Νοέλ Μπάξερ
Από τα κείμενά της για την ανεργία
Ο νόμος της γονικής βαρύτητας αφορά και την Πολιτεία. Αφορά την σχέση της με την αμέσως επόμενη γενιά-Πολιτεία που θα τη διαδεχθεί.
Η επόμενη Πολιτεία θα έχει πάρει γονιδιακά χαρακτηριστικά της δικής μας Πολιτείας, όμορφα και λιγότερο όμορφα. Φοβούμαι πως ίσως έχει να πάρει και κάποια αναπηρία.
Μαζί με τα κινητά και ακίνητα, η αυριανή Πολιτεία που ήδη κυκλοφορεί σήμερα με καροτσάκι μπεμπέ, όταν ενηλικιωθεί θα έχει να κληρονομήσει επίσης νούμερα στατιστικά και ένα βαρύ ντοσιέ με φωτογραφίες ανέργων προγόνων.
Παίζοντας η μικρή Πολιτεία την «μεγάλη», αν μιμείται μια άνεργη Πολιτεία δεν θα μας βγει σε καλό. Τα παιδιά κάνουν το λάθος να κοπιάρουν κάθε τι «κακό» που βλέπουν. Μια άνεργη Πολιτεία δεν αποτελεί το σωστό μοντέλο. Ας ελπίσουμε ότι η μικρούλα θα διακρίνει στην Πολιτεία-μαμά της το καλό, το υγιές μοντέλο μιας Πολιτείας που εργάζεται και προκόβει.
Πέρα από μοντέλο προς μίμηση, η σημερινή Πολιτεία θα λειτουργήσει κι ως γονικό πρότυπο για την επόμενη χρονικά Πολιτεία. Συνειδητά, υποσυνείδητα και ασυνείδητα, η επόμενη Πολιτεία μας θα αντιγράψει από το πώς βάζει τα παπούτσια της η τρέχουσα Πολιτεία ως το πώς φροντίζει τα παιδιά της. Από το γονικό πρότυπο της μικρούλας Πολιτείας επομένως εξαρτάται η ψυχική υγεία της και η ψυχική υγεία μας.
Δεν θέλω να σας αγχώσω ούτε να σας πιέσω αλλά ήδη, αυτή την στιγμή, η Πολιτεία των παιδιών μας με επιτόπου πηδηματάκια για ζέσταμα στον στίβο της ζωής αναμένει να παραλάβει την σκυτάλη που θα της παραδώσει ασθμαίνουσα η Πολιτεία που τρέχει τώρα. Πάνω στην σκυτάλη είμαστε γαντζωμένοι κι όλοι εμείς, άνεργοι και μη. Μη ακόμη άνεργοι.
Σκέψη στο περιθώριο
Έχει ανοιχθεί τραπεζικός λογαριασμός για την επόμενη Πολιτεία, για όταν μεγαλώσει.
Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011
Παρασκευή, Μαΐου 13, 2011
Μεγαλύτερο κι από το αίνιγμα της Σφίγγας
To be or not to be; that is the question.
Αν και πουθενά δεν υπάρχει ερωτηματικό, παρά άνω τελεία, ο στίχος του Σαίξπηρ θεωρείται ένα από τα κορυφαία ερωτήματα όλων των εποχών. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να υπάρχει ή να μην υπάρχει; Αυτές και άλλες πολλές μεταφραστικές εκδοχές, συμπληρώνονται με το «ιδού το ερώτημα». Σε άλλη απόδοση, «αυτό είναι το ζήτημα».
Ο «Αμλετ», και ιδίως η τραγική Οφήλια, (και όχι Οφηλία όπως την έχουμε μεταφέρει στη γλώσσα μας) ήταν χαρακτήρες συναρπαστικοί ήδη από την εφηβεία μου. Τι να περιμένει κανείς, άλλωστε, όταν ως παιδί θελγόμουν υπερβολικά από την «Τρελή μάνα» και τη «Φαρμακωμένη» του Σολωμού, αλλά και από τις ελληνικές παραλογές- με τόσο δράμα στο επίκεντρό τους.
Έχοντας απορρίψει πολύ νωρίς την ιδέα να γίνω γιατρός και μάλιστα παιδίατρος, διότι ναι, ήθελα να βοηθώ τα παιδάκια, όμως τρόμαζα στη θέα των υλικών της ανατομίας και εφρικίαζα στη σκέψη πως θα έπρεπε να εξασκηθώ σε σώματα νεκρών, το αποφάσισα: θα γινόμουν καθηγήτρια. Καθώς δεν μπορούσα να γιατρεύω τα παιδιά, θα «γιάτρευα» τις ψυχές τους, μεταδίδοντάς τους γνώση. Σε μια άλλη γλώσσα, όχι στην ελληνική, στην οποία πρέπει να πω ότι διέπρεπα: οι έλεγχοι και τα απολυτήριά μου είχαν, συνήθως, άριστα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, (αν και όχι και στα λατινικά), στην ιστορία, στην έκθεση- τότε τη μετρούσαμε ξεχωριστά. Προτίμησα την αγγλική, επειδή ήταν η γλώσσα του Σαίξπηρ.
Ετσι, η γλώσσα και η ιστορία της τέως θαλασσοκράτειρας, τέως κοσμοκράτειρας, της ξιπασμένης και σνομπ αλλά και πολυαγαπημένης αριστοκρατικής Μεγάλης Βρετανίας, έγινε το αντικείμενο των σπουδών μου. Ισως, καθόλου τυχαία, σκεφτόμουν εκ των υστέρων. Ηδη στα εννιά μου, θυμάμαι τον εαυτό μου στην πρώτη απόπειρα να διδάξει αγγλικά. Ήμασταν στο δημοτικό σχολείο Ωραιών, στην Εύβοια, όπου και έλαβα τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές μου, η δασκάλα έπρεπε να φύγει για λίγο, κι εγώ, για να απασχολήσω τους συμμαθητές μου, άρχισα να τους μαθαίνω το πρώτο βοηθητικό ρήμα που διδάσκεται κάποιος σε αυτή τη γλώσσα, το ρήμα to be.
Προφανώς, λοιπόν, μού άρεσε πολύ να μεταδίδω τις γνώσεις μου, και μάλιστα στην αγγλική. Και, όχι, δεν είχα σκοπό να γίνω σαν την «αγγλικού» του –τότε- εξατάξιου γυμνασίου. Θα ακολουθούσα ακαδημαϊκή καριέρα. Οπωσδήποτε!
Η έκφραση ΔΝΤ- Δεν Νομίζω Τάκη δεν υπήρχε τότε. Οι γονείς μου, με υποστήριζαν σε κάθε απόφαση. Οι αδερφές μου είχαν μοναδικό πρόβλημα τι θα γινόταν όταν θα έφευγα για μεταπτυχιακό- διότι θα το έκανα στην Οξφόρδη ή στο Καίμπριτζ. Αλλιώς, τι νόημα είχε; Πώς θα εύρισκα τα χρήματα για αυτές τις πολυέξοδες σπουδές, ήταν επουσιώδες. Κάποιο θαύμα θα γινόταν. Η πρώτη σχολή που δήλωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις, ήταν η αγγλική φιλολογία. Και, βέβαια, πέρασα με το παραπάνω.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει, έλεγαν οι πρόγονοι. Άρχισα να εργάζομαι ήδη από το δεύτερο έτος ώστε να μαζεύω χρήματα για τη συνέχεια των σπουδών. Ήμουν 19 ετών, όταν γνώρισα τον αείμνηστο- και αξέχαστο- Φίλιππο Βλάχο, που είχε τις περίφημες εκδόσεις «Κείμενα». Συνεργαζόμουν μαζί του, «παρτ τάιμ» όπως λέμε σήμερα, βοηθώντας τον όχι με αυτά που ήξερα, αλλά με αυτά που δεν ήξερα. Δηλαδή: ο εκδοτικός του οίκος διάφορα λαϊκά μυθιστορήματα περασμένων αιώνων, έμμετρα, (στυλ Ερωτόκριτου και Αρετούσας) στα οποία δική μου δουλειά ήταν να αριθμώ στίχους (αυτό το ήξερα) και να σημειώνω άγνωστες λέξεις (να, αυτό που δεν ήξερα). Ως μέση αναγνώστρια, ήμουν ένας δείκτης για το γλωσσάρι που θα ακολουθούσε στο τέλος του βιβλίου και θα βοηθούσε τον αναγνώστη να βρει την ερμηνεία λέξεων από ντοπιολαλιές, που αγνοούσε.
H επιμέλεια εκδόσεων για έναν φιλόλογο, έστω και εκκολαπτόμενο, είναι κάτι το εξαιρετικό. Τον φέρνει σε επαφή με κείμενα άλλων ανθρώπων, εξασκεί την παρατηρητικότητά του, τις γνώσεις του, την προσοχή του. Πλουτίζει τις εκφράσεις που αποδίδουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια κάτι σε μια γλώσσα ή σε μια μετάφραση. Ακονίζει το μυαλό του με λέξεις και φράσεις, με γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα. Μια ανακεφαλαίωση, δηλαδή, σε άλλο επίπεδο, όσων μαθαίνει στη σχολή και όσων θα μάθει μετά από αυτήν. Διότι, σας διαβεβαιώ. Γηράσκεις αεί διδασκόμενος.
Τα οικονομικά προβλήματα των «Κειμένων» με έσπρωξαν στο να βρω άλλη δουλειά. Έμαθα ότι ο «Ριζοσπάστης» αναζητά συντάκτρια για να καλύπτει τον τομέα του βιβλίου και δήλωσα υποψηφιότητα. Η θητεία μου στην ποίηση από τα 12 μου χρόνια και στην πεζογραφία από τότε που έμαθα να διαβάζω, ήταν ένα εφόδιο που εκτιμήθηκε και με προσέλαβαν.
Εδώ θα πρέπει να ανοίξω παρένθεση και να πω ότι καθόλου αυτοδίδακτη δεν ήμουν στον τομέα «λογοτεχνία». Ξεκίνησα με την καθοδήγηση της μητέρας μου και των αδερφών της, να εντρυφώ στην ομορφιά των βιβλίων που γράφτηκαν ή διασκευάστηκαν για παιδιά. Ντίκενς, Ουγκώ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Κρόνιν, Μαλό, Δουμάς. Ο Σαίξπηρ ήρθε σύντομα. Αν και, στα οκτώ μου χρόνια, έγραφα διαφορετικά το τέλος κάποιων βιβλίων. Όπως ο Ολιβέρ Τουίστ και το Χωρίς οικογένεια, έτσι και ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα έπρεπε να έχουν ευτυχισμένη κατάληξη. Στη φαντασία μου, λοιπόν, τα δυο ερωτευμένα παιδιά δεν πέθαιναν. Έπαιρναν κάποιο φάρμακο που τα έριχνε σε βαθύ ύπνο και μετά ξυπνούσαν και έβλεπαν απορημένα τις οικογένειές τους να θρηνούν, οπότε όλα γύριζαν από το κλάμα στο γέλιο. Κάτι σαν το «και μετά πήγαν όλοι μαζί στην ακρογιαλιά» της υπέροχης Ίλιας- Μελίνας Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή». Παιδική στάση απέναντι στα δύσκολα.
Λίγο πριν μπω στην εφηβεία, στα 12, ανακάλυψα την ποίηση μέσω του Διονυσίου Σολωμού. Με συντάραξε. Ανθολογίες Δημοτικών Ποιημάτων κυκλοφορούσαν άφθονες. Τα έμαθα κι αυτά απέξω. Στα 15 μου είχα τη χαρά να διασταυρωθώ με τη «Γενιά του ‘70». Αυτούς που σήμερα αποκαλώ παιδικούς μου φίλους. Τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, τον Θανάση Νιάρχο, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Βέη, τιμημένους πλέον με κρατικά και άλλα βραβεία. Εκείνοι μού γνώρισαν τη «Γενιά του ‘30» όπως και την παγκόσμια ποίηση. Κλείνει η παρένθεση.
Βλέπουμε πως όλα τα εφόδια που διαθέτει κανείς στη ζωή του, βοηθούν να γίνεται καλύτερος σε ό,τι επιλέγει ως ασχολία, ακόμη και ως βιοποριστικό επάγγελμα. Και μάλιστα, από την πείρα μου σας το λέω, μαθαίνεις καλύτερα κάποιον ειδικό τομέα που αγαπάς. Επειδή η γνώση κατακτάται σαν να είναι παιχνίδι. Με αυτό τον τρόπο, εμβαθύνεις σε θέματα που σε ενθουσιάζουν και δεν κάνεις αγγαρεία. Ο,τι κερδίζεις, το κερδίζεις με κέφι- άρα, προχωράς γρήγορα και αποτελεσματικά.
Οι νεαροί συντάκτες και τότε και τώρα δεν έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται μονάχα με το δικό τους ρεπορτάζ. Όταν είσαι «στραβάδι» κατά το κοινώς λεγόμενο, κάνεις ό,τι σου ζητήσουν. Από θέατρο, κινηματογράφο, λίγα εικαστικά, μέχρι και υπουργείο Πολιτισμού. Σε όλα σε βοηθούν οι γνώσεις σου, η γενική σου παιδεία. Αν δεν διαθέτεις, ζήτω που κάηκες. Θα πεις, ας πούμε, ενημερώνοντας τον αρχισυντάκτη σου, «έρχεται κάποιος Μπαρίσνικοφ» όπως είπε κάποτε νεαρή συνάδελφος. Αν εκείνος ξέρει ποιος είναι ο Μπαρίσνικοφ, θα εισπράξεις κατσάδα. Αν δεν ξέρει, θα την εισπράξεις την επομένη, που οι άλλες εφημερίδες θα το έχουν μεγάλο θέμα, γιατί δεν τον ενημέρωσες σωστά. Έτσι κι αλλιώς, δεν τη γλυτώνεις…
Φυσικά, έκανα και τα υπόλοιπα ρεπορτάζ και μάλιστα με χαρά. Αλλά καλύπτοντας τον δικό μου τομέα, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσά τους, κορυφαίος, ο Γιάννης Ρίτσος με τον οποίο δεθήκαμε με στενή φιλία. Χρόνια μετά τον θάνατό του έγραψα τη βιογραφία του, δουλειά που μου είχε, σε εισαγωγικά, αναθέσει τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας. Πρόσθετο κίνητρο να ασχοληθώ με την ποίησή του. Ακόμα ένα αντικείμενο για να εμβαθύνω μετά τον Σεφέρη (όχι, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, ήμουν μικρή όταν πέθανε, δεν είμαι μαθουσάλας και μη γελάτε, σας βλέπω). Στη συνέχεια, κατάφερα να συστηματοποιήσω τις γνώσεις μου για την ελληνική όπως και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ένα βήμα που είναι αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αν δεν έχει κάποιος φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο.
Η ζωή δεν είναι ποτέ όσο ρόδινη τη θυμόμαστε εκ των υστέρων. Εξ ου και μια ακόμη προσθήκη στα ήδη φορτωμένα καθήκοντά μου. Επρεπε να παρακολουθώ τους έκτακτους –όπως θα λέγαμε σήμερα τους συμβασιούχους- του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε και Επιστημών. Ανήκαν κατά πλειονότητα σε επιστημονικούς κλάδους, δηλαδή στους κλάδους των αρχαιολόγων και των μηχανικών.
Για να καλύπτεις αυτό το ρεπορτάζ πρέπει να είσαι εξοικειωμένος με την ορολογία, όπως και να έχεις στοιχειώδεις γνώσεις μυθολογίας, ιστορίας και περιοδολόγησης. Αλλοίμονό σου αν κάποιος σού πει ότι το τάδε μνημείο είναι ρωμαϊκό κι εσύ γράψεις ελληνιστικό. Μπορεί να φαίνεται μικρό το λάθος, αλλά το πρόβλημα προσωποποιείται αυτομάτως. Τον βγάζεις αγράμματο. Επομένως, μην περιμένεις άλλη είδηση. Και, ναι, περίμενε κατσάδα.
Η οίκοθεν παιδεία μου, χρειάστηκε κι εδώ. Όταν ξεκίνησα το σχολείο, ο πατέρας μου με είχε εφοδιάσει με ένα έργο περίφημο για τη δεκαετία του ’60, τη Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία του Ζαν Ρισπέν. Την έχω ακόμη, σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, πλάι σε εκείνη του Ι.Θ. Κακριδή, που απέκτησα αργότερα. Είχα επομένως μια πρώτη «θερμή» εισαγωγή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που μετατράπηκε σύντομα σε λατρεία για την ελληνική αρχαιότητα. Στη συνέχεια, διάβασα πολλά για το Βυζάντιο, όπως και για τη νεώτερη Ελλάδα. Όλα τα χρειάστηκα.
Περισσότερο, χρειάστηκα τα μαθήματα αρχαιολογίας από αγαπημένους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Ανάμεσά τους, ο Βασίλειος Λαμπρινουδάκης και ο Γεώργιος Κορρές. Τους συνάντησα και τους δύο κατόπιν, ιδίως όταν άρχισα να παρακολουθώ Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Εκεί μέσα, σε αυτές τις ατέλειωτες, πληκτικές συχνά συνεδριάσεις, εξασκούσα στην πράξη όσα είχα μάθει στο Πανεπιστήμιο. Χάρη σε αυτές τις γνώσεις, μπορούσα να στηρίξω τις θέσεις μου για τη σωτηρία κάποιων μνημείων (το άλφα και το ωμέγα κάθε… Κασσιανής, όπως αποκαλούμε τους εαυτούς μας οι συντάκτριες του ΚΑΣ). Χάρη σε αυτές, έμαθα περισσότερα, κατάφερα να αποκτήσω άποψη για το σοβαρό και το μη σοβαρό, για το πρωτεύον και το δευτερεύον. Ιδίως όταν πια είχα μεγαλώσει, ωριμάσει και αναγκαστεί να αλλάξω εφημερίδα, μετά από μια τραυματική κομματική διάσπαση.
Στο «Εθνος» διαδέχτηκα με δική της πρόταση, την συνάδελφο Σοφία Ταράντου, που είναι και αρχαιολόγος, και θρύλος για τις επιτυχίες της, στο αρχαιολογικό ρεπορτάζ. Εκείνη κράτησε την υψηλή εποπτεία και την ευθύνη του καλλιτεχνικού τμήματος. Ένας παραπάνω λόγος, να βγάλεις ασπροπρόσωπους τους ανθρώπους, είναι όταν σε εμπιστεύονται.
Εδώ και μερικά χρόνια, το διαδίκτυο εισέβαλε στη ζωή μας. Τότε, μου χρειάστηκαν και τα αγγλικά μου όσο ποτέ άλλοτε. Χάρη σε αυτά, ενημερωνόμουν και ενημερώνομαι για τα διεθνή επιτεύγματα στον τομέα της αρχαιολογίας, αλλά και για την πρώτη και παντοτινή μου αγάπη, τη λογοτεχνία. Επίσης, μαθαίνω όλες τις ειδήσεις σε χρόνο- αστραπή, τόσο αντίθετο με τους «αρχαιολογικούς χρόνους» όπως λέμε σατιρίζοντας τους σεβαστούς αρχαιολόγους, οι οποίοι συνήθως δεν δείχνουν να βιάζονται.
Αυτό που διδάχθηκα κατά βάση από την αρχαιολογία, είναι να τιμώ να αγαπώ και να προασπίζω τα έργα των ανθρώπινων χεριών, που έχουν μέσα τους κομμάτι από τη ζωή και κυρίως την ψυχή των ανθρώπων. Κατ’ επέκταση, τις ιδέες τους.
Αυτό που διδάχθηκα από τη λογοτεχνία, είναι να θυμάμαι πως η ζωή είναι πιο πολύχρωμη και τολμηρή από όσο μπορεί να συλλάβει οποιοσδήποτε τεχνίτης του λόγου, αλλά ότι εκείνοι τη λαμπρύνουν με τρόπο μοναδικό.
Εμαθα από όλη μου την επαγγελματική ζωή, γιατί, επαναλαμβάνω, πρέπει να γηράσκεις αεί διδασκόμενος, ότι όσα πιο πολλά γνωρίζεις τόσο πιο βέβαιος είσαι πως αυτό που γράφεις είναι κοντά στην αλήθεια. Αν και, όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο περισσότερο αμφιβάλλεις. Όμως αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Επίσης έμαθα να κοιτάζω καλύτερα τα «σημάδια». Όχι, λοιπόν, η πρώτη μου εκδήλωση επαγγελματικού ενδιαφέροντος, δεν υπήρξε η αυτοσχέδια διδαχή αγγλικών στον μαυροπίνακα μιας τάξης δημοτικού σχολείου. Λίγους μήνες πριν, τον χειμώνα που μόλις είχε περάσει, είχε γίνει το ναυάγιο της Φαλκονέρας. Είναι μια νησίδα κάπου στο Αιγαίο πέλαγος, στην οποία προσέκρουσε οχηματαγωγό πλοίο που εκτελούσε το δρομολόγιο Ηράκλειο- Πειραιάς κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Πολλοί νεκροί. Πολύς θρήνος. Και εγώ, που μόλις είχα μάθει να διαβάζω, ξεκοκάλιζα όλες τις εφημερίδες που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την ημέρα. Μερικές τις είχα δανειστεί, άλλες τις είχα αγοράσει με το πενιχρό χαρτζιλίκι. Το ίδιο έκανα από τότε σε κάθε μεγάλο γεγονός, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το 1973, Διάβαζα ό,τι κυκλοφορούσε και αναφερόταν στο θέμα. Είναι προφανές, πως η δημοσιογραφία, την οποία δεν μπορούσα να ορίσω στην ηλικία των επτά ετών ως επάγγελμα, μου άπλωνε από τότε το χέρι. Η συνεργασία με τη «Διάπλαση των Παίδων» στα 12, ξεκίνησε από την περιέργειά μου να δω πώς είναι ένα κείμενό σου όταν τυπώνεται. Τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;
Ξεκίνησα με το to be or not to be και με αυτό θα κλείσω. Χάρη στη δημοσιογραφία, κατάλαβα το βαθύτερο νόημά του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι προσγειώνεται στο Ελληνικό, στο τότε αεροδρόμιο της Αθήνας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο ρώσο ηθοποιό, που έχει παίξει, όπως και ο σερ Λόρενς Ολιβιέ, τον καλύτερο κινηματογραφικό «Αμλετ». Στη συνέντευξη που ακολουθεί επιτόπου, ο Σμοκτουνόφσκι μου αποκαλύπτει: μεγαλώνοντας σιγά- σιγά έμαθα να αντικρίζω αλλιώς τα πράγματα, να πηγαίνω στον πυρήνα των πραγμάτων. Κατάλαβα, ας πούμε, ότι το to be or not to be δεν είναι ερώτημα. Είναι αίνιγμα.
Και έτσι, κατάλαβα κι εγώ γιατί είχε δώσει έναν τόσο υπέροχο Αμλετ. Και επίσης, πόσο τυχερή ήμουν για το επάγγελμα που είχα διαλέξει.
*Το κείμενο διαβάστηκε σε ημερίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεππιστημίου Ιωαννίνων, που έγινε την προηγούμενη Τρίτη, με τίτλο "Και μετά το πτυχίο, τι;". Δεν μπόρεσα να το παρουσίασω, λόγω ανυπέρβλητης δυσκολίας. Και από εδώ, ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Αν και πουθενά δεν υπάρχει ερωτηματικό, παρά άνω τελεία, ο στίχος του Σαίξπηρ θεωρείται ένα από τα κορυφαία ερωτήματα όλων των εποχών. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να υπάρχει ή να μην υπάρχει; Αυτές και άλλες πολλές μεταφραστικές εκδοχές, συμπληρώνονται με το «ιδού το ερώτημα». Σε άλλη απόδοση, «αυτό είναι το ζήτημα».
Ο «Αμλετ», και ιδίως η τραγική Οφήλια, (και όχι Οφηλία όπως την έχουμε μεταφέρει στη γλώσσα μας) ήταν χαρακτήρες συναρπαστικοί ήδη από την εφηβεία μου. Τι να περιμένει κανείς, άλλωστε, όταν ως παιδί θελγόμουν υπερβολικά από την «Τρελή μάνα» και τη «Φαρμακωμένη» του Σολωμού, αλλά και από τις ελληνικές παραλογές- με τόσο δράμα στο επίκεντρό τους.
Έχοντας απορρίψει πολύ νωρίς την ιδέα να γίνω γιατρός και μάλιστα παιδίατρος, διότι ναι, ήθελα να βοηθώ τα παιδάκια, όμως τρόμαζα στη θέα των υλικών της ανατομίας και εφρικίαζα στη σκέψη πως θα έπρεπε να εξασκηθώ σε σώματα νεκρών, το αποφάσισα: θα γινόμουν καθηγήτρια. Καθώς δεν μπορούσα να γιατρεύω τα παιδιά, θα «γιάτρευα» τις ψυχές τους, μεταδίδοντάς τους γνώση. Σε μια άλλη γλώσσα, όχι στην ελληνική, στην οποία πρέπει να πω ότι διέπρεπα: οι έλεγχοι και τα απολυτήριά μου είχαν, συνήθως, άριστα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, (αν και όχι και στα λατινικά), στην ιστορία, στην έκθεση- τότε τη μετρούσαμε ξεχωριστά. Προτίμησα την αγγλική, επειδή ήταν η γλώσσα του Σαίξπηρ.
