Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Για την Αμαλία

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι






«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»



(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)



«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»



(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)



Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.



Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.





Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.



Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.



«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»



(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)



Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:



«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»



Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:



* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ







ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.



* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ





ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.




Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων



(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").






ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ



Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Κι ο ψωριάρης χώρια...

Απεργώ αύριο Τρίτη, 8 Μαΐου.
Απεργώ για το ομόλογο που αγόρασε το ταμείο μου και χάσαμε καμμιά τριανταριά εκατομμυριάκια (ευρώ).
Απεργώ με όλη μου τη θέληση.
Ομως, όλοι απεργούν αντάμα, στις 15 του μηνός κι ο ψωριάρης (ΕΣΗΕΑ) χώρια...

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Γιάννης Ρίτσος: ξημερώνοντας πρωτομαγιά του 1909

Παραμονή Πρωτομαγιάς και αν ήμουν στον Ριζοσπάστη, ή αν ήταν ακόμη η Μαιρούλα εκεί, (η τελευταία διαφορετική φωνή) θα είχα κατακλυστεί από αιτήσεις και απαιτήσεις να γράψω κάτι για τον Γιάννη Ρίτσο, λόγω επετείου. Ο ποιητής, που είχε γεννηθεί ξημέρωμα Πρωτομαγιάς του 1909, χαιρόταν τόσο με αυτή τη σύμπτωση, ώστε ποτέ δεν άλλαξε την ημερομηνία μετά, όταν στην Ελλάδα κυριάρχησε το νέο ημερολόγιο (1924), αιώνες μετά την κυριαρχία του στην Ευρώπη.
Και πώς να μη χαίρεται; Αυτός ο πρίγκιπας της ευγένειας και της ανθρωπιάς, είχε τάξει τη ζωή του από πολύ νεαρή ηλικία στην υπεράσπιση των αδύνατων, των φτωχών και των κατατρεγμένων. Για να θυμηθούμε και τις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας
μα τούτο τ’ όνειρο
ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων
κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ’ όνειρο μεγάλωνε- σιγά σιγά μεγάλωνε.»

Σιγά- σιγά μεγάλωνε και έπειτα, γρήγορα- γρήγορα, μίκραινε και απομακρυνόταν. Οι καιροί πέρασαν, περνούν ακόμη, και η Αριστερά, το ίδιο το κόμμα του ποιητή πρώτα απ’ όλα, το ΚΚΕ, δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του απέναντί του. Κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες νύξεις κάνει η κόρη του, Ερη Ρίτσου, στον σημερινό Ριζοσπάστη:
«Υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».
Εύχομαι η τελευταία της φράση να εισακουσθεί από εκείνους που καθορίζουν τα πράγματα σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και από όλους όσοι αγαπούν αληθινά το έργο του Ρίτσου. Διότι, πολλά έχει να προσφέρει στην αντιμετώπιση και στη μελέτη του μια νηφάλια και «ανεξίθρησκη» πλέον προσέγγιση που θα αποδώσει τα του Καίσαρος των Καίσαρι και τα του Θεού, τω Θεώ (ποιος είναι ο Καίσαρας; Και ποιος ο Θεός; Ο Ερωτας ή η Επανάσταση; Η Επανάσταση ή ο Ερωτας; Θα δούμε).
Θα ήθελα να αισιοδοξώ για την μη προδιαγεγραμμένη προσέγγιση του έργου του από την Αριστερά, όμως δεν μπορώ. Δεν βλέπω, τόσα χρόνια, να αλλάζει κάτι. Ο Ρίτσος για τους συντρόφους του είναι ένα Σύμβολο. Και πράγματι, είναι. Ο Ελύτης το είπε με μια φράση: «η αφοσίωσή του στην ποίηση και στα ιδανικά που πίστεψε αποτελούν ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα». Αλλά κάποτε, οι ομοϊδεάτες του θα πρέπει να τον δεχθούν ολόκληρο και όχι κατακερματισμένο.
Θυμάμαι τις παρατηρήσεις στον «Ριζοσπάστη» των πρώτων χρόνων επανακυκλοφορίας του, όταν γραφόταν ότι το πλέον ώριμο έργο του είναι η «Τέταρτη Διάσταση». Με τη γνωστή συνήθεια να παίρνει η «καθοδήγηση» όλους τους ρόλους (και του κριτικού λογοτεχνίας επομένως) η άποψη αυτή αντικρουόταν σθεναρά. Γιατί; Μα επειδή, ακριβώς, οι ποιητικές αυτές συνθέσεις έχουν βαθύ φιλοσοφικό και οντολογικό υπόβαθρο. Γιατί αναρωτιούνται για την Υπαρξη και τον Θάνατο, για τη Φθορά και τον Ερωτα, για την Πτώση και την Ανάταση. Γιατί ενυπάρχει σε αυτές η αμφιβολία και η αμφιταλάντευση «ο εξαίσιος ίλιγγος του κενού» όπως λέει και ο ίδιος στη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Θέλω να ξεχάσω τις επανειλημμένες παρατηρήσεις των κομματικών οργανώσεων των καλλιτεχνών επειδή ο Ριζοσπάστης ασχολούνταν κάπως συχνά με το έργο του ποιητή (σε καμιά περίπτωση, πάντως, με την συχνότητα που θα του ταίριαζε. Αδιάφορο. Οι συμμαχητές του στην τέχνη θεωρούσαν τη μεταχείριση προνομιακή. Παραβλέποντας το μέγεθος του ποιητή και ζητώντας μερίδιο από τη δημοσιότητα, την οποία εκείνος μεν ποτέ δεν επεδίωξε, οι ίδιοι όμως...). Παρατηρήσεις που στον Ρίτσο ποτέ δεν μεταφέρθηκαν, και οι οποίες «έσκαγαν» στο ανάχωμα της διεύθυνσης- και για να πούμε τα πράγματά με το όνομά τους, στον Γρηγόρη Φαράκο που ήταν διευθυντής στην αρχή και καθοδηγητής μετά- και εκεί εκτονώνονταν.
Δεν μπορώ όμως να μη θυμηθώ το περιστατικό με την «Πολιτιστική» και το μυθιστόρημα «Ισως να ‘ναι κι έτσι» (από την εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων). Το περιοδικό θεώρησε πως το κείμενο ήταν «ελευθεριάζον» και επιτέθηκε εναντίον του ποιητή με έναν τρόπο ανοίκειο: παίρνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα και βάζοντας ειρωνικούς τίτλους. Ο Ριζοσπάστης απάντησε- η αλήθεια είναι και πάλι με προδιαγεγραμμένο περιεχόμενο σχολίου- υπερασπιζόμενος τον ποιητή. Οχι όπως θα του ταίριαζε, και πάλι. Ακολούθησε ένα εκτεταμένο αφέρωμα στο περιοδικό, ως αντίδραση στο κείμενο της εφημερίδας και σε επόμενο κείμενο που είχε εν τω μεταξύ συνταχθεί από μέλος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ και δημοσιευθεί κι εκείνο στον «Ρ». Και στις τρεις περιπτώσεις, ο διάλογος (ο μονόλογος της κάθε πλευράς, έστω) δεν έγινε με αισθητικούς όρους. Εγινε με ιδεολογικούς. Κάτι πολύ κακό για ένα έργο τέχνης, μέσα στο κλίμα της εποχής, πάντως.
Αυτό που ενόχλησε κατά βάσιν το περιοδικό ήταν το γεγονός ότι η εφημερίδα- όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ- έλεγε πως η Πολιτιστική δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με το κόμμα. Κάτι που ελέχθη για να μη φανεί πως η επίθεση προερχόταν εκ των έσω και που στέρησε το περιοδικό από χιλιάδες αναγνώστες- λίγα τεύχη μετά, έκλεισε. Ας σημειωθεί πως οι «έξω» επέμεναν: τα «ζντανοφάκια χτυπούν τον Ρίτσο» και δεν είχαν απολύτως άδικο, καθώς από τον ίδιο ιδεολογικό χώρο και λόγω των στρεβλώσεων που αυτός καλλιέργησε, προήλθαν οι επιθέσεις. Πάντως ο ποιητής, που βρέθηκε στη μέση του κυκλώνα μόνο και μόνο επειδή αποφάσισε να εκφραστεί δημόσια με τον τρόπο που εκείνος νόμιζε (επιτέλους!) στενοχωρήθηκε βαθειά. Ενα ποίημα της εποχής, από τις «Ανταποκρίσεις», είναι μάλλον εύγλωττο, όπως και ο τίτλος «Ανταπόδοση»:
«Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.
Εδωσε θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι
Της Παναγίας.
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη
δροσοστάλα
που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι,
στις μεγάλες σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο.
Πλούτισε τον κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί
ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα.
Τώρα, εκεί πάνω,
άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη
στα γυμνά πλευρά του.»

Ενενήντα οκτώ χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ας μη ξεχνάμε.

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Η Ιερή Παγίδα της Λείας Βιτάλη

