Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012
Αλιέντε, Νερούδα και άλλοι δολοφονημένοι της 11ης Σεπτεμβρίου
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012
90 χρόνια από τη μικρασιατική κατατροφή
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2012
Πρόσφυγες τότε και τώρα "Οι νεκροί περιμένουν"
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2012
Η Σμύρνη των Ελληνων
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012
Ηλίας Βενέζης: στη Γαλήνη της Αιολικής γης
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012
Ο Τσακιτζής της γιαγιάς Βασιλείας, του Τάσου Αθανασιάδη και του Γιασάρ Κεμάλ
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012
Κοσμάς Πολίτης "Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα"
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2012
Γιώργος Σεφέρης: "Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν"
Τρίτη, Μαΐου 15, 2012
Ο θάνατος του Κάρλος Φουέντες
Σάββατο, Αυγούστου 20, 2011
Ο Νίκος Θέμελης παρά Δήμον Ονείρων
Εδωσε μια σκληρή, γενναία, και απελπισμένη μάχη με τον θάνατο. Δεν κατάφερε να τον νικήσει- όπως κανείς, άλλωστε. Ο Νίκος Θέμελης, ένας συγγραφέας που κατάφερε να γίνει πολυαγαπημένος του κοινού μέσα σε ελάχιστα χρόνια, έφυγε σήμερα το απόγευμα από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών.
Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1947. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, το Doerpfeld Gymnasium. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και μετά το στρατιωτικό του συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου το 1975 έκανε και το Διδακτορικό του σε θέματα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου Υπουργών στις Βρυξέλλες. Από το 1981 υπήρξε συνεργάτης του πρ. πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ακολουθώντας τον στα Υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, Βιομηχανίας και στα πρωθυπουργικά του καθήκοντα μεταξύ 1996-2004. Έχει κάνει επιστημονικές δημοσιεύσεις γύρω από ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά. Εκτός από το χώρο της πολιτικής και της επιστήμης τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στη ζωγραφική, στη μουσική και την λογοτεχνία. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: "Η αναζήτηση" (1998), " Η ανατροπή" (2000), "Η αναλαμπή" (2003), "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας" (2005), "Μια ζωή δυο ζωές" (2007) και "Οι αλήθειες των άλλων" (2008). "Η αναζήτηση" εκδόθηκε στα γερμανικά ("Jenseits von Epirus", Piper Verlag, 2001), στα ιταλικά ("La ricerca", Crocetti Editore, 2001) και στα τουρκικά ("Arayis", Dogan Kitapcilik AS, 2002). "Η ανατροπή" μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ιταλικά (Crocetti) και στα τουρκικά ("Yikilis", Dogan Kitapcilik AS, 2004). To "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας" μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ρουμανικά ("Pentru insotirea no astra", Omonia Editura, 2006). "Η αναλαμπή" πρόκειται να εκδοθεί στα τουρκικά από τον εκδοτικό οίκο Dogan Kitapcilik.
Θεματολογικά, ο Νίκος Θέμελης στα μυθιστορήματά του αναφερόταν σε μια μεγάλη περίοδο του ελληνισμού των τελευταίων τριών αιώνων, τόσο στον χώρο της διασποράς όσο και στον χώρο της αναδυόμενης νεοελληνικής αστικής τάξης. Η αναπαράσταση της εποχής - με πραγματολογικό υλικό και μυθοπλασία -αποτελεί τον καμβά όπου υφαίνεται η σύγκρουση ιδεών, η αμφισβήτηση και η ανατροπή στερεοτύπων, οι κοσμοϊστορικές αλλαγές της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και τα μυστήρια της ψυχής, καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με την ατομική και τη συλλογική ταυτότητα.
