Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Κασσιανή, η μοναδική -μοναχική

Αν ήταν να σώσω ένα μονάχα ποίημα από όλα όσα έγραψαν οι ποιητές ανά τους αιώνες, θα έσωζα το Τροπάριο της Κασσιανής. Αυτό, που θα ακουστεί αύριο στις Εκκλησίες των Χριστιανών. Είναι το ποίημα που με έχει συγκινήσει βαθύτερα από όλα: πλήρες, κομψό, γεμάτο μεστά νοήματα και εκφραστικό πλούτο, υπέροχο. Και ο θρύλος που το συνοδεύει, είναι κι αυτός θαυμάσιος.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».


Το τροπάριο της Κασσιανής είναι αυτό:


Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.


Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με έναν δικό του τρόπο:


Η Κασσιανή


Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.

Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

Οι υποψηφιότητες για τα βραβεία του «Διαβάζω»

Για ενδέκατη χρονιά θα απονεμηθούν τα Λογοτεχνικά Βραβεία του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ. Οι δύο κριτικές επιτροπές έδωσαν στη δημοσιότητα, στις 14 Απριλίου 2008, σε συνέντευξη τύπου, στο καφέ του βιβλιοπωλείου Ιανός, τις μικρές λίστες των υποψηφίων για βράβευση βιβλίων, ανά κατηγορία.

Η τελετή
Η απονομή των βραβείων θα γίνει στις 12 Μαΐου στο Νέο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς 138, στις 7.00 μ.μ., στο αμφιθέατρο του Μουσείου.

Μικρές λίστες υποψηφίων προς βράβευση

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ]

Γιώργος Γώτης, Χρονογραφία, εκδόσεις Στιγμή
Ντίνα Λιλή, Η ενηλικίωση των παραμυθιών, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, εκδόσεις Καστανιώτη
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Νάες άναες, εκδόσεις Ίκαρος
Ελένη Μαρινάκη, Εδώ στο λίγο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Χάρης Μιχαλόπουλος, Πιο νύχτα, εκδόσεις Μανδραγόρας
Αγγελική Σιδηρά, Αμείλικτα γαλάζιο, εκδόσεις Καστανιώτη
Τηλέμαχος Τσαρδάκας, Το σκοτεινό αγγελάκι και το δέντρο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Θανάσης Χατζόπουλος, Μετόπη, εκδόσεις Ύψιλον
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη


ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΟΥ [ΧΟΡΗΓΟΣ GRANT THORNTON]

Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Αναπαραστάσεις του γυναικείου στη λογοτεχνία,
εκδόσεις Πατάκη
Ευριπίδης Γαραντούδης, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση: 1930-2006,
εκδόσεις Καστανιώτη
Αλέξανδρος Ίσαρης, Κάτω από τόσα βλέφαρα: Σημειώσεις για τον Ρίλκε, εκδόσεις Ίκαρος
Τάκης Καγιαλής, Η επιθυμία για το μοντέρνο, Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930, εκδόσεις Βιβλιόραμα
Τάκης Καρβέλης, Πολύτροπος αρμονία: Η κατά Κάλβον πολύτροπος αρμονία της ποίησης του Ελύτη: Από τους «Προσανατολισμούς» ως το «Άξιον Εστί», εκδόσεις Σοκόλη
Ξενοφών Α. Κοκόλης, Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Καστανιώτη
Μαίρη Μικέ, Έρως (αντ)εθνικός: Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα, εκδόσεις Πόλις
Παναγιώτης Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, εκδόσεις Σοκόλη
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις
Άννα Τζούμα, Εκατό χρόνια νοσταλγίας: Το αυτοβιογραφικό αφήγημα Έθνος, εκδόσεις Μεταίχμιο
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ ΟΣΕ]

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Χάρτες: Εβδομήντα ιστορίες, εκδόσεις Πατάκη
Φώτης Θαλασσινός, Λούπα, εκδόσεις Καστανιώτη
Ευτυχία Καλλιτεράκη, Οι κουμπότρυπες: 13 ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι
Μάκης Καραγιάννης, Ο καθρέφτης και το πρίσμα, εκδόσεις Νεφέλη
Ζέτα Κουντούρη, Όμορφη ζωή, εκδόσεις Κέδρος
Μαρία Κωτίδου, Επαφές, εκδόσεις Κέδρος
Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, εκδόσεις Μελάνι
Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες, εκδόσεις Κέδρος
Ασημένια Σαράφη, Φεγγαράδα στο δέρμα, εκδόσεις Πατάκη
Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο: Διηγήματα και άλλα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας


ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ NISSAN]

Βασίλης Αλεξάκης, μ.Χ., εκδόσεις Εξάντας
Βαγγέλης Αυδίκος, Η κίτρινη ομπρέλα, εκδόσεις Μεταίχμιο
Νένη Ευθυμιάδη, Ο γιος του Μπίλυ Μπλου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης, εκδόσεις Ωκεανίδα
Δημήτρης Καπετανάκης, Η συμμορία της συγκίνησης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανδρέας Μήτσου, Ο κύριος Επισκοπάκης: η εξομολόγηση ενός δειλού, εκδόσεις Καστανιώτη
Μάριος Μιχαηλίδης, Ο Οστεοφύλαξ, εκδόσεις Μεταίχμιο
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, εκδόσεις Καστανιώτη
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ερώτων και αοράτων, εκδόσεις Γαβριηλίδης,
Δημήτρης Σωτάκης, Ο άνθρωπος καλαμπόκι, εκδόσεις Κέδρος


ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ]

Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ο κύριος Ταυ, εκδόσεις Μελάνι
Ελένη Κεφάλα, Μνήμη και παραλλαγές, εκδόσεις Πλανόδιον
Πατρίτσια Κολαΐτη, Σελέστεια, εκδόσεις Νεφέλη
Σοφία Κολοτούρου, Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Τυπωθήτω
Αγορίτσα Μπακοδήμου, Εγχειρίδιο του καλού ταξιδιώτη, εκδόσεις Λιβάνη
Γιάννης Παλαβός, Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Introbooks
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Έκαστος εφ’ ω ετάφη, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Μαρία Φακίνου, Το καπρίτσιο της κυρίας Ν., εκδόσεις Καστανιώτη

ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΒΙΒΛΩΝ

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ]

Φραντζέσκα Αλεξοπούλου-Πετράκη (κείμενο), Ναταλία Καπατσούλια (εικονογράφηση),
Θέλω να γίνω ήρωας, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μελίνα Καρακώστα (κείμενο), Σόλης Μπάρκης (εικονογράφηση), Η μαύρη λίμνη,
εκδόσεις Πατάκη
Κώστας Μάγος (κείμενο), Μυρτώ Δεληβοριά (εικονογράφηση),Το δάσος της ξύλινης ξύστρας, εκδόσεις Πατάκη
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Φωτεινή Στεφανίδη (εικονογράφηση), Ο γάτος της οδού Σμολένσκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφηση),
Οι 12 κοκκινοσκουφίτσες και ο κουρδιστός λύκος, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Βασιλική Νευροκοπλή (κείμενο), Νικόλας Ανδρικόπουλος (εικονογράφηση), Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται, εκδόσεις Λιβάνη
Ντορίνα Παπαλιού (κείμενο), Μάρια Μπαχά (εικονογράφηση), Όταν ο Ζορό έφαγε την έκθεσή μου, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μάρω Σφακιανοπούλου (κείμενο), Ίρις Σαμαρτζή (εικονογράφηση) Το ξύπνημα των κούκων, εκδόσεις Ταξιδευτής
Ευγένιος Τριβιζάς (κείμενο), Αντώνης Ασπρόμουργος (εικονογράφηση) Ο πόλεμος της Ωμεγαβήτας, εκδόσεις Μίνωας

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ]

Μαρία Αβρααμίδου, Το σπίτι του άγγλου συνταγματάρχη, εκδόσεις Πατάκη
Άλκη Ζέη, Ο ψεύτης παππούς, εκδόσεις Κέδρος
Μάρω Λοΐζου, Το τσίμπημα της σφήκας, εκδόσεις Πατάκη
Φίλιππος Μανδηλαράς, Τα μπανανόψαρα, εκδόσεις Πατάκη
Βασίλης Παπαθεοδώρου, Χνότα στο τζάμι, εκδόσεις Κέδρος
Γιάννης Ρεμούνδος, Όνειρο είναι, θα περάσει, εκδόσεις Ψυχογιός
Κώστας Χαραλάς, Όλα έχουν μόνο μια πλευρά!, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Πάνος Χριστοδούλου, Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές, εκδόσεις Κέδρος
Λίτσα Ψαραύτη, Η σπηλιά της γοργόνας, εκδόσεις Πατάκη

Κυριακή, Μαρτίου 30, 2008

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μ. Καραγάτση



«Δείξε μου τον συγγραφέα σου, να σου πω ποιος είσαι» θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας τη γνωστή παροιμία. Ο αγαπημένος συγγραφέας του Μ. Καραγάτση ήταν ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Σε αυτόν οφείλει το «Μ» του ψευδωνύμου του, καθώς οι φίλοι του τον αποκαλούσαν Μίτια, λόγω της μεγάλης αγάπης που έτρεφε προς τον ρώσο συγγραφέα και ειδικά στο έργο του «Αδελφοί Καραμαζώφ». Το αληθινό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος.
Ο Καραγάτσης, ήταν ένα αληθινά πηγαίο ταλέντο όπως ο Ντοσιογιέφσκι. Αν δει κανείς τα χειρόγραφά του, θα διαπιστώσει πως ελάχιστες αλλαγές έκανε. Και τι μ’ αυτό; Το αποτέλεσμα μετράει και εκ του αποτελέσματος κρίνονται όλα. Ως προς αυτό, ο Καραγάτσης ήταν μαιτρ του είδους. Από τις πιο κομψές πένες της γενιάς του '30, από τους πλέον θυελλώδεις, χυμώδεις και ευφάνταστους συγγραφείς και, επίσης, από τους πλέον τολμηρούς- ειδικά σε ό,τι αφορά σε ερωτικές ιστορίες.
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του συγγραφέα και ο υπουργός Πολιτισμού Μ. Λιάπης αποφάσισε να κηρύξει το 2008 «έτος Καραγάτση». Μεθαύριο Τρίτη 1 Απριλίου στις 12μμ, στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5) θα γίνει η παρουσίαση επετειακού λευκώματος από τον Μ. Λιάπη και από τον πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου Πέτρο Μάρκαρη. Στη συνέχεια θα ανακοινωθούν οι εκδηλώσεις του Ετους. Οι ηθοποιοί Δημήτρης Καταλειφός και Ράνια Οικονομίδου, πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής μεταφοράς του «10» θα απαγγείλουν αποσπάσματα του έργου του. Τι θα έλεγε ο Καραγάτσης, αν ζούσε; «Ας γελάσω» (η τελευταία φράση που έγραψε στη ζωή του, στο ημιτελές «10»). Ηταν, βλέπετε, παντελώς αδιάφορος απέναντι σε τιμές, δόξες και επαίνους.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος ήταν δικηγόρος και πολιτικός. Ο συγγραφέας ήταν πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέρφια του (18 χρόνια από το πρώτο και 12 από το τέταρτο).
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του: Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία, Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα ένα χρόνο μετά, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή απ' όπου αποφοίτησε το 1930. Εκεί μάλιστα είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες (Ελύτη, Τερζάκη, Θεοτοκά)
Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την και στράφηκε στην πεζογραφία. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε στον διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», το 1933. Ακολούθησαν η «Χίμαιρα» (και κατόπιν «Μεγάλη Χίμαιρα») ο «Γιούγκερμαν», ο «Κίτρινος φάκελος» κ.α.
Το 1958 έπαθε ένα σοβαρό έμφραγμα, που οδήγησε στην σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους. Συνέχισε όμως να εργάζεται και να γράφει: είχε ξεκινήσει το έργο «Το 10», που θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας. Δεν πρόλαβε όμως να το ολοκληρώσει: στις 13 Σεπτεμβρίου 1960 έπαθε έμφραγμα και λίγες ώρες μετά, τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, πέθανε. Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν: «Ας γελάσω».
Την Παρασκευή και το Σάββατο 4 και 5 Απριλίου στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς γίνεται ένα συνέδριο για τον Καραγάτση με τίτλο «Ιδεολογία και Πολιτική» στο οποίο θα μετάσχουν επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο του.
Προς το παρόν, εμείς, ας διαβάσουμε ένα σαρκαστικό, διασκεδαστικό, γεμάτο ανατρεπτικό χιούμορ και λάμψη απόσπασμα από αυτοβιογραφικό του κείμενο:


Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό τα αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα καί σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά».

Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός πού μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην «γυναίκα των ονείρων μου». Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διανόησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...

Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, 'Aγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην καί Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα πού τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόρριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...

Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωες μου- Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα νά παρακαθίσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Σπύρο Μελά.

Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. ΑΜΗΝ


Δείτε και εδώ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο από το Μαγικό Κουτί.
Δείτε και άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, στου Nuwanda.
Ολα τα έργα του, στην ιστοσελίδα του εκδότικού οίκου Βιβλιοπωλείον της Εστίας από όπου και κυκλοφορούν. Επίσης, μόλις κυκλοφόρησε ένα συλλογικό έργο για τον Καραγάτση, με τίτλο «Μ. Καραγάτσης 1908- 2008. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του».

Σάββατο, Μαρτίου 22, 2008

Πηγή Καφετζοπούλου: Αιώνια 38 (μόνο) χρονών

Ετσι είχαν ξεκινήσει όλα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2006. Η Πυθία έγραφε χρησμούς και ο Τειρεσίας έκανε μαντεψιές. Τίτλος του πρώτου ποστ, «Με τα μάτια κλειστά». Στο μπλογκ Χρησμοί, λόγοι διττοί. Το πρώτο κείμενο της Πυθίας, έλεγε:
«Με τα μάτια κλειστά βλέπω όσα σε έφεραν μπροστά μου…

Εκείνη την ανοιχτή παρτίδα, το χαμένο στοίχημα και την αποδοκιμασία, από το άτομο που η γνώμη του μέτραγε για σένα σαν πυξίδα.

Το χρόνο που μέσα σου θεωρείς χαμένο, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τις πληγές που σε βάζουν να λες: μισώ τους ανθρώπους! (Με μισώ, θέλω αγάπη).

