Κυριακή, Σεπτεμβρίου 08, 2013

Ο Υπατος της Σμύρνης από τη Σωτηρία Μαραγκοζάκη


Το πλέον μισητό πρόσωπο της Σμύρνης μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ούτε, καν, ο στρατηγός που έχασε τις τελευταίες μάχες του πολέμου. Ακριβώς ενενήντα ένα χρόνια μετά, παραμένει ο Υπατος αρμοστής, Αριστείδης Στεργιάδης. Οι αρετές του, είναι σαν να μην υπήρξαν. Σαν αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο, ο άντρας που πέθανε αυτοεξόριστος στη Γαλλία, να είχε μόνο ελαττώματα.

Όχι πως δεν είχε δυσκολίες στον χαρακτήρα του, αδυναμίες, όχι πως δεν έκανε λάθη. Ο Στεργιάδης υπήρξε, όμως, ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο φορτώθηκαν όλες οι αβλεψίες, οι αβελτηρίες, οι παραλείψεις, οι εγκληματικές αποφάσεις του ελληνικού κράτους. Εκείνες που, τελικά, απέβησαν εναντίον της ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία και του μικρασιατικού ελληνισμού. Ο Στεργιάδης αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντοτε με καχυποψία και αρνητισμό. Ενα βιβλίο, λογοτεχνικό κι όχι ιστορικό, «Ο Υπατος της Σμύρνης» της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη («Κέδρος») κάνει προσπάθεια μέσα από πολλούς αφηγητές, με διαφορετικά «πιστεύω» και οπτικές γωνίες να περιγράψει τον άνθρωπο, τον αξιωματούχο, τον πατριώτη, τον δυνάστη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καλογραμμένο, πρωτότυπο, εξαιρετικό.

Η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν πρέπει να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου. Πρόθεση της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως δεν ήταν να αποκαταστήσει τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσει το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Όμως, υπήρξε συνειδητή επιλογή «να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος.» Γράφοντας για ένα πρόσωπο που- τουλάχιστον- διχάζει, δεν φοβήθηκε τις αντιδράσεις;

«Πράγματι ο Αριστείδης Στεργιάδης εξακολουθεί μέχρι στις μέρες μας να θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο και τρόπον τινά να διχάζει αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση επανεξέτασης προσώπων και γεγονότων της πολυτάραχης εκείνης εποχής, που ως γνωστόν κατέληξε στη μικρασιατική τραγωδία» απαντά η Σωτηρία Μαραγκοζάκη. Όταν ξεκινάς να γράφεις δεν κάνεις υπολογισμούς, ούτε ζυγίζεις τα πράγματα, πολύ δε μάλλον όταν η έρευνά σου καταδεικνύει πως δεν είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει η κυρίαρχη αντίληψη, η οποία αντανακλάται στην επίσημη ιστορία. Ζήτημα φόβου δεν τίθεται γιατί αλίμονο αν φοβόμασταν να εκφράσουμε διαφορετική άποψη και διαρκώς συμμορφωνόμασταν «προς τας υποδείξεις», αν δεν αμφισβητούσαμε και αρκούμασταν σε όσα από καθέδρας μας παραδόθηκαν. Κάνουμε τόσους συμβιβασμούς στην καθημερινότητά μας που αρκούν, δε χρειάζεται και δεν αντέχεται να τους επεκτείνουμε περαιτέρω. Δεν σας κρύβω, βέβαια, πως ανέμενα κάποιες αντιδράσεις από ακραίους κύκλους και είχα φροντίσει να ενισχύσω τη φαρέτρα των επιχειρημάτων μου. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να απαντήσω διότι πέρα από κάποια απαξιωτικά σχόλια στο Διαδίκτυο δεν σημειώθηκε κάτι άλλο. Και αυτό το αποδίδω εν μέρει και στον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, επειδή είναι πολυφωνικό και παρουσιάζει τα πρόσωπα και τα γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

-Η έρευνά σας απέφερε στοιχεία που δεν γνωρίζουμε ή δεν τους δίνουμε σημασία. Ποιο ήταν το πλέον εντυπωσιακό; Ποια είναι η σημαντικότερη «αποκάλυψη» για τον Στεργιάδη και την εποχή, που αγνοούμε;

Η σχετική βιβλιογραφία για εκείνη την περίοδο είναι πλούσια το ζήτημα είναι όμως ότι γινόταν ως επί το πλείστον επιλεκτική χρήση των πληροφοριών. Και το λέω αυτό γιατί στο πλαίσιο της έρευνας διαπίστωσα πως σε ότι αφορά τον ρόλο του Στεργιάδη ως ύπατου αρμοστή Σμύρνης τα περισσότερα που έχουν γραφτεί διακρίνονται από μονομέρεια, προκατάληψη, έντονο συναισθηματισμό, αποσιωπήσεις, παραποιήσεις, ακόμη και νοθεύσεις. Για παράδειγμα ενώ πολλοί επικαλούνται το πασίγνωστο βιβλίο του Χόρτον «Η μάστιγα της Ασίας» ουδείς αναφέρεται στα όσα θετικά λέει για τον Στεργιάδη ο τότε πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη. Ή ενώ είχαν γίνει δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας κατά του Στεργιάδη από τους Τούρκους ουδείς λέει λέξη περί αυτού, ούτε για το τιτάνιο έργο που συντελέστηκε στα τρία χρόνια της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης. Πάντως υπήρξε από τους ελάχιστους αν όχι ο μόνος που είχε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας του μικρασιατικού εγχειρήματος. Και τέλος η περίφημη φράση που του αποδίδουν («καλύτερα να μείνουν εδώ να σφαγούν από τον Κεμάλ παρά να πάνε στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν προβλήματα» εννοώντας τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας) είχε πρωτοειπωθεί από τον Γούναρη μέσα στη Βουλή των Ελλήνων! Μέχρι πρότινος έβρισκες να αποδίδεται η φράση αυτή στον Στεργιάδη ακόμη και στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας!

-Ο Στεργιάδης είναι ένα μισητό πρόσωπο, χωρίς ελαφρυντικά, κατά τους εχθρούς του. Έπαιξε αυτό ρόλο στην επιλογή του ως κεντρικού σας πρωταγωνιστή;

Ναι, γιατί το όνομά του τράβηξε την προσοχή μου πολλά χρόνια πριν εξαιτίας των όσων του αποδίδανε, που φαντάζανε αδιανόητα. Τα μυθιστορήματα της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Τάσου Αθανασιάδη για την τραγωδία της Μικράς Ασίας με είχαν συγκλονίσει από τα χρόνια ακόμη του δημοτικού σχολείου. Αργότερα άρχισα να διαβάζω και ιστορικά βιβλία για εκείνη την περίοδο. Τα δε τελευταία επτά χρόνια άρχισα να συγκεντρώνω συστηματικά υλικό για αυτόν τον διαβόητο ύπατο αρμοστή Σμύρνης στο πλαίσιο μιας κανονικής έρευνας, που επεκτάθηκε και σε ιστορικά αρχεία. Και παρά το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στη σφαίρα της λογοτεχνικής μυθοπλασίας η έρευνα που απαιτούνταν και διεξήγαγα ήταν πολύχρονη, επίμονη και σχολαστική.

-Θεωρείτε πως ο Ύπατος Αρμοστής ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος αντί άλλων; Ποιων;

Σίγουρα ήταν αποδιοπομπαίος τράγος, διότι εκτός από τους έξι που εκτελέστηκαν ως πρωταίτιοι της καταστροφής, ο Στεργιάδης βόλευε και προσφερόταν για τον ρόλο αυτό, επειδή δεν δικάστηκε, δεν του αποδόθηκαν επίσημα ποτέ κατηγορίες, έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξαναπάτησε ποτέ σε ελληνικό ή τουρκικό έδαφος, δεν μίλησε, εκτός από δύο συνεντεύξεις που έδωσε, δεν άφησε απομνημονεύματα. Και αυτά παρότι γνώριζε πως εκκρεμούσε σε βάρος του ένα είδος ερημοδικίας και ότι το αμείλικτο δικαστήριο της κοινής γνώμης τον είχε ήδη καταδικάσει. Για αυτό και θέλησα στο βιβλίο να του δώσω φωνή. Έτσι το φαντάστηκα και έτσι έγραψα τον παραληρηματικό μονόλογό του λίγο πριν εκπνεύσει. Εκείνο που θέλω, λοιπόν, να πω, χωρίς να επιθυμώ σε καμία περίπτωση να επιβάλλω τη δική μου οπτική – άλλωστε με τον τρόπο που γράφτηκε το βιβλίο αυτό ακριβώς θέλησα να αποφύγω- είναι πως υπήρξε θύμα των γενικότερων συγκυριών και πως το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του προβληματίζει και εγείρει πολλά ερωτήματα μέχρι τις μέρες μας.

-Σαφώς και υπήρξε έχθρα ανάμεσα στον Στεργιάδη και τον Χρυσόστομο. Ωστόσο, ο τελευταίος καθαγιάζεται διότι έμεινε με το ποίμνιό του και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο πρώτος έφυγε. Ποια είναι η γνώμη σας;

Ο Στεργιάδης έφυγε λίγες ώρες πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη και όχι από τους πρώτους, όπως ειπώθηκε αργότερα . Ωστόσο, ναι, έφυγε. Εάν έμενε – μιλώντας πάντα υποθετικά - το λιγότερο που θα πάθαινε θα ήταν να αιχμαλωτιζόταν. Ως γνήσιος γραφειοκράτης θεωρούσε πως οι κύριες υποχρεώσεις του, τότε που διαλυόταν το σύμπαν, ήταν να διαπεραιωθεί ο στρατός και να αποσοβήσει τον πανικό τηρώντας τον νόμο Ν. 2870/16-7-22 και ακολουθώντας πιστά συγκεκριμένες οδηγίες της «βασιλικής» κυβέρνησης του Γούναρη, η οποία δεν ήθελε επουδενί να δημιουργηθεί «προσφυγικό» ζήτημα στην παλιά Ελλάδα.

-Είχατε αποφασίσει εξαρχής πως ήταν «αθώος» ή αυτό προέκυψε καθώς γράφατε το μυθιστόρημα;

Αν και - τονίζω – η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μυθιστοριογράφος είναι πολλές. Για παράδειγμα κάποιες από αυτές συνίστανται στο να καταφέρει να αναδείξει αθέατες πτυχές και υπόγειες δυνάμεις που – κατά την σαφώς υποκειμενική άποψή του- κινούν την ιστορική διαδικασία. Αλλά και να συνεισφέρει κάτι νέο, να ανακαινίσει τρόπον τινά τη σημασία αυτής της διαδικασίας. Πρόθεσή μου, λοιπόν, δεν ήταν να αποκαταστήσω τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσω το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Απλώς να πω ότι υπήρξε συνειδητή επιλογή μου να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος. Να δει – επαναλαμβάνω- πολυδιάστατα, από διαφορετικές οπτικές γωνίες τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκείνη την εποχή, να τα προσεγγίσει πολύπλευρα.