Μπορείτε να διαβάσετε αρκετά και ενδιαφέροντα
εδώ
εδώ
και εδώ
Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011
"Προσωπικά" με την Ελενα Κατρίτση
Ενας δημοσιογράφος πρέπει πάντοτε να είναι στη θέση αυτού που κάνει ερωτήσεις και όχι εκείνου που δίνει απαντήσεις. Ωστόσο, κάθε εξαίρεση είναι για να επιβεβαιώνει τον κανόνα. Δημοσιογράφος ήμουν και παραμένω, λοιπόν. Και επειδή έχω εμπιστοσύνη στην Ελενα Κατρίτση, δέχθηκα με χαρά την πρότασή της να αφηγηθώ την προσωπική μου ιστορία με τα ξαδέρφια από τη Μικρασία. Σε σας την έχω πει εδώ
Στην εκπομπή "Προσωπικά", στη ΝΕΤ, αύριο Κυριακή στις 4 το απόγευμα, μπορείτε να δείτε την οικογενειακή ιστορία ανθρώπων που ξεκίνησαν από την Ελλάδα και την Τουρκία, άλλαξαν πλευρές στο Αιγαίο, ανταμώθηκαν, αγαπήθηκαν και άφησαν μόνο αγάπη στους απογόνους. Ενα μόνο θα σας πω: ο Τούρκος από την Πρέβεζα παντρεύτηκε την Ελληνίδα από το Αϊντίνι. Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Πάρτε μια πρόγευση από την εκπομπή εδώ Περιμένω τις αντιδράσεις σας πριν και- κυρίως μετά. Παρακαλώ να το πάρετε πολύ προσωπικά.
Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2011
Καλώς τα όσπρια!
Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Το ψυγείο είναι από τα πρώτα οχυρά που πέφτουν ηττημένα από την επέλαση της ανεργίας. Η απομάκρυνση από το εργασιακό φρούριο σηματοδότησε την ημερομηνία λήξης αρκετών από τα ακριβά εδέσματα που θεωρούσαμε μια μικρή πολυτέλεια που δικαιούμασταν «βρε αδελφέ».
Το στομάχι μας έγινε πιο μελετηρό. Διαβάζει την τιμή στο ράφι και απομνημονεύει προσφορές προς τον καταναλωτή περισσότερο από παλιά, όταν θεωρούσε ότι ο πλούσιος γονιός του (εμείς) θα του παρείχαμε ό,τι επιθυμούσε στο πιάτο.
Επόμενο, οι διατροφικές συνήθειες θα αλλάξουν. Η σύνθεση του ψυγείου μας θα είναι από τις πρώτες αλλαγές που θα σημειώσουμε στο μπλοκάκι με τη λίστα για το σούπερ μάρκετ που πλέον θα έχει μπόλικο άγραφο χώρο και κενά περιθώρια για τις υποσυνείδητες μουντζούρες της σκέψης μας.
Αν οι μουντζούρες σας είναι επάλληλα στρογγυλά κυκλάκια, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Κύκλοι. Ερμηνεύονται ως φακές.
Τα όσπρια θα ξαναμπούν στη ζωή και στην κατσαρόλα μας. Επιβραβευμένα με θρεπτικά παράσημα και εύσημα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, θα επιστρέψουν θριαμβευτικά αφήνοντας στο τασάκι με τα κέρματα, δίπλα στην πόρτα, τα χρήματα που εξοικονομούμε επιλέγοντας όσπρια στο τραπέζι μας.
Οι σημερινές ελληνικές κουζίνες και κιτσινέτ προτείνουν φασόλια, φακές, φάβα και ρεβίθια. Άξαφνα, το ρεβίθι άφησε το παραμύθι κι από κάτω από το στρώμα που ενοχλούσε την κοιμισμένη κακομαθημένη βασιλοπούλα επιστρέφει δυναμικά στην κατσαρόλα της ξεβολεμένης νοικοκυράς που πασχίζει να επαναλάβει το θαύμα του Χριστού που χόρτασε πέντε χιλιάδες νοματαίους με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια.
Είναι πιθανό το άσημο ρεβίθι να ξαναγίνει διατροφικός άρχοντας όπως την εποχή της Κατοχής και ο ελληνικός καφές μας στο μέλλον να φτιάχνεται ξανά από ρεβιθόζουμο. Ρετρό κατοχικές συνταγές μαγειρικής τότε θα αποκτήσουν πάλι αξία, την υπερτιμημένη αξία της αντίκας, και οι συνταγές της κατοχικής γιαγιάς θα βγουν από το παλιό συρτάρι προκαλώντας επιφωνήματα χαράς και δικαιολογημένους πανηγυρισμούς στη μαζώχτρα μητέρα μας που της γκρινιάζαμε τόσα χρόνια πως δεν πετούσε τα άχρηστα.