Τους φόβους και τα δεκανίκια σου, ψυχή μου. Βλέπω όσα θέλω κι όσα δε θέλω να ξέρω για σένα και αναρωτιέμαι:

Τόσο ουσιαστικά που μοιάζουμε, θέλεις να πάμε ένα βήμα παραπέρα;»


Αν δεν μου είχε πει ο Kyriaz πως είναι μια επέτειος, η επέτειος γενεθλίων της Πηγής Καφετζοπούλου, δεν θα είχα ποτέ μάθει πως η Πυθία ήταν η ίδια. Κι η Ανδρομέδα επίσης. Την είχα τραγουδήσει, με τις μουσικές του Παπαζογλου και του Μάλαμα και την είχα διαβάσει, ανεξάρτητα. Δεν ταύτισα τις δύο παράλληλες ευαισθησίες. Ετσι κάνεις, μέσα στη βιασύνη της καθημερινότητας και τιμωρείσαι με το να μην ανακαλύπτεις τα πράγματα στην κορύφωσή τους...
Και τώρα γυρίζω και πάλι στις μελαγχολικές πλέον σελίδες, ρουφώντας τη δροσιά μιας νιότης που χάθηκε για πάντα. Αυτές οι ωραίες ιστορίες (τα παραμύθια της) οι υπέροχοι στίχοι της, τελείωσαν, λοιπόν; Κι εκείνη, μάς έστειλε ένα κομμάτι κατάμαυρου, βελούδινου ουρανού για να σκουπίσουμε τα δάκρυα των αποχωρισμών χωρίς να μας βλέπει κανείς- εκτός από την ίδια;
Πού πηγαίνουν, λοιπόν, οι άνθρωποι οι γεμάτοι χαρά της ζωής όταν φεύγουν από κοντά μας; Οι στρόβιλοι που τους τριγύριζαν πώς καθηλώνονται πια; Τι γίνεται η Ομορφιά που έκρυβαν μέσα τους, τι απογίνονται τα χαρίσματά τους;
Τι έχεις να απαντήσεις, άραγε, Πηγή, πουλάκι μου, σήμερα που δεν γίνεσαι 39, αλλά παραμένεις αιώνια 38 ετών; Θα μας το πεις, κάποτε;

Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία





«Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα κι ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δει».

Με αυτό το τραγούδι χορέψαμε, διασκεδάσαμε, ευφρανθήκαμε τέλος πάντων αμέτρητες φορές. Ενα τραγούδι πολιτικό, ωστόσο κτήμα πολλών. Τότε που το «πολιτικός» δεν αντιστοιχούσε σε βρισιά και η πολιτική δεν είχε απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μιλούσε στο κομμάτι αυτό κατ’ άλλους για τις μάνες των εξορίστων που περιμέναν το παιδί τους «απ’ τα μαύρα τα νησιά» κατ’ άλλους για τις μάνες των πολιτικών προσφύγων που τους περίμεναν να γυρίσουν «απ’ τη μαύρη ξενιτιά». Η ακρίβεια υποχωρεί προς χάριν του μύθου. Σήμερα, επέστρεψαν οι εξόριστοι και οι άνθρωποι που βρίσκονταν σε αναγκαστική υπερορία ήρθαν πίσω ή πέθαναν εκεί. Οι περισσότεροι και από τις δύο κατηγορίες μάς έχουν πλέον αποχαιρετίσει οριστικά και η νεολαία διασκεδάζει, πλέον, με άλλα τραγούδια, συνήθως της καψούρας.
Κι ωστόσο, ο Δάσκαλός μου δεν μεμψιμοιρούσε ποτέ και δεν μου επέτρεπε να μεμψιμοιρώ. Οι καιροί αλλάζουν και αλλοίμονο σε όποιον δεν μπορεί να εξηγήσει, τουλάχιστον, αυτές τις αλλαγές. Αλλωστε, το γεγονός ότι από τα βιβλία του έχουν σταθερή ζήτηση δύο ερωτικά (η «Εαρινή Συμφωνία» και τα «Ερωτικά») ένα υπαρξιακό (η «Σονάτα του σεληνόφωτος») και ένα πολιτικό (ο «Επιτάφιος») υποδηλοί, εκτός από το ότι τα τέσσερα αυτά είναι αριστουργήμαρα, πως οι νέοι άνθρωποι πάντοτε φλερτάρουν την Επανάσταση με τους δικούς τους όρους.
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης χθες και παγκοσμίως είχε αφιερωθεί στην ελληνική πολιτική ποίηση. Τώρα πια, που έχουμε απομακρυνθεί από τις γεμάτες φωτιά συνθήκες που τη δημιούργησαν, και ο ρόλος της έχει αμβλυνθεί. Είναι όμως, παρόλα αυτά, καιρός, να την αξιολογήσουμε πλέον με άλλα κριτήρια. Να την αποκαθάρουμε από καθωσπρεπισμούς και πειθαναγκασμούς και «πρέπει» και «απαγορεύεται». Και να μείνει ό,τι μείνει διότι είναι καλή ποίηση. Τα υπόλοιπα, πράγματι, να περάσουν στην ιστορία της λογοτεχνίας- και να ξεχαστούν γλυκά- γλυκά.
Γράφω τόση ώρα και σκέφτομαι πως αν ισχύσουν αυτά, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Αρη Βελουχιώτη επί παραδείγματι, θα τυλιχτεί με την αχλύ της λήθης. Κι όμως, είναι αψευδής μάρτυρας μιας εποχής γεμάτης αντιφάσεις, σπαραγμό, αίμα και δάκρυ καρδιάς. Τι μεγάλα λόγια, σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής στο εξώφυλλο του χειρογράφου του, τι κακοί στίχοι. Αλλά και τι άνθρωποι, τι δύναμη ψυχής.
Η αντίφαση του Ρίτσου, θα πείτε, να ξέρει πως το ποίημά του είναι αδύναμο, ωστόσο να το αγαπά επειδή εκφράζει δυνατά μια στιγμή της αιωνιότητας, της πατρίδας, της ελευθερίας. Ναι. Αλλά όχι μόνο. Ο Ρίτσος με αυτό το ποίημα, που γράφεται ελάχιστο καιρό μετά την αποκήρυξη του Αρη από το ΚΚΕ και την αυτοκτονία του όταν έπεσε σε ενέδρα, προέβη σε κομματική ανυποταγή- έκανε, τουτέστιν, τη δική του επανάσταση. Και πώς να τα ξεχάσεις όλα αυτά; Αλλά είπαμε. Δικαιοσύνη...
Πολιτική ποίηση στην Ελλάδα δεν γράφτηκε βεβαίως μονάχα από την Αριστερά, ούτε γράφτηκε μονάχα στον 20ό αιώνα. Ηδη από τον 19ο ο Σολωμός και ο Κάλβος ο πρώτος μέσα από τον Υμνο στην Ελευθερία ήδη και ο δεύτερος με το περίφημο «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» έβαζαν τα θεμέλια μιας ποίησης που ήθελε να είναι (και ήταν) και πολιτική. Ακολούθησαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους, βεβαίως, ήταν ο Σεφέρης («δεν χρειάζεται πολύ καιρό το κακό για να σηκώσει κεφάλι») αλλά και οι σπουδαίοι αριστεροί ποιητές σαν τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Αλεξάνδρου, τον Πατρίκιο.
Για τη χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης παραθέτω λοιπόν από μνήμης ένα απόσπασμα από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που έχει μελοποιήσει μοναδικά ο Θάνος Μικρούτσικος. Δυστυχώς, δεν έχω τη μουσική για να σας τη βάλω. Απλώς να πω ότι του Αβέρωφ και του Χατζηκώστα ήταν φυλακές πολιτικών κρατουμένων:

«Κι ύστερα πάλι ομοβροντία τα χαράματα
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσια τα σπουργίτια
τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
κόβοντας με τις ρόδες τους στα δυο τον ήλιο.
Εμεινε πάλι πολλή σκόνη τ’ απογεύματα
Η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα μαύρα φουστάνια
Των μανάδων
Καθώς περνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
Ή από τα τμήματα των μεταγωγών
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
Με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
Σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει
Ούτε ο Θάνατος.»

Στο 6ο Λύκειο Καλλιθέας είχαν μια σημαντική πρωτοβουλία για τον εορτασμό της παγκόσμιας μέρας ποίησης. Επισκεφθείτε τους οπωσδήποτε.


Υ.Γ. Είχα υποσχεθεί τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο» του Γιώργου Σεφέρη. Ομως, μονάχα που μου άνοιξε η όρεξη. Πρόκειται για μια εντελώς φιλολογική έκδοση ενός όχι απλώς ημιτελούς, αλλά εντελώς αχνού έργου, από το οποίο ο ποιητής είχε γράψει ελάχιστο και σχεδιάσει άλλο λίγο. Δεν θα το κάνω λοιπόν. Ευχαριστώ θερμά όσους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για τον Σεφέρη και ακολουθεί, εν καιρώ, άλλος ποιητής.

Υ.Γ.2 Στη Θεσσαλονίκη είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τα τρομερά παιδιά της Χουακίνα. Κοιτάξτε στη στήλη των συνδέσμων μου και επισκεφθείτε τους. Θα ξετρελαθείτε.

Υ.Γ.3 Αύριο είναι μια επέτειος για την Πηγή Καφετζοπούλου, όπως μας θυμίζει ο Kyriaz. Θα προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά του.

Κυριακή, Μαρτίου 02, 2008

Ανθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα- Σεφέρης και πάλι

Ξεκίνησα, εντελώς συμπτωματικά, από τον «Δία». Τις μέρες που θα έκλεινα τα 12, μήνα Αύγουστο, σε ένα βιβλιοπωλείο ή υπαίθριο καρότσι με βιβλία (μάλλον το δεύτερο) ανακάλυψα έναν τόμο με τα ποιητικά Απαντα του Διονυσίου Σολωμού. Πενήντα δρχ.- όλο το χαρτζιλίκι των διακοπών. Ετοιμάστηκα να τα θυσιάσω, αλλά δεν χρειάστηκε. Η επιμονή μου συγκίνησε τη θεία, που μου το πήρε δώρο γενεθλίων. Το έχω ακόμη, φυσικά. Είναι μια έκδοση με προλεγόμενα όχι μονάχα του Πολυλά, αλλά και του Κωστή Παλαμά. Για μένα, μνημειώδης όσον αφορά στη μνήμη.
Το αναγνωστικό του Γυμνασίου είχε δημοτική ποίηση και Κάλβο. Εκείνα τα χρόνια, κι αυτά πολλά ήτανε. Μεσούσης της χούντας, η εκπαίδευση δεν ξέφευγε ποτέ από τα προκαθορισμένα, τα συντηρητικά. Αν καμιά φιλόλογος μιλούσε για τον Πρεβέρ ή τον Καβάφη, θα ήταν θαύμα. Μέχρις εκεί, όμως.
Αλλά, οι φίλοι μου ήτανε μεγαλύτεροι από μένα (όχι πολύ, πάντως καθοριστικά) και λόγιοι όλοι τους. Ετσι, ανάμεσα στα 16 και στα 17, οι (τότε) νέοι ποιητές που σήμερα τους αποκαλώ «τα κρατικά βραβεία», γιατί όλοι τους έχουν τιμηθεί με ένα, ο Γιωργάκης Μαρκόπουλος, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και ο Γιάννης Βαρβέρης, έκριναν ότι πρέπει να μάθω τη Γενιά του ’30. Πάνω απ’ όλους, τον Σεφέρη.
Τον ήξερα ελάχιστα, μέχρι τότε. Δεν ήταν ο ποιητής που έγραψε τους στίχους για το τραγούδι «Στο περιγιάλι το κρυφό»; Αυτός ήταν, παρόλο που το ποίημα τιτλοφορείται «Αρνηση» και παρόλο που όταν ακούς το κομμάτι του Μίκη αλλιώς εκλαμβάνεις το «πήραμε τη ζωή μας λάθος!» και αλλιώς όταν το διαβάζεις:

«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»

Αυτός. Αλλά, πέρα από την ανατριχίλα όταν άκουγα κρυφά το τραγούδι (γιατί ήταν χούντα όπως είπαμε και ο Θεοδωράκης απαγορευμένος) είχε και άλλα πολλά. Είχε τον Ερωτικό Λόγο. Και το Φύλλο της Λεύκας. Και το Μυθιστόρημα. Και την Κίχλη. Ποιήματα και συλλογές, και στίχους ακόμα, που δεν σε άφηναν να σταματήσεις πριν τα μάθεις απέξω.
Χάρη στη διακριτική διαμεσολάβηση των φίλων μου, τον διάβασα πολύ. Από τότε, ο Σεφέρης έγινε ο Ποιητής της ζωής μου. Είναι πάντοτε. Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποιος γόρδιος δεσμός με δένει μαζί του έτσι που να μην τον εγκαταλείπω ποτέ. Ποιος ομφάλιος λώρος τροφοδοτεί το μυαλό μου με στίχους του κάθε φορά που χρειάζομαι ένα απόφθεγμα, μια ελπίδα να πιαστώ, ένα όργανο να ανατάμω τον κόσμο.
Είναι η κοινή καταγωγή από τη γη της Ιωνίας; (και θα έλεγα μυστικιστική, αλλά δεν ξέρω πώς θα εκληφθεί)… Είναι η αγάπη μου για τον αυστηρό ρυθμό των αρχαϊκών χρόνων (με τον οποίο, πιστεύω, είναι σφραγισμένη η ποίησή του;) Η εσωτερική του οικονομία (που μου ταιριάζει απόλυτα, αντίθετα με την εξωτερική μου πολυλογία;) Η πίστη και η σοβαρότητα με τις οποίες υπερασπίζεται τις απόψεις του; Είναι το ρηξικέλευθο μυαλό του; Το ανυπέρβλητο ταλέντο του; Δεν ξέρω. Πάντως, δεν τον ξεπέρασα ποτέ. Εσείς;

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 29, 2008

Γέννηση του Γιώργου Σεφέρη- σε ένα έτος δίσεκτο

«28 προς 29 ώρα 1 ½ μ. μεσονύκτιον η Δέσπω εγέννησεν υιόν». Με τα γράμματα του παπού Πρόδρομου στην οικογενειακή εγκυκλοπαίδεια, η γέννηση αυτή, όπως όλες οι γεννήσεις, έδειχνε χαρά. Η ιστορία και η κοινωνική θέση της φαμίλιας προοιωνίζονταν ένα καλό μέλλον για το νεογέννητο, που ήρθε με την ανατολή ενός αιώνα. Ακριβώς στα 1900. Κανείς δεν μπορούσε, φυσικά, να προβλέψει πως ο «υιός» θα ήταν το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδας: ο Γιώργος Σεφέρης.
Γεννήθηκε ξημερώνοντας 29η Φεβρουαρίου, λοιπόν, στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και βαφτίστηκε έξι εβδομάδες μετά, «εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν», την Αγία Φωτεινή. Μεγάλωσε σε μια πόλη που απεχθανόταν- αν δεν μισούσε- με μοναδικές διαφυγές τα καλοκαίρια στα Βουρλά, όπου ήταν το εξοχικό τους και το σπίτι των παπούδων του. Το σπίτι της Σμύρνης δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος να το αναγνωρίσει, κάμποσες δεκαετίες μετά την καταστροφή. Αλλά, τα σπίτια στη Σκάλα Βουρλών είναι εκεί, και θυμίζουν σήμερα- έστω και αν έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχείο- το πέρασμα των Σεφεριάδηδων όπως και του ελληνισμού από την Ιωνία.

