Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Ο Τσακιτζής της γιαγιάς Βασιλείας, του Τάσου Αθανασιάδη και του Γιασάρ Κεμάλ


Η γιαγιά Βασιλεία δεν ήξερε παραμύθια. Παρότι είχε μεγαλώσει στη χώρα των παραμυθιών, ένα και μόνο είχε μάθει και αυτό έλεγε ανακατεύοντας τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις: έδωσε μια και μπήκε μέσα στο μπαρδάκι. Τι είναι το μπαρδάκι; Αδύνατον να το καταλάβεις εκτός και αν βρεις ποτέ ότι στα τουρκικά σημαίνει ποτήρι.

Τα πράγματα άλλαζαν, εάν επρόκειτο για αφηγήσεις από την προσωπική της ζωή. Πότε στο χαρέμι ενός εμίρη στην Αίγυπτο, στην οποία είχε ταξιδέψει άπαξ το πολύ δις, πότε παλλακίδα ενός πασά στο Αϊντίνι, κοντά στο οποίο μεγάλωσε- το χωριό της το Umurlu υπάρχει και σήμερα-, πότε ερωμένη ενός πλούσιου Αρμένη με τσουβάλια λίρες, κέντριζε το ενδιαφέρον της μεγάλης αδερφής μου που την πίστευε. Τώρα γελάμε και θαυμάζουμε το ταλέντο της παντελώς αναλφάβητης πλην ευφυέστατης μητριαρχικής φιγούρας που όλες μας καταδυνάστευε, αλλά χάρη σε κείνην πολλαπλασιάσαμε τις εσωτερικές δυνάμεις και τις αντοχές μας και πήραμε μαθήματα ζωής. Όλα όσα έλεγε ήταν επινοημένα, βέβαια, για να επιβληθεί στις συνομιλήτριές της. Αλήθεια, πάντως, ήταν καλλονή.

Εκεί που είχε τεράστια επιτυχία, ήταν όταν μιλούσε για τον Τσακιτζή, τον εφέ του Αϊδινίου. Δεν θυμάμαι αν έλεγε πως τον είχε δει από κοντά, δεν το αποκλείω κιόλας. Θεία αγαπημένου φίλου μου, αφοσιωμένη παντελώς στις ιστορίες, τα μασάλια όπως έλεγαν τις αφηγήσεις και τα παραμύθια οι Τούρκοι, επέμενε ότι τον είχε δει, καβάλα και οι δύο στα άλογά τους, όταν ήταν παιδί. Μόνο που οι χρονολογίες δεν βγαίναν. Εκείνη είχε αποκτήσει άλογο στα 1918 και ο Τσακιτζής είχε δολοφονηθεί στα 1912, όταν η ίδια ήταν μόλις τριών. Η γιαγιά Βασιλεία ήταν τότε έξι, αλλά η φαντασία των ανθρώπων είναι ανίκητη.

Ο πολυθρύλητος Τσακιτζή Μεχμέτ Εφές, ή Τσακίρτζαλη, Εφές του Αϊδινίου, γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό κοντά στην αρχαία Εφεσο, το Αγιασουλούκ, που και αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα και σκοτώθηκε το 1912. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ-δηλαδή ο μηχανισμός του- πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Σκοτώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ενέδρα. Ο Τσακιτζής ήταν τότε έντεκα χρονών.

Εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για τον ζεϊμπέκη) σκοτώνοντας συνολικά κατ’ άλλους οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως ότι είχε αδικήσει κανέναν. Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής, άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των φτωχών. Ενας Ρομπέν των Δασών της εποχής του, έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του λαού και μοίραζε στους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια έδινε προίκα, μοίραζε χρήματα στους άνεργους νέους.

Φυσικά, έγινε γρήγορα ο ήρωας όλων και τραγούδι στο στόμα τους. Μια από τις αφηγήσεις της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι πια, έλεγε πως μια μέρα ένα ανύπαντρο κορίτσι ενώ μάζευε καλαμπόκια ή σταφύλια, τραγουδούσε τα λόγια που τον παίνευαν, όταν πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Εκείνη τον αναγνώρισε και λιποθύμησε από τον τρόμο, αυτός όμως τη συνέφερε και φανερά ικανοποιημένος από το τραγούδι της την προίκισε πλουσιοπάροχα.

Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι. Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος, πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε.

Οι λησταντάρτες (εφέδες) στην περιοχή του Αιγαίου είχαν βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιοί κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Η φήμη του ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο, ο Τσακιτζής έγινε μύθος σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν τη Μικρασία. Και στους Ελληνες, βεβαίως, που τον είχαν, μέσα τους, εκχριστιανίσει. Μάλιστα, ο Τάσος Αθανασιάδης στο τετράτομο έργο του «Τα παιδιά της Νιόβης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) έχει εκτενείς αφηγήσεις από συναντήσεις ενός ήρωά του με τον Τσακιτζή, ο οποίος του ζητά να τον βαφτίσει χριστιανό. Ε, αφού ήταν και κρυπτοχριστιανός, (αλήθεια ή ψέματα) ήταν υπερ-ήρωας.

Όπως αναφέρει ο Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Ο Τσακιτζής» (εκδόσεις «Αγρα») ο Ριουστού,άνθρωπος που ανέλαβε να τον εξολοθρεύσει, τον παγίδευσε χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, αυτή την εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.

Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.

Στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολη» όσο και στον «Ελληνικό Βορρά» μια τεράστια σε μήκος χρόνων αφήγηση των κατορθωμάτων του και έγινε ταινία με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Γκέλυ Μαυροπούλου σε σκηνοθεσία- ναι!- Νίκου Φώσκολου. Ο θρύλος του Τσακιτζή τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια από την Ρόζα Εσκενάζι και από άλλους ερμηνευτές. Και, να η ιδιοτροπία της Ιστορίας: ο «Τσακιτζής» το τραγούδι για τον λεβέντη ζεϊμπέκη που σκοτώθηκε, σήμερα αναφέρεται εμμέσως και στον Κεμάλ Ατατούρκ. Γιατί; Επειδή ξεκινά «Οι λεύκες της Σμύρνης έριξαν τα φύλλα τους», επειδή στη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η τελική απομάκρυνση των ανυπεράσπιστων χριστιανικών πληθυσμών με φωτιά, βία και αίμα και επειδή περιλαμβάνει ύμνους στη λεβεντιά. Την οποία, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.

Η αναφορά στο έργο «Τα παιδιά της Νιόβης» δεν έγινε τυχαία. Ο Τάσος Αθανασιάδης διατρέχει μέσα από τις σελίδες τους, την ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη έως την καταστροφή και την προσφυγιά. Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός, είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί, ένα από τα ακρότατα σημεία στα οποία έφτασαν οι Ελληνες μόλις αποβιβάστηκαν και σε αυτό αναφέρεται κυρίως στο πρώτο βιβλίο, που είναι και το πιο δυνατό. Εκεί ο ήρωάς του συναντά και φιλοξενεί περισσότερες από μια φορές τον Τσακιτζή.

Η Νιόβη ήταν θυγατέρα του Τάνταλου και της Δίας, αδελφή του Πέλοπα και γυναίκα του Αμφίονα, που μαζί του απόκτησε εφτά γιούς και εφτά κόρες. Επειδή καυχήθηκε ότι είναι ανώτερη από τη Λητώ, που είχε μόνο δύο παιδιά - τον Απόλλωνα και την Αρτεμη - η Λητώ για να την εκδικηθεί, ζήτησε από τα δικά της να κατατοξεύσουν τα παιδιά της Νιόβης. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα αρσενικά και η Αρτεμη τα θηλυκά. Γλύτωσαν μόνο ένας γιός και μια κόρη, ο Αμφίονας και η Χλωρίδα. Τότε η Νιόβη απαρηγόρητη κατέφυγε στη Σίπυλο, πόλη της Μικράς Ασίας. Εκεί παρακάλεσε τους θεούς και τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα, απ' όπου συνεχώς τρέχει νερό - τα δάκρυα της Νιόβης.

Τρίτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

Κοσμάς Πολίτης "Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα"


Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου όποτε διαβάζω την εξαιρετική «Πάροδο» από το αφιερωμένο στη Σμύρνη μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου». Είναι οι στιγμές που η πόλη καίγεται, καταστρέφεται, και ο Γιακουμής χάνει ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Το περιβόλι του, με την πλούσια βλάστηση και το φτωχικό σπιτάκι, και την Κατερίνα του, «πέντε μηνώ βαρεμένη» μαζί με τον γιο που κυοφορεί. Η μεγάλη πένα του συγγραφέα, βουτάει εδώ στο μελάνι της λύπης και της φρίκης που ο ίδιος έζησε στη φλεγόμενη πόλη, πριν αναγκαστεί να την εγκαταλείψει με εκατοντάδες χιλιάδες κατατρεγμένους. Με άφατη θλίψη, αλλά και με απίστευτη τρυφερότητα.
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Όπως αναφέρει η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, «Είναι λίγο αστείο ότι γεννήθηκε στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888) ο πιο Σμυρνιός απ’ όλους τους Σμυρναίους, ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, σε μια γιορτή Αναλήψεως, όπως σπάνια έχει χαριστεί σε πόλη ζωντανεμένη από τη μνήμη κάποιου που την αγάπησε πολύ (η Σμύρνη είναι πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου).

Πράγματι, γεννήθηκε στην Αθήνα. Δυο μόλις χρόνια μετά, όμως, η οικογένειά του εγκαθίσταται στη Σμύρνη. Την οποία, αν και σκιαγραφεί, δεν κατανομάζει πουθενά σε ολόκληρο το βιβλίο. Ισως επειδή όπως λέει ο ίδιος στον Γ. Π. Σαββίδη, στην έκδοση του «Υψιλον», «για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους.» Εκείνος τον ρωτά: Θα θέλατε να σχολιάσετε, τελειώνοντας, την αφιέρωση του νέου σας έργου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά»; Πιστεύετε ότι το αίσθημα αυτό το συμμερίζονται πολλοί άλλοι πρόσφυγες; Και ο Πολίτης απαντά: «Πρώτα για την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιά ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914. Κι εκείνο το αίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας – βασισμένο, βέβαια, κι αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Έλληνες. Όσο για τη Σμύρνη, μπορώ να πω ότι ζούσαμε σε μια άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη – δε λέω “εχθρική” – κατοχή. Όσο πια για το αίσθημα του ραγιά που λέω πως καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου, δεν ξέρω πόσοι άλλοι πρόσφυγες το συμμερίζονται – εκείνο που ξέρω είναι ότι σίγουρα το έχουν πολλοί ντόπιοι.» (το μυθιστόρημα, που είχε τιμηθεί με α’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 1962, έτος κυκλοφορίας του, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Πλήρης τίτλος, «Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας»).
Σε αυτό, λοιπόν, το τελευταίο του ουσιαστικά μυθιστόρημα, ο Κοσμάς Πολίτης μας ξαναζωντανεύει τη Σμύρνη του 1902. Μας ξαναφέρνει στη ζωή, σαν μάγος, σαν θαυματοποιός - όπως τον χαρακτηρίζει ο Απ. Σαχίνης - σαν πραγματικός τη χαμένη ελληνική πολιτεία. Παίρνοντας ως βάση μια φτωχική συνοικία της, του Χατζηφράγκου, ζωντανεύει με άφταστο τρόπο, τα ήθη, τις συνήθειες, τις ομορφιές και τις γραφικότητες της πόλης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τους απλούς εργατικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Η λεγόμενη "ανώτερη" κοινωνία, ο ψεύτικος κόσμος των προξενείων και των κοσμικών, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο στο μυθιστόρημα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία - γράφει ο Απ. Σαχίνης - πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι αριστοτέχνης της υποβολής∙ έμμεσα και ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, μας υποβάλλεται το καθετί "Στου Χατζηφράγκου", χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς αδιακρισίες ή υπερβολές: η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η κακία, η φιλία, η αγάπη, τα καθημερινά δράματα και οι τραγωδίες της ζωής, η προαιώνια αδικία που βασιλεύει στον κόσμο.»

Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική αναφορά στις ώρες του ζόφου, ας εξηγήσουμε τι εννοεί η Νόρα Αναγνωστάκη όταν γράφει για τον Κοσμά Πολίτη ότι ήταν ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, μέσα από μικρό, αλλά δηλωτικό απόσπασμα: «Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»

Χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για να γράψεις για την καταστροφή, την οποία τόσοι και τόσοι περιέγραψαν. Είναι σαφές πως τις είχε. Ετσι, η πόλη , που βουλιάζει και χάνεται σιγά- σιγά, στοιχειώνει το μυαλό μας. Η τραγωδία κορυφώνεται με την προσωπική τραγωδία του Γιακουμή. Και ωστόσο, ο συγγραφέας είναι σαν να ζητά Σιωπή να βουτηχτούν τα αποκαϊδια της Σμύρνης και των ζωών τους και ηρεμία, για να αναπαυθούν μέσα της οι νεκροί.
Οι τελευταίες μέρες, πριν φτάσει ο μπαξεβάνης ο Γιακουμής στην καμπάνα και το ράσο που φτερούγιζαν στον ουρανό, ξεκινούν από ένα παράδοξα ήσυχο μεσοδιάστημα μιας- δυο ημερών πριν από την καταστροφή: «Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι-κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα-ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα-α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.

Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά-να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας-άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες-φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε-ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά - δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.»

Στην προκυμαία πρόσφυγες που είχαν κατέβει να γλυτώσουν τη ζωή τους. Πίστευαν πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πόλη, ή πως τα τους έπαιρναν παραπλέοντα καράβια. Οι Ελληνες υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας διαβεβαιώνουν πως θα ξανάρθουν. Αγοράζει ψωμί και γυρνά.

«Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι. - Όξω ησυχία, της λέω. Γύρισε και με κοίταξε. - Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά. - Tι πράμα; - Nα, που ξουρίστηκες. Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω: - Σκοτώσανε το δεσπότη. - Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά-μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.» Με δυο φράσεις μονάχα, το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης περνά από τα μάτια του αναγνώστη. Και μαζί η θλίψη αλλά και ο φόβος. Που σταδιακά θα μετατραπεί σε τρόμο για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σε λίγο, θα έρθει η φωτιά και όλα θα γίνουν χειρότερα.
«Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ' Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες. Φωνάζανε από τ' Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμμιά - δυο ώρες. Σιγά - σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε-μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά. Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους. - Bρε παιδιά, πού πάτε; Δείξανε μπροστά. - Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε. Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι. - Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά; Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο. Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ' Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.»

Εφυγαν, κι έμειναν μόνοι με την Κατερίνα, «βαρεμένη (έγκυο) πέντε μηνώ». Εκείνη έχει σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και κάθεται σε μια καρέκλα. « Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει-ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο-ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός-ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.

H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί - σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς-και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια-μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί-τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κ' η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.»

Πείτε μου, κι εσείς δεν κλαίτε;

Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο για τα 90 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρώτο, για τον Γιώργο Σεφέρη, εδώ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν"


«Γράψε μού τα όλα και την κατάσταση στην Ελλάδα στην υστερικιά Ελλάδα την ψεύτρα που μπόρεσε χωρίς τον παραμικρό ηρωισμό, χωρίς την παραμικρή αυταπάρνηση, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία να θυσιάση εκατό εκατό χιλιάδες τα παιδιά της». Δεκαεπτά Σεπτεμβρίου 1922. Ενενήντα χρόνια από σήμερα και ενώ η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεσθεί μερικά 24ωρα πριν. Σε ποιον ανήκει λοιπόν αυτή η κραυγή; Ποιος είναι εκείνος που με πόνο ψυχής, και χωρίς καν να έχει ακούσει με τα αυτιά του τον βόγγο της θνήσκουσας Ιωνίας των Ελλήνων κατηγορεί τόσο δραματικά, τόσο αυστηρά τη μάνα- Ελλάδα που μόλις αποδείχθηκε μητριά;
Δεν είναι παρά ένας οργισμένος, βαθύτατα θλιμμένος , συγκλονισμένος νεαρός, που μόλις πληροφορήθηκε ότι έχασε την πατρίδα του. Απώλεια που έμελλε να είναι από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη της ζωής του. Ο Γιώργος Σεφέρης, φοιτητής στο Παρίσι, έχει μόλις παρηγορηθεί για την τύχη της μητέρας και της αδερφής του. Τις νόμιζε στη φλεγόμενη Σμύρνη αλλά εκείνες ήταν, ευτυχώς, στην Αθήνα. Θα παραμείνει, ωστόσο, απαρηγόρητος εφ όρου ζωής για την τραγική απώλεια, των ιερών και ματωμένων χωμάτων. Θα είναι πάντοτε ένας άπατρις- ακόμη και όταν θα συμβιβαστεί με τη μοίρα του και θα υιοθετήσει την Ελλάδα ως πατρίδα, εμφρόνως. Παρόλη τη λύπη που τον κατέχει, ο Σεφέρης, γέννημα της Σμύρνης, δεν την είχε αγαπήσει. Η πόλη ήταν για εκείνον «το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα πίσω απ’ το τζάμι∙ η φυλακή. Ενας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα.» Οπου Σκάλα, η Σκάλα Βουρλών (σημερινή Urla iskelesi) με το σπίτι της αρχοντικής γιαγιάς από τους Τενεκίδηδες (σόι τη μητέρας του ποιητή) όπου ο ίδιος, η Ιωάννα και ο Αγγελος, τα μικρότερα αλλά πολύ κοντινά του σε ηλικία αδέρφια, περνούσαν τα καλοκαίρια μέχρι το 1914. Μόλις δηλαδή ο Σεφέρης, γεννημένος με την ανατολή του αιώνα, το 1900, έμπαινε στην εφηβεία του. Τότε αναγκάστηκαν να φύγουν για την Αθήνα∙ το πολιτικό κλίμα δεν τους σήκωνε, ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης είχε πατριωτική δράση. Επιπλέον, ήταν βενιζελικός.
«Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση» συνεχίζει ο Σεφέρης. «μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ’ ακρογιάλια, ήταν οι δρόμοι τα δέντρα τ’ ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας.» (Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου 41).
Η Σμύρνη «φυλακή», η Σκάλα ο παιδικός παράδεισος όπου κυλούσαν οι χυμοί μιας πλούσιας, λαϊκής γλώσσας. Ο Σολωμός τη διδάχτηκε από τη μητέρα του, ο Σεφέρης από τη μάνα- γη της δικής του πατρίδας. Κι ωστόσο, η Σμύρνη είναι το πυρωμένο καρφί στην καρδιά του. Όταν, περίπου 15 χρόνια μετά, ο Γιώργος Κατσίμπαλης του γράφει κάποια κακά διεθνή οικονομικά νέα, ο Σεφέρης απαντά πως το πιο κακό νέο που τον είχε βρει ήταν η πτώση της Σμύρνης και ότι μετά απ’ αυτό τίποτα πια δεν του έκανε εντύπωση και δεν είχε σημασία. Το γεγονός θα περάσει πολλές φορές υπαινικτικά στην ποίησή του. Στον «Αστυάνακτα» μιλά για τις «ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας/ τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας/ και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα. /ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη για τις ψυχές που γνώρισαν την προσευχή τους.» Στο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» ξεκινά λέγοντας: Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε/ νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ/ κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι/ ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-/ οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια./ Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ/ μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα/ ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-/ δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια/ ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.» Πιο εύγλωττα και πιο ξεκάθαρα μιλά αλλού, λέγοντας: «Όπως, αν τύχει/ και μπεις μια νύχτα/ στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε/ κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν/ και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς/ για να ξαναβρεθείς…»
Ως διπλωμάτης και ως ταξιδιώτης, ο Γιώργος Σεφέρης ταξίδεψε πολύ σε ολόκληρη τη ζωή του. Λίγες φορές, ωστόσο, επισκέφθηκε τη Μικρά Ασία. Εβλεπε να σβήνουν τα ίχνη της ρωμιοσύνης εκεί, έβλεπε πως η γενέθλια πόλη του ήταν «μια πόλη που έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα». Στην πρώτη επιστροφή, το 1950, διαπίστωσε πως όλα είχαν πράγματι χαθεί: «από το σπίτι μας (σ.σ. που δεν το βρήκε, καθώς λογικά θα είχε κατεδαφιστεί μετά τη μεγάλη πυρκαγιά) βρέθηκα ξαφνικά στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, ένα από τα ελάχιστα παλιά χτίρια που σώζουνται. Οσο θυμούμαι, στον καιρό μου, οι δυό γειτονιές βρίσκουνταν σε κάμποση απόσταση. Επρεπε να στρίψεις σοκάκια και σοκάκια, ν’ αντικρίσεις πολλά παράθυρα και πολλά πρόσωπα, για να φτάσεις από τη μια στην άλλη- να διαβείς μέσα από τόση ζωή. Τώρα, μέσα στις άδειες ρυμοτομίες, νομίζεις άρκεσε μια δρασκελιά» γράφει στις «Μέρες Ε΄» (εκδόσεις Ικαρος). Σε αυτές ιδιαίτερα θα πρέπει να ανατρέξει όποιος επιθυμεί να πληροφορηθεί περισσότερα για τη μικρασία του ποιητή. Του ποιητή, που, το τονίζω αυτό, υπήρξε ΚΑΙ μετανάστης ΚΑΙ πρόσφυγας στη ζωή του. Για εκείνους που συνηθίζουν τον τελευταίο καιρό να τα βάζουν με όσα μας κάνουν ανθρώπους ονομάζοντας «σκουπίδια» μετανάστες και πρόσφυγες μιλώ. Αν αυτοί είναι σκουπίδια, τότε είναι και ο Νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης. Συνεννοηθήκαμε, ελπίζω. Τελευταία ματιά από την επίσκεψη εκείνη του ’50, μια ακόμη εγγραφή στις «Μέρες»: «Η Ιωνία, ένα τέλειο διάδημα μεγάλης αρχόντισσας πεταγμένο σ’ ένα συρτάρι γεμάτο παλιές εφημερίδες με υβρεολόγια που κανείς πια δεν καταλαβαίνει. Το επιμύθιο όλης αυτής της ιστορίας μπορεί να είναι , για τον κόσμο, η κουβέντα που μου είπε, τον περασμένο Ιούλιο, ο συνοδός μου ο διπλωμάτης: ‘Οι Ελληνες λένε πως οι Τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνη∙ οι Τούρκοι λένε πως εσείς την κάψατε∙ ποιος μπορεί να ξέρει την αλήθεια.’ Το κακό έγινε∙ σημασία έχει ποιος εξαγοράζει το κακό».

Τρίτη, Μαΐου 15, 2012

Ο θάνατος του Κάρλος Φουέντες


Ο σημαντικότερος συγγραφέας του Μεξικού, και μία από τις πλέον εμβληματικές πνευματικές μορφές του ισπανόφωνου κόσμου, ο Κάρλος Φουέντες, έφυγε σήμερα το βράδυ από τη ζωή. Ηταν 84 ετών και έγραφε μέχρι το τέλος. Αλλωστε, η σχέση του με τη συγγραφή και με τη λογοτεχνία, ήταν μια σχέση ζωής, η οποία ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία. Οι Μεξικανοί τον θεωρούσαν το ζωντανό πρότυπο του πολιτισμού τους. Ο Φουέντες είχε γεννηθεί τον Νοέμβριο του 1928 στον Παναμά, όπου υπηρετούσε ο διπλωμάτης πατέρας του. Ελαβε τη βασική του εκπαίδευση και μόρφωση σε δημόσια σχολεία της Ουάσιγκτον στις Ηνωμένες Πολιτείες, και επέστρεφε στο Μεξικό στις διακοπές για να τις περάσει με τις γιαγιάδες του: «Τις δύο φοβερότερες παραμυθατζούδες του κόσμου». Στις ιστορίες τους θα πρέπει να αναζητήσουμε τις συγγραφικές του απαρχές. «Νομίζω ότι το να γράφεις αλλά και το να διαβάζεις είναι παράδεισος» έλεγε σε συνέντευξή του σε ελληνικό έντυπο. Ηθελε να γίνει συγγραφέας από μικρός, αλλά ο μεγαλύτερος- τότε- μεξικανός συγγραφέας, ο Αλφόνσο Ρέγες τον έπεισε, μετά από παράκληση του πατέρα του ότι ότι με το να γράφει βιβλία στη συντηρητική μεξικανική κοινωνία δεν θα έβγαζε χρήματα για να ζήσει. Ετσι, σπούδασε νομικά. Με αυτό τον τρόπο, από το 1954 βρέθηκε για μερικά χρόνια να ασχολείται παράλληλα με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, αλλά και με την πολιτική ως εκπρόσωπος του Μεξικού στον ΟΗΕ και ως πρεσβευτής σε διάφορες χώρες. Στο τέλος όμως παράτησε την πολιτική για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Το 1962 εκδίδει τον «Θάνατο του Αρτέμιο Κρουζ», ένα επικό μυθιστόρημα της μεξικανικής ιστορίας το οποίο αναγνωρίζεται ως αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ως βασικό έργο της περιόδου που είναι γνωστή ως «el boom»: είναι η εποχή που λατινοαμερικανοί συγγραφείς όπως ο Φουέντες και ο προσωπικός του φίλος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σαγήνευαν τους αναγνώστες σε όλον τον κόσμο. Φανατικός υποστηρικτής του Φιντέλ Κάστρο, από την πρώτη ημέρα της ανόδου του, ασκούσε κριτική στην αμερικανική εξωτερική πολιτική μέσα από τα βιβλία του, οπότε οι ΗΠΑ τον έβαλαν στη λίστα αυτών στους οποίους επί χρόνια αρνούνταν να εκδώσουν βίζα. Το 1985 όμως το μυθιστόρημά του «Ο γερο-γκρίνγκο» γίνεται μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ, το πρώτο από μεξικάνο συγγραφέα, και αργότερα ταινία με πρωταγωνιστές τον Γκρέγκορι Πεκ και την Τζέιν Φόντα. Από εκεί και πέρα γίνεται ο πρώτος που καταλαμβάνει την έδρα Ρόμπερτ Κένεντι των Λατινοαμερικανικών Σπουδών στο Χάρβαρντ, ενώ παράλληλα διδάσκει στα Πανεπιστήμια Πρίνστον και Μπράουν. Εδώ και χρόνια μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Μεξικού και Βρετανίας, όπου διετέλεσε καθηγητής στο Κέιμπριτζ στην έδρα Σιμόν Μπολίβαρ. Εν τω μεταξύ, έχει αλλάξει γνώμη και για τον Φιντέλ, τον οποίο αποκαλεί «πολιτικό λείψανο.» Ο Φουέντες υπήρξε πρέσβης του Μεξικού στη Γαλλία κατά την περίοδο 1972 - 1978, αλλά παραιτήθηκε όταν ο πρώην πρόεδρους του Μεξικού, Γουστάβο Ντίας Ορντάς, γνωστός ως ηθικός αυτουργός της σφαγής των φοιτητών έξω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, διορίστηκε πρέσβης του Μεξικού στην Ισπανία. Το 1979,μέλαβε το Διεθνές Βραβεία Αλφόνσο Ρέγιες, το 1984 το Εθνικό Βραβείο Επιστημών και το 1987 το Βραβείο Θερβάντες. Το 1992 του απονεμήθηκε το ΣΤ' Βραβείο Ιβηροαμερικανικής Λογοτεχνίας. Το 1994 τιμήθηκε με το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστούριας. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του: Aύρα - Tα γενέθλια (εκδόσεις «Θεμέλιο», 1997), H εκστρατεία (εκδόσεις «Ωκεανίδα», 1993), Mακρινές συγγένειες, (εκδόσεις «Θεμέλιο», 1998), «Nερό καμένο», (εκδόσεις «Aγρα», 1998), Nτιάνα, η μοναχική κυνηγός, (εκδόσεις «Ωκεανίδα», 1997), O θάνατος του Aρτέμιο Kρους, (εκδόσεις «Aγρα», 1999), Tα χρόνια με τη Λάουρα Δίας, (εκδόσεις «Ωκεανίδα», 2001), Oι μασκαρεμένες μέρες, (εκδόσεις «Kαστανιώτης», 2002), H Πορτοκαλιά, (εκδόσεις «Aγρα», 2003) κ.ά. Το τελευταίο τυ μυθιστόρημα που μεταφραστηκε στη γλώσσα μας είναι το «Σε αυτά πιστεύω» από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Είχε επισκεφθεί τη χώρα μας και ήταν λάτρης του πολιτισμού μας. Σχετικά με την κρίση, είχε δηλώσει: «Δεν είμαι Ελληνας, οπότε δεν μπορώ να σας δώσω συμβουλές. Εχετε έναν από τους σπουδαιότερους πολιτισμούς, βρείτε τον τρόπο να φέρετε αυτόν τον πολιτισμό στην πολιτική σας, στην οικονομία σας και στη δημοκρατία σας του σήμερα. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά από εσάς εξαρτάται, και εγώ δεν μπορώ να σας δώσω μαθήματα σε αυτό». Η προσωπική του και επίσημη ιστοσελίδα, εδώ