Η μπομπότα θα ζήσει ένδοξες στιγμές και στην μεθεπόμενη γενιά;
Απέναντι στα όσπρια τοποθετείται ο 4χ4 ηγέτης του ντουλαπιού του ανέργου, το μακαρόνι. Ευθυτενές, στρογγυλό ή πατικωμένο ως λαζάνι. Λεπτό «σαν μακαρόνι» ή χοντρό «ο χοντρός της τάξης των μακαρονιών». Στριμμένο «σαν βίδα ή ουρά από μακαρονογουρουνάκι», κοφτό για όσους βαριούνται τη ζωή τους. Χωριάτικο με αυγά, πολύχρωμο με λαχανικά, σφυρίχτρα αν το παιδάκι σας ξέρει πώς να το ρουφά, σε σχήμα κογχύλι για τους θαλασσινούς. Φιογκάκι για τα ρομαντικά κορίτσια.
Κάποιες μέρες το μακαρόνι χτυπάει τον ανταγωνιστή ρύζι κάτω από τη ζώνη, ως κριθαράκι.
Τέλος, προτεινόμενο ελληνικό οικογενειακό πιάτο της Κυριακής συνιστάται το «δεν παίρνεις τηλέφωνο τη μαμά σου να πάμε αύριο να φάμε εκεί με τα παιδιά;».
Σκέψη στο περιθώριο
Τρώγοντας άνεργα, κόβονται χοληστερίνη και τα υπόλοιπα.
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Το ψυγείο είναι από τα πρώτα οχυρά που πέφτουν ηττημένα από την επέλαση της ανεργίας. Η απομάκρυνση από το εργασιακό φρούριο σηματοδότησε την ημερομηνία λήξης αρκετών από τα ακριβά εδέσματα που θεωρούσαμε μια μικρή πολυτέλεια που δικαιούμασταν «βρε αδελφέ».
Το στομάχι μας έγινε πιο μελετηρό. Διαβάζει την τιμή στο ράφι και απομνημονεύει προσφορές προς τον καταναλωτή περισσότερο από παλιά, όταν θεωρούσε ότι ο πλούσιος γονιός του (εμείς) θα του παρείχαμε ό,τι επιθυμούσε στο πιάτο.
Επόμενο, οι διατροφικές συνήθειες θα αλλάξουν. Η σύνθεση του ψυγείου μας θα είναι από τις πρώτες αλλαγές που θα σημειώσουμε στο μπλοκάκι με τη λίστα για το σούπερ μάρκετ που πλέον θα έχει μπόλικο άγραφο χώρο και κενά περιθώρια για τις υποσυνείδητες μουντζούρες της σκέψης μας.
Αν οι μουντζούρες σας είναι επάλληλα στρογγυλά κυκλάκια, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Κύκλοι. Ερμηνεύονται ως φακές.
Τα όσπρια θα ξαναμπούν στη ζωή και στην κατσαρόλα μας. Επιβραβευμένα με θρεπτικά παράσημα και εύσημα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, θα επιστρέψουν θριαμβευτικά αφήνοντας στο τασάκι με τα κέρματα, δίπλα στην πόρτα, τα χρήματα που εξοικονομούμε επιλέγοντας όσπρια στο τραπέζι μας.
Οι σημερινές ελληνικές κουζίνες και κιτσινέτ προτείνουν φασόλια, φακές, φάβα και ρεβίθια. Άξαφνα, το ρεβίθι άφησε το παραμύθι κι από κάτω από το στρώμα που ενοχλούσε την κοιμισμένη κακομαθημένη βασιλοπούλα επιστρέφει δυναμικά στην κατσαρόλα της ξεβολεμένης νοικοκυράς που πασχίζει να επαναλάβει το θαύμα του Χριστού που χόρτασε πέντε χιλιάδες νοματαίους με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια.
Είναι πιθανό το άσημο ρεβίθι να ξαναγίνει διατροφικός άρχοντας όπως την εποχή της Κατοχής και ο ελληνικός καφές μας στο μέλλον να φτιάχνεται ξανά από ρεβιθόζουμο. Ρετρό κατοχικές συνταγές μαγειρικής τότε θα αποκτήσουν πάλι αξία, την υπερτιμημένη αξία της αντίκας, και οι συνταγές της κατοχικής γιαγιάς θα βγουν από το παλιό συρτάρι προκαλώντας επιφωνήματα χαράς και δικαιολογημένους πανηγυρισμούς στη μαζώχτρα μητέρα μας που της γκρινιάζαμε τόσα χρόνια πως δεν πετούσε τα άχρηστα.