-Σκέφτεστε να ασχοληθείτε και σε επόμενο βιβλίο σας με το λεγόμενο ιστορικό μυθιστόρημα ή ετοιμάζετε κάτι άλλο;

Επειδή η έρευνα σε παλαιότερες εποχές είναι συναρπαστική, ναι, σκέφτομαι να συνεχίσω και ήδη έχω ξεκινήσει . Ο 19ος αιώνας μα και η σκοτεινή και τραγική περίοδος του ελληνικού εμφυλίου είναι τα δύο «μέτωπα» που έχω ανοίξει. Ίδωμεν....


Ποιος –ή τι- ήταν ο Στεργιάδης

«Τι ήτο επιτέλους ο άνθρωπος Αριστείδης Στεργιάδης; Ήτο μεγαλοφυής, ανισόρροπος, δίκαιος, άδικος, ηθικός, ανήθικος, εργατικός, νωθρός, αυστηρός, ήρεμος, φιλοχρήματος, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, μοναρχικός, σατράπης, μεσαιωνικός, περιφρονητής της εξουσίας, δούλος της αρχής, ανεξάρτητος ή αυλοκόλαξ, φιλάνθρωπος ή μισάνθρωπος, αλτρουιστής ή σαϋλοκ, γενναίος ή δειλός; Απεδείχθη εκ των υστέρων ότι ήτο απ' όλα αυτά.»

Ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς, διευθυντής του γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστείας στη Σμύρνη, γράφει όλα τα ανωτέρω και πολλά ακόμη. Τον έζησε από κοντά. Τον είχε ζήσει όμως κι ένα κορυφαίος πολιτικός, ο οποίος μάλιστα τον εμπιστεύθηκε. Κι όταν του ζητήθηκε να τον αποσύρει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απήντησε:

«Εν µέσω της διανοητικής παρακρούσεως όλων των εν Σµύρνη ηµετέρων στρατιωτικών και πολιτικών, µόνον ο Στεργιάδης παραµένει έχων διαυγή την αντίληψιν της καταστάσεως, προσπαθών να σώση αυτήν από του ναυαγίου εις το οποίον φέρεται… Η θέσις µας εν Σµύρνη από ηµέρας εις ηµέραν καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα, ουχί εξ ανικανότητος του Στεργιάδου αλλ’ εκ των παρεκτροπών του στρατού µας… (…) Αφ’ ετέρου οι αξιωµατικοί µας πρέπει να µάθουν να θωρακίζωνται µε δυσπιστίαν κατά των εισηγήσεων των εντοπίων αυτού οµογενών. Τα πάθη των τελευταίων είναι φαίνεται τόσον άγρια… Η ευθύνη και εδώ εννοείται ότι βαρύνει τους εκεί (Έλληνας) προκρίτους, όχι τον απλούν λαόν.» Πάθη, διαφωνίες, άλλη άποψη για τη στρατηγική. Αντίθεση από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο κι όχι μόνο. Εν ολίγοις, κόλαση.

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και ιδιώτευσε ως δικηγόρος στην γενέτειρά του από το 1889. Η αντιτουρκική δράση που ανέπτυξε η οικογένειά του είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα δυο του αδέλφια, Ιωάννης και Θρασύβουλος. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί από τους Άγγλους για δώδεκα μήνες.

Ασχολήθηκε με την πολιτική διατελώντας πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου μέχρι το 1910. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την τοπική αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Το 1914 συμμετείχε στη σύνταξη της συνθήκης των Αθηνών. Στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός διοικητής Ηπείρου (1917- 1919)

Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Δρανδακη, ο «σκοτεινός» εκείνος άνθρωπος εξακολουθεί και σήμερα να είναι «σημείον αμφιλεγόμενον» γιατί απέφυγε να απολογηθεί. Ανέλαβε έτσι την συγκάλυψη της ιστορικής ευθύνης άλλων παραγόντων και σε τελευταία ανάλυση την ευθύνη της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, όπως την οραματιζόταν ο Ελ. Βενιζέλος.

Παρ' ότι ο Στεργιάδης είχε να παρουσιάσει στην διάρκεια της παρουσίας του στην Σμύρνη, ένα σχετικά πλούσιο κοινωνικό έργο, στην κοινή γνώμη το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας, αν και ουδεμία σχέση είχε με τα του ελληνικού στρατού και συνεπώς με την κατάρρευση του μετώπου. Κατόπιν, εκτέλεσε εντολές της κυβέρνησης η οποία δεν ήθελε πρόσφυγες. Γι αυτόν τον λόγο δεν στάλθηκαν ελληνικά πλοία να παραλάβουν τον πληθυσμό, εγκαταλείποντάς τον στην τύχη του.

Φυγαδεύτηκε στη Ρουμανία, στην συνέχεια πήγε στο Μόντε Κάρλο και κατέληξε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου και έζησε μέχρι και τον θάνατό του, τον Ιούλιο του 1949, μισθοδοτούμενος, λένε αρκετοί ιστορικοί, από τις βρετανικές υπηρεσίες, (κάτι που δεν έχει αποδειχθεί από την έρευνα των αρχείων). Εζησε καλά, μέχρι τις παραμονές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τότε καταστράφηκαν οι εταιρείες στις οποίες είχε μετοχές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμη και τις οικοσκευές του για να επιζήσει. Τον συνέδραμε οικονομικά ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013

Γιάννης Ρίτσος: ένας μεγάλος Ελληνας. Μη χάσετε απόψε την εκπομπή στον ΣΚΑΙ


Η ζωή και το έργο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζεται από το Θάνο Μικρούτσικο. «Θαυμάζω απεριόριστα την ποίησή του, τη στάση του και το ήθος του. Απ’ όλους τους σπουδαίους ανθρώπους της τέχνης που γνώρισα, Δάσκαλό μου θεωρώ τον Γιάννη Ρίτσο», λέει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος, αφηγητής του ντοκιμαντέρ για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης. Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι σαν ένα μεγάλο μυθιστόρημα, μια μεγάλη περιπέτεια, που περικλείει ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας του 20ουαιώνα. Η βιωματική σχέση του ποιητή με την ιστορία καθόρισε το έργο του. Σήμερα, 20 και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του, οι εκατοντάδες μεταφράσεις του έργου του σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως επίσης, τα δεκάδες ανεβάσματα των μεγάλων του ποιητικών μονολόγων στο θέατρο μαρτυρούν ότι ο Ρίτσος είναι μια από τις μεγάλες ποιητικές φωνές για την παγκόσμια ποίηση στον 20ο αιώνα. Για το έργο του Γιάννη Ρίτσου και τη γνωριμία μαζί του μιλούν: η ποιήτρια Καίτη Δρόσου, η συγγραφέας Άλκη Ζέη, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, οι πανεπιστημιακοί και συγγραφείς Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Σόνια Ιλίνσκαγια, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος και η κόρη του Έρη Ρίτσου.

Έλληνες του πνεύματος και της τέχνης... ο Γιάννης Ρίτσος, την Τετάρτη 30/01, στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ!

Συντελεστές

Υπεύθυνη-Παραγωγός: Λία Παρασκευά Σκηνοθεσία- Σενάριο: Κώστας Μαχαίρας Διεύθυνση φωτογραφίας: Βαγγέλης Κουλίνος Δημοσιογραφική έρευνα: Λία Παρασκευά – Ηλίας Μαγκλίνης Βοηθός οπερατέρ: Ηλίας Κουλαμάς Ηχοληψία: Άρης Καφεντζής Μοντάζ - Μιξάζ: Κώστας Ασπιώτης Art Director: Νίκος Τσιμούρης

Υ.Γ. Σύντροφοι εκεί στον Περισσό, κουβέντα δεν έχετε γράψει για τη σημερινή προβολή της εκπομπής. Προφανώς, περιμένετε να δείτε... αν θα την εγκρίνετε. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο ασφυκτικός έλεγχος των πάντων. Και ο σφιχτός εναγκαλισμός προς τον ποιητή, που ναι, ήταν μέλος σας, και μάλιστα πιστό, ουδείς το αρνείται. Αισθανόταν ελεύθερος να γράφει όσα έγραφε. Οσο κι αν εσείς πάντοτε εστιάζατε σε ένα μέρος του έργου του, αφήνοντας ένα ποτάμι στίχων να κυλά στο πλάι. Ετσι ξεραίνονται όμως οι ιδεολογίες...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2013

Ο Ρίτσος και τα κόκκινα τανκς


Χρόνια μετά τον θάνατό του, υπάρχει ακόμα ο αστικός μύθος ότι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα και τη Βουδαπέστη. Κι όμως. Στα Άπαντα του ποιητή και στα αρχεία του κανένας τέτοιος στίχος δεν υπάρχει

«Οι ποιητές δοξάζονται για τα χειρότερα ποιήματά τους» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ότι ενίοτε επικρίνονται για στίχους ανύπαρκτους. Ο τιμημένος με το βραβείο «Λένιν» δημιουργός κατηγορείται συχνά πως δήθεν ύμνησε διά στίχων του την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968. Ένας νέος κύκλος αυτού του παλιού σίριαλ έκανε την εμφάνισή του πρόσφατα στο Διαδίκτυο.

Πριν από λίγες μέρες, ο Στέφανος Κασιμάτης στην εφημερίδα «Καθημερινή», αναφέρθηκε στον Τζον Κίτμερ, που έρχεται ως πρεσβευτής της Βρετανίας, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα: «Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Τζ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη “Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου” και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν (“Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. […]».

«Φωτιά» στο Διαδίκτυο

Την επομένη, ο Νίκος Σαραντάκος, στο ιστολόγιό του «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», γράφει κείμενο με τίτλο «Η χτεσινή κασιματιά για τον Γιάννη Ρίτσο», (σ.σ.: η λέξη «κασιματιά», παραγωγή του ιστολογίου, σημαίνει «το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει)».

Ο Νίκος Σαραντάκος τονίζει: «[…] Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει».

Μια συνέντευξη που έγινε η πέτρα του σκανδάλου

«Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του» συνεχίζει ο Σαραντάκος «είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. […]”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει κι αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια…) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;

Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”».

