Το αντέγραψα αυτούσιο από το ιστολόγιο της Αλεφ και του Μόχα, δηλαδή το Γκόλεμ, γιατί δεν μπορώ να τα πω καλύτερα. Λοιπόν, έχουμε και λέμε:
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΝΕ ΘΕΑΤΡΟ
Ο ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ διοργανώνει:
Θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση με αφορμή
τα βιβλία της Ελένης Γκίκα και τις μουσικές της Αναστασίας Παπαδημητρίου
με τίτλο «Υγρός Χρόνος».
Παραστάσεις: Σάββατο 31/1, Κυριακή 1/2, Σάββατο 7/2 και Κυριακή 8/2,
Ώρα: 21:00 μ.μ.,
στον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ, Σόλωνος 124, Αθήνα
Μια νέα πρόταση από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ και τον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ για την παρουσίαση λογοτεχνικών βιβλίων, συνδυάζοντας κείμενα, μουσική και τραγούδια.
Με αφορμή την έκδοση του καινούριου βιβλίου της Ελένης Γκίκα με τίτλο «Υγρός Χρόνος», οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ οργανώνουν θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση που βασίζεται σε μονολόγους των τελευταίων της βιβλίων.
Λίγα λόγια για την παράσταση: Μια γυναίκα και ένας άντρας με καρμικό παρελθόν, συναντιούνται στο Νησί των Λωτοφάγων. Με συνέπειες ανεξέλεγκτες, και το αίνιγμα να ανήκει για πάντα στο παρελθόν ή στον άλλον. Εξάλλου, το ποίημα της ζωής μας είμαστε πάντοτε εμείς. Ακόμα και όταν προσποιηθούμε πως τ’ αγνοούμε. Μια ιστορία ηδονής και οδύνης. Αυτογνωσίας και αναζήτησης. Με ένα φινάλε ανοιχτό σαν ζωή, διαφορετικό για τον καθένα. Μια ιστορία αναπόφευκτη, ερωτικά εμμονική, χρέος.
Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης που θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά σε κοινό, έχει γράψει η Αναστασία Παπαδημητρίου, πάνω σε ποιήματα και στίχους των ποιητών: Νάνου Βαλαωρίτη, Φώτη Αγγουλέ, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Ζακ Πρεβέρ (μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος), Ελένης Γκίκα, Μάρως Βαμβουνάκη και Άννας Παπαδημητρίου.
Μετά την παράσταση ακολουθεί μουσικό αφιέρωμα στους Μ.Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη.
Συντελεστές της παράστασης
Δραματοποίηση κειμένων - σκηνοθεσία: Μελίνα Παπανέστορος
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντινίδης
Παίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Κωνσταντινίδης (πιάνο-βιολί), Σπύρος Κοντάκης (κιθάρα)
Παίζουν οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες: Γιώργος Γεωγλερής, Θάνος Πολύδωρας και Αθηνά Χειλιοπούλου
Τραγουδούν: Πένυ Ξενάκη, Θάνος Πολύδωρας, Αθηνά Χειλιοπούλου
Κατά τη διάρκεια της παράστασης θα προβάλλεται φωτογραφικό υλικό σχετικό με την παράσταση της Χαράς Μπιρμπίλη – Παπαδημητρίου.
Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις στα τηλέφωνα: 210 3837667, 210 3837540, τιμή εισιτηρίου: 15 ευρώ
Τετάρτη, Ιανουαρίου 28, 2009
Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2009
Γιάννης Ρίτσος, «Μόνος, με τη δουλειά του»
Είχες πολλά να εκτιμήσεις στον Γιάννη Ρίτσο. Ανάμεσά τους και την εργατικότητά του. Το «επιούσιον ποίημα» ήταν για εκείνον μια ανάγκη όπως δείχνουν οι ημερομηνίες κάτω από κάθε χάραγμά του στο σώμα της ποίησης. Δεν έκρυψε ποτέ πως ήταν πολυγράφος. Αντίθετα, σεμνυνόταν για την παραγωγή του. Στο «Οχι μονάχα για σένα» από το «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων», γράφει:
«Κάθουμαι, λοιπόν, εδώ, άντικρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ’ ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τ’ άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύουμαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ’ την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω, όχι μονάχα για σένα και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες, γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο «πολυγράφος», ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς τού ανοίγουν,- κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ’ την ευτυχία της γ λ ώ σ σ α ς, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μια ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ, είπα.»
Με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη. Με αφοσίωση νεαρού, βαθύτατα ερωτευμένου με το αντικείμενο του πόθου του. Με τη μαστοριά έμπειρου τεχνίτη. Με την αμφιβολία και τη σιγουριά να παλεύουν μέσα του. Αλλοτε με «πρέπει» κι άλλοτε χωρίς.
Πότε με τη βεβαιότητα πως μιλά ή θέλει να μιλήσει σε ολόκληρο τον κόσμο (απόρροια και της δημοκρατικής του ιδεολογίας και της ιδιοσυγκρασίας του) πότε με την επίγνωση πως όλα αυτά γίνονται λόγω της εσωτερικής του ανάγκης και μόνο, η οποία είναι, μονίμως, παντοδύναμη. Στο ποίημα «Μόνος, με τη δουλειά του», από την πρώτη σειρά των «Μαρτυριών», γράφει:

Αυτή τη βροχερή μέρα του χειμώνα, που δεν ήθελα να δουλέψω, θυμήθηκα τον ποιητή. Και ανακάλεσα, ζητώντας νοερά άπειρες συγγνώμες.
«Κάθουμαι, λοιπόν, εδώ, άντικρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ’ ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τ’ άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύουμαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ’ την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω, όχι μονάχα για σένα και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες, γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο «πολυγράφος», ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς τού ανοίγουν,- κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ’ την ευτυχία της γ λ ώ σ σ α ς, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μια ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ, είπα.»
Με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη. Με αφοσίωση νεαρού, βαθύτατα ερωτευμένου με το αντικείμενο του πόθου του. Με τη μαστοριά έμπειρου τεχνίτη. Με την αμφιβολία και τη σιγουριά να παλεύουν μέσα του. Αλλοτε με «πρέπει» κι άλλοτε χωρίς.
Πότε με τη βεβαιότητα πως μιλά ή θέλει να μιλήσει σε ολόκληρο τον κόσμο (απόρροια και της δημοκρατικής του ιδεολογίας και της ιδιοσυγκρασίας του) πότε με την επίγνωση πως όλα αυτά γίνονται λόγω της εσωτερικής του ανάγκης και μόνο, η οποία είναι, μονίμως, παντοδύναμη. Στο ποίημα «Μόνος, με τη δουλειά του», από την πρώτη σειρά των «Μαρτυριών», γράφει:

Αυτή τη βροχερή μέρα του χειμώνα, που δεν ήθελα να δουλέψω, θυμήθηκα τον ποιητή. Και ανακάλεσα, ζητώντας νοερά άπειρες συγγνώμες.
Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009
Ωραία (δεν) τιμούν τη Διδώ Σωτηρίου!
Με τον χειρότερο δυνατό τρόπο η ελληνική πολιτεία ετοιμάζεται να γιορτάσει- ή μάλλον να μη γιορτάσει- τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου. Ενα μήνα πριν, οι αρμόδιοι φορείς του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν προγραμματίσει μέχρι στιγμής τίποτα για να σημειώσουν την επέτειο, ενώ το υπουργείο Παιδείας κρατά στις αποθήκες 110.000 αντίτυπα του βιβλίου «Ματωμένα χώματα» ελλείψει, όπως λέει, σχολικών βιβλιοθηκών.
Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της συγγραφέως στο Αϊντίνι της Μικράς Ασίας. Η Διδώ Σωτηρίου περιέγραψε με δυνατό τρόπο την καταστροφή της Σμύρνης αλλά και υπήρξε πάντοτε παρούσα στο «γίγνεσθαι» των καιρών. Αν και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από την επέτειο, κανείς φορέας του ΥΠΠΟ δεν έχει αναγγείλει κάποια μεγάλη εκδήλωση. Η έλλειψη χρημάτων, που είναι υπαρκτή, δεν μπορεί σίγουρα να αποτελέσει άλλοθι. Περισσότερο είναι θέμα βούλησης και λιγότερο θέμα οικονομικών πόρων.
Αλλά και το υπουργείο Παιδείας συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Πέρσι την άνοιξη, μετά από τις διαμάχες που είχαν ξεσπάσει με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, το υπουργείο είχε μοιράσει στα σχολεία 110.000 αντίτυπα. Μάρτιο τα μοίρασε, Μάιο τα μάζεψε και μετά τα καταχώνιασε στις αποθήκες, ελλείψει σχολικών βιβλιοθηκών.
Είναι βέβαιο ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πρόλαβαν να το διαβάσουν. Ακόμα και εκείνα που το διάβασαν, όμως, δεν θα έπρεπε να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους προκειμένου να το ξαναδιαβάζουν όποτε το επιθυμούν αντί να βρίσκεται στοιβαγμένο σε αποθήκες;
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, ο Νίκος Μπελογιάννης, ανιψιός της αξέχαστης συγγραφέως, με την ιδιότητα του γενικού κληρονόμου της, απέστειλε στον υπουργό Παιδείας επιστολή, ζητώντας του να γνωστοποιήσει τις προθέσεις του επί του τι πρόκειται να γίνει σχετικά με το βιβλίο, ώστε να αποκατασταθεί «η επελθούσα προσβολή στο πρόσωπο και τη φήμη της συγγραφέως». Αν και ο υπουργός άλλαξε, υποτίθεται ότι το κράτος έχει συνέχεια, και έπρεπε να έχει απαντήσει ο κ. Σπηλιωτόπουλος.
Οι 40 ημερολογιακές ημέρες που αποτελούν όριο για κάθε δημόσια αρχή έχουν παρέλθει, αλλά απάντηση δεν υπάρχει, οπότε αναμένεται να ακολουθήσουν άλλες αντιδράσεις. Ο Νίκος Μπελογιάννης σημειώνει πως η απόφαση του τέως υπουργού Ευριπίδη Στυλιανίδη για αποθήκευση του βιβλίου στην ουσία μεταφράζεται σε «αχρήστευσή του». Υπογραμμίζει πως με τον τρόπο αυτό «απαξιώνεται το έργο της Διδώς Σωτηρίου από την επίσημη πολιτεία».
Ευτυχώς, η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει λάβει τα μέτρα της για την επέτειο. Από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες ένα βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου με προσωρινό τίτλο «Στο ξεκίνημα του ψυχρού πολέμου, 1945- 1947». Περιλαμβάνει μια μελέτη της η οριστική μορφή της οποίας είχε χαθεί. Τα χειρόγραφα αυτής της πιο συνοπτικής μορφής είχαν βρεθεί στο σοβατεπί του σπιτιού επί της οδού Κοδριγκτώνος, όπου η συγγραφέας τα είχε κρύψει, όταν το σπίτι δωρήθηκε στην Εταιρεία Συγγραφέων και έγιναν επισκευές. Η Διδώ Σωτηρίου ήταν τότε εν ζωή και είχε συγκροτήσει τον σχετικό φάκελλο.
Η έκδοση συμπληρώνεται με 29 από τα 174 άρθρα που είχε γράψει στον «Ριζοσπάστη» εκείνη την περίοδο. Ενα από αυτά της είχε στοιχίσει τη διαγραφή της από το ΚΚΕ, που έγινε λόγω διαμάχης της με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Τον πρόλογο έχει κάνει ο ιστορικός Β. Παναγόπουλος, τον επίλογο ο Νίκος Μπελογιάννης που έχει και την επιμέλεια μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζυγούρη.
Ο ίδιος εκδοτικός οίκος έχει κυκλοφορήσει σε συλλεκτική έκδοση τα «Ματωμένα χώματα» και πρόκειται να βγάλει εν ευθέτω χρόνω, δύο ακόμη βιβλία που βρέθηκαν στα κατάλοιπα της συγγραφέως, το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και ένα βιβλίο για τη σχέση του συγγραφέα με το κοινό του.
Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της συγγραφέως στο Αϊντίνι της Μικράς Ασίας. Η Διδώ Σωτηρίου περιέγραψε με δυνατό τρόπο την καταστροφή της Σμύρνης αλλά και υπήρξε πάντοτε παρούσα στο «γίγνεσθαι» των καιρών. Αν και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από την επέτειο, κανείς φορέας του ΥΠΠΟ δεν έχει αναγγείλει κάποια μεγάλη εκδήλωση. Η έλλειψη χρημάτων, που είναι υπαρκτή, δεν μπορεί σίγουρα να αποτελέσει άλλοθι. Περισσότερο είναι θέμα βούλησης και λιγότερο θέμα οικονομικών πόρων.
Αλλά και το υπουργείο Παιδείας συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Πέρσι την άνοιξη, μετά από τις διαμάχες που είχαν ξεσπάσει με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, το υπουργείο είχε μοιράσει στα σχολεία 110.000 αντίτυπα. Μάρτιο τα μοίρασε, Μάιο τα μάζεψε και μετά τα καταχώνιασε στις αποθήκες, ελλείψει σχολικών βιβλιοθηκών.