Ετσι, η γλώσσα και η ιστορία της τέως θαλασσοκράτειρας, τέως κοσμοκράτειρας, της ξιπασμένης και σνομπ αλλά και πολυαγαπημένης αριστοκρατικής Μεγάλης Βρετανίας, έγινε το αντικείμενο των σπουδών μου. Ισως, καθόλου τυχαία, σκεφτόμουν εκ των υστέρων. Ηδη στα εννιά μου, θυμάμαι τον εαυτό μου στην πρώτη απόπειρα να διδάξει αγγλικά. Ήμασταν στο δημοτικό σχολείο Ωραιών, στην Εύβοια, όπου και έλαβα τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές μου, η δασκάλα έπρεπε να φύγει για λίγο, κι εγώ, για να απασχολήσω τους συμμαθητές μου, άρχισα να τους μαθαίνω το πρώτο βοηθητικό ρήμα που διδάσκεται κάποιος σε αυτή τη γλώσσα, το ρήμα to be.
Προφανώς, λοιπόν, μού άρεσε πολύ να μεταδίδω τις γνώσεις μου, και μάλιστα στην αγγλική. Και, όχι, δεν είχα σκοπό να γίνω σαν την «αγγλικού» του –τότε- εξατάξιου γυμνασίου. Θα ακολουθούσα ακαδημαϊκή καριέρα. Οπωσδήποτε!
Η έκφραση ΔΝΤ- Δεν Νομίζω Τάκη δεν υπήρχε τότε. Οι γονείς μου, με υποστήριζαν σε κάθε απόφαση. Οι αδερφές μου είχαν μοναδικό πρόβλημα τι θα γινόταν όταν θα έφευγα για μεταπτυχιακό- διότι θα το έκανα στην Οξφόρδη ή στο Καίμπριτζ. Αλλιώς, τι νόημα είχε; Πώς θα εύρισκα τα χρήματα για αυτές τις πολυέξοδες σπουδές, ήταν επουσιώδες. Κάποιο θαύμα θα γινόταν. Η πρώτη σχολή που δήλωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις, ήταν η αγγλική φιλολογία. Και, βέβαια, πέρασα με το παραπάνω.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει, έλεγαν οι πρόγονοι. Άρχισα να εργάζομαι ήδη από το δεύτερο έτος ώστε να μαζεύω χρήματα για τη συνέχεια των σπουδών. Ήμουν 19 ετών, όταν γνώρισα τον αείμνηστο- και αξέχαστο- Φίλιππο Βλάχο, που είχε τις περίφημες εκδόσεις «Κείμενα». Συνεργαζόμουν μαζί του, «παρτ τάιμ» όπως λέμε σήμερα, βοηθώντας τον όχι με αυτά που ήξερα, αλλά με αυτά που δεν ήξερα. Δηλαδή: ο εκδοτικός του οίκος διάφορα λαϊκά μυθιστορήματα περασμένων αιώνων, έμμετρα, (στυλ Ερωτόκριτου και Αρετούσας) στα οποία δική μου δουλειά ήταν να αριθμώ στίχους (αυτό το ήξερα) και να σημειώνω άγνωστες λέξεις (να, αυτό που δεν ήξερα). Ως μέση αναγνώστρια, ήμουν ένας δείκτης για το γλωσσάρι που θα ακολουθούσε στο τέλος του βιβλίου και θα βοηθούσε τον αναγνώστη να βρει την ερμηνεία λέξεων από ντοπιολαλιές, που αγνοούσε.
H επιμέλεια εκδόσεων για έναν φιλόλογο, έστω και εκκολαπτόμενο, είναι κάτι το εξαιρετικό. Τον φέρνει σε επαφή με κείμενα άλλων ανθρώπων, εξασκεί την παρατηρητικότητά του, τις γνώσεις του, την προσοχή του. Πλουτίζει τις εκφράσεις που αποδίδουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια κάτι σε μια γλώσσα ή σε μια μετάφραση. Ακονίζει το μυαλό του με λέξεις και φράσεις, με γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα. Μια ανακεφαλαίωση, δηλαδή, σε άλλο επίπεδο, όσων μαθαίνει στη σχολή και όσων θα μάθει μετά από αυτήν. Διότι, σας διαβεβαιώ. Γηράσκεις αεί διδασκόμενος.
Τα οικονομικά προβλήματα των «Κειμένων» με έσπρωξαν στο να βρω άλλη δουλειά. Έμαθα ότι ο «Ριζοσπάστης» αναζητά συντάκτρια για να καλύπτει τον τομέα του βιβλίου και δήλωσα υποψηφιότητα. Η θητεία μου στην ποίηση από τα 12 μου χρόνια και στην πεζογραφία από τότε που έμαθα να διαβάζω, ήταν ένα εφόδιο που εκτιμήθηκε και με προσέλαβαν.
Εδώ θα πρέπει να ανοίξω παρένθεση και να πω ότι καθόλου αυτοδίδακτη δεν ήμουν στον τομέα «λογοτεχνία». Ξεκίνησα με την καθοδήγηση της μητέρας μου και των αδερφών της, να εντρυφώ στην ομορφιά των βιβλίων που γράφτηκαν ή διασκευάστηκαν για παιδιά. Ντίκενς, Ουγκώ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Κρόνιν, Μαλό, Δουμάς. Ο Σαίξπηρ ήρθε σύντομα. Αν και, στα οκτώ μου χρόνια, έγραφα διαφορετικά το τέλος κάποιων βιβλίων. Όπως ο Ολιβέρ Τουίστ και το Χωρίς οικογένεια, έτσι και ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα έπρεπε να έχουν ευτυχισμένη κατάληξη. Στη φαντασία μου, λοιπόν, τα δυο ερωτευμένα παιδιά δεν πέθαιναν. Έπαιρναν κάποιο φάρμακο που τα έριχνε σε βαθύ ύπνο και μετά ξυπνούσαν και έβλεπαν απορημένα τις οικογένειές τους να θρηνούν, οπότε όλα γύριζαν από το κλάμα στο γέλιο. Κάτι σαν το «και μετά πήγαν όλοι μαζί στην ακρογιαλιά» της υπέροχης Ίλιας- Μελίνας Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή». Παιδική στάση απέναντι στα δύσκολα.
Λίγο πριν μπω στην εφηβεία, στα 12, ανακάλυψα την ποίηση μέσω του Διονυσίου Σολωμού. Με συντάραξε. Ανθολογίες Δημοτικών Ποιημάτων κυκλοφορούσαν άφθονες. Τα έμαθα κι αυτά απέξω. Στα 15 μου είχα τη χαρά να διασταυρωθώ με τη «Γενιά του ‘70». Αυτούς που σήμερα αποκαλώ παιδικούς μου φίλους. Τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, τον Θανάση Νιάρχο, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Βέη, τιμημένους πλέον με κρατικά και άλλα βραβεία. Εκείνοι μού γνώρισαν τη «Γενιά του ‘30» όπως και την παγκόσμια ποίηση. Κλείνει η παρένθεση.
Βλέπουμε πως όλα τα εφόδια που διαθέτει κανείς στη ζωή του, βοηθούν να γίνεται καλύτερος σε ό,τι επιλέγει ως ασχολία, ακόμη και ως βιοποριστικό επάγγελμα. Και μάλιστα, από την πείρα μου σας το λέω, μαθαίνεις καλύτερα κάποιον ειδικό τομέα που αγαπάς. Επειδή η γνώση κατακτάται σαν να είναι παιχνίδι. Με αυτό τον τρόπο, εμβαθύνεις σε θέματα που σε ενθουσιάζουν και δεν κάνεις αγγαρεία. Ο,τι κερδίζεις, το κερδίζεις με κέφι- άρα, προχωράς γρήγορα και αποτελεσματικά.
Οι νεαροί συντάκτες και τότε και τώρα δεν έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται μονάχα με το δικό τους ρεπορτάζ. Όταν είσαι «στραβάδι» κατά το κοινώς λεγόμενο, κάνεις ό,τι σου ζητήσουν. Από θέατρο, κινηματογράφο, λίγα εικαστικά, μέχρι και υπουργείο Πολιτισμού. Σε όλα σε βοηθούν οι γνώσεις σου, η γενική σου παιδεία. Αν δεν διαθέτεις, ζήτω που κάηκες. Θα πεις, ας πούμε, ενημερώνοντας τον αρχισυντάκτη σου, «έρχεται κάποιος Μπαρίσνικοφ» όπως είπε κάποτε νεαρή συνάδελφος. Αν εκείνος ξέρει ποιος είναι ο Μπαρίσνικοφ, θα εισπράξεις κατσάδα. Αν δεν ξέρει, θα την εισπράξεις την επομένη, που οι άλλες εφημερίδες θα το έχουν μεγάλο θέμα, γιατί δεν τον ενημέρωσες σωστά. Έτσι κι αλλιώς, δεν τη γλυτώνεις…
Φυσικά, έκανα και τα υπόλοιπα ρεπορτάζ και μάλιστα με χαρά. Αλλά καλύπτοντας τον δικό μου τομέα, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσά τους, κορυφαίος, ο Γιάννης Ρίτσος με τον οποίο δεθήκαμε με στενή φιλία. Χρόνια μετά τον θάνατό του έγραψα τη βιογραφία του, δουλειά που μου είχε, σε εισαγωγικά, αναθέσει τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας. Πρόσθετο κίνητρο να ασχοληθώ με την ποίησή του. Ακόμα ένα αντικείμενο για να εμβαθύνω μετά τον Σεφέρη (όχι, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, ήμουν μικρή όταν πέθανε, δεν είμαι μαθουσάλας και μη γελάτε, σας βλέπω). Στη συνέχεια, κατάφερα να συστηματοποιήσω τις γνώσεις μου για την ελληνική όπως και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ένα βήμα που είναι αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αν δεν έχει κάποιος φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο.
Η ζωή δεν είναι ποτέ όσο ρόδινη τη θυμόμαστε εκ των υστέρων. Εξ ου και μια ακόμη προσθήκη στα ήδη φορτωμένα καθήκοντά μου. Επρεπε να παρακολουθώ τους έκτακτους –όπως θα λέγαμε σήμερα τους συμβασιούχους- του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε και Επιστημών. Ανήκαν κατά πλειονότητα σε επιστημονικούς κλάδους, δηλαδή στους κλάδους των αρχαιολόγων και των μηχανικών.
Για να καλύπτεις αυτό το ρεπορτάζ πρέπει να είσαι εξοικειωμένος με την ορολογία, όπως και να έχεις στοιχειώδεις γνώσεις μυθολογίας, ιστορίας και περιοδολόγησης. Αλλοίμονό σου αν κάποιος σού πει ότι το τάδε μνημείο είναι ρωμαϊκό κι εσύ γράψεις ελληνιστικό. Μπορεί να φαίνεται μικρό το λάθος, αλλά το πρόβλημα προσωποποιείται αυτομάτως. Τον βγάζεις αγράμματο. Επομένως, μην περιμένεις άλλη είδηση. Και, ναι, περίμενε κατσάδα.
Η οίκοθεν παιδεία μου, χρειάστηκε κι εδώ. Όταν ξεκίνησα το σχολείο, ο πατέρας μου με είχε εφοδιάσει με ένα έργο περίφημο για τη δεκαετία του ’60, τη Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία του Ζαν Ρισπέν. Την έχω ακόμη, σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, πλάι σε εκείνη του Ι.Θ. Κακριδή, που απέκτησα αργότερα. Είχα επομένως μια πρώτη «θερμή» εισαγωγή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που μετατράπηκε σύντομα σε λατρεία για την ελληνική αρχαιότητα. Στη συνέχεια, διάβασα πολλά για το Βυζάντιο, όπως και για τη νεώτερη Ελλάδα. Όλα τα χρειάστηκα.
Περισσότερο, χρειάστηκα τα μαθήματα αρχαιολογίας από αγαπημένους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Ανάμεσά τους, ο Βασίλειος Λαμπρινουδάκης και ο Γεώργιος Κορρές. Τους συνάντησα και τους δύο κατόπιν, ιδίως όταν άρχισα να παρακολουθώ Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Εκεί μέσα, σε αυτές τις ατέλειωτες, πληκτικές συχνά συνεδριάσεις, εξασκούσα στην πράξη όσα είχα μάθει στο Πανεπιστήμιο. Χάρη σε αυτές τις γνώσεις, μπορούσα να στηρίξω τις θέσεις μου για τη σωτηρία κάποιων μνημείων (το άλφα και το ωμέγα κάθε… Κασσιανής, όπως αποκαλούμε τους εαυτούς μας οι συντάκτριες του ΚΑΣ). Χάρη σε αυτές, έμαθα περισσότερα, κατάφερα να αποκτήσω άποψη για το σοβαρό και το μη σοβαρό, για το πρωτεύον και το δευτερεύον. Ιδίως όταν πια είχα μεγαλώσει, ωριμάσει και αναγκαστεί να αλλάξω εφημερίδα, μετά από μια τραυματική κομματική διάσπαση.
Στο «Εθνος» διαδέχτηκα με δική της πρόταση, την συνάδελφο Σοφία Ταράντου, που είναι και αρχαιολόγος, και θρύλος για τις επιτυχίες της, στο αρχαιολογικό ρεπορτάζ. Εκείνη κράτησε την υψηλή εποπτεία και την ευθύνη του καλλιτεχνικού τμήματος. Ένας παραπάνω λόγος, να βγάλεις ασπροπρόσωπους τους ανθρώπους, είναι όταν σε εμπιστεύονται.
Εδώ και μερικά χρόνια, το διαδίκτυο εισέβαλε στη ζωή μας. Τότε, μου χρειάστηκαν και τα αγγλικά μου όσο ποτέ άλλοτε. Χάρη σε αυτά, ενημερωνόμουν και ενημερώνομαι για τα διεθνή επιτεύγματα στον τομέα της αρχαιολογίας, αλλά και για την πρώτη και παντοτινή μου αγάπη, τη λογοτεχνία. Επίσης, μαθαίνω όλες τις ειδήσεις σε χρόνο- αστραπή, τόσο αντίθετο με τους «αρχαιολογικούς χρόνους» όπως λέμε σατιρίζοντας τους σεβαστούς αρχαιολόγους, οι οποίοι συνήθως δεν δείχνουν να βιάζονται.
Αυτό που διδάχθηκα κατά βάση από την αρχαιολογία, είναι να τιμώ να αγαπώ και να προασπίζω τα έργα των ανθρώπινων χεριών, που έχουν μέσα τους κομμάτι από τη ζωή και κυρίως την ψυχή των ανθρώπων. Κατ’ επέκταση, τις ιδέες τους.
Αυτό που διδάχθηκα από τη λογοτεχνία, είναι να θυμάμαι πως η ζωή είναι πιο πολύχρωμη και τολμηρή από όσο μπορεί να συλλάβει οποιοσδήποτε τεχνίτης του λόγου, αλλά ότι εκείνοι τη λαμπρύνουν με τρόπο μοναδικό.
Εμαθα από όλη μου την επαγγελματική ζωή, γιατί, επαναλαμβάνω, πρέπει να γηράσκεις αεί διδασκόμενος, ότι όσα πιο πολλά γνωρίζεις τόσο πιο βέβαιος είσαι πως αυτό που γράφεις είναι κοντά στην αλήθεια. Αν και, όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο περισσότερο αμφιβάλλεις. Όμως αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Επίσης έμαθα να κοιτάζω καλύτερα τα «σημάδια». Όχι, λοιπόν, η πρώτη μου εκδήλωση επαγγελματικού ενδιαφέροντος, δεν υπήρξε η αυτοσχέδια διδαχή αγγλικών στον μαυροπίνακα μιας τάξης δημοτικού σχολείου. Λίγους μήνες πριν, τον χειμώνα που μόλις είχε περάσει, είχε γίνει το ναυάγιο της Φαλκονέρας. Είναι μια νησίδα κάπου στο Αιγαίο πέλαγος, στην οποία προσέκρουσε οχηματαγωγό πλοίο που εκτελούσε το δρομολόγιο Ηράκλειο- Πειραιάς κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Πολλοί νεκροί. Πολύς θρήνος. Και εγώ, που μόλις είχα μάθει να διαβάζω, ξεκοκάλιζα όλες τις εφημερίδες που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την ημέρα. Μερικές τις είχα δανειστεί, άλλες τις είχα αγοράσει με το πενιχρό χαρτζιλίκι. Το ίδιο έκανα από τότε σε κάθε μεγάλο γεγονός, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το 1973, Διάβαζα ό,τι κυκλοφορούσε και αναφερόταν στο θέμα. Είναι προφανές, πως η δημοσιογραφία, την οποία δεν μπορούσα να ορίσω στην ηλικία των επτά ετών ως επάγγελμα, μου άπλωνε από τότε το χέρι. Η συνεργασία με τη «Διάπλαση των Παίδων» στα 12, ξεκίνησε από την περιέργειά μου να δω πώς είναι ένα κείμενό σου όταν τυπώνεται. Τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;
Ξεκίνησα με το to be or not to be και με αυτό θα κλείσω. Χάρη στη δημοσιογραφία, κατάλαβα το βαθύτερο νόημά του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι προσγειώνεται στο Ελληνικό, στο τότε αεροδρόμιο της Αθήνας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο ρώσο ηθοποιό, που έχει παίξει, όπως και ο σερ Λόρενς Ολιβιέ, τον καλύτερο κινηματογραφικό «Αμλετ». Στη συνέντευξη που ακολουθεί επιτόπου, ο Σμοκτουνόφσκι μου αποκαλύπτει: μεγαλώνοντας σιγά- σιγά έμαθα να αντικρίζω αλλιώς τα πράγματα, να πηγαίνω στον πυρήνα των πραγμάτων. Κατάλαβα, ας πούμε, ότι το to be or not to be δεν είναι ερώτημα. Είναι αίνιγμα.
Και έτσι, κατάλαβα κι εγώ γιατί είχε δώσει έναν τόσο υπέροχο Αμλετ. Και επίσης, πόσο τυχερή ήμουν για το επάγγελμα που είχα διαλέξει.
*Το κείμενο διαβάστηκε σε ημερίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεππιστημίου Ιωαννίνων, που έγινε την προηγούμενη Τρίτη, με τίτλο "Και μετά το πτυχίο, τι;". Δεν μπόρεσα να το παρουσίασω, λόγω ανυπέρβλητης δυσκολίας. Και από εδώ, ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Τετάρτη, Μαΐου 11, 2011
Η μαμά μου είναι ανισόρροπη
Νοέλ Μπάξερ
Από τα κείμενά της για την ανεργία
Το ρολόι της μαμάς σου, χρυσό μου, ήταν σεταρισμένο με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Το 1/3 της ημέρας της + χρόνος μεταφοράς ήταν δοσμένο στον εργοδότη της. Το άλλο 1/3 και βάλε ήταν αφιερωμένα σε σένα και τον μπαμπά. Και ό,τι περίσσευε για ύπνο. Αυτό οι μεγάλοι το λέμε «ισορροπία». Ισορροπία στο σκοινί αλλά η μαμά είναι τέλεια ακροβάτης! Όχι ... δεν δούλευε σε τσίρκο ... άσ’ το το πού δούλευε!
Λοιπόν, αυτό το 1/3 της δουλειάς τώρα, λίγο χιλιομαδημένο από την χρήση, της το έδωσαν πίσω και της είπαν «κάν’ το ό,τι θες. Εμένα δεν μου χρειάζεται άλλο». Αυτό το 1/3 του χρόνου της είναι που κρατάει αυτές τις μέρες στα χέρια της η μαμά σου και δεν έχει πολύ χώρο η αγκαλιά της και για σένα. Θα πρέπει να περιμένεις να το ακουμπήσει κάπου και, αν θέλεις αυτό να γίνει πιο γρήγορα, θα πρέπει, ματάκια μου, να τη βοηθήσεις.
Φαντάσου το έτσι, για να παίξουμε, ότι το 24ωρο της εργαζόμενης μητέρας είναι μια τραμπάλα. Στη μια θέση η οικογένεια, απέναντί της η δουλειά. Οικογένεια και δουλειά τόσα χρόνια έκαναν τραμπάλα μια χαρούλα. Πέρναγε ο καιρός. Μία η οικογένεια ψηλά στον ουρανό και η δουλειά στα κάτω της, μία αντίθετα, η οικογένεια έτρωγε το χώμα. Μέχρι που η Δουλίτσα κατέβηκε από την τραμπάλα κι έφυγε και δεν υπάρχει άλλο παιδάκι στις κούνιες τώρα. Τι να κάνουμε; Να κλαίμε; Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε πέρα από λουλουδάκια να μαδάμε στα παρτέρια; Δεν υπάρχουν άλλες Δουλίτσες, ε, μέχρι να ‘ρθουν, κάτι άλλο ωραίο θα βρούμε για να περάσουμε τον χρόνο μας!
Αυτό, το τι θα κάνουμε τώρα, μόνοι μας, χωρίς τη δουλειά της μαμάς, έλα να το βρούμε μαζί. Θέλω να με βοηθήσεις να φτιάξουμε τη μέρα της μαμάς από την αρχή, κρατώντας το 1/3 της Δουλίτσας για πάρτη μας. Μην είμαστε χαζοί. Εάν, τότε, περνάγαμε καλά με τον χρόνο που είχε η μαμά για την οικογένειά της, θα περάσουμε δυο φορές καλά τώρα που έχει δυο φορές χρόνο!
Μην κρίνεις τη μαμά με το πώς είναι αυτές τις μέρες, καρδούλα μου. Την σκούντησαν στη δουλειά και παραπατάει. Θα ξαναβρεί την ισορροπία της. Θέλει τον χρόνο του το πράγμα. Εσύ, όταν ματώνεις το γόνατό σου, θυμάσαι πόσες μέρες μετά μού ζητάς τσιρότα; Στο τέλος όμως πάντα γίνεσαι καλά! Σου μένει σημάδι, αλλά είσαι καλά. Έτσι θα συμβεί και με τη μαμά!
Σκέψη στο περιθώριο
Ο μπαμπάς σου να δεις, χρυσό μου, πόσο θα ήταν ανισόρροπος!
Από τα κείμενά της για την ανεργία
Το ρολόι της μαμάς σου, χρυσό μου, ήταν σεταρισμένο με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Το 1/3 της ημέρας της + χρόνος μεταφοράς ήταν δοσμένο στον εργοδότη της. Το άλλο 1/3 και βάλε ήταν αφιερωμένα σε σένα και τον μπαμπά. Και ό,τι περίσσευε για ύπνο. Αυτό οι μεγάλοι το λέμε «ισορροπία». Ισορροπία στο σκοινί αλλά η μαμά είναι τέλεια ακροβάτης! Όχι ... δεν δούλευε σε τσίρκο ... άσ’ το το πού δούλευε!
Λοιπόν, αυτό το 1/3 της δουλειάς τώρα, λίγο χιλιομαδημένο από την χρήση, της το έδωσαν πίσω και της είπαν «κάν’ το ό,τι θες. Εμένα δεν μου χρειάζεται άλλο». Αυτό το 1/3 του χρόνου της είναι που κρατάει αυτές τις μέρες στα χέρια της η μαμά σου και δεν έχει πολύ χώρο η αγκαλιά της και για σένα. Θα πρέπει να περιμένεις να το ακουμπήσει κάπου και, αν θέλεις αυτό να γίνει πιο γρήγορα, θα πρέπει, ματάκια μου, να τη βοηθήσεις.
Φαντάσου το έτσι, για να παίξουμε, ότι το 24ωρο της εργαζόμενης μητέρας είναι μια τραμπάλα. Στη μια θέση η οικογένεια, απέναντί της η δουλειά. Οικογένεια και δουλειά τόσα χρόνια έκαναν τραμπάλα μια χαρούλα. Πέρναγε ο καιρός. Μία η οικογένεια ψηλά στον ουρανό και η δουλειά στα κάτω της, μία αντίθετα, η οικογένεια έτρωγε το χώμα. Μέχρι που η Δουλίτσα κατέβηκε από την τραμπάλα κι έφυγε και δεν υπάρχει άλλο παιδάκι στις κούνιες τώρα. Τι να κάνουμε; Να κλαίμε; Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε πέρα από λουλουδάκια να μαδάμε στα παρτέρια; Δεν υπάρχουν άλλες Δουλίτσες, ε, μέχρι να ‘ρθουν, κάτι άλλο ωραίο θα βρούμε για να περάσουμε τον χρόνο μας!
Αυτό, το τι θα κάνουμε τώρα, μόνοι μας, χωρίς τη δουλειά της μαμάς, έλα να το βρούμε μαζί. Θέλω να με βοηθήσεις να φτιάξουμε τη μέρα της μαμάς από την αρχή, κρατώντας το 1/3 της Δουλίτσας για πάρτη μας. Μην είμαστε χαζοί. Εάν, τότε, περνάγαμε καλά με τον χρόνο που είχε η μαμά για την οικογένειά της, θα περάσουμε δυο φορές καλά τώρα που έχει δυο φορές χρόνο!
Μην κρίνεις τη μαμά με το πώς είναι αυτές τις μέρες, καρδούλα μου. Την σκούντησαν στη δουλειά και παραπατάει. Θα ξαναβρεί την ισορροπία της. Θέλει τον χρόνο του το πράγμα. Εσύ, όταν ματώνεις το γόνατό σου, θυμάσαι πόσες μέρες μετά μού ζητάς τσιρότα; Στο τέλος όμως πάντα γίνεσαι καλά! Σου μένει σημάδι, αλλά είσαι καλά. Έτσι θα συμβεί και με τη μαμά!
Σκέψη στο περιθώριο
Ο μπαμπάς σου να δεις, χρυσό μου, πόσο θα ήταν ανισόρροπος!
Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011
Δύσκολες ερωτήσεις
Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
- Πού εργάζεσαι τώρα;
- Με τι ασχολείσαι;
Εύκολες ερωτήσεις, πόσο δυσκολέψατε!