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2011

Ο Νίκος Θέμελης παρά Δήμον Ονείρων



Εδωσε μια σκληρή, γενναία, και απελπισμένη μάχη με τον θάνατο. Δεν κατάφερε να τον νικήσει- όπως κανείς, άλλωστε. Ο Νίκος Θέμελης, ένας συγγραφέας που κατάφερε να γίνει πολυαγαπημένος του κοινού μέσα σε ελάχιστα χρόνια, έφυγε σήμερα το απόγευμα από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών.
Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1947. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, το Doerpfeld Gymnasium. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και μετά το στρατιωτικό του συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου το 1975 έκανε και το Διδακτορικό του σε θέματα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου Υπουργών στις Βρυξέλλες. Από το 1981 υπήρξε συνεργάτης του πρ. πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ακολουθώντας τον στα Υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, Βιομηχανίας και στα πρωθυπουργικά του καθήκοντα μεταξύ 1996-2004. Έχει κάνει επιστημονικές δημοσιεύσεις γύρω από ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά. Εκτός από το χώρο της πολιτικής και της επιστήμης τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στη ζωγραφική, στη μουσική και την λογοτεχνία. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: "Η αναζήτηση" (1998), " Η ανατροπή" (2000), "Η αναλαμπή" (2003), "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας" (2005), "Μια ζωή δυο ζωές" (2007) και "Οι αλήθειες των άλλων" (2008). "Η αναζήτηση" εκδόθηκε στα γερμανικά ("Jenseits von Epirus", Piper Verlag, 2001), στα ιταλικά ("La ricerca", Crocetti Editore, 2001) και στα τουρκικά ("Arayis", Dogan Kitapcilik AS, 2002). "Η ανατροπή" μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ιταλικά (Crocetti) και στα τουρκικά ("Yikilis", Dogan Kitapcilik AS, 2004). To "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας" μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ρουμανικά ("Pentru insotirea no astra", Omonia Editura, 2006). "Η αναλαμπή" πρόκειται να εκδοθεί στα τουρκικά από τον εκδοτικό οίκο Dogan Kitapcilik.
Θεματολογικά, ο Νίκος Θέμελης στα μυθιστορήματά του αναφερόταν σε μια μεγάλη περίοδο του ελληνισμού των τελευταίων τριών αιώνων, τόσο στον χώρο της διασποράς όσο και στον χώρο της αναδυόμενης νεοελληνικής αστικής τάξης. Η αναπαράσταση της εποχής - με πραγματολογικό υλικό και μυθοπλασία -αποτελεί τον καμβά όπου υφαίνεται η σύγκρουση ιδεών, η αμφισβήτηση και η ανατροπή στερεοτύπων, οι κοσμοϊστορικές αλλαγές της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και τα μυστήρια της ψυχής, καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με την ατομική και τη συλλογική ταυτότητα.
Μπορείτε να διαβάσετε αρκετά και ενδιαφέροντα
εδώ
εδώ
και εδώ

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011

"Προσωπικά" με την Ελενα Κατρίτση


Ενας δημοσιογράφος πρέπει πάντοτε να είναι στη θέση αυτού που κάνει ερωτήσεις και όχι εκείνου που δίνει απαντήσεις. Ωστόσο, κάθε εξαίρεση είναι για να επιβεβαιώνει τον κανόνα. Δημοσιογράφος ήμουν και παραμένω, λοιπόν. Και επειδή έχω εμπιστοσύνη στην Ελενα Κατρίτση, δέχθηκα με χαρά την πρότασή της να αφηγηθώ την προσωπική μου ιστορία με τα ξαδέρφια από τη Μικρασία. Σε σας την έχω πει εδώ
Στην εκπομπή "Προσωπικά", στη ΝΕΤ, αύριο Κυριακή στις 4 το απόγευμα, μπορείτε να δείτε την οικογενειακή ιστορία ανθρώπων που ξεκίνησαν από την Ελλάδα και την Τουρκία, άλλαξαν πλευρές στο Αιγαίο, ανταμώθηκαν, αγαπήθηκαν και άφησαν μόνο αγάπη στους απογόνους. Ενα μόνο θα σας πω: ο Τούρκος από την Πρέβεζα παντρεύτηκε την Ελληνίδα από το Αϊντίνι. Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Πάρτε μια πρόγευση από την εκπομπή εδώ Περιμένω τις αντιδράσεις σας πριν και- κυρίως μετά. Παρακαλώ να το πάρετε πολύ προσωπικά.

Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2011

Καλώς τα όσπρια!

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία


Το ψυγείο είναι από τα πρώτα οχυρά που πέφτουν ηττημένα από την επέλαση της ανεργίας. Η απομάκρυνση από το εργασιακό φρούριο σηματοδότησε την ημερομηνία λήξης αρκετών από τα ακριβά εδέσματα που θεωρούσαμε μια μικρή πολυτέλεια που δικαιούμασταν «βρε αδελφέ».

Το στομάχι μας έγινε πιο μελετηρό. Διαβάζει την τιμή στο ράφι και απομνημονεύει προσφορές προς τον καταναλωτή περισσότερο από παλιά, όταν θεωρούσε ότι ο πλούσιος γονιός του (εμείς) θα του παρείχαμε ό,τι επιθυμούσε στο πιάτο.

Επόμενο, οι διατροφικές συνήθειες θα αλλάξουν. Η σύνθεση του ψυγείου μας θα είναι από τις πρώτες αλλαγές που θα σημειώσουμε στο μπλοκάκι με τη λίστα για το σούπερ μάρκετ που πλέον θα έχει μπόλικο άγραφο χώρο και κενά περιθώρια για τις υποσυνείδητες μουντζούρες της σκέψης μας.

Αν οι μουντζούρες σας είναι επάλληλα στρογγυλά κυκλάκια, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Κύκλοι. Ερμηνεύονται ως φακές.

Τα όσπρια θα ξαναμπούν στη ζωή και στην κατσαρόλα μας. Επιβραβευμένα με θρεπτικά παράσημα και εύσημα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, θα επιστρέψουν θριαμβευτικά αφήνοντας στο τασάκι με τα κέρματα, δίπλα στην πόρτα, τα χρήματα που εξοικονομούμε επιλέγοντας όσπρια στο τραπέζι μας.

Οι σημερινές ελληνικές κουζίνες και κιτσινέτ προτείνουν φασόλια, φακές, φάβα και ρεβίθια. Άξαφνα, το ρεβίθι άφησε το παραμύθι κι από κάτω από το στρώμα που ενοχλούσε την κοιμισμένη κακομαθημένη βασιλοπούλα επιστρέφει δυναμικά στην κατσαρόλα της ξεβολεμένης νοικοκυράς που πασχίζει να επαναλάβει το θαύμα του Χριστού που χόρτασε πέντε χιλιάδες νοματαίους με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια.

Είναι πιθανό το άσημο ρεβίθι να ξαναγίνει διατροφικός άρχοντας όπως την εποχή της Κατοχής και ο ελληνικός καφές μας στο μέλλον να φτιάχνεται ξανά από ρεβιθόζουμο. Ρετρό κατοχικές συνταγές μαγειρικής τότε θα αποκτήσουν πάλι αξία, την υπερτιμημένη αξία της αντίκας, και οι συνταγές της κατοχικής γιαγιάς θα βγουν από το παλιό συρτάρι προκαλώντας επιφωνήματα χαράς και δικαιολογημένους πανηγυρισμούς στη μαζώχτρα μητέρα μας που της γκρινιάζαμε τόσα χρόνια πως δεν πετούσε τα άχρηστα.

Η μπομπότα θα ζήσει ένδοξες στιγμές και στην μεθεπόμενη γενιά;

Απέναντι στα όσπρια τοποθετείται ο 4χ4 ηγέτης του ντουλαπιού του ανέργου, το μακαρόνι. Ευθυτενές, στρογγυλό ή πατικωμένο ως λαζάνι. Λεπτό «σαν μακαρόνι» ή χοντρό «ο χοντρός της τάξης των μακαρονιών». Στριμμένο «σαν βίδα ή ουρά από μακαρονογουρουνάκι», κοφτό για όσους βαριούνται τη ζωή τους. Χωριάτικο με αυγά, πολύχρωμο με λαχανικά, σφυρίχτρα αν το παιδάκι σας ξέρει πώς να το ρουφά, σε σχήμα κογχύλι για τους θαλασσινούς. Φιογκάκι για τα ρομαντικά κορίτσια.

Κάποιες μέρες το μακαρόνι χτυπάει τον ανταγωνιστή ρύζι κάτω από τη ζώνη, ως κριθαράκι.

Τέλος, προτεινόμενο ελληνικό οικογενειακό πιάτο της Κυριακής συνιστάται το «δεν παίρνεις τηλέφωνο τη μαμά σου να πάμε αύριο να φάμε εκεί με τα παιδιά;».

Σκέψη στο περιθώριο
Τρώγοντας άνεργα, κόβονται χοληστερίνη και τα υπόλοιπα.

Παρασκευή, Ιουνίου 24, 2011

Δάκρυα για τη Ρόζα


Τις φορές που με έκανες να ξεχνώ, με τα καμώματά σου.
Τις άυπνες νύχτες που το ζεστό κορμάκι σου με παρηγορούσε επειδή υπήρχε κάποιος δίπλα μου.
Τις μέρες που ερχόμουν από το νοσοκομείο και με φρουρούσες μήπως και με ξαναπάρουν και με χάσεις.
Τις στιγμές που έβαζα το κλειδί στην πόρτα και ήξερα πως κι εμένα κάποιος με περιμένει σ' αυτό το σπίτι.
Τις ώρες της λατρείας, που τράβαγα τα χέρια υγρά απ' το γλωσσάκι σου και έκανα πως δεν μ' άρεσε.
Τις άλλες, εκείνες που μαλώναμε και άφηνες τις νυχιές σου παντού μέχρι να ξεθυμώσεις και να σταματήσεις να κουνάς τη φουντωτή σου ουρά.
Ολα θα τα θυμάμαι λευκή αγαπημένη Ρόζα με τα ρόδινα αυτάκια, το μυτάκι, τα πατουσάκια σου. Πεντάμορφη πριγκιπέσσα, το μεγάλο χαζό πλάσμα που αγκάλιαζες με τα ποδαράκια σου γυρεύοντας προστασία, σήμερα δεν τα κατάφερε. Και δεν έχει πια κανέναν για παρηγόρια...

Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2011

Αυτοεκτίμηση

Νοέλ Μπάξερ
Από τα κείμενά της για την ανεργία



Η πιο ανθεκτική σανίδα σωτηρίας απ’ όπου μπορεί να κρατηθεί ο εργαζόμενος που έπεσε στην κινούμενη άμμο της μακρόχρονης ανεργίας, είναι η διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.

Αντίθετα με τις υποθέσεις και τα λόγια του αέρα, η αυτοεκτίμηση είναι γήινη και στέρεα. Συμπαγής, βαρύγδουπη, γρανιτένια, χειροδύναμη σαν χοντροκόκαλη, κοκκινομάγουλη γκουβερνάντα και φιλικά κυκλική. Κρίκος αλυσίδας και προστατευτικό κουβούκλιο, μαζί τρυφερό κουκούλι και ανακουφιστικό χαπάκι. Η αυτοεκτίμηση είναι ένας κύκλος στο χώμα με τον γραφικό χαρακτήρα του καθενός μας.

Με την εργασιακή ανατροπή συχνά συμβαίνει να μισοσβήνεται ο κύκλος στο χώμα, να χαλάει η αυτοεκτίμηση του ανθρώπου. Εφόσον η επισκευή είναι άμεση, είναι αναστρέψιμη. Η παγίωση μιας μισοκαταστραμμένης αυτοεκτίμησης δεν διαφέρει από ένα σιωπηλό φρούριο που στα χαλάσματά του έχει φυτρώσει χορτάρι.

Η αναστήλωση του τραυματισμένου φρουρίου είναι ανάγκη να γίνει μάνι-μάνι. Στο περιβάλλον, φιλικό και οικογενειακό, θα βρει κανείς πολύ διαθέσιμο οικοδομικό υλικό και το αρχικό σχέδιο πώς ήταν παλιά, την όμορφη εικόνα του όταν το φρούριο του στεκόταν περήφανο.