Πιστεύω ακράδαντα στην κρυφή φωνή των πραγμάτων και των πόλεων, στην κρυφή πτυχή των γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η προσωπική μυθολογία του καθενός μας. Με όσα είδε και δεν ξέχασε ποτέ. Με όσα ξέχασε, αλλά το συναίσθημα ή η μνήμη του ανακαλεί επιλεκτικά- και κάπως «διορθωμένα». Με όσα σκέφτηκε, ονειρεύτηκε, έπλασε, επινόησε, άλλαξε. Αυτός είναι ο κόσμος του καθενός μας: ένα υποκειμενικό νησάκι μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων που πότε εντάσσεται και πότε πλέει μονάχο, σαν σχεδία η οποία έρχεται και φεύγει αέναα.
Πιστεύω και ότι η μοίρα του ανθρώπου αλλάζει πάντοτε σε δραματικές συγκρούσεις με την Ιστορία, χωρίς αυτό να φαίνεται πουθενά στις επίσημες καταγραφές- καταγραφές του νικητή, έτσι κι αλλιώς. Πώς χάθηκε η προγιαγιά μου; Με ρωτά και με ξαναρωτά η αγαπημένη μου Σααντέτ από τη Σμύρνη. Φεύγοντας, της λέω, με τη δική μου γιαγιά και με άλλα τέσσερα αδέλφια, όλα κάτω από 15, ορφανά. Ξέρω, μου απαντά, στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
Δεν φταίει η μικρή μου, η ακριβή μου. Οι νικητές δεν σημείωσαν (ούτε καν σε υποσημείωση) το αυτονόητο: πως ήταν πόλεμος και σκοτωνόταν κόσμος. Το δέχεται όταν της το λέω. Ομως, εξ αυτού, ανησυχώ πολύ γιατί, όταν οι πρωταγωνιστές απομακρύνονται, η αλήθεια του καθενός υποχωρεί εμπρός στη γενική αλήθεια (αν υπάρχει κάτι τέτοιο). Και δεν φοβάμαι για τη Σμύρνη αλλά για τον εμφύλιο, που, όσο πάει και χάνουμε εκείνους που αναμείχθηκαν και θα μείνει σε λίγο η ψυχρή άποψη των ιστορικών ενώ εμείς που ακούσαμε τις αφηγήσεις των ανταρτών γονιών μας ζούμε ακόμη. Κι ωστόσο, η ιστορική άποψη είναι κι εκείνη αναγκαία. Τι θα ήταν τα πράγματα χωρίς τον Θουκυδίδη και τον Επιτάφιό του; Αλλά, τα ευρήματα από το Δημόσιο Σήμα που δίνουν «πρόσωπα» στους τότε νεκρούς υπερασπιστές της πατρίδας, δεν είναι εξίσου συγκινητικά;
Μακρηγορώ, αλλά θέλω να παρουσιάσω επακριβώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο μου «μίλησε» η Ιερή Παγίδα της Λείας Βιτάλη. Η μοίρα του ανθρώπου μέσα στη λαίλαπα των ιστορικών γεγονότων, που, βεβαίως, την επηρεάζουν. Η αληθινή μοίρα, και η επινοημένη. Ενός προσώπου, πολλών προσώπων. Κυρίων και δευτερευόντων. Ακόμα και κάποιων- η πολλών- που δεν έχουν υπάρξει αληθινά.
Η συγγραφέας ξεκινά από βάσεις εξαιρετικά στέρεες: εκτός από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της, έχει πείρα στη γραφή, εξαιρετική γνώση της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης και γνώση- εκ των έσω, θα λέγαμε, ως εκ της καταγωγής της- της Ιστορίας. Βεβαίως, η καταγωγή δεν φτάνει. Και εκείνη εμπλούτισε πολύ τις γνώσεις της και τις πηγές της. Οπως «εμπλούτισε» και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός της αυτού.
Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, 1453. Η Θεοσκέπαστη, η Βασιλεύουσα, η Πόλις, είναι έτοιμη να πέσει. Στο βάθος- βάθος ακούγεται το πλήθος που την έχει ήδη παραδώσει (ως προς την επιθυμία αλλά και τη συνείδησή του). Δεν υπάρχουν ηρωικοί μαχητές- υπερασπιστές. Ενας κουρασμένος όχλος υπάρχει, ο οποίος άγεται και φέρεται από τους ηγέτες του. Δεν θέλει να πολεμήσει, γιατί πιστεύει ότι θα τη βολέψει με τον Μωάμεθ τον Πορθητή και με τον Τούρκο. Μισεί όσους προσπάθησαν να γεφυρώσουν το σχίσμα με την Καθολική Εκκλησία και προτιμά να τουρκέψει η Αγιά Σοφιά παρά να πατήσει ξανά το πόδι του εκεί για λειτουργία ο καθολικός καρδινάλιος.
Κινδυνεύω να επισύρω την μήνιν των «ελληναράδων» αλλά κάπως έτσι, όπως την δίνει η Λεία Βιτάλη στο μυθιστόρημά της, είναι και η δική μου αίσθηση για τις τελευταίες εβδομάδες της Κωνσταντινούπολης, από τα διαβάσματα τόσων χρόνων. Και μιλώ για τις διάφορες πηγές, όχι για διαστρεβλωμένες παρουσιάσεις που γέρνουν προς τα εδώ και προς τα εκεί. Δεν είναι γι’ αυτό, όμως, που το πλαίσιο μου φαίνεται εξαιρετικά καμωμένο. Είναι διότι, όποια και αν τελικά είναι η ιστορική αλήθεια (γιατί υπάρχει και το λεγόμενο «αντικειμενικό») η συγγραφέας κατάφερε να δώσει τη δραματική και πλήρη εικόνα μιας πόλης ελάχιστα πριν από την πτώση της και αμέσως μετά. Με την ανάσα του Πολέμου και της Κατάκτησης να ακούγεται στο σβέρκο της. Σπουδαίο επίτευγμα!
Εννοείται ότι μονάχα αυτό δεν θα έφτανε. Και πράγματι, η συγγραφέας προχώρησε. Με μαεστρία και με την ικανότητα εξαιρετικού τεχνίτη, κατόρθωσε να στήσει μέσα σε αυτό το σκηνικό τη δική της ιστορία. Αφηγείται η κόρη του Λουκά Νοταρά, του πρωθυπουργού όταν έγινε η άλωση. Στη διάρκεια της αφήγησης παρουσιάζεται και άλλο ένα πρόσωπο ως κυρίαρχο, αυτό που είναι και ο αληθινός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ο Ιάκωβος Νοταράς, ο μικρός, αγαπημένος άγγελος της οικογένειας, ο χαϊδεμένος γιός που θα περάσει δια πυρός και σιδήρου από τα 13 του και μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος.
Αφήγηση πυκνή, με στοιχεία επινοημένα ή πραγματικά που πείθουν και την εξυπηρετούν, χαρακτήρες δομημένοι σωστά, πλοκή που εξελίσσεται σπειροειδώς. Με έναν μοντέρνο τρόπο, η Λεία Βιτάλη στήνει ένα ιστορικό μυθιστόρημα- που, πάντως έχει αρχή, μέση και τέλος. Πότε μέσα από τα μάτια της κόρης και πότε μέσα από αυτά του γιου των Νοταράδων, μας παρουσιάζει μια ιστορία γεμάτη ίντριγκες, πάθη, ανατροπές, χαρές, λύπες, εξάρσεις, μετουσιώσεις. Μια συναρπαστική ιστορία! Η εξαίσια γραφή της σε κάνει να παρακολουθείς με αμείωτο ενδιαφέρον και κάποιες φορές με κομμένη την ανάσα τη ζωή του μικρού Ιάκωβου για τον έρωτα του οποίου, λέει η Βιτάλη, επέμεινε ο Μωάμεθ να κυριεύσει την Πόλη.
Τι κι αν ήταν, τι κι αν δεν ήταν έτσι; Πάντως η άλωση πέρασε από το μικρό τρυφερό κορμάκι του: τον ευνούχισαν, τον μαστίγωσαν, τον κράτησαν δούλο, αλλά και μοιράστηκε το κρεβάτι του με τον Πορθητή. Η μεγάλη αδυναμία του Μωάμεθ προς εκείνον θα τον κάνει να λάβει την απόφασή του στα δύσκολα: να επιστρέψει για να τον σκοτώσει, ώστε να ωφεληθεί η πατρίδα. Αλήθεια; Ψέματα; Ποιος νοιάζεται, αλήθεια, με ένα τέτοιο κείμενο, που σπαρταράει;
Δεν έχει λοιπόν αδύνατα σημεία το βιβλίο; Κατά την άποψή μου ελάχιστα. Είναι εκείνα στα οποία αφηγείται η κόρη και ρωτά κάθε τόσο την άποψη του φανταστικού μελλοντικού της αναγνώστη. Κάτι που θα ήταν μάλλον απίθανο να συμβαίνει, αφού η νεαρά, κανονικά, δεν θα πρέπει να είχε αίσθηση ότι τα γραφτά της θα διαβαστούν. Επίσης, σε κάποιες στιγμές, ξεφεύγουν λέξεις της δικής μας σημερινής καθημερινότητας. Κατά τα λοιπά, είναι άψογο αφού οι μεν συμπτώσεις με τα φυλακτά αποδεικνύεται ότι δεν ήταν συμπτώσεις παρά μόνο στο μυαλό του Ιάκωβου (το λέω γιατί στην αρχή τόσες συμπτώσεις με είχαν προβληματίσει) τα δε λογικά άλματα που γίνονται δεν έχουν κενά.
Για να συνοψίσω: ένα καλογραμμένο, εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, το καλύτερο που έχω ίσως διαβάσει τον τελευταίο καιρό, με τις πτώσεις και τις ανόδους των ηρώων του, με μια ατμοσφαιρική σφραγίδα μοναδική και με θαυμαστή αφήγηση. Σαν να ήμουνα εκεί ένιωθα όσο το διάβαζα. Σαν να παρακολουθούσα με σφιγμένη την καρδιά και κομμένη την ανάσα. Και μετά, σαν να παρακαλούσα, στη Βενετία πια, να αλλάξουν τα πράγματα, να μην υπάρχει πια τόσος πόνος, τόσο δάκρυ. Μου είναι ακατανόητο πώς δεν είναι από τότε που εκδόθηκε μέχρι τώρα αδιαλείπτως στα ευπώλητα. Μακράν το ωραιότερο του 2006!

Λείας Βιτάλη Ιερή παγίδα, εκδόσεις Παττάκη.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Νίκος Θέμελης «Μια Ζωή Δυο Ζωές»

-Δεν έχω έμπνευση είπε μια μέρα ένας συγγραφέας σε κάποιο φίλο και ομότεχνό του. Δώσε μου ένα θέμα και θα δεις τι θα γράψω.
«Είναι μία παντρεμένη που τα έχει με έναν άλλο και στο τέλος πεθαίνει» απήντησε εκείνος στο αίτημα.
-Και είναι θέμα για βιβλίο; Τον ρώτησε ο συγγραφέας φίλος του.
«Ομως, με αυτό ο Τολστόι έγραψε την Αννα Καρένινα»...


Το ζήτημα, ως γνωστόν, δεν είναι μονάχα τι λες. Με ένα απλό, απλούστατο «σχήμα» μπορείς να πεις τα πάντα, όπως και με μια πολύπλοκη και περίπλοκη ιστορία μπορεί να μη καταφέρεις στο τέλος να πεις τίποτα. Γιατί, το παν είναι πώς το λες. Δηλαδή, αν δικαιώνεται αισθητικά. Ολα τα άλλα, είναι, πιστέψτε με, δευτερεύοντα και μικρή σημασία έχουν.
Ο Νίκος Θέμελης ξεκίνησε με ένα μυθιστόρημα που ανέτρεπε τα καθιερωμένα του ελληνικού μυθιστορήματος, δεν ήταν, δηλαδή, ούτε αθηνοκεντρικό ούτε και ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «αστικό». Από το δεύτερο κιόλας έργο του επανήλθε στις συνήθειες της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και στο τρίτο εξακολούθησε το ίδιο. Δεν έπαυαν να είναι τα έργα του καλογραμμένα, με εντυπωσιακό «στόρι» και εντυπωσιακό όγκο πληροφοριών, μέσα από τον οποίο αναδυόταν η εποχή που περιέγραφε. Ομως, δεν ήταν, πια «αλλιώτικα». Το κοινό, βεβαίως, τον λάτρεψε και τον ακολούθησε πιστά ακόμη και στο «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», το πιο αδύνατο από όλα. Από πολλές πλευρές λογικό, αφού μπορεί κλείνοντας τα βιβλία να μη σου μένουν πρόσωπα, πράγματα και μια ισχυρή γενική αίσθηση, αλλά όσο τα διαβάζεις τα απολαμβάνεις όσο λίγα έργα της σύγχρονης παραγωγής.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο «Μια ζωή δυο ζωές». Από την αρχή θα πω ότι ήδη το βιβλίο έχει πουλήσει 25.000 αντίτυπα, πράγμα που δείχνει, και πάλι, ευρεία αποδοχή από το κοινό. Αυτή τη φορά, όμως, ο Νίκος Θέμελης μάλλον δύσκολα θα καταφέρει να το ικανοποιήσει. Επειδή λείπουν, ακριβώς, τα σημεία εκείνα που ανέβαζαν τον δικό του πήχυ- οι πολύ καλές ιστορίες, η γρήγορη και καλή αφήγηση, οι ανατροπές και οι εκπλήξεις από καιρού εις καιρόν έστω και αν δεν ήταν δραματικές ή τρομερές.
Κλασικό τρίγωνο, λοιπόν, που εδώ γίνεται τετράγωνο- πεντάγωνο: ένας άνδρας, η σύζυγος, η ερωμένη. Παρένθετα πρόσωπα, η μητέρα του συζύγου, που παρουσιάζεται σε μερικές ιστορίες οι οποίες είναι και οι πλέον καλογραμμένες του βιβλίου, και ο εραστής της συζύγου- μια σκιά. Αλλά και η ερωμένη εκείνου, επίσης μια σκιά είναι. Σκιά κοντεύει να είναι και η σύζυγος. Τι μένει; Εκείνος, ο πρωταγωνιστής. Με το όνομα του μυθικού Οδυσσέα, που γύρισε όλο τον κόσμο και με το επίθετο Πολίτης, επειδή είναι πολίτης της Ελλάδας, πολίτης της Ευρώπης. Επάνω του, σε ένα κομμάτι της ζωής του ανάμεσα σε τρία ταξίδια κατά βάσιν (Βρυξέλλες, Βιέννη, Ηπειρος), στις σχέσεις και στις συναναστροφές του, στις σκέψεις του, κυρίως σε αυτές, στηρίζεται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Μονάχα που ο Οδυσσέας Πολίτης δεν έχει λογοτεχνικούς ώμους που να μπορούν να το σηκώσουν. Γιατί είναι πολύ καθώς πρέπει, πολύ «κυριλάτος» για να το πω με τη γλώσσα του συρμού ώστε να θέλξει, να εμπνεύσει και να συνεπάρει τον αναγνώστη- ή, έστω, να τον βάλει απέναντί του, άξιο αντίπαλο.
Ο Nuwanda στην «Επίθεση των βιβλίων» (http://book.attack.gr/?p=308) λέει ανάμεσα στα άλλα ότι η πάλη των ηρώων στο μυθιστόρημα για την κατάκτηση της ατέρμονης ευτυχίας είναι σαν μια χαμηλόφωνη συζήτηση στο φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής. Είναι μια άποψη που με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Ο συγγραφέας βάζει τον κεντρικό του ήρωα (και τους υπόλοιπους αναλογικά) περισσότερο να στοχάζεται και λιγότερο να δρα. Ομως αυτές οι αδιέξοδες σχέσεις, οι αδιέξοδες υπάρξεις, η αδιέξοδη- τελικά- Ελλάδα, χρειάζονται δραματικές αντιδράσεις για να μιλήσουν στις ψυχές μας. Χρειάζονται αμφιθυμία, αμφιβολία, αναστάτωση, χρειάζονται φλόγα, ρήξεις, χρειάζονται κάτι περισσότερο από ένα συναίσθημα που μοιάζει, υπερβολικά, με ανία, με ατολμία και ούτε καν με χριστιανική καταλλαγή.
Αν ο Νίκος Θέμελης δεν ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει για την εποχή μας, να τη χαρτογραφήσει αφήνοντας το δικό του ίχνος, θα είχε, πιστεύω, καταλάβει πως η διαπλοκή στις σχέσεις των ηρώων του είναι αδύναμη, πως ακόμα και η ύπαρξή τους αδύναμη είναι και πως αυτά που φαίνονται να είναι η δύναμη του βιβλίου, δηλαδή οι ιδέες και οι απόψεις που διεξοδικά παρατίθενται και αναλύονται, είναι, τελικά, ο κισός που αγκαλιάζει και στολίζει φαινομενικά, στην πραγματικότητα όμως πνίγει αυτό το έργο του.
Νίκος Θέμελης «Μια ζωή Δυό ζωές» εκδόσεις «Κέδρος»

