στην περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, το «Σεφεριάδης» ήταν ένα βαρύ επώνυμο, από πολλές απόψεις. Τον Κοσμά Πολίτη τον προέτρεψε η γυναίκα του να αλλάξει όνομα, απαξιώνοντας το πραγματικό του, Πάρις Ταβελούδης. Αλλιώς λεγόταν και ο Φώτης Κόντογλου. Αλλιώς και ο Ηλίας Βενέζης.

Ο Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί (κατά μία άλλη πηγή, που δεν διασταυρώνεται, το 1898). Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Επέστρεψαν στη γενέτειρά του, προσωρινά όπως αποδείχθηκε. Ο Βενέζης αναφερόταν με τεράστια αγάπη σε κείνα τα χώματα, όπου έζησε υπέροχα παιδικά χρόνια. Ένα απόσπασμα από την «Αιολική γη»:

«Στα Κιμιντένια κοντά στη γη, έμαθα να διαβάζω μες στα μάτια των ανθρώπων την καθημερινή, την αδιάκοπη αγωνία για τον καιρό, τη βροχή και τον άνεμο. Αυτό γινόταν προπάντων την άνοιξη, την εποχή του θερισμού και το φθινόπωρο. Ο παππούς μου κάθε βράδυ θα συμβουλευόταν τα σύννεφα που ταξιδεύαν πέρα απ’ τα Κιμιντένια, και τ’ άστρα. Έσκυβε έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε αυστηρά κ’ επίμονα τον ουρανό, συγκεντρωμένος στον εαυτό του, ενώ όλοι πίσω του σώπαιναν και περιμέναν. Ταπεινή, στέρεη και ιερή η πείρα των ανθρώπων της γης, των απλοϊκών του προγόνων, καμωμένη αίμα στο αίμα του, ξυπνούσε και ζούσε, υπολογίζοντας την κίνηση στα σύννεφα, το φως στα άστρα, την ταραχή του αγέρα στην ατμόσφαιρα. Σα να ήταν κάποια μυστική φωνή στον αγέρα, και στα σύννεφα, και στ’ άστρα. Μα κανείς μας δεν την άκουγε, κανείς δεν είχε το προνόμιο εκτός από κείνον.Όταν η συνομιλία με τη νύχτα τελείωνε, τραβούσε μέσα το κεφάλι του και γύριζε σ’ εμάς. Τότε τα μάτια της γιαγιάς και της μητέρας μου μεγάλωναν πιο πολύ, και μες στο υγρό τους φως έπαλλε η αγωνία.

Εκείνος έλεγε απλά:

― Έχουμε βροχή! Ίσαμε αύριο το βράδι!

Ή, το ίδιο απλά:

― Ξερός καιρός. Όχι, δεν έχουμε βροχή!

Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν ήταν η βροχή χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Η πιο σοφή, η γιαγιά, είχε μάθει, στο πέρασμα του καιρού, πως δεν έπρεπε στις πικρές ώρες να προσθέτει την ταραχή τη δική της στις έγνοιες του άντρα της, πως έπρεπε να σωπαίνει και να δαγκάνει τη λύπη στα δόντια της. Όταν, λοιπόν, τα μηνύματα του ουρανού ήταν κακά για τη γη, μαζεύοντας όλη τη δύναμή της για να συγκρατηθεί ψιθύριζε ταπεινά, ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:

― Βλογημένο τ’ όνομά του…

Κ’ ευθύς έπειτα γύριζε σ’ εμάς, τα παιδιά, που περίεργα παρακολουθούσαμε την τελετή, βρίσκοντας έτσι διέξοδο:

― Εσείς πρέπει πια να πάτε να κοιμηθείτε, έλεγε.

Ερχόταν τότε πάντα μαζί μας, έκανε νόημα και στη μητέρα μας να φύγει, αφήνοντας έτσι τον παππού μονάχο στις σκέψεις του. Κ’ ενώ μας οδηγούσε να κοιμηθούμε:

― Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή, έλεγε.»