Και να, λοιπόν, το νέο παιχνίδι που σας καλώ να παίξουμε: η γέννηση του Γιώργου Σεφέρη έχει διπλή ημερομηνία, όπως συμβαίνει με όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί πριν από το 1924, οπότε και η Ελλάδα υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο. Αυτό, μας δίνει τη δυνατότητα να αναφερθούμε στον ποιητή από σήμερα μέχρι και τις 13 Μαρτίου. Πρώτη δεσμεύομαι να επανέλθω με ένα κείμενο για το μυθιστόρημα «Βαρνάβας Καλοστέφανος» το οποίο ο ποιητής άφησε ημιτελές και εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες. Καλώ να γράψουν ό,τι θέλουν για τον ποιητή μέσα σε αυτό το χρονικό όριο, οι:

Alef
Librofilo
Nuwanda
Καφεΐνη
Kyriaz
Νέλλυ Νέζη
Σταυρούλα Σκαλίδη
Mh xeirotera (τώρα να σε δω!)
Joanna
Faraona
Ωσηέ
Surrealist



Εμπρός, λοιπόν, στα θρανία μας όλοι. Και μετά, προσκαλούμε και άλλους, ώστε η μπλογκόσφαιρα να μάθει ότι έχουμε επέτειο γέννησης ενός πολύ σπουδαίου και (το κυριότερο) πολύ αγαπημένου ποιητή.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 24, 2008

Και μία και δύο και τρεις προτάσεις από τον Σεφέρη

Ε, καλά, έκλεψα λίγο. Το πρώτο βιβλίο που έψαξα (το είχα δίπλα μου πάντως) ήταν για το σχεδίασμα Β΄των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού. Και έπεσα στις βιβλιογραφικές αναφορές, οπότε δεν είχε νόημα. Το δεύτερο, επομένως, ήταν αυτό: Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη. Και ιδού:

«Μάθε το, μόνο στην επιφάνεια μπορείς ν' αλλάξεις. Τα άλλα, τα βαθύτερα, μόνο να τα ξεχάσεις μπορείς- για λίγο καιρό. Θα είσαι αυτό που είσαι.»

Ευχαριστώ, Alef και Kyrıaz για την πρόσκληση να παίξω στο μπλογκο-παίχνιδο με τη σελίδα 123.
Νέλλη Νέζη.
Κατερίνα,
Ιουστίνη,
Faraona
Aeglıe

θα πάρετε τη σκυτάλη;

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη

Η ευτυχία, για μένα, είναι σε μέγιστο βαθμό Αγάπη. Στην πρόσκληση της Alef να γράψουμε για την ευτυχία, ανταποκρίνομαι με ένα ποίημα του Λουί Αραγκόν σε μετάφραση Αντώνη Θ. Φωστιέρη:


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ


Τίποτα δε χαρίστηκε στον άνθρωπο ποτέ. Μηδέ η δύναμή του,
Μηδέ αδυναμία, μηδέ καρδιά. Κι όταν νομίζει πως
Τα χέρι’ ανοίγει, ο ίσκιος του είναι σωστός σταυρός
Και μνέσει μες τη χούφτα του της ευτυχίας του ο σποδός
Είναι μια προδοσία φριχτή κι αλλόκοτ’ η ζωή του.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.


Η ζωή του... Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές
Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.
Τι κι αν τους εύρης το πρωί ετοιμασμένους,
Αυτούς, οπού το βράδι θα τους δης αβέβαιους, νικημένους;
Πήτε μονάχα* η ζωή μου! Και βαστήχτε των δακρύων σας τις πηγές...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,
Μαζί μου σέχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο*
Κι όλοι γύρω μας βλέπουν μένα βλέμμα χαμένο,
Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο
Στα μεγάλα τα μάτια σου- κι έχει τώρα πεθάνει...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί...
Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδι,
Για το σπαθί της δυστυχιάς που της χαράς το υφάδι
κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,
Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο ‘μαστε δεμένοι!

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008

Πρόσκληση από το Ανεμολόγιο




Την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008 (παραλλήλως με την εκπομπή Ανεμολόγιο του Σκάι 100,3), η ιστοσελίδα http://skai-anemologio-pblogs.gr ετοιμάζει θεματική βραδιά για τα μπλογκ. Ας την παρακολουθήσουμε.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2008

Sous le ciel de Paris

Ενας λαός που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα ασχολούνταν με την Κάρλα Μπρούνι και τον Νικολά Σαρκοζί αφήνοντας τα χειρόγραφα των ποιητών του να βγαίνουν σε δημοπρασία. Οπως καταλάβατε, δεν μας φωτογραφίζω αυτή τη φορά, αλλά αναφέρομαι στους Γάλλους των οποίων το αυτάκι δεν ίδρωσε καθόλου. Επομένως, μάλλον δεν σκέφτονται να βγουν από την αποχαύνωση και να διεκδικήσουν ένα θρυλικό χειρόγραφο, το οποίο δημοπρατείται από τους Σόθμπι'ς στο Παρίσι.
Είναι το χειρόγραφο από τα «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού» και μαζί το «Poisson Soluble» του Αντρέ Μπρετόν. Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, το παρισινό διαμέρισμα του ποιητή και Πάπα του Σουρεαλισμού ήταν ακέραιο, όπως το είχε αφήσει. Ακόμα και οι πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και του Χουάν Μιρό ήταν στη θέση τους. Οι κληρονόμοι της πρώτης συζύγου του, αποφάσισαν να το διαλύσουν, πουλώντας τα πάντα κομμάτι- κομμάτι. Τότε, είχε ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, που ζητούσαν να μετατραπεί το διαμέρισμα σε μουσείο. Απέτυχαν. Σήμερα, ουδείς διανοείται να κάνει έστω αυτό.
Το χειρόγραφο εκτίθεται τώρα (και μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου) στο Λονδίνο, θα δημοπρατηθεί όμως στο Παρίσι- για ευνόητους λόγους. Και είναι πραγματικά να απορεί κανείς που άνθρωποι με ανάστημα σαν του Τζακ Λανγκ δεν έχουν ζητήσει να περιέλθει αυτό το εξαιρετικά σημαντικό χειρόγραφο, αντίγραφο του οποίου δεν υπάρχει, στη Γαλλική Δημοκρατία. Προφανώς η Μαριάννα δεν ενδιαφέρεται πια για ποιητές- καθώς το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» έχει μετατραπεί σε «Ελευθερία, Ισότητα, Χαβιάρι» (και μη με διαψεύσει κανείς. Το έχω δει με τα μάτια μου σε διαφήμιση καταστήματος, στο μετρό του Παρισιού. Τη βρήκα έξυπνη τότε, αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς...)
Επειδή λοιπόν όλα έχουν μια τιμή στις μέρες μας, τα Μανιφέστα εκτιμάται ότι θα φτάσουν σε μισό εκατομμύριο ευρώ, ενώ η ποιητική συλλογή που δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα, και αποτελεί υπόδειγμα αυτόματης γραφής, αναμένεται να πιάσει περί τα 80.000 ευρώ ανά τμήμα (μη ρωτήσετε τι σημαίνει αυτό, δεν έχω δει το χειρόγραφο για να ξέρω. Από τον Γκάρντιαν ενημερώθηκα. Ετσι, αντί να βρίσκονται στα εθνικά λογοτεχνικά αρχεία της Γαλλίας, προσβάσιμα στους μελετητές, ένας θεός ξέρει πού θα πάνε και ποιος θα μπορεί να τα δει- αν θα μπορεί και κανένας.
Κι όμως τα Μανιφέστα είναι, στην πραγματικότητα, το πλέον θεμελιώδες κείμενο για το κίνημα. Στην αρχή γράφτηκαν ως πρόλογος στη συλλογή. Κατόπιν μεγάλωσαν, αυτονομήθηκαν, και, κατ' ουσίαν έβαλαν τάξη στο χάος: όρισαν τον σουρεαλισμό, ο οποίος είχε γεννηθεί λίγα χρόνια πριν από τον Απολιναίρ, αλλά ως όρος, όχι ως κίνημα. Ο σουρεαλισμός (γνωστός στην Ελλάδα και ως υπερρεαλισμός) βρήκε έτσι τον κατεξοχήν θεωρητικό του και η τέχνη οφελήθηκε πολλαπλώς. Αυτά, από το 1919- 1922 οπότε και σημειώνονται οι πρώτες διεργασίες έως το 1968 οπότε και το κίνημα σβήνει- ίσως δεν είναι τυχαίο πως εκείνη τη χρονιά πεθαίνει και ο Μπρετόν, αλλά γεννιέται και ο Μάης του '68.
Η Ομορφιά, ή θα είναι συγκλονιστική ή δεν θα υπάρχει έγραφε ο Μπρετόν στη «Νατζά» (το βιβλίο έχει αποδοθεί και ως Νάντια και η φράση έχει πολλές ερμηνείες, έτσι την πρωτοδιάβασα όμως στην εφηβεία μου, σε μια μετάφραση της εποχής και έτσι έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου). Μήπως φτάνουμε στην Εποχή που θα συμβεί το δεύτερο;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2008

Αντισταθείτε, ΙΙΙ

Η Ομορφιά είναι η μόνη που μπορεί να νικήσει την ασχήμια, είπαμε. Και βάλαμε ποιήματα που αγαπάμε, ως πράξη αντίστασης στο ζοφερό κλίμα των ημερών. Διάβασα πολλά και υπέροχα ποιήματα και σκέφτηκα ότι η Ελλάδα ευτυχώς έχει πολλούς καλούς ποιητές, δυστυχώς, όμως, τους αγνοεί ή τους ξεχνά. Σήμερα, κλείνω τον κύκλο του παιχνιδιού με έναν στίχο του γενάρχη της σύγχρονης ποίησής μας, του Διονύσιου Σολωμού. Είναι από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» (που τους γνωρίζουμε και ως «Ελεύθερους Πολιορκισμένους») και νομίζω τα λέει όλα:

«Η δύναμή σου πέλαγο, κ' η θέλησή μου βράχος.»

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

Αντισταθείτε, ΙΙ

Μονάχα η Ομορφιά μπορεί να αλλάξει κάπως το ζοφερό κλίμα των ημερών, όπως έλεγα στο προηγούμενο ποστ. Και, ω του θαύματος, πολλοί ανταποκριθήκατε και αναρτήσατε στα ιστολόγιά σας το αγαπημένο σας ποίημα- ως πράξη αντίστασης. Συνεχίζω σήμερα, με ένα απόσπασμα από τη «Γκραγκάντα» του Γιάννη Ρίτσου:


Είμαι κ' εγώ απ' την ίδια ράτσα* επιμένω* δεν το βάζω κάτω*
είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις
καμπάνες στους λόφους
είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως
μέσα στα στάχυα
είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία
είπα στους νεκρούς: περιμένετε* τίποτα δεν τελειώνει.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2008

Αντισταθείτε!

Μιχάλης Κατσαρός



Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλιωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακίες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
απο γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
απο φωνή
απο τροφή
απο άλογο
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.


Αφιερωμένο στον Nuwanda που μου έδωσε την ιδέα. Επιτέλους, ας κάνουμε κάτι. Η Ομορφιά είναι η μόνη που μπορεί να νικήσει την ασχήμια.
Δίνω στη σκυτάλη στους

Αλεφ
Νουβάντα
Λιμπρόφιλο
Ange-ta
Ρεγγίνα που αγαπά στα τριαντάφυλλα
Αννα που αγαπά τα βιβλία
Ιουστίνη Φραγκούλη
Κατερίνα Παπαθεοδώρου
Νέλλυ Νέζη
Θεοδόση Βολκώφ
Καπετάνισσα
Αναγνώστρια
Κυριάζ
Σταυρούλα Σκαλίδη
Jo- anna


για να βάλουν στα δικά τους μπλογκ ένα ποίημα που τους αρέσει και να παραδώσουν κι αυτοί τη σκυτάλη με τη σειρά τους. Τίτλος του «παιχνιδιού», «Αντισταθείτε». Γιατί κάπως πρέπει να αντιδράσουμε. Αρκετά.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

Για (αληθινά) παιδιά

Μετά τα κρατικά βραβεία για τα βιβλία ενηλίκων, να και τα βραβεία για παιδικά βιβλία:

Το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία, εξ ημισείας, στην Κατερίνα Πλασσαρά για το βιβλίο της με τίτλο «Η δική μας Λάση», Εκδόσεις «μικρή ΜΙΛΗΤΟΣ» και στον Αντώνη Δελώνη για το βιβλίο του με τίτλο « Αγαπώ μια γάτα, εντάξει;», Εκδόσεις «Ψυχογιός».

Το Βραβείο Εικονογράφησης Παιδικού βιβλίου απονέμεται εξ ημισείας κατά πλειοψηφία στην Φωτεινή Στεφανίδη για την εικονογράφηση του βιβλίου με τίτλο «Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει», Εκδόσεις «Α.Α.Λιβάνη» και κατά πλειοψηφία στον Πέτρο Μπουλούμπαση για την εικονογράφηση του βιβλίου με τίτλο «Ο Άγιος Βασίλης και το διαβολάκι» του συγγραφέα Πέτρου Χατζόπουλου, Εκδόσεις «Καστανιώτη».