Είναι βέβαιο ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πρόλαβαν να το διαβάσουν. Ακόμα και εκείνα που το διάβασαν, όμως, δεν θα έπρεπε να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους προκειμένου να το ξαναδιαβάζουν όποτε το επιθυμούν αντί να βρίσκεται στοιβαγμένο σε αποθήκες;
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, ο Νίκος Μπελογιάννης, ανιψιός της αξέχαστης συγγραφέως, με την ιδιότητα του γενικού κληρονόμου της, απέστειλε στον υπουργό Παιδείας επιστολή, ζητώντας του να γνωστοποιήσει τις προθέσεις του επί του τι πρόκειται να γίνει σχετικά με το βιβλίο, ώστε να αποκατασταθεί «η επελθούσα προσβολή στο πρόσωπο και τη φήμη της συγγραφέως». Αν και ο υπουργός άλλαξε, υποτίθεται ότι το κράτος έχει συνέχεια, και έπρεπε να έχει απαντήσει ο κ. Σπηλιωτόπουλος.
Οι 40 ημερολογιακές ημέρες που αποτελούν όριο για κάθε δημόσια αρχή έχουν παρέλθει, αλλά απάντηση δεν υπάρχει, οπότε αναμένεται να ακολουθήσουν άλλες αντιδράσεις. Ο Νίκος Μπελογιάννης σημειώνει πως η απόφαση του τέως υπουργού Ευριπίδη Στυλιανίδη για αποθήκευση του βιβλίου στην ουσία μεταφράζεται σε «αχρήστευσή του». Υπογραμμίζει πως με τον τρόπο αυτό «απαξιώνεται το έργο της Διδώς Σωτηρίου από την επίσημη πολιτεία».
Ευτυχώς, η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει λάβει τα μέτρα της για την επέτειο. Από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες ένα βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου με προσωρινό τίτλο «Στο ξεκίνημα του ψυχρού πολέμου, 1945- 1947». Περιλαμβάνει μια μελέτη της η οριστική μορφή της οποίας είχε χαθεί. Τα χειρόγραφα αυτής της πιο συνοπτικής μορφής είχαν βρεθεί στο σοβατεπί του σπιτιού επί της οδού Κοδριγκτώνος, όπου η συγγραφέας τα είχε κρύψει, όταν το σπίτι δωρήθηκε στην Εταιρεία Συγγραφέων και έγιναν επισκευές. Η Διδώ Σωτηρίου ήταν τότε εν ζωή και είχε συγκροτήσει τον σχετικό φάκελλο.
Η έκδοση συμπληρώνεται με 29 από τα 174 άρθρα που είχε γράψει στον «Ριζοσπάστη» εκείνη την περίοδο. Ενα από αυτά της είχε στοιχίσει τη διαγραφή της από το ΚΚΕ, που έγινε λόγω διαμάχης της με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Τον πρόλογο έχει κάνει ο ιστορικός Β. Παναγόπουλος, τον επίλογο ο Νίκος Μπελογιάννης που έχει και την επιμέλεια μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζυγούρη.
Ο ίδιος εκδοτικός οίκος έχει κυκλοφορήσει σε συλλεκτική έκδοση τα «Ματωμένα χώματα» και πρόκειται να βγάλει εν ευθέτω χρόνω, δύο ακόμη βιβλία που βρέθηκαν στα κατάλοιπα της συγγραφέως, το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και ένα βιβλίο για τη σχέση του συγγραφέα με το κοινό του.
Πέμπτη, Ιανουαρίου 01, 2009
Καλώς ήλθαμε στο Ετος Ρίτσου

Εγραφε ένα ποίημα κάθε Πρωτοχρονιά- ήταν το γούρι του. Ευχόταν με αυτό τον τρόπο Χρόνια Πολλά στον Κόσμο. Στον εαυτό του ευχόταν δημιουργικότητα. Αλλωστε, το σύνθημά του ήταν: δουλειά. Ή, ακριβέστερα: «τη δουλειά μας, εμείς».
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε εκατό χρόνια πριν, όμως παραμένει, με την ποίησή του, ένας αιώνιος έφηβος. Την φετινή χρονιά θα έχουμε αρκετές ευκαιρίες, ελπίζω, να ανατρέξουμε στην ποίησή του, καθώς ο υπουργός Πολιτισμού έχει κηρύξει το 2009 Ετος Ρίτσου. Και βιβλία θα βγούνε, και εκδηλώσεις θα γίνουν. Ηδη έχει κυκλοφορήσει από τον «Κέδρο» ο μεγάλος τόμος με τα πρακτικά του συνεδρίου που έγινε τρία χρόνια πριν, σε οργάνωση του Μουσείου Μπενάκη. Εχουμε καιρό να παρουσιάσουμε κάποιες τοποθετήσεις συνέδρων, που είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Το Μουσείο έχει τα αυτόγραφα έργα του ποιητή στα Ιστορικά Αρχεία του. Από αυτά, αντλήσαμε υλικό για το ημερολόγιο του μουσείου, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Πενήντα από τα ωραιότερα ποιήματά του παρατίθενται στο χειρόγραφο- εκτός από δύο. Τα χειρόγραφα από τη «Ρωμιοσύνη» και τις «Γειτονιές του κόσμου» δεν σώζονται- δείγμα κι αυτό των περιπετειών του αρχείου, για τις οποίες θα μιλήσουμε σύντομα.
Από το ημερολόγιο αυτό, ευχόμαστε Καλή Χρονιά στους αναγνώστες, με το πρώτο ποίημα που δημοσιεύεται. Φυσικά, έχει γραφτεί Πρωτοχρονιά. Να είμαστε όλοι καλά και να θυμόμαστε ό,τι πρέπει να μην ξεχνάμε.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008
Αν είχατε ανησυχία, να τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας
Και μέσα στην τούρλα του Σαββάτου, εντελώς αψυχολόγητα ως προς τον χρόνο που επέλεξαν για να τα δημοσιοποιήσουν (λες και αν διέρεαν θα έχανε η Βενετιά βελόνι...) να και τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας 2008, «στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον "βραχύ κατάλογο" των υποψηφίων προς βράβευση έργων, μετά από επανειλημμένες συνεδρίες και μακρές συζητήσεις» (μη και τους πούμε ότι δεν δούλεψαν!)
ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο για το σύνολο του έργου του (του φιλολογικού; του μεταφραστικού; του κριτικού; μα είναι λογοτεχνικό;).
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία εξ ημισείας στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Λέξη» (ακατανόητο γιατί έπρεπε να μοιραστεί. Δεν υπάρχει επόμενη χρονιά;).
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Δήμητρας Χριστοδούλου «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Γιώργου Λεονάρδου «Ο τελευταίος Παλαιολόγος», εκδόσεις Λιβάνη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ – ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου «Το ποιητικό τοπίο του 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟΥ – ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο βραχύς κατάλογος υποψηφίων προς βράβευση έργων (δημοσιευμένων το έτος 2007 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο επελέγησαν τα ανωτέρω βραβεία είναι ο ακόλουθος (αλφαβητικά):
Α. Υποψήφιοι για το Βραβείο Ποίησης:
1) Γιάννης Καλπούζος για το έργο του «Έρωτας νυν και αεί», εκδόσεις Ίκαρος.