Ο συγγραφέας θα υπογράφει βιβλία του το Σάβατο στις 12 το μεσημέρι στο Βιβλιοπωλείον της Εστίας στην οδό Σόλωνος

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Five more

Στη συνέχεια ανακάλυψα τους ποιητές:

Τον Κάλβο και τις υπέροχες 20 ωδές του
Τον Καβάφη με τα 154 ποιήματα (χώρια τα αποκηρυγμένα)
Τον Γιώργο Σεφέρη (ολόκληρο)
Τον Γιώργο Σεφέρη ως πεζογράφο (Εξι νύχτες στην Ακρόπολη)
Τον Ζακ Πρεβέρ

Από κοντά, πάντοτε, και οι πεζογράφοι

Ο Νίκος Καζαντζάκης (βασικά για τον Καπετάν Μιχάλη, αλλά χωρίς να ξεχνάμε τον Αλέξη Ζορμπά, τον Τελευταίο πειρασμό και την Ασκητική)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός
Ο Αγγελος Τερζάκης (και η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ)
Ο Ηλίας Βενέζης (και το Νούμερο 31...κάτι ποτέ δεν μπόρεσα να το θυμηθώ)
Ο πέμπτος ήταν ξένος, αλλά τόσο δικός... Ντοστογιέφσκι, λοιπόν και «Εγκλημα και τιμωρία» (χώρια όλα τα υπόλοιπα)


Και τα πρώτα «επαναστατικά» βιβλία:

Ανωνύμου του Ελληνος, «Ελληνική Νομαρχία»
Ελ. Γαννίδη «Πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»
Λιλής Ζωγράφου «Ο ηλιοπότης Ελύτης»
Το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών
Και... επιτέλους! Το Κομμουνιστικό μανιφέστο.

Εδώ αρχίζουν τα μεγάλα γλέντια. Ες αύριον τα σπουδαία!

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

Take five

Μεγαλώνοντας κάπως, άλλαξα, όπως ήταν φυσικό, αγαπημένα βιβλία. Διάβαζα, λοιπόν:

1. Τον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα (γιατί μου είχε μείνει αδιάβαστο από τα παιδικά μου χρόνια)

2. Τον Κόμη Μοντεχρίστο γιατί ήταν για μεγαλύτερα παιδιά

3. Τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού, γιατί μόλις είχα ανακαλύψει την ποίηση.

4. Τη συλλογή δημοτικών τραδουδιών μας του Νικολάου Πολίτη, γιατί μαζί με τον Σολωμό είχα ανακαλύψει και τη λαϊκή μας παράδοση

5. Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ αλλά δεν μου άρεσε το τέλος, γιατί ακόμη ήμουν στην ηλικία του χάπι εντ.


Και μετά... συνεχίζω αργότερα.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

Πέντε επί.... πόσο;

You are killing me, είπα ως άλλη τηλεοπτική Θεοπούλα του Παρά πέντε, στον reader's diggest όταν μου έκανε την τιμή να με προτείνει για τα πέντε βιβλία που ξεχωρίζω. Για να καταλάβετε, έχω φτάσει να κάνω λίστα με εκατό, στο παρελθόν, και πάλι δεν εξαντλήθηκαν όλα αυτά που με έχουν κατά καιρούς σημαδέψει.
Αυτό το «κατά καιρούς» είναι, ίσως , η λύση στο πρόβλημα. Επειδή λοιπόν άλλη ήμουν ως παιδί, άλλη ως νεαρή και άλλη τώρα, θα κάνω διάφορες λίστες.

Τα 5 βιβλία που διάβαζα και ξαναδιάβαζα ως παιδί:

Ολιβερ Τουΐστ, του Κάρολου Ντίκενς
Οι τρεις σωματοφύλακες, ενός από τους δύο Δουμάδες (δεν έμαθα ποτέ του πατρός ή του υιού)
Η μεγάλη ελληνική μυθολογία του Ζαν Ρισπέν
Μαντάμ Κιουρί της Εύας Κιουρί, για τη μητέρα της, Μαρί Κιουρί
Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ, του Ιουλίου Βερν


Κι αύριο μέρα είναι



Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Τα επτά έργα που ξαναβλέπω με χίλια

Οσο και να τις στριμώξω, επτά ταινίες δεν μένουν με τίποτα. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω τις επτά πρώτες που θα μου έρθουν στο μυαλό, από τις αγαπημένες μου. Εχουμε και λέμε, αγαπητή Κυκλάμινο του βουνού:


1. Φάνυ και Αλέξανδρος του Ινκμαρ Μπέργκμαν, όχι το καλύτερό του, αλλά σίγουρα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά.

2. Η Γη του Ντοβζένκο, ένα λυρικό ποίημα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου.

3. Η ζωή είναι ωραία του Ρομπέρτο Μπενίνι, μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να πει δραματικά πράγματα με έναν ξεχωριστό τόνο.

4. Τζούλια, με την Τζέιν Φόντα ως Λίλιαν Χέλλμαν (σας έχω πει ποτέ πόσο αγαπώ τη Λίλυ;) και τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ ως φίλη της που έχει αναμιχθεί στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Στηρίζεται σε διήγημα της συγγραφέως.

5. Φράνκι και Τζώνη, το υπόδειγμα του πώς μια ωραία μεν όχι όμως και τόσο εντυπωσιακή ιστορία, σαν αυτή του Τέρενς Μακ Νάλι, μπορεί να μετατραπεί σε ένα αξέχαστο έργο τέχνης με ερμηνείες όπως του μεγάλου Αλ Πατσίνο και της Μισέλ Πφάιφερ.

6. Ο Αμλετ με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, που αντιμετωπίζει το περίφημο «να ζει κανείς· ή να μη ζει» ως αίνιγμα και όχι ως ερώτημα, όπως μου είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του.

7. Καλύτερα δεν γίνεται, με έναν απολαυστικό Τζακ Νίκολσον και γέλιο μέχρι δακρύων (για πολλούς λόγους).

Συγγνώμη που καθυστέρησα, Κατερινάκι. Μου μένει ακόμη μια υποχρέωση προς τη Serenity, (πέντε λέξεις) κι αυτό θα γίνει.

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Εαρινή ποίηση

Εαρινή ισημερία και παγκόσμια μέρα ποίησης. Επομένως, Εαρινή Συμφωνία του Γιάννη Ρίτσου:

Αγαπημένη,
δεν έχω παρά μόνια μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.

Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;

Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ' άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;

Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ' τα βλέφαρά σου.

(...)

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

(...)

Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετίσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.

Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πώς όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;

Αφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου
μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.

(...)

Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.

Αξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.


Εκδόσεις «Κέδρος»

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Εις το επανειδείν

Είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
δεν νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
κάπου πρέπει ν' ανθίζουν τα γαρούφαλα
δεν νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών.

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
το να μην παραδίνεσαι· αυτό είναι το ζήτημα.

Ναζίμ Χικμέτ


Ποια τιμωρία θ' απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ' τα μάτια μου;

Γιάννης Ρίτσος, «Εαρινή Συμφωνία».

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Κουέλο σε μπλογκ

Δεν μπορώ να πω ότι ο Πάολο Κοέλιο (ή Κουέλο ή όπως τέλος πάντων είναι η σωστή προφορά του) είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Ο,τι μου έχει αρέσει από εκείνον είναι η γνωστή φράση όταν θέλεις κάτι πολύ συνωμοτεί η ψυχή του σύμπαντος και γίνεται, αλλά τα βιβλία του δεν μου έχουν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Τόσο, που να αναρωτιέμαι γιατί, τέλος πάντων αρέσει τόσο πολύ.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, αρέσει. Και διαβάζεται ευρέως. Τούτων δοθέντων, λέω λοιπόν στους θαυμαστές του ότι αν θέλουν να διαβάσουν τα πρώτα κεφάλαια από το νέο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Η μάγισσα του Πορτομπέλο» μπορούν να απευθυνθούν στο μπλογκ του συγγραφέα, που μάλιστα έχει και ελληνική εκδοχή. Προς το παρόν παρουσιάζεται το πρώτο κεφάλαιο και ακολουθεί το δεύτερο, τη Δευτέρα 12 Μαρτίου. Μπορείτε να κάνετε και σχόλια και ο έλληνας εκδότης του Κουέλο (εκδόσεις Λιβάνη) θα τα μεταφέρει στον συγγραφέα. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 2 Απριλίου.

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

«Το Αηδόνι της Σμύρνης»

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αντισταθεί σε ένα βιβλίο που στον τίτλο του έχει τη λέξη Σμύρνη. Τουλάχιστον για μένα, που η μικρασιατική καταγωγή της γιαγιάς μου με έχει προικοδοτήσει με πολλές ανησυχίες γύρω από τα χρόνια εκείνα, ήταν εντελώς αναμενόμενο ότι ο τίτλος«Το Αηδόνι της Σμύρνης» θα με τραβούσε σαν μαγνήτης.
Η Ειρένα Ιωαννίδου- Αδαμίδου, που έδωσε αυτόν τον τίτλο στο μυθιστόρημά της, ξεκινά, πράγματι, από τη Σμύρνη και τα καφέ σαντάν για να περάσει στην Κύπρο, όπως και στην Αίγυπτο. Το Αηδόνι ξεκινά αοιδός στην γενέθλια πόλη της, όπως και οι γονείς της, για να αγαπήσει σύντομα και να φύγει για τη μεγαλόννησο, όπου την περιμένουν όμως πολλά. Πάρα πολλά. Μέσα από την ιστορία της περνά η ιστορία των ανθρώπων που πόνεσαν, που έχασαν πατρίδες, οικογένειες, αγαπημένα πρόσωπα, που επέζησαν χάρη στο πείσμα και το θάρρος τους.
Η ζωή, πάντως, χτυπά ανελέητα την πρωταγωνίστρια, της δίνει πολύ μεγάλες πίκρες. Της δίνει και χαρές, βεβαίως. Που δεν είναι όμως αντάξιες των πόνων της- μέχρι κάποιο σημείο, τουλάχιστον. Αυτό το υλικό, που ήταν ηφαιστειακό, η συγγραφέας το επινόησε με άριστο τρόπο, όμως δεν κατάφερε να το καθυποτάξει. Εδωσε μεγαλύτερη σημασία στην πλοκή παρά στην τεχνική της. Ετσι, το βιβλίο της είναι μεν ενδιαφέρον, αλλά άνισο.
Παρόλα αυτά, διαβάζεται σαν νεράκι.
Εκδόσεις Διόπτρα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Ομολογώ ότι έχω ζήσει

Πήρα τη σκυτάλη από την Ange-ta και την Αναγνώστρια και μετράω από το ένα έως το πέντε ως εξής:

1. Η πρώτη μεγάλη ηδονή της ζωής μου ήταν όταν ανακάλυψα ότι αυτό που έγραφε ο μαυροπίνας, «Λα λα όλα, Λα, λα, Λόλα» μπορούσα και να το διαβάσω και ότι πλέον αυτά που η δασκάλα χάραζε με την κιμωλία δεν ήταν ακατανόητα σημάδια, αλλά έμπαινε μια τάξη στο χάος. Εκτοτε δεν σταμάτησα να διαβάζω ποτέ, πάντοτε με εντατικούς ρυθμούς, ξεκινώντας από ελληνικά παραμύθια και Ολιβερ Τουΐστ και φτάνοντας μέχρι τον Εζρα Πάουντ και τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Φοβάμαι ότι η ηδονή αυτή εξακολουθεί να είναι η πρώτη για μένα.
2. Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή ήταν ο Μικρός Πρίγκηπας και δεν τον έχω ξεπεράσει ποτέ. Αν ήταν να σώσω ένα μόνο πράγμα, αυτό θα έσωζα- κι αν ήταν να σώσω ένα μόνο ποίημα, θα ήταν το Τροπάριο της Κασιανής- έστω, το Ασμα Ασμάτων του Σολωμόντα (όμως προσοχή! Μόνο και μόνο για λόγους αξεπέραστης αισθητικής. Είμαι άθεη).
3. Εχω κοιτάξει κατάματα τον Θάνατο δύο φορές, και δεν μπορώ να πω ότι δεν κλονίστηκα. Επειδή έχω συνειδητοποιήσει πως από δω και πέρα ζω με παράταση, προσπαθώ να έχω άλλες προτεραιότητες στη ζωή μου. Ομως, σαν τον άνδρα στο ποίημα του Καβάφη, ομνύω, αλλά ξανά υποκύπτω.
4. Αγάπησα κάποιους ποιητές περισσότερο από τον Γιάννη Ρίτσο, κανέναν άνθρωπο όμως πιο πολύ. Υπήρξε για μένα Δάσκαλος, Σύντροφος, Φίλος (με αυτή τη σειρά) και οι υποθήκες του, ποιητικές, προσωπικές και ως στάση ζωής, είναι το μόνο πράγμα που με κρατάει όρθια στις δύσκολες στιγμές μου. Με εμπνέουν επίσης η Μελίνα Μερκούρη, που δεν μπορώ ακόμη να συνειδητοποιήσω ότι έφυγε και ο Μίκης Θεοδωράκης που για μένα είναι κι εκείνος Δάσκαλος, Σύντροφος, Φίλος.
5. Η Επανάσταση δεν είναι σταθμός, είναι δρόμος. Βάδισα στα ίχνη των ανταρτών γονιών μου, συνέχισα στα δικά μου μονοπάτια και θα συνεχίζω, ελπίζω, όσο ζω, να ανήκω στην Ουτοπική Αριστερά. Αλλωστε, προχθές ακόμη, γράφοντας ένα κείμενο για μια έκθεση από την Κίνα στο Βρετανικό Μουσείο, αντί του ορθού «Πήλινος στρατός» αυθόρμητα σημείωσα «Κόκκινος στρατός» και αμέσως αναφώνησα ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Αμήν.