Το Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά απονέμεται εξ ημισείας ομόφωνα στον Βασίλη Κρεμμυδά για το βιβλίο με τίτλο «Καθημερινές Ιστορίες για τα Καράβια», Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο και κατά πλειοψηφία στην Νένα Κοκκινάκη για το βιβλίο με τίτλο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ - Πώς ξεκίνησε ο Κόσμος» εκδόσεις «ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ».


Ο βραχύς κατάλογος παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων (δημοσιευμένων το έτος 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο επελέγησαν τα βραβευθέντα, είναι ο ακόλουθος:

1) «Αγαπώ μια γάτα, εντάξει;», συγγραφέας: Δελώνης Αντώνης, εκδ. Ψυχογιός.
2) «Η δική μας Λάση», συγγραφέας: Κατερίνα Πλασσαρά,
εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, εκδ. Μικρή Μίλητος.
3) «Το παρανομύθι», συγγραφέας: Αντώνης Παπαθεοδούλου [και] Τερέσα Ινφάντε , εικονογράφηση: Δέσποινα Καραπάνου, εκδ. Παπαδόπουλος.
4) «Άλλοι καιροί Άλλα παιδιά», συγγραφέας: Άλκη Ζέη [και] Ζωρζ Σαρή, εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη [και] Βάσω Ψαράκη, εκδ. Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.
5) «Η πεισματάρα Ρουμπίνη και άλλες ιστορίες», συγγραφέας: Στέλλα Βογιατζόγλου, εικονογράφηση: Ντενίς Λομ, εκδ. Πατάκης.
6) «Η δασκάλα που το κεφάλι της έγινε καζάνι», συγγραφέας: Σοφία Μαντουβάλου, εκδ. Πατάκης.
7) «Τα πουλιά στο χιόνι...» - : Μυθιστόρημα για παιδιά, συγγραφέας: Τούλα Τίγκα,
εκδ. Πατάκης.
8) «Μαγικό ρολόι», συγγραφέας: Μιράντα Βατικιώτη, εκδ. Ζαχαράκης.
9) «Η συμμορία του Τολέδο», συγγραφέας: Κυριάκος Μαργαρίτης,
εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, εκδ. Ψυχογιός.
10) «Ως δια μαγείας», συγγραφέας: Μαρία Παπαγιάννη, εκδ. Πατάκης.
11) «Η κυρία Μίνα και η Άνοιξη», συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης, εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη, εκδ. Λιβάνης.
12) «Αλίκη, η μικρή μαμά», συγγραφέας: Μαρία Δημητριάδου, εκδ. Μορφή Εκδοθήτω.
13) «Ο Τριγωνοψαρούλης στον κόσμο των παράξενων ψαριών», συγγραφέας:
Βαγγέλης Ηλιόπουλος, εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση, εκδ. Πατάκης.
14) «Τάλως, ο χάλκινος γίγαντας της Κρήτης», συγγραφέας: Λίτσα Ψαραύτη, εικονογράφηση: Μαρίνα Μαρκολίν, εκδ. Πατάκης.
15) «Αχ, αυτός ο Όμηρος!», συγγραφέας: Γιάννης Ρεμούνδος, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
16) «Οι φίλοι», συγγραφέας: Μάκης Τσίτας, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
17) «Ένα αγγελάκι στα Εξάρχεια», συγγραφέας:Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, εικονογράφηση: Λιάνα Δενεζάκη, εκδ. Ψυχογιός.
18) «Τα παιδιά των φυλαχτών», συγγραφέας: Γιώργος και Κλαίρη Προκοπίου, εικονογράφηση: Ελιάννα Προκοπίου, εκδ. Κέδρος.
19) «Το βουνό ψάχνει –Συναντώντας τον Ηράκλειτο», συγγραφέας: Μαρία Αντωνάτου, εκδ. Παπαδόπουλος.
20) «Κολυμπώντας στα βαθιά», συγγραφέας: Μαρία Ρουσάκη,
εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου, εκδ. Παπαδόπουλος.
21) «Μελλόντια, το κορίτσι που γεννήθηκε στο μέλλον», συγγραφέας: Βούλα Μάστορη, εκδ. Πατάκης.
22) «Ο μάγος του Όζοντος», συγγραφέας: Αντώνης Παπαθεοδούλου,
εικονογράφηση: Νίκος Μαρουλάκης, εκδ. Μίνωας.

Ο βραχύς κατάλογος εικονογράφησης παιδικού βιβλίου (δημοσιευμένων το έτος 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο έγινε η επιλογή, είναι ο ακόλουθος:

1) «Ο Άγιος Βασίλης και το διαβολάκι», συγγραφέας: Πέτρος Χατζόπουλος,εικονογράφηση: Πέτρος Μπουλούμπασης, εκδ. Καστανιώτης.
2) «Η απαγωγή της μοβ γραβάτας ή Σχεδόν Χριστούγεννα», συγγραφέας: Τασούλα Δ. Τσιλιμένη, εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, εκδ. Κέδρος.
3) «Παιχνίδια και ψιλικά», συγγραφέας και εικονογράφος: Νικόλας Ανδρικόπουλος, εκδ. Λιβάνης.
4) «Η γάτα κουμπάρα», συγγραφέας: Σούλα Μητακίδου, Ευαγγελία Τρέσσου [και] Anthony L. Manna, εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα, εκδ. Καλειδοσκόπιο.
5) «Η κυρία Μίνα και η Άνοιξη», συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης, εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη, εκδ. Λιβάνης.
6) «Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει», συγγραφέας και εικονογράφος: Φωτεινή Στεφανίδη, εκδ. Λιβάνης.
7) «Ο Μάγος του Οζ», συγγραφέας: Λ. Φρανκ Μπάουμ, Διασκεύη: Μαρία Αγγελίδου, εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας, εκδ. Παπαδόπουλος.
8) «Ο Πέτρος + Ο Λύκος», Απόδοση: Κώστας Πούλος, εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας, εκδ. Παπαδόπουλος.

Ο βραχύς κατάλογος βιβλίων γνώσεων για παιδιά (δημοσιευμένων το έτος 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), είναι ο ακόλουθος:

1) «Το αγόρι των μελισσών», συγγραφέας: Βούλα Μάστορη, εικονογράφηση: Γιώργος Δημητρίου, εκδ. Πατάκης.
2) «Παρέα μ’ έναν καλικάντζαρο», συγγραφέας: Κατερίνα Παλαιολόγου, εικονογράφηση: Γιάννης Δράνης, εκδ. Κέδρος.
3) «Ζευγάρια της μυθολογίας», συγγραφέας: Φρειδερίκη Τζόκα-Ζήση, εικονογράφηση: Ελένη Μαραθού, εκδ. Κέδρος.
4) «Το παιδί που ονειρευόταν μελωδίες», συγγραφέας: Ντόρα Λεονταρίδου,εκδ. Παπαδόπουλος.
5) «Καλοί τρόποι ή γουρουνιές», συγγραφέας: Σοφία Ζαραμπούκα, εκδ. Κέδρος.
6) «Ελληνική Μυθολογία– Πώς ξεκίνησε ο κόσμος», συγγραφέας: Μαρία Αγγελίδου, εικονογράφηση: Σβετλίν, εκδ. Παπαδόπουλος.
8) «Καθημερινές Ιστορίες για τα ΚΑΡΑΒΙΑ», συγγραφέας: Βασίλης Κρεμμυδάς, εκδ. Καλειδοσκόπιο.
9) «Αριστοτέλης - Ο μέτοικος που έγινε πατέρας της επιστήμης»,
συγγραφέας: Νένα Ι. Κοκκινάκη, εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης, εκδ. άγκυρα.


Την Επιτροπή Απονομής Κρατικών Βραβείων Παιδικού Βιβλίου αποτελούν:
1) Μερακλής Μιχάλης , Ομότιμος Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών και της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων, ως Πρόεδρος
2) Αναγνωστόπουλος Βασίλης , Καθηγητής Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Παν/μίου Θεσσαλίας,ως Αντιπρόεδρος
3) Καλλέργης Ηρακλής, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής και Παιδικής Λογοτεχνίας του
Παν/μίου Πατρών, Κριτικός Παιδικής Λογ/νίας, ως μέλος
4) Μαλαφάντης Κων/νος, Επίκουρος Καθηγητής Παιδαγωγικής της Λογοτεχνίας του Παν/μίου
Αθηνών,ως μέλος
5) Γιαννικοπούλου Αγγελική , Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος
Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Παν/μίου Αιγαίου, ως μέλος
6) Δαρλάση Αγγελική, Συγγραφέας - Θεατρολόγος, ως μέλος
7) Κοντολέων Μάνος, Συγγραφέας - Κριτικός Βιβλίου, ως μέλος
8)Ζαμπέλης Πέτρος, Εικονογράφος, ως μέλος
9) Κυριτσόπουλος Αλέξης, Ζωγράφος - Εικονογράφος, ως μέλος

Στην Επιτροπή μετέχει με γνώμη δίχως ψήφο η Προϊσταμένη της Δ/νσης Γραμμάτων κα Παναγοπούλου, καθώς και η Προϊσταμένη του αρμοδίου για την βράβευση των βιβλίων Τμήματος Μαρία Προβιδάκη.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας

Από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του ΥΠΠΟ ανακοινώθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2007, που αφορούν στις εκδόσεις του έτους 2006. Εχουν ως εξής:

ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Κώστα Τσιρόπουλο για το σύνολο του έργου του.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Ντίνου Σιώτη «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» Εκδ. Κέδρος

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» Εκδ. Εστία

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Σουέλ» Εκδ. Καστανιώτης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ- ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Θεοδόση Πελεγρίνη «Από τον πολιτισμό στην πείνα» Εκδ. Ελληνικά Γράμματα

ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟΥ- ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στο βιβλίο του Αναστάσιου Τάμη, «Οι Έλληνες της Λατινικής Αμερικής», Εκδ. Ελληνικά Γράμματα


Ο βραχύς κατάλογος υποψηφίων προς βράβευση έργων (δημοσιευμένων το 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος), από τα οποία επελέγησαν τα ανωτέρω βραβεία, είναι ο ακόλουθος (αλφαβητικά):

Α. Υποψήφιοι για το Βραβείο Ποίησης:

1. Αλεξάκης Ορέστης, «Θίασος στην εξέδρα», Εκδ. Γαβριηλίδης
2. Βέης Γιώργος, «Λεπτομέρειες Κόσμων», Εκδ. Ύψιλον
3. Κέντρου-Αγαθοπούλου Μαρία, «Σεντόνια της αγρύπνιας», Εκδ. Μεταίχμιο
4. Κοτίνη Θεώνη, «Ανίδεοι πάλι», Εκδ. Πλανόδιον
5. Παναγιωτόπουλος Νίκος, «Το σύσσημον ή τα κεφάλαια» Εκδ. Ίνδικτος
6. Σιώτης Ντίνος, «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» Εκδ. Κέδρος.
7. Χατζόπουλος Θανάσης, «Ψηφία για Ψηφίδες» Εκδ. Μεταίχμιο

Β. Υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος:

1. Γιαννακάκη Ελένη, «Τα χερουβείμ της μοκέτας», Εκδ. Εστία
2. Γουδέλης Τάσος, «Οικογενειακές ιστορίες» Εκδ. Κέδρος
3. Πεσμαζόγλου Βασίλης, «Το τυφλό σύστημα» Εκδ. Πόλις
4. Καρυστιάνη Ιωάννα, «Σουέλ» Εκδ. Καστανιώτης
5. Σουρούνης Αντώνης, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» Εκδ. Καστανιώτης
6. Χατζηαναγνώστου Τάκης, «Μισή ζωή», Εκδ. Ελληνικά Γράμματα


Γ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Διηγήματος:

1. Γκουρογιάννης Βασίλης, «Από την άλλη γωνία», Εκδ. Μεταίχμιο
2. Λαδιά Ελένη, «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι», Εκδ. Εστία
3. Μιτσοτάκη Κλαίρη, «Σωρείτες», Εκδ. Εστία
4. Χατζηγιαννίδης Βαγγέλης, «Φυσικές ιστορίες» Εκδ. Ροδακιό
5. Χατζητάτσης Τάσος, «Μονόξυλο στο ποτάμι» Εκδ. Πόλις


Δ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής:

1. Αράγης Γιώργος, «Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930», Εκδόσεις Σοκόλη
2. Δόικος Παναγιώτης, «Η λογική των μορφών στον κινηματογράφο του Orson Welles», Εκδ. Ίνδικτος
3. Κοτζιά Ελισάβετ, «Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», Εκδ. Πόλις
4. Παπαγεωργίου-Βενετάς Αλέξανδρος, «Η Αθήνα του Μεσοπολέμου μέσα από τις «Μέρες» του Γιώργου Σεφέρη. Μια διερευνητική ανάγνωση», Εκδ. Ίκαρος
5. Πελεγρίνης Θεοδόσης, «Από τον πολιτισμό στην πείνα»,Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
6. Πολίτης Αλέξης, «Αποτυπώματα του χρόνου. Ιστορικά δοκίμια για μια μη θεωρητική ιστορία», Εκδ. Πόλις.


Ε. Υποψήφιοι για το Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας:

1. Σμπώκος Γιώργος, «Η ανωγειανή μαντινάδα» Εκδ. Καλέντης
2. Τάμης Μ. Αναστάσιος, «Οι Έλληνες της Λατινικής Αμερικής», Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
3. Φιλίππου Φίλιππος, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης» Εκδ. Ηλέκτρα
4. Χέλμη-Μαρκεζίνη Ελένη, «Η Ελλάδα που γνώρισα» Εκδ. Καστανιώτης
5. Χρυσοστόμου Πάνος, «Νίκος Μαμαγκάκης, Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω», Εκδ. Άγκυρα


Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν:

Μαστροδημήτρης Παναγιώτης, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως Πρόεδρος.

Κοπιδάκης Μιχάλης, Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως Αντιπρόεδρος.

Ανδρειωμένος Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Γραμματείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, ως μέλος.

Λαμπρέλλης Δημήτριος, Συγγραφέας-Λογοτέχνης, Καθηγητής Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ως μέλος

Μπουρναζάκης Κώστας, Συγγραφέας, ως μέλος.

Καπάνταη Ισμήνη, Συγγραφέας, ως μέλος.

Σοφιανός Κώστας, Κριτικός Λογοτεχνίας, Ποιητής,, ως μέλος.

Κέζα Λώρη, Κριτικός Βιβλίου, ως μέλος.