2) Διονύσης Καψάλης για το έργο του «Ο κρότος του χρόνου», εκδόσεις Άγρα.
3) Θανάσης Παπαθανασόπουλος για το έργο του «Το αμήχανο χαμόγελο του κούρου», εκδόσεις Μελέαγρος.
4) Αγγελική Σιδηρά για το έργο της «Αμείλικτα γαλάζιο», εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Σωκράτης Σκαρτσής για το έργο του «Πέτρα της αγάπης», εκδόσεις Καστανιώτης.
6) Σ. Σ. Χαρκιανάκης για το έργο του «Θολά ποτάμια», εκδόσεις Δόμος.
7) Δήμητρα Χριστοδούλου για το έργο της «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.
Β. Υποψήφιοι για το Βραβείο Διηγήματος:
1) Μάκης Καραγιάννης για το έργο του «ο Καθρέφτης και το πρίσμα», εκδόσεις Νεφέλη.
2) Ανδρέας Μήτσου για το έργο του «Ο κύριος Επισκοπάκης. Η εξομολόγηση ενός δειλού», εκδόσεις Καστανιώτης.
3) Ευγενία Φακίνου για το έργο της «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
4) Νίκη Χατζηδημητρίου για το έργο της «Υποφωτισμένο», εκδόσεις
Εστία.
Γ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος:
1) Ευριδίκη Λειβαδά - Ντούκα για το έργο της «Στα στενά της χίμαιρας: Οι περιπέτειες του Έλληνα θαλασσοπόρου Χουάν ντε Φούκα», εκδόσεις Κέδρος.
2) Γιώργος Λεονάρδος για το έργο του «Ο τελευταίος Παλαιολόγος – Ιστορικό Μυθιστόρημα», εκδόσεις Λιβάνη.
3) Τηλέμαχος Μουδατσάκις για το έργο του «Άμφια εταίρας», εκδόσεις Καστανιώτης
4) Ιωάννα Μπουραζοπούλου για το έργο της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ»,
εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Αννίτα Παναρέτου για το έργο της «Η παρηγορία των επιστολών σου:
Ευανθία Καΐρη, Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας,
όπως θα ήθελαν», εκδόσεις Πατάκης.
6) Γ. Στεφανάκης για το έργο του «Μέρες Αλεξάνδρειας», εκδόσεις
Ωκεανίδα.
Δ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Δοκιμίου - Κριτικής:
1) Βαγγέλης Αθανασόπουλος για το βιβλίο «Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
2) Γιάννης Δάλλας για το βιβλίο «Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποίηση και ιδεολογία», εκδόσεις Κέδρος.
3) Τάκης Καγιαλής για το βιβλίο «Η επιθυμία για το μοντέρνο: Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
4) Διονύσης Μαγκλιβέρας για το βιβλίο «Η ζωή ως διαδρομή: Δοκίμια αιχμής», εκδόσεις των Φίλων.
5) Παναγιώτης Μουλάς για το βιβλίο «Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα», εκδόσεις Σοκόλης.
Ε. Υποψήφιοι για το Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας:
1) Γιώργος Βέης για το βιβλίο: «Έρωτες τοπίων: Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταϋλάνδη: Μαρτυρίες, μεταφορές», εκδόσεις Κέδρος.
2) Αναστάσης Βιστωνίτης για το βιβλίο: «Λογοτεχνική γεωγραφία. Τόποι, πόλεις,
άνθρωποι», εκδόσεις Μεταίχμιο.
3) Σταύρος Ζουμπουλάκης για το βιβλίο: «Στη σκηνή του κόσμου: Από το Βελιγράδι
στην Τεχεράνη», εκδόσεις Εστία.
4) Μαρία Καραβία για το βιβλίο: «Το ημερολόγιο του Λονδίνου: Σημειώσεις από την
εποχή της δικτατορίας», εκδόσεις Άγρα.
5) Αθανάσιος Καραθανάσης για το βιβλίο: «Σε λένε Σμύρνη, Φώκαια, Σερέκιοϊ,
Μαινεμένη, Σαγγάριο. Στην ιστορία και τον Χαλασμό», εκδόσεις Κυριακίδη.
6) Βασίλης Τζανακάρης για το βιβλίο: «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια
που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν:
1) Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Πρόεδρος, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, Συγγραφέας.
2) Δημήτριος Λαμπρέλης, Αντιπρόεδρος, Καθηγητής Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Συγγραφέας.
3) Γεώργιος Ανδρειωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
4) Γεράσιμος Ζώρας, Καθηγητής του Τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο τη Συγκριτική Λογοτεχνία.
5) Κώστας Μπουρναζάκης, Συγγραφέας.
6) Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος, Λογοτέχνης και Θεατρικός Συγγραφέας.
7) Κώστας Σοφιανός, Κριτικός Λογοτεχνίας, Ποιητής.
8) Χαρίκλεια Δημακοπούλου, Κριτικός Βιβλίου, Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Νομικής.
9) Λώρη Κέζα, Κριτικός Βιβλίου.
Για μερικές κατηγορίες, έπαιξε ρόλο η πολύ κακή βραχεία λίστα, που έβγαλε έξω βιβλία τα οποία άξιζαν περισσότερο και από τα βραβευμένα. Τέλος πάντων.
ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο για το σύνολο του έργου του (του φιλολογικού; του μεταφραστικού; του κριτικού; μα είναι λογοτεχνικό;).
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία εξ ημισείας στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Λέξη» (ακατανόητο γιατί έπρεπε να μοιραστεί. Δεν υπάρχει επόμενη χρονιά;).
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Δήμητρας Χριστοδούλου «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Γιώργου Λεονάρδου «Ο τελευταίος Παλαιολόγος», εκδόσεις Λιβάνη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ – ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου «Το ποιητικό τοπίο του 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟΥ – ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο βραχύς κατάλογος υποψηφίων προς βράβευση έργων (δημοσιευμένων το έτος 2007 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο επελέγησαν τα ανωτέρω βραβεία είναι ο ακόλουθος (αλφαβητικά):
Α. Υποψήφιοι για το Βραβείο Ποίησης:
1) Γιάννης Καλπούζος για το έργο του «Έρωτας νυν και αεί», εκδόσεις Ίκαρος.
2) Διονύσης Καψάλης για το έργο του «Ο κρότος του χρόνου», εκδόσεις Άγρα.
3) Θανάσης Παπαθανασόπουλος για το έργο του «Το αμήχανο χαμόγελο του κούρου», εκδόσεις Μελέαγρος.
4) Αγγελική Σιδηρά για το έργο της «Αμείλικτα γαλάζιο», εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Σωκράτης Σκαρτσής για το έργο του «Πέτρα της αγάπης», εκδόσεις Καστανιώτης.
6) Σ. Σ. Χαρκιανάκης για το έργο του «Θολά ποτάμια», εκδόσεις Δόμος.
7) Δήμητρα Χριστοδούλου για το έργο της «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.
