«Μια φυλακή- πώς μας φτάσαν ως εκεί;- μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα τραγούδι του. Πώς μας φτάσαν ως εκεί, αλήθεια, να λέει ο υπουργός Πολιτισμού πως στα νεανικά του χρόνια είχε διαβάσει τη… «Φυλακή» του Κάφκα; Βεβαίως και δεν αποκλείεται το λάθος, το ανθρώπινο λάθος, να πεις δηλαδή «Φυλακή» αντί του σωστό «Δίκη» (αυτό νομίζω ότι ήθελε να πει), όμως άμα το λάθος το κάνει ο, υποτίθεται, καθ’ ύλην αρμόδιος, βράσε ρύζι.
Μάζεψε λοιπόν ο «Ιανός» σήμερα καλλιτέχνες και ανθρώπους του πολιτισμού και τους έβαλε να συζητήσουν με τον Γιώργο Βουλγαράκη. Του είπαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά, στα περισσότερα, απάντηση δεν πήραν. Είπε πως τα έχουν σημειώσει οι συνεργάτες του και θα μεριμνήσει- μένει να το δούμε.
Απάντηση πήρε μόνο ο Θανάσης Βαλτινός για το ακανθώδες θέμα επιχορήγησης για μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό. Ο κ. υπουργός του είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται και πως με αυτό θα ασχοληθεί και το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου αλλά και το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού. Μήπως όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει; Μένει να το δούμε και αυτό.
Κατά τα λοιπά, δεν «άδειασε» τον υπουργό Εργασίας (Απασχόλησης ή όπως αλλιώς λέγεται τώρα ο Τσιτουρίδης). Δεν απάντησε δηλαδή, στην παρατήρηση πως από πέρσι τον Μάιο προσπαθούν οι συγγραφείς να τον δουν για να συζητήσουν θέματα ασφάλισής τους και έτσι παραμένει ανενεργό το νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Και μιλάμε μόλις για το 0,5% επί της τιμής του βιβλίου, δηλαδή ψίχουλα. «Κορυφαίοι συγγραφείς τρέχουν για να διασφαλίσουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» είπε ο Θανάσης Βαλτινός. «Εμπαίζονται άνθρωποι που υποτίθεται ότι συνεισφέρουν στον πολιτισμό». Ποιος τον άκουσε;
Αλλά και ο Γιώργος Δαρδανός, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλίου, ουδέν νεώτερο άκουσε. Κάναμε πρόταση για έτος βιβλίου, είπε, και ακόμα δεν έχουμε πάρει απάντηση. Ετος βιβλίου…. Πφ! Αστεία πράγματα! Με μόλις 2% από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού να πηγαίνει για το βιβλίο. Ο κ. Βουλγαράκης τους είδε για πέντε λεπτά, είπε ο κ. Δαρδανός, αλλά ο πρόεδρος των Καραγκιοζοπαικτών τον «ρούμπωσε»: εσείς είχατε αυτή την τύχη, να τον δείτε έστω και για πέντε λεπτά, εμείς όχι ακόμη, είπε!
Αποτέλεσμα; Δεν το βλέπω!
Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007
Το δεύτερο ράφι με τις τύψεις
Το ράφι με τις τύψεις δεν αδειάζει, όπως είναι γνωστό, αν δεν βάλεις κι εσύ το χεράκι σου. Αντίθετα, τα βιβλία του πολλαπλασιάζονται με έναν μυστηριώδη τρόπο. Γι’ αυτό και σήμερα θα ανασύρω δύο, μήπως και προχωρήσουμε λιγάκι. Εχουν και τα δύο μια κοινή παράμετρο, έστω και ως λεπτή κόκκινη κλωστή. Δεν είναι άλλη από την Αριστερά, ως ιδέα αλλά και ως- ιδιότυπης μορφής έστω- εξουσία.
Ο Τίτος Πατρίκιος έβλεπε πάντοτε τον κόσμο με την έκπληκτη ματιά του ποιητή αλλά και με την κριτική, ενίοτε (και συχνότατα) επικριτική, του αριστερού. Ελεγε πάντοτε τη γνώμη του με τον δικό του τρόπο, σαφώς και συχνότατα όχι εμμέσως. Πλην όμως, φτάσαμε στον 21ο αιώνα και πολλά άλλαξαν. Αλλαξε και η αφήγησή του. Ακόμα και αναπολώντας τα, τώρα, τα γεγονότα, τα όνειρα και τις σκέψεις του παρελθόντος του, φαντάζουν διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε όποιος τον είχε με συνέπεια διαβάσει.
Οι ωραιότατες εξιστορήσεις και αναμνήσεις του, οι νοσταλγικές του παρουσιάσεις μικρών, ασήμαντων κι ωστόσο τόσο σημαντικών στιγμών του, γοητεύουν ως συνήθως τον αναγνώστη. Όμως, όταν κλείνει τις «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες» και αφού έχει γελάσει με το χιούμορ, κλάψει με τη συγκίνηση που αναδίδουν, απολαύσει τις περιγραφές και φανταστεί τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από την καθεμιά ιστορία, αναρωτιέσαι: πού πήγαν λοιπόν οι διανοούμενοι της Αριστεράς; Ποιοι είναι οι προβληματισμοί τους; Ποιες είναι οι αναζητήσεις και οι αμφιβολίες τους σήμερα; Πού πιστεύουν ότι βαδίζει ο κόσμος, οι ίδιοι, η ιδεολογία τους;
Θα μου πείτε είναι υποχρεωμένος ο Τίτος Πατρίκιος να ακολουθήσει τη δική σου λογική; Όχι, δεν είναι. Λέω όμως τι μου έλειψε ώστε να θεωρήσω το βιβλίο του εντελώς ξεχωριστό και «καυτό». Τι θα περίμενα από έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να κρατιέται τόσα χρόνια στην επικαιρότητα χάρη στις σκέψεις και στις πράξεις του. Και τέλος τι θα ευχόμουν για έναν ποιητή που παραμένει ταγμένος στην Ομορφιά και στη Δικαιοσύνη. Ζητάω πολλά;
Το δεύτερο σημερινό βιβλίο μας είναι το βιβλίο ενός άλλου ποιητή: η νουβέλα του Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ». Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται, ωστόσο τυπολογικά πλησιάζει περισσότερο στη νουβέλα. Θέμα της, μια δολοφονία το 1944. Όχι αριστερού από δεξιό ούτε δεξιού από αριστερό. Αριστερού από αριστερούς. Ενας δημοσιογράφος που αισθάνεται ότι έχει «στομώσει» και που όλοι και όλα τον σπρώχνουν στο περιθώριο, προσπαθεί να διερευνήσει αυτό το θέμα, που είναι ταμπού.
Ο Δαββέτας είχε μια εξαιρετική ιδέα, την οποία δεν κατόρθωσε, νομίζω, να διαχειριστεί με το πάθος που εκείνη απαιτούσε. Ένα πρωτότυπο θέμα που χρειαζόταν περισσότερη ένταση και ίντριγκα, ώστε να καταδείξει την τραγωδία (ενώ τώρα μιλάμε, απλώς, για δράμα) το σπαραγμό, και, τελικά, την αιτία, που τώρα φαίνεται πολύ «χλωμή» και αδύναμη για να σηκώσει στους ώμους της ένα τέτοιο βάρος.
Η μυθική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) που προστάτευσε τον πληθυσμό αλλά προέβη και σε αγριότητες, θα μπορούσε να δώσει εναύσματα στον συγγραφέα για βαθύτερες προσεγγίσεις και διερευνήσεις. Το ίδιο και οι μικροί και μεγάλοι εμφύλιοι της Αριστεράς που βεβαίως σοβούσαν πολύ πριν από την Κατοχή και που είχαν οδηγήσει σε ουκ ολίγα παρατράγουδα.
Οσο για το εύρημα του προβληματικού προστάτη αδένα, που ταλαιπωρεί τον ήρωα, μάλλον αφαίρεσε παρά πρόσθεσε στο βιβλίο. Στο «σήμερα» το φέρνουν πράγματι οι ερωτικές φαντασιώσεις του ήρωα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την οικογένειά του. Στην οποία, άλλωστε, ανήκει και ένας από τους πρωταγωνιστές της κεντρικής ιστορίας του.
Τίτου Πατρίκιου «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες»
Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ».
Ο Τίτος Πατρίκιος έβλεπε πάντοτε τον κόσμο με την έκπληκτη ματιά του ποιητή αλλά και με την κριτική, ενίοτε (και συχνότατα) επικριτική, του αριστερού. Ελεγε πάντοτε τη γνώμη του με τον δικό του τρόπο, σαφώς και συχνότατα όχι εμμέσως. Πλην όμως, φτάσαμε στον 21ο αιώνα και πολλά άλλαξαν. Αλλαξε και η αφήγησή του. Ακόμα και αναπολώντας τα, τώρα, τα γεγονότα, τα όνειρα και τις σκέψεις του παρελθόντος του, φαντάζουν διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε όποιος τον είχε με συνέπεια διαβάσει.
Οι ωραιότατες εξιστορήσεις και αναμνήσεις του, οι νοσταλγικές του παρουσιάσεις μικρών, ασήμαντων κι ωστόσο τόσο σημαντικών στιγμών του, γοητεύουν ως συνήθως τον αναγνώστη. Όμως, όταν κλείνει τις «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες» και αφού έχει γελάσει με το χιούμορ, κλάψει με τη συγκίνηση που αναδίδουν, απολαύσει τις περιγραφές και φανταστεί τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από την καθεμιά ιστορία, αναρωτιέσαι: πού πήγαν λοιπόν οι διανοούμενοι της Αριστεράς; Ποιοι είναι οι προβληματισμοί τους; Ποιες είναι οι αναζητήσεις και οι αμφιβολίες τους σήμερα; Πού πιστεύουν ότι βαδίζει ο κόσμος, οι ίδιοι, η ιδεολογία τους;
Θα μου πείτε είναι υποχρεωμένος ο Τίτος Πατρίκιος να ακολουθήσει τη δική σου λογική; Όχι, δεν είναι. Λέω όμως τι μου έλειψε ώστε να θεωρήσω το βιβλίο του εντελώς ξεχωριστό και «καυτό». Τι θα περίμενα από έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να κρατιέται τόσα χρόνια στην επικαιρότητα χάρη στις σκέψεις και στις πράξεις του. Και τέλος τι θα ευχόμουν για έναν ποιητή που παραμένει ταγμένος στην Ομορφιά και στη Δικαιοσύνη. Ζητάω πολλά;
Το δεύτερο σημερινό βιβλίο μας είναι το βιβλίο ενός άλλου ποιητή: η νουβέλα του Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ». Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται, ωστόσο τυπολογικά πλησιάζει περισσότερο στη νουβέλα. Θέμα της, μια δολοφονία το 1944. Όχι αριστερού από δεξιό ούτε δεξιού από αριστερό. Αριστερού από αριστερούς. Ενας δημοσιογράφος που αισθάνεται ότι έχει «στομώσει» και που όλοι και όλα τον σπρώχνουν στο περιθώριο, προσπαθεί να διερευνήσει αυτό το θέμα, που είναι ταμπού.
Ο Δαββέτας είχε μια εξαιρετική ιδέα, την οποία δεν κατόρθωσε, νομίζω, να διαχειριστεί με το πάθος που εκείνη απαιτούσε. Ένα πρωτότυπο θέμα που χρειαζόταν περισσότερη ένταση και ίντριγκα, ώστε να καταδείξει την τραγωδία (ενώ τώρα μιλάμε, απλώς, για δράμα) το σπαραγμό, και, τελικά, την αιτία, που τώρα φαίνεται πολύ «χλωμή» και αδύναμη για να σηκώσει στους ώμους της ένα τέτοιο βάρος.
Η μυθική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) που προστάτευσε τον πληθυσμό αλλά προέβη και σε αγριότητες, θα μπορούσε να δώσει εναύσματα στον συγγραφέα για βαθύτερες προσεγγίσεις και διερευνήσεις. Το ίδιο και οι μικροί και μεγάλοι εμφύλιοι της Αριστεράς που βεβαίως σοβούσαν πολύ πριν από την Κατοχή και που είχαν οδηγήσει σε ουκ ολίγα παρατράγουδα.
Οσο για το εύρημα του προβληματικού προστάτη αδένα, που ταλαιπωρεί τον ήρωα, μάλλον αφαίρεσε παρά πρόσθεσε στο βιβλίο. Στο «σήμερα» το φέρνουν πράγματι οι ερωτικές φαντασιώσεις του ήρωα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την οικογένειά του. Στην οποία, άλλωστε, ανήκει και ένας από τους πρωταγωνιστές της κεντρικής ιστορίας του.
Τίτου Πατρίκιου «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες»
Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ».
Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007
Το ράφι με τις τύψεις (1)
Ο αγαπημένος μου Ανδρέας Φραγκιάς το έλεγε «το ράφι με τις τύψεις». Είναι το ράφι όπου κανείς στοιβάζει τα αδιάβαστα βιβλία του. Και όσο αυτό γέμιζε τόσο οι τύψεις αύξαναν, καθώς τα περισσότερα βιβλία που δεν είχε διαβάσει, του τα είχαν στείλει άνθρωποι είτε από αβροφροσύνη είτε επειδή ήθελαν τη γνώμη του.
Το δικό μου ράφι με τις τύψεις έχει βιβλία που κατά συντριπτική πλειονότητα τα έχω αγοράσει και διαβάσει. Οσο όμως αργώ να τα μοιραστώ μαζί σας, οι τύψεις μεγαλώνουν. Στη συνέχεια θα μετατραπούν σε αμηχανία, καθώς θα εκδοθούν νέα βιβλία κι εγώ δεν θα έχω αναφερθεί στα παλιά.
Γιατί όμως άργησα τόσο φέτος; Κατά βάσιν επειδή διάβασα καλά βιβλία, αλλά τα περίμενα διαφορετικά. Η δική μου γενιά μεγάλωσε με μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, μελέτες κάθε είδους που συχνά άφηναν εποχή- θυμίζω πως στις δεκαετίες ’70 και ’80, ακόμη και στη δεκαετία του ’90 ζούσαν πολλοί κολοσσοί της ελληνικής όπως και της ευρωπαϊκής και της διεθνούς λογοτεχνίας και σκέψης. Ζούσαν και ήταν δρώντες. Σήμερα, αναστήματα μεγάλου μεγέθους ελλείπουν παγκοσμίως.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε, πια, βιβλία σημαντικού μεγέθους ή πως αποκλείεται όσοι έχουν ήδη ξεχωρίσει ή θα ξεχωρίσουν στο μέλλον να δώσουν κάτι εν πολλοίς εμβληματικό. Αυτό πάντως δεν συνέβη φέτος, και με λυπεί.
Ας μη μεμψιμοιρώ, και ας μη μακρηγορώ. Τον τελευταίο μήνα διάβασα πολλά βιβλία, από τα οποία σας παρουσιάζω μερικά:
«Η καλοσύνη των ξένων» του Πέτρου Τατσόπουλου.
Αν κανείς σύγκρινε το βιβλίο αυτό με τον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς , θα το αδικούσε. Δεν είναι ένα βιβλίο για την ορφάνεια, είναι μια σπουδή στην υιοθεσία. Και ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα- αν και ανέπλασε συγγραφικά την προσωπική του περιπέτεια.
Πριν να το διαβάσω ήμουν δίβουλη. Οταν το τέλειωσα, έμεινα απολύτως ικανοποιημένη γι’ αυτό που ο συγγραφέας του παρουσιάζει ότι είναι «Η καλοσύνη των ξένων». Ενα δικό του χρονικό, όχι με την τυπολογία αυτή βεβαίως, και συγγενείς περιπτώσεις: παιδιών που αναζητούν ή που πρέπει να βρουν γονείς.
Δεν πρόκειται για κείμενα που αγγίζουν το συναίσθημα. Με ιδιαίτερη μαεστρία ο συγγραφέας απέφυγε τον σκόπελο, αποστασιοποιούμενος εντελώς (θυμίζει την περίφημη αποστασιοποίπηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ) και γι’ αυτό είναι ειλικρινέστατο και αληθινά συγκινητικό. Το έγραψε πολύ καλά, δεν ξέρω όμως αν θα με τραβούσε το ίδιο σε περίπτωση που δεν γνώριζα τον πρωταγωνιστή του. Ισως, πράγματι, θα ήταν καλύτερο αν το είχε κάνει μυθιστόρημα. Εχει τη δυνατότητα, μα δεν μπορώ να ξέρω αν είχε και τη δύναμη.
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»
Οι «τύψεις» συνεχίζονται.
Το δικό μου ράφι με τις τύψεις έχει βιβλία που κατά συντριπτική πλειονότητα τα έχω αγοράσει και διαβάσει. Οσο όμως αργώ να τα μοιραστώ μαζί σας, οι τύψεις μεγαλώνουν. Στη συνέχεια θα μετατραπούν σε αμηχανία, καθώς θα εκδοθούν νέα βιβλία κι εγώ δεν θα έχω αναφερθεί στα παλιά.
Γιατί όμως άργησα τόσο φέτος; Κατά βάσιν επειδή διάβασα καλά βιβλία, αλλά τα περίμενα διαφορετικά. Η δική μου γενιά μεγάλωσε με μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, μελέτες κάθε είδους που συχνά άφηναν εποχή- θυμίζω πως στις δεκαετίες ’70 και ’80, ακόμη και στη δεκαετία του ’90 ζούσαν πολλοί κολοσσοί της ελληνικής όπως και της ευρωπαϊκής και της διεθνούς λογοτεχνίας και σκέψης. Ζούσαν και ήταν δρώντες. Σήμερα, αναστήματα μεγάλου μεγέθους ελλείπουν παγκοσμίως.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε, πια, βιβλία σημαντικού μεγέθους ή πως αποκλείεται όσοι έχουν ήδη ξεχωρίσει ή θα ξεχωρίσουν στο μέλλον να δώσουν κάτι εν πολλοίς εμβληματικό. Αυτό πάντως δεν συνέβη φέτος, και με λυπεί.
Ας μη μεμψιμοιρώ, και ας μη μακρηγορώ. Τον τελευταίο μήνα διάβασα πολλά βιβλία, από τα οποία σας παρουσιάζω μερικά:
«Η καλοσύνη των ξένων» του Πέτρου Τατσόπουλου.
Αν κανείς σύγκρινε το βιβλίο αυτό με τον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς , θα το αδικούσε. Δεν είναι ένα βιβλίο για την ορφάνεια, είναι μια σπουδή στην υιοθεσία. Και ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα- αν και ανέπλασε συγγραφικά την προσωπική του περιπέτεια.
Πριν να το διαβάσω ήμουν δίβουλη. Οταν το τέλειωσα, έμεινα απολύτως ικανοποιημένη γι’ αυτό που ο συγγραφέας του παρουσιάζει ότι είναι «Η καλοσύνη των ξένων». Ενα δικό του χρονικό, όχι με την τυπολογία αυτή βεβαίως, και συγγενείς περιπτώσεις: παιδιών που αναζητούν ή που πρέπει να βρουν γονείς.
Δεν πρόκειται για κείμενα που αγγίζουν το συναίσθημα. Με ιδιαίτερη μαεστρία ο συγγραφέας απέφυγε τον σκόπελο, αποστασιοποιούμενος εντελώς (θυμίζει την περίφημη αποστασιοποίπηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ) και γι’ αυτό είναι ειλικρινέστατο και αληθινά συγκινητικό. Το έγραψε πολύ καλά, δεν ξέρω όμως αν θα με τραβούσε το ίδιο σε περίπτωση που δεν γνώριζα τον πρωταγωνιστή του. Ισως, πράγματι, θα ήταν καλύτερο αν το είχε κάνει μυθιστόρημα. Εχει τη δυνατότητα, μα δεν μπορώ να ξέρω αν είχε και τη δύναμη.
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»
Οι «τύψεις» συνεχίζονται.
Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007
Ετος... ποιανού;
Εχω μεγάλη περιέργεια αν το υπουργείο Πολιτισμού θα κηρύξει, εν τέλει, το έτος 2007 έτος Καζαντζάκη, όπως είχε πει, καθώς φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Όπως πάντοτε, η οργάνωση λείπει από τη χώρα μας και τους φορείς της και αυτό που θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει με την Πρωτοχρονιά, δεν έχει καν ανακοινωθεί. Ελπίζω μονάχα ότι έχει οργανωθεί…
Ακόμη μεγαλύτερη είναι, πάντως, η περιέργειά μου αν το ΥΠΠΟ θα κηρύξει το 2007και έτος Σολωμού, καθώς συμπληρώνονται εκατόν πενήντα χρόνια από τον δικό του θάνατο. Ο γενάρχης της ποίησής μας, ο ποιητής που μελετάται πάντοτε εντατικά και για το έργο του γίνονται αρκετά μεταπτυχιακά και εκδίδονται αρκετά βιβλία, έχει, φοβούμαι, ένα «μειονέκτημα» απέναντι στον Καζαντζάκη: την επτανησιακή καταγωγή του.
Τι θέλω να πω; Πως ο υπουργός Πολιτισμού είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, κρητικής καταγωγής. Εξ ου, εν μέρει, και η επιλογή του Καζαντζάκη. Να ευχηθώ, πάντως, να κάνω λάθος. Επειδή, το 2009 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου και το 2011 από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Και δεν θέλω να σκεφτώ ότι για να ενδιαφερθεί η ελληνική πολιτεία έστω λειψά με την κήρυξη ενός έτους για το έργο τους, θα πρέπει να έχουν… βουλευτή στην Κορώνη!
Ακόμη μεγαλύτερη είναι, πάντως, η περιέργειά μου αν το ΥΠΠΟ θα κηρύξει το 2007και έτος Σολωμού, καθώς συμπληρώνονται εκατόν πενήντα χρόνια από τον δικό του θάνατο. Ο γενάρχης της ποίησής μας, ο ποιητής που μελετάται πάντοτε εντατικά και για το έργο του γίνονται αρκετά μεταπτυχιακά και εκδίδονται αρκετά βιβλία, έχει, φοβούμαι, ένα «μειονέκτημα» απέναντι στον Καζαντζάκη: την επτανησιακή καταγωγή του.
Τι θέλω να πω; Πως ο υπουργός Πολιτισμού είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, κρητικής καταγωγής. Εξ ου, εν μέρει, και η επιλογή του Καζαντζάκη. Να ευχηθώ, πάντως, να κάνω λάθος. Επειδή, το 2009 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου και το 2011 από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Και δεν θέλω να σκεφτώ ότι για να ενδιαφερθεί η ελληνική πολιτεία έστω λειψά με την κήρυξη ενός έτους για το έργο τους, θα πρέπει να έχουν… βουλευτή στην Κορώνη!
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006
Με ένα βιβλίο γιορτάζω
Δεν έχω διαβάσει κανένα από τα αφιερώματα των ημερών που κάνουν οι εφημερίδες, διότι, απλούστατα, δεν το αντέχω. Βαριέμαι, αποπροσανατολίζομαι και τα παρατάω στις πρώτες σελίδες. Ακόμα και τις επικεφαλίδες να διαβάσει κανείς, τους τίτλους των βιβλίων, ή να δει τα εξώφυλλά τους, κουράζεται.
Ως πιστή αναγνώστρια από τα έξι μου, σαράντα τρία χρόνια φουρνάρισσα, ήτοι, έχω «ψήσει» κι έχω «ψήσει» βιβλία… Τα έχω ξεχωρίσει, αγαπήσει, διαβάσει και ξαναδιαβάσει, ή, απλώς, έχω διασκεδάσει και περάσει καλά μαζί τους. Ελάχιστα έχω αφήσει στη μέση- ακόμα και τα πιο κακά.
Εδώ και μέρες αναρωτιέμαι τι θα είχα να προτείνω αν έγραφα σε μια τέτοια στήλη. Είτε διότι δεν με βοηθούν τα βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος, είτε διότι δεν είναι αυτή η λογική μου, είτε, τέλος, επειδή κάποια πολύ σημαντικά ή πολύ ενδιαφέροντα βιβλία μου ξέφυγαν, δεν είμαι σε θέση να κάνω τέτοιες προτάσεις.
Αντιστρέφω, λοιπόν, τους ρόλους και σας καλώ να μου προτείνετε εσείς ένα βιβλίο για αυτές τις μέρες. Ένα βιβλίο που θα μπορούσα να διαβάσω, να κάνω δώρο, να με αγγίξει, να με ενθουσιάσει, να με συγκινήσει, να μου αρέσει. Δεν υπάρχουν περιορισμοί κανενός είδους, εκτός μόνο από περιορισμούς ποιότητας και προοδευτικότητας. Όπως τις εννοεί, και πάλι, ο καθένας μας.
Καλά Χριστούγεννα!
Ως πιστή αναγνώστρια από τα έξι μου, σαράντα τρία χρόνια φουρνάρισσα, ήτοι, έχω «ψήσει» κι έχω «ψήσει» βιβλία… Τα έχω ξεχωρίσει, αγαπήσει, διαβάσει και ξαναδιαβάσει, ή, απλώς, έχω διασκεδάσει και περάσει καλά μαζί τους. Ελάχιστα έχω αφήσει στη μέση- ακόμα και τα πιο κακά.
Εδώ και μέρες αναρωτιέμαι τι θα είχα να προτείνω αν έγραφα σε μια τέτοια στήλη. Είτε διότι δεν με βοηθούν τα βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος, είτε διότι δεν είναι αυτή η λογική μου, είτε, τέλος, επειδή κάποια πολύ σημαντικά ή πολύ ενδιαφέροντα βιβλία μου ξέφυγαν, δεν είμαι σε θέση να κάνω τέτοιες προτάσεις.
Αντιστρέφω, λοιπόν, τους ρόλους και σας καλώ να μου προτείνετε εσείς ένα βιβλίο για αυτές τις μέρες. Ένα βιβλίο που θα μπορούσα να διαβάσω, να κάνω δώρο, να με αγγίξει, να με ενθουσιάσει, να με συγκινήσει, να μου αρέσει. Δεν υπάρχουν περιορισμοί κανενός είδους, εκτός μόνο από περιορισμούς ποιότητας και προοδευτικότητας. Όπως τις εννοεί, και πάλι, ο καθένας μας.
Καλά Χριστούγεννα!
Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006
Αυτοί θα κρίνουν τα βιβλία
Ποιοι θα απονείμουν τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία κρίνοντας τα βιβλία που έχουν εκδοθεί; Οι νέες επιτροπές ανακοινώθηκαν, επιτέλους, από το υπουργείο Πολιτισμού. Θα τρέχουν, βέβαια, και δεν θα φτάνουν για να προλάβουν, καθώς ο διορισμός τους έγινε πολύ αργά, αλλά... Τις επιτροπές αποτελούν, λοιπόν, οι:
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Πρόεδρος: Μαστροδημήτρης Παναγιώτης
Αντιπρόεδρος: Κοπιδάκης Μιχάλης
Μέλος: Ανδρειωμένος Γεώργιος
Μέλη: Σαμουήλ Αλεξάνδρα, Μπουρναζάκης Κώστας, Καπάνταη Ισμήνη, Σοφιανός Κώστας, Λάζαρης Νίκος, Κέζα Λώρη.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Πρόεδρος: Μπερλής Άρης
Αντιπρόεδρος: Κεντρωτής Γιώργος
Μέλη: Ανδρουλιδάκης Κώστας, Δεληγιώργης Σταύρος – Γεώργιος, Στυλιανού Άρης,
Κουτσουρέλης Κώστας, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Βαρόν Βασάρ Οντέτ, Σιετή Παναγιώτα.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πρόεδρος: Μερακλής Μιχάλης
Αντιπρόεδρος: Αναγνωστόπουλος Βασίλης
Μέλη Μαλαφάντης Κωνσταντίνος, Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια, Καλλέργης Ηρακλής, Δαρλάση Αγγελική, Ζαραμπούκα Σοφία, Κυριτσόπουλος Αλέξης, Κοντολέων Μάνος.
Καλό τους διάβασμα!
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Πρόεδρος: Μαστροδημήτρης Παναγιώτης
Αντιπρόεδρος: Κοπιδάκης Μιχάλης
Μέλος: Ανδρειωμένος Γεώργιος
Μέλη: Σαμουήλ Αλεξάνδρα, Μπουρναζάκης Κώστας, Καπάνταη Ισμήνη, Σοφιανός Κώστας, Λάζαρης Νίκος, Κέζα Λώρη.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Πρόεδρος: Μπερλής Άρης
Αντιπρόεδρος: Κεντρωτής Γιώργος
Μέλη: Ανδρουλιδάκης Κώστας, Δεληγιώργης Σταύρος – Γεώργιος, Στυλιανού Άρης,
Κουτσουρέλης Κώστας, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Βαρόν Βασάρ Οντέτ, Σιετή Παναγιώτα.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πρόεδρος: Μερακλής Μιχάλης
Αντιπρόεδρος: Αναγνωστόπουλος Βασίλης
Μέλη Μαλαφάντης Κωνσταντίνος, Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια, Καλλέργης Ηρακλής, Δαρλάση Αγγελική, Ζαραμπούκα Σοφία, Κυριτσόπουλος Αλέξης, Κοντολέων Μάνος.
Καλό τους διάβασμα!
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006
Ο Καβάφης στο Διαδίκτυο