Τα παιδιά εκπλήρωναν την παράκληση της λατρεμένης γιαγιάς, όμως καμιά φορά έκαναν και λάθος, ζητούσαν το αντίθετο απ αυτό που έπρεπε. Τότε η γιαγιά ήταν απελπισμένη:

«― Πώς να ’ρθει η βροχή;.. ψιθύρισε. Τι να κάμει κι ο Θεός, αφού τα παιδιά τον παρακαλέσανε να μη στείλει νερό…

Λυπηθήκαμε για ό,τι έγινε. Κι όταν, μιαν άλλη φορά πάλι τα μπερδέψαμε και δε συμφωνούσαμε όλα τα παιδιά για το τι έπρεπε να παρακαλέσουμε, στείλαμε την Αγάπη να ρωτήσει μέσα:

― Γιαγιά, τι θέλουμε απόψε; Να βρέξει ή να μη βρέξει;»

Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και τον έστειλαν στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το νούμερο 31328». Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι του έμαθε «πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης.

Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας έλεγε: «Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη...

Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:

- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;

- Να ξεχάσω! είπα απλά.

- Πρέπει να τα γράψεις όλα.

- Ολα; ρώτησα με αγωνία.

- Ολα».

(«Απογευματινή», 5.6.1969)

Το «Νούμερο» αναφέρεται χωρίς φόβο και χωρίς πάθος στις δραματικές περιπέτειες των αιχμαλώτων στα βάθη της Ανατολίας. Στη «Γαλήνη» που ακολουθεί, παρακολουθεί τους πρόσφυγες να προσπαθούν να ριζώσουν στην λεπτόγαιο Αττική, όπου, μάλιστα, οι ντόπιοι δεν τους θέλουν. «Φύγετε από δω» τους φωνάζει και τους ξαναφωνάζει ο επικεφαλής των ντόπιων. Και οι Φωκιανοί (από τη Φώκαια) απαντούν:

«Δεν φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!»

(…)

«Θα μείνουμε δω κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια κι ας πεθάνουμε!»

Τότε ο θυμός που φούσκωνε, ξέσπασε και στην άλλη πλευρά, στους Βλάχους.

«Ε, λοιπόν!» φώναξε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. «Μείνετε λοιπόν και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!»

Ο Βενέζης τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, και έγινε μέλος της Ακαδημίας. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του υπήρξε εξαιρετικά εργατικός και το λογοτεχνικό του έργο γράφτηκε από το περίσσευμα του χρόνου του.

Η φωτογραφία είναι του Στρατή Μπαλάσκα και δείχνει ανιχνευτές από τη Μυτιλήνη και την Πάτρα μπροστά στο σπίτι του Βενέζη στο Αϊβαλί. Τέταρτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ και το τρίτο εδώ

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Ο Τσακιτζής της γιαγιάς Βασιλείας, του Τάσου Αθανασιάδη και του Γιασάρ Κεμάλ


Η γιαγιά Βασιλεία δεν ήξερε παραμύθια. Παρότι είχε μεγαλώσει στη χώρα των παραμυθιών, ένα και μόνο είχε μάθει και αυτό έλεγε ανακατεύοντας τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις: έδωσε μια και μπήκε μέσα στο μπαρδάκι. Τι είναι το μπαρδάκι; Αδύνατον να το καταλάβεις εκτός και αν βρεις ποτέ ότι στα τουρκικά σημαίνει ποτήρι.

Τα πράγματα άλλαζαν, εάν επρόκειτο για αφηγήσεις από την προσωπική της ζωή. Πότε στο χαρέμι ενός εμίρη στην Αίγυπτο, στην οποία είχε ταξιδέψει άπαξ το πολύ δις, πότε παλλακίδα ενός πασά στο Αϊντίνι, κοντά στο οποίο μεγάλωσε- το χωριό της το Umurlu υπάρχει και σήμερα-, πότε ερωμένη ενός πλούσιου Αρμένη με τσουβάλια λίρες, κέντριζε το ενδιαφέρον της μεγάλης αδερφής μου που την πίστευε. Τώρα γελάμε και θαυμάζουμε το ταλέντο της παντελώς αναλφάβητης πλην ευφυέστατης μητριαρχικής φιγούρας που όλες μας καταδυνάστευε, αλλά χάρη σε κείνην πολλαπλασιάσαμε τις εσωτερικές δυνάμεις και τις αντοχές μας και πήραμε μαθήματα ζωής. Όλα όσα έλεγε ήταν επινοημένα, βέβαια, για να επιβληθεί στις συνομιλήτριές της. Αλήθεια, πάντως, ήταν καλλονή.