Η μπομπότα θα ζήσει ένδοξες στιγμές και στην μεθεπόμενη γενιά;
Απέναντι στα όσπρια τοποθετείται ο 4χ4 ηγέτης του ντουλαπιού του ανέργου, το μακαρόνι. Ευθυτενές, στρογγυλό ή πατικωμένο ως λαζάνι. Λεπτό «σαν μακαρόνι» ή χοντρό «ο χοντρός της τάξης των μακαρονιών». Στριμμένο «σαν βίδα ή ουρά από μακαρονογουρουνάκι», κοφτό για όσους βαριούνται τη ζωή τους. Χωριάτικο με αυγά, πολύχρωμο με λαχανικά, σφυρίχτρα αν το παιδάκι σας ξέρει πώς να το ρουφά, σε σχήμα κογχύλι για τους θαλασσινούς. Φιογκάκι για τα ρομαντικά κορίτσια.
Κάποιες μέρες το μακαρόνι χτυπάει τον ανταγωνιστή ρύζι κάτω από τη ζώνη, ως κριθαράκι.
Τέλος, προτεινόμενο ελληνικό οικογενειακό πιάτο της Κυριακής συνιστάται το «δεν παίρνεις τηλέφωνο τη μαμά σου να πάμε αύριο να φάμε εκεί με τα παιδιά;».
Σκέψη στο περιθώριο
Τρώγοντας άνεργα, κόβονται χοληστερίνη και τα υπόλοιπα.
Παρασκευή, Ιουνίου 24, 2011
Δάκρυα για τη Ρόζα
Τις φορές που με έκανες να ξεχνώ, με τα καμώματά σου.
Τις άυπνες νύχτες που το ζεστό κορμάκι σου με παρηγορούσε επειδή υπήρχε κάποιος δίπλα μου.
Τις μέρες που ερχόμουν από το νοσοκομείο και με φρουρούσες μήπως και με ξαναπάρουν και με χάσεις.
Τις στιγμές που έβαζα το κλειδί στην πόρτα και ήξερα πως κι εμένα κάποιος με περιμένει σ' αυτό το σπίτι.
Τις ώρες της λατρείας, που τράβαγα τα χέρια υγρά απ' το γλωσσάκι σου και έκανα πως δεν μ' άρεσε.
Τις άλλες, εκείνες που μαλώναμε και άφηνες τις νυχιές σου παντού μέχρι να ξεθυμώσεις και να σταματήσεις να κουνάς τη φουντωτή σου ουρά.
Ολα θα τα θυμάμαι λευκή αγαπημένη Ρόζα με τα ρόδινα αυτάκια, το μυτάκι, τα πατουσάκια σου. Πεντάμορφη πριγκιπέσσα, το μεγάλο χαζό πλάσμα που αγκάλιαζες με τα ποδαράκια σου γυρεύοντας προστασία, σήμερα δεν τα κατάφερε. Και δεν έχει πια κανέναν για παρηγόρια...
Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2011
Αυτοεκτίμηση
Νοέλ Μπάξερ
Από τα κείμενά της για την ανεργία
Η πιο ανθεκτική σανίδα σωτηρίας απ’ όπου μπορεί να κρατηθεί ο εργαζόμενος που έπεσε στην κινούμενη άμμο της μακρόχρονης ανεργίας, είναι η διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.
Αντίθετα με τις υποθέσεις και τα λόγια του αέρα, η αυτοεκτίμηση είναι γήινη και στέρεα. Συμπαγής, βαρύγδουπη, γρανιτένια, χειροδύναμη σαν χοντροκόκαλη, κοκκινομάγουλη γκουβερνάντα και φιλικά κυκλική. Κρίκος αλυσίδας και προστατευτικό κουβούκλιο, μαζί τρυφερό κουκούλι και ανακουφιστικό χαπάκι. Η αυτοεκτίμηση είναι ένας κύκλος στο χώμα με τον γραφικό χαρακτήρα του καθενός μας.
Με την εργασιακή ανατροπή συχνά συμβαίνει να μισοσβήνεται ο κύκλος στο χώμα, να χαλάει η αυτοεκτίμηση του ανθρώπου. Εφόσον η επισκευή είναι άμεση, είναι αναστρέψιμη. Η παγίωση μιας μισοκαταστραμμένης αυτοεκτίμησης δεν διαφέρει από ένα σιωπηλό φρούριο που στα χαλάσματά του έχει φυτρώσει χορτάρι.