Πόσοι από εμάς μπορούν να υπερηφανευθούν ότι έχουν διαβάσει ένα ποίημα στο χειρόγραφό του- ας μην είναι και το πρωτότυπο. Οχι και πολλοί. Πόσοι μπορούν να ανασύρουν ανά πάσα στιγμή και ώρα από την βιβλιοθήκη τους όλο το έργο ενός ποιητή, άπαντα τα ευρεθέντα, όπως λένε οι φιλόλογοι; Ομοίως όχι και πολλοί. Ακόμα και όσοι είναι βαθύτατα αφοσιωμένοι σε έναν δημιουργό, κάποιες απώλειες θα μετρούν. Πολλώ μάλλον οι υπόλοιποι.
Πάντοτε υπάρχει όμως ο πλέον αφοσιωμένος, ο οποίος γίνεται διαμεσολαβητής ανάμεσα στον (πολυ)αγαπημένο του και στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Μανόλης Σαββίδης. Ο πατέρας του άνοιξε μεγάλο δρόμο στην μελέτη του Κ. Π. Καβάφη, αν και το σωστό θα ήταν να πω και στη μελέτη του Κ. Π. Καβάφη. Εκείνος συνεχίζει. Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού έχει τον δικό του τόπο στο διαδίκτυο και σε αυτόν τον τόπο, ο Καβάφης έχει τον δικό του χώρο. Επισκεφθείτε τον και θα ωφεληθείτε πολλαπλώς. Ο,τι υπάρχει από το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού, βρίσκεται εκεί μαζί με χειρόγραφα, φωτογραφίες, βιογραφικά στοιχεία, γενικώς, τεκμήρια σπουδαία.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006
Δυστυχώς, συνεχίζουμε
Εδώ είμαστε! Συνεχίζουμε την προσπάθεια συγγραφής μυθιστορήματος στο Διαδίκτυο. Σήμερα το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου για όσους δεν απογοητεύτηκαν, ξενέρωσαν, έκοψαν τις φλέβες τους, πήραν τα βουνά και γενικώς δεν ορκίστηκαν να μη μας ξαναδιαβάσουν ποτέ ξανά (ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας...)
Πηγαίνετε, λοιπόν στο πόνημά μου. Ευχαριστώ.
Πηγαίνετε, λοιπόν στο πόνημά μου. Ευχαριστώ.
Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα

Η Οδός Μουσών της Θεσσαλονίκης είχε μονάχα όνομα. Χάρη δεν είχε και μεγάλη. Της έγινε όμως η χάρη, τελικά, να μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς σε αυτήν μεγάλωσε ο Αντώνης Σουρούνης. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει στους χλωρούς παραδείσους της παιδικής του ηλικίας. Και έκλεψε την καρδιά μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα για τα παιδικά χρόνια (τα ανέμελα, τα αθώα, όπως και τα τόσο γεμάτα ανησυχίες, αγωνίες, θλίψεις). Οπως έχουμε όμως επανειλημμένα πει, το θέμα δεν είναι μόνο ΤΙ λες, αλλά, κυρίως, ΠΩΣ το λες. Εδώ, λοιπόν, ο Σουρούνης έκανε το γνωστό θαύμα του. Το είπε με έναν τρόπο εξαιρετικό.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο της ζωής του, γραμμένης, ωστόσο, με τρόπο μυθιστορηματικό. Ως φαίνεται, οι ήρωες της ζωής του είχε πάντοτε μέσα του μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς τους παρουσιάζει τόσο αβίαστα σαν φανταστικούς, ενώ φαίνεται καθαρά πως είναι πραγματικοί. Ούτε εξηγείται, από την άλλη πλευρά πώς ενώ είναι τόσο αληθινοί τόσο υπαρκτοί και τόσο γήινοι είναι, ταυτοχρόνως τόσο απογειωμένοι, τόσο «ιστορημένοι» ώστε να καταλήγουν να είναι και να μην είναι πρόσωπα της αχλής και πρόσωπα του ήλιου.
Η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα είναι πασίγνωστη και την ξεδιπλώνει κάθε φορά, σε κάθε γραφτό του- μα σε κάθε. Είναι αυτή, η χρυσοφόρος φλέβα του, που μαζί με το ταλέντο του τον βοηθά να κάνει ξεχωριστά ακόμα και τα πολύ μικρά, τα επιμέρους, τα δευτερεύοντα.