Παρεξηγημένα λόγια

Στη διαμάχη μπήκαν το left.gr, το tvxs και άλλα σάιτ, επισημαίνοντας την «κασιματιά», ενώ η βιογράφος του Ρίτσου Αγγελική Κώττη με σχόλιο στην «Καθημερινή» λέει ότι, αν ο κ. Κασιμάτης έβρισκε τους συγκεκριμένους στίχους και τους υποδείκνυε, θα υποχρέωνε τους μελετητές του, «οι οποίοι ματαίως ψάχνουμε τόσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε». Το σχόλιο δημοσιεύθηκε αφού ήδη είχε επισημανθεί στο left.gr καθυστέρηση 20 ωρών. Απάντηση, όμως, δεν υπήρξε…

Το πλέον ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι ίσως τα λόγια του Ρίτσου στη συνέντευξη καν να μην ειπώθηκαν έτσι, αφού μετά τον θόρυβο που είχε ξεσηκωθεί το 1977-78, ο Γιώργος Λιάνης σημείωνε ότι οι απαντήσεις του ποιητή δεν ήταν λέξη προς λέξη αυτές που γράφτηκαν. «Προσπάθησα να μεταφέρω το πνεύμα των λεγομένων και φυσικό είναι σε κάποια σημεία να ξαστόχησα» έγραψε. Ίσως, σήμερα, μπορεί να παρουσιάσει αναλυτικά και με ακρίβεια το γεγονός.

Της Δάφνης Πασχάλη, από το Ποντίκι

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

Ο «ξεχασμένος» Λουντέμης


Ο συγγραφέας που όλοι διαβάσαμε στα νιάτα μας και διδάσκεται ακόμα στα σχολεία λησμονήθηκε παντελώς το 2012, χρονιά που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ίσως γιατί θεωρήθηκε ξεπερασμένος και γλυκερός;

Οι άνθρωποι των Γραμμάτων παράγουν Αξίες και δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ χαμένοι. Η σημασία του έργου τους θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και να μεταφέρεται στον κοινωνικό ιστό από οργανωμένους φορείς της πολιτείας. Πάντοτε κάτι έχουν να πουν, ειδικά στους νεότερους. Ας πούμε: «Ζωντανός θα πει περήφανος!».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον μεγάλο «χαμένο» του 2012, τον Μενέλαο Λουντέμη. Έναν συγγραφέα που όλοι διαβάσαμε με πάθος στα νιάτα μας και ας τον ξεπεράσαμε μετά. Η σημερινή νέα γενιά τον διαβάζει επίσης με αγάπη. Τον διδάσκεται, μάλιστα, στα σχολικά βιβλία της. Αλλά το κράτος, διά των αρμοδίων υπουργείων του Παιδείας και Πολιτισμού – που πλέον είναι ένα –, λησμόνησε εντελώς, ή φρόντισε να λησμονήσει, ότι το 2012 έκλεισαν 100 χρόνια από τη γέννησή του.

Ο μεγαλόθυμος Νικηφόρος Βρεττάκος, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η χρονιά, δεν θα έχανε σε τίποτα αν κάποια υπηρεσία ή κρατικός φορέας αποφάσιζε να διοργανώσει μερικές εκδηλώσεις εις μνήμην και του Λουντέμη.

«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»

Τι έφταιξε λοιπόν και όλοι ξέχασαν φέτος τον «Μέλιο» – όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, δανειζόμενοι το όνομα του πιο αγαπημένου του ήρωα; Ίσως υποτιμήθηκε το χνάρι που έχει αφήσει ο ίδιος στην πεζογραφία. Ίσως συνέτεινε το γεγονός πως ο εκδοτικός οίκος που τον εκδίδει, τα Ελληνικά Γράμματα, έχει κλείσει και δεν υπάρχει εκδότης να κινήσει εκδηλώσεις και εορτασμούς. Πιθανότατα αγνοήθηκε η αγάπη των νέων για το έργο του. Τέλος, ήταν η αριστερή πολιτική του τοποθέτηση, η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, η πολιτική προσφυγιά.

Μπορεί, λέτε, εύκολα να ξεχαστεί η υπέροχη ρήση του όταν του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να μη του αφαιρεθεί η ιθαγένεια; «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!». Η επέτειος πέρασε μέσα σε μια παγερή σιωπή από το κράτος (μια «αναζήτηση» στο site του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου θα δώσει μηδενικό αποτέλεσμα), απουσία σχολικών εκδηλώσεων και εκδηλώσεων από πνευματικά σωματεία. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις είναι απλώς για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Μία από αυτές, αφορά το ΚΘΒΕ, που ανέβασε σε παράσταση το πιο αγαπημένο μυθιστόρημα του Λουντέμη, το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», στη νεανική του σκηνή. Η πρεμιέρα δόθηκε την 1η Νοεμβρίου του ’11 σε θεατρική διασκευή Λάκη Λαζόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα. Μέχρι τον Μάρτη του ’12 δόθηκαν 103 παραστάσεις – με 31.026 θεατές. Ξεπερασμένος είπατε ο Λουντέμης; Γλυκερός; Μελοδραματικός;

Η φιλία του με τον Βάρναλη

Την ακεραιότητά του και την πένα του παραδεχόταν και ένας σπουδαίος ποιητής, που γνώριζε τον Λουντέμη από την εφηβεία του: ο Κώστας Βάρναλης. Εντελώς τυχαία, ο Βάρναλης ήταν ο κερδισμένος του 2012, αλλά κι εδώ το κράτος δεν έχει συμμετοχή. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, του Ηρακλή Κακαβάνη, με τίτλο «Ο άγνωστος Βάρναλης – Και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Εντός». Αποτελεί προϊόν μόχθου και πολύχρονων ερευνών και ζωντανεύει θαυμάσια τον σκιαγραφούμενο.

Ο Λουντέμης αναγνώριζε ως δάσκαλο και φίλο τον ποιητή, είχε, μάλιστα, γράψει για εκείνον το βιβλίο «Ο κονταρομάχος», το 1974. Ο Ηρακλής Κακαβάνης θυμίζει ένα περιστατικό από δίκη εναντίον του συγγραφέα, για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες», το 1956. Εκείνες τις πικρές και δύσκολες εποχές ήταν δυνατόν να συρθεί στα δικαστήρια κάποιος για τη λογοτεχνική του παραγωγή, σύμφωνα με τον νόμο 509, για «κατασκοπεία», με βάση τον οποίο εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης.

Οι τρεις σωστές απαντήσεις

«Για να ’ναι ένοχος ένας συγγραφέας», είπε ο Βάρναλης καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης, «πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας, με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερον: Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτον και τελευταίο: Αν η πατρίδα πέσει σε εθνική σκλαβιά, ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλληκάρια;».

Αυτά και άλλα πολλά στοιχεία και κείμενα που δεν είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό παραθέτει ο Κακαβάνης. Άλλα αλίευσε από το αρχείο Βάρναλη, άλλα από εξαντλημένα περιοδικά ή δυσεύρετες εφημερίδες. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του, από ένα διευρυμένο και ζωντανό χρονολόγιο, βρίσκουμε και ενδιαφέροντα στοιχεία και αυτοβιογραφικά αποσπάσματα ή ποιήματα. Τα «Μαρασλειακά», οι φιλολογικοί «καυγάδες» του Βάρναλη με τον Παλαμά, τον Δελμούζο, τον Ξενόπουλο και άλλα πολλά, δίνουν το στίγμα της εποχής. Μαζί και ξαναδουλεμένα και τα άγνωστα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή.

Θα χτυπήσουμε από τώρα συναγερμό και ελπίζουμε όχι εις μάτην. Το 2014 θα είναι τα 40 χρόνια από τον θάνατο του Βάρναλη. Θα κάνει κάτι η μητριά - πατρίδα; Ή θα γίνει κάτι σοβαρό και αντάξιο του Δημήτρη Χατζή, που το 2013 έχουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του;

Αναδημοσίευση από το "Ποντίκι" με την ευκαιρία της σημερινής επετείου θανάτου του Μενέλαου Λουντέμη (22/1/1977)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Τα(ν)κσικά θέματα μέχρι γελοιότητας


Ο Νίκος Σαραντάκος για δημοσίευμα της Καθημερινής περί Ρίτσου και Στάλιν

Τη λέξη κασιματιά δεν την έχουν τα λεξικά, και δικαίως, αφού την έχουμε φτιάξει εδώ στο ιστολόγιο, αν και βλέπω με καμάρι ότι και άλλοι την έχουν υιοθετήσει . Κασιματιά είναι το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει). Φυσικά, πήρε το όνομά του από τον δημοσιογράφο κ. Στέφανο Κασιμάτη, που του αρέσει να διανθίζει τη στήλη του με ιστορικά ανέκδοτα (μερικά υπαρκτά) και που ειδικεύεται στις κασιματιές εναντίον των αριστερών. Για παράδειγμα, κασιματιά είναι ότι ο Λένιν είχε κάνει λόγο για “χρήσιμους ηλίθιους” (μια άλλη κασιματιά, πάλι για τον Λένιν, εδώ ).

Η κασιματιά που δημοσιεύτηκε στη χτεσινή Καθημερινή δεν είχε στόχο τον Λένιν, αλλά τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Αντιγράφω ολόκληρο το σχόλιο ώστε να μη χάσετε σταγόνα απ’ τη χολή: Από την ιστοσελίδα του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου πληροφορούμαι ότι ο Τζον Κίτμερ διαδέχεται τον ιδιαιτέρως αγαπητό Ντέιβιντ Λάντσμαν ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Αθήνα. Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Ντ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη «Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου» και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν («Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Αντιλαμβάνομαι, ωστόσο, ότι τα ενδιαφέροντα του Τζ. Κίτμερ επικεντρώνονται μάλλον στην ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους ο Ρίτσος αφομοίωσε στην ποίησή του την επιρροή άλλων ποιητικών φωνών της νεοελληνικής γραμματείας. Εν πάση περιπτώσει, παραδέχομαι ότι μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς μπορεί να γοητεύεται κάποιος με τον Ρίτσο, όταν υπάρχουν ο Σολωμός και ο Καβάφης· από την άλλη πλευρά όμως, όταν θυμάμαι ότι έχω περάσει μία εποχή κατά την οποία λάτρευα την ποίηση του Τέννυσον, τότε τα αποθέματά μου ανεκτικότητας και κατανόησης ξαφνικά ανανεώνονται ως διά μαγείας..

Δεν θα σταθώ στις ποιητικές προτιμήσεις, είτε του Βρετανού πρεσβευτή είτε του κ. Κασιμάτη, αλλά στο απόσπασμα που έχω σημειώσει με έντονους χαρακτήρες, δηλαδή την κασιματιά, εννοώ το ψέμα, ότι ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κατά σύμπτωση το ιστολόγιό μας έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα πριν από πεντέξι μήνες και γι’ αυτό η πρώτη μου σκέψη, όταν με ειδοποίησε ένας φίλος με ηλεμήνυμα για την τελευταία κασιματιά, ήταν να αφιερώσω μόνο ένα σαββατιάτικο μεζεδάκι. Ύστερα όμως συνειδητοποίησα ότι το παλιό άρθρο του ιστολογίου είχε δημοσιευτεί κατακαλόκαιρο, Κυριακή 12 Αυγούστου, επομένως πολλοί φίλοι δεν θα το έχουν διαβάσει (αν και είχε γίνει αρκετά μεγάλη συζήτηση), οπότε ίσως θα είναι συγγνωστή η ανακύκλωση. Τώρα, αν έχετε διαβάσει το παλιό άρθρο, συγνώμη, ελπίζω το αυριανό (που θα είναι καινούργιο) να σας αποζημιώσει.