Χαρίκλεια Γεωργίου Δημακοπούλου, Κριτικός Βιβλίου, Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Νομικής ως μέλος.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Μνήμη Αντρέα Φραγκιά

Σε έναν πολύ σπουδαίο Ελληνα πεζογράφο θα είναι αφιερωμένο το συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί από την Παρασκευή έως και την Κυριακή στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20). Είναι το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τον Αντρέα Φραγκιά (1921- 2002) και οργανώνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ.), το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Διαπολιτισμός (www.Diapolitismos.gr), το περιοδικό Διαβάζω, και τις εκδόσεις Κέδρος.
Η έναρξη θα γίνει την Παρασκευή ώρα 5μμ και σε αυτό θα μιλήσουν περίπου 30 πανεπιστημιακοί καθηγητές, μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Ανάμεσά τους οι: Αλέκος Αργυρίου, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Σόνια Ιλίνσκαγια, Μήτσος Κασόλας, Ερατοσθένης Καψωμένος κ.α. Το Σάββατο στις 7μμ θα προβληθεί η ταινία της Δέσποινας Καρβέλα για τον Αντρέα Φραγκιά και θα ακολουθήσει συζήτηση με θέμα «Ο Αντρέας Φραγκιάς και η μεταπολεμική πεζογραφία». Συμμετέχουν ο Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κώστας Ακρίβος και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφείς. Θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Γιάννης Μπασκόζος, διευθυντής του περιοδικού «Διαβάζω».
Το πλήρες πρόγραμμα, εδώ
Στο ίδιο ιστολόγιο, που φέρει και το όνομα του Αντρέα Φραγκιά, μπορείτε να βρείτε πολλά και ενδιαφέροντα για τον εξαιρετικό αυτό συγγραφέα, που με σημάδεψε και ως πεζογράφος και διανοητής και ως άνθρωπος. Γιατί, πράγματι, ήταν και ένας ξεχωριστός άνθρωπος με αυθόρμητο λεπτό χιούμορ, βαθιά τρυφερότητα και αγάπη, πρωτοπόρα και διεισδυτική σκέψη. Αγαπούσε τους ανθρώπους, τον Ανθρωπο, αγαπούσε τη ζωή. Το έργο του είναι εξαιρετικά εύγλωττο για όλα αυτά και αξίζει να το μελετήσουμε.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ο ερωτας σε ποια, άραγε, χρόνια;

Κατά πάσα πιθανότητα φταίω εγώ, αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν κατάφερα να τελειώσω το «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είχε όλα τα εχέγγυα για να μου αρέσει: υπογραφή του Μάρκες, ερωτικό μυθιστόρημα, με υπόθεση που ξετυλιγόταν στη Λατινική Αμερική. Και όμως, με το ζόρι έσπρωχνα τον εαυτό μου και γύριζε τις σελίδες, μέχρι που, κάπου στη μέση πια, τα παράτησα, χωρίς μάλιστα να διαβάσω και το τέλος!
Το τέλος έπαιζε τον δικό του ρόλο στα βιβλία του Μάρκες και ιδίως στο «Εκατό χρόνια μοναξιά» που το διάβαζα απνευστί, ενθυμούμενη τις παροτρύνσεις των φίλων οι οποίοι το είχαν ήδη διαβάσει: μη τυχόν και δεις το τέλος πριν φτάσεις στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία σειρά! Ακολούθησα τις συμβουλές τους και όντως δεν έχασα. Αλλά εδώ, στον «έρωτα» δεν ξέρω αν γίνεται κάτι παρόμοιο, δεν έχω ιδέα αν στο τέλος, έστω, δικαιώνεται το μυθιστόρημα, ο συγγραφέας, ή αν όλα μένουν βαρετά και θαμπά όπως στην αρχή και στη μέση.

Τα θυμάμαι τώρα αυτά, καθώς «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» έγινε ταινία και προβάλλεται από αύριο (πού αλλού; Στην Αμερική). Η σκηνοθεσία είναι του Μάικ Νιούελ ενώ ο Ρόναλντ Χάργουντ έγραψε το σενάριο βασισμένος στο μυθιστόρημα. Η άδεια δόθηκε μετά από πολλών ετών πιέσεις προς τον νομπελίστα συγγραφέα που μάλλον φοβόταν την τύχη που θα είχε το δημιούργημά του. Θα έρθει και σε μας, και θα δούμε. Δεν ξέρω πάντως αν θα το δω, αφού κρατώ τις επιφυλάξεις μου, ενισχυμένες, μάλιστα από (ποιον άλλον;) τον Γιάννη Ρίτσο.
Ο Ρίτσος υπήρξε μέγας θαυμαστής του Μάρκες, αν και, ως γνήσιος δημιουργός, ήξερε τα τρωτά του σημεία και συχνά υπεδείκνυε αδυναμίες- χωρίς αυτό να μειώνει την εκτίμησή του απέναντι στο έργο. Όταν λοιπόν του εκμυστηρεύθηκα την απογοήτευσή μου από τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας» με δικαίωσε, δίνοντάς μου και επιχειρήματα: αυτό, μου είπε, είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Η λαχτάρα, το πάθος, η αδημονία, η αιδημοσύνη, η δίψα για ηδονή, είναι όλα γνωρίσματα της νιότης. Κι όμως, οι ήρωες μιλάνε και συμπεριφέρονται σαν να είναι γέροι.
Ο συγγραφέας εμπεριέχει όλες τις ηλικίες. Είναι και παιδί και νέος και ώριμος και γέρος. Αλλά, κάθε αφήγηση χρειάζεται τον πραγματικό της Χρόνο, τον ταιριαστό της, προκειμένου να είναι ζωντανή. Ένας άνθρωπος που δεν δονείται από το πάθος, από τα πάθη, πώς να εξομολογηθεί πειστικά και δυνατά κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο έρωτας;
Δεν βάζω τα λόγια σε εισαγωγικά, διότι η μνήμη τα έχει κρατήσει, δεν τα είχα σημειώσει κάπου, ώστε να τα θυμάμαι επακριβώς. Πιστεύω ότι έτσι δημιουργείται ο μύθος ενός καλλιτέχνη: από όσα έχουμε ξεχάσει και ανασύρουμε στο φως περιβεβλημένα από μιαν αχλύ.
Εν πάση περιπτώσει, έτσι δικαιολόγησα κι εγώ τον εαυτό μου που δεν μου άρεσε το βιβλίο. Ολοι έχουν μια δικαιολογία άλλωστε, για όλα. Θυμάμαι πως όταν ο Μάρκες πήρε το Νόμπελ στον Ριζοσπάστη γράψαμε ένα μεγάλο κείμενο που μπήκε με πολλούς δισταγμούς. Την επομένη ακολούθησε σκληρή κριτική, γιατί είχαμε γράψει τόσα καλά για έναν συγγραφέα που δεν ήταν «εκπρόσωπος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και τα ρέστα. Ευτυχώς, ο Μάρκες έδωσε τα χρήματα του βραβείου του στους Σαντινίστας της Νικαράγουα (τους επαναστάτες αντάρτες) για τον αγώνα τους και με αυτό τον τρόπο σταμάτησε η μουρμούρα, αν και ο ίδιος παρέμεινε πολλά χρόνια «ύποπτος». Κι εμείς ύποπτοι είμαστε άλλωστε- από τότε….
Αφιερωμένο στην πολυαγαπημένη Alef που επέμενε πως θα το γράψω τελικά...

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Γιάννης Ρίτσος: «τι γρήγορα που μαδούν τα τριαντάφυλλα»



«Ησυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή
του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει.
Αλήθεια,
τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα
φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά
της πόδια.»

Καρλόβασι, 5.VI. 87

«Στο νοσοκομείο» από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής».
Η όρθια αρκουδίτσα που κρατάει ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια είναι απέναντί μου τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, (11 Νοεμβρίου 1990. Επέστρεψε σε μένα από την Έρη. Είχε φτάσει στο σπίτι του ποιητή στην οδό Μιχαήλ Κόρακα από το (ανατολικό τότε) Βερολίνο. Αποτελούσε το σύμβολο της πόλης και αυτός ήταν ο λόγος αποενοχοποίησης του παιχνιδιού και επιλογής του, από την πλευρά μου.


Ολα είχαν ξεκινήσει ένα απόγευμα Φεβρουαρίου του 1986 ή 1987 (η μνήμη παίζει παιχνίδια μετά από τόσα χρόνια) όταν από τον «Ριζοσπάστη» όπου τότε εργαζόμουν με ενημέρωσαν ότι έφευγα το πρωί, αξημέρωτα, για Βερολίνο, όπου θα παρακολουθούσα ένα... ροκ φεστιβάλ! (και μη γελάτε, σας βλέπω). Εφυγα χωρίς συνάλλαγμα, με τριάντα δολάρια μόλις που είχε ο αείμνηστος και θαυματοποιός Χρήστος Μπόμπος στο χρηματοκιβώτιό του. Τα μισά τα ξόδεψα στη Βουδαπέστη, όπου έμεινα τράνζιτ πολλές ώρες και έκανα μια βόλτα στην πόλη.
Εκεί έμεινε και η βαλίτσα μου, προς μεγάλη μου απελπισία. Ετσι, τα υπόλοιπα τριάντα τα έδωσα για μικροπράγματα απολύτου ανάγκης, που είχαν χαθεί μαζί με τη βαλίτσα. Οταν ήταν η ώρα να φύγω, είχα μόλις πέντε δολάρια, με τα οποία αγόρασα την όμορφη αρκουδίτσα, σήμα, όπως είπα, της πόλης. Αυτό θα ήταν το δώρο μου για τον Γιάννη Ρίτσο.
Του την έδωσα πολύ αμήχανη, και προς μεγάλη μου έκπληξη τον είδα να ξετρελαίνεται! Αποενοχοποιήθηκαν μέσα του όλα τα αρκουδάκια που (ναι, ναι!) τόσα χρόνια είχε μακριά από τα βλέμματα των τρίτων, στην κάμαρά του και σε διάφορα κουτιά και πήραν θέση στην πρωτοκαθεδρία στο δωμάτιο όπου έγραφε κοιτάζοντας από την μπαλκονόπορτά του την Πάρνηθα- εκεί που δεχόταν και τις επισκέψεις του.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα αρκουδάκια, που τόσο τον είχαν συντροφέψει στην ποίησή του (ας θυμηθούμε τη γριά αρκούδα στη Σονάτα του σεληνόφωτος) βρέθηκαν στο προσκήνιο λέγοντας «μπρούμα μπρούμα μπρούμα τζα» που κατά τον Ρίτσο σήμαινε «ευχαριστώ» σε όλους και σε όλα. Ακριβώς όπως έκανε και ο ποιητής, που ευχαριστούσε τον Κόσμο, τους Ανθρώπους, τη Ζωή. Την τελευταία- ποιος να το πιστέψει;- επειδή πολύ τον τυράννησε, δίνοντάς του υλικό για την ποίησή του.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007

Τάσος Λειβαδίτης: Μια ποίηση καμωμένη για πάντα

«Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο- με τα μαραμένα φύλα και τις εξεγέρσεις».

«Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ’ ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εδώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα// να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.»

Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου 1988 όταν ο Τάσος Λειβαδίτης μας αποχαιρέτισε για πάντα. Κρατήσαμε τους σπουδαίους στίχους του, που πολλά είχαν προείπει:
«Ομως εδώ τελείωσα. Ωρα να φύγω. Οπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Ετσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.»

Δεν είχε φανταστεί (ή μήπως είχε;) ότι τα φαντάσματα της ζωής του θα πολλαπλασιάζονταν τόσο δραματικά μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα από τον θάνατό του. Η περιπέτεια του Οράματος που έφτασε να γίνει δοκιμασία, οι καταρρεύσεις που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, οι ταχύτατες αλλαγές σε κώδικες συμπεριφορών και κοινωνικούς χάρτες, στοιχεία απρόβλεπτα ακόμη και για τους υποψιασμένους, άλλαξαν πολλά δεκαεννιά χρόνια μετά. Ηδη, μόλις ένα- δυο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, ο «μη υπάρξας» (και διόλου «υπαρκτός») σοσιαλισμός είχε εκμετρήσει το ζην.
Αλλά, εκείνος το γνώριζε κατά βάθος ότι μονάχα ο Δίκαιος Χρόνος («αυτός που μαραίνει τον έρωτα και ωριμάζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή/ και ταξιθέτης του σύμπαντος τοποθετεί τον καθένα στη θέση που του ανήκει») σε δικαιώνει ή σε στέλει ανάμεσα «στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» (κατά τον Καρυωτάκη). Ο Δίκαιος Χρόνος, λέει, σήμερα, για τον Τάσο Λειβαδίτη πως υπήρξε ένας δημιουργός μείζον. Οχι παραγνωρισμένος, ευτυχώς, ούτε όμως και τόσο αναγνωρισμένος όσο θα έπρεπε.
Καθώς η αισθητική αλλάζει, ο Δίκαιος Χρόνος είναι που «νομοθετεί άσφαλτα στο χρηματιστήριο των αξιών». Αλλά ποιες είναι οι αξίες σήμερα; Και πόσο έχουν αλλάξει από την εποχή εκείνων που ονειρεύτηκαν μιαν άλλη Ελλάδα και έδωσαν τα πάντα γι’ αυτό τον σκοπό;
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας από τους τελευταίους ποιητές που ακολούθησαν το συλλογικό όραμα, έστω και αν αυτό σήμαινε δραματικές περιπέτειες. Περιπέτεις όχι μονάχα με την έννοια των εξοριών και των διώξεων, αλλά και με εκείνη των εσωτερικών αναταράξεων. Ο άνθρωπος που οραματίστηκε έναν καλύτερο κόσμο, δεν πικράθηκε και λίγο όταν, πολύ σύντομα, κατανόησε την ουτοπία αυτού του οράματος. Ούτε όμως έχασε την πίστη του όταν η αμφιβολία άρχισε να διεισδύει στο όραμα και να κάνει εκείνους που ακολουθούσαν το όνειρο περισσότερο ανεξάρτητους. Ας σκεφθούμε όμως πόσο στοιχίζει κάθε αποκοπή: ο ομφάλιος λώρος, ο απογαλακτισμός, η ενηλικίωση. Πόσες βεβαιότητες αφήνεις πίσω σου για πάντα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν υπήρξε μονάχα ένας αιρετικός της Αριστεράς. Υπήρξε διαφορετικός. Γνωρίζοντας πόσο εξίωξαν στον χώρο αυτόν τους αιρετικούς, μπορούμε να φανταστούμε πόσο πλήγωσαν τους διαφορετικούς. Αλλά ο ποιητής δεν έζησε ποτέ εν αντεπιθέσει. Εν θέσει, έζησε.
Ολα αυτά δέθηκαν με την δημιουργία του. Δεν έγραφε μανιφέστα, ποιήματα έγραφε. Μέσα από τους στίχους του είπε τον Κόσμο όπως τον προσελάμβανε, περιέγραψε τον Ανθρωπο και τις περιπέτειές του. Η μάχη της καθημερινότητας ήταν εξίσου σπουδαία με τις μάχες του κινήματος και τα παιδικά χρόνια το ίδιο εκστατικά με τις στιγμές που αξίζει να λέγεσαι Ανθρωπος. Εστω και αν η μοναξιά καραδοκεί πάντοτε.
Γιατί ο κόσμος του ποιητή, όπως είχε σημειώσει και ο αξέχαστος φίλος μου Χρίστος Χειμάρας, «είναι ο κόσμος της ταπείνωσης και της εξουθένωσης. Είναι ένας κόσμος πίκρας και ματαιότητας». Και ο Τάσος Λειβαδίτης πολύ πόνεσε, πολύ βασανίστηκε, πολύ ταλαντεύτηκε και πολύ πόνεσε στη ζωή του. Αλλιώς πώς θα μας είχε δώσει τόσο ωραία ποιήματα;
Βιογραφικά στοιχεία του θα βρείτε στις εκδόσεις Κέδρος
Και εδώ
Ηχογραφημένη η φωνή του εδώ