Συγκρατώντας ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά τον εαυτό του, κρατιέται στην επιφάνεια. Κι όχι μόνο, αλλά βρισκόμενος στην επιφάνεια παρασύρεται από το ρεύμα προς το ασφαλές βραχονήσι με τα γλαροπούλια. Την αναπόφευκτη στιγμή της βύθισης είναι καθοριστικό να θέλει να επιστρέψει στην επιφάνεια για αέρα.

Είναι εξίσου καθοριστικό το να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει σε κάποιον άλλον να χειριστεί το δικό του ένστικτο επιβίωσης. Η σωστική λέμβος που θα τον ακουμπήσει στεγνό στην προβλήτα ονομάζεται «η αυτοεκτίμησή μου» και την οδηγεί ο ίδιος.

Κατά το μακρύ διάστημα μιας μη προσωρινής ανεργίας, αυτός ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα νέα γι’ αυτόν και συμπεριφορές προς αυτόν που δεν περίμενε. Ως ανειδίκευτος θέλει τον χρόνο του για να μάθει πώς να τα χειριστεί. Χρειάζεται χρόνο για να διαμορφώσει την ατομική του μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου.

Όλο αυτό το χρόνο, μέσα από μια κινηματογραφικά περιπετειώδη διαδρομή με ανατροπές και εμπόδια και πλάσματα νοσηρής φαντασίας, ο ήρωας, που τον υποδύεστε εσείς αν είστε ο άνεργος της ιστορίας, άλλοτε ως ατρόμητος κασκαντέρ, άλλοτε ως φλογερός ζεν πρεμιέ κι άλλοτε ως πιστολέρο καουμπόη, θα ανακαλύψει, αν το έργο έχει happy end, ότι θα καταλήξει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: Στον κύκλο αυτοεκτίμησης χαραγμένο από αυτόν στο χώμα του τοπικού του Φαρ-Ουέστ.

Προφανές το τέλος του έργου γιατί, όποιος βλέπει εμάς, βλέπει αυτό που του δείχνουμε εμείς. Που κι εμείς το ίδιο βλέπουμε σ’ αυτόν: ό,τι του δείξαμε! Ένας λόγος παραπάνω γιατί χρειάζεται η αυτοεκτίμηση να παραμείνει στην θέση της σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας και να μην πάει για τσιπς.

Σκέψη στο περιθώριο
Πόσες φορές περπατήσαμε πάνω-κάτω σε μια πολυπάτητη παραλία ψάχνοντας ένα χαμένο δαχτυλίδι.

Πέμπτη, Ιουνίου 16, 2011

Ο χαμένος χρόνος

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Ο χρόνος, τικ-τακ, κυλάει μπροστά. Τρέχει με σταθερό ρυθμό, δεν επιταχύνει, δεν επιβραδύνει, δεν σταματά να δέσει τα κορδόνια του. Ο χρόνος είναι κουρδισμένος για ισιάδες, δεν λαχανιάζει, δεν τον παίρνουν οι κατηφόρες. Τικ-τακ βαδίζει και θυμάται να κροταλίζει τις ώρες.

Η δουλειά του χρόνου είναι να τρέχει. Μπροστά.

Για μας, τους εργαζόμενους χωρίς δουλειά, ο χρόνος σταμάτησε. Βάζουμε το ρολόι μας κοντά στο αυτί. Ακούμε τον χρόνο στάσιμο. Σταμάτησε και μας αφουγκράζεται κι αυτός. Περιμένει από μας το πρώτο βήμα, την πρώτη κίνηση. Να ξεκινήσει πάλι να εργάζεται. Τικ-τακ να συλλέγει εργάσιμες ώρες. Να προχωράει εμπρός. Συμβαδίζοντας με τον χρόνο μας.

Σταματάει ο χρόνος για μας, συνεχίζει για τους άλλους. Μας αφήνει πίσω. Γιατί με προσπερνάς, χρόνε; Τρέξτε, μην μείνετε πίσω μεσήλικες με νεαρές εργατοώρες. Μην αφεθούμε πίσω από τους άλλους εργαζόμενους που συγχρονίζουν τα ρολόγια της δουλειάς τους με τα ρολόγια της ηλικίας τους.

Χαμένος χρόνος. Κρίμα! Η ζωή, λαχταριστή, περνάει πλάι μας. Την σκουντάει καροτσάκι παγωτατζή ο χρόνος. Συνεχίζει και η ζωή την πορεία της, κι αυτή ασταμάτητα. Από το παράθυρό μας τους βλέπουμε να διασχίζουν την αυλή μας. Πίσω τους, εργατική κινητοποίηση. Για μένα και για σας, εργατική ακινησία. Πέφτει η νύχτα. Ξημερώνει η εργάσιμη νέα μέρα, ολική έκλειψη ηλίου για μας. Μες στη σιωπή της ολικής νύχτας μας, ακούγεται το τικ-τακ του χρόνου του εργαζόμενου γείτονα.

Ο αναστεναγμός μας ξεκινάει, «τικ», και μένει ατελείωτος, έχασε το «τακ» του, γιατί δεν έχουμε χρόνο.

Υπάρχει χρόνος; Οι νεαρές εργατοώρες μας ήδη κρύβονται από ντροπή πίσω από τις πρώτες άσπρες τρίχες μας. Ένας εργαζόμενος έφηβος σε κορμί μεσήλικα. Κάτι δεν φαίνεται σωστό! Κάτι δεν πάει καλά! Μπερδεύτηκε ο χρόνος; Ή η ζωή είναι που τα έκανε θάλασσα; Τικ-τακ δεν μπορεί να τρέξει μακριά μας μόνο να βαδίζει σταθερά μπροστά. Κι αυτό κάνει. Μας αφήνει πίσω. Ο χρόνος μάς εγκαταλείπει. Περνώντας, η ζωή μας πασπαλίζει με λίγη Σοφία που της βρίσκεται. Δώρο για την εγκατάλειψη.

Από το καραβάνι που ακολουθεί τον χρόνο, οι εργατοώρες των παλιών μας συναδέλφων στη δουλειά κουνούν το χέρι αποχαιρετώντας τις δικές μας που στέκονται - στάσιμες - στο πλάι μας. Συλλέγουμε σκόρπια ένσημα από το έδαφος, ξερά φύλλα, για πότε ήρθε για μας το Φθινόπωρο! Τι κρίμα που ο χρόνος για μας δεν θα έχει Άνοιξη! Αλλά προχώρησε, τικ-τακ, και μας προσπέρασε. Βλέπουμε το γεμάτο σακίδιο στην πλάτη του χρόνου και την σκιά του να φεγγίζει σαν αύρα, σαν φάντασμα, σαν χαμένο όραμα. Γύρω του χορεύουν νυμφίδια εργατοώρες, τρελαμένες από την πολλή δουλειά, χορτάτες νύμφες και βαρύθυμα ουρί του παραδείσου, ενός χαμένου Παράδεισου σε έναν κόσμο που μας άφησε.

«Λοιπόν, κορίτσια,» λέω στις εργατοώρες μου, «ας ξεκινήσουμε». Βαδίζουμε προς τα πίσω, το εμπρός μάς είναι απαγορευμένο. Βαδίζω προς την αφετηρία μου. Ελπίζω σε νέα αρχή; Περπατώντας πετάω στους πέντε ανέμους τις επαγγελματικές προοπτικές μου. Έτσι κι αλλιώς τόσο λίγες μου είναι άχρηστες.

Οι εργατοώρες μου με ακολουθούν ανέμελα πηδώντας κουτσό.

Σκέψη στο περιθώριο
Ο χρόνος είναι χαμένος μόνο για όσους είναι διατεθειμένοι να χάσουν τον εαυτό τους.

Πέμπτη, Ιουνίου 09, 2011

Από το προσωπικό ημερολόγιο μιας μικρής επαγγελματικής φωτογραφίας

Νοέλ Μπάξερ
Ακόμη ένα κείμενό της για την ανεργία

Σήμερα με φώναξαν για μια επαγγελματική φωτογραφία. Ήταν η σειρά μου να βγω στο φιλμ και χάρηκα που ζητούσαν μια ωραία αναμνηστική φωτογραφία γιατί, όπως γνωρίζεις από τις απόκρυφες σκέψεις μου, αγαπητό μου ημερολόγιο, μια ωραία αναμνηστική φωτογραφία πάντα ήθελα να γίνω.

Τελικά ... δεν ξέρω τι είμαι. Δεν ξέρω κι αν υπάρχω καλά-καλά κιόλας, γιατί δεν ξέρω πόσο καιρό θα υπάρχει εκείνη η ανάμνηση κι αν υπήρξε κιόλας στην πραγματικότητα η στιγμή για να υπάρχει η ανάμνησή της, τόσο μπερδεμένη είμαι!

Ας σου τα πω καλύτερα όλα με την σειρά:

Με κάλεσαν να φωτογραφίσω συναδέλφους σε κάποια εταιρεία. Καταχάρηκα, η σαχλή, γιατί νόμιζα πως οι συνάδελφοι ήταν πολλοί αδελφοί μαζί ή πολλοί σαν αδελφοί μαζί κι αυτό μου φάνηκε πολύ τρυφερό, πάντως χίλιες φορές καλύτερο από το να αποθανατίσω ξένους.

Όσο οι τύποι που θα φωτογραφίζονταν στηνόντουσαν για την φωτογράφηση, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πρώτον πόσο οι άνθρωποι θέλουν να φωτογραφίζονται στημένοι (αυτό που όλες οι φωτογραφίες μού έλεγαν) και δεύτερον πόσο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ήθελαν να δείξουν στη φωτογραφία πόσο χαρούμενοι είναι πατικωμένοι. Πώς αλλιώς να το εξηγήσω! Βελόνα δεν περνούσε ανάμεσά τους και όλο αυτός που έκανε τον φωτογράφο τούς παρότρυνε «στριμωχτείτε» κι αυτοί στριμωχνόντουσαν κι άλλο με φωνούλες και γελάκια και το «τσιζ» που σιχαίνομαι.

Να μην τα πολυλογώ και γεμίσω όλες σου τις γραμμές, ημερολογιάκι μου, με πράγματα που δεν έχουν σημασία ούτε με ανθρώπους που δεν έχουν σημασία, θα μπω κατευθείαν σε αυτό που θέλω πιο πολύ να σου γράψω, με αυτό που θέλω σαν τρελή να σου γράψω από την πρώτη σειρά κιόλας: Εκεί ήταν κι Εκείνος! Γνώρισα σήμερα τον άνθρωπο που ήταν μοιραίο να με σημαδέψει. Κλικ και κάτω! Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη και σε άλλες επαγγελματικές φωτογραφίες και κάπου ντρέπομαι να ρωτήσω, πιο πολύ όμως φοβάμαι πως αν ρωτώντας πάω να το εκφράσω με λέξεις θα χάσω την στιγμή, εννοώ τη ματιά, ότι θα χάσω Εκείνη τη ματιά! Την κρατάω για πάντα σαν φωτογραφία κι αυτό μου φτάνει. Έτσι θέλω να ζήσω. Αιώνια. Κουβαλώντας ως αναμνηστική φωτογραφία Εκείνο το βλέμμα και μια ανθρώπινη ομάδα κόμπων.

Στο τελευταίο «στριμωχτείτε» κάρφωσε το βλέμμα Του πάνω μου στο φακό. Φαινομενικά, για οποιαδήποτε ίσως άλλη φωτογραφία, δεν διέφερε από τους άλλους εργαζόμενους. Ίδιο ντύσιμο, ίδιο στήσιμο, ίδιο στρίμωγμα, ίδιο πανηγυρικό γελάκι. Στην ακρούλα όμως από το γελάκι Του, στο αθέατο λακκάκι δια γυμνού οφθαλμού, στο μικροσκόπιο του φωτογραφικού φακού ή στο ακόμη πιο τεχνολογικά προηγμένο σύστημα του ενστίκτου μου, το είδα εγώ, το είδα καθαρά εγώ, εγώ και μόνο εγώ, είδα στο δειλά περιπαικτικό μειδίαμα ότι δεν ήταν αγέρωχος, ότι είχε απλά ακόμη τη δύναμη να είναι περιπαικτικός με τη ζωή. Είδα την επερχόμενη θλίψη, είδα την χορτασμένη ύπνο δύναμη που θα ξυπνούσε με μια σκουντιά από αυτόν τον παραδίπλα του που τον κρατάει στη φωτογραφία αγκαλιά από τους ώμους και καλά του έκανα και τον έβγαλα με κλειστά τα μάτια, να μην έχει τίποτα να δείξει, τίποτα από τα μελλοντικά του επαγγελματικά κατορθώματα. Που έγινε αιτία να φύγει Εκείνος και θα μου περιπλανιέται σε άλλες φωτογραφίες στο μέλλον μόνος, μόνος με το γελάκι του και την θλίψη του που βγήκε στην σκηνή για έναν μακρύ μονόλογο. Είναι η σειρά της θλίψης να παίξει στο έργο κι έχει μοιραίο ρόλο, κρατάει ως το διάλειμμα, ως τότε που θα την καλέσουν πίσω στα παρασκήνια για δουλειά.

Δεν με ξεγέλασες, Εκείνε. Κι ενώ θα μπορούσα ενδεχομένως τη στιγμή του κλικ να κλείσω τα μάτια μου και να καώ («λυπάμαι, η φωτογραφία βγήκε καμένη», έτσι θα σου έλεγαν και θα σε πείθανε), τουλάχιστον να το επιχειρήσω, δεν το τόλμησα. Έμεινα εκεί, γιατί είμαι κι εγώ προορισμένη για ένα μακρύ μονόλογο στη ζωή σου, Εκείνε. Να σου θυμίζω μια άδεια στιγμή και μια κενή φιλία. Το άδειο γραφείο σου και ένα κενό από ανθρώπους συνονθύλευμα.