Πληθωρικός ωστόσο όπως είναι, και όπως οι χρυσές αναμνήσεις του έχουν μέσα του όλες ένα μεγάλο ειδικό βάρος, ξεχνά να σταματήσει, ξεχνά να επιλέξει, ξεχνά να συμπυκνώσει, να γεμίσει το βιβλίο ανατάσεις και υφέσεις, καμπύλες και ευθείες. Βεβαίως, αν πρόκειται για τον Αντώνη Σουρούνη με την τόσο γνήσια γραφή, ακόμη και αυτό κοντεύει να περάσει απαρατήρητο.
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα, εκδόσεις Καστανιώτη.
Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006
Βοήθεια Χριστιανοί! (και μη Χριστιανοί, επίσης)
Εδώ και καιρό γράφω το καινούργιο μυθιστόρημα. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της μεγάλης παραγωγής σε αυτά τα γραφτά μου. Σε αντίθεση με τα κείμενα στην εφημερίδα. Σκέφτηκα, όμως, πως θα με βοηθούσε αν το μοιραζόμασταν. Αν είχα τις απόψεις, τις κρίσεις, τις παρατηρήσεις, τις ιδέες σας. Ανοιξα λοιπόν ένα νέο μπλογκ που θα το βρείτε στο προφίλ μου («μυθιστόρημα») ή σε αυτή τη διεύθυνση και σας περιμένω. Κερνάω λέξεις. Πείτε ότι σας κέρασα καφέ, γλυκό του κουταλιού και λικεράκι χειροποίητο. Θα έρθετε;
Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006
Παραμυθάδες δημοσιογράφοι
Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι; Σας έχω ένα άλλο σύνθημα: παραμυθάδες, ερωτύλοι δημοσιογράφοι. Μόνο που δεν το λέω για κακό. Κι όχι επειδή κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, αλλά διότι υπάρχουν- ευτυχώς- συνάδελφοί μου παραμυθάδες και ερωτύλοι στα γραφτά τους, αλλά όχι στα προς δημοσιογραφικήν χρήσιν. Στα άλλα, αυτά στα οποία αφοσιώνονται στο περίσσευμα του χρόνου τους (αν σε αυτό το επάγγελμα που ο Χρόνος σε κυνηγά αμείλικτα έχεις περίσσευμα... Τέλος πάντων.)
Αρκετοί δημοσιογράφοι γράφουν βιβλία, λοιπόν. Οι περισσότεροι λογοτεχνικά. Σε μερικά από αυτά θα αναφερθούμε σήμερα. Θα ακολουθήσουν, βέβαια, και άλλα. Οχι επειδή είναι συνάδελφοί μου, αλλά επειδή γράφουν όμορφα και έχουν ήδη «μετρηθεί» και σ' αυτό.
Ο Μιχάλης Πιτένης περιστρέφει τις «Κόρες της Αφροδίτης» γύρω από έναν «οίκο της χαράς» στη γενέτεια του ήρωά του. Εκείνος είναι σχεδόν παιδί και ο οίκος δεν είναι μόνο της χαράς αλλά και της θλίψης. Ο ήρως σιγά- σιγά ενηλικιώνεται σε μόνιμη σχεδόν επαφή με τα «κορίτσια» τα οποία παρουσιάζει με γλυκό, τρυφερό τρόπο, μιλά για τις προσωπικότητες, τις ιστορίες τους, τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους.
Ωστόσο, δείχνει να έχει τη δύναμη να πάει και βαθύτερα, να ανατάμει περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι τέτοια, επίσης, που δείχνει ότι εάν το επιχειρήσει, θα καταφέρει να γράψει κάτι πιο σύνθετο και πιο ολοκληρωμένο. Το θέμα και το ύφος που επέλεξε δίνουν χάρη στο βιβλίο του, αλλά αφήνουν και κενά τόσο στους χαρακτήρες όσο και στην αφήγηση. Οχι μεγάλα κενά, πάντως, για να είμαστε δίκαιοι.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη, 28 Νοεμβρίου 2006, ώρα 9μμ στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24, Αθήνα). Θα μιλήσουν ο Μηνάς Βιντιάδης, συγγραφέας-δημοσιογράφος, ο Κώστας Κουτσομύτης, σκηνοθέτης, η Συλβάνα Ράπτη, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Α΄Αθηνών
και ο Βασίλης Χατζιηακώβου, εκδότης.
Εντελώς τυχαία, το δεύτερο βιβλίο που έχω επιλέξει είναι του Μηνά Βιντιάδη. «Ο δράκος κόκορας» απαρτίζεται από μικρά διηγήματα, καλογραμμένα και με το απαραίτητο σασπένς και ενδιαφέρον. Στηρίζονται στο Παράδοξο, το οποίο αναδεικνύουν, στο Φρέσκο, στην Αλλη Ματιά. Ο Βιντιάδης γνωρίζει λογοτεχνική γραφή και ανάγνωση χωρίς καμιά αμφιβολία, ωστόσο κι εδώ περιμένει κανείς κάτι βαθύτερο. Η πρωτοτυπία δεν βρίσκεται μονάχα στο παρθένο θέμα. Χρειάζεται να επικυρωθεί και από την αφήγηση (που είναι πολύ καλή αλλά, εκτός από το πρώτο διήγημα δεν είναι αρκούντως τολμηρή) όσο και στους χαρακτήρες που χρειάζονται μεγαλύτερο βάθος.
Για να πω την αλήθεια, κανένα από τα κείμενα δεν με άφησε αδιάφορη. Γι΄αυτό ακριβώς, όμως, επειδή δηλαδή ο συγγραφέας έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα σε μεγάλο βαθμό, οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες.
Δεν θα κρύψω ότι η Ελένη Γκίκα είναι πιο κοντινή μου συνάδελφος, καθώς δουλεύουμε στο ίδιο γραφείο. Δεν θα κρύψω, επίσης, ότι η εργατικότητά της και η αφοσίωσή της στη λογοτεχνία είναι ιδιαίτερες. Το «Αν μ΄αγαπάς, μη μ΄αγαπάς» είναι ένα από τα τρία βιβλία που κυκλοφόρησε πρόσφατα (τα άλλα δύο «Χαίρε παραμύθι μου» και «Εν ευταξίαις, εύτακτοι όντες». Ενα ερωτικό μυθιστόρημα, γεμάτο από παύσεις και σιωπές που υπονοούν πολλά- σχεδόν τα πάντα. Ενα βιβλίο στις σελίδες του οποίου ο πόνος παραμονεύει πίσω από τη χαρά για να την κατακυριεύσει και η αγάπη σε θέλει παρανάλωμα για να σου δοθεί.
Πρόκειται για το μεστότερο ίσως βιβλίο της. Αφήγηση και στοχασμός συμπλέκονται αξεδιάλυτα- άλλωστε η συγγραφέας συχνά θέτει ανάλογα ζητήματα στο έργο της- και οι εικόνες που προβάλλονται ακατάπαυστα εντός μας έχουν κάτι από παλιούς ποιητές, εξαιρετικά αγαπημένους.
Οι συμπτώσεις, οι ανακλήσεις, οι αναπολήσεις, όλα έχουν λόγο: με μαστοριά έχει στηθεί το λεπτοδουλεμένο σκηνικό που τα απαιτεί και τα δικαιολογεί. Δεν θα διαβάσετε απλώς μια ερωτική ιστορία. Θα «διαβάσετε» δύο ανθρώπους, μια εποχή, μια περιοχή. Και, βεβαίως, και την καρδιά της συγγραφέως.
Μιχάλη Πιτέχνη Οι Κόρες της Αφροδίτης, εκδόσεις Μεταίχμιο
Μηνά Βιντιάδη Ο δράκος κόκορας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Ελένης Γκίκα Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς, εκδόσεις Αγκυρα.
Αρκετοί δημοσιογράφοι γράφουν βιβλία, λοιπόν. Οι περισσότεροι λογοτεχνικά. Σε μερικά από αυτά θα αναφερθούμε σήμερα. Θα ακολουθήσουν, βέβαια, και άλλα. Οχι επειδή είναι συνάδελφοί μου, αλλά επειδή γράφουν όμορφα και έχουν ήδη «μετρηθεί» και σ' αυτό.