Η αναστήλωση του τραυματισμένου φρουρίου είναι ανάγκη να γίνει μάνι-μάνι. Στο περιβάλλον, φιλικό και οικογενειακό, θα βρει κανείς πολύ διαθέσιμο οικοδομικό υλικό και το αρχικό σχέδιο πώς ήταν παλιά, την όμορφη εικόνα του όταν το φρούριο του στεκόταν περήφανο.
Συγκρατώντας ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά τον εαυτό του, κρατιέται στην επιφάνεια. Κι όχι μόνο, αλλά βρισκόμενος στην επιφάνεια παρασύρεται από το ρεύμα προς το ασφαλές βραχονήσι με τα γλαροπούλια. Την αναπόφευκτη στιγμή της βύθισης είναι καθοριστικό να θέλει να επιστρέψει στην επιφάνεια για αέρα.
Είναι εξίσου καθοριστικό το να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει σε κάποιον άλλον να χειριστεί το δικό του ένστικτο επιβίωσης. Η σωστική λέμβος που θα τον ακουμπήσει στεγνό στην προβλήτα ονομάζεται «η αυτοεκτίμησή μου» και την οδηγεί ο ίδιος.
Κατά το μακρύ διάστημα μιας μη προσωρινής ανεργίας, αυτός ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα νέα γι’ αυτόν και συμπεριφορές προς αυτόν που δεν περίμενε. Ως ανειδίκευτος θέλει τον χρόνο του για να μάθει πώς να τα χειριστεί. Χρειάζεται χρόνο για να διαμορφώσει την ατομική του μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου.
Όλο αυτό το χρόνο, μέσα από μια κινηματογραφικά περιπετειώδη διαδρομή με ανατροπές και εμπόδια και πλάσματα νοσηρής φαντασίας, ο ήρωας, που τον υποδύεστε εσείς αν είστε ο άνεργος της ιστορίας, άλλοτε ως ατρόμητος κασκαντέρ, άλλοτε ως φλογερός ζεν πρεμιέ κι άλλοτε ως πιστολέρο καουμπόη, θα ανακαλύψει, αν το έργο έχει happy end, ότι θα καταλήξει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: Στον κύκλο αυτοεκτίμησης χαραγμένο από αυτόν στο χώμα του τοπικού του Φαρ-Ουέστ.
Προφανές το τέλος του έργου γιατί, όποιος βλέπει εμάς, βλέπει αυτό που του δείχνουμε εμείς. Που κι εμείς το ίδιο βλέπουμε σ’ αυτόν: ό,τι του δείξαμε! Ένας λόγος παραπάνω γιατί χρειάζεται η αυτοεκτίμηση να παραμείνει στην θέση της σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας και να μην πάει για τσιπς.
Σκέψη στο περιθώριο
Πόσες φορές περπατήσαμε πάνω-κάτω σε μια πολυπάτητη παραλία ψάχνοντας ένα χαμένο δαχτυλίδι.
Από τα κείμενά της για την ανεργία
Η πιο ανθεκτική σανίδα σωτηρίας απ’ όπου μπορεί να κρατηθεί ο εργαζόμενος που έπεσε στην κινούμενη άμμο της μακρόχρονης ανεργίας, είναι η διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.
Αντίθετα με τις υποθέσεις και τα λόγια του αέρα, η αυτοεκτίμηση είναι γήινη και στέρεα. Συμπαγής, βαρύγδουπη, γρανιτένια, χειροδύναμη σαν χοντροκόκαλη, κοκκινομάγουλη γκουβερνάντα και φιλικά κυκλική. Κρίκος αλυσίδας και προστατευτικό κουβούκλιο, μαζί τρυφερό κουκούλι και ανακουφιστικό χαπάκι. Η αυτοεκτίμηση είναι ένας κύκλος στο χώμα με τον γραφικό χαρακτήρα του καθενός μας.
Με την εργασιακή ανατροπή συχνά συμβαίνει να μισοσβήνεται ο κύκλος στο χώμα, να χαλάει η αυτοεκτίμηση του ανθρώπου. Εφόσον η επισκευή είναι άμεση, είναι αναστρέψιμη. Η παγίωση μιας μισοκαταστραμμένης αυτοεκτίμησης δεν διαφέρει από ένα σιωπηλό φρούριο που στα χαλάσματά του έχει φυτρώσει χορτάρι.