Εκεί που είχε τεράστια επιτυχία, ήταν όταν μιλούσε για τον Τσακιτζή, τον εφέ του Αϊδινίου. Δεν θυμάμαι αν έλεγε πως τον είχε δει από κοντά, δεν το αποκλείω κιόλας. Θεία αγαπημένου φίλου μου, αφοσιωμένη παντελώς στις ιστορίες, τα μασάλια όπως έλεγαν τις αφηγήσεις και τα παραμύθια οι Τούρκοι, επέμενε ότι τον είχε δει, καβάλα και οι δύο στα άλογά τους, όταν ήταν παιδί. Μόνο που οι χρονολογίες δεν βγαίναν. Εκείνη είχε αποκτήσει άλογο στα 1918 και ο Τσακιτζής είχε δολοφονηθεί στα 1912, όταν η ίδια ήταν μόλις τριών. Η γιαγιά Βασιλεία ήταν τότε έξι, αλλά η φαντασία των ανθρώπων είναι ανίκητη.

Ο πολυθρύλητος Τσακιτζή Μεχμέτ Εφές, ή Τσακίρτζαλη, Εφές του Αϊδινίου, γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό κοντά στην αρχαία Εφεσο, το Αγιασουλούκ, που και αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα και σκοτώθηκε το 1912. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ-δηλαδή ο μηχανισμός του- πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Σκοτώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ενέδρα. Ο Τσακιτζής ήταν τότε έντεκα χρονών.

Εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για τον ζεϊμπέκη) σκοτώνοντας συνολικά κατ’ άλλους οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως ότι είχε αδικήσει κανέναν. Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής, άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των φτωχών. Ενας Ρομπέν των Δασών της εποχής του, έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του λαού και μοίραζε στους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια έδινε προίκα, μοίραζε χρήματα στους άνεργους νέους.

Φυσικά, έγινε γρήγορα ο ήρωας όλων και τραγούδι στο στόμα τους. Μια από τις αφηγήσεις της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι πια, έλεγε πως μια μέρα ένα ανύπαντρο κορίτσι ενώ μάζευε καλαμπόκια ή σταφύλια, τραγουδούσε τα λόγια που τον παίνευαν, όταν πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Εκείνη τον αναγνώρισε και λιποθύμησε από τον τρόμο, αυτός όμως τη συνέφερε και φανερά ικανοποιημένος από το τραγούδι της την προίκισε πλουσιοπάροχα.

Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι. Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος, πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε.

Οι λησταντάρτες (εφέδες) στην περιοχή του Αιγαίου είχαν βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιοί κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Η φήμη του ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο, ο Τσακιτζής έγινε μύθος σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν τη Μικρασία. Και στους Ελληνες, βεβαίως, που τον είχαν, μέσα τους, εκχριστιανίσει. Μάλιστα, ο Τάσος Αθανασιάδης στο τετράτομο έργο του «Τα παιδιά της Νιόβης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) έχει εκτενείς αφηγήσεις από συναντήσεις ενός ήρωά του με τον Τσακιτζή, ο οποίος του ζητά να τον βαφτίσει χριστιανό. Ε, αφού ήταν και κρυπτοχριστιανός, (αλήθεια ή ψέματα) ήταν υπερ-ήρωας.

Όπως αναφέρει ο Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Ο Τσακιτζής» (εκδόσεις «Αγρα») ο Ριουστού,άνθρωπος που ανέλαβε να τον εξολοθρεύσει, τον παγίδευσε χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, αυτή την εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.

Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.

Στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολη» όσο και στον «Ελληνικό Βορρά» μια τεράστια σε μήκος χρόνων αφήγηση των κατορθωμάτων του και έγινε ταινία με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Γκέλυ Μαυροπούλου σε σκηνοθεσία- ναι!- Νίκου Φώσκολου. Ο θρύλος του Τσακιτζή τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια από την Ρόζα Εσκενάζι και από άλλους ερμηνευτές. Και, να η ιδιοτροπία της Ιστορίας: ο «Τσακιτζής» το τραγούδι για τον λεβέντη ζεϊμπέκη που σκοτώθηκε, σήμερα αναφέρεται εμμέσως και στον Κεμάλ Ατατούρκ. Γιατί; Επειδή ξεκινά «Οι λεύκες της Σμύρνης έριξαν τα φύλλα τους», επειδή στη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η τελική απομάκρυνση των ανυπεράσπιστων χριστιανικών πληθυσμών με φωτιά, βία και αίμα και επειδή περιλαμβάνει ύμνους στη λεβεντιά. Την οποία, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.