Για να δούμε τώρα τι θα γράψουν οι:

Βιβλιοφάγος

Νέλλυ Νέζη

Seesea

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Πατριάρχης Φώτιος

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Λούλα Αναγνωστάκη: η πιο μεγάλη τύψη



Αν με ρωτούσαν ποια είναι πιο συγκλονιστική, η Ανθρωπος (για να θυμηθούμε και τη Ζωή Καρέλη) ή η θεατρική συγγραφέας, θα δυσκολευόμουν πολύ να απαντήσω. Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι, βλέπετε, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα αλλά και εξίσου σημαντική συγγραφέας. Είναι από τα λίγα πρόσωπα που έχω γνωρίσει και νοσταλγώ, τώρα που δεν τη βλέπω πια. Την έχω συναντήσει λίγες φορές κι ωστόσο η σκέψη της κατοικεί μέσα μου.
Η γοητευτική παρουσία της Λούλας Αναγνωστάκη, το υπερβατικό που κυριαρχεί στο έργο της, το αέρινο (και ταυτοχρόνως τόσο στέρεο), που χαρακτηρίζει τη σκέψη της, είναι χαρίσματα που σφραγίζουν όποιον τη γνωρίζει. Αποκομίζεις τόσα πολλά από την αφαιρετικότητά της, ώστε να θεωρείς πως έχεις μια πλήρη εικόνα εν τη απουσία της- την ηθελημένη της απουσία.
Ωσεί παρούσα όπως και ωσεί απούσα, η Λούλα Αναγνωστάκη, ανήκει στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του θεάτρου και της διανόησής μας. Σε καιρούς που οι πνευματικοί ταγοί εκλείπουν, εκείνη δια της ισχυρής όσο και διακριτικής της παρουσίας, κυρίως όμως δια της σιωπής της, ορίζεται και καθορίζεται ως ένα από τα φωτεινότερα πνεύματα της Ελλάδας του 20ού αιώνα.
Οσα είπε τα τελευταία χρόνια στις σπάνιες, είναι η αλήθεια, επαφές της με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (και πώς να ενδώσει στις φωνές τους, τέτοια που έχουν γίνει…) περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Ο ήχος της ζωής» που κυκλοφόρησε κοντά στις γιορτές. Εχει κρατήσει έναν περίοπτο ρόλο στο «ράφι με τις τύψεις» καθώς δεν τολμώ τόσον καιρό να μιλήσω για την έκδοση αυτή, αφού θα πρέπει να μιλήσω και για την συγγραφέα, πράγμα που μου είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς από την αρχή γνωρίζω πως θα την προδώσω. Θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και «Ο ήχος της σιωπής» αφού η Σιωπή, η μετά λόγου γνώσεως, αυτή που τα περιγράφει και τα ξετυλίγει όλα, κυριαρχεί. Ανάσα βαθύτατου στοχασμού και φρέσκου, καθαρού αέρα, σε μια χώρα και μια κοινωνία που τα έχει όλα ξεχάσει, όλα διαγράψει, όλα μικρύνει και θαμπώσει. Η αδελφή του Μανώλη Αναγνωστάκη, η σύζυγος του Γιώργου Χειμωνά, η μητέρα του Θανάση Χειμωνά, αποστάζει εμπειρίες και σκέψεις που μας προσφέρονται σαν Θεία Κοινωνία. Στιγμές διαμαντένιες σε ένα μπλουζ αιωνιότητας.

Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο ήχος της ζωής», εκδόσεις Καστανιώτης.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

Αλλο ένα ράφι με τις τύψεις

Στο ράφι με τις τύψεις ήταν τόσον καιρό και το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τσαλίδη «Το σπίτι με τις χήρες» και παραλίγο να μην ανασυρθεί. Είχα διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο του, το «Γιοκ τζάνιμ» και είχα γοητευθεί, έτσι, όταν ξεκίνησα αυτό αισθάνθηκα από την αρχή τη διαφορά.
Το «Γιοκ τζάνιμ» είχε πολλές αρετές, ανάμεσα στις οποίες ήταν η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας μοναδικής. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως, επί παραδείγματι, η γλώσσα στην οποία γίνεται η αφήγηση, μια γλώσσα που θυμίζει έντονα τους Ρωμιούς της Πόλης, του έδιναν χάρη και η πλοκή, αν και κάπως χαλαρή, σου κινούσε το ενδιαφέρον.
Εντούτοις, μια αδυναμία του συγγραφέα, η επιθυμία του να τα πει όλα, είχε ήδη διαφανεί από το πρώτο του αυτό έργο. Ηταν κάτι που ο Δημήτρης Τσαλίδης θα έπρεπε να είχε προσέξει και να είχε αποφύγει. Αντίθετα, στο καινούργιο του βιβλίο, «Το σπίτι με τις χήρες» κράτησε όλο το υλικό του, δεν το ξεκαθάρισε, με αποτέλεσμα να πλατειάζει και στην πλοκή και στην αφήγηση. Ερχονται και οι πρωταγωνίστριες, που είναι γυναίκες, και ο αναγνώστης οδηγείται να πιστέψει πως η φλυαρία είναι ίδιόν τους. Δεν είναι, όμως.
Εξηγούμαι: αναμφίβολα, οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν πώς ο συγγραφέας φτάνει σε κάθε «εντολή» που δίνει στους ήρωές του (ή του δίνουν αυτοί) ούτως ώστε να μη δυσκολεύεται να παρακολουθεί τα κίνητρα και τα γεγονότα που οδηγούν στις εξελίξεις. Όταν πάντως τον «μπουκώνεις» με αναφορές, περιστατικά, μύχιες σκέψεις, ενώ η υπαινικτικότητα απουσιάζει, αφαιρείς κάτι από τη λιτότητα, τη γρηγοράδα και την ελαφράδα του δικού σου κειμένου. Ετσι, είναι μεν κατατοπισμένος, αλλά δεν έχεις αφήσει χώρο για την αφαιρετικότητα, ώστε να λάμψει η δική του φαντασία, να μπορέσει κι εκείνος να έχει μια δημιουργική ανάγνωση.
Αν υπήρχε, λοιπόν, η απαραίτητη αφαίρεση, θα είχαν αναδειχθεί οι καλές επιδόσεις του Δημήτρη Τσαλίδη στην πλοκή, στην πρωτοτυπία, στο χιούμορ. Ο συγγραφέας κατάφερε να διεισδύσει στον ψυχισμό των ηρωίδων του, που είναι γυναίκες μέσης ηλικίας, χωρίς απλουστεύσεις και αφέλειες. Θα είχε πάει βαθύτερα ακόμη, αν είχε καταφέρει να δείξει τη συμπάθειά του για τις γυναίκες που περιγράφει. Συμπάθεια που υπάρχει, είναι όμως τόσο κρυμμένη ώστε να μην αποτελεί ατού και να μη προσελκύει το ανάλογο συναίσθημα από τους αναγνώστες.

Δημήτρη Τσαλίδη, Το σπίτι με τις χήρες, εκδόσεις Νεφέλη

Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Ανέκδοτο!

«Μια φυλακή- πώς μας φτάσαν ως εκεί;- μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα τραγούδι του. Πώς μας φτάσαν ως εκεί, αλήθεια, να λέει ο υπουργός Πολιτισμού πως στα νεανικά του χρόνια είχε διαβάσει τη… «Φυλακή» του Κάφκα; Βεβαίως και δεν αποκλείεται το λάθος, το ανθρώπινο λάθος, να πεις δηλαδή «Φυλακή» αντί του σωστό «Δίκη» (αυτό νομίζω ότι ήθελε να πει), όμως άμα το λάθος το κάνει ο, υποτίθεται, καθ’ ύλην αρμόδιος, βράσε ρύζι.
Μάζεψε λοιπόν ο «Ιανός» σήμερα καλλιτέχνες και ανθρώπους του πολιτισμού και τους έβαλε να συζητήσουν με τον Γιώργο Βουλγαράκη. Του είπαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά, στα περισσότερα, απάντηση δεν πήραν. Είπε πως τα έχουν σημειώσει οι συνεργάτες του και θα μεριμνήσει- μένει να το δούμε.
Απάντηση πήρε μόνο ο Θανάσης Βαλτινός για το ακανθώδες θέμα επιχορήγησης για μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό. Ο κ. υπουργός του είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται και πως με αυτό θα ασχοληθεί και το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου αλλά και το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού. Μήπως όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει; Μένει να το δούμε και αυτό.
Κατά τα λοιπά, δεν «άδειασε» τον υπουργό Εργασίας (Απασχόλησης ή όπως αλλιώς λέγεται τώρα ο Τσιτουρίδης). Δεν απάντησε δηλαδή, στην παρατήρηση πως από πέρσι τον Μάιο προσπαθούν οι συγγραφείς να τον δουν για να συζητήσουν θέματα ασφάλισής τους και έτσι παραμένει ανενεργό το νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Και μιλάμε μόλις για το 0,5% επί της τιμής του βιβλίου, δηλαδή ψίχουλα. «Κορυφαίοι συγγραφείς τρέχουν για να διασφαλίσουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» είπε ο Θανάσης Βαλτινός. «Εμπαίζονται άνθρωποι που υποτίθεται ότι συνεισφέρουν στον πολιτισμό». Ποιος τον άκουσε;
Αλλά και ο Γιώργος Δαρδανός, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλίου, ουδέν νεώτερο άκουσε. Κάναμε πρόταση για έτος βιβλίου, είπε, και ακόμα δεν έχουμε πάρει απάντηση. Ετος βιβλίου…. Πφ! Αστεία πράγματα! Με μόλις 2% από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού να πηγαίνει για το βιβλίο. Ο κ. Βουλγαράκης τους είδε για πέντε λεπτά, είπε ο κ. Δαρδανός, αλλά ο πρόεδρος των Καραγκιοζοπαικτών τον «ρούμπωσε»: εσείς είχατε αυτή την τύχη, να τον δείτε έστω και για πέντε λεπτά, εμείς όχι ακόμη, είπε!
Αποτέλεσμα; Δεν το βλέπω!