Αντιστραφήκατε σαν κέρμα, παλιά τα πηγαίναμε θαυμάσια. Χαιρόμουν να σας ρωτούν για να έχω τη χαρά να απαντώ. Να μιλώ για τον εαυτό μου με καλά λόγια. Να φουσκώνω λίγο τα επιτεύγματα υπονοώντας υπερθετικούς βαθμούς. Μου άρεσε να μετρώ το μέγεθός μου σε μάτια που διαστέλλονταν για να με χωρέσουν.
Με το που μπαίνατε στο στόμα του συνομιλητή μου, με το που ξεμυτούσε εκείνο το «πού εργ...», μου κλείνατε το μάτι. «Εμπρός», ήταν σαν να μου λέγατε, «πες τα όλα και όμορφα!».
Εύκολες ερωτήσεις, γιατί μου δυσκολέψατε;
Τι συνέβη ξαφνικά και μου γυρίσατε; Πού πήγε ο καλός ο λόγος σας; Πού πήγε ο καλός μου εαυτός;
Χάλασε η παρέα, δεν τα πάμε καλά τώρα, έτσι; Μου γυρίσατε και σας γυρίζω κι εγώ την πλάτη, τάχα δεν σας ακούω. Ατυχία, πέσατε μαζί με τα κρεσέντο στο πικ-απ, νομίζω πως άκουσα το κουδούνι, κάποιος που δεν διψάει μου ζητάει νερό, ένας αόρατος αγκώνας με σκούντησε στο πλάι, λυπάμαι δεν σας άκουσα.
Θα τα ξαναπούμε, ερωτήσεις, δεν θα χαθούμε. Μην χαθούμε! Θα το ‘θελα να ξαναβρεθούμε, θα το ‘θελα πολύ. Κάποια μέρα να συναντηθούμε σε κάποια χείλη. Ξέρω πού συχνάζετε, μπορώ και διαβάζω τα χείλη, αλλά δεν έρχομαι να σας βρω. Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.
Η νέα μου γειτονιά μιλάει για τον καιρό. Θα σας ξαναέρθω όμως, σας επιθύμησα κι ας είστε παλιοερωτήσεις. Κρατήστε μου μια θέση, ένα σκαμπό, κάτι, δεν θέλω ορθοστασία. Δεν θέλω να είμαι πια ψηλή. Είμαι πλέον ταπεινή.
Μην συνεχίζετε να με ταπεινώνετε, κακούργες ερωτήσεις. Ας ξαναγίνουμε παλιόφιλοι.
- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;
Δεν θα μπορούσαμε να τα πάμε χειρότερα! Παλιοερωτήσεις, δεν βάζετε μυαλό!
Σκέψη στο περιθώριο
Τι να κάνω που δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον καιρό;
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
- Πού εργάζεσαι τώρα;
- Με τι ασχολείσαι;
Εύκολες ερωτήσεις, πόσο δυσκολέψατε!
Αντιστραφήκατε σαν κέρμα, παλιά τα πηγαίναμε θαυμάσια. Χαιρόμουν να σας ρωτούν για να έχω τη χαρά να απαντώ. Να μιλώ για τον εαυτό μου με καλά λόγια. Να φουσκώνω λίγο τα επιτεύγματα υπονοώντας υπερθετικούς βαθμούς. Μου άρεσε να μετρώ το μέγεθός μου σε μάτια που διαστέλλονταν για να με χωρέσουν.
Με το που μπαίνατε στο στόμα του συνομιλητή μου, με το που ξεμυτούσε εκείνο το «πού εργ...», μου κλείνατε το μάτι. «Εμπρός», ήταν σαν να μου λέγατε, «πες τα όλα και όμορφα!».
Εύκολες ερωτήσεις, γιατί μου δυσκολέψατε;
Τι συνέβη ξαφνικά και μου γυρίσατε; Πού πήγε ο καλός ο λόγος σας; Πού πήγε ο καλός μου εαυτός;
Χάλασε η παρέα, δεν τα πάμε καλά τώρα, έτσι; Μου γυρίσατε και σας γυρίζω κι εγώ την πλάτη, τάχα δεν σας ακούω. Ατυχία, πέσατε μαζί με τα κρεσέντο στο πικ-απ, νομίζω πως άκουσα το κουδούνι, κάποιος που δεν διψάει μου ζητάει νερό, ένας αόρατος αγκώνας με σκούντησε στο πλάι, λυπάμαι δεν σας άκουσα.
Θα τα ξαναπούμε, ερωτήσεις, δεν θα χαθούμε. Μην χαθούμε! Θα το ‘θελα να ξαναβρεθούμε, θα το ‘θελα πολύ. Κάποια μέρα να συναντηθούμε σε κάποια χείλη. Ξέρω πού συχνάζετε, μπορώ και διαβάζω τα χείλη, αλλά δεν έρχομαι να σας βρω. Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.
Η νέα μου γειτονιά μιλάει για τον καιρό. Θα σας ξαναέρθω όμως, σας επιθύμησα κι ας είστε παλιοερωτήσεις. Κρατήστε μου μια θέση, ένα σκαμπό, κάτι, δεν θέλω ορθοστασία. Δεν θέλω να είμαι πια ψηλή. Είμαι πλέον ταπεινή.
Μην συνεχίζετε να με ταπεινώνετε, κακούργες ερωτήσεις. Ας ξαναγίνουμε παλιόφιλοι.
- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;
Δεν θα μπορούσαμε να τα πάμε χειρότερα! Παλιοερωτήσεις, δεν βάζετε μυαλό!
Σκέψη στο περιθώριο
Τι να κάνω που δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον καιρό;
Κυριακή, Μαΐου 01, 2011
Τον θάνατο αψηφούσαν
Πόση δύναμη μπορεί να έχει ένα τραγούδι; Τόση ώστε ανάμεσα στη μουσική και τους στίχους να μπαίνουν τα τανκς. Να απαγορεύεται δια ροπάλου (κυριολεκτικά) να παίρνει ο εξόριστος Μίκης Θεοδωράκης αλληλογραφία στη Ζάτουνα. Πάνω απ' όλα: να μην πάρει, με όποιο τίμημα, γράμμα από τον Γιάννη Ρίτσο (επίσης εξόριστο, σε κατ' οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι Σάμου) . Μη τυχόν και του στείλει στίχους για μελοποίηση. Τέλη της δεκαετίας του '60. Η πατρίδα στη νύχτα της χούντας των συνταγματαρχών. Ο λαός υπό διωγμό. Ακόμα περισσότερο, οι αγωνιστές του.
«Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους ανάμεσα στη μουσική μου και την ποίηση του Ρίτσου» έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Βεβαίως, τίποτα δεν κατάφεραν. Το μήνυμα του Μίκη προς τον ποιητή, που έφυγε από ένα τμήμα μεταγωγών και πέταξε από στόμα σε στόμα συγκρατουμένων, έφτασε στον αποδέκτη του. Και τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», γραμμένα κάποια Πρωτομαγιά στην εξορία, κολύμπησαν από τη Σάμο και μέσω της Νανάς Καλλιανέση, της Σύλβας Ακρίτα, της Μαρίας Δεληβορριά, της Αμαλίας Φλέμινγκ και άλλων γενναίω ν γυναικών (και ανδρών) κατέπλευσαν στο Παρίσι, στον -πάντοτε εξόριστο- Μίκη. Και από εκεί, ακούστηκαν σε όλη τη Γη, σε συναυλίες διαμαρτυρίας που ξεσήκωναν φιλελληνικά κύματα.
Πολλές πρωτομαγιές μετά, και πάνω από έναν αιώνα μετά την, επίσης πρωτομαγιάτικη, γέννηση του ποιητή (1/14 Μαΐου του 1909) σκέφτομαι πως ο Μάης έχει ενώσει τους δυο τους πολλαπλά. Από την Επανάσταση που γιορτάζεται με το ξεκίνημά του, μέχρι τον υπέροχο Επιτάφιο, πρώτο σμίξιμο μουσικής και ποίησης Θεοδωράκη- Ρίτσου και άλλα πολλά, τα οποία κανείς εκτός από τους πρωταγωνιστές δεν μπορεί να συλλάβει. Η Συμπαντική Αρμονία του ενός, βρήκε την Αέναη Κίνηση του άλλου και δέθηκαν εφ' όρου ζωής και εφ' όρου μοναδικής τέχνης. Δεν είναι τυχαίο που ο Μίκης θεωρεί «θεμέλια της μουσικής» του τον Επιτάφιο τη Ρωμιοσύνη και τα Λιανοτράγουδα. Ούτε είναι τυχαίο το ψυχικό του δέσιμο με τον ποιητή για τον οποίο λέει: «ήταν ένας στοχαστής που θαύμαζα και ένας πολίτης που μοιράστηκα μαζί του ιδέες, φιλία, αγώνες και δοκιμασίες.»
Εν τέλει, η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι απλώς ένας από τους πυλώνες της μουσικής του Θεοδωράκη. Αυτή η ποίηση και αυτή η μουσική αποτελούν κορυφαίες εθνικές συναντήσεις, σε καιρούς που τις χρειάζεται η πατρίδα. Δεν ξεχνώ τις «Γειτονιές του κόσμου» αλλά και δεν εξαιρώ την «Εβδόμη συμφωνία», την και «Εαρινή» αποκαλούμενη. Κι αυτά τα έργα, κάποιες εθνικές επιταγές ήρθαν να εκπληρώσουν: της λεβεντιάς, της ομορφιάς και της αγάπης. Της αντίστασης, της επιμονής. Της αποφασιστικότητας. Της θυσίας.
Πρωτομαγιά του 2011, θα έπρεπε να μιλήσουμε για το πώς γράφτηκε ο Επιτάφιος και πώς μελοποιήθηκε (συγκλονιστικές ιστορίες και οι δυο) για τη μελοποίηση της Ρωμιοσύνης (ακόμα μια στιγμή που γεννά μύριες συγκινήσεις). Όμως, στο ζοφερό κλίμα των ημερών, ίσως είναι καλύτερο να σταθούμε σε ένα από τα Λιανοτράγουδα, γραμμένο, λες, για να παρουσιάσει τους δυο τους. Είναι το έβδομο, με τίτλο «Δε φτάνει»:
Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη
Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι
Ετσι ακριβώς, σεμνός και λιγομίλητος ο Γιάννης Ρίτσος εθαύμαζε τη ζωή και την πλάση. Ετσι, σεμνός και λιγομίλητος, ο Μίκης Θεοδωράκης, εξακολουθεί να τις θαυμάζει. Κι όταν ερχόταν το Κακό και σκέπαζε τον ουρανό της πατρίδας, εκείνοι που «'φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι» (στεγνά γιατί τα έδωσαν όλα στον Αγώνα, δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους) έπαιρναν ο καθένας το δικό του καριοφίλι και ξεκινούσαν νέες μάχες. Καπετάνιοι της ελευθερίας και των ψυχών μας. Γι' αυτό και κορυφαίοι στην τέχνη και στη ζωή μας.
Να τραγουδήσουμε, λοιπόν, και πάλι τα τραγούδια που έκαναν τον λαό μας να αψηφά τον θάνατο. Να πούμε και πάλι τις στροφές με τις οποίες αγωνιστήκαμε, οργιστήκαμε, ξεσηκωθήκαμε, διαδηλώσαμε, ονειρευτήκαμε, ερωτευθήκαμε, διασκεδάσαμε. Να ξυπνήσουμε εκείνες τις υπέροχες μνήμες των ανθρώπων που
«όταν χορεύαν στην πλατεία μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια»
Των ανθρώπων που
«δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.»
Που ποτέ δεν μπορούσαν «να μην αγαπούν, να μη θέλουν, να μη σκοτώνονται». Μεγάλες λέξεις. Ναι, μεγάλες. Σαν τον ίσκιο του Γιάννη Ρίτσου. Σαν την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνων που κάθε πρωί «κουβαλούσανε τον θάνατό τους στους ώμους τους» για να μας δώσουν την ελπίδα. Ας κρατηθούμε κι εμείς από το τραγούδι και από την πράξη τους. Τα μόνα στέρεα στο απύθμενο χάος.
Δημοσιοποιήθηκε από το σάιτ της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών
«Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους ανάμεσα στη μουσική μου και την ποίηση του Ρίτσου» έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Βεβαίως, τίποτα δεν κατάφεραν. Το μήνυμα του Μίκη προς τον ποιητή, που έφυγε από ένα τμήμα μεταγωγών και πέταξε από στόμα σε στόμα συγκρατουμένων, έφτασε στον αποδέκτη του. Και τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», γραμμένα κάποια Πρωτομαγιά στην εξορία, κολύμπησαν από τη Σάμο και μέσω της Νανάς Καλλιανέση, της Σύλβας Ακρίτα, της Μαρίας Δεληβορριά, της Αμαλίας Φλέμινγκ και άλλων γενναίω ν γυναικών (και ανδρών) κατέπλευσαν στο Παρίσι, στον -πάντοτε εξόριστο- Μίκη. Και από εκεί, ακούστηκαν σε όλη τη Γη, σε συναυλίες διαμαρτυρίας που ξεσήκωναν φιλελληνικά κύματα.
Πολλές πρωτομαγιές μετά, και πάνω από έναν αιώνα μετά την, επίσης πρωτομαγιάτικη, γέννηση του ποιητή (1/14 Μαΐου του 1909) σκέφτομαι πως ο Μάης έχει ενώσει τους δυο τους πολλαπλά. Από την Επανάσταση που γιορτάζεται με το ξεκίνημά του, μέχρι τον υπέροχο Επιτάφιο, πρώτο σμίξιμο μουσικής και ποίησης Θεοδωράκη- Ρίτσου και άλλα πολλά, τα οποία κανείς εκτός από τους πρωταγωνιστές δεν μπορεί να συλλάβει. Η Συμπαντική Αρμονία του ενός, βρήκε την Αέναη Κίνηση του άλλου και δέθηκαν εφ' όρου ζωής και εφ' όρου μοναδικής τέχνης. Δεν είναι τυχαίο που ο Μίκης θεωρεί «θεμέλια της μουσικής» του τον Επιτάφιο τη Ρωμιοσύνη και τα Λιανοτράγουδα. Ούτε είναι τυχαίο το ψυχικό του δέσιμο με τον ποιητή για τον οποίο λέει: «ήταν ένας στοχαστής που θαύμαζα και ένας πολίτης που μοιράστηκα μαζί του ιδέες, φιλία, αγώνες και δοκιμασίες.»
Εν τέλει, η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι απλώς ένας από τους πυλώνες της μουσικής του Θεοδωράκη. Αυτή η ποίηση και αυτή η μουσική αποτελούν κορυφαίες εθνικές συναντήσεις, σε καιρούς που τις χρειάζεται η πατρίδα. Δεν ξεχνώ τις «Γειτονιές του κόσμου» αλλά και δεν εξαιρώ την «Εβδόμη συμφωνία», την και «Εαρινή» αποκαλούμενη. Κι αυτά τα έργα, κάποιες εθνικές επιταγές ήρθαν να εκπληρώσουν: της λεβεντιάς, της ομορφιάς και της αγάπης. Της αντίστασης, της επιμονής. Της αποφασιστικότητας. Της θυσίας.
Πρωτομαγιά του 2011, θα έπρεπε να μιλήσουμε για το πώς γράφτηκε ο Επιτάφιος και πώς μελοποιήθηκε (συγκλονιστικές ιστορίες και οι δυο) για τη μελοποίηση της Ρωμιοσύνης (ακόμα μια στιγμή που γεννά μύριες συγκινήσεις). Όμως, στο ζοφερό κλίμα των ημερών, ίσως είναι καλύτερο να σταθούμε σε ένα από τα Λιανοτράγουδα, γραμμένο, λες, για να παρουσιάσει τους δυο τους. Είναι το έβδομο, με τίτλο «Δε φτάνει»:
Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη
Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι
Ετσι ακριβώς, σεμνός και λιγομίλητος ο Γιάννης Ρίτσος εθαύμαζε τη ζωή και την πλάση. Ετσι, σεμνός και λιγομίλητος, ο Μίκης Θεοδωράκης, εξακολουθεί να τις θαυμάζει. Κι όταν ερχόταν το Κακό και σκέπαζε τον ουρανό της πατρίδας, εκείνοι που «'φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι» (στεγνά γιατί τα έδωσαν όλα στον Αγώνα, δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους) έπαιρναν ο καθένας το δικό του καριοφίλι και ξεκινούσαν νέες μάχες. Καπετάνιοι της ελευθερίας και των ψυχών μας. Γι' αυτό και κορυφαίοι στην τέχνη και στη ζωή μας.
Να τραγουδήσουμε, λοιπόν, και πάλι τα τραγούδια που έκαναν τον λαό μας να αψηφά τον θάνατο. Να πούμε και πάλι τις στροφές με τις οποίες αγωνιστήκαμε, οργιστήκαμε, ξεσηκωθήκαμε, διαδηλώσαμε, ονειρευτήκαμε, ερωτευθήκαμε, διασκεδάσαμε. Να ξυπνήσουμε εκείνες τις υπέροχες μνήμες των ανθρώπων που
«όταν χορεύαν στην πλατεία μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια»
Των ανθρώπων που
«δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.»
Που ποτέ δεν μπορούσαν «να μην αγαπούν, να μη θέλουν, να μη σκοτώνονται». Μεγάλες λέξεις. Ναι, μεγάλες. Σαν τον ίσκιο του Γιάννη Ρίτσου. Σαν την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνων που κάθε πρωί «κουβαλούσανε τον θάνατό τους στους ώμους τους» για να μας δώσουν την ελπίδα. Ας κρατηθούμε κι εμείς από το τραγούδι και από την πράξη τους. Τα μόνα στέρεα στο απύθμενο χάος.
Δημοσιοποιήθηκε από το σάιτ της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών
Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011
Όταν μεγαλώσω θα γίνω άνεργος σαν τον μπαμπά και την μαμά
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ξεκινάει από το σπίτι του παιδιού. Η δουλειά του μπαμπά και της μαμάς είναι τα πρώτα επαγγέλματα που το παιδί γνωρίζει σε βάθος. Εάν μάλιστα αντιληφθεί ότι πρόκειται για «σπουδαία» επαγγέλματα, από τον παιδικό σταθμό κιόλας δηλώνει ότι θα γίνει το ίδιο όταν μεγαλώσει. Αναζητώντας το μερτικό από την χρυσόσκονη που του αναλογεί στην οικογενειακή μερίδα.
Πιο σημαντικό από το όνομα του επαγγέλματος νομίζω πως είναι η «υπόσταση» επαγγέλματος. Από τότε που το παιδί γεννιέται σχηματίζει εικόνες με τα φανερά πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δουλειάς που «έρχεται στο σπίτι». Το παιδί ανέργων είναι προφανές πως μη έχοντας ανάλογες προσλαμβάνουσες στερείται της δυνατότητας αυτής.
Τα παιδιά με την μέθοδο του παζλ, ξεκινώντας με παζλ για νήπια, εκείνα με τα μεγάλα κομμάτια, και συνεχίζοντας με όλο και μικρότερα κομματάκια, σιγά-σιγά συνθέτουν, χρόνο-χρόνο αναπτύσσουν, σταδιακά ολοκληρώνουν και, τέλος, αποκαλύπτουν την εικόνα του επαγγέλματος του γονέα. Που τους αρέσει και την κορνιζάρουν στο μυαλό τους με το μελλοντικό τους πτυχίο, ή δεν τους αρέσει και δεν ξανασχολούνται.
Εννοείται πως η εικόνα του επαγγέλματος του γονέα δεν έχει να κάνει μόνο με εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το επαγγελματικό ντύσιμο και το «πώς» («διαφορετικά») μιλάμε στο τηλέφωνο. Αόρατα κομμάτια παζλ συνθέτουν την εικόνα μιας άυλης εργασιακής συμπεριφοράς: του πνεύματος του συγκεκριμένου επαγγέλματος και της εργασιακής αύρας ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Το παιδί ανέργων δεν έχει εικόνα. Δεν μπορεί να παίξει παζλ.
Η ικανοποίηση της εργασίας και η χαρά της επαγγελματικής προόδου ανήκουν βέβαια κι αυτά στο παζλ που το παιδάκι ανέργου δεν μπορεί να δει. Δεν τα ξέρει, δεν αναζητάει να τα μιμηθεί «μεγάλος» αφού δεν ξέρει να τα αναζητήσει, αγνοεί πώς να τα χειριστεί αργότερα ως ενήλικας. Μια ολοφάνερη δυσκολία το περιμένει όταν με την πρώτη του δουλειά τού ζητηθεί να συμπεριφερθεί ως «εργαζόμενος». Ξεκινώντας από τα βασικά, όπως να μπει σε σφιχτό εργασιακό πρόγραμμα ενώ είναι μαθημένος ο χρόνος να τρέχει ελεύθερος. Ή ουρανοκατέβατα να του τεθούν από την μια στιγμή στην άλλη αυστηρές προθεσμίες, στον ευέλικτο τρόπο ζωής που έμαθε από το σπίτι του.
Για το παιδί εργαζόμενου, όμως, αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι του παζλ. Του δόθηκε στο χέρι ως απάντηση όταν ρώτησε «μπαμπά και μαμά, γιατί να πάτε σήμερα πάλι στη δουλειά και δεν κάθεστε σπίτι να παίξουμε;».
Το παιδάκι αυτό πλεονεκτεί και σε κάτι άλλο ανήκοντας σε εργασιακή οικογένεια. Έχει μεγαλύτερη ευκαιρία από τον «συμμαθητή με άνεργο γονέα» να αξιοποιηθούν από μικρή ηλικία κλίσεις και χαρίσματα. Το καθοριστικό για το μέλλον αυτού του τυχερού παιδιού είναι ότι την ευκαιρία αυτή να ανακαλυφθούν και αξιοποιηθούν οι κλίσεις και τα χαρίσματά του εν υπνώσει, την έχει και ο γονέας του παιδιού και μπορεί να χρηματοδοτήσει την αφύπνισή τους.
Κι αν όλα αυτά θεωρηθούν λόγια και μελλούμενα, ας μην πάμε μακριά, ας πάμε μια βόλτα σε ένα τυχαίο θεατρικό παιχνίδι στον παιδικό σταθμό της γειτονιάς. Το παιδάκι ανέργου ξεχωρίζει από τα «άλλα» της ομάδας γιατί, στερούμενο άλλων επαγγελματικών μοντέλων, επιλέγει μόνιμα να παίζει «τη δασκάλα» και «τον παιδίατρο». (Εκτός αν η δασκάλα και ο παιδίατρος είναι οι γονείς του.)
Τον χειρότερο ρόλο σε αυτό το θεατρικό παιχνίδι θα τον έχει το παιδάκι που θα πει πως θα παίξει τον άνεργο «όπως ο μπαμπάς και η μαμά». Εκτός από το ότι δεν θα έχει τι να παίξει στην παντομίμα, θα κατηγορηθεί πως στερείται φαντασίας.
Κι αν δεν μας κάνει κόπο να πάμε λίγο μακρύτερα από τον παιδικό σταθμό της γειτονιάς, ας πεταχτούμε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση και πιο προχωρημένη κοινωνική υποδομή για τους ανέργους, κι ας ρωτήσουμε «τι έγιναν όταν μεγάλωσαν» τα παιδιά των «μόνιμων» ανέργων.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, ας επιστρέψουμε με ένα γεγονός:
Όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, αυξάνεται η ευθύνη της κοινωνίας να ετοιμάσει τους αυριανούς της εργαζόμενους. Ώστε τα παιδιά, ιδιαίτερα των χρόνιων ανέργων, να λάβουν εκτός σπιτιού (αναγκαστικά) την εκπαίδευση του άρτια προετοιμασμένου εργαζόμενου.
Και του ισότιμα προετοιμασμένου εργαζόμενου. Που θα παραλάβει ως παιδάκι την σκυτάλη ενός Κράτος-Δικαίου και θα την τρέξει ως ενήλικας στην επόμενη γενιά του.
Τέλος, (τέλος;), όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, μόνο στην κοινωνία μένει να «διαβεβαιώσει» τα παιδιά ανέργων ότι όταν μεγαλώσουν δεν θα γίνουν άνεργα σαν τον μπαμπά και τη μαμά.
Σκέψη στο περιθώριο
Όσο η ανεργία στη χώρα μας υπολογίζεται με λάθος αριθμούς, ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία είναι λάθος.
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ξεκινάει από το σπίτι του παιδιού. Η δουλειά του μπαμπά και της μαμάς είναι τα πρώτα επαγγέλματα που το παιδί γνωρίζει σε βάθος. Εάν μάλιστα αντιληφθεί ότι πρόκειται για «σπουδαία» επαγγέλματα, από τον παιδικό σταθμό κιόλας δηλώνει ότι θα γίνει το ίδιο όταν μεγαλώσει. Αναζητώντας το μερτικό από την χρυσόσκονη που του αναλογεί στην οικογενειακή μερίδα.
Πιο σημαντικό από το όνομα του επαγγέλματος νομίζω πως είναι η «υπόσταση» επαγγέλματος. Από τότε που το παιδί γεννιέται σχηματίζει εικόνες με τα φανερά πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δουλειάς που «έρχεται στο σπίτι». Το παιδί ανέργων είναι προφανές πως μη έχοντας ανάλογες προσλαμβάνουσες στερείται της δυνατότητας αυτής.
Τα παιδιά με την μέθοδο του παζλ, ξεκινώντας με παζλ για νήπια, εκείνα με τα μεγάλα κομμάτια, και συνεχίζοντας με όλο και μικρότερα κομματάκια, σιγά-σιγά συνθέτουν, χρόνο-χρόνο αναπτύσσουν, σταδιακά ολοκληρώνουν και, τέλος, αποκαλύπτουν την εικόνα του επαγγέλματος του γονέα. Που τους αρέσει και την κορνιζάρουν στο μυαλό τους με το μελλοντικό τους πτυχίο, ή δεν τους αρέσει και δεν ξανασχολούνται.