Β. Υποψήφιοι για το Βραβείο Διηγήματος:
1) Μάκης Καραγιάννης για το έργο του «ο Καθρέφτης και το πρίσμα», εκδόσεις Νεφέλη.
2) Ανδρέας Μήτσου για το έργο του «Ο κύριος Επισκοπάκης. Η εξομολόγηση ενός δειλού», εκδόσεις Καστανιώτης.
3) Ευγενία Φακίνου για το έργο της «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
4) Νίκη Χατζηδημητρίου για το έργο της «Υποφωτισμένο», εκδόσεις
Εστία.
Γ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος:
1) Ευριδίκη Λειβαδά - Ντούκα για το έργο της «Στα στενά της χίμαιρας: Οι περιπέτειες του Έλληνα θαλασσοπόρου Χουάν ντε Φούκα», εκδόσεις Κέδρος.
2) Γιώργος Λεονάρδος για το έργο του «Ο τελευταίος Παλαιολόγος – Ιστορικό Μυθιστόρημα», εκδόσεις Λιβάνη.
3) Τηλέμαχος Μουδατσάκις για το έργο του «Άμφια εταίρας», εκδόσεις Καστανιώτης
4) Ιωάννα Μπουραζοπούλου για το έργο της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ»,
εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Αννίτα Παναρέτου για το έργο της «Η παρηγορία των επιστολών σου:
Ευανθία Καΐρη, Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας,
όπως θα ήθελαν», εκδόσεις Πατάκης.
6) Γ. Στεφανάκης για το έργο του «Μέρες Αλεξάνδρειας», εκδόσεις
Ωκεανίδα.
Δ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Δοκιμίου - Κριτικής:
1) Βαγγέλης Αθανασόπουλος για το βιβλίο «Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
2) Γιάννης Δάλλας για το βιβλίο «Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποίηση και ιδεολογία», εκδόσεις Κέδρος.
3) Τάκης Καγιαλής για το βιβλίο «Η επιθυμία για το μοντέρνο: Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
4) Διονύσης Μαγκλιβέρας για το βιβλίο «Η ζωή ως διαδρομή: Δοκίμια αιχμής», εκδόσεις των Φίλων.
5) Παναγιώτης Μουλάς για το βιβλίο «Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα», εκδόσεις Σοκόλης.
Ε. Υποψήφιοι για το Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας:
1) Γιώργος Βέης για το βιβλίο: «Έρωτες τοπίων: Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταϋλάνδη: Μαρτυρίες, μεταφορές», εκδόσεις Κέδρος.
2) Αναστάσης Βιστωνίτης για το βιβλίο: «Λογοτεχνική γεωγραφία. Τόποι, πόλεις,
άνθρωποι», εκδόσεις Μεταίχμιο.
3) Σταύρος Ζουμπουλάκης για το βιβλίο: «Στη σκηνή του κόσμου: Από το Βελιγράδι
στην Τεχεράνη», εκδόσεις Εστία.
4) Μαρία Καραβία για το βιβλίο: «Το ημερολόγιο του Λονδίνου: Σημειώσεις από την
εποχή της δικτατορίας», εκδόσεις Άγρα.
5) Αθανάσιος Καραθανάσης για το βιβλίο: «Σε λένε Σμύρνη, Φώκαια, Σερέκιοϊ,
Μαινεμένη, Σαγγάριο. Στην ιστορία και τον Χαλασμό», εκδόσεις Κυριακίδη.
6) Βασίλης Τζανακάρης για το βιβλίο: «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια
που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν:
1) Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Πρόεδρος, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, Συγγραφέας.
2) Δημήτριος Λαμπρέλης, Αντιπρόεδρος, Καθηγητής Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Συγγραφέας.
3) Γεώργιος Ανδρειωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
4) Γεράσιμος Ζώρας, Καθηγητής του Τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο τη Συγκριτική Λογοτεχνία.
5) Κώστας Μπουρναζάκης, Συγγραφέας.
6) Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος, Λογοτέχνης και Θεατρικός Συγγραφέας.
7) Κώστας Σοφιανός, Κριτικός Λογοτεχνίας, Ποιητής.
8) Χαρίκλεια Δημακοπούλου, Κριτικός Βιβλίου, Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Νομικής.
9) Λώρη Κέζα, Κριτικός Βιβλίου.
Για μερικές κατηγορίες, έπαιξε ρόλο η πολύ κακή βραχεία λίστα, που έβγαλε έξω βιβλία τα οποία άξιζαν περισσότερο και από τα βραβευμένα. Τέλος πάντων.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008
«Επιτάφιος» για τον Αλέξη
«Τα ίδια σ****ά είναι όλοι τους... ντρέπομαι που γεννήθηκα σ' αυτό το κράτος!!! Ντρέπομαι. Αχρηστοι όλοι τους να κάνουν καλό σ' αυτόν τον τόπο» μού έγραψε στο προηγούμενο ποστ μου ο Antoine.
Και πώς να μη ντρέπεται;
Το μόνο που με κάνει να συγκινούμαι ακόμη (μέχρι δακρύων μάλιστα) είναι οι άγουρες, ασυντόνιστες, παιδικές φωνές που φτύνουν στα μούτρα των υπαίτιων το σύνθημα: Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Το μόνο που με κάνει να ελπίζω είναι ότι τα παιδιά βγήκαν στους δρόμους. Είναι ότι αρθρώνουν τον δικό τους Λόγο, στέλνοντας ανοιχτή επιστολή στους βουλευτές, όπως το 6ο Λύκειο Καλλιθέας. Αλλά και πάλι φοβάμαι ότι όλα έχουν χαθεί, ή, χάνονται...
Αν ζούσε ο Γιάννης Ρίτσος θα ψιθύριζε τους στίχους του από τον Επιτάφιο: Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου... Στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που αύριο θα αποχαιρετήσουμε για πάντα, το χειρόγραφο του ποιητή:




Και πώς να μη ντρέπεται;
Το μόνο που με κάνει να συγκινούμαι ακόμη (μέχρι δακρύων μάλιστα) είναι οι άγουρες, ασυντόνιστες, παιδικές φωνές που φτύνουν στα μούτρα των υπαίτιων το σύνθημα: Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Το μόνο που με κάνει να ελπίζω είναι ότι τα παιδιά βγήκαν στους δρόμους. Είναι ότι αρθρώνουν τον δικό τους Λόγο, στέλνοντας ανοιχτή επιστολή στους βουλευτές, όπως το 6ο Λύκειο Καλλιθέας. Αλλά και πάλι φοβάμαι ότι όλα έχουν χαθεί, ή, χάνονται...