Ωστόσο, δείχνει να έχει τη δύναμη να πάει και βαθύτερα, να ανατάμει περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι τέτοια, επίσης, που δείχνει ότι εάν το επιχειρήσει, θα καταφέρει να γράψει κάτι πιο σύνθετο και πιο ολοκληρωμένο. Το θέμα και το ύφος που επέλεξε δίνουν χάρη στο βιβλίο του, αλλά αφήνουν και κενά τόσο στους χαρακτήρες όσο και στην αφήγηση. Οχι μεγάλα κενά, πάντως, για να είμαστε δίκαιοι.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη, 28 Νοεμβρίου 2006, ώρα 9μμ στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24, Αθήνα). Θα μιλήσουν ο Μηνάς Βιντιάδης, συγγραφέας-δημοσιογράφος, ο Κώστας Κουτσομύτης, σκηνοθέτης, η Συλβάνα Ράπτη, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Α΄Αθηνών
και ο Βασίλης Χατζιηακώβου, εκδότης.

Για να πω την αλήθεια, κανένα από τα κείμενα δεν με άφησε αδιάφορη. Γι΄αυτό ακριβώς, όμως, επειδή δηλαδή ο συγγραφέας έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα σε μεγάλο βαθμό, οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες.

Πρόκειται για το μεστότερο ίσως βιβλίο της. Αφήγηση και στοχασμός συμπλέκονται αξεδιάλυτα- άλλωστε η συγγραφέας συχνά θέτει ανάλογα ζητήματα στο έργο της- και οι εικόνες που προβάλλονται ακατάπαυστα εντός μας έχουν κάτι από παλιούς ποιητές, εξαιρετικά αγαπημένους.
Οι συμπτώσεις, οι ανακλήσεις, οι αναπολήσεις, όλα έχουν λόγο: με μαστοριά έχει στηθεί το λεπτοδουλεμένο σκηνικό που τα απαιτεί και τα δικαιολογεί. Δεν θα διαβάσετε απλώς μια ερωτική ιστορία. Θα «διαβάσετε» δύο ανθρώπους, μια εποχή, μια περιοχή. Και, βεβαίως, και την καρδιά της συγγραφέως.
Μιχάλη Πιτέχνη Οι Κόρες της Αφροδίτης, εκδόσεις Μεταίχμιο
Μηνά Βιντιάδη Ο δράκος κόκορας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Ελένης Γκίκα Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς, εκδόσεις Αγκυρα.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006
Η αβάσταχτη ελαφρότητα της Ιστορίας

H πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε στα γαλλικά και οι Tσέχοι έπρεπε να περιμένουν έως τώρα για να το διαβάσουν στην πρωτότυπη εκδοχή του στη γλώσσα τους. Kαι ενώ το πρωτότυπο είχε γραφτεί στα τσέχικα, κάποια μέρη του χάθηκαν. Eτσι ο Kούντερα αναγκάστηκε παραδόξως να το μεταφράσει από τα γαλλικά στη μητρική του γλώσσα.
O ίδιος διαψεύδει διά του εκπροσώπου του ότι καθυστέρησε την έκδοση «λόγω εχθρικών αισθημάτων έναντι της χώρας. Παρόλο που αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη εδώ, ο ίδιος μου έχει πολλές φορές ότι είναι εντελώς ανοησία» είπε ο αντ' αυτού. Ακόμα μια μητριά- πατρίδα.
Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006
Γιάννης Ρίτσος, «Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι»

«Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.Χ.- εξίσου πιθανόν/ το 903 μ.Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος/ στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα. Επάγγελμα μου: λόγια».
Χρονολογία της γέννησής του: 1909. Ξημερώνοντας Πρωτομαγιά, στη Μονεμβάσια της Λακωνίας. Εσπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω». Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Έδωσε θέση «στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,/ στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα/ που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες,/ στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση». Το όνομά του, Γιάννης Ρίτσος
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο»
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας στις 1/14 Μαΐου 1909. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας που σύντομα ξέπεσε. Έχασε τον αδερφό του και τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ σε πέντε χρόνια προσβλήθηκε και ο ίδιος από την ανίατη για την εποχή ασθένεια. Νοσηλεύθηκε στη «Σωτηρία», όπου ήρθε σε επαφή με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής και σε άλλα σανατόρια και ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες. Ο πατέρας του και η μία από τις αδερφές του, νοσηλεύθηκαν αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο (Δαφνί).
Δούλεψε στο θέατρο ως ηθοποιός και χορευτής και σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1934 και είχε τον τίτλο «Τρακτέρ». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Ακολούθησαν περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και πεζά, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων ποιητών. Πολλές είναι οι ποιητικές συλλογές που άφησε ανέκδοτες. Κάποιες από αυτές εκδόθηκαν ήδη, ενώ έχει προγραμματισθεί η έκδοση και των υπολοίπων. Ανάμεσά τους είναι τα έργα «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Πέτρινος χρόνος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Μαρτυρίες», «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Ερωτικά», η εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων», «Το τερατώδες αριστούργημα» , «Ιταλικό τρίπτυχο», «Μονοβασιά» κ.α.
Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και ως μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο, στον Αη- Στράτη. Η απριλιανή χούντα του 67 τον συλλαμβάνει και πάλι και τον στέλνει στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.

Οι πολιτικές περιπέτειες δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για το έργο του. Χειρόγραφά του καταστράφηκαν δύο φορές, μία κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και μία κατά τη διάρκεια των δεκεμβριανών, ενώ επί χρόνια ολόκληρα η ποίησή του δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες του. Απαγορεύονταν οι εκδόσεις έργων του όσο ήταν εξόριστος ή σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.
Παντρεύτηκε το 1954 την γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου από τη Σάμο. Το 1955 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του Έρη.
Το 1956 τιμήθηκε με το α’ κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Πήρε επίσης πολλά βραβεία, μετάλλια και παράσημα, και ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πολλοί δήμοι τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Οι φιλοσοφικές σχολές των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθήνας τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα, όπως και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού.
«Έφυγε» στις 11 Νοεμβρίου 1990 και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.
ΤΟ ΕΡΓΟ
«Το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του»
Η ποίησή του δημιουργήθηκε με τα θεμέλια του αιώνιου. Σαν τους αρχαίους ναούς, που δεν είχαν τέλος, παρά μόνο διάρκεια, που είχαν βαθιά θεμέλια και τέλεια σμιλεμένα και δεμένα αρχιτεκτονικά μέλη. Ο Γιάννης Ρίτσος «έχτιζε» για την αιωνιότητα. Κατείχε όλα τα μυστικά του μεγάλου τεχνίτη και μαζί είχε τη σφραγίδα του θείου ταλέντου. Η ακαταπόνητη εργατικότητά του ήταν επίσης καθοριστική.
Βεβαίως, υπάρχει και η ασχήμια. Δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια απέναντί της. Ήθελε πάντοτε να την αντιπαλεύει, όπως και την ήττα, τον θάνατο. Να της αντιτάσσει ό,τι θησαύριζε στις καθημερινές εκστρατείες του στον κόσμο των μικρών και των μεγάλων.
Η ποίηση, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα», ήταν μια ασπίδα που σμίλεψε πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Ο ποιητής έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος», για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα, των οποίων όμως η πνοή ήταν απαράμιλλη.
Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Ετοίμαζε μέσα του τη δημιουργία του. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε.»)
Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος. Αριστερός, με την παλιά έννοια, όταν ο όρος αυτός σήμαινε ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, αφού πριν, στα σανατόρια απ’ τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο) σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίσθηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.
Επιθυμούσε τη δημιουργία του φωτιά ζωογόνο, εξυγιαντική, την ήθελε αεικίνητη και ταλαντευόμενη, πράξη Εξομολόγησης και Ηδονής, να του επουλώνει τις πληγές και να μετριάζει τη μοναξιά, που αύξαινε όσο αύξαινε και η δόξα. Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με κείνην. Ήταν ταγμένος και στα δυό.
Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές δημιουργίες του να μην συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύεις ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς.
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»
Τέσσερις μόνο μέρες χρειάστηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να ολοκληρώσει τη σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Από τις 14 έως τις 17 Ιουνίου του 1956, σχεδόν απνευστί, ο ποιητής δημιουργεί το σπουδαιότερο ίσως έργο του. Σε ολόκληρη τη θητεία του προετοίμαζε την έκρηξη αυτή, τη βαθύτατη κατάδυση στους κόσμους του «είναι».
«Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο πρώτος μιας σειράς ποιητικών- θεατρικών μονολόγων που θα στεγαστούν υπό τον τίτλο «Τέταρτη Διάσταση», σε ένα κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας. «Το θάμβος και η ματαιότητα, η πίστη, το πάθος και ο σκεπτικισμός, η αποδοχή του κόσμου και η κριτική, η αυτοσυμπάθεια και η αυτοκριτική συνυπάρχουν» όπως σημειώνει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη.
Όταν τη γράφει, ο Γιάννης Ρίτσος είναι 47 ετών. Έχει καταδυθεί στον πυρήνα της ύπαρξης και γνωρίζει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Επίσης, έχει κατακτήσει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ακριβώς το σημείο στον πήχη όπου μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος και το μέγεθος της ποιητικής του πνοής. Εντυπωσιασμένος ο Λουΐ Αραγκόν, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και διανοητής , θα μιλήσει για «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας» που ένιωσε διαβάζοντας το ποίημα.
Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο.