Έστω κι έτσι, με τούτο το ελάχιστο, είμαι ευτυχισμένη. Κι ας σε πρόδωσα κι εγώ.

Σκέψη στο περιθώριο

Μου χρωστάς κι Εσύ μια συγνώμη.

Σάββατο, Ιουνίου 04, 2011

«... να συντρίψουμε τα είδωλα... »

«...Εχω μέσα μου αίμα ηρώων. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είναι ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κοιτάνε πολύ προς τα Κείμενα και τα Καθιερωμένα. Την ψυχή τους δε σφυρηλάτησε τ' Ονειρο, δεν καθαγίασεν η Σκέψη. Ξέρουνε ένα "πρέπει" και τίποτ' άλλο, είναι η πιο μουγκή εκδήλωση της Ζωής...

*

Εμείς όμως, οι Τεχνίτες, οι Εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά ποθούμε. Δυο φτερούγες απλωτές είναι μέσα μας και χτυπούν ρυθμικά. Βγαλμένοι όξω απ' τα ταπεινά, μετεωρισμένοι στο διάστημα, πανελεύθεροι και πάνσοφοι, καταλυτές των παλιών και των σάπιων, πάνοπλοι με τα φώτα της Επιστήμης και της Ομορφιάς, σφριγηλοί, ακόρεστοι, πλούσιοι από νιάτα, σκληροί, πατώντας και συντρίβοντας, όλοι αίμα, όλοι ρίγος, φρουροί κι εγγυητές των θησαυρών του Μέλλοντος, βασιλιάδες, του Τώρα και του Πάντα, σαλπίζουμε το εγερτήριο Σάλπισμα που συνταράζει τους Νεκρούς...

*

Τρικυμίζει μέσα μου το Θείο Πνεύμα της Καταστροφής.

Αηδιασμένος απ' το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνου στη Ρωμαίικη Τέχνη καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ' τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου πλατύστομα και ειλικρινά.

*

Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που - ντροπή μας - ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μες στο άλσος της Τέχνης και κουρέψανε τις δάφνες την ώρα που όλα τα έθνη φέγγουν κι αστραποβολούν από χίλιων ειδών μουσικές συμφωνίες, παιγμένες από ευγενικότατα χέρια στ' ακρότατα όρια μιανής υπεράνθρωπης Λύρας, που η Τέχνη πιο πολύ από πάντα στεριώνει το μέγα της βασίλειο απάνω απ' τα βαλτόνερα κι απ' τους βατράχους, εμείς εδώ ανεχόμαστε ν' ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι αντιπαθητικοί, και μακάριοι φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως ο κ. Α ή Β "εποιήσατο ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου διάλεξιν περί κτλ., ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη". Κι εμείς ξέρουμε πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα αξιοπεριφρόνητη και κωμική, και στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος, που αλλού μήτε γι' ακροατής διαλέξεων δε θα 'κανε...

*

Γι' αυτά και γι' άλλα, καλώ το Νέο Ελληνικό Πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου στο γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν, χάρη στην εγκληματική τους νωχέλεια κι αδιαφορία, κι αντιπροσωπεύουν στην Ευρώπη τη Διανοητική μας Παραγωγή, εμποδίζοντας έτσι το Ξεφανέρωμα των Γνήσιων Ελληνικών Ζωτικών Δυνάμεων.

Καλώ τους Νέους, που βράζει μέσα τους το αίμα, κι είναι καλεσμένοι γι' αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά.

Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβαστούμε μοναχά ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσίωσεν η Αγνή Εμπνευση.

Σας περιμένω».

***

Το «Μανιφέστο» του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στον «Νουμά». Το 1914.

Σε χρόνο τόσο πρωθύστερο, δηλαδή, που εκ προοιμίου απαλλάσσει τον ποιητή από την «κατηγορία» της «αυθάδειας» απέναντι στο μήνυμα περί «ομοψυχίας», όπως αυτό που εξέπεμψαν οι συγκαιρινοί μας - οι «32» με την προχτεσινή επιστολή τους.


*****Αποτελεί εύρημα του συναδέλφου Νίκου Μπογιόπουλου, και δημοσιεύεται στον σημερινό Ριζοσπάστη

Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2011

Κοινωνικό Εκκρεμές και Νέα Κοινωνία

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία


Ο κάθε άνεργος έχει το προσωπικό εκκρεμές του. Με αφετηρία το σημείο Απόλυσης ταλαντεύεται σύμφωνα με τον Νόμο της Ταλάντωσης της Φυσικής και κάποια στιγμή, καθώς ολοένα μικραίνουν οι ταλαντώσεις, θα σταματήσει στο σημείο του Νέου Εαυτού του. Που θα είναι μακριά από το σημείο της Αφετηρίας-απόλυσης και τον παλιό του εαυτό. Από αυτό που ήταν πριν, θα απέχει παρασάγγας.

Ταυτόχρονα και παράλληλα με το προσωπικό εκκρεμές του καθενός μας, κινείται ένα ακόμη εκκρεμές. Είναι το Κοινωνικό εκκρεμές. Φορτωμένοι φύρδην μίγδην πάνω σε αυτό το πολυ-εκκρεμές, είμαστε το σύνολο πλέον «Εργαζόμενοι Χωρίς Δουλειά» (όλοι μαζί κι όχι ο καθένας χώρια ως μονάδες) και, από κοντά, το ανθρώπινο περιβάλλον μας που «κρέμεται» από εμάς. Όλοι δια της ταλάντωσης αναμένουμε, προσδοκούμε και ψάχνουμε με το μάτι, με αγωνία, το σημείο όπου θα ολοκληρωθεί η κοινωνική ταλάντωση και θα αποβιβαστεί το πλήθος.

Αναμένουμε, προσδοκούμε και ψάχνουμε με αγωνία μια Νέα Κοινωνία. Που εννοείται πως θα είναι φιλοξενότερη της Παλαιάς.

Στην τρέχουσα υπό ταλάντευση Παλαιά Κοινωνία που, παρά τα λόγια, εμφανώς δεν αμφιταλαντεύεται αλλά πλήττεται, το κοινωνικό εκκρεμές ακολουθεί το δρόμο των ταλαντώσεών του χωρίς να έχει ακόμη αποκαλυφθεί (όμως ίσως έχει αρχίσει να φαίνεται αχνά) η στάση Νέα Κοινωνία.

Δεν λέει να τελειώσει η κοινωνική ταλάντωση να δούμε πού βρισκόμαστε! Ο δρόμος της όλο και μακραίνει αντί να κοντεύει, αφού παίρνει συνέχεια νέα φόρα με την αδιάκοπη είσοδο νέων «Εργαζομένων Χωρίς Δουλειά». Ένας-ένας, δίνουν νέα ώθηση στο πρόβλημα.

Τα έκτακτα συμπληρωματικά έργα καθυστερούν την παράδοση του έργου.

Σκέψη στο περιθώριο
Το πρόβλημα της ανεργίας εκκρεμεί. Από το «εκκρεμές» ή από την «εκκρεμότητα»; (Δουλειά για το σπίτι.)

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011

Άλλο η μαμά μου κι άλλο ο μπαμπάς μου

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία


Εάν είναι η μαμά αυτή που έχασε τη δουλειά της, ανεξάρτητα από το τι της συμβαίνει «προσωπικά», στα μάτια των παιδιών της ευνοείται σε σχέση με τον μπαμπά χωρίς δουλειά.

Το μοντέλο της μαμάς που έπαψε να εργάζεται, δεν ανατρέπεται στο σύνολό του. Το παιδί της παύει να βλέπει στη μαμά του την «εργαζόμενη μαμά» αλλά συνεχίζει να βλέπει την «μαμά-μαμά», την «μαμά-φίλη που παίζουμε μαζί», την «νοικοκυρά-μαμά που μας φροντίζει», την «μαμά-γυναίκα του μπαμπά» και τους πολλούς άλλους ρόλους-μαμά που έχει στην γκαρνταρόμπα της κάθε εργαζόμενη μητέρα. Δεν λήγουν αυτοί οι ρόλοι και στην καλύτερη περίπτωση επαυξάνονται λόγου διαθέσιμου χρόνου και ενέργειας.

Έτσι, δικαιολογημένα, ιδιαίτερα αν η άνεργη μητέρα έχει την ικανότητα και αντοχή οσιομάρτυρα να μην περάσει τα «προσωπικά» της προς τα κάτω στα παιδιά της, πολλά παιδάκια θα καταλήξουν ευχαριστημένα ότι τώρα είναι καλύτερα που η μαμά τους δεν εργάζεται. Θα ευχηθούν μάλιστα μπροστά της «μακάρι να μην πας ποτέ πάλι πίσω στη δουλειά» αγνοώντας τι της εύχονται.

Η μη-εργαζόμενη εργαζόμενη μητέρα είναι κοινωνικά αποδεκτή, ίσως και ευπρόσδεκτη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται το παιδί. Βλέπει το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της μητέρας του να την εκτιμάει ως «άξια» αν και δεν εργάζεται / αμείβεται. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, εάν έχει το παιδί εμπειρία από πατέρα χωρίς δουλειά. Η ανελέητη για τον άνδρα σύγκριση είναι σύγκρουση με το κοινωνικό τείχος που γράφει απαξιωτικά graffiti για κάθε άντρα που δεν κυνηγάει μια δουλειά και δεν στηρίζει οικονομικά το σπίτι του.

Ο μπαμπάς που χάνει τη δουλειά του, είναι άλλη ιστορία. Κι ένα μικρό παιδί μπορεί να δει αυτό που βλέπει ο μπαμπάς του:

Βλέπει ότι αντί να λείπει στη δουλειά όπως «πριν», ο μπαμπάς του παίζει τα οικιακά και παίζει και τη μαμά, δύο άγνωστά του παιχνίδια «για κορίτσια». Το βλέπει ότι ο μπαμπάς του τα θεωρεί βαρετά, ότι του επιβλήθηκαν με το ζόρι ενώ αυτός άλλα κάνει όρεξη. Αντιλαμβάνεται ότι ο μπαμπάς του δεν ξέρει τι να κάνει τον χρόνο του που κανονικά θα έπρεπε να ήταν στη δουλειά.

Μυρίζει στον αέρα την έκρυθμη κατάσταση στο σπίτι. Βλέπει τον μπαμπά του να παίζει πλέον μόνο στο γήπεδο του σπιτιού του, που για κάποιους μπαμπάδες είναι ψιλοάγνωστο ή και αντίπαλο. Ακούει τον μπαμπά του να κατακρίνει την ελλιπή διαιτησία (Πολιτεία) και τον παρακολουθεί πώς διαβάζει με ικανοποίηση τα μύρια όσα κακά γράφονται γι’ αυτήν στις εφημερίδες. Βλέπει ότι ο μπαμπάς του δίνει έναν αγώνα με «εχθρικές» κερκίδες (κοινωνικό περιβάλλον) και πλήθος βαριεστημένους θεατές (τέως συνεργάτες, τέως φίλους) που χασμουριούνται όταν ο μπαμπάς του πέφτει.

Βλέπει τον μπαμπά του να δυστυχεί.

Αυτό που το παιδί δεν μπορεί να δει, γιατί είναι παιδί και δεν φτάνει μέχρι εκεί πάνω, είναι ότι αυτόν τον μοναχικό παίκτη μπαμπά του μπορεί κάτι καλό να τον περιμένει: Στην σύντροφό του, να τον περιμένει ο ένας αλλά φανατικός οπαδός που θα τον στηρίζει και εμψυχώνει κόντρα στο σκορ! Που ως «μαμά-στήριγμα της οικογένειας», θα έχει μαζί της φέρει τα παιδιά στο γήπεδο. Για να είναι όλοι μαζί στον αγώνα του μπαμπά.

Σκέψη στο περιθώριο
Όλοι για έναν, ένας για όλους!

Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011

Τι θα γίνει η αυριανή Πολιτεία όταν μεγαλώσει;

Νοέλ Μπάξερ
Από τα κείμενά της για την ανεργία

Ο νόμος της γονικής βαρύτητας αφορά και την Πολιτεία. Αφορά την σχέση της με την αμέσως επόμενη γενιά-Πολιτεία που θα τη διαδεχθεί.

Η επόμενη Πολιτεία θα έχει πάρει γονιδιακά χαρακτηριστικά της δικής μας Πολιτείας, όμορφα και λιγότερο όμορφα. Φοβούμαι πως ίσως έχει να πάρει και κάποια αναπηρία.

Μαζί με τα κινητά και ακίνητα, η αυριανή Πολιτεία που ήδη κυκλοφορεί σήμερα με καροτσάκι μπεμπέ, όταν ενηλικιωθεί θα έχει να κληρονομήσει επίσης νούμερα στατιστικά και ένα βαρύ ντοσιέ με φωτογραφίες ανέργων προγόνων.

Παίζοντας η μικρή Πολιτεία την «μεγάλη», αν μιμείται μια άνεργη Πολιτεία δεν θα μας βγει σε καλό. Τα παιδιά κάνουν το λάθος να κοπιάρουν κάθε τι «κακό» που βλέπουν. Μια άνεργη Πολιτεία δεν αποτελεί το σωστό μοντέλο. Ας ελπίσουμε ότι η μικρούλα θα διακρίνει στην Πολιτεία-μαμά της το καλό, το υγιές μοντέλο μιας Πολιτείας που εργάζεται και προκόβει.

Πέρα από μοντέλο προς μίμηση, η σημερινή Πολιτεία θα λειτουργήσει κι ως γονικό πρότυπο για την επόμενη χρονικά Πολιτεία. Συνειδητά, υποσυνείδητα και ασυνείδητα, η επόμενη Πολιτεία μας θα αντιγράψει από το πώς βάζει τα παπούτσια της η τρέχουσα Πολιτεία ως το πώς φροντίζει τα παιδιά της. Από το γονικό πρότυπο της μικρούλας Πολιτείας επομένως εξαρτάται η ψυχική υγεία της και η ψυχική υγεία μας.