Η αναστήλωση του τραυματισμένου φρουρίου είναι ανάγκη να γίνει μάνι-μάνι. Στο περιβάλλον, φιλικό και οικογενειακό, θα βρει κανείς πολύ διαθέσιμο οικοδομικό υλικό και το αρχικό σχέδιο πώς ήταν παλιά, την όμορφη εικόνα του όταν το φρούριο του στεκόταν περήφανο.
Συγκρατώντας ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά τον εαυτό του, κρατιέται στην επιφάνεια. Κι όχι μόνο, αλλά βρισκόμενος στην επιφάνεια παρασύρεται από το ρεύμα προς το ασφαλές βραχονήσι με τα γλαροπούλια. Την αναπόφευκτη στιγμή της βύθισης είναι καθοριστικό να θέλει να επιστρέψει στην επιφάνεια για αέρα.
Είναι εξίσου καθοριστικό το να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει σε κάποιον άλλον να χειριστεί το δικό του ένστικτο επιβίωσης. Η σωστική λέμβος που θα τον ακουμπήσει στεγνό στην προβλήτα ονομάζεται «η αυτοεκτίμησή μου» και την οδηγεί ο ίδιος.
Κατά το μακρύ διάστημα μιας μη προσωρινής ανεργίας, αυτός ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα νέα γι’ αυτόν και συμπεριφορές προς αυτόν που δεν περίμενε. Ως ανειδίκευτος θέλει τον χρόνο του για να μάθει πώς να τα χειριστεί. Χρειάζεται χρόνο για να διαμορφώσει την ατομική του μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου.
Όλο αυτό το χρόνο, μέσα από μια κινηματογραφικά περιπετειώδη διαδρομή με ανατροπές και εμπόδια και πλάσματα νοσηρής φαντασίας, ο ήρωας, που τον υποδύεστε εσείς αν είστε ο άνεργος της ιστορίας, άλλοτε ως ατρόμητος κασκαντέρ, άλλοτε ως φλογερός ζεν πρεμιέ κι άλλοτε ως πιστολέρο καουμπόη, θα ανακαλύψει, αν το έργο έχει happy end, ότι θα καταλήξει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: Στον κύκλο αυτοεκτίμησης χαραγμένο από αυτόν στο χώμα του τοπικού του Φαρ-Ουέστ.
Προφανές το τέλος του έργου γιατί, όποιος βλέπει εμάς, βλέπει αυτό που του δείχνουμε εμείς. Που κι εμείς το ίδιο βλέπουμε σ’ αυτόν: ό,τι του δείξαμε! Ένας λόγος παραπάνω γιατί χρειάζεται η αυτοεκτίμηση να παραμείνει στην θέση της σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας και να μην πάει για τσιπς.
Σκέψη στο περιθώριο
Πόσες φορές περπατήσαμε πάνω-κάτω σε μια πολυπάτητη παραλία ψάχνοντας ένα χαμένο δαχτυλίδι.
Πέμπτη, Ιουνίου 16, 2011
Ο χαμένος χρόνος
Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Ο χρόνος, τικ-τακ, κυλάει μπροστά. Τρέχει με σταθερό ρυθμό, δεν επιταχύνει, δεν επιβραδύνει, δεν σταματά να δέσει τα κορδόνια του. Ο χρόνος είναι κουρδισμένος για ισιάδες, δεν λαχανιάζει, δεν τον παίρνουν οι κατηφόρες. Τικ-τακ βαδίζει και θυμάται να κροταλίζει τις ώρες.
Η δουλειά του χρόνου είναι να τρέχει. Μπροστά.
Για μας, τους εργαζόμενους χωρίς δουλειά, ο χρόνος σταμάτησε. Βάζουμε το ρολόι μας κοντά στο αυτί. Ακούμε τον χρόνο στάσιμο. Σταμάτησε και μας αφουγκράζεται κι αυτός. Περιμένει από μας το πρώτο βήμα, την πρώτη κίνηση. Να ξεκινήσει πάλι να εργάζεται. Τικ-τακ να συλλέγει εργάσιμες ώρες. Να προχωράει εμπρός. Συμβαδίζοντας με τον χρόνο μας.
Σταματάει ο χρόνος για μας, συνεχίζει για τους άλλους. Μας αφήνει πίσω. Γιατί με προσπερνάς, χρόνε; Τρέξτε, μην μείνετε πίσω μεσήλικες με νεαρές εργατοώρες. Μην αφεθούμε πίσω από τους άλλους εργαζόμενους που συγχρονίζουν τα ρολόγια της δουλειάς τους με τα ρολόγια της ηλικίας τους.