Εννοείται πως η εικόνα του επαγγέλματος του γονέα δεν έχει να κάνει μόνο με εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το επαγγελματικό ντύσιμο και το «πώς» («διαφορετικά») μιλάμε στο τηλέφωνο. Αόρατα κομμάτια παζλ συνθέτουν την εικόνα μιας άυλης εργασιακής συμπεριφοράς: του πνεύματος του συγκεκριμένου επαγγέλματος και της εργασιακής αύρας ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Το παιδί ανέργων δεν έχει εικόνα. Δεν μπορεί να παίξει παζλ.
Η ικανοποίηση της εργασίας και η χαρά της επαγγελματικής προόδου ανήκουν βέβαια κι αυτά στο παζλ που το παιδάκι ανέργου δεν μπορεί να δει. Δεν τα ξέρει, δεν αναζητάει να τα μιμηθεί «μεγάλος» αφού δεν ξέρει να τα αναζητήσει, αγνοεί πώς να τα χειριστεί αργότερα ως ενήλικας. Μια ολοφάνερη δυσκολία το περιμένει όταν με την πρώτη του δουλειά τού ζητηθεί να συμπεριφερθεί ως «εργαζόμενος». Ξεκινώντας από τα βασικά, όπως να μπει σε σφιχτό εργασιακό πρόγραμμα ενώ είναι μαθημένος ο χρόνος να τρέχει ελεύθερος. Ή ουρανοκατέβατα να του τεθούν από την μια στιγμή στην άλλη αυστηρές προθεσμίες, στον ευέλικτο τρόπο ζωής που έμαθε από το σπίτι του.
Για το παιδί εργαζόμενου, όμως, αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι του παζλ. Του δόθηκε στο χέρι ως απάντηση όταν ρώτησε «μπαμπά και μαμά, γιατί να πάτε σήμερα πάλι στη δουλειά και δεν κάθεστε σπίτι να παίξουμε;».
Το παιδάκι αυτό πλεονεκτεί και σε κάτι άλλο ανήκοντας σε εργασιακή οικογένεια. Έχει μεγαλύτερη ευκαιρία από τον «συμμαθητή με άνεργο γονέα» να αξιοποιηθούν από μικρή ηλικία κλίσεις και χαρίσματα. Το καθοριστικό για το μέλλον αυτού του τυχερού παιδιού είναι ότι την ευκαιρία αυτή να ανακαλυφθούν και αξιοποιηθούν οι κλίσεις και τα χαρίσματά του εν υπνώσει, την έχει και ο γονέας του παιδιού και μπορεί να χρηματοδοτήσει την αφύπνισή τους.
Κι αν όλα αυτά θεωρηθούν λόγια και μελλούμενα, ας μην πάμε μακριά, ας πάμε μια βόλτα σε ένα τυχαίο θεατρικό παιχνίδι στον παιδικό σταθμό της γειτονιάς. Το παιδάκι ανέργου ξεχωρίζει από τα «άλλα» της ομάδας γιατί, στερούμενο άλλων επαγγελματικών μοντέλων, επιλέγει μόνιμα να παίζει «τη δασκάλα» και «τον παιδίατρο». (Εκτός αν η δασκάλα και ο παιδίατρος είναι οι γονείς του.)
Τον χειρότερο ρόλο σε αυτό το θεατρικό παιχνίδι θα τον έχει το παιδάκι που θα πει πως θα παίξει τον άνεργο «όπως ο μπαμπάς και η μαμά». Εκτός από το ότι δεν θα έχει τι να παίξει στην παντομίμα, θα κατηγορηθεί πως στερείται φαντασίας.
Κι αν δεν μας κάνει κόπο να πάμε λίγο μακρύτερα από τον παιδικό σταθμό της γειτονιάς, ας πεταχτούμε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση και πιο προχωρημένη κοινωνική υποδομή για τους ανέργους, κι ας ρωτήσουμε «τι έγιναν όταν μεγάλωσαν» τα παιδιά των «μόνιμων» ανέργων.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, ας επιστρέψουμε με ένα γεγονός:
Όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, αυξάνεται η ευθύνη της κοινωνίας να ετοιμάσει τους αυριανούς της εργαζόμενους. Ώστε τα παιδιά, ιδιαίτερα των χρόνιων ανέργων, να λάβουν εκτός σπιτιού (αναγκαστικά) την εκπαίδευση του άρτια προετοιμασμένου εργαζόμενου.
Και του ισότιμα προετοιμασμένου εργαζόμενου. Που θα παραλάβει ως παιδάκι την σκυτάλη ενός Κράτος-Δικαίου και θα την τρέξει ως ενήλικας στην επόμενη γενιά του.
Τέλος, (τέλος;), όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, μόνο στην κοινωνία μένει να «διαβεβαιώσει» τα παιδιά ανέργων ότι όταν μεγαλώσουν δεν θα γίνουν άνεργα σαν τον μπαμπά και τη μαμά.
Σκέψη στο περιθώριο
Όσο η ανεργία στη χώρα μας υπολογίζεται με λάθος αριθμούς, ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία είναι λάθος.
Δευτέρα, Απριλίου 25, 2011
Κατσίκι με ρακή έλα- έλα ρακή με το κατσίκι
Παίρνετε το κατσικάκι που σας έφερε πεσκέσι ο φίλος σας ο Βασιλομανουσάκης λέγοντας ότι είναι από το κοπάδι του. Η μάνα του σας φανέρωσε ότι το είχε κλεμμένο απ’ του Τουρκογιωργάκη. Η αδερφή του όμως μουρμούριξε την ώρα που το έλεγε, ότι κι αυτός το είχε κλέψει από τον Σηφαλιό του Σταθάκη.
Όλοι ξέρουν πως εκειός τα κλέβει τα κοπάδια του από τον Αντωνάκη του Τσιγουρή. Αλλά κι ο Τσιγουρής τα ίδια κάνει, απ’ τον Αβγενάκη. Εφτούνον, που δεν άφησε αρνί γι’ αρνί, μηδέ κατσίκι για κατσίκι απ’ τα δικά σας τα κοπάδια. Με σταυρωμένα χέρια θα καθόσασταν; Τα αντικαθιστούσατε από τα ζα του Μανόλη του Μπριτζολάκη- σου ‘χουν μια νοστιμιά, τα άτιμα!
Παίρνετε λοιπόν το πρώην του Μανολιού, πρώην δικό σας, πρώην του Αβγενάκη, πρώην του Τσιγουρή, πρώην του Σταθάκη, πρώην του Τουρκογιωργάκη, πρώην του Βασιλομανουσάκη κατσικάκι, ένα μπουκάλι ρακή- πρωτόσταχτη, θα δείτε γιατί- μερικούς ντάκους, ένα πιατάκι λαδολιές, αγκιναρόφυλλα άγρια και την επαναληπτική καραμπίνα- ενθύμιο απ’ την ταβέρνα στα Ζωνιανά. Βγαίνετε στον κήπο και
Α) ρίχνετε μερικές μπαλοθιές για να βεβαιωθείτε πως εξακολουθεί να δουλεύει
Β) ετοιμάζετε τα κάρβουνα. Πρώτα τα μπουχίζετε με τη ρακή (αν δεν είναι πρωτόσταχτη, δεν ανάβει) και μετά δοκιμάζετε να βάλετε φωτιά.
Ένα μυστήριο πράμα, κάθε φορά που θέλετε να ψήσετε, χάνονται τα τσακμάκια. Κάνετε το σπίτι άνω- κάτω και βρίσκετε, μετά από πολύ κόπο, ένα κουτί σπίρτα. Στέγνωξε ο καταπιώνας σας. Ακόμα λίγη ρακή και συνεχάμε.
Μπουχίζετε ξανά τα κάρβουνα, αποτέλεσμα μηδέν όμως. Τραβάτε μια γερή γουλιά για να ‘ρθετε στα ίσα σας, προσπαθείτε δυο- τρεις φορές, επιτέλους η φωτιά ανάβει. Να το γιορτάσουμε με μπαλοθιές! Να πιούμε κι ένα ποτηράκι, να φάμε δυο ελιές, λίγο ντάκο. Ζητάτε από τη σύζυγο αλάτι και λεμόνι για τις αγκινάρες. Εκείνη, που έχει να ετοιμάσει το κρέας, γίνεται έξω φρενών και αρχίζετε ένα ωραίο καυγαδάκι.
Λίγη ακόμη ρακή και όλα ξεχνιούνται. Πάνω στην ώρα έρχονται κι οι καλεσμένοι σας, ο Μιχαλιός και ο Χριστόφορος με τις συζύγους τους. Νέο μπουκάλι, νέες μπαλοθιές γιατί τώρα και οι φίλοι σας θέλουν να δοκιμάσουν το πιοτό και το όπλο. Τσιμπάτε πρόχειρα, οι γυναίκες φωνάζουν να μη κόψετε την όρεξή σας, ούτε μυτζήθρα ούτε και ξυνόχοντρο, εμπρός, να βάλουμε το κρέας να τελειώνουμε.
Γυναίκα μην εμπιστευτείς και να μη δώσεις βάση
Γιατί θα μείνεις νηστικός και πόνος θα σε πιάσει
Που λέει κι η μαντινάδα. Έπιασε την κουβέντα με τις φίλες της και δεν ετοίμασε τίποτις. Δυο νεροπότηρα πίνετε για να συνέτερθε έεε να συτένερθετε εεεε τες παν, αυτό. Φέρε το ερίφιο Φωφώ φωνάζετε. Γιατί γελοίνε αυτοί οι γελάνοι; Τες παν.
Κατσίκ, ταλάτ, ριπέπ, γανήρη, φέρ’ και νιμόνι- λομόνι- λενίμο αααααυτό. Λιγουλάκ’ βουτ εεεε τουβ εεεε ρυτακ’ να αλείψουμε τες παν. Εχρι να πεις μινο, κύνιμο, κύνο, θα έχ’ ψηθεί. Βάλε και σκι- μουκή- σουμική, λα λα λα.
Άστρα μη με λανώνετε
Που λο λο λο τη νύτα
Ω, γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
ψηλό κιλαχριμένο μου
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
και κήβκα και τον κίπα
Άστρα μη με λανώνετε
που λο λο λο τη νύτα.
Το φιτσίκι μπαίνει στα βάρβουνα. Ακουμπάει στη στάχτη, επιμένουν οι γυναίκες. Δεν αμπουκάει. Ακουμπάει, δες. Δεν αμπουκάει. Να, να, γέμισε μαυρίλες. Δεν μέγισε. Ναααααααα κκκκκκκκοιτάχτε. Ωπ, έπεσε. Κκκκόλλησε. Πάει το φιτσίκι, πάνε τα βάρβουνα, πάει και το δεξί σου ρέχι όπως πήγες να το φιάσεις, κάηκες. Φου φου φου φου, διάλε τσ’ απολυμάρες σου. Τα καίρνεις πρανίο.
Μια μπαλοθιά, δυο, τρεις, δέκα. Οοοοοοχι κατά κεί, φωνάζει ο Χριστόφορος. Αργά… Στοπ λα- λα- λα, τώφα, εεεεε, φώτα, πάνε. Εκοψες τα καλώδια της ΔΕΗ, διαπιστώνει ο Μιχάλης. Κλάκα πάνουν.
Δεν κάνουν πλάκα. Με το ζόρι σε ποτίζουν καρφαμερό φαφέ για να ξεμεθύσεις, λένε-ποιος θέμυσε; Τες παν. Παίρνουν τις βλάβες. Μετά από τρρρρρεις ώρες εφμανίζεται η ΔΕΗ. Στυνάζεις, εεε, στανάζεις, τες παν, ύπνο θες, αλλά ο ΔΕΗΤζής έχει άλλα κέφια. Πώς έγινε αυτό; Ουρλιάζει μες στ’ αυτί σου.
Ο γείτονας ο Θανασιμοσηφουνάκης, που τσακωθήκατε πριν από δέκα χρόνια για δυο χοχλιούς- τους είχες μαζέψει στον μπαξέ σου και επέμενε πως ξεπόρτισαν απ’ το δικό του περιβόλι, άρα του ανήκουν- βγαίνει στην πόρτα του και καρφώνει ότι ρίχνατε μπαλοθιές. Ο ΔΕΗΤζής φουνάει το φεκάλι του. Ε, τι πίνατε εδώ, ρωτάει. Ρακές πίναμε, μα σώθηκαν μόλις. Ρακή ξεροσφύρι; Είχαμε και φατσίκι- φιτσίκι- κιτσίκι, κρέας τες παν. Και το φάγατε όλο; Έπεσε στη στάχτη, εξηγεί η γυναίκα σου και φουνάει κι αυτή το φεκάλι. Νυγαίκες... Κερνάτε τίποτις; Πώς, αμέ, ένα κονιακάκι θέλετε; Αν είναι Ναπολεόν.
Κίνει το πονιάκ, κίνει κι άλλο, και τέταρτο και έκτο και δωδέκατο. Στο ενδιάμεσο ήπιες πέντε καφέδες φαρμάκι πικρούς και στανιάρησες. Ο μάστορας αποφαίνεται πως η βλάβη διορθώνεται, φωνάζει ένα συνεργείο, ανοίγουν κι άλλο κονιάκ, κάνουν δουλειά, το φως έρχεται. «Φθαρμένα καλώδια, λόγω πολλών μποφόρ κατεστράφησαν» γράφουν στην αναφορά και φεύγουν με δυο μπουκάλια κρασί παραμάσχαλα. Απνοια είχε, αλλά μη το κάνουμε θέμα. Φτηνά τη γλύτωσες.
Την επομένη
Α) έχεις τρομερό πονοκέφαλο
Β) έχεις απίστευτη μουρμούρα από τη σύζυγο
Γ) έχεις να ξαναμαγειρέψεις γιατί όταν έχει μούτρα πρέπει να το παίζεις σεφ για να την καλοπιάνεις.
Δ) αποφασίζεις να βάλεις την πεθερά σου να κάνει μια συνταγή χωρίς ποτό, γιατί, όπως διαπίστωσες, καταστρέφει.
Στο επόμενο λοιπόν, ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑΣ
Α λα μανιέρ ντε Κοτόπουλο με ουισκι
Όλοι ξέρουν πως εκειός τα κλέβει τα κοπάδια του από τον Αντωνάκη του Τσιγουρή. Αλλά κι ο Τσιγουρής τα ίδια κάνει, απ’ τον Αβγενάκη. Εφτούνον, που δεν άφησε αρνί γι’ αρνί, μηδέ κατσίκι για κατσίκι απ’ τα δικά σας τα κοπάδια. Με σταυρωμένα χέρια θα καθόσασταν; Τα αντικαθιστούσατε από τα ζα του Μανόλη του Μπριτζολάκη- σου ‘χουν μια νοστιμιά, τα άτιμα!
Παίρνετε λοιπόν το πρώην του Μανολιού, πρώην δικό σας, πρώην του Αβγενάκη, πρώην του Τσιγουρή, πρώην του Σταθάκη, πρώην του Τουρκογιωργάκη, πρώην του Βασιλομανουσάκη κατσικάκι, ένα μπουκάλι ρακή- πρωτόσταχτη, θα δείτε γιατί- μερικούς ντάκους, ένα πιατάκι λαδολιές, αγκιναρόφυλλα άγρια και την επαναληπτική καραμπίνα- ενθύμιο απ’ την ταβέρνα στα Ζωνιανά. Βγαίνετε στον κήπο και
Α) ρίχνετε μερικές μπαλοθιές για να βεβαιωθείτε πως εξακολουθεί να δουλεύει
Β) ετοιμάζετε τα κάρβουνα. Πρώτα τα μπουχίζετε με τη ρακή (αν δεν είναι πρωτόσταχτη, δεν ανάβει) και μετά δοκιμάζετε να βάλετε φωτιά.
Ένα μυστήριο πράμα, κάθε φορά που θέλετε να ψήσετε, χάνονται τα τσακμάκια. Κάνετε το σπίτι άνω- κάτω και βρίσκετε, μετά από πολύ κόπο, ένα κουτί σπίρτα. Στέγνωξε ο καταπιώνας σας. Ακόμα λίγη ρακή και συνεχάμε.
Μπουχίζετε ξανά τα κάρβουνα, αποτέλεσμα μηδέν όμως. Τραβάτε μια γερή γουλιά για να ‘ρθετε στα ίσα σας, προσπαθείτε δυο- τρεις φορές, επιτέλους η φωτιά ανάβει. Να το γιορτάσουμε με μπαλοθιές! Να πιούμε κι ένα ποτηράκι, να φάμε δυο ελιές, λίγο ντάκο. Ζητάτε από τη σύζυγο αλάτι και λεμόνι για τις αγκινάρες. Εκείνη, που έχει να ετοιμάσει το κρέας, γίνεται έξω φρενών και αρχίζετε ένα ωραίο καυγαδάκι.
Λίγη ακόμη ρακή και όλα ξεχνιούνται. Πάνω στην ώρα έρχονται κι οι καλεσμένοι σας, ο Μιχαλιός και ο Χριστόφορος με τις συζύγους τους. Νέο μπουκάλι, νέες μπαλοθιές γιατί τώρα και οι φίλοι σας θέλουν να δοκιμάσουν το πιοτό και το όπλο. Τσιμπάτε πρόχειρα, οι γυναίκες φωνάζουν να μη κόψετε την όρεξή σας, ούτε μυτζήθρα ούτε και ξυνόχοντρο, εμπρός, να βάλουμε το κρέας να τελειώνουμε.
Γυναίκα μην εμπιστευτείς και να μη δώσεις βάση
Γιατί θα μείνεις νηστικός και πόνος θα σε πιάσει
Που λέει κι η μαντινάδα. Έπιασε την κουβέντα με τις φίλες της και δεν ετοίμασε τίποτις. Δυο νεροπότηρα πίνετε για να συνέτερθε έεε να συτένερθετε εεεε τες παν, αυτό. Φέρε το ερίφιο Φωφώ φωνάζετε. Γιατί γελοίνε αυτοί οι γελάνοι; Τες παν.
Κατσίκ, ταλάτ, ριπέπ, γανήρη, φέρ’ και νιμόνι- λομόνι- λενίμο αααααυτό. Λιγουλάκ’ βουτ εεεε τουβ εεεε ρυτακ’ να αλείψουμε τες παν. Εχρι να πεις μινο, κύνιμο, κύνο, θα έχ’ ψηθεί. Βάλε και σκι- μουκή- σουμική, λα λα λα.
Άστρα μη με λανώνετε
Που λο λο λο τη νύτα
Ω, γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
ψηλό κιλαχριμένο μου
γιατί 'χα νόνο στη δαρκιά
και κήβκα και τον κίπα
Άστρα μη με λανώνετε
που λο λο λο τη νύτα.
Το φιτσίκι μπαίνει στα βάρβουνα. Ακουμπάει στη στάχτη, επιμένουν οι γυναίκες. Δεν αμπουκάει. Ακουμπάει, δες. Δεν αμπουκάει. Να, να, γέμισε μαυρίλες. Δεν μέγισε. Ναααααααα κκκκκκκκοιτάχτε. Ωπ, έπεσε. Κκκκόλλησε. Πάει το φιτσίκι, πάνε τα βάρβουνα, πάει και το δεξί σου ρέχι όπως πήγες να το φιάσεις, κάηκες. Φου φου φου φου, διάλε τσ’ απολυμάρες σου. Τα καίρνεις πρανίο.
Μια μπαλοθιά, δυο, τρεις, δέκα. Οοοοοοχι κατά κεί, φωνάζει ο Χριστόφορος. Αργά… Στοπ λα- λα- λα, τώφα, εεεεε, φώτα, πάνε. Εκοψες τα καλώδια της ΔΕΗ, διαπιστώνει ο Μιχάλης. Κλάκα πάνουν.
Δεν κάνουν πλάκα. Με το ζόρι σε ποτίζουν καρφαμερό φαφέ για να ξεμεθύσεις, λένε-ποιος θέμυσε; Τες παν. Παίρνουν τις βλάβες. Μετά από τρρρρρεις ώρες εφμανίζεται η ΔΕΗ. Στυνάζεις, εεε, στανάζεις, τες παν, ύπνο θες, αλλά ο ΔΕΗΤζής έχει άλλα κέφια. Πώς έγινε αυτό; Ουρλιάζει μες στ’ αυτί σου.
Ο γείτονας ο Θανασιμοσηφουνάκης, που τσακωθήκατε πριν από δέκα χρόνια για δυο χοχλιούς- τους είχες μαζέψει στον μπαξέ σου και επέμενε πως ξεπόρτισαν απ’ το δικό του περιβόλι, άρα του ανήκουν- βγαίνει στην πόρτα του και καρφώνει ότι ρίχνατε μπαλοθιές. Ο ΔΕΗΤζής φουνάει το φεκάλι του. Ε, τι πίνατε εδώ, ρωτάει. Ρακές πίναμε, μα σώθηκαν μόλις. Ρακή ξεροσφύρι; Είχαμε και φατσίκι- φιτσίκι- κιτσίκι, κρέας τες παν. Και το φάγατε όλο; Έπεσε στη στάχτη, εξηγεί η γυναίκα σου και φουνάει κι αυτή το φεκάλι. Νυγαίκες... Κερνάτε τίποτις; Πώς, αμέ, ένα κονιακάκι θέλετε; Αν είναι Ναπολεόν.
Κίνει το πονιάκ, κίνει κι άλλο, και τέταρτο και έκτο και δωδέκατο. Στο ενδιάμεσο ήπιες πέντε καφέδες φαρμάκι πικρούς και στανιάρησες. Ο μάστορας αποφαίνεται πως η βλάβη διορθώνεται, φωνάζει ένα συνεργείο, ανοίγουν κι άλλο κονιάκ, κάνουν δουλειά, το φως έρχεται. «Φθαρμένα καλώδια, λόγω πολλών μποφόρ κατεστράφησαν» γράφουν στην αναφορά και φεύγουν με δυο μπουκάλια κρασί παραμάσχαλα. Απνοια είχε, αλλά μη το κάνουμε θέμα. Φτηνά τη γλύτωσες.
Την επομένη
Α) έχεις τρομερό πονοκέφαλο
Β) έχεις απίστευτη μουρμούρα από τη σύζυγο
Γ) έχεις να ξαναμαγειρέψεις γιατί όταν έχει μούτρα πρέπει να το παίζεις σεφ για να την καλοπιάνεις.
Δ) αποφασίζεις να βάλεις την πεθερά σου να κάνει μια συνταγή χωρίς ποτό, γιατί, όπως διαπίστωσες, καταστρέφει.
Στο επόμενο λοιπόν, ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑΣ
Α λα μανιέρ ντε Κοτόπουλο με ουισκι
Τετάρτη, Απριλίου 20, 2011
Αφαίμαξη στον κουμπαρά των παιδιών
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία.
Κανένας γονιός δεν είναι υπερήφανος όταν βάζει χέρι στον κουμπαρά των παιδιών. Πόσο μάλλον αν τον πιάσει το παιδί στα πράσα, με το χέρι μέσα στο γουρουνάκι.
Αν είστε άνεργος γονιός, περιμένετε. Θα έρθει η ώρα που θα συμβεί και στο γουρουνάκι-κουμπαρά του δικού σας παιδιού. Είναι καλό να γνωρίζετε, λοιπόν, ότι η κατάλληλη ώρα για αφαιμάξεις είναι όταν ο γουρουνοφύλακας λείπει στο σχολείο.
Ο τρόπος της αφαίμαξης συνιστάται να είναι μικρές δόσεις που δεν θα επηρεάσουν το βάρος του ζώου, με την ελπίδα ότι θα περάσουν απαρατήρητες. Εάν το παιδάκι σας είναι μικρό κι απονήρευτο, μια άλλη αποτελεσματική γονική συμπεριφορά είναι να κάνετε τη χορταστική σας αφαίμαξη αντικαθιστώντας στον κουμπαρά μεγάλα κέρματα με πιο μικρής αξίας για μπούγιο. Στα μικρά παιδιά το σύνολο του περιεχομένου του κουμπαρά ισούται με το μέγεθος της έντασης του κουδουνίσματός του, στοιχειώδη μαθηματικά που αν ίσχυαν και στον χασάπη της γειτονιάς σας δεν θα είχατε προβεί στον έκτακτο δανεισμό.
«Γίνεται για το καλό του παιδιού». Αυτό αν λέτε στον εαυτό σας, το γουρουνάκι την έχει άσχημα. Προτιμήστε να χρησιμοποιήσετε τα χρήματα αυτά για έξοδα του παιδιού. Θα σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα, τουλάχιστον λιγότερο άσχημα.
Ο παιδικός κουμπαράς μας είναι ένα ευχάριστο κεφάλαιο που οι περισσότεροι ενήλικες κουβαλάμε στο βιβλίο των παιδικών μας χρόνων. Πασπατεύοντας τον κουμπαρά του παιδιού σας, θα κουδουνίσουν διάφορες δικές σας παιδικές μνήμες. Με μέγιστη ωραία ανάμνηση, φυσικά, το άδειασμα του φίσκα κουμπαρά στο μεταλλικό ταψί της μαμάς (για να είναι η πτώση των κερμάτων θορυβώδης), παρουσία του μπαμπά-μετρητή (... ή μήπως αφαιμάκτη;).
Ως άνεργος γονιός, θα απολαύσετε εκ νέου δύο μεγάλες παιδικές χαρές σας: τη χαρά του μποναμά του γέρου θείου και τα κάλαντα.