Δεν θέλω να σας αγχώσω ούτε να σας πιέσω αλλά ήδη, αυτή την στιγμή, η Πολιτεία των παιδιών μας με επιτόπου πηδηματάκια για ζέσταμα στον στίβο της ζωής αναμένει να παραλάβει την σκυτάλη που θα της παραδώσει ασθμαίνουσα η Πολιτεία που τρέχει τώρα. Πάνω στην σκυτάλη είμαστε γαντζωμένοι κι όλοι εμείς, άνεργοι και μη. Μη ακόμη άνεργοι.

Σκέψη στο περιθώριο
Έχει ανοιχθεί τραπεζικός λογαριασμός για την επόμενη Πολιτεία, για όταν μεγαλώσει.

Παρασκευή, Μαΐου 13, 2011

Μεγαλύτερο κι από το αίνιγμα της Σφίγγας

To be or not to be; that is the question.
Αν και πουθενά δεν υπάρχει ερωτηματικό, παρά άνω τελεία, ο στίχος του Σαίξπηρ θεωρείται ένα από τα κορυφαία ερωτήματα όλων των εποχών. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να υπάρχει ή να μην υπάρχει; Αυτές και άλλες πολλές μεταφραστικές εκδοχές, συμπληρώνονται με το «ιδού το ερώτημα». Σε άλλη απόδοση, «αυτό είναι το ζήτημα».
Ο «Αμλετ», και ιδίως η τραγική Οφήλια, (και όχι Οφηλία όπως την έχουμε μεταφέρει στη γλώσσα μας) ήταν χαρακτήρες συναρπαστικοί ήδη από την εφηβεία μου. Τι να περιμένει κανείς, άλλωστε, όταν ως παιδί θελγόμουν υπερβολικά από την «Τρελή μάνα» και τη «Φαρμακωμένη» του Σολωμού, αλλά και από τις ελληνικές παραλογές- με τόσο δράμα στο επίκεντρό τους.
Έχοντας απορρίψει πολύ νωρίς την ιδέα να γίνω γιατρός και μάλιστα παιδίατρος, διότι ναι, ήθελα να βοηθώ τα παιδάκια, όμως τρόμαζα στη θέα των υλικών της ανατομίας και εφρικίαζα στη σκέψη πως θα έπρεπε να εξασκηθώ σε σώματα νεκρών, το αποφάσισα: θα γινόμουν καθηγήτρια. Καθώς δεν μπορούσα να γιατρεύω τα παιδιά, θα «γιάτρευα» τις ψυχές τους, μεταδίδοντάς τους γνώση. Σε μια άλλη γλώσσα, όχι στην ελληνική, στην οποία πρέπει να πω ότι διέπρεπα: οι έλεγχοι και τα απολυτήριά μου είχαν, συνήθως, άριστα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, (αν και όχι και στα λατινικά), στην ιστορία, στην έκθεση- τότε τη μετρούσαμε ξεχωριστά. Προτίμησα την αγγλική, επειδή ήταν η γλώσσα του Σαίξπηρ.
Ετσι, η γλώσσα και η ιστορία της τέως θαλασσοκράτειρας, τέως κοσμοκράτειρας, της ξιπασμένης και σνομπ αλλά και πολυαγαπημένης αριστοκρατικής Μεγάλης Βρετανίας, έγινε το αντικείμενο των σπουδών μου. Ισως, καθόλου τυχαία, σκεφτόμουν εκ των υστέρων. Ηδη στα εννιά μου, θυμάμαι τον εαυτό μου στην πρώτη απόπειρα να διδάξει αγγλικά. Ήμασταν στο δημοτικό σχολείο Ωραιών, στην Εύβοια, όπου και έλαβα τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές μου, η δασκάλα έπρεπε να φύγει για λίγο, κι εγώ, για να απασχολήσω τους συμμαθητές μου, άρχισα να τους μαθαίνω το πρώτο βοηθητικό ρήμα που διδάσκεται κάποιος σε αυτή τη γλώσσα, το ρήμα to be.
Προφανώς, λοιπόν, μού άρεσε πολύ να μεταδίδω τις γνώσεις μου, και μάλιστα στην αγγλική. Και, όχι, δεν είχα σκοπό να γίνω σαν την «αγγλικού» του –τότε- εξατάξιου γυμνασίου. Θα ακολουθούσα ακαδημαϊκή καριέρα. Οπωσδήποτε!
Η έκφραση ΔΝΤ- Δεν Νομίζω Τάκη δεν υπήρχε τότε. Οι γονείς μου, με υποστήριζαν σε κάθε απόφαση. Οι αδερφές μου είχαν μοναδικό πρόβλημα τι θα γινόταν όταν θα έφευγα για μεταπτυχιακό- διότι θα το έκανα στην Οξφόρδη ή στο Καίμπριτζ. Αλλιώς, τι νόημα είχε; Πώς θα εύρισκα τα χρήματα για αυτές τις πολυέξοδες σπουδές, ήταν επουσιώδες. Κάποιο θαύμα θα γινόταν. Η πρώτη σχολή που δήλωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις, ήταν η αγγλική φιλολογία. Και, βέβαια, πέρασα με το παραπάνω.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει, έλεγαν οι πρόγονοι. Άρχισα να εργάζομαι ήδη από το δεύτερο έτος ώστε να μαζεύω χρήματα για τη συνέχεια των σπουδών. Ήμουν 19 ετών, όταν γνώρισα τον αείμνηστο- και αξέχαστο- Φίλιππο Βλάχο, που είχε τις περίφημες εκδόσεις «Κείμενα». Συνεργαζόμουν μαζί του, «παρτ τάιμ» όπως λέμε σήμερα, βοηθώντας τον όχι με αυτά που ήξερα, αλλά με αυτά που δεν ήξερα. Δηλαδή: ο εκδοτικός του οίκος διάφορα λαϊκά μυθιστορήματα περασμένων αιώνων, έμμετρα, (στυλ Ερωτόκριτου και Αρετούσας) στα οποία δική μου δουλειά ήταν να αριθμώ στίχους (αυτό το ήξερα) και να σημειώνω άγνωστες λέξεις (να, αυτό που δεν ήξερα). Ως μέση αναγνώστρια, ήμουν ένας δείκτης για το γλωσσάρι που θα ακολουθούσε στο τέλος του βιβλίου και θα βοηθούσε τον αναγνώστη να βρει την ερμηνεία λέξεων από ντοπιολαλιές, που αγνοούσε.
H επιμέλεια εκδόσεων για έναν φιλόλογο, έστω και εκκολαπτόμενο, είναι κάτι το εξαιρετικό. Τον φέρνει σε επαφή με κείμενα άλλων ανθρώπων, εξασκεί την παρατηρητικότητά του, τις γνώσεις του, την προσοχή του. Πλουτίζει τις εκφράσεις που αποδίδουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια κάτι σε μια γλώσσα ή σε μια μετάφραση. Ακονίζει το μυαλό του με λέξεις και φράσεις, με γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα. Μια ανακεφαλαίωση, δηλαδή, σε άλλο επίπεδο, όσων μαθαίνει στη σχολή και όσων θα μάθει μετά από αυτήν. Διότι, σας διαβεβαιώ. Γηράσκεις αεί διδασκόμενος.
Τα οικονομικά προβλήματα των «Κειμένων» με έσπρωξαν στο να βρω άλλη δουλειά. Έμαθα ότι ο «Ριζοσπάστης» αναζητά συντάκτρια για να καλύπτει τον τομέα του βιβλίου και δήλωσα υποψηφιότητα. Η θητεία μου στην ποίηση από τα 12 μου χρόνια και στην πεζογραφία από τότε που έμαθα να διαβάζω, ήταν ένα εφόδιο που εκτιμήθηκε και με προσέλαβαν.
Εδώ θα πρέπει να ανοίξω παρένθεση και να πω ότι καθόλου αυτοδίδακτη δεν ήμουν στον τομέα «λογοτεχνία». Ξεκίνησα με την καθοδήγηση της μητέρας μου και των αδερφών της, να εντρυφώ στην ομορφιά των βιβλίων που γράφτηκαν ή διασκευάστηκαν για παιδιά. Ντίκενς, Ουγκώ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Κρόνιν, Μαλό, Δουμάς. Ο Σαίξπηρ ήρθε σύντομα. Αν και, στα οκτώ μου χρόνια, έγραφα διαφορετικά το τέλος κάποιων βιβλίων. Όπως ο Ολιβέρ Τουίστ και το Χωρίς οικογένεια, έτσι και ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα έπρεπε να έχουν ευτυχισμένη κατάληξη. Στη φαντασία μου, λοιπόν, τα δυο ερωτευμένα παιδιά δεν πέθαιναν. Έπαιρναν κάποιο φάρμακο που τα έριχνε σε βαθύ ύπνο και μετά ξυπνούσαν και έβλεπαν απορημένα τις οικογένειές τους να θρηνούν, οπότε όλα γύριζαν από το κλάμα στο γέλιο. Κάτι σαν το «και μετά πήγαν όλοι μαζί στην ακρογιαλιά» της υπέροχης Ίλιας- Μελίνας Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή». Παιδική στάση απέναντι στα δύσκολα.
Λίγο πριν μπω στην εφηβεία, στα 12, ανακάλυψα την ποίηση μέσω του Διονυσίου Σολωμού. Με συντάραξε. Ανθολογίες Δημοτικών Ποιημάτων κυκλοφορούσαν άφθονες. Τα έμαθα κι αυτά απέξω. Στα 15 μου είχα τη χαρά να διασταυρωθώ με τη «Γενιά του ‘70». Αυτούς που σήμερα αποκαλώ παιδικούς μου φίλους. Τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, τον Θανάση Νιάρχο, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Βέη, τιμημένους πλέον με κρατικά και άλλα βραβεία. Εκείνοι μού γνώρισαν τη «Γενιά του ‘30» όπως και την παγκόσμια ποίηση. Κλείνει η παρένθεση.
Βλέπουμε πως όλα τα εφόδια που διαθέτει κανείς στη ζωή του, βοηθούν να γίνεται καλύτερος σε ό,τι επιλέγει ως ασχολία, ακόμη και ως βιοποριστικό επάγγελμα. Και μάλιστα, από την πείρα μου σας το λέω, μαθαίνεις καλύτερα κάποιον ειδικό τομέα που αγαπάς. Επειδή η γνώση κατακτάται σαν να είναι παιχνίδι. Με αυτό τον τρόπο, εμβαθύνεις σε θέματα που σε ενθουσιάζουν και δεν κάνεις αγγαρεία. Ο,τι κερδίζεις, το κερδίζεις με κέφι- άρα, προχωράς γρήγορα και αποτελεσματικά.