Αν ζούσε ο Γιάννης Ρίτσος θα ψιθύριζε τους στίχους του από τον Επιτάφιο: Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου... Στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που αύριο θα αποχαιρετήσουμε για πάντα, το χειρόγραφο του ποιητή:





Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008
Αιώνια 15 ετών
Σεφέρης και πάλι. Ένα παιδί 15 χρονών δολοφονήθηκε. Και κάνουν όλοι ότι δεν κατάλαβαν. Και σε λίγο θα βγάλουν τον δολοφόνο τρελό και όλα θα τελειώσουν. Και εμείς κοιμόοοοοοομαστε. Οι πνευματικοί ταγοί μας πρώτα απ' όλους- δεν λέω για τους πολιτικούς, καμιά εμπιστοσύνη δεν τους είχα, έτσι κι αλλιώς.
Αλλά ο ποιητής το λέει: «δεν χρειάζεται μακρύ καιρό/ το κακό για να σηκώσει το κεφάλι». Μπορεί να το είπε για την Κύπρο, όμως ταιριάζει παντού.
Ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι. Τι θα πούμε τώρα στους γονείς του, εμείς που επιτρέψαμε στην αστυνομία να δρα ανεξέλεγκτα ενώ είναι ανίκανη για τα αυτονόητα (να υπερασπίσει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών;
Σεφέρης, λοιπόν. Διαμαρτύρομαι.
Δεν αργεί να καρπίσει τ'αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσος τις ἔστι...
Αλλά ο ποιητής το λέει: «δεν χρειάζεται μακρύ καιρό/ το κακό για να σηκώσει το κεφάλι». Μπορεί να το είπε για την Κύπρο, όμως ταιριάζει παντού.
Ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι. Τι θα πούμε τώρα στους γονείς του, εμείς που επιτρέψαμε στην αστυνομία να δρα ανεξέλεγκτα ενώ είναι ανίκανη για τα αυτονόητα (να υπερασπίσει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών;
Σεφέρης, λοιπόν. Διαμαρτύρομαι.
Δεν αργεί να καρπίσει τ'αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσος τις ἔστι...
Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008
Επί ασπαλάθων- και πράσινα άλογα;
Τα τελευταία χρόνια τείνω να παγιώσω την άποψη πως πολλά από εκείνα που θεωρούμε τυχαία στη ζωή, δεν είναι. Σας έχω ξαναπεί ότι ποιητής της ζωής μου είναι ο Σεφέρης, δεν έτυχε όμως να σας μιλήσω για τον «κεραυνοβόλο έρωτα» που με κατέλαβε μόλις διάβασα την ποίησή του, εκεί κάπου στα 15- 16 μου. Και τον Ρίτσο τον αγάπησα βαθιά με την πρώτη ανάγνωση, δεν το κρύβω, αλλά ο Σεφέρης ήταν πάντοτε κάτι διαφορετικό.
Χρόνια μετά (δεκαετίες δηλαδή) που έχω συνειδητοποιήσει την κοινή μικρασιάτικη καταγωγή μας, κατανοώ πολλά και μελετώ ακόμη περισσότερα. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι γνωρίζω το έργο του, το οποίο με απασχολεί περίπου 35 χρόνια.
Ο Ανδρόνικος έκανε στο σχολείο το γνωστό ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Κλήθηκα λοιπόν από την αδελφή μου να του πω μερικά ενισχυτικά στοιχεία, επειδή έδινε διαγώνισμα. Παραθέτω το ποίημα πρώτα:
«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι".
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»
31 του Μάρτη 1971
Ο φίλος μου Νίκος Σαραντάκος γράφει: «Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).»
Αναθυμούμενη αυτό το υπόβαθρο του ποιήματος, θυμήθηκα και την περίφημη δήλωση του ποιητή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα πρώτα χρόνια, είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, ενάμιση πριν από τον θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»
Ακούστε τη δήλωση εδώ στα Παραθέματα Λόγου.
Διαβάστε περισσότερα για εκείνον στο Ανεμολόγιο
Ο Ανδρόνικος μού είπε πως οι εργασίες που τους έχουν βάλει στο Λύκειο δεν σχετίζονται με τέτοια στοιχεία, αλλά αφορούν μονάχα σε ποιητικούς τρόπους, λέξεις, και άλλα τέτοια. Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα αντιμετωπίσω ένα ποιητικό έργο με πολιτικά κριτήρια, επειδή πολλά έχουν δει τα μάτια μου ως προς τέτοιες συμπεριφορές και ξέρω τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιο ποίημα, με τόσο σημαντικές πολιτικές (δημοκρατικές δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ) αναφορές, δεν θα έπρεπε να διδαχθεί και ανάλογα; Διδάσκεται λοιπόν το Ολον, αυτό που κάνει τον χρήσιμο πολίτη, ή…
Τι λέτε παιδιά από το 6ο λύκειο Καλλιθέας που έχετε ασχοληθεί με τον Σεφέρη στο μπλογκ σας; Εχω άδικο;
Κι εσείς αγαπημένα (και βραβευμένα, για να μην ξεχνιόμαστε) παιδιά της Χουακίνα, έχετε άποψη;
Τέλος, μικρή μου Amazone, εσύ τι νομίζεις;
Χρόνια μετά (δεκαετίες δηλαδή) που έχω συνειδητοποιήσει την κοινή μικρασιάτικη καταγωγή μας, κατανοώ πολλά και μελετώ ακόμη περισσότερα. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι γνωρίζω το έργο του, το οποίο με απασχολεί περίπου 35 χρόνια.
Ο Ανδρόνικος έκανε στο σχολείο το γνωστό ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Κλήθηκα λοιπόν από την αδελφή μου να του πω μερικά ενισχυτικά στοιχεία, επειδή έδινε διαγώνισμα. Παραθέτω το ποίημα πρώτα:
«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι".
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»
31 του Μάρτη 1971
Ο φίλος μου Νίκος Σαραντάκος γράφει: «Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).»
Αναθυμούμενη αυτό το υπόβαθρο του ποιήματος, θυμήθηκα και την περίφημη δήλωση του ποιητή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα πρώτα χρόνια, είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, ενάμιση πριν από τον θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»
Ακούστε τη δήλωση εδώ στα Παραθέματα Λόγου.
Διαβάστε περισσότερα για εκείνον στο Ανεμολόγιο
Ο Ανδρόνικος μού είπε πως οι εργασίες που τους έχουν βάλει στο Λύκειο δεν σχετίζονται με τέτοια στοιχεία, αλλά αφορούν μονάχα σε ποιητικούς τρόπους, λέξεις, και άλλα τέτοια. Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα αντιμετωπίσω ένα ποιητικό έργο με πολιτικά κριτήρια, επειδή πολλά έχουν δει τα μάτια μου ως προς τέτοιες συμπεριφορές και ξέρω τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιο ποίημα, με τόσο σημαντικές πολιτικές (δημοκρατικές δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ) αναφορές, δεν θα έπρεπε να διδαχθεί και ανάλογα; Διδάσκεται λοιπόν το Ολον, αυτό που κάνει τον χρήσιμο πολίτη, ή…
Τι λέτε παιδιά από το 6ο λύκειο Καλλιθέας που έχετε ασχοληθεί με τον Σεφέρη στο μπλογκ σας; Εχω άδικο;
Κι εσείς αγαπημένα (και βραβευμένα, για να μην ξεχνιόμαστε) παιδιά της Χουακίνα, έχετε άποψη;
Τέλος, μικρή μου Amazone, εσύ τι νομίζεις;
Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008
Ο Γιάννης Ρίτσος και το Πολυτεχνείο
Ο Νοέμβριος του 1973 ήταν γλυκός. Ενα λεπτό, κόκκινο, ζακετάκι πάνω απ’ τη μαθητική ποδιά αρκούσε. Η Ανθούλα σε ξεσήκωσε να πάτε από το Νυχτερινό Γυμνάσιο της Χέυδεν, όπου φοιτούσε (νυν «κατάληψη» και ερείπιο) στο Πολυτεχνείο. Είχε ακούσει πως εκεί λάμβαναν χώρα σπουδαία πράγματα.
Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.
Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συλληφθεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, όπως χιλιάδες άλλοι Αριστεροί και δημοκράτες σε όλη τη χώρα. Εϊχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο, όμηρος του στρατιωτικού καθεστώτος, και από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο.
Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...
Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.
Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών.
Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.

Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.
Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια.
Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.

Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.
Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.
Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά.

Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...
Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.
Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών.
Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.

Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.
Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια.
Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.
Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2008
Να με θυμόσαστε- είπε
Ενδεκα Νοεμβρίου. Σαν αύριο. Δεκαοκτώ χρόνια πριν. Ο Γιάννης Ρίτσος μας αποχαιρέτησε για πάντα. Ακόμα και τώρα, δεν βρίσκω τις λέξεις. Δεν μπορώ να πω «πέθανε» αν και, πια, το έχω αποδεχτεί.
Ενδεκα Νοεμβρίου (24 με το νέο ημερολόγιο) του 1921 είχε «φύγει» η πολυαγαπημένη του μητέρα, όταν εκείνος ήταν μόλις δωδεκαετής. Σύμπτωση; Υποπτεύομαι πως στη ζωή δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Το 2009 είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ο λόγος που χάθηκα τόσον καιρό είναι ακριβώς το Ετος Ρίτσου, όπως έχει κηρυχθεί η επόμενη χρονιά. Με την ειδική επιτροπή που έχει συσταθεί στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, αλλά και με άλλους φορείς, από το Μουσείο Μπενάκη και μέχρι τον Σύλλογο Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, οργανωνόμαστε.
Από τα μπλογκ περιμένω, φυσικά, μεγάλη βοήθεια για τον χώρο του Διαδικτύου. Ο,τι έχετε στο μυαλό σας μπορείτε να μου το καταθέσετε είτε ως σχόλιο είτε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, ώστε το Ετος να είναι αντάξιο του ποιητή- και να μη γίνει το μαυσωλείο του, αλλά η αφετηρία μιας νέας προσέγγισής του.
Ως αρχή, ένα ποίημα από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που υπάρχει στο βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (εκδόσεις Κέδρος). Θα ακολουθήσουν και άλλα ποιήματα σε χειρόγραφο, από την 1η Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, να τον θυμόμαστε...

Ενδεκα Νοεμβρίου (24 με το νέο ημερολόγιο) του 1921 είχε «φύγει» η πολυαγαπημένη του μητέρα, όταν εκείνος ήταν μόλις δωδεκαετής. Σύμπτωση; Υποπτεύομαι πως στη ζωή δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Το 2009 είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ο λόγος που χάθηκα τόσον καιρό είναι ακριβώς το Ετος Ρίτσου, όπως έχει κηρυχθεί η επόμενη χρονιά. Με την ειδική επιτροπή που έχει συσταθεί στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, αλλά και με άλλους φορείς, από το Μουσείο Μπενάκη και μέχρι τον Σύλλογο Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, οργανωνόμαστε.
Από τα μπλογκ περιμένω, φυσικά, μεγάλη βοήθεια για τον χώρο του Διαδικτύου. Ο,τι έχετε στο μυαλό σας μπορείτε να μου το καταθέσετε είτε ως σχόλιο είτε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, ώστε το Ετος να είναι αντάξιο του ποιητή- και να μη γίνει το μαυσωλείο του, αλλά η αφετηρία μιας νέας προσέγγισής του.
Ως αρχή, ένα ποίημα από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που υπάρχει στο βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (εκδόσεις Κέδρος). Θα ακολουθήσουν και άλλα ποιήματα σε χειρόγραφο, από την 1η Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, να τον θυμόμαστε...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008
Μετά από πρόσκληση της Χουακίνα
Τα τρομερά παιδιά της Χουακίνα θέλουν να γίνουν τζίνι στη θέση του τζίνι (άκλιτο μένει αυτό;) και έτσι με προσκάλεσαν να πάρω μέρος σε ένα μπλογκοπαίχνιδο με τρεις ευχές.
Μία για μένα
Μία για κάποιον άλλον
Και μία για τον εχθρό μου.
Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Για μένα
Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ ν' αντέξω.
Για τους άλλους,
Θεέ μου, δώστους υπομονή... τώρα!
Για τους εχθρούς μου:
Θεέ μου, τιμώρησέ τους να περάσουν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ένα μήνα από τη ζωή τους- κανονικό ωράριο, όχι πήγα, είδα αφ' υψηλού και απήλθα.
Λεπτομέρεια: είμαι άθεη!!!
Μία για μένα
Μία για κάποιον άλλον
Και μία για τον εχθρό μου.
Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Για μένα
Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ ν' αντέξω.
Για τους άλλους,
Θεέ μου, δώστους υπομονή... τώρα!
Για τους εχθρούς μου:
Θεέ μου, τιμώρησέ τους να περάσουν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ένα μήνα από τη ζωή τους- κανονικό ωράριο, όχι πήγα, είδα αφ' υψηλού και απήλθα.
Λεπτομέρεια: είμαι άθεη!!!
Δευτέρα, Αυγούστου 11, 2008
Μνήμη Μαχμούντ Νταρουίς
«Φεύγει ένας ένας. Φεύγουμε. Φεύγουν.
Ερχονται οι άλλοι, που δεν ξέρουν, δε θυμούνται,
Κοιτάνε αλλού, σχεδιάζουν άλλα, ακολουθώντας
Ανυποψίαστοι τον ίδιο δρόμο(...)»