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

Το δεύτερο ράφι με τις τύψεις

Το ράφι με τις τύψεις δεν αδειάζει, όπως είναι γνωστό, αν δεν βάλεις κι εσύ το χεράκι σου. Αντίθετα, τα βιβλία του πολλαπλασιάζονται με έναν μυστηριώδη τρόπο. Γι’ αυτό και σήμερα θα ανασύρω δύο, μήπως και προχωρήσουμε λιγάκι. Εχουν και τα δύο μια κοινή παράμετρο, έστω και ως λεπτή κόκκινη κλωστή. Δεν είναι άλλη από την Αριστερά, ως ιδέα αλλά και ως- ιδιότυπης μορφής έστω- εξουσία.
Ο Τίτος Πατρίκιος έβλεπε πάντοτε τον κόσμο με την έκπληκτη ματιά του ποιητή αλλά και με την κριτική, ενίοτε (και συχνότατα) επικριτική, του αριστερού. Ελεγε πάντοτε τη γνώμη του με τον δικό του τρόπο, σαφώς και συχνότατα όχι εμμέσως. Πλην όμως, φτάσαμε στον 21ο αιώνα και πολλά άλλαξαν. Αλλαξε και η αφήγησή του. Ακόμα και αναπολώντας τα, τώρα, τα γεγονότα, τα όνειρα και τις σκέψεις του παρελθόντος του, φαντάζουν διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε όποιος τον είχε με συνέπεια διαβάσει.
Οι ωραιότατες εξιστορήσεις και αναμνήσεις του, οι νοσταλγικές του παρουσιάσεις μικρών, ασήμαντων κι ωστόσο τόσο σημαντικών στιγμών του, γοητεύουν ως συνήθως τον αναγνώστη. Όμως, όταν κλείνει τις «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες» και αφού έχει γελάσει με το χιούμορ, κλάψει με τη συγκίνηση που αναδίδουν, απολαύσει τις περιγραφές και φανταστεί τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από την καθεμιά ιστορία, αναρωτιέσαι: πού πήγαν λοιπόν οι διανοούμενοι της Αριστεράς; Ποιοι είναι οι προβληματισμοί τους; Ποιες είναι οι αναζητήσεις και οι αμφιβολίες τους σήμερα; Πού πιστεύουν ότι βαδίζει ο κόσμος, οι ίδιοι, η ιδεολογία τους;
Θα μου πείτε είναι υποχρεωμένος ο Τίτος Πατρίκιος να ακολουθήσει τη δική σου λογική; Όχι, δεν είναι. Λέω όμως τι μου έλειψε ώστε να θεωρήσω το βιβλίο του εντελώς ξεχωριστό και «καυτό». Τι θα περίμενα από έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να κρατιέται τόσα χρόνια στην επικαιρότητα χάρη στις σκέψεις και στις πράξεις του. Και τέλος τι θα ευχόμουν για έναν ποιητή που παραμένει ταγμένος στην Ομορφιά και στη Δικαιοσύνη. Ζητάω πολλά;

Το δεύτερο σημερινό βιβλίο μας είναι το βιβλίο ενός άλλου ποιητή: η νουβέλα του Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ». Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται, ωστόσο τυπολογικά πλησιάζει περισσότερο στη νουβέλα. Θέμα της, μια δολοφονία το 1944. Όχι αριστερού από δεξιό ούτε δεξιού από αριστερό. Αριστερού από αριστερούς. Ενας δημοσιογράφος που αισθάνεται ότι έχει «στομώσει» και που όλοι και όλα τον σπρώχνουν στο περιθώριο, προσπαθεί να διερευνήσει αυτό το θέμα, που είναι ταμπού.
Ο Δαββέτας είχε μια εξαιρετική ιδέα, την οποία δεν κατόρθωσε, νομίζω, να διαχειριστεί με το πάθος που εκείνη απαιτούσε. Ένα πρωτότυπο θέμα που χρειαζόταν περισσότερη ένταση και ίντριγκα, ώστε να καταδείξει την τραγωδία (ενώ τώρα μιλάμε, απλώς, για δράμα) το σπαραγμό, και, τελικά, την αιτία, που τώρα φαίνεται πολύ «χλωμή» και αδύναμη για να σηκώσει στους ώμους της ένα τέτοιο βάρος.
Η μυθική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) που προστάτευσε τον πληθυσμό αλλά προέβη και σε αγριότητες, θα μπορούσε να δώσει εναύσματα στον συγγραφέα για βαθύτερες προσεγγίσεις και διερευνήσεις. Το ίδιο και οι μικροί και μεγάλοι εμφύλιοι της Αριστεράς που βεβαίως σοβούσαν πολύ πριν από την Κατοχή και που είχαν οδηγήσει σε ουκ ολίγα παρατράγουδα.
Οσο για το εύρημα του προβληματικού προστάτη αδένα, που ταλαιπωρεί τον ήρωα, μάλλον αφαίρεσε παρά πρόσθεσε στο βιβλίο. Στο «σήμερα» το φέρνουν πράγματι οι ερωτικές φαντασιώσεις του ήρωα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την οικογένειά του. Στην οποία, άλλωστε, ανήκει και ένας από τους πρωταγωνιστές της κεντρικής ιστορίας του.
Τίτου Πατρίκιου «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες»
Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ».

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

Το ράφι με τις τύψεις (1)

Ο αγαπημένος μου Ανδρέας Φραγκιάς το έλεγε «το ράφι με τις τύψεις». Είναι το ράφι όπου κανείς στοιβάζει τα αδιάβαστα βιβλία του. Και όσο αυτό γέμιζε τόσο οι τύψεις αύξαναν, καθώς τα περισσότερα βιβλία που δεν είχε διαβάσει, του τα είχαν στείλει άνθρωποι είτε από αβροφροσύνη είτε επειδή ήθελαν τη γνώμη του.
Το δικό μου ράφι με τις τύψεις έχει βιβλία που κατά συντριπτική πλειονότητα τα έχω αγοράσει και διαβάσει. Οσο όμως αργώ να τα μοιραστώ μαζί σας, οι τύψεις μεγαλώνουν. Στη συνέχεια θα μετατραπούν σε αμηχανία, καθώς θα εκδοθούν νέα βιβλία κι εγώ δεν θα έχω αναφερθεί στα παλιά.
Γιατί όμως άργησα τόσο φέτος; Κατά βάσιν επειδή διάβασα καλά βιβλία, αλλά τα περίμενα διαφορετικά. Η δική μου γενιά μεγάλωσε με μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, μελέτες κάθε είδους που συχνά άφηναν εποχή- θυμίζω πως στις δεκαετίες ’70 και ’80, ακόμη και στη δεκαετία του ’90 ζούσαν πολλοί κολοσσοί της ελληνικής όπως και της ευρωπαϊκής και της διεθνούς λογοτεχνίας και σκέψης. Ζούσαν και ήταν δρώντες. Σήμερα, αναστήματα μεγάλου μεγέθους ελλείπουν παγκοσμίως.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε, πια, βιβλία σημαντικού μεγέθους ή πως αποκλείεται όσοι έχουν ήδη ξεχωρίσει ή θα ξεχωρίσουν στο μέλλον να δώσουν κάτι εν πολλοίς εμβληματικό. Αυτό πάντως δεν συνέβη φέτος, και με λυπεί.
Ας μη μεμψιμοιρώ, και ας μη μακρηγορώ. Τον τελευταίο μήνα διάβασα πολλά βιβλία, από τα οποία σας παρουσιάζω μερικά:

«Η καλοσύνη των ξένων» του Πέτρου Τατσόπουλου.
Αν κανείς σύγκρινε το βιβλίο αυτό με τον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς , θα το αδικούσε. Δεν είναι ένα βιβλίο για την ορφάνεια, είναι μια σπουδή στην υιοθεσία. Και ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα- αν και ανέπλασε συγγραφικά την προσωπική του περιπέτεια.
Πριν να το διαβάσω ήμουν δίβουλη. Οταν το τέλειωσα, έμεινα απολύτως ικανοποιημένη γι’ αυτό που ο συγγραφέας του παρουσιάζει ότι είναι «Η καλοσύνη των ξένων». Ενα δικό του χρονικό, όχι με την τυπολογία αυτή βεβαίως, και συγγενείς περιπτώσεις: παιδιών που αναζητούν ή που πρέπει να βρουν γονείς.
Δεν πρόκειται για κείμενα που αγγίζουν το συναίσθημα. Με ιδιαίτερη μαεστρία ο συγγραφέας απέφυγε τον σκόπελο, αποστασιοποιούμενος εντελώς (θυμίζει την περίφημη αποστασιοποίπηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ) και γι’ αυτό είναι ειλικρινέστατο και αληθινά συγκινητικό. Το έγραψε πολύ καλά, δεν ξέρω όμως αν θα με τραβούσε το ίδιο σε περίπτωση που δεν γνώριζα τον πρωταγωνιστή του. Ισως, πράγματι, θα ήταν καλύτερο αν το είχε κάνει μυθιστόρημα. Εχει τη δυνατότητα, μα δεν μπορώ να ξέρω αν είχε και τη δύναμη.
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»

Οι «τύψεις» συνεχίζονται.

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007

Ετος... ποιανού;

Εχω μεγάλη περιέργεια αν το υπουργείο Πολιτισμού θα κηρύξει, εν τέλει, το έτος 2007 έτος Καζαντζάκη, όπως είχε πει, καθώς φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Όπως πάντοτε, η οργάνωση λείπει από τη χώρα μας και τους φορείς της και αυτό που θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει με την Πρωτοχρονιά, δεν έχει καν ανακοινωθεί. Ελπίζω μονάχα ότι έχει οργανωθεί…
Ακόμη μεγαλύτερη είναι, πάντως, η περιέργειά μου αν το ΥΠΠΟ θα κηρύξει το 2007και έτος Σολωμού, καθώς συμπληρώνονται εκατόν πενήντα χρόνια από τον δικό του θάνατο. Ο γενάρχης της ποίησής μας, ο ποιητής που μελετάται πάντοτε εντατικά και για το έργο του γίνονται αρκετά μεταπτυχιακά και εκδίδονται αρκετά βιβλία, έχει, φοβούμαι, ένα «μειονέκτημα» απέναντι στον Καζαντζάκη: την επτανησιακή καταγωγή του.
Τι θέλω να πω; Πως ο υπουργός Πολιτισμού είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, κρητικής καταγωγής. Εξ ου, εν μέρει, και η επιλογή του Καζαντζάκη. Να ευχηθώ, πάντως, να κάνω λάθος. Επειδή, το 2009 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου και το 2011 από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Και δεν θέλω να σκεφτώ ότι για να ενδιαφερθεί η ελληνική πολιτεία έστω λειψά με την κήρυξη ενός έτους για το έργο τους, θα πρέπει να έχουν… βουλευτή στην Κορώνη!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Με ένα βιβλίο γιορτάζω

Δεν έχω διαβάσει κανένα από τα αφιερώματα των ημερών που κάνουν οι εφημερίδες, διότι, απλούστατα, δεν το αντέχω. Βαριέμαι, αποπροσανατολίζομαι και τα παρατάω στις πρώτες σελίδες. Ακόμα και τις επικεφαλίδες να διαβάσει κανείς, τους τίτλους των βιβλίων, ή να δει τα εξώφυλλά τους, κουράζεται.
Ως πιστή αναγνώστρια από τα έξι μου, σαράντα τρία χρόνια φουρνάρισσα, ήτοι, έχω «ψήσει» κι έχω «ψήσει» βιβλία… Τα έχω ξεχωρίσει, αγαπήσει, διαβάσει και ξαναδιαβάσει, ή, απλώς, έχω διασκεδάσει και περάσει καλά μαζί τους. Ελάχιστα έχω αφήσει στη μέση- ακόμα και τα πιο κακά.
Εδώ και μέρες αναρωτιέμαι τι θα είχα να προτείνω αν έγραφα σε μια τέτοια στήλη. Είτε διότι δεν με βοηθούν τα βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος, είτε διότι δεν είναι αυτή η λογική μου, είτε, τέλος, επειδή κάποια πολύ σημαντικά ή πολύ ενδιαφέροντα βιβλία μου ξέφυγαν, δεν είμαι σε θέση να κάνω τέτοιες προτάσεις.
Αντιστρέφω, λοιπόν, τους ρόλους και σας καλώ να μου προτείνετε εσείς ένα βιβλίο για αυτές τις μέρες. Ένα βιβλίο που θα μπορούσα να διαβάσω, να κάνω δώρο, να με αγγίξει, να με ενθουσιάσει, να με συγκινήσει, να μου αρέσει. Δεν υπάρχουν περιορισμοί κανενός είδους, εκτός μόνο από περιορισμούς ποιότητας και προοδευτικότητας. Όπως τις εννοεί, και πάλι, ο καθένας μας.
Καλά Χριστούγεννα!

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006

Αυτοί θα κρίνουν τα βιβλία

Ποιοι θα απονείμουν τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία κρίνοντας τα βιβλία που έχουν εκδοθεί; Οι νέες επιτροπές ανακοινώθηκαν, επιτέλους, από το υπουργείο Πολιτισμού. Θα τρέχουν, βέβαια, και δεν θα φτάνουν για να προλάβουν, καθώς ο διορισμός τους έγινε πολύ αργά, αλλά... Τις επιτροπές αποτελούν, λοιπόν, οι:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Πρόεδρος: Μαστροδημήτρης Παναγιώτης
Αντιπρόεδρος: Κοπιδάκης Μιχάλης
Μέλος: Ανδρειωμένος Γεώργιος
Μέλη: Σαμουήλ Αλεξάνδρα, Μπουρναζάκης Κώστας, Καπάνταη Ισμήνη, Σοφιανός Κώστας, Λάζαρης Νίκος, Κέζα Λώρη.



ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

Πρόεδρος: Μπερλής Άρης
Αντιπρόεδρος: Κεντρωτής Γιώργος
Μέλη: Ανδρουλιδάκης Κώστας, Δεληγιώργης Σταύρος – Γεώργιος, Στυλιανού Άρης,
Κουτσουρέλης Κώστας, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Βαρόν Βασάρ Οντέτ, Σιετή Παναγιώτα.



ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πρόεδρος: Μερακλής Μιχάλης
Αντιπρόεδρος: Αναγνωστόπουλος Βασίλης
Μέλη Μαλαφάντης Κωνσταντίνος, Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια, Καλλέργης Ηρακλής, Δαρλάση Αγγελική, Ζαραμπούκα Σοφία, Κυριτσόπουλος Αλέξης, Κοντολέων Μάνος.
Καλό τους διάβασμα!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Ο Καβάφης στο Διαδίκτυο


Πόσοι από εμάς μπορούν να υπερηφανευθούν ότι έχουν διαβάσει ένα ποίημα στο χειρόγραφό του- ας μην είναι και το πρωτότυπο. Οχι και πολλοί. Πόσοι μπορούν να ανασύρουν ανά πάσα στιγμή και ώρα από την βιβλιοθήκη τους όλο το έργο ενός ποιητή, άπαντα τα ευρεθέντα, όπως λένε οι φιλόλογοι; Ομοίως όχι και πολλοί. Ακόμα και όσοι είναι βαθύτατα αφοσιωμένοι σε έναν δημιουργό, κάποιες απώλειες θα μετρούν. Πολλώ μάλλον οι υπόλοιποι.

Πάντοτε υπάρχει όμως ο πλέον αφοσιωμένος, ο οποίος γίνεται διαμεσολαβητής ανάμεσα στον (πολυ)αγαπημένο του και στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Μανόλης Σαββίδης. Ο πατέρας του άνοιξε μεγάλο δρόμο στην μελέτη του Κ. Π. Καβάφη, αν και το σωστό θα ήταν να πω και στη μελέτη του Κ. Π. Καβάφη. Εκείνος συνεχίζει. Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού έχει τον δικό του τόπο στο διαδίκτυο και σε αυτόν τον τόπο, ο Καβάφης έχει τον δικό του χώρο. Επισκεφθείτε τον και θα ωφεληθείτε πολλαπλώς. Ο,τι υπάρχει από το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού, βρίσκεται εκεί μαζί με χειρόγραφα, φωτογραφίες, βιογραφικά στοιχεία, γενικώς, τεκμήρια σπουδαία.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Δυστυχώς, συνεχίζουμε

Εδώ είμαστε! Συνεχίζουμε την προσπάθεια συγγραφής μυθιστορήματος στο Διαδίκτυο. Σήμερα το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου για όσους δεν απογοητεύτηκαν, ξενέρωσαν, έκοψαν τις φλέβες τους, πήραν τα βουνά και γενικώς δεν ορκίστηκαν να μη μας ξαναδιαβάσουν ποτέ ξανά (ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας...)
Πηγαίνετε, λοιπόν στο πόνημά μου. Ευχαριστώ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα



Η Οδός Μουσών της Θεσσαλονίκης είχε μονάχα όνομα. Χάρη δεν είχε και μεγάλη. Της έγινε όμως η χάρη, τελικά, να μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς σε αυτήν μεγάλωσε ο Αντώνης Σουρούνης. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει στους χλωρούς παραδείσους της παιδικής του ηλικίας. Και έκλεψε την καρδιά μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα για τα παιδικά χρόνια (τα ανέμελα, τα αθώα, όπως και τα τόσο γεμάτα ανησυχίες, αγωνίες, θλίψεις). Οπως έχουμε όμως επανειλημμένα πει, το θέμα δεν είναι μόνο ΤΙ λες, αλλά, κυρίως, ΠΩΣ το λες. Εδώ, λοιπόν, ο Σουρούνης έκανε το γνωστό θαύμα του. Το είπε με έναν τρόπο εξαιρετικό.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο της ζωής του, γραμμένης, ωστόσο, με τρόπο μυθιστορηματικό. Ως φαίνεται, οι ήρωες της ζωής του είχε πάντοτε μέσα του μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς τους παρουσιάζει τόσο αβίαστα σαν φανταστικούς, ενώ φαίνεται καθαρά πως είναι πραγματικοί. Ούτε εξηγείται, από την άλλη πλευρά πώς ενώ είναι τόσο αληθινοί τόσο υπαρκτοί και τόσο γήινοι είναι, ταυτοχρόνως τόσο απογειωμένοι, τόσο «ιστορημένοι» ώστε να καταλήγουν να είναι και να μην είναι πρόσωπα της αχλής και πρόσωπα του ήλιου.
Η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα είναι πασίγνωστη και την ξεδιπλώνει κάθε φορά, σε κάθε γραφτό του- μα σε κάθε. Είναι αυτή, η χρυσοφόρος φλέβα του, που μαζί με το ταλέντο του τον βοηθά να κάνει ξεχωριστά ακόμα και τα πολύ μικρά, τα επιμέρους, τα δευτερεύοντα. Στο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» παίρνει φόρα. Και απνευστί σχεδόν, τα λέει όλα. Σαν παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, που χαίρεται, θυμώνει, ανακαλύπτει, απορεί, εξομολογείται, που αναλογίζεται και απολαμβάνει. Σκηνές γνήσιας παιδικής αθωότητας, προσποίησης και τσαχπινιάς, σκηνές γοητευτικές, αυθεντικές. Προσφέρουν λογοτεχνική συγκίνηση αλλά και δάκρυ και γέλιο.
Πληθωρικός ωστόσο όπως είναι, και όπως οι χρυσές αναμνήσεις του έχουν μέσα του όλες ένα μεγάλο ειδικό βάρος, ξεχνά να σταματήσει, ξεχνά να επιλέξει, ξεχνά να συμπυκνώσει, να γεμίσει το βιβλίο ανατάσεις και υφέσεις, καμπύλες και ευθείες. Βεβαίως, αν πρόκειται για τον Αντώνη Σουρούνη με την τόσο γνήσια γραφή, ακόμη και αυτό κοντεύει να περάσει απαρατήρητο.
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα, εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

Βοήθεια Χριστιανοί! (και μη Χριστιανοί, επίσης)

Εδώ και καιρό γράφω το καινούργιο μυθιστόρημα. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της μεγάλης παραγωγής σε αυτά τα γραφτά μου. Σε αντίθεση με τα κείμενα στην εφημερίδα. Σκέφτηκα, όμως, πως θα με βοηθούσε αν το μοιραζόμασταν. Αν είχα τις απόψεις, τις κρίσεις, τις παρατηρήσεις, τις ιδέες σας. Ανοιξα λοιπόν ένα νέο μπλογκ που θα το βρείτε στο προφίλ μου («μυθιστόρημα») ή σε αυτή τη διεύθυνση και σας περιμένω. Κερνάω λέξεις. Πείτε ότι σας κέρασα καφέ, γλυκό του κουταλιού και λικεράκι χειροποίητο. Θα έρθετε;

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Παραμυθάδες δημοσιογράφοι

Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι; Σας έχω ένα άλλο σύνθημα: παραμυθάδες, ερωτύλοι δημοσιογράφοι. Μόνο που δεν το λέω για κακό. Κι όχι επειδή κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, αλλά διότι υπάρχουν- ευτυχώς- συνάδελφοί μου παραμυθάδες και ερωτύλοι στα γραφτά τους, αλλά όχι στα προς δημοσιογραφικήν χρήσιν. Στα άλλα, αυτά στα οποία αφοσιώνονται στο περίσσευμα του χρόνου τους (αν σε αυτό το επάγγελμα που ο Χρόνος σε κυνηγά αμείλικτα έχεις περίσσευμα... Τέλος πάντων.)
Αρκετοί δημοσιογράφοι γράφουν βιβλία, λοιπόν. Οι περισσότεροι λογοτεχνικά. Σε μερικά από αυτά θα αναφερθούμε σήμερα. Θα ακολουθήσουν, βέβαια, και άλλα. Οχι επειδή είναι συνάδελφοί μου, αλλά επειδή γράφουν όμορφα και έχουν ήδη «μετρηθεί» και σ' αυτό.

Ο Μιχάλης Πιτένης περιστρέφει τις «Κόρες της Αφροδίτης» γύρω από έναν «οίκο της χαράς» στη γενέτεια του ήρωά του. Εκείνος είναι σχεδόν παιδί και ο οίκος δεν είναι μόνο της χαράς αλλά και της θλίψης. Ο ήρως σιγά- σιγά ενηλικιώνεται σε μόνιμη σχεδόν επαφή με τα «κορίτσια» τα οποία παρουσιάζει με γλυκό, τρυφερό τρόπο, μιλά για τις προσωπικότητες, τις ιστορίες τους, τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους.
Ωστόσο, δείχνει να έχει τη δύναμη να πάει και βαθύτερα, να ανατάμει περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι τέτοια, επίσης, που δείχνει ότι εάν το επιχειρήσει, θα καταφέρει να γράψει κάτι πιο σύνθετο και πιο ολοκληρωμένο. Το θέμα και το ύφος που επέλεξε δίνουν χάρη στο βιβλίο του, αλλά αφήνουν και κενά τόσο στους χαρακτήρες όσο και στην αφήγηση. Οχι μεγάλα κενά, πάντως, για να είμαστε δίκαιοι.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη, 28 Νοεμβρίου 2006, ώρα 9μμ στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24, Αθήνα). Θα μιλήσουν ο Μηνάς Βιντιάδης, συγγραφέας-δημοσιογράφος, ο Κώστας Κουτσομύτης, σκηνοθέτης, η Συλβάνα Ράπτη, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Α΄Αθηνών
και ο Βασίλης Χατζιηακώβου, εκδότης.
Εντελώς τυχαία, το δεύτερο βιβλίο που έχω επιλέξει είναι του Μηνά Βιντιάδη. «Ο δράκος κόκορας» απαρτίζεται από μικρά διηγήματα, καλογραμμένα και με το απαραίτητο σασπένς και ενδιαφέρον. Στηρίζονται στο Παράδοξο, το οποίο αναδεικνύουν, στο Φρέσκο, στην Αλλη Ματιά. Ο Βιντιάδης γνωρίζει λογοτεχνική γραφή και ανάγνωση χωρίς καμιά αμφιβολία, ωστόσο κι εδώ περιμένει κανείς κάτι βαθύτερο. Η πρωτοτυπία δεν βρίσκεται μονάχα στο παρθένο θέμα. Χρειάζεται να επικυρωθεί και από την αφήγηση (που είναι πολύ καλή αλλά, εκτός από το πρώτο διήγημα δεν είναι αρκούντως τολμηρή) όσο και στους χαρακτήρες που χρειάζονται μεγαλύτερο βάθος.
Για να πω την αλήθεια, κανένα από τα κείμενα δεν με άφησε αδιάφορη. Γι΄αυτό ακριβώς, όμως, επειδή δηλαδή ο συγγραφέας έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα σε μεγάλο βαθμό, οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες.

Δεν θα κρύψω ότι η Ελένη Γκίκα είναι πιο κοντινή μου συνάδελφος, καθώς δουλεύουμε στο ίδιο γραφείο. Δεν θα κρύψω, επίσης, ότι η εργατικότητά της και η αφοσίωσή της στη λογοτεχνία είναι ιδιαίτερες. Το «Αν μ΄αγαπάς, μη μ΄αγαπάς» είναι ένα από τα τρία βιβλία που κυκλοφόρησε πρόσφατα (τα άλλα δύο «Χαίρε παραμύθι μου» και «Εν ευταξίαις, εύτακτοι όντες». Ενα ερωτικό μυθιστόρημα, γεμάτο από παύσεις και σιωπές που υπονοούν πολλά- σχεδόν τα πάντα. Ενα βιβλίο στις σελίδες του οποίου ο πόνος παραμονεύει πίσω από τη χαρά για να την κατακυριεύσει και η αγάπη σε θέλει παρανάλωμα για να σου δοθεί.
Πρόκειται για το μεστότερο ίσως βιβλίο της. Αφήγηση και στοχασμός συμπλέκονται αξεδιάλυτα- άλλωστε η συγγραφέας συχνά θέτει ανάλογα ζητήματα στο έργο της- και οι εικόνες που προβάλλονται ακατάπαυστα εντός μας έχουν κάτι από παλιούς ποιητές, εξαιρετικά αγαπημένους.
Οι συμπτώσεις, οι ανακλήσεις, οι αναπολήσεις, όλα έχουν λόγο: με μαστοριά έχει στηθεί το λεπτοδουλεμένο σκηνικό που τα απαιτεί και τα δικαιολογεί. Δεν θα διαβάσετε απλώς μια ερωτική ιστορία. Θα «διαβάσετε» δύο ανθρώπους, μια εποχή, μια περιοχή. Και, βεβαίως, και την καρδιά της συγγραφέως.