Οι νεαροί συντάκτες και τότε και τώρα δεν έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται μονάχα με το δικό τους ρεπορτάζ. Όταν είσαι «στραβάδι» κατά το κοινώς λεγόμενο, κάνεις ό,τι σου ζητήσουν. Από θέατρο, κινηματογράφο, λίγα εικαστικά, μέχρι και υπουργείο Πολιτισμού. Σε όλα σε βοηθούν οι γνώσεις σου, η γενική σου παιδεία. Αν δεν διαθέτεις, ζήτω που κάηκες. Θα πεις, ας πούμε, ενημερώνοντας τον αρχισυντάκτη σου, «έρχεται κάποιος Μπαρίσνικοφ» όπως είπε κάποτε νεαρή συνάδελφος. Αν εκείνος ξέρει ποιος είναι ο Μπαρίσνικοφ, θα εισπράξεις κατσάδα. Αν δεν ξέρει, θα την εισπράξεις την επομένη, που οι άλλες εφημερίδες θα το έχουν μεγάλο θέμα, γιατί δεν τον ενημέρωσες σωστά. Έτσι κι αλλιώς, δεν τη γλυτώνεις…
Φυσικά, έκανα και τα υπόλοιπα ρεπορτάζ και μάλιστα με χαρά. Αλλά καλύπτοντας τον δικό μου τομέα, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσά τους, κορυφαίος, ο Γιάννης Ρίτσος με τον οποίο δεθήκαμε με στενή φιλία. Χρόνια μετά τον θάνατό του έγραψα τη βιογραφία του, δουλειά που μου είχε, σε εισαγωγικά, αναθέσει τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας. Πρόσθετο κίνητρο να ασχοληθώ με την ποίησή του. Ακόμα ένα αντικείμενο για να εμβαθύνω μετά τον Σεφέρη (όχι, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, ήμουν μικρή όταν πέθανε, δεν είμαι μαθουσάλας και μη γελάτε, σας βλέπω). Στη συνέχεια, κατάφερα να συστηματοποιήσω τις γνώσεις μου για την ελληνική όπως και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ένα βήμα που είναι αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αν δεν έχει κάποιος φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο.
Η ζωή δεν είναι ποτέ όσο ρόδινη τη θυμόμαστε εκ των υστέρων. Εξ ου και μια ακόμη προσθήκη στα ήδη φορτωμένα καθήκοντά μου. Επρεπε να παρακολουθώ τους έκτακτους –όπως θα λέγαμε σήμερα τους συμβασιούχους- του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε και Επιστημών. Ανήκαν κατά πλειονότητα σε επιστημονικούς κλάδους, δηλαδή στους κλάδους των αρχαιολόγων και των μηχανικών.
Για να καλύπτεις αυτό το ρεπορτάζ πρέπει να είσαι εξοικειωμένος με την ορολογία, όπως και να έχεις στοιχειώδεις γνώσεις μυθολογίας, ιστορίας και περιοδολόγησης. Αλλοίμονό σου αν κάποιος σού πει ότι το τάδε μνημείο είναι ρωμαϊκό κι εσύ γράψεις ελληνιστικό. Μπορεί να φαίνεται μικρό το λάθος, αλλά το πρόβλημα προσωποποιείται αυτομάτως. Τον βγάζεις αγράμματο. Επομένως, μην περιμένεις άλλη είδηση. Και, ναι, περίμενε κατσάδα.
Η οίκοθεν παιδεία μου, χρειάστηκε κι εδώ. Όταν ξεκίνησα το σχολείο, ο πατέρας μου με είχε εφοδιάσει με ένα έργο περίφημο για τη δεκαετία του ’60, τη Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία του Ζαν Ρισπέν. Την έχω ακόμη, σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, πλάι σε εκείνη του Ι.Θ. Κακριδή, που απέκτησα αργότερα. Είχα επομένως μια πρώτη «θερμή» εισαγωγή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που μετατράπηκε σύντομα σε λατρεία για την ελληνική αρχαιότητα. Στη συνέχεια, διάβασα πολλά για το Βυζάντιο, όπως και για τη νεώτερη Ελλάδα. Όλα τα χρειάστηκα.
Περισσότερο, χρειάστηκα τα μαθήματα αρχαιολογίας από αγαπημένους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Ανάμεσά τους, ο Βασίλειος Λαμπρινουδάκης και ο Γεώργιος Κορρές. Τους συνάντησα και τους δύο κατόπιν, ιδίως όταν άρχισα να παρακολουθώ Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Εκεί μέσα, σε αυτές τις ατέλειωτες, πληκτικές συχνά συνεδριάσεις, εξασκούσα στην πράξη όσα είχα μάθει στο Πανεπιστήμιο. Χάρη σε αυτές τις γνώσεις, μπορούσα να στηρίξω τις θέσεις μου για τη σωτηρία κάποιων μνημείων (το άλφα και το ωμέγα κάθε… Κασσιανής, όπως αποκαλούμε τους εαυτούς μας οι συντάκτριες του ΚΑΣ). Χάρη σε αυτές, έμαθα περισσότερα, κατάφερα να αποκτήσω άποψη για το σοβαρό και το μη σοβαρό, για το πρωτεύον και το δευτερεύον. Ιδίως όταν πια είχα μεγαλώσει, ωριμάσει και αναγκαστεί να αλλάξω εφημερίδα, μετά από μια τραυματική κομματική διάσπαση.
Στο «Εθνος» διαδέχτηκα με δική της πρόταση, την συνάδελφο Σοφία Ταράντου, που είναι και αρχαιολόγος, και θρύλος για τις επιτυχίες της, στο αρχαιολογικό ρεπορτάζ. Εκείνη κράτησε την υψηλή εποπτεία και την ευθύνη του καλλιτεχνικού τμήματος. Ένας παραπάνω λόγος, να βγάλεις ασπροπρόσωπους τους ανθρώπους, είναι όταν σε εμπιστεύονται.
Εδώ και μερικά χρόνια, το διαδίκτυο εισέβαλε στη ζωή μας. Τότε, μου χρειάστηκαν και τα αγγλικά μου όσο ποτέ άλλοτε. Χάρη σε αυτά, ενημερωνόμουν και ενημερώνομαι για τα διεθνή επιτεύγματα στον τομέα της αρχαιολογίας, αλλά και για την πρώτη και παντοτινή μου αγάπη, τη λογοτεχνία. Επίσης, μαθαίνω όλες τις ειδήσεις σε χρόνο- αστραπή, τόσο αντίθετο με τους «αρχαιολογικούς χρόνους» όπως λέμε σατιρίζοντας τους σεβαστούς αρχαιολόγους, οι οποίοι συνήθως δεν δείχνουν να βιάζονται.
Αυτό που διδάχθηκα κατά βάση από την αρχαιολογία, είναι να τιμώ να αγαπώ και να προασπίζω τα έργα των ανθρώπινων χεριών, που έχουν μέσα τους κομμάτι από τη ζωή και κυρίως την ψυχή των ανθρώπων. Κατ’ επέκταση, τις ιδέες τους.
Αυτό που διδάχθηκα από τη λογοτεχνία, είναι να θυμάμαι πως η ζωή είναι πιο πολύχρωμη και τολμηρή από όσο μπορεί να συλλάβει οποιοσδήποτε τεχνίτης του λόγου, αλλά ότι εκείνοι τη λαμπρύνουν με τρόπο μοναδικό.
Εμαθα από όλη μου την επαγγελματική ζωή, γιατί, επαναλαμβάνω, πρέπει να γηράσκεις αεί διδασκόμενος, ότι όσα πιο πολλά γνωρίζεις τόσο πιο βέβαιος είσαι πως αυτό που γράφεις είναι κοντά στην αλήθεια. Αν και, όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο περισσότερο αμφιβάλλεις. Όμως αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Επίσης έμαθα να κοιτάζω καλύτερα τα «σημάδια». Όχι, λοιπόν, η πρώτη μου εκδήλωση επαγγελματικού ενδιαφέροντος, δεν υπήρξε η αυτοσχέδια διδαχή αγγλικών στον μαυροπίνακα μιας τάξης δημοτικού σχολείου. Λίγους μήνες πριν, τον χειμώνα που μόλις είχε περάσει, είχε γίνει το ναυάγιο της Φαλκονέρας. Είναι μια νησίδα κάπου στο Αιγαίο πέλαγος, στην οποία προσέκρουσε οχηματαγωγό πλοίο που εκτελούσε το δρομολόγιο Ηράκλειο- Πειραιάς κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Πολλοί νεκροί. Πολύς θρήνος. Και εγώ, που μόλις είχα μάθει να διαβάζω, ξεκοκάλιζα όλες τις εφημερίδες που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την ημέρα. Μερικές τις είχα δανειστεί, άλλες τις είχα αγοράσει με το πενιχρό χαρτζιλίκι. Το ίδιο έκανα από τότε σε κάθε μεγάλο γεγονός, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το 1973, Διάβαζα ό,τι κυκλοφορούσε και αναφερόταν στο θέμα. Είναι προφανές, πως η δημοσιογραφία, την οποία δεν μπορούσα να ορίσω στην ηλικία των επτά ετών ως επάγγελμα, μου άπλωνε από τότε το χέρι. Η συνεργασία με τη «Διάπλαση των Παίδων» στα 12, ξεκίνησε από την περιέργειά μου να δω πώς είναι ένα κείμενό σου όταν τυπώνεται. Τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;

Ξεκίνησα με το to be or not to be και με αυτό θα κλείσω. Χάρη στη δημοσιογραφία, κατάλαβα το βαθύτερο νόημά του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι προσγειώνεται στο Ελληνικό, στο τότε αεροδρόμιο της Αθήνας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο ρώσο ηθοποιό, που έχει παίξει, όπως και ο σερ Λόρενς Ολιβιέ, τον καλύτερο κινηματογραφικό «Αμλετ». Στη συνέντευξη που ακολουθεί επιτόπου, ο Σμοκτουνόφσκι μου αποκαλύπτει: μεγαλώνοντας σιγά- σιγά έμαθα να αντικρίζω αλλιώς τα πράγματα, να πηγαίνω στον πυρήνα των πραγμάτων. Κατάλαβα, ας πούμε, ότι το to be or not to be δεν είναι ερώτημα. Είναι αίνιγμα.

Και έτσι, κατάλαβα κι εγώ γιατί είχε δώσει έναν τόσο υπέροχο Αμλετ. Και επίσης, πόσο τυχερή ήμουν για το επάγγελμα που είχα διαλέξει.


*Το κείμενο διαβάστηκε σε ημερίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεππιστημίου Ιωαννίνων, που έγινε την προηγούμενη Τρίτη, με τίτλο "Και μετά το πτυχίο, τι;". Δεν μπόρεσα να το παρουσίασω, λόγω ανυπέρβλητης δυσκολίας. Και από εδώ, ευχαριστώ για την πρόσκληση.

Τετάρτη, Μαΐου 11, 2011

Η μαμά μου είναι ανισόρροπη

Νοέλ Μπάξερ
Από τα κείμενά της για την ανεργία

Το ρολόι της μαμάς σου, χρυσό μου, ήταν σεταρισμένο με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Το 1/3 της ημέρας της + χρόνος μεταφοράς ήταν δοσμένο στον εργοδότη της. Το άλλο 1/3 και βάλε ήταν αφιερωμένα σε σένα και τον μπαμπά. Και ό,τι περίσσευε για ύπνο. Αυτό οι μεγάλοι το λέμε «ισορροπία». Ισορροπία στο σκοινί αλλά η μαμά είναι τέλεια ακροβάτης! Όχι ... δεν δούλευε σε τσίρκο ... άσ’ το το πού δούλευε!

Λοιπόν, αυτό το 1/3 της δουλειάς τώρα, λίγο χιλιομαδημένο από την χρήση, της το έδωσαν πίσω και της είπαν «κάν’ το ό,τι θες. Εμένα δεν μου χρειάζεται άλλο». Αυτό το 1/3 του χρόνου της είναι που κρατάει αυτές τις μέρες στα χέρια της η μαμά σου και δεν έχει πολύ χώρο η αγκαλιά της και για σένα. Θα πρέπει να περιμένεις να το ακουμπήσει κάπου και, αν θέλεις αυτό να γίνει πιο γρήγορα, θα πρέπει, ματάκια μου, να τη βοηθήσεις.

Φαντάσου το έτσι, για να παίξουμε, ότι το 24ωρο της εργαζόμενης μητέρας είναι μια τραμπάλα. Στη μια θέση η οικογένεια, απέναντί της η δουλειά. Οικογένεια και δουλειά τόσα χρόνια έκαναν τραμπάλα μια χαρούλα. Πέρναγε ο καιρός. Μία η οικογένεια ψηλά στον ουρανό και η δουλειά στα κάτω της, μία αντίθετα, η οικογένεια έτρωγε το χώμα. Μέχρι που η Δουλίτσα κατέβηκε από την τραμπάλα κι έφυγε και δεν υπάρχει άλλο παιδάκι στις κούνιες τώρα. Τι να κάνουμε; Να κλαίμε; Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε πέρα από λουλουδάκια να μαδάμε στα παρτέρια; Δεν υπάρχουν άλλες Δουλίτσες, ε, μέχρι να ‘ρθουν, κάτι άλλο ωραίο θα βρούμε για να περάσουμε τον χρόνο μας!

Αυτό, το τι θα κάνουμε τώρα, μόνοι μας, χωρίς τη δουλειά της μαμάς, έλα να το βρούμε μαζί. Θέλω να με βοηθήσεις να φτιάξουμε τη μέρα της μαμάς από την αρχή, κρατώντας το 1/3 της Δουλίτσας για πάρτη μας. Μην είμαστε χαζοί. Εάν, τότε, περνάγαμε καλά με τον χρόνο που είχε η μαμά για την οικογένειά της, θα περάσουμε δυο φορές καλά τώρα που έχει δυο φορές χρόνο!

Μην κρίνεις τη μαμά με το πώς είναι αυτές τις μέρες, καρδούλα μου. Την σκούντησαν στη δουλειά και παραπατάει. Θα ξαναβρεί την ισορροπία της. Θέλει τον χρόνο του το πράγμα. Εσύ, όταν ματώνεις το γόνατό σου, θυμάσαι πόσες μέρες μετά μού ζητάς τσιρότα; Στο τέλος όμως πάντα γίνεσαι καλά! Σου μένει σημάδι, αλλά είσαι καλά. Έτσι θα συμβεί και με τη μαμά!

Σκέψη στο περιθώριο
Ο μπαμπάς σου να δεις, χρυσό μου, πόσο θα ήταν ανισόρροπος!

Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011

Δύσκολες ερωτήσεις

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία



- Πού εργάζεσαι τώρα;
- Με τι ασχολείσαι;
Εύκολες ερωτήσεις, πόσο δυσκολέψατε!

Αντιστραφήκατε σαν κέρμα, παλιά τα πηγαίναμε θαυμάσια. Χαιρόμουν να σας ρωτούν για να έχω τη χαρά να απαντώ. Να μιλώ για τον εαυτό μου με καλά λόγια. Να φουσκώνω λίγο τα επιτεύγματα υπονοώντας υπερθετικούς βαθμούς. Μου άρεσε να μετρώ το μέγεθός μου σε μάτια που διαστέλλονταν για να με χωρέσουν.

Με το που μπαίνατε στο στόμα του συνομιλητή μου, με το που ξεμυτούσε εκείνο το «πού εργ...», μου κλείνατε το μάτι. «Εμπρός», ήταν σαν να μου λέγατε, «πες τα όλα και όμορφα!».

Εύκολες ερωτήσεις, γιατί μου δυσκολέψατε;

Τι συνέβη ξαφνικά και μου γυρίσατε; Πού πήγε ο καλός ο λόγος σας; Πού πήγε ο καλός μου εαυτός;

Χάλασε η παρέα, δεν τα πάμε καλά τώρα, έτσι; Μου γυρίσατε και σας γυρίζω κι εγώ την πλάτη, τάχα δεν σας ακούω. Ατυχία, πέσατε μαζί με τα κρεσέντο στο πικ-απ, νομίζω πως άκουσα το κουδούνι, κάποιος που δεν διψάει μου ζητάει νερό, ένας αόρατος αγκώνας με σκούντησε στο πλάι, λυπάμαι δεν σας άκουσα.

Θα τα ξαναπούμε, ερωτήσεις, δεν θα χαθούμε. Μην χαθούμε! Θα το ‘θελα να ξαναβρεθούμε, θα το ‘θελα πολύ. Κάποια μέρα να συναντηθούμε σε κάποια χείλη. Ξέρω πού συχνάζετε, μπορώ και διαβάζω τα χείλη, αλλά δεν έρχομαι να σας βρω. Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.

Η νέα μου γειτονιά μιλάει για τον καιρό. Θα σας ξαναέρθω όμως, σας επιθύμησα κι ας είστε παλιοερωτήσεις. Κρατήστε μου μια θέση, ένα σκαμπό, κάτι, δεν θέλω ορθοστασία. Δεν θέλω να είμαι πια ψηλή. Είμαι πλέον ταπεινή.