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Μίλαν Κούντερα: η ζωή ήταν αλλού;







Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, λένε. Ούτε και ο Μίλαν Κούντερα. Μόλις φέτος η πατρίδα του, η Τσεχία, αποφάσισε να του δώσει το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Δεν θα πάει να το παραλάβει, είτε επειδή δεν αντέχει συναισθηματικά είτε διότι τα τελευταία χρόνια σπάνια κάνει δημόσιες εμφανίσεις- και στην πατρίδα του πηγαίνει μόνο ινκόγκνιτο. Η ηλικία του άλλωστε (γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929) μάλλον δεν του επιτρέπει ούτε φορτίσεις ούτε ταξίδια.
Ο Κούντερα έχει γεννηθεί στο Μπρνο της τότε Τσεχοσλοβακίας και νυν Τσεχίας σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν μαθητής του Λέος Γιάνατσεκ και διηύθυνε στη γενέθλια πόλη του τη μουσική ακαδημία που φέρει το όνομα του συνθέτη από το 1948 μέχρι το 1961. Ο γιος του έμαθε πιάνο και σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Τι του έμεινε από αυτό; Μια αίσθηση μουσικότητας και η συνήθεια να χρησιμοποιεί νότες αντί για τελείες στα γραφτά του.
Συνέχισε με σπουδές σκηνοθεσίας, αλλά και αυτές δεν τον οδήγησαν πουθενά. Εν τω μεταξύ, είχε κάνει μια μεγάλη κίνηση με συνέπειες που προς το παρόν ήταν απρόβλεπτες, αλλά στο μέλλον αποδείχθηκαν σοβαρές: μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας και βγήκε τάχιστα, μέσα σε δύο μόλις χρόνια (1948- 1950). Για την ακρίβεια, δεν βγήκε από μόνος του. Τον έδιωξαν για αντικομματικές ενέργειες…
Κι όμως, αυτή η μικρή περίοδος και τα συμβάντα της, επρόκειτο να του χαρίσουν την πρώτη μεγάλη επιτυχία του: «Το αστείο». Εστω και αν γράφηκε το 1967, αντλεί έμπνευση από αυτά.
Το 1956 τον ξαναδέχτηκαν στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος για να τον ξαναδιώξουν το 1970, αυτή τη φορά οριστικά. Με τον Βάτσλαβ Χάβελ και άλλους διανοουμένους προετοίμασαν την Ανοιξη της Πράγας, με προσπάθειες για βελούδινη ανατροπή ενός καθεστώτος που δεν ήξερε να συνομιλεί με τη διαφορετικότητα και τη διανόηση. Ηρθε όμως η σοβιετική εισβολή και τα σοβιετικά τανκς στην Πράγα και όλα τινάχτηκαν στον αέρα. Η Επανάσταση στις χειρότερες στιγμές της…
Ο Κούντερα αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην εισβολή και υπέστη τις συνέπειες. Τον απομόνωσαν, τον συκοφάντησαν, τον καταπίεσαν. Είδε και απόειδε, έφυγε το 1975 για τη Γαλλία. Στην πατρίδα του είχε ήδη εκδοθεί το «Η ζωή είναι αλλού». Στη νέα του πατρίδα έγραψε «Το βαλς του αποχαιρετισμού» (1976) «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (1979) την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (1984) την «Τέχνη του μυθιστορήματος» (1985). Ακολούθησαν βιβλία γραμμένα απευθείας στα γαλλικά, ανάμεσα στα οποία και η «Αθανασία». Η τσέχικη περίοδος είχε, ωστόσο, τελειώσει. Μαζί και η μεγάλη έμπνευση.
Τι θέλω να πω; Θα φέρω το παράδειγμα των δικών μας Αριστερών, έστω και αν οι ιδεολογικές τους αντιλήψεις ήταν διαμετρικά αντίθετες με του Μίλαν Κούντερα. Όμως, ζούσαν, όπως και εκείνος, σε μια μητριά- πατρίδα που τους κατεδίωκε. Παρότι τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να φύγουν και να πάνε σε φιλικές γι’ αυτούς χώρες, το αρνήθηκαν. Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο να μου λέει: «μακριά από την Ελλάδα δεν θα μπορούσα να ζήσω και να δημιουργήσω».
Ισως αν και ο Μίλαν Κούντερα είχε κάνει το ίδιο, η έμπνευσή του να είχε διατηρηθεί στα υψηλά επίπεδα. Ισως και όχι. Ποτέ δεν ξέρεις όταν πρόκειται για ανθρώπους, για τον Ανθρωπο. Τον τόσο θαυμαστό, τόσο μοναδικό, τόσο πολύπλοκο. Ισως πάλι να έχω άδικο και για την κάμψη του να ευθύνεται μονάχα η ηλικία και όχι το ότι απομακρύνθηκε ή και ολοκλήρωσε αυτά τα θέματα που τα λέω «τσέχικα». Θα επιμείνω, όμως. Διότι δεν μπορεί μετά την «Αβάσταχτη ελαφρότητα» να γέρασε ξαφνικά. Οι Γάλλοι, που έχουν τον όρο «depaysement» κάτι ξέρουν.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Pablo Neruda II

Ολα αυτά τα χρόνια, δεν ζει μόνος. Εχει παντρευτεί ήδη δύο φορές. Μία
με την Μαρία Αντονιέτα Χαγκενάαρ και μία με την Ντέλια ντελ Καρίλ. Λίγο μετά, και ενώ είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής κυκλοφορεί ανώνυμα το βιβλίο του «Οι στίχοι του καπετάνιου». Εκείνοι που λίγο γνωρίζουν τον ποιητή, θα πουν ότι το κόμμα του αντιτάχθηκε σ' αυτά τα ποιήματα αγάπης, δεν τα ενέκρινε. Αλλά γιατί; Μήπως το «Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο» δεν έχει ήδη προηγηθεί;
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και πολύ ανθρώπινη. Η καρδιά του
Νερούδα είναι πλέον αφιερωμένη στη Ματίλντε Ουρούτια, την τελευταία
αγάπη της ζωής του. Και το βιβλίο, το ίδιο. Αλλά ο ποιητής δεν θέλει να
το μάθει έτσι η Ντέλια, «η πιο γλυκειά σύζυγος, ένα νήμα από ατσάλι και
μέλι δεμένο επάνω μου, στα χρόνια που η ποίησή μου τραγουδούσε πολύ.»
Στο μεταξύ έχει επιστρέψει στη Χιλή, έχει εκλεγεί γερουσιαστής του
Κομμουνιστικού Κόμματος, δραπέτευσε στην Αργεντινή περνώντας από τις Ανδεις όταν αυτό κηρύχθηκε παράνομο, έχει ξαναγυρίσει στη χώρα του και η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Τα τρία βιβλία της «Διαμονής στη γη», το «Γενικό Ασμα » (Κάντο Χενεράλ), θα πυροδοτήσουν πολλές συζητήσεις για τη δημιουργία του. Μια δημιουργία- ποταμό, που κλείνει μέσα της έναν ατέλειωτο έρωτα για την πατρίδα και μια τεράστια μελαγχολία. «Μια αρρενωπή μελαγχολία, μια άφατη θλίψη κι ένα αίσθημα εγκατάλειψης και μοναξιάς μέσα στο χάος του κόσμου, κυριαρχούν» θα σημειώσει ο δικός μας Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος μιλά επίσης για «φρενιτιώδη φαντασία», για
«αποκαλυπτικό όραμα».
Ο «ερωτικός πατριωτισμός» του θα εκφρασθεί συχνά μέσα στην ποίησή του: «πότε θα ρθω, πότε θα ρθω/ πατρίδα μου να παντρευτώ με σένα/ πρασινομάτα και χιονόμαλλη,/ πότε θα ρθω-/ εκατομμύρια παιδιά να κάνουμε μαζί/ που θα μοιράσουνε τη γη στους πεινασμένους» γράφει. Και αλλού: «πατρίδα μου θέλω ν' αλλάξω ίσκιο./ Πατρίδα μου, θέλω ν' αλλάξω ρόδο./ Θέλω να περάσω το μπράτσο μου/ γύρω απ' τη σφιχτή σου μέση,/ να καθίσω στα πόδια σου/ τα θαλασσοψημένα.»
Η πρώτη διεθνής αναγνώριση, το «βραβείο Στάλιν» (και κατόπιν «Λένιν») έρχεται στα 1953. Η δεύτερη, η μεγαλύτερη που υπάρχει, στα 1972. Είναι το βραβείο Νόμπελ, το δεύτερο της Χιλής, που κάνει το Σαντιάγο να παραληρεί και να σημαιοστολίζεται. Ο Νερούδα θα ακολουθήσει την παράδοση της Γαβριέλα Μιστράλ. Υπάρχουν πολύ πιο άξιοι Χιλιανοί ποιητές για το βραβείο αυτό, είπε η Δασκάλα του, όταν της το έδωσαν, το 1945. «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή» είπε ο Πάβλο Νερούδα: «ο Γιάννης Ρίτσος».
Τα χρόνια εκείνα, χρόνια που η «Ουνιδάδ Ποπουλάρ» διακυβερνά τη χώρα, ο ποιητής, φίλος του Σαλβαδόρ Αλιέντε, βρίσκεται στο Παρίσι, ως πρέσβης της πατρίδας του. Οταν ακούει για την αρχή εθνικοποίησης των ορυχείων χαλκού, αρχίζει να ελπίζει και να αγωνιά. Η πρώτη ελαφριά καρδιακή κρίση είναι γεγονός. Η νοσταλγία επίσης. Επιστρέφει στη Χιλή με το πρώτο αεροπλάνο. Η κυβέρνηση Αλιέντε αντιμετωπίζει τα γνωστά τρομερά προβλήματα. Ο ποιητής παραμένει στην Ισλα Νέγκρα, άρρωστος βαρειά, μετά από αλλεπάλληλα καρδιακά επεισόδια και με τη λευχαιμία να τον καταβάλλει.
Μια «ελληνική» παρένθεση εδώ. Οταν ήταν στο Παρίσι, είχε ακούσει τρία κομμάτια από το «Κάντο Χενεράλ» του, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Βιαζόταν ν’ ακούσει ολοκληρωμένο το έργο, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του (εξόριστου από τη χούντα της Ελλάδας) συνθέτη στη Λατινική Αμερική. Θα απήγγειλε, μάλιστα, ο ίδιος, τα μελοποιημένα αποσπάσματα στη συναυλία του Μπουένος
Αϊρες. Η δραματική κατάσταση της υγείας του δεν του το επέτρεψε. Ο
Μίκης, αμέσως μετά τη συναυλία τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως οι
νέοι παραληρούσαν και φώναζαν το όνομά του. Ο Νερούδα ζήτησε συγνώμη που δεν μπόρεσε να πάει και υποσχέθηκε ν’ απαγγείλει στο Σαντιάγο.
Ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ιστορική συναυλία, τον Σεπτέμβριο του 1073, ο Μίκης δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον γραμματέα του Αλλιέντε, ο οποίος του ζητά να μην πάει εκείνες τις μέρες στη Χιλή, επειδή «υπάρχουν κάποια μικρά προβλήματα. Θα τα λύσουμε, -του είπε-, και σε μερικές μέρες θα σας καλέσουμε». Σε μερικές μέρες έγινε το πραξικόπημα. Η συναυλία αναβλήθηκε για είκοσι χρόνια. Τον Απρίλιο του 1993, που το έργο παρουσιάστηκε στο Σαντιάγο, οι ακροατές των δύο συναυλιών ήταν εξαιρετικά συγκινημένοι. Κλείνει η
παρένθεση.
Βρισκόμαστε πλέον στην 11η Σεπτεμβρίου 1973. Στη μέρα που εκδηλώνεται το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Το προεδρικό μέγαρο βομβαρδίζεται και ο πρόεδρος Αλιέντε δολοφονείται. Ορδές εισβάλλουν στην Ισλα Νέγκρα, ξυλοκοπούν τη Ματίλντε, αναστατώνουν τα πάντα, καίνε τα βιβλία του Νερούδα. Η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει δραματικά. Τον μεταφέρουν στο Σαντιάγο, στο νοσοκομείο, όπου και εκπνέει, τα ξημερώματα της 23ης Σεπτεμβρίου. Στην τελευταία κατοικία του τον συνοδεύουν ελάχιστοι φίλοι και αμέτρητοι φαντάροι με αυτόματα. Ο τύραννος τον φοβάται ακόμα και νεκρό.
Και έχει δίκιο. Ο τάφος του θα είναι κάθε μέρα στολισμένος με λουλούδια και το σπίτι της Ισλα Νέγκρα, που η Ματίλντε άφησε επίτηδες ανάστατο μετά την εισβολή, ως «ενθύμιον βαρβαρότητας», θα γεμίσει συνθήματα- αιτήματα ελευθερίας. Μόλις η δημοκρατία αποκαθίσταται (1992), τα οστά του ποιητή και της Ματίλντε μεταφέρονται στην Ισλα Νέγκρα και το σπίτι είναι πλέον μουσείο.
Ο Νερούδα στο μουσείο; Ακόμα κι αυτό μπορεί να συμβεί. Η αλήθεια είναι ότι τα ακρόπρωρα που ο ίδιος συνέλεγε, (όμορφες κόρες, από ξύλο, που «δακρύζει» με την υγρασία του χειμώνα), φαντάζουν άψυχα. Τα πολύχρωμα γυαλιά κάθε άλλο παρά χαρούμενα είναι. Η μαγική ατμόσφαιρα του μπαρ όπου ο ποιητής ντυμένος μπάρμαν κερνούσε τους φίλους του, δεν υπάρχει πια. Χωρίς τη γοητευτική παρουσία του ανθρώπου, όλα φαίνονται απόμακρα.
Κι ωστόσο κάτι μένει. Τα παιδικά του καμώματα, τα ψάρια, η ατμομηχανή, που στολίζουν τον κήπο, οι διακοσμητικές κρυστάλλινες σφαίρες, τα κοστούμια του, τα ημίψηλα καπέλα, αφήνουν τον επισκέπτη να υποπτευθεί κάτι από τη μυστηριώδη όσο και μυστηριακή παρουσία του ποιητή. Εκείνου που υπήρξε «ντροπαλός στα σαλόνια, Χιλιανός ως το κόκκαλο», εύκολος με τα παιδιά, δύσκολος με τους
επίσημους. Του Χιλιανού που...
Σταθείτε. Γι' αυτό το τελευταίο, ας μιλήσει ένας ανώνυμος Χιλιάνος. Ας
διαβάσουμε αυτή την επιγραφή, που λέει στα ισπανικά: «Ο Πάβλο δεν είναι Χιλιανός. Η Χιλή είναι Νερουδιανή». Τελεία.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Neruda requiem eternam