Μιχάλη Πιτέχνη Οι Κόρες της Αφροδίτης, εκδόσεις Μεταίχμιο
Μηνά Βιντιάδη Ο δράκος κόκορας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Ελένης Γκίκα Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς, εκδόσεις Αγκυρα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της Ιστορίας

Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, λένε. Κανένας δεν είναι προφήτης στον τόπο του. Ούτε ο Μίλαν Κούντερα. Μόλις τώρα, είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της «Aβάσταχτης Eλαφρότητας του Eίναι», το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη γενέθλια χώρα του, την Τσέχία (τότε Τσεχοσλοβακία). Και, ναι, βρίσκεται στο όριο να γίνει μπεστ σέλερ, αφού πωλούνται εκατό αντίτυπα κάθε μέρα. Ετσι, ένα βιβλίο που όταν γράφτηκε είχε τεράστια σημασία, και αν είχε εκδοθεί τότε θα είχε κάνει διαφορετική αίσθηση, βγαίνει τώρα που μόνο ως «παρελθόν» και ίσως ακόμη- ακόμη και «γραφικό παρελθόν» μπορεί να το δει κανείς. Το μυθιστόρημα, από τα πολύ δυνατά έργα του Κούντερα, παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στην εξεγερμένη Tσεχοσλοβακία του 1968 και έγινε ταινία από τον Aμερικανό σκηνοθέτη Φίλιπ Kάουφμαν, με τους Nτάνιελ Nτέι Λιούις και τη Zιλιέτ Mπινός. Φυσικά, είχε απαγορευτεί από τις κομμουνιστικές αρχές της χώρας. Η έκδοσή του τώρα, είναι ένα από τα παιχνίδια που παίζει καμιά φορά η Ιστορία, ενδυναμώνοντας ή (όπως στην περίπτωσή μας) αποδυναμώνοντας κείμενα, γεγονότα, ανθρώπους.
H πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε στα γαλλικά και οι Tσέχοι έπρεπε να περιμένουν έως τώρα για να το διαβάσουν στην πρωτότυπη εκδοχή του στη γλώσσα τους. Kαι ενώ το πρωτότυπο είχε γραφτεί στα τσέχικα, κάποια μέρη του χάθηκαν. Eτσι ο Kούντερα αναγκάστηκε παραδόξως να το μεταφράσει από τα γαλλικά στη μητρική του γλώσσα.
O ίδιος διαψεύδει διά του εκπροσώπου του ότι καθυστέρησε την έκδοση «λόγω εχθρικών αισθημάτων έναντι της χώρας. Παρόλο που αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη εδώ, ο ίδιος μου έχει πολλές φορές ότι είναι εντελώς ανοησία» είπε ο αντ' αυτού. Ακόμα μια μητριά- πατρίδα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Γιάννης Ρίτσος, «Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι»






«Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.Χ.- εξίσου πιθανόν/ το 903 μ.Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος/ στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα. Επάγγελμα μου: λόγια».
Χρονολογία της γέννησής του: 1909. Ξημερώνοντας Πρωτομαγιά, στη Μονεμβάσια της Λακωνίας. Εσπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω». Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Έδωσε θέση «στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,/ στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα/ που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες,/ στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση». Το όνομά του, Γιάννης Ρίτσος



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ


«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο»

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας στις 1/14 Μαΐου 1909. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας που σύντομα ξέπεσε. Έχασε τον αδερφό του και τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ σε πέντε χρόνια προσβλήθηκε και ο ίδιος από την ανίατη για την εποχή ασθένεια. Νοσηλεύθηκε στη «Σωτηρία», όπου ήρθε σε επαφή με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής και σε άλλα σανατόρια και ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες. Ο πατέρας του και η μία από τις αδερφές του, νοσηλεύθηκαν αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο (Δαφνί).

Δούλεψε στο θέατρο ως ηθοποιός και χορευτής και σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1934 και είχε τον τίτλο «Τρακτέρ». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής.

Ακολούθησαν περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και πεζά, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων ποιητών. Πολλές είναι οι ποιητικές συλλογές που άφησε ανέκδοτες. Κάποιες από αυτές εκδόθηκαν ήδη, ενώ έχει προγραμματισθεί η έκδοση και των υπολοίπων. Ανάμεσά τους είναι τα έργα «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Πέτρινος χρόνος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Μαρτυρίες», «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Ερωτικά», η εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων», «Το τερατώδες αριστούργημα» , «Ιταλικό τρίπτυχο», «Μονοβασιά» κ.α.

Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και ως μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο, στον Αη- Στράτη. Η απριλιανή χούντα του 67 τον συλλαμβάνει και πάλι και τον στέλνει στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.

Οι πολιτικές περιπέτειες δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για το έργο του. Χειρόγραφά του καταστράφηκαν δύο φορές, μία κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και μία κατά τη διάρκεια των δεκεμβριανών, ενώ επί χρόνια ολόκληρα η ποίησή του δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες του. Απαγορεύονταν οι εκδόσεις έργων του όσο ήταν εξόριστος ή σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.

Παντρεύτηκε το 1954 την γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου από τη Σάμο. Το 1955 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του Έρη.

Το 1956 τιμήθηκε με το α’ κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Πήρε επίσης πολλά βραβεία, μετάλλια και παράσημα, και ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πολλοί δήμοι τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Οι φιλοσοφικές σχολές των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθήνας τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα, όπως και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού.

«Έφυγε» στις 11 Νοεμβρίου 1990 και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.




ΤΟ ΕΡΓΟ


«Το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του»


Η ποίησή του δημιουργήθηκε με τα θεμέλια του αιώνιου. Σαν τους αρχαίους ναούς, που δεν είχαν τέλος, παρά μόνο διάρκεια, που είχαν βαθιά θεμέλια και τέλεια σμιλεμένα και δεμένα αρχιτεκτονικά μέλη. Ο Γιάννης Ρίτσος «έχτιζε» για την αιωνιότητα. Κατείχε όλα τα μυστικά του μεγάλου τεχνίτη και μαζί είχε τη σφραγίδα του θείου ταλέντου. Η ακαταπόνητη εργατικότητά του ήταν επίσης καθοριστική.

Βεβαίως, υπάρχει και η ασχήμια. Δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια απέναντί της. Ήθελε πάντοτε να την αντιπαλεύει, όπως και την ήττα, τον θάνατο. Να της αντιτάσσει ό,τι θησαύριζε στις καθημερινές εκστρατείες του στον κόσμο των μικρών και των μεγάλων.

Η ποίηση, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα», ήταν μια ασπίδα που σμίλεψε πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Ο ποιητής έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος», για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα, των οποίων όμως η πνοή ήταν απαράμιλλη.

Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Ετοίμαζε μέσα του τη δημιουργία του. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε.»)




Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος. Αριστερός, με την παλιά έννοια, όταν ο όρος αυτός σήμαινε ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, αφού πριν, στα σανατόρια απ’ τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο) σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίσθηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.

Επιθυμούσε τη δημιουργία του φωτιά ζωογόνο, εξυγιαντική, την ήθελε αεικίνητη και ταλαντευόμενη, πράξη Εξομολόγησης και Ηδονής, να του επουλώνει τις πληγές και να μετριάζει τη μοναξιά, που αύξαινε όσο αύξαινε και η δόξα. Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με κείνην. Ήταν ταγμένος και στα δυό.


Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές δημιουργίες του να μην συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύεις ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς.

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ


«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»


Τέσσερις μόνο μέρες χρειάστηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να ολοκληρώσει τη σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Από τις 14 έως τις 17 Ιουνίου του 1956, σχεδόν απνευστί, ο ποιητής δημιουργεί το σπουδαιότερο ίσως έργο του. Σε ολόκληρη τη θητεία του προετοίμαζε την έκρηξη αυτή, τη βαθύτατη κατάδυση στους κόσμους του «είναι».

«Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο πρώτος μιας σειράς ποιητικών- θεατρικών μονολόγων που θα στεγαστούν υπό τον τίτλο «Τέταρτη Διάσταση», σε ένα κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας. «Το θάμβος και η ματαιότητα, η πίστη, το πάθος και ο σκεπτικισμός, η αποδοχή του κόσμου και η κριτική, η αυτοσυμπάθεια και η αυτοκριτική συνυπάρχουν» όπως σημειώνει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη.

Όταν τη γράφει, ο Γιάννης Ρίτσος είναι 47 ετών. Έχει καταδυθεί στον πυρήνα της ύπαρξης και γνωρίζει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Επίσης, έχει κατακτήσει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ακριβώς το σημείο στον πήχη όπου μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος και το μέγεθος της ποιητικής του πνοής. Εντυπωσιασμένος ο Λουΐ Αραγκόν, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και διανοητής , θα μιλήσει για «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας» που ένιωσε διαβάζοντας το ποίημα.


Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο.




Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»


«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»

Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Αρμονία, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Γιάννης Ρίτσος, μικρό ανθολόγιο









Δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται το Σάββατο από την αποδημία του Γιάννη Ρίτσου παρά δήμον ονείρων. Εν αρχή ην το έργο του. Θα ακολουθήσει και αναφορά στη ζωή και στη δημιουργία του.
«Εαρινή Συμφωνία»

ΧVIII

Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ’ την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.

Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.

Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ’ την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ’ αγκαλιάσεις.

Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.

Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ’ το βάρος των ανθών και των φύλλων του.

(1937- 1938)

Από τη συλλογή «Μετάγγιση» («Ιταλικό τρίπτυχο»)
25

Οι ωραίοι οι μόνοι οι ανυπεράσπιστοι
οι σιωπηλοί οι περήφανοι
αυτοί που ερωτεύονται τ’ αγάλματα.


Φλωρεντία, 31. V. 76



Μόνος με τη δουλειά του

Όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
ήταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν ήταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε-
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κι η ράχη του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
ήταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
(«Μαρτυρίες, Α’», 1957- 1963)


Περίπου

Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;

(«Μαρτυρίες, Β’» 1964- 1965)


Ο χώρος του ποιητή

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα στο παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τα γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, -ψιθύρισε μόνος του-
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

(«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963)


Ο Ηρακλής κ’ εμείς

Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι
από πάνω:-
ο γερο- Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·
ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του
Ερμή, ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ‘μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: -την τρικλοποδιά·
-με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και
στα Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας
μόνο θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου
δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες
περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες,- πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι,-
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο
τον Ξενοφώντα.

Λέρος 23, ΙΙΙ. 68

(«Επαναλήψεις, Β’»)



Τα στοιχειώδη

Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:

Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;

Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.

(«Διάδρομος και σκάλα», 1970)


Υαλογραφία λουτρού

Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις- ψιθύρισε- εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.

Αθήνα, 28. ΙΧ.72

(«Γραφή τυφλού»)


Μουσείο Βατικανού

Ντα Βίντσι, Ραφαήλ, Μικελάντζελο, -πώς κλείσαν
τους πιο μεγάλους ουρανούς στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο
ανθρώπινο σώμα,
νύχια ποδιών και χεριών, φύλλα και άστρα, θηλές, όνειρα, χείλη,-
το κόκκινο και το γαλάζιο· το απτό και το ασύλληπτο. Απ’ το
άγγιγμα ίσως
αυτών των δυο δαχτύλων να γεννήθηκε και πάλι ο κόσμος. Η απόσταση
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δάχτυλα μετράει με ακρίβεια ακόμη
την έλξη της γης και τη διάρκεια.

Δεν αντέχω- είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.

Ρώμη, 18. IX. 78

(«Ο κόσμος είναι ένας», από το «Ιταλικό τρίπτυχο»)


Από τη «Μικρή σουΐτα σε κόκκινο μείζον» («Τα ερωτικά»)

Ανεξάντλητο- λέει-
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ο ουρανός-
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.


Αθήνα, 6. ΙΙ. 80


Από τη συλλογή «Γυμνό σώμα», 1980 («Τα ερωτικά»)


Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.


******

Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;


******


Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.


Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

*****


Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.


Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)

Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Αθήνα, 16. ΙΙ. 81


Από τη συλλογή «Δευτερόλεπτα»
46

Ο χορευτής που πηδούσε απ’ το παράθυρο
σαν Άγγελος,
τώρα γονυκλινής
ικετεύει το Θεό
για ένα πορτοκάλι.