Επειδή το παλιό μου άρθρο είναι πολύ μεγάλο, δημοσιεύω πρώτα μια περίληψη, χωρίς τεκμηρίωση. Όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα, διαβάζει παρακάτω. Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει.

Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του, είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;

Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν στα Νέα μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”

Νομίζω ότι αυτός είναι ο σπόρος πάνω στον οποίο βλάστησε ο μύθος, ότι τάχα ο Γιάννης Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 (ή στην Ουγγαρία το 1956). Αν η αρχική γέννηση του μύθου έγινε με σπασμένο τηλέφωνο ή αν ήταν συνειδητή κατασκευή δεν το έχω εξακριβώσει και δεν έχει μεγάλη σημασία. Σήμερα όμως είναι λάθος να επαναλαμβάνεται το ψέμα αυτό.

Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (κάτι που ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968.

Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης , ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.» Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.

Αυτή ήταν η περίληψη του παλιού μου άρθρου, αλλά αν θέλετε την τεκμηρίωση (έχει πιστεύω ενδιαφέρον, αν βέβαια έχετε χρόνο) αναδημοσιεύω ολόκληρο το παλιό μου άρθρο:

Ίσως δεν είναι και πολύ κατάλληλη η συγκυρία για το σημερινό άρθρο, κατακαλόκαιρο παραμονές δεκαπενταύγουστου, αλλά δεν το είχα έτοιμο το θέμα, εκείνο ήρθε και με βρήκε. Κι έπειτα, είναι θέμα που με ενδιαφέρει διπλά, μια και το ιστολόγιο αρέσκεται να σκαλίζει μικροφιλολογικά μυστήρια, ιδίως τις Κυριακές, αλλά και έχει ειδικευτεί στην ανασκευή μύθων, και το σημερινό θέμα μας έχει και από τα δύο. Ο λόγος είναι για τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος, αν πιστέψουμε όσα γράφονται κατά καιρούς, έχει πει ή έχει γράψει κάτι για σοβιετικά τανκς που χορεύουν. Ως εκεί υπάρχει ομοφωνία στις διάφορες εκδοχές, αλλά ως προς τις υπόλοιπες λεπτομέρειες οι διάφορες εκδοχές διίστανται.

Για παράδειγμα, σε χρονογράφημά του στην εφημ. Μακεδονία, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει: Πώς να ξεχάσεις τον πράγματι σπουδαίο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έγραφε ότι τα σοβιετικά άρματα χόρευαν ταγκό κατά την εισβολή στην πλατεία της Πράγας; Πώς να το ξεχάσεις ή πώς να το θυμηθείς, θα το δούμε παρακάτω. Αλλά αν η εκδοχή του Σκαμπαρδώνη είναι απλώς μία από τις πολλές, έχει ωστόσο ένα μοναδικό στοιχείο.

Εννοώ ότι, απ’ όσο ξέρω, ο Σκαμπαρδώνης είναι ο μοναδικός που θέλει τον Ρίτσο να γράφει για τα τανκς που χορεύουν ταγκό. Η Κωνσταντίνα Ζάνου, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε και στην κυπριακή Καθημερινή, δίνει την επικρατούσα εκδοχή: “Τα τανκς χορεύουν βαλς στις πλατείες της Πράγας”, που υποτίθεται ότι το έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για την εισβολή των σοβιετικών στην Πράγα το 1968. Και πράγματι, οι περισσότερες εκδοχές θέλουν τον Γιάννη Ρίτσο να έγραψε ένα ποίημα για να υμνήσει τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, στο οποίο έβλεπε τα τανκς να χορεύουν βαλς. Εδώ που τα λέμε, το βαλς, σαν χορός, ταιριάζει στα τανκς περισσότερο από το ταγκό, δεν βρίσκετε; Με τα βαλς συμφωνεί και το sansimera.gr, που βρίσκει ότι ο Ρίτσος ήταν σπουδαίος ποιητής “όταν δεν υπονόμευε ο ίδιος την αξία του με τη στρατευμένη ποίησή του για τα «σοβιετικά τανκς που χορεύουν βαλς στην Πράγα» και άλλα τέτοια”. Σε άλλες πάλι πηγές, δεν προσδιορίζεται ο χορός. Έτσι, σε άρθρο του Δ. Παλαιολογόπουλου, αρχικά στην Αυγή , τα τανκς απλώς χορεύουν στους δρόμους της Πράγας, αλλά δεν ξέρουμε τι είδους χορό.

Πάντως, αν και οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στην Πράγα, ούτε εδώ υπάρχει ομοφωνία. Σε σχόλιο στην Καλύβα του Πάνου Ζέρβα , ο φίλος Αριστεροπόντιος (γνωστός και ως Μ-π), παραθέτει τον στίχο: “τα τανκς να χορεύουν βαλς στους δρόμους της Βουδαπέστης”, Γιάννης Ρίτσος, 1956. Ενώ ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα Νέα έγραψε: Ας θυμηθούμε την ωδή του Ρίτσου στα σοβιετικά τανκς που χορεύουν στην Κόκκινη Πλατεία. Επομένως, τρεις πόλεις ερίζουν για το θέατρο του χορού, Μόσχα, Βουδαπέστη και Πράγα, με την Πράγα να παίρνει περισσότερες ψήφους.

Και τι ακριβώς έγραψε ή είπε ο Γιάννης Ρίτσος για τα τανκς που χορεύουν; Κατά τον Κούρτοβικ ήταν ωδή, για άλλους πολλούς ήταν στίχος ποιήματος, ο Παλαιολογόπουλος όμως μιλάει για συνέντευξη, ενώ κάποιος αρθρογράφος του ακροδεξιού Ελεύθερου Κόσμου λέει ότι ο Ρίτσος, όταν τα σοβιετικά άρματα εισέβαλαν στην πρωτεύουσα της τότε Τσεχοσλοβακίας, δήλωσε ότι “τα τάνκς χορεύουν βάλς, στις πλατείες της Πράγας”! Δήλωση, συνέντευξη, ποίημα ή ωδή; (Εντάξει, η ωδή θεωρείται είδος ποιήματος, οπότε στην πραγματικότητα έχουμε τρεις κατηγορίες).

Και πότε το είπε ή το έγραψε; Κατά τον Αριστεροπόντιο το 1956, κατ’ άλλους το 1968, ενώ σύμφωνα με την Μαργαρίτα Γιαραλή στην Εποχή , “Σε κάποια επέτειο της εισβολής στην Πράγα του ΄68, ο ποιητής Ρίτσος διάβασε θριαμβευτικά προς την ΚΝΕ το ποίημα που εμπνεύστηκε στις 21 Αυγούστου ΄68, όντας ο ίδιος εξόριστος, ο στίχος που επαναλαμβανόταν έλεγε: “τα τανκς μπαίνανε χορεύοντας στην Πράγα”.

Λοιπόν; Τι έγινε με τα σοβιετικα τανκς; Χόρευαν βαλς, ταγκό ή κάτι απροσδιόριστο; Στη Βουδαπέστη, στη Μόσχα ή στην Πράγα; Ο Ρίτσος τα ύμνησε σε ποίημα ή σε δηλώσεις ή σε συνέντευξη; Το 1956, το 1968 ή μετά τη μεταπολίτευση; Στην πραγματικότητα, όλες οι παραπάνω πηγές κάνουν λάθος (ή λένε ψέματα) στον ένα ή στον άλλο βαθμό.

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν έχει γράψει κανένα ποίημα όπου να υμνεί ή έστω να περιγράφει τις χορευτικές κινήσεις των τανκς, σοβιετικών ή άλλων. Όσο κι αν ψάξετε το έργο του δεν θα βρείτε κανένα τέτοιο ποίημα, και αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, το διασταύρωσα και με την παλιά φίλη Αγγελική Κώττη, βιογράφο του Ρίτσου, η οποία είναι απολύτως κατηγορηματική ότι τέτοιος στίχος δεν υπάρχει (και η οποία βοήθησε πολύ να βρεθούν τα στοιχεία του παρόντος). Ο Ρίτσος όμως έχει πει κάτι σε συνέντευξη για σοβιετικά τανκς. Όχι στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη, αλλά στη Μόσχα, όχι σε εισβολή αλλά σε παρέλαση. Αυτό έγινε το 1977.

Τον Νοέμβριο του 1977, ο Γιάννης Ρίτσος κλήθηκε στη Μόσχα για να τιμηθεί με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη (με το ίδιο βραβείο είχαν τιμηθεί ο Βάρναλης το 1959 και ο Γλέζος το 1962, ενώ αργότερα βραβεύτηκαν ο Θεοδωράκης και ο Χαρ. Φλωράκης -ευχαριστώ τον φίλο που έκανε την επισήμανση). Η βράβευση συνέπεσε με τους εορτασμούς των εξήντα χρόνων της Οκτωβριανής επανάστασης (η οποία, όπως ξέρουμε, με το νέο ημερολόγιο πέφτει Νοέμβριο). Σαν ένας από τους τιμώμενους, ο Ρίτσος παρακολούθησε και τους εορτασμούς και ιδίως τη μεγάλη παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη, στα Νέα, σε δυο συνέχειες (είπαμε, ήταν μεγάλη), όπου μίλησε πολύ επαινετικά για την Σοβιετική Ένωση και περιέγραψε τις εντυπώσεις του. Μπορείτε να δείτε τη συνέντευξη εδώ, καταρχάς το πρώτο μέρος (6.12.1977) και στη συνέχεια το δεύτερο μέρος (7.12.1977) εδώ . Πάντως είναι μεγάλα αρχεία και ίσως αργήσουν να εμφανιστούν. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει υπάρχει στο β’ μέρος της συνέντευξης.

Συγκεκριμένα, ο Ρίτσος σε ένα σημείο αναφέρεται στην παρέλαση που έγινε στην Κόκκινη Πλατεία, και λέει: “Ακόμα και η παρέλαση είχε κάτι το χορευτικό. Ήταν μια πάνδημη συμμετοχή”. Και μετά, όταν ο Λιάνης τον ρωτάει αν όντως γέμισε η πλατεία με τεράστιες φωτογραφίες του Μπρέζνιεφ, ο Ρίτσος απαντάει πως όχι και συνεχίζει: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”.

Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) πώς έγινε τάχα και μετατράπηκε σε ποίημα που υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα;

Νομίζω ότι έχω την απάντηση. Η συνέντευξη του Ρίτσου σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας έκανε αίσθηση και σχολιάστηκε πολύ, ιδίως επειδή ήταν η πρώτη φορά (αν θυμάμαι καλά) μετά τη μεταπολίτευση που ο Ρίτσος είχε μιλήσει με τόσο θερμά λόγια για τη Σοβιετική Ένωση. Στους κύκλους της ανανεωτικής αριστεράς, του τότε ΚΚΕ εσ. και της Αυγής, που ακολουθούσαν περισσότερο κριτική στάση προς το σοβιετικό μοντέλο, η συνέντευξη έγινε δεκτή με αμηχανία, και λίγο με ενόχληση.

Λίγες μέρες μετά, τρεις επιφανείς καθηγητές που ανήκαν στην ανανεωτική αριστερά, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Κώστας Βεργόπουλος και ο Κων. Τσουκαλάς, έστειλαν επιστολή στα Νέα, στην οποία διαφωνούσαν σε οξύ ύφος με τις εντυπώσεις και τις διαπιστώσεις του Ρίτσου. Το κείμενό τους, με τίτλο “Απάντηση στον Γιάννη Ρίτσο”, δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 17.12.1977.

Την απάντηση των τριών καθηγητών την έχω επίσης ανεβάσει και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ (και πάλι, το αρχείο είναι μεγαλούτσικο). Όπως θα δείτε, οι τρεις καθηγητές δίνουν απάντηση στον Ρίτσο εφόλης της ύλης, αλλά το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι ο σχολιασμός που κάνουν στον χορευτικό ρυθμό των τανκς.

Αφού τον κατηγορούν για δουλοπρεπή στάση απέναντι στους ισχυρούς, του απευθύνουν (με έναν ελαφρό γαλλισμό) το ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”

Νομίζω ή πιο σωστά είμαι πεπεισμένος ότι εδώ βρίσκεται ο σπόρος από τον οποίο φύτρωσε ο μύθος για το ποίημα ή την ωδή ή τις δηλώσεις του Ρίτσου που τάχα ύμνησαν την εισβολή στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη. Από μια ρητορική, ας πούμε, ερώτηση του κειμένου των Πουλαντζά-Βεργόπουλου και Τσουκαλά! Αν κάποιος αναδιφήσει τις εφημερίδες της εποχής (και ιδίως την Αυγή) ίσως βρει τους καναδυό ελλείποντες κρίκους, αλλά για μένα δεν χωράει αμφιβολία ότι από εδώ γεννήθηκε ο μύθος, είτε από σπασμένο τηλέφωνο είτε με συνειδητή κατασκευή.

Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (αυτό βέβαια ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968. Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης, ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.»

Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Left.gr

Εστειλα κι εγώ ένα σχόλιο, που δημοσιεύθηκε εδώ:

Αγαπητοί φίλοι,

η ¨Καθημερινή" έκανε και άλλη "κασιματιά". Εστειλα από χθες το βράδυ σχόλιο για το άρθρο του εν λόγω κυρίου, το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί. Δεν ξέρω αν και πόσο πρέπει να περιμένω, αλλά μάλλον μπορώ να δηλώνω πλέον ότι με λογόκριναν. Το σχόλιό μου: "Αγαπητέ κύριε Κασιμάτη, αν βρίσκατε πουθενά τους στίχους με τους οποίους ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, και μας τους υποδεικνύατε, θα υποχρεώνατε εμένα και τους απανταχού μελετητές του, οι οποίοι ματαίως ψαχνουμε τοσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε."

Η πραγματικότητα: είναι όπως τα λέει ο Νίκος Σαραντάκος. Εν ολίγοις, η δήλωση στον Λιάνη επισύρει την μήνιν των τριών διανοητών κλπ κλπ. Στίχος ΔΕΝ υπάρχει. Ως βιογράφος του Ρίτσου και ως επιμελήτρια του αρχείου αυτογράφων έργων του που έχει κατατεθεί άπό την οικογένεια στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, το δηλώνω κατηγορηματικά. Οποιος βρει και μας παραθέσει αυτό ή οτιδήποτε ανάλογο, θα λάβει το βραβείο Λαμπρής Φούσκας- Κασιμάτη. 'Η,όπως λένε και εις την αλλοδαπήν: όποιος έχει να πει κάτι, ας το πει τώρα, ή ας σωπάσει για πάντα.

update: η καθημερινή, μετά τις δημόσιες διαμαρτυρίες μου, έβαλε τελικά το σχόλιο 24 ώρες μετά. Απάντηση; μα τι ρωτάτε τώρα...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Στάθης Μάρας: ένας σεμνός αλλά σπουδαίος συγγραφέας χάθηκε στην άσφαλτο


Με δυσκολία θα βρει κάποιος πληροφορίες για τον Στάθη Μάρα. Με δυσκολία και θα τις αναζητήσει, άλλωστε. Αν δεν ήταν το θανατηφόρο τροχαίο με τον εκδότη Δημήτρη Ρίζο στο Π. Φάληρο, λίγοι θα έψαχναν σήμερα το διαδίκτυο. Κι ωστόσο, ο ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, κριτικός αποτελούσε ένα άκρως ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Μονάχα που ήταν σεμνός. Πολύ σεμνός. Όπως πρέπει να είναι κάθε πνευματικός άνθρωπος.

Γεννήθηκε στην Aθήνα και σπούδασε νομικά. Aπό δεκατριών χρόνων πήρε μέρος στην Eθνική Aντίσταση. Δεκαπέντε χρόνων εκτοπίστηκε στη M. Aνατολή. Aπό την ίδια ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τύπωσε τρία ποιητικά βιβλία (1950, 1957, 1959). Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις Iσπανών ποιητών, ενώ δικά του ποιήματα μεταφράστηκαν στα ιταλικά. Έκτοτε, παρά την καλή υποδοχή που του έγινε, εξαιτίας της άποψής του ότι Tέχνη σημαίνει πρώτα και κύρια επικοινωνία και βλέποντας πως στην Eλλάδα η Ποίηση δεν έχει κοινό, έψαξε για άλλες μορφές έκφρασης, που θα μπορούσαν να φέρουν ανθρώπους κοντά της. Έτσι, έπαψε να δημοσιεύει και, για πολλά χρόνια, ρίχτηκε από την αρχή στη μελέτη (Φιλοσοφία, Kοινωνιολογία, Oικονομία, Ψυχολογία).

Aποτέλεσμα της πιο πάνω δουλειάς υπήρξε ένα σύνολο μεγάλων στην έκταση, αυτοτελών, μα και συνδεόμενων μεταξύ τους μελετών, που καλύπτουν ολόκληρη τη Λογοτεχνία μας, σε συνδυασμό προς τη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική ζωή, την ατομική και την ομαδική ψυχολογία. Πέντε από αυτές τις μελέτες κυκλοφορούν από τις «Eκδόσεις Kαστανιώτη». Aκόμα, από μια σειρά κριτικών έργων, έχει εκδοθεί ένα σχετικό με τη γνησιότητα ή το περιστασιακό των λογοτεχνών και με το έργο του Γιώργου Σιδέρη («Σύγχρονη Eποχή» 1995). Tέλος, στο χώρο της πεζογραφίας, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Γιάννης ο 46ος» (Eκδόσεις «Σοκόλη» 1996).

O Στάθης Mάρας ουδέποτε πήρε κάποιο βραβείο ή άλλη διάκριση, διότι πιστεύοντας (όπως εξηγεί σε μια του μελέτη), ότι αυτές οι απονομές, άμεσα μα και μακροπρόθεσμα, βλάπτουν τόσο τα Γράμματα όσο και τους ίδιους τους συγγραφείς, βραβευόμενους και μη, ουδέποτε έδωσε έργο του σε κάποιο διαγωνισμό. Mολαταύτα, τούτο δεν τον εμποδίζει να δέχεται το διορισμό του σε Kριτικές Eπιτροπές Διαγωνισμών, επειδή πιστεύει πως με την παρουσία του βοηθάει στο θέμα της αμεροληψίας. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:

Η εφτανησιώτικη σχολή, 1998

Η Γυναίκα Β´ - Ελληνίδες ποιήτριες, 1990

Η Γυναίκα Α´ - Κοινωνική ανισότητα και ερωτικό τραγούδι, 1990

Εχει προφανώς εξαντληθεί και δεν κυκλοφορεί η εξαιρετική μελέτη του «Κώστας Βάρναλης • Ιδεολογία και ποίηση» που είχε εκδοθεί το 1986. Ανάμεσα σε άλλες παλαιότερες εκδόσεις του, είναι και μία για τη γενιά του '30, την οποία αντιμετωπίζει με εντελώς αντισυμβατική ματιά

Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2012

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ: μια ύπαρξη με όρεξη


Η μέρα ξεκίνησε με μια χαρμόσυνη είδηση: η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, αυτή η σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, παίρνει το κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή της «Η ανορεξία της ύπαρξης», (Καστανιώτης). Ηταν καιρός η υπέροχη, υπέροχη, υπέροχη φωνή της να βγει και πάλι στο προσκήνιο από κάποιο εξωτερικό γεγονός. Επειδή η Κατερίνα, δεν εμφανίζεται στις «αγορές». Οι αναγνώστες της, που και πολλοί είναι και πιστοί, την ανακαλύπτουν μέσα από το έργο της και σπανίως από κάποια εκδήλωση, κάποια δήλωση, κάποια συνέντευξη. Αυτονόητο για έναν ποιητή, και μάλιστα μια ποιήτρια του μεγέθους της. Δυστυχώς, όμως, ό,τι θα έπρεπε να κατακρίνεται, η διαρκής έκθεση και φθορά, οι δημόσιες σχέσεις, οι πολιτικές και άλλες συγγένειες (μέσα των οποίων η Κατερίνα ποτέ δεν μετήλθε) κανονίζουν τα πράγματα ακόμη. Φελλοί επιπλέουν. Όμως αυτό, δεν την ένοιαξε ποτέ. Μονάχα η τέχνη της τη νοιάζει. Θεωρεί, άλλωστε ως την πιο υπερεκτιμημένη αρετή, τη δημοσιότητα και τη σημασία της τη χαρακτηρίζει μύθο. Ιδού μερικοί εξαιρετικοί στίχοι της, για ξεκίνημα:




«Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙

πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις

τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙

να φεύγουν τα περιττά λέω

να μπω στον ουρανό τού τίποτα

με ελάχιστα.»


Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, αλλά τα ποιήματά της γεννήθηκαν κατ’ αρχήν και μάλλον εξακολουθούν, στην Αίγινα. Γεννήθηκε νωρίς. Αυτό της στοίχισε καταρχήν ένα μόνιμο πολύ μεγάλο πρόβλημα υγείας, καθώς η πενικιλίνη δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά και της έφερε τη λυτρωτική δημιουργία- έτσι έχει εξομολογηθεί σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις της. Παρότι βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο γενεών, το έργο της την κατέταξε στη γενιά του ’70, της οποίας αποτελεί τη κορυφαία γυναικεία φωνή. Μέχρι τώρα, είχε τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης (1985) και με το Βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.(2000).