Οντα ούτως ή άλλως μυθικά, οι ποιητές περιβάλλονται πολλές φορές με
μύθους. Οι αγαπημένοι των θεών και των μουσών, εκείνοι που ξέρουν να
συνομιλούν με τα πουλιά, με τα φύλλα των δέντρων, με την καταιγίδα, με τους ωκεανούς, κάνουν τους ανθρώπους να αναζητούν γι' αυτούς πράγματα ακόμη πιο απίστευτα.
Σύμφωνα με τους μύθους που κυκλοφορούν για κείνον, εντός και εκτός
Χιλής, ο Πάβλο Νερούδα έλκει την καταγωγή από τους Ιντιος, την
καταπιεσμένη μειονότητα των ιθαγενών της χώρας του. Πολέμησε με το όπλοστο χέρι υπέρ της ισπανικής δημοκρατίας, όταν αυτή δοκιμαζόταν σκληρά. Η ποιητική του συλλογή «Ισπανία στην καρδιά» τυπώθηκε σε χαρτί που είχε γίνει από πολτοποιημένα ματωμένα πουκάμισα Ισπανών και από τις σημαίες των αντιθέτων.
Αλλά για μισό λεπτό! Το τελευταίο δεν είναι καθόλου μύθος! Είναι
αλήθεια, επιμένουν οι μελετητές του. Να, λοιπόν, πώς οι ποιητές, μέσα
από διάφορες συγκυρίες, φτιάχνουν οι ίδιοι τους μύθους τους. Αλλωστε,
υπήρξε κάτι στη ζωή του Νερούδα -τουλάχιστον- που να μην είναι μυθικό; Και τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, (23 Σεπτεμβρίου 1973) μήπως ο ίδιος δεν είναι και μύθος και σύμβολο για τη Χιλή; Μήπως οι άνθρωποι δεν περνούν ατέλειωτες ώρες σκαλίζοντας ή ζωγραφίζοντας το πρόσωπό του πάνω στους βράχους της Ισλα Νέγκρα, όπου ήταν το αγαπημένο του σπίτι και χρησιμοποιείται ως μουσείο
του;
Ο Νερούδα σε μουσείο; Θα το εξηγήσουμε κι αυτό. Ομως πρέπει να πάρουμετα πράγματα από την αρχή. Από τότε που το όνομα του ποιητή ήταν Ρικάρντο Νεφταλί Ρέγιες Βασοάλτο και ο ίδιος έμεινε, λίγες μόλις μέρες μετά τη γέννησή του, ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας, αγρότης,
αμπελουργός, εργάτης των σιδηροδρόμων αργότερα και «ασίκης μηχανοδηγός» κατά τους στίχους του μοναχογιού του, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα καλύτερο απ' το να μετακομίσει απ' το Παράλ στο Τεμούκο και να ξαναπαντρευτεί. Ετσι, έδωσε στον ποιητή και στην αδελφή του, Λάουρα, μια δεύτερη μητέρα, την οποία λάτρεψαν.
Η παιδική φαντασία καλπάζει πάντοτε. Ακόμα περισσότερο όταν συναντηθεί με τη φαντασία ενός μεγάλου που έμεινε παιδί- όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές. Ηταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, όταν γνώρισε «μια κυρία ψηλή και κακοντυμένη» που προσπάθησε να επικοινωνήσει βαθειά μαζί του- και το κατάφερε. Το όνομά της, Γαβριέλα Μιστράλ. Το πρώτο νόμπελ που θα έπαιρνε η Χιλή κάποιες δεκαετίες μετά.
Ετσι, τα μαθητικά τετράδια φιλοξενούν συχνά διαλόγους με ερπετά και με έντομα, πρωτάκουστες ιστορίες για τους Ιντιος και για τους Χιλιάνους. Ο πατέρας -τι θέλατε να κάνει;- σκίζει συνέχεια. Επιθυμεί ο γιός του να γίνει κάτι «χρήσιμο», αρχιτέκτονας ή δικηγόρος, όχι παραμυθάς. Αλλά εκείνος επιμένει. Δεκαέξι χρονών θα πάρει μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό, με το ψευδώνυμο Πάβλο Νερούδα, το οποίο θα χρησιμοποιεί από τότε. Το «επισημοποιεί» στο «Κρεπουσκουλάριο», την πρώτη του ποιητική συλλογή, την οποία εκδίδει στα 1923, όντας φοιτητής της γαλλικής φιλολογίας. Η έκδοσή της θα του στοιχίσει το ρολόι, το μαύρο του κοστούμι και την ποιητική μαύρη κάπα, που θα κατατεθούν στο ενεχυροδανειστήριο.
-Και ποιός είναι αυτός ο Πάβλο Νερούδα; ρωτάει ο πατέρας όταν το βιβλίο πέφτει στα χέρια του.
-Είναι ένας συμφοιτητής μου που γράφει στίχους. Είμαστε φίλοι.
-Με τρελούς λοιπόν κάνεις παρέα;
Οτι ήταν τρελός για την ποίηση, ούτε συζήτηση. Και για τα ταξίδια,
το ίδιο. Επί δύο μήνες, όπως σημειώνει η αγαπημένη του Δανάη
Στρατηγοπούλου, ανεβαίνει και κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπουργείου Εξωτερικών, ζητά να διοριστεί πρόξενος. Ανακαλύπτουν μια τρύπα στον χάρτη με τις σημαιούλες που δείχνει τα προξενεία της Χιλής ανά τον κόσμο. Είναι στο Ραγκούν της Βιρμανίας. Επιβιβάζεται στο πρώτο πλοίο που πηγαίνει προς τα εκεί, επιβάτης της τέταρτης θέσης. Πρώτος μισθός, 160 δολάρια. Αντε να πληρώσεις ξενοδοχείο με αυτά. Ασκεί, λοιπόν, τον ξενοδόχο στην υπομονή.
Κολόμπο, Μπατάβια, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία. Γνωρίζει καλά τις συνέπειες της αποικιοκρατίας στους ντόπιους πληθυσμούς και μελετά, με μεγεθυσμένη την αγάπη του από την απόσταση, τον εθνικό πολιτισμό της χώρας του. Επιτέλους, τον μεταθέτουν στην Ισπανία. Εκεί τον ανακαλύπτει ως ποιητή η γενιά του 27.
Η πρώτη επαφή δεν θα τον χαροποιήσει και τόσο. «θεέ μου, τι μεγάλος, κακός ποιητής!» αναφωνεί ο Χιμένεθ. Ο Λόρκα θα φανεί πιο γενναιόδωρος. Θα τον χαρακτηρίσει ποιητή «με γυμνασμένες αισθήσεις, που ζει σ' έναν κόσμο τον οποίο ελάχιστοι μπορούνε να διακρίνουν.» Ποιητή «που βλέπει τη φιλοσοφία μέσ' απ' το θάνατο κι αντλεί έμπνευση κι έκσταση μέσα απ' τον ανθρώπινο πόνο, που γράφει πιο πολύ με αίμα, παρά με μελάνι.»
Ο Φεδερίκο έχει πέσει μέσα. Ο Πάβλο Νερούδα θα δηλώσει, πολλά χρόνια μετά: «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωή μου από εκείνους που υποφέρουν». Και θα τονίσει στους στίχους του: «Γιατί ο άνθρωπος είναι πλατύτερος από τη θάλασσα κι απ' τα νησιά της,/ και πρέπει να πέσεις μέσα του σα σ’ ένα πηγάδι/ για ν’ αναδυθείς από την άβυσσο με μια φλέβα μυστικό νερό/ και καταποντισμένες αλήθειες.»
Εκεί, στην Ισπανία, η Δημοκρατία κινδυνεύει. Ο Νερούδα θα κάνει
ό,τι μπορεί για να την υπερασπίσει. Εκεί, όπως θα εξιστορήσει ο ίδιος,
θα έρθει σε επαφή και με το κομμουνιστικό κίνημα. Εκεί θα τυπώσει τη συλλογή του «Ισπανία στην καρδιά». Η κυβέρνησή του θα τον ανακαλέσει σύντομα, θα τον στείλει στο Παρίσι. Το «Κάντο Χενεράλ», ως σύλληψη, είναι ένα γεγονός που αρχίζει να ριζώνει μέσα του.

Ομως, η έκταση του κειμένου είναι τόση, ώστε επιβάλλεται να επανέλθουμε.

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2007

Για το δικό μας «Κυκλάμινο» που γράφει και γιορτάζει

Είχα μια ιδέα, για τα γενέθλια της Κατερίνας που ξημερώνουν αύριο και είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή, να έχω με την πρώτη ένα «ναι» από alef μεριά. Ζεστό «ναι», γεμάτο τρυφεράδα και αγάπη. Από alef, λοιπόν, το πρώτο κείμενο. Το εξής:

Την γνώρισα πριν από ένα χρόνο ως «Κυκλάμινο του βουνού». Η αφορμή να φτάσω ως το βιβλίο της ήταν ο φίλος μου ο Reader. Ένα από τα βιβλία της. Διότι η «Ελπίδα», «Ανάσα» ή «Κυκλάμινο του Βουνού» που μας έκανε ν’ αγαπήσουμε το Πήλιο, είναι συγγραφέας. Για την αγάπη της μάνας της εξέδωσε για πρώτη φορά. «Γράμμα στη μάννα… με δυο ν», εξάλλου και πότε παύουμε να «γράφουμε» με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στη «μάννα»;


Η Κατερίνα Σταματίου- Παπαθεοδώρου που γεννήθηκε στη Ζαγορά, κι έγραφε από μικρή «γιατί το είχε απόλυτη ανάγκη», υπέγραψε ένα βιβλίο ύμνο ταυτόχρονα και ανοιχτή πληγή και το αφιέρωσε «σε όλες τις μάννες που έφυγαν, σε όλα τα παιδιά που έμειναν να τις θυμούνται».

Βιογραφικό, για να μην χαθούν ποτέ μέσα στο χρόνο τα ίχνη της δικής της μάνας. Ειλικρινές και βαθύτατα προσωπικό, διότι δεν γίνεται στο ουσιαστικό έργο η εμπλοκή να μην είναι προσωπική, έστω και με τρόπο υπαρξιακό ή συναισθηματικό. Κοινωνικό, επειδή αναφέρεται σε εποχές δύσκολες για πολύ κόσμο. Και σαφώς υπαρξιακό. Είναι ο γόρδιος δεσμός μας η μάνα. Ομφάλιος λώρος που δεν κόβεται ποτέ, ακόμα και όταν χαθεί εκείνη.

Γραμμένο πρωτοπρόσωπα το βιβλίο, σαν ανοιχτή επιστολή, ένα έχει σκοπό τελικά, να την αναστήσει.

Φινάλε θα κάνω με το τέλος της Κατερίνας αποκαλύπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τον λόγο της δικής μου μικρής αυτής ανοιχτής επιστολής:

«Σήμερα λοιπόν, 25 Αυγούστου 1994, ημέρα των γενεθλίων μου- μπαίνω στα τριάντα πέντε- ώρα δέκα παρά πέντε, βράδυ, ημέρα Πέμπτη, ζητάω από σένα γραπτώς την ευχή Σου.

… Επειδή μου είναι πολύ δύσκολο να πω αντίο, κι επειδή είναι πολύ φτωχή στο λεξιλόγιο για να σε χαιρετήσω, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός μεγάλου ποιητή:

Δεν πέθανες!

Αδιάφορο οι μήνες αν περνάνε.

Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε…

Όταν τους λησμονάνε» (Κώστας Ουράνης).

Προσθέτοντας και το ακόμα πιο συγκινητικό υστερόγραφο της Κατερίνας: «Αργότερα, ξημερώματα, όταν έκανα τις τελικές εκτυπώσεις, έβρεχε καταρρακτωδώς. Έκλαιγες πάλι. Το ξέρω».

Για το Κυκλαμινάκι μας, λοιπόν, την Κατερίνα ή «Ελπίδα» μας, μικρό κείμενο από καρδιάς από μια φίλη της στο μπλογκ μιας άλλης φίλης. Μαζί με τα χρόνια μας πολλά.

Κατερινάκι μου να έχεις την ευχή της, να σε χαιρόμαστε, να γράφεις και να μας αγαπάς, όπως μας αγαπάς.

Εαρινή μου, μπράβο που μου τα θύμισες όλα αυτά.

Και, Κατερίνα μου καλή, πίστεψέ με, τα βιβλία που γράφουμε με την καρδιά μας, κατορθώνουν και φτάνουν – να είσαι σίγουρη- στον ουρανό.