Χαμένος χρόνος. Κρίμα! Η ζωή, λαχταριστή, περνάει πλάι μας. Την σκουντάει καροτσάκι παγωτατζή ο χρόνος. Συνεχίζει και η ζωή την πορεία της, κι αυτή ασταμάτητα. Από το παράθυρό μας τους βλέπουμε να διασχίζουν την αυλή μας. Πίσω τους, εργατική κινητοποίηση. Για μένα και για σας, εργατική ακινησία. Πέφτει η νύχτα. Ξημερώνει η εργάσιμη νέα μέρα, ολική έκλειψη ηλίου για μας. Μες στη σιωπή της ολικής νύχτας μας, ακούγεται το τικ-τακ του χρόνου του εργαζόμενου γείτονα.
Ο αναστεναγμός μας ξεκινάει, «τικ», και μένει ατελείωτος, έχασε το «τακ» του, γιατί δεν έχουμε χρόνο.
Υπάρχει χρόνος; Οι νεαρές εργατοώρες μας ήδη κρύβονται από ντροπή πίσω από τις πρώτες άσπρες τρίχες μας. Ένας εργαζόμενος έφηβος σε κορμί μεσήλικα. Κάτι δεν φαίνεται σωστό! Κάτι δεν πάει καλά! Μπερδεύτηκε ο χρόνος; Ή η ζωή είναι που τα έκανε θάλασσα; Τικ-τακ δεν μπορεί να τρέξει μακριά μας μόνο να βαδίζει σταθερά μπροστά. Κι αυτό κάνει. Μας αφήνει πίσω. Ο χρόνος μάς εγκαταλείπει. Περνώντας, η ζωή μας πασπαλίζει με λίγη Σοφία που της βρίσκεται. Δώρο για την εγκατάλειψη.
Από το καραβάνι που ακολουθεί τον χρόνο, οι εργατοώρες των παλιών μας συναδέλφων στη δουλειά κουνούν το χέρι αποχαιρετώντας τις δικές μας που στέκονται - στάσιμες - στο πλάι μας. Συλλέγουμε σκόρπια ένσημα από το έδαφος, ξερά φύλλα, για πότε ήρθε για μας το Φθινόπωρο! Τι κρίμα που ο χρόνος για μας δεν θα έχει Άνοιξη! Αλλά προχώρησε, τικ-τακ, και μας προσπέρασε. Βλέπουμε το γεμάτο σακίδιο στην πλάτη του χρόνου και την σκιά του να φεγγίζει σαν αύρα, σαν φάντασμα, σαν χαμένο όραμα. Γύρω του χορεύουν νυμφίδια εργατοώρες, τρελαμένες από την πολλή δουλειά, χορτάτες νύμφες και βαρύθυμα ουρί του παραδείσου, ενός χαμένου Παράδεισου σε έναν κόσμο που μας άφησε.
«Λοιπόν, κορίτσια,» λέω στις εργατοώρες μου, «ας ξεκινήσουμε». Βαδίζουμε προς τα πίσω, το εμπρός μάς είναι απαγορευμένο. Βαδίζω προς την αφετηρία μου. Ελπίζω σε νέα αρχή; Περπατώντας πετάω στους πέντε ανέμους τις επαγγελματικές προοπτικές μου. Έτσι κι αλλιώς τόσο λίγες μου είναι άχρηστες.
Οι εργατοώρες μου με ακολουθούν ανέμελα πηδώντας κουτσό.
Σκέψη στο περιθώριο
Ο χρόνος είναι χαμένος μόνο για όσους είναι διατεθειμένοι να χάσουν τον εαυτό τους.
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Ο χρόνος, τικ-τακ, κυλάει μπροστά. Τρέχει με σταθερό ρυθμό, δεν επιταχύνει, δεν επιβραδύνει, δεν σταματά να δέσει τα κορδόνια του. Ο χρόνος είναι κουρδισμένος για ισιάδες, δεν λαχανιάζει, δεν τον παίρνουν οι κατηφόρες. Τικ-τακ βαδίζει και θυμάται να κροταλίζει τις ώρες.
Η δουλειά του χρόνου είναι να τρέχει. Μπροστά.