Οι παππούδες και οι γέροι θείοι είναι μια διαχρονική πλουτοπαραγωγική μονάδα. Σύνολο μονάδων αν είστε τυχεροί κι ανήκετε σε πολυμελές σόι με πολλούς ηλικιωμένους θείους που τα ‘χουν τετρακόσια. Οι μποναμάδες στα παιδιά εκ παραδόσεως παραδίδονται στο χέρι του παιδιού ή με αντιπρόσωπο (εάν ο θείος επέλεξε εσάς, το γονιό χωρίς εισόδημα ως αντιπρόσωπο, μάλλον ατύχησε στην επιλογή του) τέσσερις φορές τον χρόνο: Χριστούγεννα, Πάσχα (χρονικά συμπίπτει με την καταβολή του δώρου της σύνταξης), στην ονομαστική εορτή του παιδιού και στα γενέθλια.
Εάν σας ενδιαφέρει να εξαντλήσετε αυτή την εισοδηματική πηγή, είναι καλό να γνωρίζετε ότι υπάρχει η δυνατότητα και δύο έκτακτων μποναμάδων στη διάρκεια του έτους: την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου αν κατορθώσετε και ντύσετε το αγοράκι σας τσολιά – το κοριτσάκι σας Μπουμπουλίνα, και τις Απόκριες. Τα λαγουδάκια πιάνουν καλή τιμή και οι πασχαλίτσες στα κοριτσάκια. Σημειώστε ότι κανένας παππούς δεν έχει χρηματοδοτήσει την εγγόνα του «γυναίκα του δρόμου».
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων αποκτούν πρόσθετη αξία όταν είστε χρόνιος άνεργος. Έχετε το δικό σας ανομολόγητο λόγο για να ξυπνήσετε το παιδί σας από τα χαράματα, να προλάβει τους γείτονες πριν τους πουν τα κάλαντα οι ανταγωνιστές μπόμπιρες της γειτονιάς.
Κι αν πιστεύετε ότι δεν ανήκετε στην παραπάνω κατηγορία στυγνού άνεργου γονιού, αναλογιστείτε τον εαυτό σας όταν τις γιορτές «δρομολογεί» τα παιδικά δώρα των συγγενών προς τα νέα αθλητικά παπούτσια που χρειάζεται ο μικρός ποδοσφαιριστής ή το ψευτογούνινο ζακετάκι που γυάλισε στη μικρή κοκότα. Ακόμη χειρότερα, με τι ευκολία «διαμελίζετε» το καινούργιο κομπιούτερ σε κομμάτια δώρου ή, οι παλιοί, την πολύτομη εγκυκλοπαίδεια που δεν μπορείτε να αγοράσετε μόνος σας σε κομμάτια εγκυκλοπαιδικής τυρόπιτας, και τα μοιράζετε δεξιά κι αριστερά σε παππούδες και θείους.
Σκέψη στο περιθώριο
Είναι ωραίο να ξαναγίνεσαι πού και πού παιδί!
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία.
Κανένας γονιός δεν είναι υπερήφανος όταν βάζει χέρι στον κουμπαρά των παιδιών. Πόσο μάλλον αν τον πιάσει το παιδί στα πράσα, με το χέρι μέσα στο γουρουνάκι.
Αν είστε άνεργος γονιός, περιμένετε. Θα έρθει η ώρα που θα συμβεί και στο γουρουνάκι-κουμπαρά του δικού σας παιδιού. Είναι καλό να γνωρίζετε, λοιπόν, ότι η κατάλληλη ώρα για αφαιμάξεις είναι όταν ο γουρουνοφύλακας λείπει στο σχολείο.
Ο τρόπος της αφαίμαξης συνιστάται να είναι μικρές δόσεις που δεν θα επηρεάσουν το βάρος του ζώου, με την ελπίδα ότι θα περάσουν απαρατήρητες. Εάν το παιδάκι σας είναι μικρό κι απονήρευτο, μια άλλη αποτελεσματική γονική συμπεριφορά είναι να κάνετε τη χορταστική σας αφαίμαξη αντικαθιστώντας στον κουμπαρά μεγάλα κέρματα με πιο μικρής αξίας για μπούγιο. Στα μικρά παιδιά το σύνολο του περιεχομένου του κουμπαρά ισούται με το μέγεθος της έντασης του κουδουνίσματός του, στοιχειώδη μαθηματικά που αν ίσχυαν και στον χασάπη της γειτονιάς σας δεν θα είχατε προβεί στον έκτακτο δανεισμό.
«Γίνεται για το καλό του παιδιού». Αυτό αν λέτε στον εαυτό σας, το γουρουνάκι την έχει άσχημα. Προτιμήστε να χρησιμοποιήσετε τα χρήματα αυτά για έξοδα του παιδιού. Θα σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα, τουλάχιστον λιγότερο άσχημα.
Ο παιδικός κουμπαράς μας είναι ένα ευχάριστο κεφάλαιο που οι περισσότεροι ενήλικες κουβαλάμε στο βιβλίο των παιδικών μας χρόνων. Πασπατεύοντας τον κουμπαρά του παιδιού σας, θα κουδουνίσουν διάφορες δικές σας παιδικές μνήμες. Με μέγιστη ωραία ανάμνηση, φυσικά, το άδειασμα του φίσκα κουμπαρά στο μεταλλικό ταψί της μαμάς (για να είναι η πτώση των κερμάτων θορυβώδης), παρουσία του μπαμπά-μετρητή (... ή μήπως αφαιμάκτη;).
Ως άνεργος γονιός, θα απολαύσετε εκ νέου δύο μεγάλες παιδικές χαρές σας: τη χαρά του μποναμά του γέρου θείου και τα κάλαντα.
Οι παππούδες και οι γέροι θείοι είναι μια διαχρονική πλουτοπαραγωγική μονάδα. Σύνολο μονάδων αν είστε τυχεροί κι ανήκετε σε πολυμελές σόι με πολλούς ηλικιωμένους θείους που τα ‘χουν τετρακόσια. Οι μποναμάδες στα παιδιά εκ παραδόσεως παραδίδονται στο χέρι του παιδιού ή με αντιπρόσωπο (εάν ο θείος επέλεξε εσάς, το γονιό χωρίς εισόδημα ως αντιπρόσωπο, μάλλον ατύχησε στην επιλογή του) τέσσερις φορές τον χρόνο: Χριστούγεννα, Πάσχα (χρονικά συμπίπτει με την καταβολή του δώρου της σύνταξης), στην ονομαστική εορτή του παιδιού και στα γενέθλια.
Εάν σας ενδιαφέρει να εξαντλήσετε αυτή την εισοδηματική πηγή, είναι καλό να γνωρίζετε ότι υπάρχει η δυνατότητα και δύο έκτακτων μποναμάδων στη διάρκεια του έτους: την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου αν κατορθώσετε και ντύσετε το αγοράκι σας τσολιά – το κοριτσάκι σας Μπουμπουλίνα, και τις Απόκριες. Τα λαγουδάκια πιάνουν καλή τιμή και οι πασχαλίτσες στα κοριτσάκια. Σημειώστε ότι κανένας παππούς δεν έχει χρηματοδοτήσει την εγγόνα του «γυναίκα του δρόμου».
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων αποκτούν πρόσθετη αξία όταν είστε χρόνιος άνεργος. Έχετε το δικό σας ανομολόγητο λόγο για να ξυπνήσετε το παιδί σας από τα χαράματα, να προλάβει τους γείτονες πριν τους πουν τα κάλαντα οι ανταγωνιστές μπόμπιρες της γειτονιάς.
Κι αν πιστεύετε ότι δεν ανήκετε στην παραπάνω κατηγορία στυγνού άνεργου γονιού, αναλογιστείτε τον εαυτό σας όταν τις γιορτές «δρομολογεί» τα παιδικά δώρα των συγγενών προς τα νέα αθλητικά παπούτσια που χρειάζεται ο μικρός ποδοσφαιριστής ή το ψευτογούνινο ζακετάκι που γυάλισε στη μικρή κοκότα. Ακόμη χειρότερα, με τι ευκολία «διαμελίζετε» το καινούργιο κομπιούτερ σε κομμάτια δώρου ή, οι παλιοί, την πολύτομη εγκυκλοπαίδεια που δεν μπορείτε να αγοράσετε μόνος σας σε κομμάτια εγκυκλοπαιδικής τυρόπιτας, και τα μοιράζετε δεξιά κι αριστερά σε παππούδες και θείους.
Σκέψη στο περιθώριο
Είναι ωραίο να ξαναγίνεσαι πού και πού παιδί!
Δευτέρα, Απριλίου 18, 2011
Δύο Booker στα ελληνικά
Δύο βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις "Ψυχογιός" πήραν βραβεία Booker για το 2010. Πρόκειται για τα: "Η περίπτωση Φίνκλερ" του Χάουαρντ Τζέικομπσον(μετάφραση Γεώργιος- Ικαρος Μπαμπασάκης) και "Το Δωμάτιο" της Εμα Ντόναχιου(μετάφραση Ευθυμία Τσιρώνη).
Τρεις φίλοι –ένας ηλικιωμένος δανδής, ένας τηλεοπτικός φιλόσοφος, ένας πρώην σε όλα και νυν σε τίποτα– ελίσσονται στις κακοτοπιές της ζωής. Τρεις φίλοι, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, συνυπάρχουν και προσπαθούν να δώσουν νόημα στην καθημερινότητα, μάλλον πεπεισμένοι ότι δεν μπορούν να επέμβουν στην πορεία των γεγονότων. Μια τεθλασμένη τζαζ που τρελάθηκε, η Ιστορία. Τι συμβαίνει σ’ αυτό το μυθιστόρημα; Σχεδόν τίποτα. Όπως και στην πραγματική ζωή. Ωστόσο, όλα παίζονται, όλα είναι ανοιχτά, όσο υπάρχουν άνθρωποι, και μάλιστα άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να βουρκώνουν, να δακρύζουν, να κλαίνε. Ο Τζούλιαν Τρέσλαβ, ο Λίμπορ Σέβτσικ και ο Σαμ Φίνκλερ μυούνται στην αλχημεία του γέλιου που χλευάζει τις θλίψεις τους, γιορτάζουν έναν ερωτισμό που κουτσαίνει θαυμάσια και επικαλούνται την ελπίδα στην άκρη της νύχτας.
Το αριστούργημα του Χάουαρντ Τζέικομπσον υμνεί την υπέροχη αμηχανία τού να είσαι άνθρωπος και, γελώντας, μας προειδοποιεί πως, αν ονειρεύεσαι αναμμένα κεριά, καμιά φορά μπορεί να βρεις καμένα τα σεντόνια όταν ξυπνήσεις. Αυτό, όμως, δεν είναι λόγος για να πάψει κανείς να χαμογελά, και το αποδεικνύουν οι ήρωες του πρώτου κωμικού μυθιστορήματος που κερδίζει το Βραβείο Booker.
Το δωμάτιο
Για τον πεντάχρονο Τζακ το Δωμάτιο είναι ο κόσμος. Εκεί γεννήθηκε, εκεί τρώει, εκεί κοιµάται, εκεί παίζει και µαθαίνει µαζί µε τη Μαµά του. Γι’ αυτόν, το Δωµάτιο κρύβει αµέτρητα θαύµατα, πλούσια και ανεξάντλητη τροφή για τη φαντασία του: ο Αυγοφίδης στο Κάτω Από το Κρεβάτι, φτιαγµένος από τσόφλια αυγών, ο φανταστικός κόσµος της Τηλεόρασης, η παρηγορητική ζεστασιά της Ντουλάπας, κάτω από τα κρεµασµένα ρούχα, εκεί όπου η Μαµά τον ασφαλίζει τα βράδια, για την περίπτωση που ο ΣαταΝίκ τούς επισκεφθεί. Το Δωµάτιο είναι σπίτι για τον Τζακ, για τη Μαµά όµως δεν είναι παρά η φυλακή όπου είναι κλεισµένη από τα δεκαεννιά της – εφτά χρόνια τώρα. Με οδηγό την αδιαπραγµάτευτη αγάπη της για το γιο της, η Μαµά έχει δηµιουργήσει για χάρη του µια ολόκληρη ζωή σ’ ένα χώρο µόλις έντεκα τετραγωνικών. Όσο όµως µεγαλώνει η λαχτάρα του Τζακ να γνωρίσει τον κόσµο του, τόσο γιγαντώνεται και η απελπισία της Μαµάς.
Το Δωµάτιο είναι η ιστορία της ακαταδάµαστης αγάπης που ανθεί κάτω από τις πιο οδυνηρές συνθήκες˙ του ακριβού σαν διαµάντι δεσµού ανάµεσα σε µητέρα και παιδί. Πρόκειται για ένα καθηλωτικό, εξυψωτικό και συνάµα σοκαριστικό µυθιστόρηµα, µια ιστορία βαθιά ανθρώπινη και αβάσταχτα συγκινητική. Το Δωµάτιο είναι ένα µέρος που δε θα ξεχάσετε ποτέ.
Update (ή μάλλον θα έπρεπε να πω, διόρθωση). ΕΝΑ είναι το Booker (όπως λέμε, ένα είναι το κόμμα κ.λπ.) Το πρώτο μυθιστόρημα πήρε το βραβείο, το δεύτερο ήταν υποψήφιο. Ευχαριστώ τον Ανώνυμο επισκέπτη για τη διόρθωση.
Τρεις φίλοι –ένας ηλικιωμένος δανδής, ένας τηλεοπτικός φιλόσοφος, ένας πρώην σε όλα και νυν σε τίποτα– ελίσσονται στις κακοτοπιές της ζωής. Τρεις φίλοι, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, συνυπάρχουν και προσπαθούν να δώσουν νόημα στην καθημερινότητα, μάλλον πεπεισμένοι ότι δεν μπορούν να επέμβουν στην πορεία των γεγονότων. Μια τεθλασμένη τζαζ που τρελάθηκε, η Ιστορία. Τι συμβαίνει σ’ αυτό το μυθιστόρημα; Σχεδόν τίποτα. Όπως και στην πραγματική ζωή. Ωστόσο, όλα παίζονται, όλα είναι ανοιχτά, όσο υπάρχουν άνθρωποι, και μάλιστα άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να βουρκώνουν, να δακρύζουν, να κλαίνε. Ο Τζούλιαν Τρέσλαβ, ο Λίμπορ Σέβτσικ και ο Σαμ Φίνκλερ μυούνται στην αλχημεία του γέλιου που χλευάζει τις θλίψεις τους, γιορτάζουν έναν ερωτισμό που κουτσαίνει θαυμάσια και επικαλούνται την ελπίδα στην άκρη της νύχτας.
Το αριστούργημα του Χάουαρντ Τζέικομπσον υμνεί την υπέροχη αμηχανία τού να είσαι άνθρωπος και, γελώντας, μας προειδοποιεί πως, αν ονειρεύεσαι αναμμένα κεριά, καμιά φορά μπορεί να βρεις καμένα τα σεντόνια όταν ξυπνήσεις. Αυτό, όμως, δεν είναι λόγος για να πάψει κανείς να χαμογελά, και το αποδεικνύουν οι ήρωες του πρώτου κωμικού μυθιστορήματος που κερδίζει το Βραβείο Booker.
Το δωμάτιο
Για τον πεντάχρονο Τζακ το Δωμάτιο είναι ο κόσμος. Εκεί γεννήθηκε, εκεί τρώει, εκεί κοιµάται, εκεί παίζει και µαθαίνει µαζί µε τη Μαµά του. Γι’ αυτόν, το Δωµάτιο κρύβει αµέτρητα θαύµατα, πλούσια και ανεξάντλητη τροφή για τη φαντασία του: ο Αυγοφίδης στο Κάτω Από το Κρεβάτι, φτιαγµένος από τσόφλια αυγών, ο φανταστικός κόσµος της Τηλεόρασης, η παρηγορητική ζεστασιά της Ντουλάπας, κάτω από τα κρεµασµένα ρούχα, εκεί όπου η Μαµά τον ασφαλίζει τα βράδια, για την περίπτωση που ο ΣαταΝίκ τούς επισκεφθεί. Το Δωµάτιο είναι σπίτι για τον Τζακ, για τη Μαµά όµως δεν είναι παρά η φυλακή όπου είναι κλεισµένη από τα δεκαεννιά της – εφτά χρόνια τώρα. Με οδηγό την αδιαπραγµάτευτη αγάπη της για το γιο της, η Μαµά έχει δηµιουργήσει για χάρη του µια ολόκληρη ζωή σ’ ένα χώρο µόλις έντεκα τετραγωνικών. Όσο όµως µεγαλώνει η λαχτάρα του Τζακ να γνωρίσει τον κόσµο του, τόσο γιγαντώνεται και η απελπισία της Μαµάς.
Το Δωµάτιο είναι η ιστορία της ακαταδάµαστης αγάπης που ανθεί κάτω από τις πιο οδυνηρές συνθήκες˙ του ακριβού σαν διαµάντι δεσµού ανάµεσα σε µητέρα και παιδί. Πρόκειται για ένα καθηλωτικό, εξυψωτικό και συνάµα σοκαριστικό µυθιστόρηµα, µια ιστορία βαθιά ανθρώπινη και αβάσταχτα συγκινητική. Το Δωµάτιο είναι ένα µέρος που δε θα ξεχάσετε ποτέ.
Update (ή μάλλον θα έπρεπε να πω, διόρθωση). ΕΝΑ είναι το Booker (όπως λέμε, ένα είναι το κόμμα κ.λπ.) Το πρώτο μυθιστόρημα πήρε το βραβείο, το δεύτερο ήταν υποψήφιο. Ευχαριστώ τον Ανώνυμο επισκέπτη για τη διόρθωση.
Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011
Ο καταστρεπτικός τυφώνας «Υποψία»
Ο τυφώνας «υποψία ανεργίας» θα μείνει στην ιστορία σας. Θα καταγραφεί ως μια από τις καταστρεπτικότερες υποψίες που σας έπληξε ποτέ, ιδιαίτερα άμα αποδειχθεί σωστή κι είστε άνεργος όπως το υποψιάζεστε.
Πριν σας χτυπήσει ο τυφώνας, το τελευταίο προ ανεργίας πλάνο σας σάς δείχνει να περιφέρεστε στο «βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο δουλειές» στάδιο. Περιφέρεστε άσκοπα στο στάδιο σκοτώνοντας τον χρόνο σας (έχετε πολύ χρόνο μπροστά σας αλλά δεν το ξέρετε ακόμη) και για να διασκεδάσετε τον εαυτό σας πηδάτε τα εμπόδια με θεατρική δυσκολία. Μιμείστε τις επευφημίες κόσμου και άλλα τέτοια σαχλά. Παίζετε τον νικητή, ασφαλώς εσείς δεν ανήκετε στους ηττημένους.
Εκεί, στο στάδιο, θα σας βρει η πρώτη ψιχάλα υποψίας. Το λαμπρό φως χαμηλώνει με ντίμερ, λίγο-λίγο γίνεστε πιο σκοτεινός και τα κατάλευκα δόντια σας πιο κατάλευκα. Βλέπετε εμάς μέσα από τον φακό. Πίσω από εμάς βλέπετε να πλησιάζει μια δύση δίχως χρώματα.
Είναι ο τυφώνας που πλησιάζει χωρίς βουητό. Παρακολουθείτε τον κινούμενο ουράνιο έλικα να μεγαλώνει. Ο τυφώνας-τιρμπουσόν πιθανώς να είναι η τελευταία χαριτωμένη σκέψη σας πριν σας κοπεί το γέλιο. Ο τυφώνας «υποψία» σάς χτυπάει, όπως και πολλούς άλλους στην ίδια μοίρα με σας, με ένα τσουνάμι απαισιοδοξίας. Δεν ξέρετε τι είναι αυτό που καταπίνετε. Δεν ξέρετε πού πήγε ο κόσμος που σας κράταγε παρέα, δεν ξέρετε για πού το ‘βαλε ο κόσμος.
Η τέως ευφορία σας μπροστά στα μάτια σας και στα μάτια μας χαριεντίζεται με θράσος με τους τέως θεατές στις κερκίδες. Τους βλέπετε σκοτεινούς, κόντρα στο φως τους, σκιές από πλάσματα που ξέμειναν πίσω. Η ισχύς του τυφώνα ωθεί παλιές ζητωκραυγές πέρα μακριά, προς την ανοιχτή θάλασσα με τα καρυδότσουφλα.
Κοιτάτε σιωπηλός. Άναυδος. Για όποιον δεν ξέρει, ο τρόμος του επερχόμενου σάς έδωσε την τόλμη να βάλετε ο ίδιος εσώκλειστο το περιεχόμενό σας και να σφραγίσετε το γράμμα.
Έχει ξεκινήσει αν δεν το έχετε ακόμη καταλάβει η γύμνωση και ταπείνωση του βασιλιά. Διστακτικά, χωρίς το πανωφόρι σας, εισέρχεστε στη βεβαιότητα ότι είστε άνεργος. Εκεί δεν θα υπάρχουν πια τυφώνες κι υποψίες, μόνο σιγουριά και ένας μπόγος από άδεια βασιλικά ρούχα.
Σκέψη στο περιθώριο
Τους τυφώνες ακολουθεί νηνεμία πάνω από ερείπια.
Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Πριν σας χτυπήσει ο τυφώνας, το τελευταίο προ ανεργίας πλάνο σας σάς δείχνει να περιφέρεστε στο «βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο δουλειές» στάδιο. Περιφέρεστε άσκοπα στο στάδιο σκοτώνοντας τον χρόνο σας (έχετε πολύ χρόνο μπροστά σας αλλά δεν το ξέρετε ακόμη) και για να διασκεδάσετε τον εαυτό σας πηδάτε τα εμπόδια με θεατρική δυσκολία. Μιμείστε τις επευφημίες κόσμου και άλλα τέτοια σαχλά. Παίζετε τον νικητή, ασφαλώς εσείς δεν ανήκετε στους ηττημένους.
Εκεί, στο στάδιο, θα σας βρει η πρώτη ψιχάλα υποψίας. Το λαμπρό φως χαμηλώνει με ντίμερ, λίγο-λίγο γίνεστε πιο σκοτεινός και τα κατάλευκα δόντια σας πιο κατάλευκα. Βλέπετε εμάς μέσα από τον φακό. Πίσω από εμάς βλέπετε να πλησιάζει μια δύση δίχως χρώματα.
Είναι ο τυφώνας που πλησιάζει χωρίς βουητό. Παρακολουθείτε τον κινούμενο ουράνιο έλικα να μεγαλώνει. Ο τυφώνας-τιρμπουσόν πιθανώς να είναι η τελευταία χαριτωμένη σκέψη σας πριν σας κοπεί το γέλιο. Ο τυφώνας «υποψία» σάς χτυπάει, όπως και πολλούς άλλους στην ίδια μοίρα με σας, με ένα τσουνάμι απαισιοδοξίας. Δεν ξέρετε τι είναι αυτό που καταπίνετε. Δεν ξέρετε πού πήγε ο κόσμος που σας κράταγε παρέα, δεν ξέρετε για πού το ‘βαλε ο κόσμος.
Η τέως ευφορία σας μπροστά στα μάτια σας και στα μάτια μας χαριεντίζεται με θράσος με τους τέως θεατές στις κερκίδες. Τους βλέπετε σκοτεινούς, κόντρα στο φως τους, σκιές από πλάσματα που ξέμειναν πίσω. Η ισχύς του τυφώνα ωθεί παλιές ζητωκραυγές πέρα μακριά, προς την ανοιχτή θάλασσα με τα καρυδότσουφλα.
Κοιτάτε σιωπηλός. Άναυδος. Για όποιον δεν ξέρει, ο τρόμος του επερχόμενου σάς έδωσε την τόλμη να βάλετε ο ίδιος εσώκλειστο το περιεχόμενό σας και να σφραγίσετε το γράμμα.
Έχει ξεκινήσει αν δεν το έχετε ακόμη καταλάβει η γύμνωση και ταπείνωση του βασιλιά. Διστακτικά, χωρίς το πανωφόρι σας, εισέρχεστε στη βεβαιότητα ότι είστε άνεργος. Εκεί δεν θα υπάρχουν πια τυφώνες κι υποψίες, μόνο σιγουριά και ένας μπόγος από άδεια βασιλικά ρούχα.
Σκέψη στο περιθώριο
Τους τυφώνες ακολουθεί νηνεμία πάνω από ερείπια.
Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Κυριακή, Απριλίου 10, 2011
Κρίση και διανόηση
Το Μορφωτικό Ίδρυμα της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών οργανώνει Εκδήλωση- Ημερίδα με θέμα «Κρίση και Διανόηση», τη Δευτέρα, 11 Απριλίου 2011, στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, α΄ όροφος), ώρα έναρξης 10.30 π.μ.
Στόχος της ημερίδας είναι η ενεργοποίηση και η παρέμβαση των ανθρώπων της επιστήμης, του πολιτισμού και της τέχνης, στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική κρίση της σύγχρονης κοινωνίας. Βασική επιδίωξη είναι το ζωντάνεμα της Διανόησης στην χώρα μας και το ξεπέρασμα της παράξενης και παράλογης σιωπής.
Διανοούμενοι, επιστήμονες από διάφορους τομείς, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες κλήθηκαν να καταθέσουν τους προβληματισμούς τους για την κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, αλλά και την υφήλιο και η οποία πρωτίστως είναι κρίση αξιών. Ταυτοχρόνως, θα παρουσιάσουν προτάσεις ώστε να ξεπεραστεί η κρίση, η οποία επηρεάζει πολλαπλά τη χώρα, δημιουργώντας πολύ μεγάλες δυσκολίες στους πολίτες και καταρρακώνοντας θεσμούς, με κίνδυνο να εμφανιστούν φαινόμενα διάλυσης της κοινωνίας.