Η αναφορά στο έργο «Τα παιδιά της Νιόβης» δεν έγινε τυχαία. Ο Τάσος Αθανασιάδης διατρέχει μέσα από τις σελίδες τους, την ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη έως την καταστροφή και την προσφυγιά. Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός, είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί, ένα από τα ακρότατα σημεία στα οποία έφτασαν οι Ελληνες μόλις αποβιβάστηκαν και σε αυτό αναφέρεται κυρίως στο πρώτο βιβλίο, που είναι και το πιο δυνατό. Εκεί ο ήρωάς του συναντά και φιλοξενεί περισσότερες από μια φορές τον Τσακιτζή.

Η Νιόβη ήταν θυγατέρα του Τάνταλου και της Δίας, αδελφή του Πέλοπα και γυναίκα του Αμφίονα, που μαζί του απόκτησε εφτά γιούς και εφτά κόρες. Επειδή καυχήθηκε ότι είναι ανώτερη από τη Λητώ, που είχε μόνο δύο παιδιά - τον Απόλλωνα και την Αρτεμη - η Λητώ για να την εκδικηθεί, ζήτησε από τα δικά της να κατατοξεύσουν τα παιδιά της Νιόβης. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα αρσενικά και η Αρτεμη τα θηλυκά. Γλύτωσαν μόνο ένας γιός και μια κόρη, ο Αμφίονας και η Χλωρίδα. Τότε η Νιόβη απαρηγόρητη κατέφυγε στη Σίπυλο, πόλη της Μικράς Ασίας. Εκεί παρακάλεσε τους θεούς και τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα, απ' όπου συνεχώς τρέχει νερό - τα δάκρυα της Νιόβης.

Τρίτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

Κοσμάς Πολίτης "Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα"


Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου όποτε διαβάζω την εξαιρετική «Πάροδο» από το αφιερωμένο στη Σμύρνη μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου». Είναι οι στιγμές που η πόλη καίγεται, καταστρέφεται, και ο Γιακουμής χάνει ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Το περιβόλι του, με την πλούσια βλάστηση και το φτωχικό σπιτάκι, και την Κατερίνα του, «πέντε μηνώ βαρεμένη» μαζί με τον γιο που κυοφορεί. Η μεγάλη πένα του συγγραφέα, βουτάει εδώ στο μελάνι της λύπης και της φρίκης που ο ίδιος έζησε στη φλεγόμενη πόλη, πριν αναγκαστεί να την εγκαταλείψει με εκατοντάδες χιλιάδες κατατρεγμένους. Με άφατη θλίψη, αλλά και με απίστευτη τρυφερότητα.
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Όπως αναφέρει η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, «Είναι λίγο αστείο ότι γεννήθηκε στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888) ο πιο Σμυρνιός απ’ όλους τους Σμυρναίους, ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, σε μια γιορτή Αναλήψεως, όπως σπάνια έχει χαριστεί σε πόλη ζωντανεμένη από τη μνήμη κάποιου που την αγάπησε πολύ (η Σμύρνη είναι πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου).

Πράγματι, γεννήθηκε στην Αθήνα. Δυο μόλις χρόνια μετά, όμως, η οικογένειά του εγκαθίσταται στη Σμύρνη. Την οποία, αν και σκιαγραφεί, δεν κατανομάζει πουθενά σε ολόκληρο το βιβλίο. Ισως επειδή όπως λέει ο ίδιος στον Γ. Π. Σαββίδη, στην έκδοση του «Υψιλον», «για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους.» Εκείνος τον ρωτά: Θα θέλατε να σχολιάσετε, τελειώνοντας, την αφιέρωση του νέου σας έργου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά»; Πιστεύετε ότι το αίσθημα αυτό το συμμερίζονται πολλοί άλλοι πρόσφυγες; Και ο Πολίτης απαντά: «Πρώτα για την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιά ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914. Κι εκείνο το αίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας – βασισμένο, βέβαια, κι αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Έλληνες. Όσο για τη Σμύρνη, μπορώ να πω ότι ζούσαμε σε μια άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη – δε λέω “εχθρική” – κατοχή. Όσο πια για το αίσθημα του ραγιά που λέω πως καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου, δεν ξέρω πόσοι άλλοι πρόσφυγες το συμμερίζονται – εκείνο που ξέρω είναι ότι σίγουρα το έχουν πολλοί ντόπιοι.» (το μυθιστόρημα, που είχε τιμηθεί με α’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 1962, έτος κυκλοφορίας του, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Πλήρης τίτλος, «Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας»).
Σε αυτό, λοιπόν, το τελευταίο του ουσιαστικά μυθιστόρημα, ο Κοσμάς Πολίτης μας ξαναζωντανεύει τη Σμύρνη του 1902. Μας ξαναφέρνει στη ζωή, σαν μάγος, σαν θαυματοποιός - όπως τον χαρακτηρίζει ο Απ. Σαχίνης - σαν πραγματικός τη χαμένη ελληνική πολιτεία. Παίρνοντας ως βάση μια φτωχική συνοικία της, του Χατζηφράγκου, ζωντανεύει με άφταστο τρόπο, τα ήθη, τις συνήθειες, τις ομορφιές και τις γραφικότητες της πόλης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τους απλούς εργατικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Η λεγόμενη "ανώτερη" κοινωνία, ο ψεύτικος κόσμος των προξενείων και των κοσμικών, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο στο μυθιστόρημα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία - γράφει ο Απ. Σαχίνης - πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι αριστοτέχνης της υποβολής∙ έμμεσα και ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, μας υποβάλλεται το καθετί "Στου Χατζηφράγκου", χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς αδιακρισίες ή υπερβολές: η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η κακία, η φιλία, η αγάπη, τα καθημερινά δράματα και οι τραγωδίες της ζωής, η προαιώνια αδικία που βασιλεύει στον κόσμο.»

Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική αναφορά στις ώρες του ζόφου, ας εξηγήσουμε τι εννοεί η Νόρα Αναγνωστάκη όταν γράφει για τον Κοσμά Πολίτη ότι ήταν ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, μέσα από μικρό, αλλά δηλωτικό απόσπασμα: «Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»

Χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για να γράψεις για την καταστροφή, την οποία τόσοι και τόσοι περιέγραψαν. Είναι σαφές πως τις είχε. Ετσι, η πόλη , που βουλιάζει και χάνεται σιγά- σιγά, στοιχειώνει το μυαλό μας. Η τραγωδία κορυφώνεται με την προσωπική τραγωδία του Γιακουμή. Και ωστόσο, ο συγγραφέας είναι σαν να ζητά Σιωπή να βουτηχτούν τα αποκαϊδια της Σμύρνης και των ζωών τους και ηρεμία, για να αναπαυθούν μέσα της οι νεκροί.
Οι τελευταίες μέρες, πριν φτάσει ο μπαξεβάνης ο Γιακουμής στην καμπάνα και το ράσο που φτερούγιζαν στον ουρανό, ξεκινούν από ένα παράδοξα ήσυχο μεσοδιάστημα μιας- δυο ημερών πριν από την καταστροφή: «Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι-κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα-ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα-α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.

Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά-να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας-άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες-φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε-ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά - δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.»

Στην προκυμαία πρόσφυγες που είχαν κατέβει να γλυτώσουν τη ζωή τους. Πίστευαν πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πόλη, ή πως τα τους έπαιρναν παραπλέοντα καράβια. Οι Ελληνες υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας διαβεβαιώνουν πως θα ξανάρθουν. Αγοράζει ψωμί και γυρνά.

«Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι. - Όξω ησυχία, της λέω. Γύρισε και με κοίταξε. - Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά. - Tι πράμα; - Nα, που ξουρίστηκες. Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω: - Σκοτώσανε το δεσπότη. - Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά-μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.» Με δυο φράσεις μονάχα, το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης περνά από τα μάτια του αναγνώστη. Και μαζί η θλίψη αλλά και ο φόβος. Που σταδιακά θα μετατραπεί σε τρόμο για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σε λίγο, θα έρθει η φωτιά και όλα θα γίνουν χειρότερα.
«Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ' Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες. Φωνάζανε από τ' Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμμιά - δυο ώρες. Σιγά - σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε-μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά. Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους. - Bρε παιδιά, πού πάτε; Δείξανε μπροστά. - Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε. Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι. - Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά; Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο. Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ' Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.»

Εφυγαν, κι έμειναν μόνοι με την Κατερίνα, «βαρεμένη (έγκυο) πέντε μηνώ». Εκείνη έχει σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και κάθεται σε μια καρέκλα. « Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει-ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο-ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός-ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.

H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί - σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς-και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια-μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί-τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κ' η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.»

Πείτε μου, κι εσείς δεν κλαίτε;

Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο για τα 90 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρώτο, για τον Γιώργο Σεφέρη, εδώ