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»
«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»
Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Αρμονία, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.
Χρονολογία της γέννησής του: 1909. Ξημερώνοντας Πρωτομαγιά, στη Μονεμβάσια της Λακωνίας. Εσπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω». Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Έδωσε θέση «στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,/ στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα/ που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες,/ στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση». Το όνομά του, Γιάννης Ρίτσος
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο»
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας στις 1/14 Μαΐου 1909. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας που σύντομα ξέπεσε. Έχασε τον αδερφό του και τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ σε πέντε χρόνια προσβλήθηκε και ο ίδιος από την ανίατη για την εποχή ασθένεια. Νοσηλεύθηκε στη «Σωτηρία», όπου ήρθε σε επαφή με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής και σε άλλα σανατόρια και ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες. Ο πατέρας του και η μία από τις αδερφές του, νοσηλεύθηκαν αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο (Δαφνί).
Δούλεψε στο θέατρο ως ηθοποιός και χορευτής και σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1934 και είχε τον τίτλο «Τρακτέρ». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Ακολούθησαν περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και πεζά, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων ποιητών. Πολλές είναι οι ποιητικές συλλογές που άφησε ανέκδοτες. Κάποιες από αυτές εκδόθηκαν ήδη, ενώ έχει προγραμματισθεί η έκδοση και των υπολοίπων. Ανάμεσά τους είναι τα έργα «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Πέτρινος χρόνος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Μαρτυρίες», «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Ερωτικά», η εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων», «Το τερατώδες αριστούργημα» , «Ιταλικό τρίπτυχο», «Μονοβασιά» κ.α.
Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και ως μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο, στον Αη- Στράτη. Η απριλιανή χούντα του 67 τον συλλαμβάνει και πάλι και τον στέλνει στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.

Οι πολιτικές περιπέτειες δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για το έργο του. Χειρόγραφά του καταστράφηκαν δύο φορές, μία κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και μία κατά τη διάρκεια των δεκεμβριανών, ενώ επί χρόνια ολόκληρα η ποίησή του δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες του. Απαγορεύονταν οι εκδόσεις έργων του όσο ήταν εξόριστος ή σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.
Παντρεύτηκε το 1954 την γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου από τη Σάμο. Το 1955 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του Έρη.
Το 1956 τιμήθηκε με το α’ κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Πήρε επίσης πολλά βραβεία, μετάλλια και παράσημα, και ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πολλοί δήμοι τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Οι φιλοσοφικές σχολές των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθήνας τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα, όπως και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού.
«Έφυγε» στις 11 Νοεμβρίου 1990 και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.
ΤΟ ΕΡΓΟ
«Το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του»
Η ποίησή του δημιουργήθηκε με τα θεμέλια του αιώνιου. Σαν τους αρχαίους ναούς, που δεν είχαν τέλος, παρά μόνο διάρκεια, που είχαν βαθιά θεμέλια και τέλεια σμιλεμένα και δεμένα αρχιτεκτονικά μέλη. Ο Γιάννης Ρίτσος «έχτιζε» για την αιωνιότητα. Κατείχε όλα τα μυστικά του μεγάλου τεχνίτη και μαζί είχε τη σφραγίδα του θείου ταλέντου. Η ακαταπόνητη εργατικότητά του ήταν επίσης καθοριστική.
Βεβαίως, υπάρχει και η ασχήμια. Δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια απέναντί της. Ήθελε πάντοτε να την αντιπαλεύει, όπως και την ήττα, τον θάνατο. Να της αντιτάσσει ό,τι θησαύριζε στις καθημερινές εκστρατείες του στον κόσμο των μικρών και των μεγάλων.
Η ποίηση, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα», ήταν μια ασπίδα που σμίλεψε πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Ο ποιητής έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος», για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα, των οποίων όμως η πνοή ήταν απαράμιλλη.
Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Ετοίμαζε μέσα του τη δημιουργία του. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε.»)
Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος. Αριστερός, με την παλιά έννοια, όταν ο όρος αυτός σήμαινε ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, αφού πριν, στα σανατόρια απ’ τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο) σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίσθηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.
Επιθυμούσε τη δημιουργία του φωτιά ζωογόνο, εξυγιαντική, την ήθελε αεικίνητη και ταλαντευόμενη, πράξη Εξομολόγησης και Ηδονής, να του επουλώνει τις πληγές και να μετριάζει τη μοναξιά, που αύξαινε όσο αύξαινε και η δόξα. Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με κείνην. Ήταν ταγμένος και στα δυό.
Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές δημιουργίες του να μην συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύεις ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς.
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»
Τέσσερις μόνο μέρες χρειάστηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να ολοκληρώσει τη σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Από τις 14 έως τις 17 Ιουνίου του 1956, σχεδόν απνευστί, ο ποιητής δημιουργεί το σπουδαιότερο ίσως έργο του. Σε ολόκληρη τη θητεία του προετοίμαζε την έκρηξη αυτή, τη βαθύτατη κατάδυση στους κόσμους του «είναι».
«Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο πρώτος μιας σειράς ποιητικών- θεατρικών μονολόγων που θα στεγαστούν υπό τον τίτλο «Τέταρτη Διάσταση», σε ένα κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας. «Το θάμβος και η ματαιότητα, η πίστη, το πάθος και ο σκεπτικισμός, η αποδοχή του κόσμου και η κριτική, η αυτοσυμπάθεια και η αυτοκριτική συνυπάρχουν» όπως σημειώνει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη.
Όταν τη γράφει, ο Γιάννης Ρίτσος είναι 47 ετών. Έχει καταδυθεί στον πυρήνα της ύπαρξης και γνωρίζει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Επίσης, έχει κατακτήσει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ακριβώς το σημείο στον πήχη όπου μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος και το μέγεθος της ποιητικής του πνοής. Εντυπωσιασμένος ο Λουΐ Αραγκόν, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και διανοητής , θα μιλήσει για «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας» που ένιωσε διαβάζοντας το ποίημα.
Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο.

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»
«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»
Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Αρμονία, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006
Γιάννης Ρίτσος, μικρό ανθολόγιο

Δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται το Σάββατο από την αποδημία του Γιάννη Ρίτσου παρά δήμον ονείρων. Εν αρχή ην το έργο του. Θα ακολουθήσει και αναφορά στη ζωή και στη δημιουργία του.
«Εαρινή Συμφωνία»
ΧVIII
Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ’ την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.
Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.
Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ’ την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ’ αγκαλιάσεις.
Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.
Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ’ το βάρος των ανθών και των φύλλων του.
(1937- 1938)
Από τη συλλογή «Μετάγγιση» («Ιταλικό τρίπτυχο»)
25
Οι ωραίοι οι μόνοι οι ανυπεράσπιστοι
οι σιωπηλοί οι περήφανοι
αυτοί που ερωτεύονται τ’ αγάλματα.

Φλωρεντία, 31. V. 76
Μόνος με τη δουλειά του
Όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
ήταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν ήταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε-
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κι η ράχη του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
ήταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
ΧVIII
Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ’ την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.
Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.
Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ’ την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ’ αγκαλιάσεις.
Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.
Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ’ το βάρος των ανθών και των φύλλων του.
(1937- 1938)
Από τη συλλογή «Μετάγγιση» («Ιταλικό τρίπτυχο»)
25
Οι ωραίοι οι μόνοι οι ανυπεράσπιστοι
οι σιωπηλοί οι περήφανοι
αυτοί που ερωτεύονται τ’ αγάλματα.

Φλωρεντία, 31. V. 76
Μόνος με τη δουλειά του
Όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
ήταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν ήταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε-
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κι η ράχη του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
ήταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.
(«Μαρτυρίες, Α’», 1957- 1963)
Περίπου
Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;
(«Μαρτυρίες, Β’» 1964- 1965)
Ο χώρος του ποιητή
Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα στο παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τα γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, -ψιθύρισε μόνος του-
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
(«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963)

Ο Ηρακλής κ’ εμείς
Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι
από πάνω:-
ο γερο- Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·
ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του
Ερμή, ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ‘μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: -την τρικλοποδιά·
-με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και
στα Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας
μόνο θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου
δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες
περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες,- πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι,-
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο
τον Ξενοφώντα.
Λέρος 23, ΙΙΙ. 68
(«Επαναλήψεις, Β’»)
Τα στοιχειώδη
Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:
Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.
(«Διάδρομος και σκάλα», 1970)
Υαλογραφία λουτρού
Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις- ψιθύρισε- εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.
Αθήνα, 28. ΙΧ.72
(«Γραφή τυφλού»)
Μουσείο Βατικανού
Ντα Βίντσι, Ραφαήλ, Μικελάντζελο, -πώς κλείσαν
τους πιο μεγάλους ουρανούς στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο
ανθρώπινο σώμα,
νύχια ποδιών και χεριών, φύλλα και άστρα, θηλές, όνειρα, χείλη,-
το κόκκινο και το γαλάζιο· το απτό και το ασύλληπτο. Απ’ το
άγγιγμα ίσως
αυτών των δυο δαχτύλων να γεννήθηκε και πάλι ο κόσμος. Η απόσταση
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δάχτυλα μετράει με ακρίβεια ακόμη
την έλξη της γης και τη διάρκεια.
Δεν αντέχω- είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.
Ρώμη, 18. IX. 78
(«Ο κόσμος είναι ένας», από το «Ιταλικό τρίπτυχο»)
Από τη «Μικρή σουΐτα σε κόκκινο μείζον» («Τα ερωτικά»)
Ανεξάντλητο- λέει-
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ο ουρανός-
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.
Αθήνα, 6. ΙΙ. 80
Από τη συλλογή «Γυμνό σώμα», 1980 («Τα ερωτικά»)
Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
******
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
******
Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.
Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
*****
Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.
Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
Αθήνα, 16. ΙΙ. 81
Από τη συλλογή «Δευτερόλεπτα»
Περίπου
Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;
(«Μαρτυρίες, Β’» 1964- 1965)
Ο χώρος του ποιητή
Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα στο παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τα γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, -ψιθύρισε μόνος του-
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
(«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963)