Δηλώσεις μαγνητοσκοπημένες θα παρουσιαστούν από τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, την καθηγήτρια Φωτεινή Τσαλίκογλου και τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τσουκαλά, οι οποίοι θα λείπουν στο εξωτερικό.
Εισηγητές θα είναι οι:
Γιάννης Βαρουφάκης
Οικονομολόγος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κώστας Βεργόπουλος
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο PARIS VIII
Μαρία Ευθυμίου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιώργος Λαζόγκας
Ζωγράφος, Καθηγητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών
Παντελής Μπουκάλας
Δημοσιογράφος
Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνοθέτης, ηθοποιός
Σάββας Ρομπόλης
Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
και επιστημονικός Διευθυντής στο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
Λίνα Στεργίου
Εντεταλμένη Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής,
γενική Επιμελήτρια των δράσεων ΑΟΟ
Συντονιστές, τα μέλη του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος:
Ρούλης Κοκελίδης
Πανεπιστημιακός
Γιώργος Μωραϊτίνης
Δημοσιογράφος
Χαιρετισμούς θα απευθύνουν οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και στο Ευρωκοινοβούλιο.
Μετά τις εισηγήσεις θα υπάρξει διάλογος με ερωτήσεις και παρεμβάσεις.
Το σχέδιο που κοσμεί την πρόσκληση και την αφίσα αποτελεί ευγενική προσφορά του Γιώργου Λαζόγκα.
Στόχος της ημερίδας είναι η ενεργοποίηση και η παρέμβαση των ανθρώπων της επιστήμης, του πολιτισμού και της τέχνης, στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική κρίση της σύγχρονης κοινωνίας. Βασική επιδίωξη είναι το ζωντάνεμα της Διανόησης στην χώρα μας και το ξεπέρασμα της παράξενης και παράλογης σιωπής.
Διανοούμενοι, επιστήμονες από διάφορους τομείς, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες κλήθηκαν να καταθέσουν τους προβληματισμούς τους για την κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, αλλά και την υφήλιο και η οποία πρωτίστως είναι κρίση αξιών. Ταυτοχρόνως, θα παρουσιάσουν προτάσεις ώστε να ξεπεραστεί η κρίση, η οποία επηρεάζει πολλαπλά τη χώρα, δημιουργώντας πολύ μεγάλες δυσκολίες στους πολίτες και καταρρακώνοντας θεσμούς, με κίνδυνο να εμφανιστούν φαινόμενα διάλυσης της κοινωνίας.
Δηλώσεις μαγνητοσκοπημένες θα παρουσιαστούν από τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, την καθηγήτρια Φωτεινή Τσαλίκογλου και τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τσουκαλά, οι οποίοι θα λείπουν στο εξωτερικό.
Εισηγητές θα είναι οι:
Γιάννης Βαρουφάκης
Οικονομολόγος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κώστας Βεργόπουλος
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο PARIS VIII
Μαρία Ευθυμίου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιώργος Λαζόγκας
Ζωγράφος, Καθηγητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών
Παντελής Μπουκάλας
Δημοσιογράφος
Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνοθέτης, ηθοποιός
Σάββας Ρομπόλης
Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
και επιστημονικός Διευθυντής στο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
Λίνα Στεργίου
Εντεταλμένη Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής,
γενική Επιμελήτρια των δράσεων ΑΟΟ
Συντονιστές, τα μέλη του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος:
Ρούλης Κοκελίδης
Πανεπιστημιακός
Γιώργος Μωραϊτίνης
Δημοσιογράφος
Χαιρετισμούς θα απευθύνουν οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και στο Ευρωκοινοβούλιο.
Μετά τις εισηγήσεις θα υπάρξει διάλογος με ερωτήσεις και παρεμβάσεις.
Το σχέδιο που κοσμεί την πρόσκληση και την αφίσα αποτελεί ευγενική προσφορά του Γιώργου Λαζόγκα.
Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011
Παρακαλώ, τι ώρα ανοίγει η αγορά εργασίας;
Η «αγορά εργασίας» δεν είναι εμπορικό κέντρο.
Θα μπορούσε ίσως. Η «κλειστή αγορά εργασίας» φέρνει στο νου κατεβασμένα ρολά και την περιπλανώμενη ησυχία που ακούει τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Ενώ το «ανοιχτή αγορά εργασίας» φέρνει οχλοβοή, κόσμο που πηγαινοέρχεται και ψωνίζει.
Η «αγορά εργασίας» είναι ένας όρος που φυτρώνει σε εφημερίδες. Ανοιγοκλείνει σαν το στρείδι ανάλογα με ποιος επαγγελματικός κλάδος την αγγίξει. Χωρίζεται στην «εντός εργασίας αγορά» και στην «εκτός εργασίας αγορά». Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες επικρατούν οι συνθήκες του πάνω και κάτω μαχαλά, όπου οι κάτοικοι του μεν κατηγορούν τους δε ότι τους κλέβουν το νερό για πότισμα, αιγοπρόβατα και το τοπικό τους θερινό φεστιβάλ.
Στο φως της ημέρας, η ζωή κυλάει χωρίς εκπλήξεις στην «αγορά εργασίας». Ο πάνω μαχαλάς έχει τις δουλειές του, ο κάτω περνάει την ώρα του στο καφενείο. Αλλάζουν κάποιες ματιές κάτω από τον πλάτανο, κι αυτό είναι όλο. Την νηνεμία του τοπίου όπου τίποτα δεν κουνιέται, διασπά κατά καιρούς μια παντρειά-έκπληξη και μεμονωμένοι αντάρτες από την «εκτός εργασίας αγορά» που αρπάζουν τις εργασιακές θέσεις του κοσμάκη.
Τη νύχτα είναι που γίνεται το έλα-να-δεις. Τότε γίνονται οι περισσότερες μετακινήσεις, στο σκοτάδι. Είχαν ξεκινήσει τη μέρα με ύποπτα «ψου-ψου» στη βρύση. Οι τοπικές κουκουβάγιες αντικρίζουν τότε έκπληκτες σκυφτούς ανθρώπους να μπουσουλούν στα τέσσερα, άλλους να αναρριχώνται σε εργασιακές θέσεις κοιμισμένων ή, τις νύχτες με πανσέληνο, διακρίνουν καθαρά ανθρώπινες σκιές στον απέναντι ασβεστωμένο μαντρότοιχο που περιμένουν το «πυρ» της εκτέλεσης.
Σε όλο αυτό το δραματικό σκηνικό, υπάρχει ασφαλώς - πώς θα μπορούσε να λείπει; - ο ήρωας ζεν πρεμιέ που εισβάλλει στη ζωή της «αγοράς εργασίας» πατώντας φουριόζικα την κόρνα από το σκονισμένο φορτηγάκι του που φέρει την επιγραφή «αναλαμβάνω μετακινήσεις στελεχών». Ο ρόλος του είναι ρόλος δράσης. Σκηνοθετικά σηκώνει λίγο Ζορό, λίγο Ρομπέν, λίγο Σούπερμαν. Στήνει το πλιαν τραπεζάκι του κάτω από τον πλάτανο, ανοίγει την ατζέντα του και λέει τη μαγική φράση «να περάσει ο πρώτος, παρακαλώ».
Το δειλινό τον βρίσκει με μια στοίβα βιογραφικά και έναν τόνο αγωνίες που το τριαξονικό του θα μεταφέρει στην συνέχεια σε γειτονικές επιχειρηματικές ραχούλες.
Ο όρος «αγορά εργασίας» αναφέρεται στο αγοραίο μέρος της εργασίας. Επικρατεί η γλώσσα των αριθμών, η φωνή της λογικής και η μέθοδος των τριών. Ο άνεργος ως ον κι όχι ως κωδικός ή στατιστικό ποσοστό, απουσιάζει από την πράξη.
Η Κοινωνία δεν μπορεί να συμμετάσχει στην μαθηματική πράξη όταν είναι αφηρημένη. Αν αντιμετωπίζεται ως αφηρημένη έννοια. Έτσι όπως είναι σήμερα, δεν επηρεάζει το γινόμενο. Ο άνεργος απουσιάζει ως κοινωνική μονάδα. (Καλά κάνει γιατί, όταν δεν απουσιάζει, μέμφεται ότι επιβαρύνει το σύνολο.)
Το ότι ο εργαζόμενος χωρίς δουλειά έχει αντικατασταθεί από μια στατιστική μονάδα, ενώ λείπει σπίτι του, είναι προϊόν λογικής επεξεργασίας. Αυτό όμως που δεν ξέρω αν εσείς συγχωρείτε στη λογική είναι η βαριά οσμή τεχνοκρατισμού, το ότι δεν πλύθηκε και με λίγο συναίσθημα. Από το μεγάλο πρόβλημα έκοψε μόνο την μπουκιά με την ψίχα.
Από την «αγορά εργασίας» ο άνθρωπος αυτός περιμένει να αντιμετωπίζεται ως εργαζόμενος, γιατί η νοοτροπία του είναι η νοοτροπία του ανθρώπου που εργάζεται και, επιπλέον, έχει επενδύσει σε αυτόν τον τίτλο, άρα τον δικαιούται. Νιώθει όμως πως πλανάται μια νοητή προϊστάμενη αρχή που τον επιπλήττει σαν να ήταν «προβληματικός» εργαζόμενος εντός εργασίας. Λες κι ανήκει ακόμα σε εργασιακό περιβάλλον, αισθάνεται την πίεση άγραφων κανόνων καλής συμπεριφοράς, όπως το αγόρι που του ‘ρχεται να κλάψει όμως του απαγορεύεται να κλάψει «γιατί είναι άνδρας».
Άλλοτε «άνδρας» άλλοτε μαμμόθρεπτο. Έχει επίγνωση, δεν το νιώθει απλώς, ότι τα πράγματα γίνονται ερήμην του. Η συμμετοχή του είναι παθητική. Διαβάζει, βλέπει, ακούει, πληροφορείται. Δεν ορίζει τις εξελίξεις «του». Ακούει από το σπίτι του, όπου βρίσκεται αποκλεισμένος, το πανηγύρι που γίνεται στην κεντρική πλατεία «αγορά εργασίας».
Λοιπόν, η «αγορά εργασίας» ως όρος φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως έναν αντίποδα-όρο για να αναμετρηθούν τα αναστήματά τους. Το πεδίο του νέου όρου ευνόητα εκτείνεται στην ευρύτερη επαρχία της «εργασίας» και βλέπει, από την πίσω πλευρά της «αγοράς», την τωρινή αθέατη πλευρά του «ανθρώπου».
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα βαθμό απόπειρα σύγκλισης της τωρινής μας «αγοράς» με την αρχική έννοια της αρχαίας ελληνικής λέξης «αγορά» όπου άνθρωποι συγκεντρωνόντουσαν για να συζητήσουν και να επιλύσουν θέματα. Με αυτή την έννοια και γνωρίζοντας την αντίληψη των προγόνων μας για «το άτομο» και «το σύνολο», ασφαλώς η αρχαία ελληνική «αγορά εργασίας» θα ήταν άλλου, αρχαίου επιπέδου.
Αυτές οι σκέψεις, να που φέρνουν στην αρχή αυτού του κειμένου. Η «αγορά εργασίας» όπως είναι σήμερα είναι ένα «εμπορικό κέντρο».
Και μέχρι εκεί.
Σκέψη στο περιθώριο
Μια που μιλάμε με όρους, υπάρχει και «αγοραφοβία εργασίας»;
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη από τα κείμενά της για την ανεργία
Θα μπορούσε ίσως. Η «κλειστή αγορά εργασίας» φέρνει στο νου κατεβασμένα ρολά και την περιπλανώμενη ησυχία που ακούει τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Ενώ το «ανοιχτή αγορά εργασίας» φέρνει οχλοβοή, κόσμο που πηγαινοέρχεται και ψωνίζει.
Η «αγορά εργασίας» είναι ένας όρος που φυτρώνει σε εφημερίδες. Ανοιγοκλείνει σαν το στρείδι ανάλογα με ποιος επαγγελματικός κλάδος την αγγίξει. Χωρίζεται στην «εντός εργασίας αγορά» και στην «εκτός εργασίας αγορά». Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες επικρατούν οι συνθήκες του πάνω και κάτω μαχαλά, όπου οι κάτοικοι του μεν κατηγορούν τους δε ότι τους κλέβουν το νερό για πότισμα, αιγοπρόβατα και το τοπικό τους θερινό φεστιβάλ.
Στο φως της ημέρας, η ζωή κυλάει χωρίς εκπλήξεις στην «αγορά εργασίας». Ο πάνω μαχαλάς έχει τις δουλειές του, ο κάτω περνάει την ώρα του στο καφενείο. Αλλάζουν κάποιες ματιές κάτω από τον πλάτανο, κι αυτό είναι όλο. Την νηνεμία του τοπίου όπου τίποτα δεν κουνιέται, διασπά κατά καιρούς μια παντρειά-έκπληξη και μεμονωμένοι αντάρτες από την «εκτός εργασίας αγορά» που αρπάζουν τις εργασιακές θέσεις του κοσμάκη.
Τη νύχτα είναι που γίνεται το έλα-να-δεις. Τότε γίνονται οι περισσότερες μετακινήσεις, στο σκοτάδι. Είχαν ξεκινήσει τη μέρα με ύποπτα «ψου-ψου» στη βρύση. Οι τοπικές κουκουβάγιες αντικρίζουν τότε έκπληκτες σκυφτούς ανθρώπους να μπουσουλούν στα τέσσερα, άλλους να αναρριχώνται σε εργασιακές θέσεις κοιμισμένων ή, τις νύχτες με πανσέληνο, διακρίνουν καθαρά ανθρώπινες σκιές στον απέναντι ασβεστωμένο μαντρότοιχο που περιμένουν το «πυρ» της εκτέλεσης.
Σε όλο αυτό το δραματικό σκηνικό, υπάρχει ασφαλώς - πώς θα μπορούσε να λείπει; - ο ήρωας ζεν πρεμιέ που εισβάλλει στη ζωή της «αγοράς εργασίας» πατώντας φουριόζικα την κόρνα από το σκονισμένο φορτηγάκι του που φέρει την επιγραφή «αναλαμβάνω μετακινήσεις στελεχών». Ο ρόλος του είναι ρόλος δράσης. Σκηνοθετικά σηκώνει λίγο Ζορό, λίγο Ρομπέν, λίγο Σούπερμαν. Στήνει το πλιαν τραπεζάκι του κάτω από τον πλάτανο, ανοίγει την ατζέντα του και λέει τη μαγική φράση «να περάσει ο πρώτος, παρακαλώ».
Το δειλινό τον βρίσκει με μια στοίβα βιογραφικά και έναν τόνο αγωνίες που το τριαξονικό του θα μεταφέρει στην συνέχεια σε γειτονικές επιχειρηματικές ραχούλες.
Ο όρος «αγορά εργασίας» αναφέρεται στο αγοραίο μέρος της εργασίας. Επικρατεί η γλώσσα των αριθμών, η φωνή της λογικής και η μέθοδος των τριών. Ο άνεργος ως ον κι όχι ως κωδικός ή στατιστικό ποσοστό, απουσιάζει από την πράξη.
Η Κοινωνία δεν μπορεί να συμμετάσχει στην μαθηματική πράξη όταν είναι αφηρημένη. Αν αντιμετωπίζεται ως αφηρημένη έννοια. Έτσι όπως είναι σήμερα, δεν επηρεάζει το γινόμενο. Ο άνεργος απουσιάζει ως κοινωνική μονάδα. (Καλά κάνει γιατί, όταν δεν απουσιάζει, μέμφεται ότι επιβαρύνει το σύνολο.)
Το ότι ο εργαζόμενος χωρίς δουλειά έχει αντικατασταθεί από μια στατιστική μονάδα, ενώ λείπει σπίτι του, είναι προϊόν λογικής επεξεργασίας. Αυτό όμως που δεν ξέρω αν εσείς συγχωρείτε στη λογική είναι η βαριά οσμή τεχνοκρατισμού, το ότι δεν πλύθηκε και με λίγο συναίσθημα. Από το μεγάλο πρόβλημα έκοψε μόνο την μπουκιά με την ψίχα.
Από την «αγορά εργασίας» ο άνθρωπος αυτός περιμένει να αντιμετωπίζεται ως εργαζόμενος, γιατί η νοοτροπία του είναι η νοοτροπία του ανθρώπου που εργάζεται και, επιπλέον, έχει επενδύσει σε αυτόν τον τίτλο, άρα τον δικαιούται. Νιώθει όμως πως πλανάται μια νοητή προϊστάμενη αρχή που τον επιπλήττει σαν να ήταν «προβληματικός» εργαζόμενος εντός εργασίας. Λες κι ανήκει ακόμα σε εργασιακό περιβάλλον, αισθάνεται την πίεση άγραφων κανόνων καλής συμπεριφοράς, όπως το αγόρι που του ‘ρχεται να κλάψει όμως του απαγορεύεται να κλάψει «γιατί είναι άνδρας».
Άλλοτε «άνδρας» άλλοτε μαμμόθρεπτο. Έχει επίγνωση, δεν το νιώθει απλώς, ότι τα πράγματα γίνονται ερήμην του. Η συμμετοχή του είναι παθητική. Διαβάζει, βλέπει, ακούει, πληροφορείται. Δεν ορίζει τις εξελίξεις «του». Ακούει από το σπίτι του, όπου βρίσκεται αποκλεισμένος, το πανηγύρι που γίνεται στην κεντρική πλατεία «αγορά εργασίας».
Λοιπόν, η «αγορά εργασίας» ως όρος φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως έναν αντίποδα-όρο για να αναμετρηθούν τα αναστήματά τους. Το πεδίο του νέου όρου ευνόητα εκτείνεται στην ευρύτερη επαρχία της «εργασίας» και βλέπει, από την πίσω πλευρά της «αγοράς», την τωρινή αθέατη πλευρά του «ανθρώπου».
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα βαθμό απόπειρα σύγκλισης της τωρινής μας «αγοράς» με την αρχική έννοια της αρχαίας ελληνικής λέξης «αγορά» όπου άνθρωποι συγκεντρωνόντουσαν για να συζητήσουν και να επιλύσουν θέματα. Με αυτή την έννοια και γνωρίζοντας την αντίληψη των προγόνων μας για «το άτομο» και «το σύνολο», ασφαλώς η αρχαία ελληνική «αγορά εργασίας» θα ήταν άλλου, αρχαίου επιπέδου.
Αυτές οι σκέψεις, να που φέρνουν στην αρχή αυτού του κειμένου. Η «αγορά εργασίας» όπως είναι σήμερα είναι ένα «εμπορικό κέντρο».
Και μέχρι εκεί.
Σκέψη στο περιθώριο
Μια που μιλάμε με όρους, υπάρχει και «αγοραφοβία εργασίας»;
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη από τα κείμενά της για την ανεργία
Τρίτη, Απριλίου 05, 2011
Πού ακουμπά-και τι χρηματοδοτεί- σήμερα η Ελλάδα;
Το κήρυξαν και, λίγο- πολύ, αισθάνονται ότι έκαναν το καθήκον τους. Εξάλλου, πώς κάνετε έτσι; Ένα από τα σπίτια που έζησε ο Κωστής Παλαμάς ήταν. Αυτό, φαίνεται, δίνει στην πολιτεία ελαφρυντικά. Ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβα διαβάζοντας την απάντηση του υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλου Γερουλάνου σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Καραγκούνη.
«Αυτό που ήδη έχουμε κάνει για το σπίτι του Κωστή Παλαμά εξασφαλίζει ότι δεν θα χάσουμε αυτό το μνημείο» είπε ανάμεσα σε άλλα. «Το λέω αυτό διότι δεν είναι ένα το σπίτι του Κωστή Παλαμά. Αυτό είναι ένα από τα σπίτια που έζησε. Υπάρχει το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε, υπάρχουν άλλοι χώροι όπου έζησε ένα μέρος της ζωής του, που έχουν τοπική σημασία για διάφορους νομούς. Όπως καταλαβαίνετε, αν βάλει κανείς όλους τους ποιητές της Ελλάδας και το σύνολο της πολιτιστικής μας κληρονομιά, είναι αδύνατον αυτά να τα παρακολουθήσει και να λάβει σημαντική απόφαση για το τι να απαλλοτριωθεί και τι όχι.»
«Η συγκεκριμένη οικία του Παλαμά έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο με υπουργική απόφαση του 1999 -δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ - και προστατεύεται πλέον από τις διατάξεις του ν.3028/2002. Σύμφωνα με αυτόν, απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση, επισκευή, συντήρηση, προσθήκη, οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αυτού ή αλλαγή χρήσης αυτού χωρίς προηγουμένως να ζητηθεί η έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού δια των αρμοδίων υπηρεσιών του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι με βάση το ν.3028 υποχρεούται ο ιδιοκτήτης να μεριμνά για την άμεση εκτέλεση των εργασιών συντήρησης, στερέωσης, προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου χωρίς καθυστέρηση με δική του δαπάνη και υπό την εποπτεία και τις υποδείξεις της υπηρεσίας.»
«Όμως, το πιο σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να συζητούμε πάντα μόνο για το τι θα κάνει η πολιτεία. Η συγκεκριμένη οικία ανήκει σε έναν ιδιώτη. Αν θα πρέπει να αποκαταστήσουμε ακόμη και τη συνείδηση του κληρονόμου ως πολιτεία, καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι ένα δυσβάσταχτο βάρος, το οποίο η πολιτεία δεν μπορεί να σηκώσει.»
Παρεμπιπτόντως, λοιπόν, και αν αυτό έχει κάποια σημασία, το σπίτι στην Πλάκα είναι εκείνο στο οποίο ο ποιητής πέθανε. Είναι αυτό από το οποίο ξεκίνησε η μεγαλειώδης πράξη αντίστασης, η κηδεία του Παλαμά, εκείνον τον ζοφερό Φεβρουάριο του 194, με τη χώρα να στενάζει κάτω από τη μπότα του γερμανού κατακτητή. «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα» έγραφε ο Σικελιανός. Σήμερα, πού ακουμπά άραγε;
Δεν θα αδικήσω τον υπουργό. Πράγματι, στην τωρινή συγκυρία έχουν σημασία οι πρωτοβουλίες πολιτών, όπως είπε στη δευτερολογία του. Με κάθε καλή διάθεση, είπε, θα βοηθούσε το ΥΠΠΟΤ «οποιαδήποτε προσπάθεια ώστε να κινητοποιήσουμε την ‘Κοινωνία των Πολιτών’, ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις για να έλθουν να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.»
Αν όμως δεν υπάρξει πρωτοβουλία πολιτών και ιδιωτική συνεισφορά, τότε το συγκεκριμένο σπίτι, «που είναι ένα στολίδι» δεν μπορεί να μετατραπεί, ας πούμε, σε μουσείο Παλαμά. Θα μείνει με τον κίνδυνο να πάψει να είναι ένα στολίδι και να μετατραπεί σε ό,τι θελήσει ο σημερινός ιδιοκτήτης. Διότι το κράτος επιμένει να πιστεύει πως ξοφλά το χρέος του, κηρύσσοντας διατηρητέα κάποια από τα σπίτια των ποιητών. Κάτι που δεν απαιτεί χρήματα. Όταν όμως πρόκειται να βάλει το χέρι στην τσέπη…
«Αυτό που ήδη έχουμε κάνει για το σπίτι του Κωστή Παλαμά εξασφαλίζει ότι δεν θα χάσουμε αυτό το μνημείο» είπε ανάμεσα σε άλλα. «Το λέω αυτό διότι δεν είναι ένα το σπίτι του Κωστή Παλαμά. Αυτό είναι ένα από τα σπίτια που έζησε. Υπάρχει το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε, υπάρχουν άλλοι χώροι όπου έζησε ένα μέρος της ζωής του, που έχουν τοπική σημασία για διάφορους νομούς. Όπως καταλαβαίνετε, αν βάλει κανείς όλους τους ποιητές της Ελλάδας και το σύνολο της πολιτιστικής μας κληρονομιά, είναι αδύνατον αυτά να τα παρακολουθήσει και να λάβει σημαντική απόφαση για το τι να απαλλοτριωθεί και τι όχι.»
«Η συγκεκριμένη οικία του Παλαμά έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο με υπουργική απόφαση του 1999 -δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ - και προστατεύεται πλέον από τις διατάξεις του ν.3028/2002. Σύμφωνα με αυτόν, απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση, επισκευή, συντήρηση, προσθήκη, οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αυτού ή αλλαγή χρήσης αυτού χωρίς προηγουμένως να ζητηθεί η έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού δια των αρμοδίων υπηρεσιών του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι με βάση το ν.3028 υποχρεούται ο ιδιοκτήτης να μεριμνά για την άμεση εκτέλεση των εργασιών συντήρησης, στερέωσης, προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου χωρίς καθυστέρηση με δική του δαπάνη και υπό την εποπτεία και τις υποδείξεις της υπηρεσίας.»
«Όμως, το πιο σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να συζητούμε πάντα μόνο για το τι θα κάνει η πολιτεία. Η συγκεκριμένη οικία ανήκει σε έναν ιδιώτη. Αν θα πρέπει να αποκαταστήσουμε ακόμη και τη συνείδηση του κληρονόμου ως πολιτεία, καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι ένα δυσβάσταχτο βάρος, το οποίο η πολιτεία δεν μπορεί να σηκώσει.»