Και στην καρδιά μας. Κάπως εσύ κι εμείς σε γνωρίσαμε, σε αγαπήσαμε.



Συγκινημένο άλεφ λέμε!

Κατερινάκι, ευχές και φιλιά!

Εαρινή, πάμε Πήλιο;


Εδώ τελειώνει το αλεφικόν κείμενον. Και τώρα τι να απαντήσω; Και Πήλιο να πάμε alef μου και όλα να τα κάνουμε. Και να γράψω κι εγώ τα ταπεινά μου λόγια για το βιβλίο της Κατερίνας- μέσα από την ψυχή μου:

Τα παραμύθια έχουν ευτυχισμένο τέλος, γιατί αυτό θέλουν τα παιδιά. Οχι όμως και οι ιστορίες από τη ζωή, καθώς, πια, όταν έχεις μεγαλώσει, έχεις μάθει πόσο δύσκολα μπορεί να έρχονται κάποιες φορές τα πράγματα. Μπορεί κανείς να τις πει σαν παραμύθι, αλλά πάντοτε ξεχωρίζουν. Γιατί είναι αληθινές και, μερικές φορές, κρύβουν πολύ συναίσθημα: πόνο, θλίψη, πίκρα. Και χαρά, όμως. Ολα αυτά τα έχει το «Γράμμα στη μάννα... με δύο ν». Και έχει ακόμα περισσότερα. Εχει τη βαθειά σχέση μιας κόρης με τη μάννα της, σχέση σπάνια, που ακόμα και ο θάνατος δεν μπόρεσε να την καταλύσει. Εχει συγκίνηση και ειλικρίνεια. Εχει αγάπη.
Μια αληθινή ιστορία έχει το βιβλίο. Ξεφυλλίζοντας τα φύλλα του και τα φύλλα του Κυκλάμινου του βουνού (αυτό το ψευδώνυμο το είχε η Κατερίνα από τα νιάτα της όπως μας αποκαλύπτει)ένας ολόκληρος κόσμος στήνεται ξανά μπροστά στα μάτια μας. Ο κόσμος της δεκαετίας του '60, της τόσο σκληρής, ο κόσμος των επόμενων δεκαετιών, ο γεμάτος αγώνα για τη ζωή, ο κόσμος των ανθρώπων που πάλεψαν πολύ για να καταφέρουν όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα.
Ενα βιβλίο δικαιώνεται κατά βάσιν από την αισθητική του, όπως έχω πει επανειλημμένα. Ο χείμαρος ψυχής της Κατερίνας, δικαιώνεται από τις δυνατές περιγραφές του, από το όμορφο γράψιμο, από τις σπάνιες εικόνες, από τη συγκλονιστική αγάπη που κρύβεται πίσω από κάθε λέξη, από κάθε γραμμή, από κάθε σελίδα. Μακάρι να αγαπούσαν έτσι όλοι τους δικούς τους ανθρώπους. Ο κόσμος θα ήταν τόσο, μα τόσο καλύτερος...

Χρόνια πολλά, δική μας Κατερίνα. Να χαίρεσαι τον άνδρα, τα παιδιά σου και τα άλλα έργα των χεριών σου, ανάμεσα στα οποία είναι και τα υπόλοιπα βιβλία σου, και, βέβαια, τα υπέροχα μπλογκ σου. Και στο επόμενο βιβλίο. Το ξεκίνησες;

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007

Τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου

Πολύ πριν συνειδητοποιήσω την καταγωγή των προγόνων μου και συναισθανθώ πως έρχονταν από την αρχαία γη της Ιωνίας· πολύ πριν μάθω τις ιστορίες τους· πολύ πριν αντιληφθώ πόσα σήμαινε για την Ελλάδα η μικρασιατική καταστροφή, μια φράση ήτανε πάντοτε καρφωμένη στο μυαλό μου: «Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»
Είναι η καταληκτική φράση από τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Ενός βιβλίου που έμελλε να με σημαδέψει χωρίς, στην αρχή, να έχω κατανοήσει ότι η τραγική έξοδος του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν, για μένα, μια προσωπική εν τέλει ιστορία. Ετσι την αισθάνομαι μέχρι σήμερα, μαζί με όσους έλκουν την καταγωγή από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου- που σήμερα απομένουν στερημένα από την παρουσία των Ελλήνων. Τι κέρδισαν; Τι έχασαν; Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα το κρίνουν. Οσες φορές, όμως, βλέπω την γείτονα να είναι τόσο μα τόσο πίσω σε δημοκρατικούς θεσμούς και συνήθειες, μονολογώ: και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού, ανάμεσα σε τόσα άλλα, κι εμείς λείπαμε;
Δεν είναι άσκεφτα λόγια μιας απογόνου εκείνων, που τους θεωρεί μυθικούς. Είναι συμπεράσματα εκ του αποτελέσματος. Δεκαετίες μετά την πυρπόληση της Σμύρνης και την εθνοκάθαρση που (δυστυχώς για όλους) επιτεύχθηκε στις δύο χώρες, η πλειονότητα των στελεχών στα αριστερά κόμματα, αυτά που επαγγέλλονται την κοινωνική δικαιοσύνη, προέρχονταν απ’ τη Μικρά Ασία. Κάποια ήταν και από τον Πόντο- αυτό όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο, για το οποίο δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω, καθώς δεν το έχω μελετήσει.
Οπως είναι φυσικό, έχω διαβάσει αμέτρητους τόμους για τα τρομερά εκείνα γεγονότα του Σεπτεμβρίου (Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) του 1922. Από τα τελευταία, μάλιστα, είναι το βιβλίο του Μπρους Κλαρκ «Δυο φορές ξένος- οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία» (εκδόσεις Ποταμός) και το εξαιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ «Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919- 1922» (Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας). Το «Οραμα της Ιωνίας» δείχνει με πολλά και πειστικά ντοκουμέντα και με συμπεράσματα που προκύπτουν από ενδελεχή έρευνα ποιο ρόλο έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις. Πώς φθάσαμε στην εύθραυστη σαν πορσελάνη Συνθήκη των Σεβρών και τι έγινε μετά. Πώς από το ξεκίνημά της αυτή η εκστρατεία είχε πήλινα πόδια. Το «Δυο φορές ξένος» δείχνει πώς επιτεύχθηκε η εθνοκάθαρση και πόσο καταστροφική υπήρξε. Θα επανέλθω όμως σε αυτά, εν καιρώ.

Προς το παρόν, θέλω να επιστρέψω στο βιβλίο που με σημάδεψε και που εμπεριέχει όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει για το μικρασιατικό. Λέω για τα «Ματωμένα Χώματα» που κυκλοφορούν από τον «Κέδρο» εδώ και 45 χρόνια, πουλώντας σταθερά περίπου μια έκδοση τη χρονιά. Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου θα μοιραστεί, όπως είπε η υπουργός Παιδείας, στα παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού ως συμπλήρωμα για το Βιβλίο της Ιστορίας, περί του οποίου τόσος λόγος έχει γίνει. Και ορθώς θα μοιραστεί, επειδή αποτελεί την επιτομή όλων όσων πρέπει να γνωρίζει κανείς.
Δεν είναι, βεβαίως, παρά ένα λογοτέχνημα. Δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικού βιβλίου, επιστημονικού εγχειριδίου. Διεκδικεί τους επαίνους που δίκαια έχει: ενός βιβλίου συγκλονιστικού, το οποίο με τρόπους καθαρά λογοτεχνικούς, θέτει το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων και συναρπάζει.
Τα «Ματωμένα χώματα» είναι ένα βιβλίο απολύτως έντιμο, αφού μιλά χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για όσα έγιναν ανάμεσα στους δύο λαούς. Εξιστορεί, μέσα από την αφήγηση του Μανώλη Αξιώτη, του αγρότη νεαρού από τον Κιρκιντζέ, ενός χωριού κοντά στην Εφεσο, πώς άναψαν οι πρώτες σπίθες αντιπάθειας ανάμεσα στους Ελληνες και τους Τούρκους, πώς φούντωσαν οι πυρκαγιές, ποιοι τις συδαύλισαν έντεχνα (βασικά οι Γερμανοί) πώς έκαψαν τη Μικρά Ασία, τη φιλία και την αγάπη ανάμεσα στους δυο λαούς. Μιλά για όσα έκαναν οι μεν στους δε, αλλά και οι δε στους μεν. Με μια σπαρακτική απλότητα, που κάνει το μυθιστόρημα μεγαλειώδες:
«Νύχτα σκέπασε τη γη. Δεν ήτανε τούτος ο κόσμος πλασμένος από χέρι Θεού: Οχι, δεν ήτανε!» λέει η συγγραφέας σε μια από τις πιο δραματικές στιγμές. Δεν ήτανε. Γι’ αυτό και τόσο αίμα, τόσο δάκρυ, τόση φωτιά. Αλλά και η αγάπη για την πατρίδα που χάθηκε ανεπιστρεπτί, αμείωτη: «Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»



Ας μη μας ξεγελά η απλότητα. η Διδώ Σωτηρίου είχε στόφα μεγάλης συγγραφέως. Μ΄αυτό θέλω να πω ότι με κάθε άλλο παρά απλό τρόπο έγραψε. Σαν να δημιούργησε στο βιβλίο αυτό μια τεράστια ψιλοκεντημένη τοιχογραφία της εποχής και της περιοχής, με την κόκκινη κλωστή της Ιστορίας και της ιστορικής έρευνας να τη σημαδεύει από άκρη σε άκρη.
Τα «Ματωμένα Χώματα», που τα αγάπησα όταν ακόμη ήμουν στην εφηβεία μου, τα ξαναδιάβασα χθες θέλοντας να δω αν αντέχουν στον χρόνο. Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα πως πράγματι, αντέχουν. Τίποτα δεν έχει ξεθωριάσει. Η Διδώ Σωτηρίου έπλασε με τέτοια μαστοριά τους χαρακτήρες, παρουσίασε τόσο ζωντανά τα γεγονότα, έδωσε τόσο ζωηρά την ατμόσφαιρα της εποχής, που άνετα ένας σημερινός νέος τα διαβάζει. Αυτός ήταν και ο μόνος φόβος μου, που το βιβλίο τον εξάλειψε. Ολα αυτά που γράφονται και λέγονται από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα περί των δήθεν ωμών περιγραφών, τα ακούω βερεσέ. Πρόκειται για ελάχιστες περιγραφές, που δικαιολογούνται από το ίδιο το έργο, το οποίο και είναι το μόνο που νομιμοποιεί ή όχι τον συγγραφέα και τις προθέσεις του. Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις όσων φοβούνται τη δύναμη του βιβλίου και θέλουν να παραμείνουν στα εθνικιστικά τους στερεότυπα. Μονάχα αυτά δεν χρειάζεται η νέα γενιά. Αντιθέτως, χρειάζεται τα «Ματωμένα χώματα» όσο τίποτα.

Αφιερωμένο στην Κατερίνα- Κυκλάμινο του βουνού, που χωρίς την επιμονή της δεν θα το έγραφα.

Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας

Η παραμονή στη Σμύρνη ήταν γεμάτη συγκινήσεις και ιστορίες σαν παραμύθια. Η κεντρικότερη, εδώ.
Είναι η ιστορία της αδερφής της γιαγιάς μου που έμεινε πίσω. Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι ήταν μικρή (11- 12 ετών) και χάθηκε. Οι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου συγγενείς μας είπαν ότι ήταν 24 ετών και μας αποκάλυψαν γιατί έμεινε. Μια στις χιλιάδες ιστορίες των προσφύγων από την Ιωνία. Οταν τη λέω αυτές τις μέρες στη Νέα Ιωνία, μου απαντούν με μια δική τους. Εξίσου συγκινητική. Η μνήμη είναι, τελικά, ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Αρκεί να την κρατάμε ζωντανή.

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

Γενέθλιον του Βλαδίμηρου

«Ε, συ ουρανέ!/ βγαλ’ το καπέλο σου!/ Εγώ περνάω!».
Δεκαεννιά Ιουλίου 1893. Γεννιέται στο Μπαγκνταντί της Γεωργίας εκείνος που έμελλε να γίνει ο πιο παθιασμένος ποιητής της Επανάστασης, ο πιο απελπισμένος ερωτευμένος: ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Σύντομα μετακόμισαν οικογενειακώς στη Μόσχα. Αρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρός. Στα δεκαπέντε, και ενώ είχε ήδη προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό κόμμα, τον συνέλαβαν και του κατέσχεσαν το τετράδιο με τους στίχους του. «Ευτυχώς», θα γράψει χρόνια αργότερα. «Μπορεί και να τα δημοσίευα!»

Οι σχέσεις του με τους συντρόφους συνεχίστηκαν και με το 1917. «Να την αποδεχτώ, ή να μην την αποδεχτώ;» έγραφε για την Οκτωβριανή Επανάσταση. «Τέτοιο ζήτημα για μένα και για τους φουτουριστές της Μόσχας δεν έμπαινε. Δική μου είναι η Επανάσταση». Δεν έμεινε δική του μέχρι το τέλος. Το Νέο Αριστερό Μέτωπο που συνέπηξαν φορείς και κινήματα της τέχνης, δεν τα πήγε καλά στον διάλογό του με την (πλέον) εξουσία. Ο Μαγιακόφσκι, που είχε υποστηρίξει τις νέες ιδέες, στενοχωρήθηκε πολλές φορές, έγιναν προσπάθειες να παροπλιστεί, απέτυχαν, αλλά έπαιξαν κι αυτά όλα ρόλο στο τραγικό του τέλος.
Αυτοκτόνησε στις 14 Απριλίου του 1930. Η Λίλη Μπρικ, ο μεγάλος έρωτάς του, έμεινε απαρηγόρητη. Απαρηγόρητος ήταν και ο Οσιπ, αν και ήταν σύζυγος της Λίλη. Η ποίηση έχασε πολλά, πολλά έχασαν και οι φουτουριστές. Μόνο ο σταλινισμός κέρδισε. Φυσικά, πρόσκαιρα.
Το «Σύννεφο με παντελόνια», υπήρξε η διασημότερη ποιητική του σύνθεση. Εγραψε το «Λουτρό», τον «Κοριό», το «Εγώ αυτός» και ποιήματα, μερικά από τα οποία έχουν μελοποιήσει και Ελληνες συνθέτες. Στη χώρα μας είναι επίσης πολυμεταφρασμένος.