Ο Ηρακλής κ’ εμείς
Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι
από πάνω:-
ο γερο- Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·
ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του
Ερμή, ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ‘μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: -την τρικλοποδιά·
-με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και
στα Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας
μόνο θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου
δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες
περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες,- πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι,-
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο
τον Ξενοφώντα.
Λέρος 23, ΙΙΙ. 68
(«Επαναλήψεις, Β’»)
Τα στοιχειώδη
Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:
Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.
(«Διάδρομος και σκάλα», 1970)
Υαλογραφία λουτρού
Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις- ψιθύρισε- εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.
Αθήνα, 28. ΙΧ.72
(«Γραφή τυφλού»)
Μουσείο Βατικανού
Ντα Βίντσι, Ραφαήλ, Μικελάντζελο, -πώς κλείσαν
τους πιο μεγάλους ουρανούς στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο
ανθρώπινο σώμα,
νύχια ποδιών και χεριών, φύλλα και άστρα, θηλές, όνειρα, χείλη,-
το κόκκινο και το γαλάζιο· το απτό και το ασύλληπτο. Απ’ το
άγγιγμα ίσως
αυτών των δυο δαχτύλων να γεννήθηκε και πάλι ο κόσμος. Η απόσταση
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δάχτυλα μετράει με ακρίβεια ακόμη
την έλξη της γης και τη διάρκεια.
Δεν αντέχω- είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.
Ρώμη, 18. IX. 78
(«Ο κόσμος είναι ένας», από το «Ιταλικό τρίπτυχο»)
Από τη «Μικρή σουΐτα σε κόκκινο μείζον» («Τα ερωτικά»)
Ανεξάντλητο- λέει-
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ο ουρανός-
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.
Αθήνα, 6. ΙΙ. 80
Από τη συλλογή «Γυμνό σώμα», 1980 («Τα ερωτικά»)
Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
******
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
******
Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.
Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
*****
Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.
Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
Αθήνα, 16. ΙΙ. 81
Από τη συλλογή «Δευτερόλεπτα»
46
Ο χορευτής που πηδούσε απ’ το παράθυρο
σαν Άγγελος,
τώρα γονυκλινής
ικετεύει το Θεό
για ένα πορτοκάλι.
Αθήνα, 5. Χ. 88
Ο χορευτής που πηδούσε απ’ το παράθυρο
σαν Άγγελος,
τώρα γονυκλινής
ικετεύει το Θεό
για ένα πορτοκάλι.
Αθήνα, 5. Χ. 88
Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006
Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση

Τους έβλεπα να χάνονται ένας- ένας τα απογεύματα της Κυριακής. Να φεύγουν συναδελφωμένοι, πάνω και πέρα από τα καθημερινά, πάνω και από τα ξεχωριστά, μικρά ή μεγάλα. Αν κανείς τους ξέμενε πίσω, από αρρώστεια ή κανένα μικροτραύμα, καθόταν αγκαλιά με το ραδιόφωνο σ’ αναμμένα κάρβουνα, περιμένοντας: τι θα κάνει η αγαπημένη του ομάδα; Τι θα κάνουν οι αντίπαλοι; Τι θα του πουν οι φίλοι όταν έρθουν;
Δεκαετία του ’60, το ποδόσφαιρο ήταν, όπως και ακόμα είναι, θεός, αλλά τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση. Οι περιγραφές γίνονταν απ’ τα ερτζιανά, τα πράγματα ήταν απείρως πιο αθώα, οι πατεράδες έπαιρναν κι εμάς τα κορίτσια στο γήπεδο ελλείψει γιων. Πώς γύρισα τόσο πίσω; Με το βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου «Εντός και εκτός έδρας»! Ή, μάλλον, με τη θαυμαστή του ατμόσφαιρα, από εποχές και περιοχές μεγάλης αθωότητας θεατών και παραγόντων.

Υπότιτλος: «το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση». Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, ενωθείτε, που θα έλεγε και ο Κάρολος (ή και παραμερίστε, γιατί «περνά ο Μεγάλος Αγιαξ»). Μη φανταστείτε όμως ότι θα συναντήσετε στίχους περιγραφικούς ή και αποθεωτικούς. Κάθε άλλο. Ακόμα και για οντολογικές ανησυχίες έχει χώρο. Μανώλης Αναγνωστάκης: «το ματς της ζωής του είχε τελειώσει- τώρα έπαιζε την παράταση». Ή ο Γιάννης Πατίλης: «Κυριακή βράδυ...//φτιαχτό πάλι το ματς/ κι ένα σωρό να τρέχουν/ να γυρεύουν πίσω την ψυχή τους.»
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι αληθινός λάτρης του ποδοσφαίρου, με την αγνότητα και το πάθος μικρού παιδιού. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να ανασύρει από το σύνολο της ελληνικής ποίησης διαμαντάκια που να αφορούν στο άθλημα και να μας τα παραδώσει με τα δικά του σχόλια, τη δική του κατηγοριοποίηση, τις δικές του επισημάνσεις. Από τη γενιά του ’30 και μέχρι σήμερα, λέει ο ποιητής, το ποδόσφαιρο επέδρασε στη δημιουργία πολλών ομοτέχνων του (και στη δική του φυσικά). Αυτή την επίδραση επιχειρεί να μας δείξει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και διανθίζοντας το κείμενό του με μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων. Και μη φανταστείτε ότι βλέπουν όλοι οι παρουσιαζόμενοι με συμπάθεια το συγκεκριμένο άθλημα.
Δουλειά μυρμηγκιού, είναι η δουλειά που έκανε ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Με αφοσίωση, όπως πάντοτε, έψαξε, βρήκε, παρέθεσε, σχολίασε. Με την αγνότητα ενός φιλάθλου και την αισθαντικότητα ενός ποιητή.

Να μη ξεχάσω να σας πω δυο λόγια και για το προηγούμενο βιβλίο, του, το «Ιστορικό κέντρο», αν και καμία σχέση δεν έχει με αυτό. Αποτελεί, όμως, κατάθεση ψυχής, και τα κείμενα αποτελούν σάρκα από την ποιητική του σάρκα και αίμα από το ανθρώπινο αίμα του. Τόσο μικρά κείμενα με τόσο μεγάλη δύναμη! Και βέβαια, αν κάποιος θέλει να τον γνωρίσει όχι στα τόσο σημαντικά του πάρεργα μα στην σημαντικότερη ακόμα ποίησή του, ας ψάξει στα βιβλιοπωλεία τις ποιητικές του συλλογές. Για μία από αυτές μάλιστα, το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο ποίησης. Ενας σπουδαίος, αυθεντικός, τρυφερός, μοναδικός ποιητής.
«Εντός και εκτός έδρας», εκδόσεις «Καστανιώτη»«Ιστορικό κέντρο», εκδόσεις «Καστανιώτη»
Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006
Το βραβείο Μπαλκάνικα στη Μάρω Δούκα

Αν σεμνύνεται για ένα βραβείο η Μάρω Δούκα, αυτό είναι το βραβείο Καζαντζάκη, το οποίο της έδωσε η γενέτειρά της Κρήτη για την «Αρχαία σκουριά». Το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για την «Πλωτή πόλη», πάντως, το αρνήθηκε. Σήμερα, ένα άλλο βραβείο, βαλκανικών διαστάσεων, έρχεται να υπενθυμίσει ότι αν είσαι συνεπής με τη δουλειά σου, οι επιβραβεύσεις σε ακολουθούν έστω και αν δεν τις επιδιώκεις στο ελάχιστον. Διότι όλοι γνωρίζουμε πως η συγγραφέας είναι αποτραβηγμένη κατ’ επιλογήν της από δημόσιες σχέσεις και ευτελείς συναναστροφές.
Το βραβείο «Μπαλκάνικα», λοιπόν, απονεμήθηκε φέτος σε εκείνην για το βιβλίο της «Αθώοι και φταίχτες». Είναι μια διάκριση που ως πρακτικό αποτέλεσμα έχει τη μετάφραση του κάθε βραβευμένου βιβλίου σε βαλκανικές γλώσσες. Η συγγραφέας, που έτσι κι αλλιώς είναι πολυδιαβασμένη στην Ελλάδα και έχει μεταφραστεί και στο εξωτερικό, θα διαβαστεί αυτή τη φορά από τους γείτονες για κάποιους από τους οποίους, και συγκεκριμένα τους Τούρκους (τους Τουρκοκρητικούς για την ακρίβεια) γράφει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρεται συνοπτικά στη σχέση που έχουν η Ιστορία και η Πολιτική με το έργο της Μάρως Δούκα: «Από την πρώτη εμφάνισή της στα νεοελληνικά γράμματα, με την Πηγάδα το 1974 και το Που ΄ναι τα φτερά το 1975, η Μάρω Δούκα εξέφρασε σαφώς την επιλογή της να παρακολουθήσει την κίνηση της πραγματικότητας, η


«Αθώοι και φταίχτες»: Γενάρης του 2002 στα Χανιά.Ένας ξένος περιπλανιέται στα παλιά. Τα κτίσματα, οι δρόμοι, οι τάφοι, τα γεγονότα. Μια γυναίκα δέχεται ένα ανώνυμο τηλεφώνημα. Ένας άλλος μοχθεί με τις εμμονές και τις εικόνες του. Το πτώμα μια νεαρής σ’ ερημική παραλία. Συνθήματα στους τοίχους, οι πολιτισμοί, που συμπλέκονται, η ζωή, που επιμένει. Όλα αλλάζουν, αλλά και κάτι μένει που λιμνάζει. Φιλίες, αειθαλή δέντρα, έρωτες. Το αίμα. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιασμένο. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι μετανάστες. Ένας αυτόχειρας, ένα πηγάδι. Ο αστυνόμος, που θυμάται. Αλλά το παρελθόν δεν είναι τόπος. Αθώοι και φταίχτες στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας.
Η Μάρω Δούκα μόλις μας έδωσε και μιαν αναθεωρημένη εκδοχή του μυθιστορήματός της «Εις το πάτο της εικόνας» (εκδόσεις Πατάκη) με αλλαγές που έχουν το δικό τους νόημα, τη δική τους σημασία.
Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006
«Η γυναίκα που πετάει» του Μένη Κουμανταρέα