Και τα ποιήματά της γεννήθηκαν νωρίς. Η Ελένη Γκίκα σε μια συνέντευξη που της είχε πάρει,(μπορείτε να τη δείτε εδώ) αφηγείται: «’Νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις’, έγραφε κάποτε ο νονός Νίκος Καζαντζάκης στη μικρή του αναδεξιμιά. Κι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον δικαίωσε.» Ο Καζαντζάκης, συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευματική της συγκρότηση. Αν και ανατράφηκε με τη γαλλική, αγγλική και ρωσική ποίηση, οι συγγραφείς που καθόρισαν την ποιητική της φυσιογνωμία υπήρξαν εκείνος και ο Καβάφης. Όπως η ίδια σημειώνει, «και οι δύο τους, εκκινώντας από διαφορετική εντελώς αφετηρία, προσπάθησαν να παντρέψουν την ποίηση με τη φιλοσοφία και να γράψουν ποιήματα βαθύτατα στοχαστικά. Δύσκολος γάμος, γιατί ενώ η ποίηση προσπαθεί να πιάσει- το συναίσθημα της στιγμής, η σκέψη, ζητάει να ορίσει τους κανόνες κίνησης του είναι. Οι συγκεκριμένοι ποιητές όμως το πέτυχαν».

Το μεταφραστικό της έργο είναι πλούσιο και πολυσχιδές και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους ποιητές, νομπελίστες, Σαίξπηρ, κ.α. Πενήντα χρόνια τώρα διακονεί τα Γράμματα. Διαθέτει μια από τις ισχυρότερες λυρικές φωνές της μεταπολεμικής μας ποίησης, και έχει γράψει ανυπέρβλητα ερωτικά ποιήματα. Τα ποιήματα της περιόδου 1963-1996 κυκλοφορούν σε τρεις τόμους από τον Καστανιώτη. Στις ίδιες εκδόσεις ακολούθησαν άλλες οι: Η ύλη μόνο (2001), Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) και «Η ανορεξία της ύπαρξης» (2011) που βραβεύθηκε.

Πολλά μπορεί να πει κανείς για το ανεξάντλητο και θαυμαστό έργο της, το καλύτερο όμως είναι να μεταλάβει ο αναγνώστης απευθείας από αυτό. Βάζω το ποίημα «Λέει η Πηνελόπη» από τη συλλογή της «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» με την οποία τη γνώρισα και με σφράγισε δια παντός:


ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ

And your absence teaches

me what art could not

Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,

ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα

κάτω απ’ το βάρος της λέξης

γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση

όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου

–απουσία από τη ζωή –

κλάματα βγαίνουν στο χαρτί

κι η φυσική οδύνη του σώματος

που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω

τις ζωντανές κραυγές

«πού είσαι έλα σε περιμένω

ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»

και ξαναρχίζω το πρωί

με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια

να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ

με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια

να στάζουν τα παλιά ταβάνια

φορτωμένα βροχή

και να ’χει διαλυθεί η δική μου

μες στη δική σου προσωπικότητα

ήσυχα, φθινοπωρινά...

Η εκλεκτή καρδιά σου

– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –

θα ’ναι πάντα αλλού

κι εγώ με λέξεις θα κόβω

τις κλωστές που με δένουν

με τον συγκεκριμένο άντρα

που νοσταλγώ όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας

και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες

στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ με πάθος

κάθε μέρα

για να πλυθείς από τις αμαρτίες

της γλύκας και της μυρουδιάς

κι ολοκάθαρος πια

να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.

Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω

στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία

τι απουσία ή πώς λειτουργεί το εγώ

στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο

πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο

το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του

σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι

σαν να το πελεκάνε

πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο

ελπίζοντας

πως ό,τι χάνει σε αφή

κερδίζει σε ουσία.


Αναλυτικά τα βραβεία, στο αποκλειστικό δημοσίευμα του Βήματος

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2012

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για έναν σεφέρη...


Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε για την Ελλάδα κάτι πολύ περισσότερο από το- ήδη σημαντικό- πρώτο Νόμπελ της στη λογοτεχνία. Υπήρξε, έστω και με κάποια υπερβολή μιλώντας, «Η» γενιά του ’30 της. Η ισχυρή φιγούρα που οδήγησε τη συγκεκριμένη γενιά στην ωρίμανσή της, στην απόκτηση και ανάπτυξη κύριων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, σε επιλογές οι οποίες στηρίζουν την αστική ιδεολογία της.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, αν και είχαν όλα τα γνωρίσματα της περίφημης αυτής γενιάς στο έργο τους, με πρώτο την ανανέωση των ποιητικών μέσων, εντάχθηκαν, στην πραγματικότητα, σε αυτήν μετά τον θάνατο του Σεφέρη. Και θα πρέπει κανείς να μελετήσει το «Ενας διάλογος για την ποίηση», το έργο που συγκροτήθηκε από θέσεις και αντιθέσεις του ίδιου και του Κωνσταντίνου Τσάτσου για να διαπιστώσει πόσο διαβασμένος, μεθοδικός και προπαντός αυστηρός ήταν ο ποιητής. Δεν συγχωρούσε, δε, την επιφανειακότητα (δείτε όσα λέει για τον Θεοτοκά, επί παραδείγματι, τον θέλει πιο μελετημένο, με σταθερά, δυνατά επιχειρήματα, να προασπίζεται αξίες, να χαράσσει πνευματική πολιτική).

Τα γράφω όλα αυτά επειδή με όση προσοχή και καλή διάθεση και αν αντιμετώπισα τη χθεσινοβραδυνή εκπομπή του ΣΚΑΙ για τον Γιώργο Σεφέρη, δεν διαπίστωσα να υπάρχει μια νύξη, μια αναφορά στην τεράστια σημασία του Σεφέρη ως ποιητή και παραλλήλως ως ηγέτη της γενιάς του ’30. Κάποια νύξη, κάποια αναφορά στο τι έφερε στην ποίηση- μαζί και την επαφή της επαρχιώτικης Ελλάδας με τα σπουδαία ρεύματα εκείνων των καιρών- στο γιατί πήρε το Νόμπελ και στο γιατί υπήρξε αληθινά μεγάλος ποιητής.

Στίχοι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, ακόμα και αν απαγγέλλονται από τον Γιώργο Κιμούλη, δεν αρκούν. Σε μια εκπομπή που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, είναι απαραίτητη η παρουσία ενός διαμεσολαβητή που θα εξηγήσει σύντομα και εύληπτα γιατί ο «τιμώμενος» είναι παράδειγμα προς μίμηση. Γιατί αξίζει να τον διαβάζουμε. Γιατί του αξίζει μια θέση στο πάνθεον των πνευματικών μας ανθρώπων. Ο Νάσος Βαγενάς είναι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής που μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό. Δεν είναι ο μόνος. Ο Εντμουντ Κήλυ, ο Ρόντερικ Μπήτον και, ιδίως, ο Νάνος Βαλαωρίτης που επελέγησαν να μιλήσουν, παρουσίασαν πολύ σημαντικές μαρτυρίες και κρίσεις για τον Σεφέρη.

Προφανώς όμως δεν τους υποδείχθηκε πως έπρεπε να σταθούν στο «γιατί». Γιατί παρουσιάζεται αυτός ο συγκεκριμένος ποιητής και πολίτης και όχι κάποιος άλλος. Οι γοητευτικές τους αφηγήσεις, όπως και της Αννας Λόντου, έδωσαν στον θεατή στιγμές από την ανθρώπινη υπόσταση ενός νομπελίστα, ενός ανθρώπου διχασμένου, ενίοτε φοβισμένου, πληγωμένου. Αλλά έπρεπε να τους ζητηθεί να βαδίσουν σε άλλους δρόμους. Είναι εμφανές ότι η ομάδα που έκανε την έρευνα θεώρησε αρκετή την παράθεση περιστατικών. Κάτι τέτοιο όμως, υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε μια απλή ανεκδοτολογική παρουσίαση.

Δυστυχώς, δεν είναι μονάχα αυτή η ένστασή μου. Υπάρχει ένα δεύτερο αυτονόητο, που παραλείφθηκε. Ο Σεφέρης υπήρξε πρόσφυγας. Ο Σεφέρης έχασε τη πατρίδα του. Και ποτέ δεν γιατρεύτηκε ο πόνος αυτής της απώλειας. «Όπως, αν τύχει/ και μπεις μια νύχτα/ στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε/ κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν/ και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς/ για να ξαναβρεθείς» γράφει. Και:

«Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε

νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ

κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι

ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-

οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.

Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ

μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα

ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-

δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια

ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.»


Η υστερικιά, ψεύτρα Ελλάδα

«Γράψε μού τα όλα και την κατάσταση στην Ελλάδα στην υστερικιά Ελλάδα την ψεύτρα που μπόρεσε χωρίς τον παραμικρό ηρωισμό, χωρίς την παραμικρή αυταπάρνηση, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία να θυσιάση εκατό εκατό χιλιάδες τα παιδιά της». Δεκαεπτά Σεπτεμβρίου 1922. Σε ποιον ανήκει αυτή η κραυγή; Ποιος είναι εκείνος που με πόνο ψυχής, και χωρίς καν να έχει ακούσει με τα αυτιά του τον βόγγο της θνήσκουσας Ιωνίας των Ελλήνων κατηγορεί τόσο δραματικά, τόσο αυστηρά τη μάνα- Ελλάδα που μόλις αποδείχθηκε μητριά;

Είναι ένας οργισμένος, βαθύτατα θλιμμένος , συγκλονισμένος νεαρός, που μόλις πληροφορήθηκε ότι έχασε την πατρίδα του. Απώλεια που έμελλε να είναι από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη της ζωής του. Ο Γιώργος Σεφέρης, φοιτητής στο Παρίσι, έχει μόλις παρηγορηθεί για την τύχη της μητέρας και της αδερφής του. Τις νόμιζε στη φλεγόμενη Σμύρνη αλλά εκείνες ήταν, ευτυχώς, στην Αθήνα. Θα παραμείνει, ωστόσο, απαρηγόρητος εφ’ όρου ζωής για την τραγική απώλεια, των ιερών και ματωμένων χωμάτων. Θα είναι πάντοτε ένας άπατρις- ακόμη και όταν θα συμβιβαστεί με τη μοίρα του και θα υιοθετήσει την Ελλάδα ως πατρίδα, εμφρόνως.