Για μας, τους εργαζόμενους χωρίς δουλειά, ο χρόνος σταμάτησε. Βάζουμε το ρολόι μας κοντά στο αυτί. Ακούμε τον χρόνο στάσιμο. Σταμάτησε και μας αφουγκράζεται κι αυτός. Περιμένει από μας το πρώτο βήμα, την πρώτη κίνηση. Να ξεκινήσει πάλι να εργάζεται. Τικ-τακ να συλλέγει εργάσιμες ώρες. Να προχωράει εμπρός. Συμβαδίζοντας με τον χρόνο μας.
Σταματάει ο χρόνος για μας, συνεχίζει για τους άλλους. Μας αφήνει πίσω. Γιατί με προσπερνάς, χρόνε; Τρέξτε, μην μείνετε πίσω μεσήλικες με νεαρές εργατοώρες. Μην αφεθούμε πίσω από τους άλλους εργαζόμενους που συγχρονίζουν τα ρολόγια της δουλειάς τους με τα ρολόγια της ηλικίας τους.
Χαμένος χρόνος. Κρίμα! Η ζωή, λαχταριστή, περνάει πλάι μας. Την σκουντάει καροτσάκι παγωτατζή ο χρόνος. Συνεχίζει και η ζωή την πορεία της, κι αυτή ασταμάτητα. Από το παράθυρό μας τους βλέπουμε να διασχίζουν την αυλή μας. Πίσω τους, εργατική κινητοποίηση. Για μένα και για σας, εργατική ακινησία. Πέφτει η νύχτα. Ξημερώνει η εργάσιμη νέα μέρα, ολική έκλειψη ηλίου για μας. Μες στη σιωπή της ολικής νύχτας μας, ακούγεται το τικ-τακ του χρόνου του εργαζόμενου γείτονα.
Ο αναστεναγμός μας ξεκινάει, «τικ», και μένει ατελείωτος, έχασε το «τακ» του, γιατί δεν έχουμε χρόνο.
Υπάρχει χρόνος; Οι νεαρές εργατοώρες μας ήδη κρύβονται από ντροπή πίσω από τις πρώτες άσπρες τρίχες μας. Ένας εργαζόμενος έφηβος σε κορμί μεσήλικα. Κάτι δεν φαίνεται σωστό! Κάτι δεν πάει καλά! Μπερδεύτηκε ο χρόνος; Ή η ζωή είναι που τα έκανε θάλασσα; Τικ-τακ δεν μπορεί να τρέξει μακριά μας μόνο να βαδίζει σταθερά μπροστά. Κι αυτό κάνει. Μας αφήνει πίσω. Ο χρόνος μάς εγκαταλείπει. Περνώντας, η ζωή μας πασπαλίζει με λίγη Σοφία που της βρίσκεται. Δώρο για την εγκατάλειψη.
Από το καραβάνι που ακολουθεί τον χρόνο, οι εργατοώρες των παλιών μας συναδέλφων στη δουλειά κουνούν το χέρι αποχαιρετώντας τις δικές μας που στέκονται - στάσιμες - στο πλάι μας. Συλλέγουμε σκόρπια ένσημα από το έδαφος, ξερά φύλλα, για πότε ήρθε για μας το Φθινόπωρο! Τι κρίμα που ο χρόνος για μας δεν θα έχει Άνοιξη! Αλλά προχώρησε, τικ-τακ, και μας προσπέρασε. Βλέπουμε το γεμάτο σακίδιο στην πλάτη του χρόνου και την σκιά του να φεγγίζει σαν αύρα, σαν φάντασμα, σαν χαμένο όραμα. Γύρω του χορεύουν νυμφίδια εργατοώρες, τρελαμένες από την πολλή δουλειά, χορτάτες νύμφες και βαρύθυμα ουρί του παραδείσου, ενός χαμένου Παράδεισου σε έναν κόσμο που μας άφησε.
«Λοιπόν, κορίτσια,» λέω στις εργατοώρες μου, «ας ξεκινήσουμε». Βαδίζουμε προς τα πίσω, το εμπρός μάς είναι απαγορευμένο. Βαδίζω προς την αφετηρία μου. Ελπίζω σε νέα αρχή; Περπατώντας πετάω στους πέντε ανέμους τις επαγγελματικές προοπτικές μου. Έτσι κι αλλιώς τόσο λίγες μου είναι άχρηστες.
Οι εργατοώρες μου με ακολουθούν ανέμελα πηδώντας κουτσό.
Σκέψη στο περιθώριο
Ο χρόνος είναι χαμένος μόνο για όσους είναι διατεθειμένοι να χάσουν τον εαυτό τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)