Ενα βιβλίο δεν μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή- λένε. Ακόμη κι αν είναι έτσι, (γιατί φορές- φορές αμφιβάλλω) μπορεί να αλλάξει πολλά σημεία και στοιχεία της ζωής σου. Ας πούμε, «Η γυναίκα που πετάει» του Μένη Κουμανταρέα, με το που εμφανίστηκε άλλαξε άρδην τις λίστες με τα «Ευπώλητα» στέλνοντας, μαζί με κάποιες άλλες νέες εκδόσεις, κάποια εξωτικά παπαγαλάκια της λογοτεχνίας σπίτια τους- όπου και ελπίζω να μείνουν. Α, ναι. Ενα βιβλίο μπορεί να είναι άριστο και να μην είναι στα ευπώλητα. Οπως και το αντίθετο, όμως.
Εν πάση περιπτώσει, στο προκείμενο. Στο νέο βιβλίο ενός παλιού και καλού συγγραφέα. Ο παλιός ήταν αλλιώς, λέει ο Βιβλιοφάγος. Θα το συμμεριστώ. Ευτυχώς που ήταν αλλιώς, θα πω μάλιστα. Διότι έτσι το κάθε νέο βιβλίο του (και τους, των παλιών,) ήταν και είναι γεγονός.
«Η γυναίκα που πετάει». Αυτοβιογραφία και επινόηση, όλα δουλεμένα με τη μαστοριά του άριστου τεχνίτη. Χλωμά πρόσωπα του παρελθόντος, αρχοντικοί άνθρωποι, με τις ευαισθησίες και τις σκληρότητές τους, θύτες και θύματα- όλα τυλιγμένα στην αχλύ του μύθου. Πρόσωπα του παρόντος, σύγχρονα, συναντούν τον συγγραφέα και τον γοητεύουν με τις ζωές τους, ή μάλλον με μέρη από αυτές. Η Αθήνα, των περασμένων δεκαετιών, η Κυψέλη, η πλατεία Βικτωρίας, με χρώματα απαλά, «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές». Και όλα να έχουν άρωμα, ταυτότητα, ομορφιά, εσωτερική ή εξωτερική αδιάφορο.
Βυθιζόμουν στις σελίδες με την τόσο γνώριμη ατμόσφαιρα, αυτή μιας λογοτεχνίας που επιμένει στις αρετές τις οποίες διδάχτηκε και στις άλλες, τις οποίες κόμισε και αισθανόμουν ασφάλεια. Ενιωθα να έχει νόημα η λογοτεχνία, που τόσες φορές επιχειρήθηκε να ευτελιστεί, να ξεπέσει. Την έβλεπα χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, να περπατά στον κεντρικό δρόμο της Μικρής μας Πόλης, σεμνή, ανιδιοτελής και σοβαρή, όπως πρέπει να είναι. Και συγκινήθηκα. Οχι ως άνθρωπος, ως αναγνώστρια. Με αισθητική συγκίνηση.

Μονάχα μια προσωπική παρατήρηση, την οποία, ομολογώ, κάνω γιατί κάτι μέσα μου (και όχι αυτό στο οποίο θα σταθώ) «κλώτσησε» στο πρώτο διήγημα, τα Χιόνια του Δεκέμβρη. Ο μικρός πρωταγωνιστής είναι απίθανο να γνώριζε πως ο Γιάννης Ρίτσος συνεργαζόταν με τον Ριζοσπάστη, διότι μία και μοναδική φορά ο ποιητής υπέγραψε χωρίς ψευδώνυμο, κατά τη δημοσίευση τριών ασμάτων του Επιταφίου, τον Μάιο του 1936 οπότε και ο νεαρός μάλλον δεν ήξερε ούτε γραφή, ούτε ανάγνωση.
Η εικονογράφηση του Χρόνη Μπότσογλου εξαιρετική.
Εκδόσεις Κέδρος.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006
Ακόμα και σε μένα που σας ιστορώ, αντισταθείτε!
Ασμα ηρωικό και πένθιμο
«Μακρυά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο» έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυολογχαγό της Αλβανίας». Ο Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, ήταν στο αλβανικό μέτωπο. Στο σημερινό «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα» ο πάντοτε εκπληκτικός Γιώργος Ζεβελάκης δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους ποιητές και συγγραφείς που στρατεύθηκαν το 1940. Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τηΜνήμη ως χρέος:
«Τα "φύλλα πορείας" των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας. Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α' Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».
Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.
Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τέλος, ο Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».
(Βασική Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.) »
«Τα "φύλλα πορείας" των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας. Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α' Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».
Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.
Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τέλος, ο Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».
(Βασική Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.) »
Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006
«Αμερικάνικη φούγκα» του Αλέξη Σταμάτη

Μακρύς πρόλογος για ένα βιβλίο που είναι διαφορετικό, όμως, έτσι, δεν θα χρειαστεί να επανέλθουμε σε αυτό το θέμα. Συνεχίζουμε, λοιπόν: ο Αλέξης Σταμάτης επιχείρησε αυτή τη φορά να βγάλει εντελώς το συγγραφικό του κέντρο από την Ελλάδα, (αν και ό,τι άφησες «εντός σου θα το κουβανείς» που λέει κι ο ποιητής). Πέρασε τον Ατλαντικό και πήγε στην καρδιά του Νέου Κόσμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι εκεί, άφησε το φθαρτό στοιχείο του, το σώμα του, πίσω. Όχι κυριολεκτικά. Ο ήρωάς του στην «Αμερικάνικη φούγκα», το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του, ο Ελληνας συγγραφέας που πηγαίνει στην Αμερική για ένα σεμινάριο, ενδύεται την ταυτότητα ενός άλλου, ενός ανθρώπου ο οποίος έχει πεθάνει μπροστά στα μάτια του. Σκηνοθετεί μάλιστα τον δικό του θάνατο, ώστε όλοι στην πατρίδα να πιστέψουν ότι ο συγγραφέας δεν ζει. Αλλωστε, μαζί της δεν φαίνεται να τον συνδέει και τίποτα σημαντικό, πέρα από κάποιες μνήμες. Πάει να πει, το παρελθόν.
Το νέο κοστούμι που του έτυχε δεν είναι άνετο, έχει προβλήματα. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι πως τον πεθαμένο πλέον άνθρωπο με τη μαύρη Μάστανγκ τον κυνηγούσε κι εκείνον το δικό του παρελθόν. Ετσι, έχει δύο «παρελθόντα» (και συγγνώμη για το αδόκιμο) να τον κυνηγούν. Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «έχει πλέον εμπλακεί σε μια υπόθεση που τον υπερβαίνει. Είναι πια ένας φυγάς στο κέντρο μιας μυστηριώδους καταδίωξης.»
Καλά ως εδώ. Οι αναφορές στο «ον δε ρόουντ» μυθιστόρημα, η ατμόσφαιρα του Κέρουακ αλλά και του Ναμπόκοφ θα προσέθετα, είναι αναγνωρίσιμες (χωρίς να σημαίνει ότι αντέγραψε- σε καμία περίπτωση. Εμπνεύστηκε, ανέδειξε) όπως και το μυστήριο (που παραπέμπει σε κώδικες, πάντως όχι στον γνωστό και μη εξαιρετέο Κώδικα Ντα Βίντσι). Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι καινοτομίες του Αλέξη Σταμάτη.
Η «Αμερικάνικη φούγκα» δεν είναι αστυνομικό και δεν είναι θρίλερ. Είναι ένα μυθιστόρημα με ένταση, που όμως ακολουθεί την, δυσκολότερη, τυπολογία του κλασικού μυθιστορήματος. Με αρχή, μέση και τέλος. Εντούτοις, επειδή έχει στοιχεία και από τα άλλα δύο είδη, οι αποδείξεις πρέπει να χτίζονται προσεκτικά. Και χτίζονται. Σαν να βάζεις λεπτά άχυρα σε φωλιά χελιδονιού. Τίποτα δεν προβάλλει ξεκάρφωτο. Όλα έχουν στηρίγματα. Μέχρι τα δύο τρίτα. Εκεί, εμφανίζεται η πρώτη αδυναμία.
Κατά την άποψή μου, δεν σχετίζεται με την αφηγηματική δεινότητα του Αλέξη Σταμάτη, που είναι αποδεδειγμένη. Εμφανίζεται όμως έτσι. Εμφανίζεται σαν να πάσχει η πλοκή, ενώ άλλο πάσχει. Και αυτό δεν είναι παρά η πρόθεσή του να τα πει όλα. Να βγάλει σε αυτό το βιβλίο μια Αμερική που ο ίδιος έχει συλλάβει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Μακριά από μια Ελλάδα, που δεν πρέπει, μονίμως, να είναι το κέντρο του κάθε συγγραφικού σύμπαντος. Για να υπερβείς, όμως, πρέπει να «σκοτώσεις». Και «σκοτώνεις» καλύτερα αν παρουσιάσεις μια πραγματικότητα που καμιά σχέση δεν έχει με ό,τι μέχρι σήμερα γνώριζες και γνώριζε κι ο αναγνώστης.
Για να γίνει πάντως αυτό, ο συγγραφέας έχει δουλέψει πολύ. Εχει ερευνήσει και αφομοιώσει. Ενσωματώνει τα πράγματα, πάντως, αφού τα επεξεργαστεί λογοτεχνικά- να ακόμη μια καινοτομία. Πολλή και καλή δουλειά, αναμφίβολα, έστω και αν μερικές φορές δεν είναι αναγνωρίσιμο τι έχει κρύψει ο συγγραφέας ώστε να το ανακαλύψει ο αναγνώστης. Ετσι, κάποτε, λυπάται να αποδιώξει το αποτέλεσμα ενός τέτοιου μόχθου. Επομένως, ας πούμε, αφήνει το μέρος με τους Ινδιάνους, ενώ τίποτα ουσιαστικό δεν προσφέρει στην εξέλιξη της ιστορίας και των χαρακτήρων του. Ειδικά για τους τελευταίους θα πω ότι τα ψυχογραφήματα των ηρώων του είναι από τα πλέον στέρεα αυτή τη στιγμή στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι το μέλλον του, προς το οποίο προσέρχεται πάνοπλος.
Το τέλος είναι απρόσμενο (δεν θα σας το αποκαλύψω) και πικρό, δικαιολογείται όμως απολύτως από τον τρόπο που έχει χειριστεί την ιστορία του. Ισως κλείνει την πόρτα σε (ανώφελους άλλωστε) ρομαντισμούς, αλλά είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένο. Και σε καμιά περίπτωση δεν είναι «χάπι εντ», αμερικανιά δηλαδή.
Οσο για τη γραφή, είναι εξαιρετική. Η δυνατή εικονοπλασία, πολλές φορές συναντά τον στοχασμό και απογειώνει το κείμενο. Αλλοτε, όμως, θέλει να πει περισσότερα από όσα επιτρέπει το γραπτό του. Και τότε, η φούγκα δεν είναι τόσο σφιχτή όσο μας έχει ο ίδιος συνηθίσει. Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε: «το ποίημα λάμπει απ’ τους σβησμένους στίχους». Εστω και αν ακόμη κι εκείνος δεν το είχε πλήρως κατακτήσει.
Εκδόσεις «Καστανιώτη»
update: κριτική μπορείτε να διαβάσετε επίσης στην Επίθεση των βιβλίων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)