Παρεμπιπτόντως, λοιπόν, και αν αυτό έχει κάποια σημασία, το σπίτι στην Πλάκα είναι εκείνο στο οποίο ο ποιητής πέθανε. Είναι αυτό από το οποίο ξεκίνησε η μεγαλειώδης πράξη αντίστασης, η κηδεία του Παλαμά, εκείνον τον ζοφερό Φεβρουάριο του 194, με τη χώρα να στενάζει κάτω από τη μπότα του γερμανού κατακτητή. «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα» έγραφε ο Σικελιανός. Σήμερα, πού ακουμπά άραγε;
Δεν θα αδικήσω τον υπουργό. Πράγματι, στην τωρινή συγκυρία έχουν σημασία οι πρωτοβουλίες πολιτών, όπως είπε στη δευτερολογία του. Με κάθε καλή διάθεση, είπε, θα βοηθούσε το ΥΠΠΟΤ «οποιαδήποτε προσπάθεια ώστε να κινητοποιήσουμε την ‘Κοινωνία των Πολιτών’, ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις για να έλθουν να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.»
Αν όμως δεν υπάρξει πρωτοβουλία πολιτών και ιδιωτική συνεισφορά, τότε το συγκεκριμένο σπίτι, «που είναι ένα στολίδι» δεν μπορεί να μετατραπεί, ας πούμε, σε μουσείο Παλαμά. Θα μείνει με τον κίνδυνο να πάψει να είναι ένα στολίδι και να μετατραπεί σε ό,τι θελήσει ο σημερινός ιδιοκτήτης. Διότι το κράτος επιμένει να πιστεύει πως ξοφλά το χρέος του, κηρύσσοντας διατηρητέα κάποια από τα σπίτια των ποιητών. Κάτι που δεν απαιτεί χρήματα. Όταν όμως πρόκειται να βάλει το χέρι στην τσέπη…
Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011
Μέρες Αλεξάνδρειας- οι δικές μας μέρες
Πολύ μού είχαν αρέσει οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» του Δημήτρη Στεφανάκη όταν τις πρωτοδιάβασα, ομοίως και όσες φορές τις διάβασα μετά. Είναι ένα βιβλίο και άρτιο και ώριμο, το οποίο ρουφάς σε κάθε σελίδα, αφού έχει ωραία πλοκή, στιβαρούς χαρακτήρες, ρέουσα γραφή.
Δεν με εκπλήσσει λοιπόν τώρα που μαθαίνω από τον ακάματο φίλο μου Ακάμα πως το μυθιστόρημα αυτό, που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στη Γαλλία βρίσκεται ήδη στη βραχεία λίστα για το βραβείο Prix Méditerranée Etranger. Τι είναι αυτό; Ένα βραβείο για συγγραφείς με καταγωγή μεσογειακή. Η τελική απόφαση θα ληφθεί στις 7 Ιουνίου, ωστόσο μέχρι τότε, θα γνωρίζουμε με υπερηφάνεια πως ένα καλό ελληνικό βιβλίο είναι ανάμεσα στα τρία που προκρίθηκαν.
«Σε καιρούς που η Μεσόγειος ζει σε ρυθμούς διεκδικήσεων για την ελευθερία και τη δημοκρατία» όπως σημειώνει και το σχετικό δελτίο Τύπου, το βραβείο Μεσογείου είναι μια ευκαιρία για υπενθύμιση του ρόλου που μπορεί να παίξει η λογοτεχνία ως προς τη συνειδητοποίηση των λαών.
Στις 29 Μαρτίου συντάχθηκε η βραχεία λίστα. Συνυποψήφιοι του Δημήτρη Στεφανάκη είναι οι:
Javier CERCAS pour Anatomie d’un instant (ActesSud),
Ibrahim SONALLAH pour Turbans et Chapeaux (Actes Sud)
Αυτά ως προς τους ξένους συγγραφείς. Ως προς τους Γάλλους, υποψήφιοι είναι:
Ο Pierre ASSOULINE για το βιβλίο Les Vies de Job (Gallimard),
Ο Jérôme FERRARI για το βιβλίο Où j’ai laissé mon âme (Actes Sud)
Και ο Gilbert SINOUÉ για το: Le cri des pierres (Flammarion).
Καλή επιτυχία στον Έλληνα!
Παρασκευή, Απριλίου 01, 2011
Ανέκδοτο χειρόγραφο του Σολωμού με ολοκληρωμένη τη σύνθεση "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», το σπουδαιότερο ίσως έργο του Διονυσίου Σολωμού, είχαν ολοκληρωθεί. Χειρόγραφο του εθνικού μας ποιητή με μια υπέροχη- όσο και μοναδική από κάθε άποψη- εκδοχή του έργου, αποκαλύφθηκε σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία και θα αλλάξει τα δεδομένα με δραστικό τρόπο. Φέρει την ένδειξη: τελικι μορφι (τελική μορφή- ως γνωστόν ο ιταλοτραφείς Σολωμός, χρησιμοποιούσε σχεδόν φωνητική γραφή). Και, επίσης, «Δ’ σχεδίασμα».
Το χειρόγραφο εντοπίσθηκε στα κατάλοιπα της Έιπριλ Γκόρντον, απογόνου της οικογενείας Γκόρντον, στην οποία ανήκε η μητέρα του λόρδου Βύρωνα, Κατερίνα. Πρόκειται για αριστοκρατική οικογένεια, με τίτλους ευγενείας και μεγάλη ιστορία. Η Έιπριλ Γκόρντον απεβίωσε πριν από μερικούς μήνες, και το αρχείο της ταξινομήθηκε από ερευνητές. Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του BBC, σε αυτό περιλαμβάνεται μια τεράστια έκπληξη: η τελική, τέταρτη μορφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων, του συνθετικού ποιήματος που είχε φτάσει ως τις μέρες μας μόνο σε σπαράγματα. Ο ποιητής δεν είχε ποτέ ολοκληρώσει τα τρία σχεδιάσματα. Υπήρχαν ωστόσο πολλές μαρτυρίες περί μιας ολοκληρωμένης μορφής του ποιήματος, η οποία ελάνθανε- δηλαδή, κατά τη φιλολογική γλώσσα, υπήρχε, αλλά δεν γνωρίζαμε πού βρισκόταν το χειρόγραφο.
Όπως μαθαίνουμε λοιπόν, ο Διονύσιος Σολωμός είχε στείλει αυτό το σχεδίασμα με επιστολή του στη μητέρα του Λόρδου Μπάιρον για να την παρηγορήσει, σημειώνοντας πως το παιδί της, που απεβίωσε με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μεσολογγίου, ενέπνευσε ποιήματα (μη ξεχνάμε πως ο Σολωμός είχε συγγράψει ολόκληρη «Ωδή» για τον Βύρωνα) και παραμένει αξέχαστος. Διότι, ακριβώς, ένα τμήμα του Δ’ Σχεδιάσματος, υμνεί τον νεκρό ποιητή- μαχητή που έδωσε τη ζωή του στην πολιορκία του Μεσολογγιού για την Ελλάδα.
Την ύπαρξη της ολοκληρωμένης μορφής υπαινίσσεται, άλλωστε, ο Γιάννης Παπακώστας, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» στο οποίο κάνει εκτενείς αναφορές ως προς τις πηγές από τις οποίες άντλησε έμπνευση για τη σύνθεση ο έλληνας ποιητής. Το ερώτημα είναι: γιατί αυτή, η τελική και- βεβαίως- ολοκληρωμένη μορφή δεν βρέθηκε στο αρχείο Σολωμού; Η συγκλονιστική απάντηση έρχεται από τη γραφίδα του μεγάλου μας ποιητή. Ζητά από τη μητέρα να δεχθεί το ποίημα ως έκφραση τιμής και ευγνωμοσύνης προς τον χαμένο γιο της και να το κρατήσει κρυφό, γιατί ο Σολωμός θέλει να αποτελεί το δικό του δάφνινο στεφάνι στη μνήμη του. Ευτυχώς, έστω και σχεδόν δύο αιώνες μετά, οι στίχοι θα δουν το φως της δημοσιότητας. Αναμένουμε με συγκίνηση.
Update: Καλό Μήνα!
Το χειρόγραφο εντοπίσθηκε στα κατάλοιπα της Έιπριλ Γκόρντον, απογόνου της οικογενείας Γκόρντον, στην οποία ανήκε η μητέρα του λόρδου Βύρωνα, Κατερίνα. Πρόκειται για αριστοκρατική οικογένεια, με τίτλους ευγενείας και μεγάλη ιστορία. Η Έιπριλ Γκόρντον απεβίωσε πριν από μερικούς μήνες, και το αρχείο της ταξινομήθηκε από ερευνητές. Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του BBC, σε αυτό περιλαμβάνεται μια τεράστια έκπληξη: η τελική, τέταρτη μορφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων, του συνθετικού ποιήματος που είχε φτάσει ως τις μέρες μας μόνο σε σπαράγματα. Ο ποιητής δεν είχε ποτέ ολοκληρώσει τα τρία σχεδιάσματα. Υπήρχαν ωστόσο πολλές μαρτυρίες περί μιας ολοκληρωμένης μορφής του ποιήματος, η οποία ελάνθανε- δηλαδή, κατά τη φιλολογική γλώσσα, υπήρχε, αλλά δεν γνωρίζαμε πού βρισκόταν το χειρόγραφο.
Όπως μαθαίνουμε λοιπόν, ο Διονύσιος Σολωμός είχε στείλει αυτό το σχεδίασμα με επιστολή του στη μητέρα του Λόρδου Μπάιρον για να την παρηγορήσει, σημειώνοντας πως το παιδί της, που απεβίωσε με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μεσολογγίου, ενέπνευσε ποιήματα (μη ξεχνάμε πως ο Σολωμός είχε συγγράψει ολόκληρη «Ωδή» για τον Βύρωνα) και παραμένει αξέχαστος. Διότι, ακριβώς, ένα τμήμα του Δ’ Σχεδιάσματος, υμνεί τον νεκρό ποιητή- μαχητή που έδωσε τη ζωή του στην πολιορκία του Μεσολογγιού για την Ελλάδα.
Την ύπαρξη της ολοκληρωμένης μορφής υπαινίσσεται, άλλωστε, ο Γιάννης Παπακώστας, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» στο οποίο κάνει εκτενείς αναφορές ως προς τις πηγές από τις οποίες άντλησε έμπνευση για τη σύνθεση ο έλληνας ποιητής. Το ερώτημα είναι: γιατί αυτή, η τελική και- βεβαίως- ολοκληρωμένη μορφή δεν βρέθηκε στο αρχείο Σολωμού; Η συγκλονιστική απάντηση έρχεται από τη γραφίδα του μεγάλου μας ποιητή. Ζητά από τη μητέρα να δεχθεί το ποίημα ως έκφραση τιμής και ευγνωμοσύνης προς τον χαμένο γιο της και να το κρατήσει κρυφό, γιατί ο Σολωμός θέλει να αποτελεί το δικό του δάφνινο στεφάνι στη μνήμη του. Ευτυχώς, έστω και σχεδόν δύο αιώνες μετά, οι στίχοι θα δουν το φως της δημοσιότητας. Αναμένουμε με συγκίνηση.
Update: Καλό Μήνα!
Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2011
Η καταδίκη των μισθοφόρων
Μπορεί, σήμερα, να μην αναγκαζόμαστε να βαδίσουμε από τη Ρώμη ως τη βαθιά Ανατολία και το σταύρωμα στο πλάι των δρόμων για παραδειγματική τιμωρία να έχει εκλείψει, όμως η έννοια της μισθοφορίας φαίνεται να κουβαλάει από αιώνα σε αιώνα αναλλοίωτες γονιδιακές κακοτεχνίες. Η Έννοια Μισθοφορία ήταν και είναι από γεννησιμιού της δύσμορφη.
Πιάνοντας δουλειά ως μισθωτός μισθοφόρος, αποδέχεται ο μισθοφόρος ότι δέχεται να μισθώνει κάποιος τις (συγκεκριμένες) υπηρεσίες του για όσο διάστημα τις χρειάζεται. Τίποτα μεμπτό σε αυτό όσο κι αν τσούζει τον εργαζόμενο μισθοφόρο ότι κάποιος άλλος ορίζει το «έως πότε» και το «εάν ακόμη» τον χρειάζεται.
Η δυσμορφία έπεται και πατάει σε αυτή τη λογικά αποδεκτή βάση της εξαρτημένης εργασίας. Πατώντας πάνω εκεί και ξεπερνώντας σε ύψος τον εργαζόμενο, η μισθοφορία ξεχνάει κάποιες φορές τη γήινη υπόστασή της και παρασύρεται σε εναέριες ή υπόγειες φύσεις που δεν είναι η φύση της, όπως αιωρούμενους εκβιασμούς, έρπουσες απειλές που πιπιλούν υποχθόνια το «έως πότε» και παιχνίδια που αρμόζουν σε γάτες και ποντίκια.
Τώρα που οι μισθοφόροι μισθωτοί δεν στέλνονται στα σύνορα της αυτοκρατορίας αλλά στρατοπεδεύουν στα περιορισμένα τετραγωνικά μιας επιχείρησης βρισκόμενοι κυριολεκτικά (;) ανάμεσα στα πόδια του ανθρώπου που τους μισθώνει, η μισθοφορία μοιραίο είναι να σκοντάφτει στις ανθρώπινες σχέσεις που τις σκουντάει ο ανθρωποκεντρισμός της εποχής μας σε νέα χωροδιάταξη. Σκουντώντας τες να καθίσουν η μια όπως-όπως στα γόνατα της άλλης. Στριμωγμένες μεν αλλά σε αυτοκρατορικό θρόνο δε.
Η κακή χρήση των «έως πότε» και «εάν ακόμη», με τις σύγχρονες μεθόδους που δεν βγάζουν νύχια, επαυξάνει με νέα γενετική ασχήμια την κληρονομημένη γονιδιακή κακοτεχνία της Μισθοφορίας. Και την περνάει έτσι, δηλαδή ακόμη ασχημότερη, στις επόμενες γενιές μισθοφόρων. Άμα τύχει μάλιστα να την ντύσουν και με μοντέλα κακής συμπεριφοράς, τότε δεν φαίνεται να μένουν και πολλά στους επόμενους για να αποτελειώσουν την τέλεια εργασιακή δυσμορφία.
Αναλογιζόμενοι τους προγόνους μισθοφόρους, από το χτες στο σήμερα οι ιστορικές ομοιότητες ξαφνιάζουν με την μακροζωία τους. Έτσι, ο κουρασμένος πενηντάρης μισθοφόρος και η γυναίκα μισθοφόρος που σέρνει τρία κουτσούβελα από τη φούστα της, έτσι και σήμερα, το ίδιο και σήμερα, κανείς δεν τους «μισθώνει». Έχει δυστυχώς φαίνεται περάσει στα γονίδια.
Σκέψη στο περιθώριο
Να αλλάξουμε DNA δεν γίνεται, να μάθουμε όμως να ζούμε καλύτερα με το DNA μας, γίνεται και παραγίνεται.
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Πιάνοντας δουλειά ως μισθωτός μισθοφόρος, αποδέχεται ο μισθοφόρος ότι δέχεται να μισθώνει κάποιος τις (συγκεκριμένες) υπηρεσίες του για όσο διάστημα τις χρειάζεται. Τίποτα μεμπτό σε αυτό όσο κι αν τσούζει τον εργαζόμενο μισθοφόρο ότι κάποιος άλλος ορίζει το «έως πότε» και το «εάν ακόμη» τον χρειάζεται.
Η δυσμορφία έπεται και πατάει σε αυτή τη λογικά αποδεκτή βάση της εξαρτημένης εργασίας. Πατώντας πάνω εκεί και ξεπερνώντας σε ύψος τον εργαζόμενο, η μισθοφορία ξεχνάει κάποιες φορές τη γήινη υπόστασή της και παρασύρεται σε εναέριες ή υπόγειες φύσεις που δεν είναι η φύση της, όπως αιωρούμενους εκβιασμούς, έρπουσες απειλές που πιπιλούν υποχθόνια το «έως πότε» και παιχνίδια που αρμόζουν σε γάτες και ποντίκια.
Τώρα που οι μισθοφόροι μισθωτοί δεν στέλνονται στα σύνορα της αυτοκρατορίας αλλά στρατοπεδεύουν στα περιορισμένα τετραγωνικά μιας επιχείρησης βρισκόμενοι κυριολεκτικά (;) ανάμεσα στα πόδια του ανθρώπου που τους μισθώνει, η μισθοφορία μοιραίο είναι να σκοντάφτει στις ανθρώπινες σχέσεις που τις σκουντάει ο ανθρωποκεντρισμός της εποχής μας σε νέα χωροδιάταξη. Σκουντώντας τες να καθίσουν η μια όπως-όπως στα γόνατα της άλλης. Στριμωγμένες μεν αλλά σε αυτοκρατορικό θρόνο δε.
Η κακή χρήση των «έως πότε» και «εάν ακόμη», με τις σύγχρονες μεθόδους που δεν βγάζουν νύχια, επαυξάνει με νέα γενετική ασχήμια την κληρονομημένη γονιδιακή κακοτεχνία της Μισθοφορίας. Και την περνάει έτσι, δηλαδή ακόμη ασχημότερη, στις επόμενες γενιές μισθοφόρων. Άμα τύχει μάλιστα να την ντύσουν και με μοντέλα κακής συμπεριφοράς, τότε δεν φαίνεται να μένουν και πολλά στους επόμενους για να αποτελειώσουν την τέλεια εργασιακή δυσμορφία.
Αναλογιζόμενοι τους προγόνους μισθοφόρους, από το χτες στο σήμερα οι ιστορικές ομοιότητες ξαφνιάζουν με την μακροζωία τους. Έτσι, ο κουρασμένος πενηντάρης μισθοφόρος και η γυναίκα μισθοφόρος που σέρνει τρία κουτσούβελα από τη φούστα της, έτσι και σήμερα, το ίδιο και σήμερα, κανείς δεν τους «μισθώνει». Έχει δυστυχώς φαίνεται περάσει στα γονίδια.
Σκέψη στο περιθώριο
Να αλλάξουμε DNA δεν γίνεται, να μάθουμε όμως να ζούμε καλύτερα με το DNA μας, γίνεται και παραγίνεται.
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Κυριακή, Μαρτίου 27, 2011
'Ενα βιβλίο για το Καστελόριζο
Είναι μια πρωτοβολία του ηλεκτρονικού περιοδικού 24 Γράμματα την οποία προσυπογράφω. Όχι μονάχα επειδή το Καστελόριζο είναι στην επικαιρότητα για πολύ συγκεκριμένους λόγοους αλλά και επειδή ξέρω την αγωνία των παιδιών σε ακριτικά μέρη να βρουν κάτι ευχάριστο να γεμίσουν τον χρόνο τους και δη βιβλία. Ας δούμε λοιπόν το κείμενο του περιοδικού:
Γράψτε στην πρώτη σελίδα του την αφιέρωση σας ή το μήνυμα σας και στείλτε το με ένα απλό γραμματόσημο (κόστος γραμματ. από 1,90 έως 2,12ευρώ)
στοιχεία παραλήπτη: Δημοτικό Σχολείο Καστελορίζου ΤΚ85111 (συμμετοχή στην εκστρατεία του 24grammata.com )
Εκστρατεία κοινωνικής εγρήγορσης του 24grammata.com
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Το Καστελόριζο είναι μακριά, γιατί ποτέ δε μάθαμε που, ακριβώς, βρίσκεται (απέχει 5 ώρες, ακτοπλοϊκώς, από τη Ρόδο).
Ήταν πάντα στο υποσυνείδητο του Έλληνα ως η δυσμενής μετάθεση, ή ο τόπος τιμωρίας για τον ατίθασο Δημόσιο Λειτουργό.
Και ξαφνικά… ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας.
Αλλά όχι ως ευλογημένος ελληνικός τόπος που περιμένει τα παιδιά του για να τα ταΐσει και να τα ποτίσει από τη γη του.
Τώρα οι απανταχού ρήτορες και ρητορίσκοι μιλάνε για “λεκάνες Μεσογείου”, για “κοιτάσματα”, για “γεωπολιτική αξία”, για “πλούτο”, για “αρπαχτές” και για “κονόμα”
Τώρα κινδυνεύει, πραγματικά, το Καστελόριζο!!!
Αυτό φοβηθήκαμε και για αυτό στα 24grammata.com αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε ένα μοναδικό αφιέρωμα 46 άρθρων σε 4 γλώσσες. Συγκεντρώσαμε, για πρώτη φορά, την ιστορία και τον πολιτισμό αυτού του νησιού στις 4 πρώτες σελίδες του 24grammata.com. Με τη συγκέντρωση όλου του υλικού το αφιέρωμα θα κυκλοφορήσει με τη μορφή free e-book.
Το Καστελόριζο έχει προβλήματα, που δεν μπορούν να περιμένουν.
Το μεγαλύτερο, ίσως, πρόβλημα του είναι η δική μας άγνοια, η επιπολαιότητα και ο δικός μας Μακάριος ύπνος
Γνωρίστε το Καστελόριζο, πριν να ρητορεύσετε για τη “γεωστρατηγική σημασία του στην παγκόσμια οικονομία…”
Πάρτε από το χέρι το παιδί σας και δείξτε του στο χάρτη που βρίσκεται το Καστελόριζο (δεν είναι δυο λεπτά από τη Ρόδο. Είναι 5 ώρες ακτοπλοϊκώς και 30 λεπτά αεροπορικώς από τη Ρόδο). Βοηθήστε τον να συνειδητοποιήσει ότι τα σύνορα δε χαράζονται με τις χιλιομετρικές αποστάσεις, αλλά με τις Καρδιές των ανθρώπων που τα κατοικούν και από το Φρόνημα αυτών που τους στηρίζουν
Διαλέξτε από τη βιβλιοθήκη σας ένα οποιοδήποτε βιβλίο που έχετε διαβάσει (Παιδικό, Σχολικό, Λογοτεχνικό, Λεξικά, Επιστημών).
Εάν δε θέλετε να αποχωριστείτε τα βιβλία σας είναι αυτονόητο ότι μπορείτε να αγοράσετε από οπουδήποτε ένα βιβλίο
Για βιβλία που ζυγίζουν μέχρι 350 γραμμάρια το κόστος γραμματοσήμου είναι 1,90 ευρώ (συστημένο: 3,77) και μέχρι 500γρ. το κόστος είναι 2,12 ευρώ (συστημένο 3,19).
Για ιδιωτική ταχυμεταφορά (παραλαβή από το σπίτι σας, περίπου 15,50 ευρώ για φάκελο ή δέμα έως 2 κιλών)
Γράψτε στην πρώτη σελίδα του την αφιέρωση σας ή το μήνυμα σας και στείλτε το με ένα απλό γραμματόσημο (κόστος γραμματ. από 1,90 έως 2,12ευρώ)
στοιχεία παραλήπτη: Δημοτικό Σχολείο Καστελορίζου ΤΚ85111 (συμμετοχή στην εκστρατεία του 24grammata.com )
Εκστρατεία κοινωνικής εγρήγορσης του 24grammata.com
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Το Καστελόριζο είναι μακριά, γιατί ποτέ δε μάθαμε που, ακριβώς, βρίσκεται (απέχει 5 ώρες, ακτοπλοϊκώς, από τη Ρόδο).
Ήταν πάντα στο υποσυνείδητο του Έλληνα ως η δυσμενής μετάθεση, ή ο τόπος τιμωρίας για τον ατίθασο Δημόσιο Λειτουργό.
Και ξαφνικά… ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας.
Αλλά όχι ως ευλογημένος ελληνικός τόπος που περιμένει τα παιδιά του για να τα ταΐσει και να τα ποτίσει από τη γη του.
Τώρα οι απανταχού ρήτορες και ρητορίσκοι μιλάνε για “λεκάνες Μεσογείου”, για “κοιτάσματα”, για “γεωπολιτική αξία”, για “πλούτο”, για “αρπαχτές” και για “κονόμα”
Τώρα κινδυνεύει, πραγματικά, το Καστελόριζο!!!
Αυτό φοβηθήκαμε και για αυτό στα 24grammata.com αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε ένα μοναδικό αφιέρωμα 46 άρθρων σε 4 γλώσσες. Συγκεντρώσαμε, για πρώτη φορά, την ιστορία και τον πολιτισμό αυτού του νησιού στις 4 πρώτες σελίδες του 24grammata.com. Με τη συγκέντρωση όλου του υλικού το αφιέρωμα θα κυκλοφορήσει με τη μορφή free e-book.
Το Καστελόριζο έχει προβλήματα, που δεν μπορούν να περιμένουν.
Το μεγαλύτερο, ίσως, πρόβλημα του είναι η δική μας άγνοια, η επιπολαιότητα και ο δικός μας Μακάριος ύπνος
Γνωρίστε το Καστελόριζο, πριν να ρητορεύσετε για τη “γεωστρατηγική σημασία του στην παγκόσμια οικονομία…”
Πάρτε από το χέρι το παιδί σας και δείξτε του στο χάρτη που βρίσκεται το Καστελόριζο (δεν είναι δυο λεπτά από τη Ρόδο. Είναι 5 ώρες ακτοπλοϊκώς και 30 λεπτά αεροπορικώς από τη Ρόδο). Βοηθήστε τον να συνειδητοποιήσει ότι τα σύνορα δε χαράζονται με τις χιλιομετρικές αποστάσεις, αλλά με τις Καρδιές των ανθρώπων που τα κατοικούν και από το Φρόνημα αυτών που τους στηρίζουν
Διαλέξτε από τη βιβλιοθήκη σας ένα οποιοδήποτε βιβλίο που έχετε διαβάσει (Παιδικό, Σχολικό, Λογοτεχνικό, Λεξικά, Επιστημών).