Παρόλη τη λύπη που τον κατέχει, ο Σεφέρης, γέννημα της Σμύρνης, δεν την είχε αγαπήσει. Η πόλη ήταν για εκείνον «το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα πίσω απ’ το τζάμι∙ η φυλακή. Ενας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα.» Οπου Σκάλα, η Σκάλα Βουρλών (σημερινή Urla iskelesi) με το σπίτι της αρχοντικής γιαγιάς από τους Τενεκίδηδες (σόι τη μητέρας του ποιητή) όπου ο ίδιος, η Ιωάννα και ο Αγγελος, τα μικρότερα αλλά πολύ κοντινά του σε ηλικία αδέρφια, περνούσαν τα καλοκαίρια μέχρι το 1914. Μόλις δηλαδή ο Σεφέρης, γεννημένος με την ανατολή του αιώνα, το 1900, έμπαινε στην εφηβεία του. Τότε αναγκάστηκαν να φύγουν για την Αθήνα∙ το πολιτικό κλίμα δεν τους σήκωνε, ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης είχε πατριωτική δράση. Επιπλέον, ήταν βενιζελικός. «Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση» συνεχίζει ο Σεφέρης. «μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ’ ακρογιάλια, ήταν οι δρόμοι τα δέντρα τ’ ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας.» (Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου 41).

Η Σμύρνη «φυλακή», η Σκάλα ο παιδικός παράδεισος όπου κυλούσαν οι χυμοί μιας πλούσιας, λαϊκής γλώσσας. Κι ωστόσο, η Σμύρνη είναι το πυρωμένο καρφί στην καρδιά του. Όταν, περίπου 15 χρόνια μετά, ο Γιώργος Κατσίμπαλης του γράφει κάποια κακά διεθνή οικονομικά νέα, ο Σεφέρης απαντά πως το πιο κακό νέο που τον είχε βρει ήταν η πτώση της Σμύρνης και ότι μετά απ’ αυτό τίποτα πια δεν του έκανε εντύπωση και δεν είχε σημασία.

Ο υπέροχος Νάνος Βαλαωρίτης τόνισε τη μικρασιάτικη καταγωγή του Σεφέρη. Ο Μπήτον το ίδιο. Φαίνεται όμως πως οι υπεύθυνοι για το σενάριο δεν έλαβαν το μήνυμα. Στάθηκαν μόνο στον «διχασμό» του ποιητή ανάμεσα στη Σμύρνη και στα Βουρλά. Δεν αρκεί. Η τραγωδία που όριζε τη ζωή του και την ποίησή του σαν κόκκινη κλωστή, η καταστροφή της Σμύρνης και η σφαγή του μικρασιατικού ελληνισμού τον οποίο η Ελλάδα άφησε απροστάτευτο, τον ακολουθούσε παντού. Ηταν απείρως σημαντικότερη από πολλά άλλα γεγονότα στη ζωή του. Γιατί δεν έγινε καμιά αναφορά άξια λόγου; Γιατί δεν φωτίστηκε αυτό το γεγονός- τομή για τον ποιητή- όπως και για την Ελλάδα; Έτσι επιτάσσει άραγε η politically (in)correct ερμηνεία των ημερών; Ή οι υπεύθυνοι δεν εκτίμησαν ως σημαντική τη μεγαλύτερη και δραματικότερη απώλεια σε ολόκληρη τη ζωή του ποιητή; Τα «ασιατικά μάτια του» όπως έλεγε ο ξένος ομότεχνός του, δεν σταματούσαν χθες να κοιτάζουν διερευνητικά, αναζητώντας την αιτία. Πώς είναι δυνατόν μια τεράστια αλήθεια της ζωής του να αποσιωπηθεί; Οποιος έχει απάντηση, ας την εφαρμόσει, τουλάχιστον, στις υπόλοιπες εκπομπές της σειράς. Όταν ένα κανάλι αναλαμβάνει μια τόσο σημαντική πρωτοβουλία, είναι κρίμα να καταλήγει ο παρουσιαζόμενος σαν μια άνευρη φιγούρα που απλώς ταξιδεύει στον Κόσμο…

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2012

Χρόνης Μίσσιος: έγραψε τη ζωή


Περπατούσαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν, αλλά αυτό ίσως και να μην ήταν το πιο δύσκολο. Ούτε κι ήττα, ακόμα. Οι διώξεις, οι συλλήψεις, η τρομοκρατία. Η πίκρα των μανάδων, που πήγαιναν κάθε μέρα καθαρά- πλυμένα με δάκρυα, σιδερωμένα με χάδια- ρούχα στα παιδιά τους μόνο και μόνο για να ξέρουν, απ’ τα ματωμένα που έπαιρναν πίσω, πότε τα είχαν βασανίσει. Το να μην μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα, να σκεφτείς καν. Τα στρατοδικεία και οι συνήθεις τόποι των εκτελέσεων. Οι μνήμες.

Αν όμως είχες επιζήσει, άρχιζαν τα δύσκολα. Ιδίως εκεί, στις φυλακές και στις εξορίες, δίπλα στους συντρόφους σου. Εκεί, που ο άνθρωπος εμφανίζεται γυμνός από συμβάσεις. Όπως ακριβώς είναι. Το αληθινό μπόι πρέπει να μετρηθεί και εκεί. Τι γίνεται όμως όταν ένας άνθρωπος μετριέται, ζυγίζεται και βρίσκεται ελλιπής; Αυτό κανείς από όσους έζησαν χρόνια και χρόνια σε εξορίες και φυλακές δεν το είχε μαρτυρήσει. Η εικόνα έφτανε μέχρι τις δυσκολίες της διαβίωσης- όχι της συμβίωσης- και μετά σκοτείνιαζε. Σαν να μην ήταν ανθρώπινες υπάρξεις όσοι είχαν μοιραστεί τον ίδιο θάλαμο, την ίδια σκηνή, αλλά «σύννεφα με παντελόνια».

Ο «σοσιαλιστικός άνθρωπος» είχε, θαρρείς, δημιουργηθεί στην Ελλάδα χωρίς να έχει υπάρξει σοσιαλισμός. Οι αγωνιστές ήταν, περίπου, άγγελοι στον παράδεισο, χωρίς προβλήματα μεταξύ τους, καυγάδες, χωρίς φόβους, χωρίς αντιθέσεις, χωρίς σκεπτικισμούς για τούτο ή για κείνο, για τις αποφάσεις που αφορούσαν στο κίνημα και για την τακτική της καθοδήγησης σε κάθε χώρο εγκλεισμού.

Ο Μάριος Χάκκας, αυτός ο τόσο σπουδαίος ψυχογράφος της μεταπολεμικής Ελλάδας με την αντιπαροχή και τις τσακισμένες φιγούρες όσων επέστρεφαν στις λαϊκές συνοικίες έχοντας απολυθεί επειδή πέρασαν τα χρόνια ή επειδή υπέκυψαν, είχε δώσει ήδη μιαν άλλη διάσταση από την ‘ηρωική’ που απαιτούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Από άλλη σκοπιά, καθώς δεν είχε εξοριστεί. Ξαφνικά, μέσα στη δεκαετία του ’80 (1985 συγκεκριμένα) ο Χρόνης Μίσσιος έρχεται και τινάζει το οικοδόμημα στον αέρα. Η πένα του, αντισυμβατική, ζωηρή, ζωντανή, λέει μιαν αλήθεια που μέχρι τότε κανείς δεν είχε πει. Σαν τον «Λαυρέντη» του Μανόλη Αναγνωστάκη, υπήρχαν κάποιοι που κάθε άλλο παρά αντιπροσώπευαν το πρότυπο που είχε ο κόσμος της Αριστεράς για τον αγωνιστή. Και άλλοι, που παρά το ότι το πλήρωναν με κάθε τρόπο, αντιδρούσαν στη συμπεριφορά τους.

Ο κόσμος των φυλακών και των εξοριών όπως κάθε μικρόκοσμος έχει και ωραίες στιγμές, αλλά έχει και φάλτσα. Και όσο πιο πολύ ξεδιπλωνόταν η αφήγηση στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» τόσο περισσότερο φαινόταν ότι το περιβάλλον φαλτσάριζε. Ότι οι ηρωισμοί βρίσκονταν στον αγώνα που έδινε ο καθένας γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας την ήττα. Η οποία, για την καθοδήγηση, απλώς δεν υπήρχε.

Το ζήτημα δεν είναι ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ούτε να μετρήσουμε με τη μεζούρα τις συμπεριφορές. Σημασία έχει πως ο Μίσσιος με τα βιβλία του τάραξε τα στεκούμενα νερά της «κομματικής» αφήγησης απεικονίζοντας ζωντανούς ανθρώπους. Που, ναι, πότε «βάσταγαν» και πότε όχι. Πότε είχαν γενναιόδωρη συμπεριφορά και πότε μικρότητες. Αλλά που ζούσαν με βάση τη συνείδησή τους και έκριναν ακόμα και τους «ιερούς και όσιους». Ισως μάλιστα κυρίως αυτούς. Δεν ήταν οι εχθροί, ήταν οι εκπρόσωποι μιας αντίληψης που ο Μίσσιος δεν συναίνεσε ποτέ στο να συγχωρεθεί. Αυτά ήταν τα καινούργια στοιχεία που έφερε, και γι’ αυτό αγαπήθηκαν τα βιβλία του, τα γεμάτα αμφισβήτηση και χυμούς.

Η ειλικρίνειά του, συνοδευόταν με μια άδολη αγάπη και κατανόηση, ακόμη και για όσους «καταχέριζε». Αναγνώριζε την ανάγκη του ανθρώπου να δικαιολογεί τη ζωή του. Γι’ αυτό και δεν ήθελε να είναι άδικος. Προσπαθούσε τουλάχιστον. Οσο δεν προσπάθησαν εκείνοι που κάποτε διαφώνησαν μαζί του (όπως και η υποφαινόμενη. Η ευγένειά του, με συντάραξε).

Πριν κλείσω, δύο φράσεις του, που τα λένε, νομίζω όλα:

«Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;»

Και: «ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΟΥΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΕ ΑΛΛΑΞΕΙ»

(Αυτό το είχε και προμετωπίδα στο μπλογκ του)

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

Γιάννης Ρίτσος: Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω


Ηταν αληθινά; Ήταν ψεύτικα; Γεννήματα της φαντασίας του; Αλληγορίες για να πει την αλήθεια; Σύμβολα; Επιθυμίες; Από τι ήταν φτιαγμένα, τέλος πάντων, τα φτερά του Γιάννη Ρίτσου;

Από λέξεις θα έλεγε κανείς. Όπως κι οι χάρτινες ασπίδες του, οι χαρταετοί του, τα ποιήματά του. Αλλά, και θα φανεί περίεργο αυτό που θα πω, όμως δεν είναι, τα φτερά δεν τον βοήθησαν να πετάξει. Εκείνος πετούσε χάρη στην Ποίηση. Τα φτερά υπήρξαν άλλοτε μικρά, εξωτικά στοιχεία της, («σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της υπόγειας Κόρης") συμπαθητικά, άλλοτε ένδειξη ναρκισσισμού και ματαιότητας. Κι ο ίδιος, πατούσε πολύ σταθερά στη Γη για να ονειρεύεται ουράνιες πτήσεις. Τον ουρανό, τον είχε μέσα του («όλοι εδώ πέρα έχουμε τον ίδιο ουρανό και το ίδιο χαμόγελο∙/ αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο κι αυτό τον ουρανό/ δεν μπορούν να μας τα πάρουν.»)