Αθήνα, 5. Χ. 88

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση





Τους έβλεπα να χάνονται ένας- ένας τα απογεύματα της Κυριακής. Να φεύγουν συναδελφωμένοι, πάνω και πέρα από τα καθημερινά, πάνω και από τα ξεχωριστά, μικρά ή μεγάλα. Αν κανείς τους ξέμενε πίσω, από αρρώστεια ή κανένα μικροτραύμα, καθόταν αγκαλιά με το ραδιόφωνο σ’ αναμμένα κάρβουνα, περιμένοντας: τι θα κάνει η αγαπημένη του ομάδα; Τι θα κάνουν οι αντίπαλοι; Τι θα του πουν οι φίλοι όταν έρθουν;
Δεκαετία του ’60, το ποδόσφαιρο ήταν, όπως και ακόμα είναι, θεός, αλλά τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση. Οι περιγραφές γίνονταν απ’ τα ερτζιανά, τα πράγματα ήταν απείρως πιο αθώα, οι πατεράδες έπαιρναν κι εμάς τα κορίτσια στο γήπεδο ελλείψει γιων. Πώς γύρισα τόσο πίσω; Με το βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου «Εντός και εκτός έδρας»! Ή, μάλλον, με τη θαυμαστή του ατμόσφαιρα, από εποχές και περιοχές μεγάλης αθωότητας θεατών και παραγόντων.
Υπότιτλος: «το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση». Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, ενωθείτε, που θα έλεγε και ο Κάρολος (ή και παραμερίστε, γιατί «περνά ο Μεγάλος Αγιαξ»). Μη φανταστείτε όμως ότι θα συναντήσετε στίχους περιγραφικούς ή και αποθεωτικούς. Κάθε άλλο. Ακόμα και για οντολογικές ανησυχίες έχει χώρο. Μανώλης Αναγνωστάκης: «το ματς της ζωής του είχε τελειώσει- τώρα έπαιζε την παράταση». Ή ο Γιάννης Πατίλης: «Κυριακή βράδυ...//φτιαχτό πάλι το ματς/ κι ένα σωρό να τρέχουν/ να γυρεύουν πίσω την ψυχή τους.»
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι αληθινός λάτρης του ποδοσφαίρου, με την αγνότητα και το πάθος μικρού παιδιού. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να ανασύρει από το σύνολο της ελληνικής ποίησης διαμαντάκια που να αφορούν στο άθλημα και να μας τα παραδώσει με τα δικά του σχόλια, τη δική του κατηγοριοποίηση, τις δικές του επισημάνσεις. Από τη γενιά του ’30 και μέχρι σήμερα, λέει ο ποιητής, το ποδόσφαιρο επέδρασε στη δημιουργία πολλών ομοτέχνων του (και στη δική του φυσικά). Αυτή την επίδραση επιχειρεί να μας δείξει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και διανθίζοντας το κείμενό του με μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων. Και μη φανταστείτε ότι βλέπουν όλοι οι παρουσιαζόμενοι με συμπάθεια το συγκεκριμένο άθλημα.
Δουλειά μυρμηγκιού, είναι η δουλειά που έκανε ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Με αφοσίωση, όπως πάντοτε, έψαξε, βρήκε, παρέθεσε, σχολίασε. Με την αγνότητα ενός φιλάθλου και την αισθαντικότητα ενός ποιητή.
Να μη ξεχάσω να σας πω δυο λόγια και για το προηγούμενο βιβλίο, του, το «Ιστορικό κέντρο», αν και καμία σχέση δεν έχει με αυτό. Αποτελεί, όμως, κατάθεση ψυχής, και τα κείμενα αποτελούν σάρκα από την ποιητική του σάρκα και αίμα από το ανθρώπινο αίμα του. Τόσο μικρά κείμενα με τόσο μεγάλη δύναμη! Και βέβαια, αν κάποιος θέλει να τον γνωρίσει όχι στα τόσο σημαντικά του πάρεργα μα στην σημαντικότερη ακόμα ποίησή του, ας ψάξει στα βιβλιοπωλεία τις ποιητικές του συλλογές. Για μία από αυτές μάλιστα, το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο ποίησης. Ενας σπουδαίος, αυθεντικός, τρυφερός, μοναδικός ποιητής.

«Εντός και εκτός έδρας», εκδόσεις «Καστανιώτη»«Ιστορικό κέντρο», εκδόσεις «Καστανιώτη»

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Το βραβείο Μπαλκάνικα στη Μάρω Δούκα




Αν σεμνύνεται για ένα βραβείο η Μάρω Δούκα, αυτό είναι το βραβείο Καζαντζάκη, το οποίο της έδωσε η γενέτειρά της Κρήτη για την «Αρχαία σκουριά». Το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για την «Πλωτή πόλη», πάντως, το αρνήθηκε. Σήμερα, ένα άλλο βραβείο, βαλκανικών διαστάσεων, έρχεται να υπενθυμίσει ότι αν είσαι συνεπής με τη δουλειά σου, οι επιβραβεύσεις σε ακολουθούν έστω και αν δεν τις επιδιώκεις στο ελάχιστον. Διότι όλοι γνωρίζουμε πως η συγγραφέας είναι αποτραβηγμένη κατ’ επιλογήν της από δημόσιες σχέσεις και ευτελείς συναναστροφές.
Το βραβείο «Μπαλκάνικα», λοιπόν, απονεμήθηκε φέτος σε εκείνην για το βιβλίο της «Αθώοι και φταίχτες». Είναι μια διάκριση που ως πρακτικό αποτέλεσμα έχει τη μετάφραση του κάθε βραβευμένου βιβλίου σε βαλκανικές γλώσσες. Η συγγραφέας, που έτσι κι αλλιώς είναι πολυδιαβασμένη στην Ελλάδα και έχει μεταφραστεί και στο εξωτερικό, θα διαβαστεί αυτή τη φορά από τους γείτονες για κάποιους από τους οποίους, και συγκεκριμένα τους Τούρκους (τους Τουρκοκρητικούς για την ακρίβεια) γράφει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρεται συνοπτικά στη σχέση που έχουν η Ιστορία και η Πολιτική με το έργο της Μάρως Δούκα: «Από την πρώτη εμφάνισή της στα νεοελληνικά γράμματα, με την Πηγάδα το 1974 και το Που ΄ναι τα φτερά το 1975, η Μάρω Δούκα εξέφρασε σαφώς την επιλογή της να παρακολουθήσει την κίνηση της πραγματικότητας, η οποία προχωράει "σα ρολόι" - κατά τον Κάφκα, καταγράφοντας τις εκτροπές και τις παραμορφώσεις της, προσωπικές και κοινωνικές, που ορίζουν την ιδιαιτερότητα των ανθρώπων» σημειώνει. «Από τη νουβέλα στο διήγημα (Καρέ Φιξ) και στη συνέχεια στο μυθιστόρημα, σε μια πρώτη ανάγνωση κυρίαρχη είναι η Ιστορία. Από την Πηγάδα και την Αρχαία Σκουριά της δικτατορίας στο Εις τον πάτο της εικόνας του μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του '80 και την Ουράνια μηχανική του τέλους του αιώνα και στο βυζαντινό Ένας σκούφος από πορφύρα, η Ιστορία δεν αποτελεί το υπόβαθρο της πλοκής, αλλά ένα χωριστό πρόσωπο, που κινείται αυτόνομα και έχει τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα των υπολοίπων. Συμπορευόμενη με την πολιτική, η Ιστορία καθορίζει τη μοίρα των ηρώων της Δούκα, ακόμα και στα λιγότερο πολιτικά της έργα, όπως η Πλωτή πόλη που αφηγείται την ιστορία ενός αδιέξοδου έρωτα.»
«Αθώοι και φταίχτες»: Γενάρης του 2002 στα Χανιά.Ένας ξένος περιπλανιέται στα παλιά. Τα κτίσματα, οι δρόμοι, οι τάφοι, τα γεγονότα. Μια γυναίκα δέχεται ένα ανώνυμο τηλεφώνημα. Ένας άλλος μοχθεί με τις εμμονές και τις εικόνες του. Το πτώμα μια νεαρής σ’ ερημική παραλία. Συνθήματα στους τοίχους, οι πολιτισμοί, που συμπλέκονται, η ζωή, που επιμένει. Όλα αλλάζουν, αλλά και κάτι μένει που λιμνάζει. Φιλίες, αειθαλή δέντρα, έρωτες. Το αίμα. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιασμένο. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι μετανάστες. Ένας αυτόχειρας, ένα πηγάδι. Ο αστυνόμος, που θυμάται. Αλλά το παρελθόν δεν είναι τόπος. Αθώοι και φταίχτες στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας.
Η Μάρω Δούκα μόλις μας έδωσε και μιαν αναθεωρημένη εκδοχή του μυθιστορήματός της «Εις το πάτο της εικόνας» (εκδόσεις Πατάκη) με αλλαγές που έχουν το δικό τους νόημα, τη δική τους σημασία.

Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

«Η γυναίκα που πετάει» του Μένη Κουμανταρέα



Ενα βιβλίο δεν μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή- λένε. Ακόμη κι αν είναι έτσι, (γιατί φορές- φορές αμφιβάλλω) μπορεί να αλλάξει πολλά σημεία και στοιχεία της ζωής σου. Ας πούμε, «Η γυναίκα που πετάει» του Μένη Κουμανταρέα, με το που εμφανίστηκε άλλαξε άρδην τις λίστες με τα «Ευπώλητα» στέλνοντας, μαζί με κάποιες άλλες νέες εκδόσεις, κάποια εξωτικά παπαγαλάκια της λογοτεχνίας σπίτια τους- όπου και ελπίζω να μείνουν. Α, ναι. Ενα βιβλίο μπορεί να είναι άριστο και να μην είναι στα ευπώλητα. Οπως και το αντίθετο, όμως.
Εν πάση περιπτώσει, στο προκείμενο. Στο νέο βιβλίο ενός παλιού και καλού συγγραφέα. Ο παλιός ήταν αλλιώς, λέει ο Βιβλιοφάγος. Θα το συμμεριστώ. Ευτυχώς που ήταν αλλιώς, θα πω μάλιστα. Διότι έτσι το κάθε νέο βιβλίο του (και τους, των παλιών,) ήταν και είναι γεγονός.
«Η γυναίκα που πετάει». Αυτοβιογραφία και επινόηση, όλα δουλεμένα με τη μαστοριά του άριστου τεχνίτη. Χλωμά πρόσωπα του παρελθόντος, αρχοντικοί άνθρωποι, με τις ευαισθησίες και τις σκληρότητές τους, θύτες και θύματα- όλα τυλιγμένα στην αχλύ του μύθου. Πρόσωπα του παρόντος, σύγχρονα, συναντούν τον συγγραφέα και τον γοητεύουν με τις ζωές τους, ή μάλλον με μέρη από αυτές. Η Αθήνα, των περασμένων δεκαετιών, η Κυψέλη, η πλατεία Βικτωρίας, με χρώματα απαλά, «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές». Και όλα να έχουν άρωμα, ταυτότητα, ομορφιά, εσωτερική ή εξωτερική αδιάφορο.
Βυθιζόμουν στις σελίδες με την τόσο γνώριμη ατμόσφαιρα, αυτή μιας λογοτεχνίας που επιμένει στις αρετές τις οποίες διδάχτηκε και στις άλλες, τις οποίες κόμισε και αισθανόμουν ασφάλεια. Ενιωθα να έχει νόημα η λογοτεχνία, που τόσες φορές επιχειρήθηκε να ευτελιστεί, να ξεπέσει. Την έβλεπα χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, να περπατά στον κεντρικό δρόμο της Μικρής μας Πόλης, σεμνή, ανιδιοτελής και σοβαρή, όπως πρέπει να είναι. Και συγκινήθηκα. Οχι ως άνθρωπος, ως αναγνώστρια. Με αισθητική συγκίνηση.
Πρόκειται για ένα βιβλίο θαυμάσιο- με τα δικά του, βεβαίως, τρωτά σημεία. Τα κείμενα με το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο είναι μακράν καλύτερα και μεστότερα των υπολοίπων (τα οποία σε μερικά σημεία θα μπορούσαν να ήταν και μικρότερα) με αποκορύφωμα την ίδια την ομότιτλη ιστορία. Η γιαγιά Αγγελική θα ήταν πανάξια ηρωίδα ενός μυθιστορήματος από τον εγγονό. Δεν είχε τις δυνάμεις; Δεν είχε τη δύναμη; Δεν θέλησε; Ο,τι και να είναι, το «αίμα» των ηρώων του κυκλοφορεί στις σελίδες της Γυναίκας που πετάει και τις κρατά θερμές.
Μονάχα μια προσωπική παρατήρηση, την οποία, ομολογώ, κάνω γιατί κάτι μέσα μου (και όχι αυτό στο οποίο θα σταθώ) «κλώτσησε» στο πρώτο διήγημα, τα Χιόνια του Δεκέμβρη. Ο μικρός πρωταγωνιστής είναι απίθανο να γνώριζε πως ο Γιάννης Ρίτσος συνεργαζόταν με τον Ριζοσπάστη, διότι μία και μοναδική φορά ο ποιητής υπέγραψε χωρίς ψευδώνυμο, κατά τη δημοσίευση τριών ασμάτων του Επιταφίου, τον Μάιο του 1936 οπότε και ο νεαρός μάλλον δεν ήξερε ούτε γραφή, ούτε ανάγνωση.
Η εικονογράφηση του Χρόνη Μπότσογλου εξαιρετική.

Εκδόσεις Κέδρος.