Εάν δε θέλετε να αποχωριστείτε τα βιβλία σας είναι αυτονόητο ότι μπορείτε να αγοράσετε από οπουδήποτε ένα βιβλίο
Για βιβλία που ζυγίζουν μέχρι 350 γραμμάρια το κόστος γραμματοσήμου είναι 1,90 ευρώ (συστημένο: 3,77) και μέχρι 500γρ. το κόστος είναι 2,12 ευρώ (συστημένο 3,19).
Για ιδιωτική ταχυμεταφορά (παραλαβή από το σπίτι σας, περίπου 15,50 ευρώ για φάκελο ή δέμα έως 2 κιλών)
Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2011
"Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία"
«Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος
αλλ΄ έγινε πνοή τους»
έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός για τους ελεύθερους πολιορκημένους του Μεσολογγιού. Χρόνια μετά, ένας άλλος ποιητής, θα διατράνωνε με τα δικά του λόγια και τη δική του οπτική:
«Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι το ζήτημα».
(Ναζίμ Χικμέτ)
Και καθόλου αταίριαστο δεν είναι που μνημονεύουμε την εθνική επέτειο χρησιμοποιώντας στίχους του τούρκου ποιητή. Για την ελευθερία είναι γραμμένοι, την εσωτερική. Στο ένδοξο «αλωνάκι» μονάχα την μέσα τους ελευθερία είχαν. Αυτήν ήθελαν να διατηρήσουν «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα» για να θυμηθούμε και τον Γιάννη Ρίτσο.
Περισσότερα ποιήματα για το 1821 μπορείτε να βρείτε στην ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το 1821 στην ελληνική ποίηση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος». Περιλαμβάνει 140 ποιήματα, που έγραψαν σε διάστημα εκατόν ενενήντα χρόνων 109 Ελληνες ποιητές, καθώς και- στο επίμετρο- αναφορές και αποσπάσματα σε πολλούς (και από πολλούς) ακόμη. Έξι χρόνια δουλειάς απαιτήθηκαν για τον Ηλία Γκρη. Έξι χρόνια ακάματης και συστηματικής έρευνας στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Γεννάδιο, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Όπως σημειώνει στο κατατοπιστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρό του, αιτία για τη δημιουργία αυτή υπήρξε το ότι γενιές ολόκληρες «εμποτίστηκαν με ψεύδη, λογής ψευδολογήματα, που όλα συνέτειναν στη διαιώνιση φαιδρών ιδεολογημάτων και στη βέβηλη επιβράβευση.»
Η ανθολογία χαρακτηρίζεται «ποιητικό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές θρυλικά πρόσωπα και τόπους σύμβολα της Επανάστασης του Εικοσιένα.» Αυτή η συναρπαστική ποιητική διαδρομή μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα, ξεκινά με έναν οραματιστή αλλά και εν πολλοίς προφήτη, τον Ρήγα Βελεστινλή.
Ο Ηλίας Γκρης έχει συγκροτήσει και άλλες ανθολογίες, ανάμεσα στις οποίες και μία για το Πολυτεχνείο. Ταυτοχρόνως, έχει εκδώσει ποίηση, πεζογραφία και δοκίμια.
Μπορεί να περιμένετε ότι θα βάλω Ρίτσο, αλλά θα σας εκπλήξω. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από την (ανθολογημένη) «Λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη» του Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Τα παιδιά σου γεννιόντουσαν ντυμένα και φαγωμένα
Και πολλά τους γεννιόντουσαν κι εγγράμματα μάλιστα.
Τα περισσότερα όμως, μην έχοντας τρόπο να πράξουν αλλιώς, τι κρατούσαν αδιάκοπα στο δεξί τους τα άρματα, τις τραγούδαγαν τις γραφές τους, κρεμώντας τις μελωδίες τους στα κράκουρα και στα δέντρα.
Άλλωστε, το ένα μολύβι και το ένα χαρτί που υπάρχαν στο Έθνος, τα είχε πάρει ο Μακρυγιάννης.
Κ’ έβαζε πάνω τους σκοπιές ο Θεός τους νοήμονες αρχαγγέλους του,
Να του αντιγράφουνε τα τραγούδια τους, για να παίρνει αναφορά: τι μπορεί να βαστάξει στον κόσμο ένας άνθρωπος ή ένα έθνος.»
αλλ΄ έγινε πνοή τους»
έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός για τους ελεύθερους πολιορκημένους του Μεσολογγιού. Χρόνια μετά, ένας άλλος ποιητής, θα διατράνωνε με τα δικά του λόγια και τη δική του οπτική:
«Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι το ζήτημα».
(Ναζίμ Χικμέτ)
Και καθόλου αταίριαστο δεν είναι που μνημονεύουμε την εθνική επέτειο χρησιμοποιώντας στίχους του τούρκου ποιητή. Για την ελευθερία είναι γραμμένοι, την εσωτερική. Στο ένδοξο «αλωνάκι» μονάχα την μέσα τους ελευθερία είχαν. Αυτήν ήθελαν να διατηρήσουν «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα» για να θυμηθούμε και τον Γιάννη Ρίτσο.
Περισσότερα ποιήματα για το 1821 μπορείτε να βρείτε στην ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το 1821 στην ελληνική ποίηση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος». Περιλαμβάνει 140 ποιήματα, που έγραψαν σε διάστημα εκατόν ενενήντα χρόνων 109 Ελληνες ποιητές, καθώς και- στο επίμετρο- αναφορές και αποσπάσματα σε πολλούς (και από πολλούς) ακόμη. Έξι χρόνια δουλειάς απαιτήθηκαν για τον Ηλία Γκρη. Έξι χρόνια ακάματης και συστηματικής έρευνας στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Γεννάδιο, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Όπως σημειώνει στο κατατοπιστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρό του, αιτία για τη δημιουργία αυτή υπήρξε το ότι γενιές ολόκληρες «εμποτίστηκαν με ψεύδη, λογής ψευδολογήματα, που όλα συνέτειναν στη διαιώνιση φαιδρών ιδεολογημάτων και στη βέβηλη επιβράβευση.»
Η ανθολογία χαρακτηρίζεται «ποιητικό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές θρυλικά πρόσωπα και τόπους σύμβολα της Επανάστασης του Εικοσιένα.» Αυτή η συναρπαστική ποιητική διαδρομή μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα, ξεκινά με έναν οραματιστή αλλά και εν πολλοίς προφήτη, τον Ρήγα Βελεστινλή.
Ο Ηλίας Γκρης έχει συγκροτήσει και άλλες ανθολογίες, ανάμεσα στις οποίες και μία για το Πολυτεχνείο. Ταυτοχρόνως, έχει εκδώσει ποίηση, πεζογραφία και δοκίμια.
Μπορεί να περιμένετε ότι θα βάλω Ρίτσο, αλλά θα σας εκπλήξω. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από την (ανθολογημένη) «Λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη» του Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Τα παιδιά σου γεννιόντουσαν ντυμένα και φαγωμένα
Και πολλά τους γεννιόντουσαν κι εγγράμματα μάλιστα.
Τα περισσότερα όμως, μην έχοντας τρόπο να πράξουν αλλιώς, τι κρατούσαν αδιάκοπα στο δεξί τους τα άρματα, τις τραγούδαγαν τις γραφές τους, κρεμώντας τις μελωδίες τους στα κράκουρα και στα δέντρα.
Άλλωστε, το ένα μολύβι και το ένα χαρτί που υπάρχαν στο Έθνος, τα είχε πάρει ο Μακρυγιάννης.
Κ’ έβαζε πάνω τους σκοπιές ο Θεός τους νοήμονες αρχαγγέλους του,
Να του αντιγράφουνε τα τραγούδια τους, για να παίρνει αναφορά: τι μπορεί να βαστάξει στον κόσμο ένας άνθρωπος ή ένα έθνος.»
Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011
Η αλλιώτικη «ειπωμωνύ» της ανεργίας
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Ανάμεσα στους συντρόφους, τους σωστούς συντρόφους παντός καιρού, ισχύει ο νόμος των συγκοινωνούντων δοχείων. Μαζί με μία ανεργία, παίρνουμε ακόμη μία ανεργία δώρο για τον/την σύντροφό μας.
Επικρατεί η αντίληψη ότι σ’ ένα ζευγάρι μόνο ο ένας σύντροφος, αυτός σε επαγγελματική κρίση, έχει το πρόβλημα. Ότι η αυτονόητη δουλειά του άλλου είναι να αναμένει και υπομένει. Απόδειξη, όποιος θέλει να μάθει αν υπάρχει κάτι νεότερο στο επαγγελματικό ανακοινωθέν του άνεργου, ρωτάει ιδιαιτέρως τον σύντροφό του. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο ότι ο συχνότερος κοινωνικός έπαινος που απονέμεται στον σύντροφο ανέργου, είναι της Υπομονής.
Τα έμπειρα στην ανεργία ζευγάρια γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι 1 + 1. Το δράμα έχει δύο πράξεις. Η πρώτη πράξη ανήκει δικαιωματικά στο μέλος που έχασε τη δουλειά του κι είναι φυσικά η πιο θεαματική, γι’ αυτήν μαζεύεται ο κόσμος. Η δεύτερη πράξη, το έργο του συντρόφου, είναι ένας μονόλογος που δεν κόβει εισιτήρια. Ο ρόλος αποδίδεται μάλιστα καλύτερα όταν δίδεται μπροστά σε άδεια καθίσματα με κλειστές τις πόρτες. Χωρίς να σημαίνει ότι έχει μικρότερη αξία επειδή δεν έχει θεατές. Απαραίτητη όμως σημείωση: Επειδή δεν έχει θεατές, μην περιμένετε χειροκρότημα.
Εάν αυτός που έμεινε χωρίς δουλειά είναι ο άντρας, επικρατεί επίσης η αντίληψη ότι τα πράγματα είναι πιο εύκολα σε συντροφικό επίπεδο, γιατί η γυναίκα έτσι κι αλλιώς είναι οπλισμένη με υπομονή.
Η συγκεκριμένη υπομονή πρόκειται για μία διαφορετική ειπωμωνύ. Με το που ανατρέπεται το καθεστώς και κάποιος από εργαζόμενος γίνεται «οικιακά», είτε είναι άντρας είτε γυναίκα ακολουθούν ντόμινο μια σειρά από ανατροπές που με τη δύναμη του τσουνάμι σαρώνουν το φοινικόδεντρο από όπου, καθισμένος στην κορυφή, στεγνός και ασφαλής, παρατηρούσε με τα κιάλια την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή του. Όσο φώναζε ότι πλησιάζει το κακό, ο/η σύντροφός του μάζευε βιαστικά τις καρέκλες.
Ο / Η σύντροφος ζει μια συντροφική εξ αγχιστείας ανεργία. Μια μοναχική, σιωπηλή, βαθιά θλιπτική συν-ανεργία κλάσεις ανώτερη από την κλασική υπομονή. Είναι η δύναμη του να είσαι πάντα εκεί όταν φυγοκεντρικά διώχνεσαι απών, οι τρυφερές συνωμοσίες και οι κρυφά πληρωμένοι λογαριασμοί, ο πάκος τα ματαιωμένα σχέδια στην τσάντα της ανακύκλωσης, η αναβολή της αναβολής ω αναβολή, η θετική αύρα στο σπίτι που δεν κυκλοφορεί σε σπρέι, το μοίρασμα της νυχτερινής εφίδρωσης, η αντοχή σε μια επώδυνη μονιμότητα, η νέα γνώση της νεοαπόγνωσης, η συνεχής επίκυψη για να σηκώνεις από κάτω πεσμένες κουβέντες, το κολλημένο χαμόγελο, η άγρυπνη ματιά κι όταν κοιμάσαι, η πλύνε-βάλε στολή κλόουν για μπροστά στα παιδιά, η ανώφελη επίγνωση ότι από τον σύντροφό σου και συγκεκριμένα από το δικό του πότε θα βρει νέα εργασία, εξαρτάται η λύση του δικού σου προβλήματος.
Είτε άντρας είτε γυναίκα, ως σύντροφος έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πρακτικά καθημερινά θέματα που σταδιακά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από το πώς δηλαδή εκτοξεύουν έναν τεταμένο άνθρωπο, επιλέγει να αποσιωπά και να αντιμετωπίζει μόνος. Αυτό είναι το περιβόητο στάδιο της Σιωπής. Η συντροφική ομερτά της ανεργίας.
Κάτω από τα βουβά πρακτικά και τα σιωπηλά καθημερινά, συσσωρεύονται με τον καιρό ακραία υπαρξιακά φαινόμενα. Το «αυτή θα είναι η ζωή μου από ’δω και μπρος;», το «τι θα γίνει αν διακοπεί αύριο και η δική μου η δουλειά;», το «από πότε έχουμε να περάσουμε καλά;» είναι μερικά μόνο από τα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα που τιτιβίζουν ενοχλητικά, δαιμονισμένα, γύρω από την ή τον συν-άνεργο σύντροφο.
Η «ειπωμωνύ» σαν το ξερό κρεμμύδι έχει πολλές φλούδες. Αθώα λευκές φλούδες που, ωμές, καίνε σαν διάολοι. Μέσα-μέσα στις φλούδες του κρεμμυδιού υπάρχει κρυμμένη μια πράσινη, χλωρή καρδιά. Η κοινή καρδιά του ζεύγους.
Σκέψη στο περιθώριο
Ο κόσμος την καρδιά του ξερού κρεμμυδιού τείνει να την πετάει και να κρατάει τις φλούδες.
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Ανάμεσα στους συντρόφους, τους σωστούς συντρόφους παντός καιρού, ισχύει ο νόμος των συγκοινωνούντων δοχείων. Μαζί με μία ανεργία, παίρνουμε ακόμη μία ανεργία δώρο για τον/την σύντροφό μας.
Επικρατεί η αντίληψη ότι σ’ ένα ζευγάρι μόνο ο ένας σύντροφος, αυτός σε επαγγελματική κρίση, έχει το πρόβλημα. Ότι η αυτονόητη δουλειά του άλλου είναι να αναμένει και υπομένει. Απόδειξη, όποιος θέλει να μάθει αν υπάρχει κάτι νεότερο στο επαγγελματικό ανακοινωθέν του άνεργου, ρωτάει ιδιαιτέρως τον σύντροφό του. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο ότι ο συχνότερος κοινωνικός έπαινος που απονέμεται στον σύντροφο ανέργου, είναι της Υπομονής.
Τα έμπειρα στην ανεργία ζευγάρια γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι 1 + 1. Το δράμα έχει δύο πράξεις. Η πρώτη πράξη ανήκει δικαιωματικά στο μέλος που έχασε τη δουλειά του κι είναι φυσικά η πιο θεαματική, γι’ αυτήν μαζεύεται ο κόσμος. Η δεύτερη πράξη, το έργο του συντρόφου, είναι ένας μονόλογος που δεν κόβει εισιτήρια. Ο ρόλος αποδίδεται μάλιστα καλύτερα όταν δίδεται μπροστά σε άδεια καθίσματα με κλειστές τις πόρτες. Χωρίς να σημαίνει ότι έχει μικρότερη αξία επειδή δεν έχει θεατές. Απαραίτητη όμως σημείωση: Επειδή δεν έχει θεατές, μην περιμένετε χειροκρότημα.
Εάν αυτός που έμεινε χωρίς δουλειά είναι ο άντρας, επικρατεί επίσης η αντίληψη ότι τα πράγματα είναι πιο εύκολα σε συντροφικό επίπεδο, γιατί η γυναίκα έτσι κι αλλιώς είναι οπλισμένη με υπομονή.
Η συγκεκριμένη υπομονή πρόκειται για μία διαφορετική ειπωμωνύ. Με το που ανατρέπεται το καθεστώς και κάποιος από εργαζόμενος γίνεται «οικιακά», είτε είναι άντρας είτε γυναίκα ακολουθούν ντόμινο μια σειρά από ανατροπές που με τη δύναμη του τσουνάμι σαρώνουν το φοινικόδεντρο από όπου, καθισμένος στην κορυφή, στεγνός και ασφαλής, παρατηρούσε με τα κιάλια την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή του. Όσο φώναζε ότι πλησιάζει το κακό, ο/η σύντροφός του μάζευε βιαστικά τις καρέκλες.
Ο / Η σύντροφος ζει μια συντροφική εξ αγχιστείας ανεργία. Μια μοναχική, σιωπηλή, βαθιά θλιπτική συν-ανεργία κλάσεις ανώτερη από την κλασική υπομονή. Είναι η δύναμη του να είσαι πάντα εκεί όταν φυγοκεντρικά διώχνεσαι απών, οι τρυφερές συνωμοσίες και οι κρυφά πληρωμένοι λογαριασμοί, ο πάκος τα ματαιωμένα σχέδια στην τσάντα της ανακύκλωσης, η αναβολή της αναβολής ω αναβολή, η θετική αύρα στο σπίτι που δεν κυκλοφορεί σε σπρέι, το μοίρασμα της νυχτερινής εφίδρωσης, η αντοχή σε μια επώδυνη μονιμότητα, η νέα γνώση της νεοαπόγνωσης, η συνεχής επίκυψη για να σηκώνεις από κάτω πεσμένες κουβέντες, το κολλημένο χαμόγελο, η άγρυπνη ματιά κι όταν κοιμάσαι, η πλύνε-βάλε στολή κλόουν για μπροστά στα παιδιά, η ανώφελη επίγνωση ότι από τον σύντροφό σου και συγκεκριμένα από το δικό του πότε θα βρει νέα εργασία, εξαρτάται η λύση του δικού σου προβλήματος.
Είτε άντρας είτε γυναίκα, ως σύντροφος έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πρακτικά καθημερινά θέματα που σταδιακά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από το πώς δηλαδή εκτοξεύουν έναν τεταμένο άνθρωπο, επιλέγει να αποσιωπά και να αντιμετωπίζει μόνος. Αυτό είναι το περιβόητο στάδιο της Σιωπής. Η συντροφική ομερτά της ανεργίας.
Κάτω από τα βουβά πρακτικά και τα σιωπηλά καθημερινά, συσσωρεύονται με τον καιρό ακραία υπαρξιακά φαινόμενα. Το «αυτή θα είναι η ζωή μου από ’δω και μπρος;», το «τι θα γίνει αν διακοπεί αύριο και η δική μου η δουλειά;», το «από πότε έχουμε να περάσουμε καλά;» είναι μερικά μόνο από τα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα που τιτιβίζουν ενοχλητικά, δαιμονισμένα, γύρω από την ή τον συν-άνεργο σύντροφο.
Η «ειπωμωνύ» σαν το ξερό κρεμμύδι έχει πολλές φλούδες. Αθώα λευκές φλούδες που, ωμές, καίνε σαν διάολοι. Μέσα-μέσα στις φλούδες του κρεμμυδιού υπάρχει κρυμμένη μια πράσινη, χλωρή καρδιά. Η κοινή καρδιά του ζεύγους.
Σκέψη στο περιθώριο
Ο κόσμος την καρδιά του ξερού κρεμμυδιού τείνει να την πετάει και να κρατάει τις φλούδες.
Κυριακή, Μαρτίου 20, 2011
Το κοριτσάκι της Χιροσίμα
Τριγυρνάει στο μυαλό μου εδώ και μέρες, μετά το τρομερό ατύχημα- δυστύχημα στην Ιαπωνία. Είναι το «Τραγούδι» του Ναζίμ Χικμέτ, για το κοριτσάκι της Χιροσίμα- από την αμερικάνικη πυρηνική βόμβα κατά (και για την ακρίβεια: μετά) τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, οι λαοί δεν βάζουμε μυαλό και οι τραγωδίες επαναλαμβάνονται ίδια και απαράλλαχτα. Αν δεν ξυπνήσουμε, κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε το κοινό μας σπίτι, τον πλανήτη που ήδη πληγώνουμε σχεδόν θανάσιμα.
Σε μια εκδήλωση στον «Ιανό» χθες, για το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Αιώνια επιστροφή» η Ρίτσα Μασούρα αναφέρθηκε στον όλεθρο των ημερών. Η πεποίθησή μου ότι πρέπει να δημοσιεύσω το ποίημα, εντάθηκε. Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, αύριο, με Ναζίμ Χικμέτ, λοιπόν. Αφιερωμένο στη Ρίτσα:
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δε μπορεί νάιδει.
Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Ολη- όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Ετσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
(Είναι η μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου. Υπέροχη, όπως διαπίστωσα διαβάζοντας το ποίημα στο πρωτότυπο. Εξαιρετικά συγκινητική, ειλικρινής, ποιητική- αν και με ύφος, τι άλλο;- Ρίτσου. Ο ένας μεγάλος παραδίδει στην δική του γλώσσα τον άλλο μεγάλο)
Hiroshima Child
I come and stand at every door
But none can hear my silent tread
I knock and yet remain unseen
For I am dead for I am dead
I'm only seven though I died
In Hiroshima long ago
I'm seven now as I was then
When children die they do not grow
My hair was scorched by swirling flame
My eyes grew dim my eyes grew blind
Death came and turned my bones to dust
And that was scattered by the wind
I need no fruit I need no rice
I need no sweets nor even bread
I ask for nothing for myself
For I am dead for I am dead
All that I need is that for peace
You fight today you fight today
So that the children of this world
Can live and grow and laugh and play
(Δεν κατάφερα να βρω σε ποιον ανήκει αυτή η αγγλική μετάφραση, πολύ ρέουσα, αλλά με κάποιες ανακρίβειες ως προς το περιεχόμενο. Παρόλα αυτά, καθόλου δεν πειράζει.)
Update: Η αγαπημένη μου φίλη Ιφιμέδεια μας πληροφορεί σε σχόλιό της πως η μετάφραση είναι της Jeannette Turner. Την ευχαριστώ θερμά.
Kız Çocuğu
Kapıları çalan benim
kapıları birer birer.
Gözünüze görünemem
göze görünmez ölüler.
Hiroşima’da öleli
oluyor bir on yıl kadar.
Yedi yaşında bir kızım,
büyümez ölü çocuklar.
Saçlarım tutuştu önce,
gözlerim yandı kavruldu.
Bir avuç kül oluverdim,
külüm havaya savruldu.
Benim sizden kendim için
hiçbir şey istediğim yok.
Şeker bile yiyemez ki
şâat gibi yanan çocuk.
Çalıyorum kapınızı,
teyze, amca, bir imza ver.
Çocuklar öldürülmesin,
şeker de yiyebilsinler
Το ποίημα στη γλώσσα του Χικμέτ. Λιτό, δωρικό, στιβαρό, συγκινημένο. Χωρίς τίποτα το περιττό. Στο βίντεο ακούγεται ο ποιητής και η Τζόαν Μπαέζ.
Καλή ισημερία. Καλή άνοιξη. Όχι άλλη Χιροσίμα – όσο παλιομοδίτικο και αν ακούγεται αυτό…
Σε μια εκδήλωση στον «Ιανό» χθες, για το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Αιώνια επιστροφή» η Ρίτσα Μασούρα αναφέρθηκε στον όλεθρο των ημερών. Η πεποίθησή μου ότι πρέπει να δημοσιεύσω το ποίημα, εντάθηκε. Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, αύριο, με Ναζίμ Χικμέτ, λοιπόν. Αφιερωμένο στη Ρίτσα:
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δε μπορεί νάιδει.
Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Ολη- όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Ετσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
(Είναι η μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου. Υπέροχη, όπως διαπίστωσα διαβάζοντας το ποίημα στο πρωτότυπο. Εξαιρετικά συγκινητική, ειλικρινής, ποιητική- αν και με ύφος, τι άλλο;- Ρίτσου. Ο ένας μεγάλος παραδίδει στην δική του γλώσσα τον άλλο μεγάλο)
Hiroshima Child
I come and stand at every door
But none can hear my silent tread
I knock and yet remain unseen
For I am dead for I am dead
I'm only seven though I died
In Hiroshima long ago
I'm seven now as I was then
When children die they do not grow
My hair was scorched by swirling flame
My eyes grew dim my eyes grew blind
Death came and turned my bones to dust
And that was scattered by the wind
I need no fruit I need no rice
I need no sweets nor even bread
I ask for nothing for myself
For I am dead for I am dead
All that I need is that for peace
You fight today you fight today
So that the children of this world
Can live and grow and laugh and play
(Δεν κατάφερα να βρω σε ποιον ανήκει αυτή η αγγλική μετάφραση, πολύ ρέουσα, αλλά με κάποιες ανακρίβειες ως προς το περιεχόμενο. Παρόλα αυτά, καθόλου δεν πειράζει.)
Update: Η αγαπημένη μου φίλη Ιφιμέδεια μας πληροφορεί σε σχόλιό της πως η μετάφραση είναι της Jeannette Turner. Την ευχαριστώ θερμά.
Kız Çocuğu
Kapıları çalan benim
kapıları birer birer.
Gözünüze görünemem
göze görünmez ölüler.
Hiroşima’da öleli
oluyor bir on yıl kadar.
Yedi yaşında bir kızım,
büyümez ölü çocuklar.
Saçlarım tutuştu önce,
gözlerim yandı kavruldu.
Bir avuç kül oluverdim,
külüm havaya savruldu.
Benim sizden kendim için
hiçbir şey istediğim yok.
Şeker bile yiyemez ki
şâat gibi yanan çocuk.
Çalıyorum kapınızı,
teyze, amca, bir imza ver.
Çocuklar öldürülmesin,
şeker de yiyebilsinler
Το ποίημα στη γλώσσα του Χικμέτ. Λιτό, δωρικό, στιβαρό, συγκινημένο. Χωρίς τίποτα το περιττό. Στο βίντεο ακούγεται ο ποιητής και η Τζόαν Μπαέζ.
Καλή ισημερία. Καλή άνοιξη. Όχι άλλη Χιροσίμα – όσο παλιομοδίτικο και αν ακούγεται αυτό…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)