Θα πείτε, πάλι επαναστάτη παρουσιάζεις τον Ρίτσο. Όχι μονάχα εγώ. Πέρασα πρωινά και πρωινά επί τρία χρόνια μιλώντας σε σχολεία για τον ποιητή και διαπίστωσα πως ό,τι και αν τους έλεγα για τα υπέροχα εσωτερικά ποιήματά του- ανάμεσα στα οποία και η νεανική του «Εαρινή Συμφωνία» τα παιδιά τον ήθελαν επαναστατημένο. Αυτά τα ποιήματα θεωρούσαν τα πλέον αντιπροσωπευτικά του και γι’ αυτά μιλούσαν, αν και δεν έπαυαν να ξεχωρίζουν και να αγαπούν και τη «Σονάτα του σεληνόφωτος».

Οπωσδήποτε, ο Ρίτσος υπήρξε μέγας επαναστάτης. Και ως πολίτης, και ως ποιητής. Δεν θα σταθώ σε αναλύσεις του αυτονόητου, γιατί αλλού θέλω να φτάσω σήμερα, 22 χρόνια από τον θάνατό του (ήταν και τότε Κυριακή). Εδώ και πολύ καιρό σκέφτομαι τους παρακάτω στίχους από τη «Γκραγκάντα» μια ποιητική σύνθεση που έγραψε μέσα στη χούντα; «Εχουν ακόμη πόδια τα όνειρα- λέει- τ’ ακούς στο πάνω πάτωμα/ με τον μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση της νύχτας,/ αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,/ όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος/ ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ’ όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,/ ξυπνούν οι ένοικοι∙ σκύβουν απ’ τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙ / κανείς δεν είταν ποτέ∙/ -τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;»

Η απάντηση που υποκρύπτει το ποιητικό ερώτημα, πάντοτε επίκαιρη και σωστή, είναι «τις αλυσίδες μας». Για να οδηγήσει εκεί, και επομένως στην απελευθέρωση, ο Γιάννης Ρίτσος ρωτά επιτακτικά: «τι έχεις;» Αν το καλοσκεφτούμε, τίποτα. Επομένως, το «τι θα χάσεις;» μπορεί να αναγνωσθεί και ως «δεν έχεις να χάσεις, άρα και να φοβάσαι, τίποτα».

Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, ωστόσο, να φτάσει ο άνθρωπος στην αντιπαράθεση με ό,τι τον πονά, τον καταπιέζει, του κλέβει τα δικαιώματα, τη ζωή, την ελπίδα. Ο ποιητής θυμάται τους καιρούς που ο ίδιος, εκεί γύρω στα 25- 26, δούλευε στο θέατρο και βάδιζε στον δρόμο της συνειδητοποίησης. Είχε διδαχθεί μαρξισμό από τους συντρόφους στη Σωτηρία. Είχε γίνει και μέλος του ΚΚΕ. Μα όλα αυτά δεν έφταναν:

«μάζεψα πούπουλα απ’ τις κόττες, απ’ τις χήνες, απ’ τους αητούς, απ’ τα σπουργίτια,/ έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου,/ τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,/ έπαιξα τν αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,/ κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ’ τη μέση-,/ ο θόρυβος απ’ τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν/ τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα,/ ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ’ ένα χάρτινο φεγγάρι/ με χειροκρότησαν αρκετά- δεν τ’ αρνιέμαι- παράπονο δεν έχω-»

Ωραία, πολύχρωμα ή πάλλευκα, λαμπερά φτερά, που σε ανεβάζουν ή μαζί τους ανεβαίνεις, όπως και σε κατεβάζουν. Σύντομα θα το αντιληφθείς:

«Δεν κάνεις τίποτα με τις αιτήσεις, με τις παρακλήσεις, -είπε-/ μήτε με το κλεισμένο στόμα∙ τίποτα, τίποτα∙/ να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου/ είναι σα να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους/ είναι σαν να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη∙/ τ’ άλλα- σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες- κουραφέξαλα∙»

Κάθετος ο χαρακτηρισμός. «Κουραφέξαλα». Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αφού ο ποιητής ήξερε, το είχε ενστερνιστεί:

«Λοιπόν σ’ το λέω ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ’ τους εκμεταλλευτές του/ πιο πλούσιος απ’ τους απελπισμένους του και μαζί τους».

Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο γιατί ήταν αυτός που ήταν. Γιατί σκεφτόταν και έγραφε και δρούσε έτσι. Τον θυμάμαι και για στίχους του, που μένουν μέσα μου σαν αναμμένα κεριά σε ολόφωτα ή ημισκότεινα δωμάτια. Ανάμεσα στους στίχους αυτούς, η όμορφη παρακαταθήκη, πάντοτε από τη «Γκραγκάντα»:

«Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω∙/ είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους/ είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα/ είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία/ είπα στους νεκρούς: περιμένετε∙ τίποτα δεν τελειώνει∙»

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2012

Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα


Ο τίτλος και το άρθρο που ακολουθεί αποτελούν αυτούσια αντιγραφή από το περιοδικό Εύπλοια . Πρόκειται για ένα σπουδαίο άρθρο, ενός σπουδαίου ποιητή, του Νάνου Βαλαωρίτη, που περιλαμβάνεται στο νέο τεύχος, αριθμός 30, του εξαιρετικού αυτού ηλεκτρονικού περιοδικού. Απολαύστε τον υπέροχο λόγο του ποιητή και ξεφυλλίστε με τον browser το υπόλοιπο τεύχος, με τις πολύ ενδιφέρουσες δημοσιεύσεις:

"Χάσαμε τ' αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση, ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος...), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.

Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας τα εισοδήματα απ' τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε... μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.

Τι μας έμεινε;

Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα. Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.

Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ' αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια. Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε."

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

Μη μου τον Ρίτσο τάραττε, πρωθυπουργέ μου


"Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι" έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, πρωθυπουργέ μου.

Φέρναν τη ζωή, όχι τον θάνατο, όχι τη φτωχεια, την πείνα, την εξαθλίωση, την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Πρωθυπουργέ μου.

Σαν ποτάμι, ορμητικά, με αγάπη, με χαρές, με πόθους, με πάθος με αγώνες. Πρωθυπουργέ μου.

Στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά γιατί "τα έδωσαν όλα, δεν κράτησαν τιποτα για τον εαυτό τους" κατά δήλωση του ποιητή. Οπως κι εκείνος. Οπως κι οι σύντροφοι.

Κοίτα ένα γύρο και πέσμου, πόσους με στεγνά χέρια βλέπεις γύρω σου; Νομίζω κανέναν. Πρωθυπουργέ μου

Ασε τον Ρίτσο σε μας, που τον ξέρουμε, τον αγαπάμε και τον τιμάμε. Αν σε ρωτήσω ένα στίχο του, δεν θα ξέρεις να πεις, πρωθυπουργέ μου. Δεν ξέρεις το «άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε».

Δεν ξέρεις το «Βασίλεψες αστέρι μου βασίλεψε όλη η πλάση.»

Το «ετούτα τ’ άρβυλα τα ματωμένα περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν»

Το «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».

Το «αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι. Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη».

Το «Κανείς, λοιπόν, δεν είναι που να μην είναι μόνος;»

Το «Ζωή- ένα τραύμα στην ανυπαρξία».

Το «Να λες: ουρανός∙ κι ας μην είναι».

Και το (μέρες που είναι) «εκεί γονάτισα κι εγώ και προσευχήθηκα κι έβαλα τάμα τη ζωή μου/ να τους κρατήσω ολόρθους μες στην ιστορία και στο τραγούδι πάνω στ’ άλογά τους / στεφανωμένους με το μέγα φωτοστέφανο της πλέον ανέλπιδης αντρείας/ ωραίους ερωτικούς και σκυθρωπούς με δυο φτερούγες πορφυρές στις ωμοπλάτες/ κι έναν κατάμαυρο σταυρό ανάμεσα στα φρύδια»

Δεν ερωτεύθηκες, δεν συγκινήθηκες, δεν αγωνίστηκες, δεν ευφράνθηκες, δεν διασκέδασες με τους στίχους του. Δεν δίστασες, λοιπόν, να τους χρησιμοποιήσεις για ένα επετειακό λογύδριο. Ούτε και τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε εμπνέουν. Ο ποιητής όταν έλεγε «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις» εννοούσε πως πετιέται «από ‘ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» κάθε φορά που κάτι κυβερνήτες (καλή ώρα) νομίζουν ότι την κρατούν «με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο».

Σε προειδοποίησα. Μην πεις ότι δεν ήξερες. «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει/ μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι». Λίγο πριν το έγραφε. Αν το είχες διαβάσει και το είχες καταλάβει, θα άφηνες ήσυχο τον ποιητή. Δεν είναι δικός σου. Η εξουσία τον φοβόταν πάντοτε, και τον δίωκε. Και ήταν αυτό, όσο και αν του στοίχισε, απείρως πιο ειλικρινές…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2012

Διδώ Σωτηρίου: στο σφυρί η Ελλάδα


Η Διδώ Σωτηρίου είχε εξαιρετική πένα ως συγγραφέας, ως μελετήτρια πολιτικών φαινομένων και ως δημοσιογράφος. Ποιήματα, δεν έγραψε. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχουν κάποιοι στίχοι της, επινοημένοι για την ανάγκη του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα».

Είναι οι στίχοι που υποτίθεται πως γράφει ο νεαρός, ανήσυχος ήρωάς της, ο Αρης. Από αυτούς, διάλεξα λιγοστούς, που όποιος τους διαβάσει νομίζει ότι είναι γραμμένοι σήμερα, για το «σήμερα». Αλλά έχουν γραφτεί το 1982 και απηχούν την κατάσταση στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Αλλωστε, και η Διδώ δεν βρίσκεται εδώ και οκτώ χρόνια (ακριβώς, σαν σήμερα) ανάμεσά μας. Το ποίημα, χωρίς άλλα λόγια:

«Φτηνά πουλούμε τη ζωή μας

Όπου φύγει φύγει τα νιάτα

Αυτοκτονούν τα όνειρα

Εκπαραθυρώνονται οι ελπίδες

Στο σφυρί η Ελλάδα

Και το φως της το έκπαγλο

Προδομένη πατρίδα μου

Σκοτεινών αρχόντων Ιφιγένεια…»

Σκέφτομαι πως ή η ζωή μας κάνει κύκλους, ή οι πνευματικοί άνθρωποι- κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον- συλλαμβάνουν τις καταστάσεις πολύ βαθιά, τόσο που να είναι διαρκώς επίκαιροι και συχνά προφητικοί. Ή και τα δυό….