Μην συνεχίζετε να με ταπεινώνετε, κακούργες ερωτήσεις. Ας ξαναγίνουμε παλιόφιλοι.

- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;
Δεν θα μπορούσαμε να τα πάμε χειρότερα! Παλιοερωτήσεις, δεν βάζετε μυαλό!

Σκέψη στο περιθώριο
Τι να κάνω που δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον καιρό;

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

Τον θάνατο αψηφούσαν

Πόση δύναμη μπορεί να έχει ένα τραγούδι; Τόση ώστε ανάμεσα στη μουσική και τους στίχους να μπαίνουν τα τανκς. Να απαγορεύεται δια ροπάλου (κυριολεκτικά) να παίρνει ο εξόριστος Μίκης Θεοδωράκης αλληλογραφία στη Ζάτουνα. Πάνω απ' όλα: να μην πάρει, με όποιο τίμημα, γράμμα από τον Γιάννη Ρίτσο (επίσης εξόριστο, σε κατ' οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι Σάμου) . Μη τυχόν και του στείλει στίχους για μελοποίηση. Τέλη της δεκαετίας του '60. Η πατρίδα στη νύχτα της χούντας των συνταγματαρχών. Ο λαός υπό διωγμό. Ακόμα περισσότερο, οι αγωνιστές του.

«Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους ανάμεσα στη μουσική μου και την ποίηση του Ρίτσου» έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Βεβαίως, τίποτα δεν κατάφεραν. Το μήνυμα του Μίκη προς τον ποιητή, που έφυγε από ένα τμήμα μεταγωγών και πέταξε από στόμα σε στόμα συγκρατουμένων, έφτασε στον αποδέκτη του. Και τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», γραμμένα κάποια Πρωτομαγιά στην εξορία, κολύμπησαν από τη Σάμο και μέσω της Νανάς Καλλιανέση, της Σύλβας Ακρίτα, της Μαρίας Δεληβορριά, της Αμαλίας Φλέμινγκ και άλλων γενναίω ν γυναικών (και ανδρών) κατέπλευσαν στο Παρίσι, στον -πάντοτε εξόριστο- Μίκη. Και από εκεί, ακούστηκαν σε όλη τη Γη, σε συναυλίες διαμαρτυρίας που ξεσήκωναν φιλελληνικά κύματα.

Πολλές πρωτομαγιές μετά, και πάνω από έναν αιώνα μετά την, επίσης πρωτομαγιάτικη, γέννηση του ποιητή (1/14 Μαΐου του 1909) σκέφτομαι πως ο Μάης έχει ενώσει τους δυο τους πολλαπλά. Από την Επανάσταση που γιορτάζεται με το ξεκίνημά του, μέχρι τον υπέροχο Επιτάφιο, πρώτο σμίξιμο μουσικής και ποίησης Θεοδωράκη- Ρίτσου και άλλα πολλά, τα οποία κανείς εκτός από τους πρωταγωνιστές δεν μπορεί να συλλάβει. Η Συμπαντική Αρμονία του ενός, βρήκε την Αέναη Κίνηση του άλλου και δέθηκαν εφ' όρου ζωής και εφ' όρου μοναδικής τέχνης. Δεν είναι τυχαίο που ο Μίκης θεωρεί «θεμέλια της μουσικής» του τον Επιτάφιο τη Ρωμιοσύνη και τα Λιανοτράγουδα. Ούτε είναι τυχαίο το ψυχικό του δέσιμο με τον ποιητή για τον οποίο λέει: «ήταν ένας στοχαστής που θαύμαζα και ένας πολίτης που μοιράστηκα μαζί του ιδέες, φιλία, αγώνες και δοκιμασίες.»
Εν τέλει, η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι απλώς ένας από τους πυλώνες της μουσικής του Θεοδωράκη. Αυτή η ποίηση και αυτή η μουσική αποτελούν κορυφαίες εθνικές συναντήσεις, σε καιρούς που τις χρειάζεται η πατρίδα. Δεν ξεχνώ τις «Γειτονιές του κόσμου» αλλά και δεν εξαιρώ την «Εβδόμη συμφωνία», την και «Εαρινή» αποκαλούμενη. Κι αυτά τα έργα, κάποιες εθνικές επιταγές ήρθαν να εκπληρώσουν: της λεβεντιάς, της ομορφιάς και της αγάπης. Της αντίστασης, της επιμονής. Της αποφασιστικότητας. Της θυσίας.

Πρωτομαγιά του 2011, θα έπρεπε να μιλήσουμε για το πώς γράφτηκε ο Επιτάφιος και πώς μελοποιήθηκε (συγκλονιστικές ιστορίες και οι δυο) για τη μελοποίηση της Ρωμιοσύνης (ακόμα μια στιγμή που γεννά μύριες συγκινήσεις). Όμως, στο ζοφερό κλίμα των ημερών, ίσως είναι καλύτερο να σταθούμε σε ένα από τα Λιανοτράγουδα, γραμμένο, λες, για να παρουσιάσει τους δυο τους. Είναι το έβδομο, με τίτλο «Δε φτάνει»:

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

Ετσι ακριβώς, σεμνός και λιγομίλητος ο Γιάννης Ρίτσος εθαύμαζε τη ζωή και την πλάση. Ετσι, σεμνός και λιγομίλητος, ο Μίκης Θεοδωράκης, εξακολουθεί να τις θαυμάζει. Κι όταν ερχόταν το Κακό και σκέπαζε τον ουρανό της πατρίδας, εκείνοι που «'φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι» (στεγνά γιατί τα έδωσαν όλα στον Αγώνα, δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους) έπαιρναν ο καθένας το δικό του καριοφίλι και ξεκινούσαν νέες μάχες. Καπετάνιοι της ελευθερίας και των ψυχών μας. Γι' αυτό και κορυφαίοι στην τέχνη και στη ζωή μας.
Να τραγουδήσουμε, λοιπόν, και πάλι τα τραγούδια που έκαναν τον λαό μας να αψηφά τον θάνατο. Να πούμε και πάλι τις στροφές με τις οποίες αγωνιστήκαμε, οργιστήκαμε, ξεσηκωθήκαμε, διαδηλώσαμε, ονειρευτήκαμε, ερωτευθήκαμε, διασκεδάσαμε. Να ξυπνήσουμε εκείνες τις υπέροχες μνήμες των ανθρώπων που

«όταν χορεύαν στην πλατεία μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια»
Των ανθρώπων που
«δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.»

Που ποτέ δεν μπορούσαν «να μην αγαπούν, να μη θέλουν, να μη σκοτώνονται». Μεγάλες λέξεις. Ναι, μεγάλες. Σαν τον ίσκιο του Γιάννη Ρίτσου. Σαν την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνων που κάθε πρωί «κουβαλούσανε τον θάνατό τους στους ώμους τους» για να μας δώσουν την ελπίδα. Ας κρατηθούμε κι εμείς από το τραγούδι και από την πράξη τους. Τα μόνα στέρεα στο απύθμενο χάος.

Δημοσιοποιήθηκε από το σάιτ της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών

Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011

Όταν μεγαλώσω θα γίνω άνεργος σαν τον μπαμπά και την μαμά

Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία


Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ξεκινάει από το σπίτι του παιδιού. Η δουλειά του μπαμπά και της μαμάς είναι τα πρώτα επαγγέλματα που το παιδί γνωρίζει σε βάθος. Εάν μάλιστα αντιληφθεί ότι πρόκειται για «σπουδαία» επαγγέλματα, από τον παιδικό σταθμό κιόλας δηλώνει ότι θα γίνει το ίδιο όταν μεγαλώσει. Αναζητώντας το μερτικό από την χρυσόσκονη που του αναλογεί στην οικογενειακή μερίδα.

Πιο σημαντικό από το όνομα του επαγγέλματος νομίζω πως είναι η «υπόσταση» επαγγέλματος. Από τότε που το παιδί γεννιέται σχηματίζει εικόνες με τα φανερά πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δουλειάς που «έρχεται στο σπίτι». Το παιδί ανέργων είναι προφανές πως μη έχοντας ανάλογες προσλαμβάνουσες στερείται της δυνατότητας αυτής.

Τα παιδιά με την μέθοδο του παζλ, ξεκινώντας με παζλ για νήπια, εκείνα με τα μεγάλα κομμάτια, και συνεχίζοντας με όλο και μικρότερα κομματάκια, σιγά-σιγά συνθέτουν, χρόνο-χρόνο αναπτύσσουν, σταδιακά ολοκληρώνουν και, τέλος, αποκαλύπτουν την εικόνα του επαγγέλματος του γονέα. Που τους αρέσει και την κορνιζάρουν στο μυαλό τους με το μελλοντικό τους πτυχίο, ή δεν τους αρέσει και δεν ξανασχολούνται.

Εννοείται πως η εικόνα του επαγγέλματος του γονέα δεν έχει να κάνει μόνο με εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το επαγγελματικό ντύσιμο και το «πώς» («διαφορετικά») μιλάμε στο τηλέφωνο. Αόρατα κομμάτια παζλ συνθέτουν την εικόνα μιας άυλης εργασιακής συμπεριφοράς: του πνεύματος του συγκεκριμένου επαγγέλματος και της εργασιακής αύρας ανεξαρτήτως επαγγέλματος.

Το παιδί ανέργων δεν έχει εικόνα. Δεν μπορεί να παίξει παζλ.

Η ικανοποίηση της εργασίας και η χαρά της επαγγελματικής προόδου ανήκουν βέβαια κι αυτά στο παζλ που το παιδάκι ανέργου δεν μπορεί να δει. Δεν τα ξέρει, δεν αναζητάει να τα μιμηθεί «μεγάλος» αφού δεν ξέρει να τα αναζητήσει, αγνοεί πώς να τα χειριστεί αργότερα ως ενήλικας. Μια ολοφάνερη δυσκολία το περιμένει όταν με την πρώτη του δουλειά τού ζητηθεί να συμπεριφερθεί ως «εργαζόμενος». Ξεκινώντας από τα βασικά, όπως να μπει σε σφιχτό εργασιακό πρόγραμμα ενώ είναι μαθημένος ο χρόνος να τρέχει ελεύθερος. Ή ουρανοκατέβατα να του τεθούν από την μια στιγμή στην άλλη αυστηρές προθεσμίες, στον ευέλικτο τρόπο ζωής που έμαθε από το σπίτι του.

Για το παιδί εργαζόμενου, όμως, αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι του παζλ. Του δόθηκε στο χέρι ως απάντηση όταν ρώτησε «μπαμπά και μαμά, γιατί να πάτε σήμερα πάλι στη δουλειά και δεν κάθεστε σπίτι να παίξουμε;».

Το παιδάκι αυτό πλεονεκτεί και σε κάτι άλλο ανήκοντας σε εργασιακή οικογένεια. Έχει μεγαλύτερη ευκαιρία από τον «συμμαθητή με άνεργο γονέα» να αξιοποιηθούν από μικρή ηλικία κλίσεις και χαρίσματα. Το καθοριστικό για το μέλλον αυτού του τυχερού παιδιού είναι ότι την ευκαιρία αυτή να ανακαλυφθούν και αξιοποιηθούν οι κλίσεις και τα χαρίσματά του εν υπνώσει, την έχει και ο γονέας του παιδιού και μπορεί να χρηματοδοτήσει την αφύπνισή τους.

Κι αν όλα αυτά θεωρηθούν λόγια και μελλούμενα, ας μην πάμε μακριά, ας πάμε μια βόλτα σε ένα τυχαίο θεατρικό παιχνίδι στον παιδικό σταθμό της γειτονιάς. Το παιδάκι ανέργου ξεχωρίζει από τα «άλλα» της ομάδας γιατί, στερούμενο άλλων επαγγελματικών μοντέλων, επιλέγει μόνιμα να παίζει «τη δασκάλα» και «τον παιδίατρο». (Εκτός αν η δασκάλα και ο παιδίατρος είναι οι γονείς του.)

Τον χειρότερο ρόλο σε αυτό το θεατρικό παιχνίδι θα τον έχει το παιδάκι που θα πει πως θα παίξει τον άνεργο «όπως ο μπαμπάς και η μαμά». Εκτός από το ότι δεν θα έχει τι να παίξει στην παντομίμα, θα κατηγορηθεί πως στερείται φαντασίας.

Κι αν δεν μας κάνει κόπο να πάμε λίγο μακρύτερα από τον παιδικό σταθμό της γειτονιάς, ας πεταχτούμε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση και πιο προχωρημένη κοινωνική υποδομή για τους ανέργους, κι ας ρωτήσουμε «τι έγιναν όταν μεγάλωσαν» τα παιδιά των «μόνιμων» ανέργων.

Επιστρέφοντας στα δικά μας, ας επιστρέψουμε με ένα γεγονός:

Όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, αυξάνεται η ευθύνη της κοινωνίας να ετοιμάσει τους αυριανούς της εργαζόμενους. Ώστε τα παιδιά, ιδιαίτερα των χρόνιων ανέργων, να λάβουν εκτός σπιτιού (αναγκαστικά) την εκπαίδευση του άρτια προετοιμασμένου εργαζόμενου.

Και του ισότιμα προετοιμασμένου εργαζόμενου. Που θα παραλάβει ως παιδάκι την σκυτάλη ενός Κράτος-Δικαίου και θα την τρέξει ως ενήλικας στην επόμενη γενιά του.

Τέλος, (τέλος;), όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, μόνο στην κοινωνία μένει να «διαβεβαιώσει» τα παιδιά ανέργων ότι όταν μεγαλώσουν δεν θα γίνουν άνεργα σαν τον μπαμπά και τη μαμά.

Σκέψη στο περιθώριο
Όσο η ανεργία στη χώρα μας υπολογίζεται με λάθος αριθμούς, ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία είναι λάθος.