Γιάννης Ρίτσος, «Στην ιερή μνήμη της Νανάς Καλλιανέση»
Οταν τον γνώρισα είχε περίπου τα χρόνια του Χριστού και την ομορφιά σταρ του κινηματογράφου. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, οι Παλαιστίνιοι είχαν ηττηθεί στον Λίβανο, εγκατέλειψαν τη Βυρηττό παραδίδοντας τα όπλα τους- πικρό καλοκαίρι, όπως κάθε καλοκαίρι του πολέμου. Αλλά εδώ, τους έδιωχναν. Και στις ψυχές μας είχαν ξυπνήσει οι εφιάλτες του δικού μας εμφύλιου, της μικρασιατικής καταστροφής, του χθες με τις νωπές ακόμα πληγές που μάς τυραννούσαν.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς μπήκε στο θέατρο με το καλοραμμένο γαλλικό του κοστούμι (θαρρώ έμενε τότε στο Παρίσι, ίσως και όχι, η μνήμη βλέπετε...) και είδα με τα μάτια μου Παλαιστίνιους να κλαίνε και μόνο στη θέα του. Μαζί του ο Γιάννης Ρίτσος. Είχαν έρθει να διαβάσουν ποιήματά τους. Ενα γλυκό φθινοπωρινό βράδυ στην Αθήνα, που έκανε ακόμα πιο αβάσταχτη την εξορία, το κυνηγητό.
Ξεκίνησε ο Ελληνας ποιητής, σε μια επίδειξης αβροφροσύνης. Διάβασε, αν θυμάμαι καλά, τις «Πέντε στιγμές του Λιβάνου» γραμμένες εν θερμώ κατά τα γεγονότα και δεν ξέρω τι άλλο. Θύελλα χειροκροτημάτων και αγάπης. Τους επιβεβαίωνε την πίστη τους. Τους βοηθούσε να σταθούν ορθοί. Ορθιοι κι εκείνοι τον ευχαρίστησαν.
Κι έπειτα, ανέβηκε ο Νταρουίς. Εβλεπα γυναίκες να σκουπίζουν ασταμάτητα τα μάτια τους. Ανδρες με επιδέσμους να σηκώνονται και να σφίγγουν τις γροθιές τους. Παιδιά να παρακολουθούν προσηλωμένα. Ακουγα να φωνάζουν τους στίχους του. Εκεί έμαθα την αραβική λέξη «όχι», από τα πλήθη που κραύγαζαν «λα» και πάλι «λα» όταν τους ρωτούσε αν θα υποταχθούν, αν τα σταματήσουν να αγωνίζονται για ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, αν θα ξεχάσουν.
Το κοινό είχε πυρποληθεί από τα λόγια του, από τα ποιήματά του. Ποτέ κανείς από τους ποιητές που έχω παρακολουθήσει να διαβάζουν ζωντανά, δεν είχε από κάτω πιο ενθουσιώδες, πιο επαναστημένο, πιο παλλόμενο ακροατήριο. Ετσι έμεινε στη μνήμη μου. Και στην καρδιά μου.
Ο Νταρουίς, η ποιητική φωνή των Παλαιστινίων, δεν ζει πια. Εφυγε στο Χιούστον, κατά την διάρκεια επέμβασης ανοιχτής καρδιάς, στην οποία σημειώθηκαν επιπλοκές. Ηταν 67 ετών και θεωρούνταν κορυφαίος Αραβας ποιητής, μαζί με τον Αδωνη. Η Παλαιστίνη κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος και αποφάσισε να τον θάψει στη Γαλιλαία, στα παλαιστινιακά εδάφη, όπως ζήτησε και η μάνα του.
Ο Νταρουίς, βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1983) αλλά και βραβείο Καβάφη (1993) είχε γεννηθεί το 1942 σε ένα παλαιστινιακό χωριό κοντά στη Χάιφα, που σήμερα ανήκει στα ισραηλινά εδάφη. Στα 18 του εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Πουλί χωρίς φτερά», στην οποία περιλαμβανόταν και το περίφημο ποίημα «Στοιχεία ταυτότητας»:
«Τώρα μόνο μπορώ να μιλήσω
Και δηλώνω...
Γράψε
Είμαι Αραβας
Αριθμός ταυτότητας
50.000
Εχω οκτώ παιδιά και το έννατο έρχεται το καλοκαίρι.
Θύμωσες;
Εργάζομαι με συντρόφους σε λατομείο
Από τις πέτρες βγάζω
Τα ρούχα τους
Το ψωμί τους
Λαο τα Γράμματά τους
Δεν εκπλιπαρώ ούτε εσένα ούτε τα παλάτια
Των υπρετών σου.
Ο παππούς μου
Μου έμαθε την αξιοπρέπεια
Πριν μου μάθει Γράμματα.
Είμαι Αραβας.
Θύμωσες;»
Εξέδωσε ακόμη 21 ποιητικές συλλογές εκ των οποίων η τελευταία, «Οι εντυπώσεις της πεταλούδας» κυκλοφόρησε το 1982. Πολλά ποιήματά του, όπως η «Ρίτα» έχουν γίνει τραγούδια και μεγάλωσαν δύο γενιές Αράβων ενώ ήταν ο συγγραφέας της Διακήρυξης για τη δημιουργία του Παλαιστινιακού κράτους που διάβασε το 1988 ο Γιασέρ Αραφάτ. Διωκόμενος πολλές φορές, έζησε χρόνια σε αυτοεξορία από τη Μόσχα μέχρι την Αίγυπτο και τον Λίβανο. Ήταν εκλεγμένο μέλος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) από το 1987 αλλά παραιτήθηκε από την οργάνωση το 1993 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπογραφή των συνθηκών του Όσλο. Το 1996 εγκαταστάθηκε στη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, στα ελεύθερα παλαιστινιακά εδάφη.
Τον Απρίλιο του 2002 σε μια όξυνση του παλαιστινιακού, στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στο πολιτιστικό κέντρο Ζαλίλ Σακατίνι, στα περίχωρα της Ραμάλα, που διηύθυνε ο ίδιος ο εθνικός ποιητής των Παλαιστινίων. Αφού λεηλάτησαν το κτίριο και άρπαξαν αρχεία, έγγραφα και έργα τέχνης, έβαλαν δυναμίτιδα και το ανατίναξαν, μετατρέποντάς το σ' ένα άμορφο σωρό από χαλάσματα.
Η δυνατή ποιητική φωνή του, συντρόφεψε τους συμπατριώτες του σε όλες τις δύσκολες και οδυνηρές στιγμές τους:
«Σφίξτε μου τα σχοινιά/ απαγορέψτε μου και τα τετράδια και τα τσιγάρα,/ κλείστε το στόμα μου με χώμα. Το τραγούδι/ είναι το αίμα της καρδιάς/ τ' αλάτι του ψωμιού/ το νερό του ματιού/ γράφεται με τα νύχια, το λαρύγγι και τα μάτια.../ θα το λέω/ στο κρατητήριο/ στην τουαλέτα/ και στο στάβλο/ με χειροπέδες, κάτω από το βούρδουλα/ κάτω από τα δεσμά των αλυσίδων./ Πουλιά μυριάδες πάνω στης καρδιάς μου τα κλαδιά/ πλάθουνε το μαχόμενο τραγούδι».
Ο Νταρουίς, αν και ήταν υπέρ της συνύπαρξςη ισραηλινών και παλαιστινίων, κατηγορήθηκε ωστόσο από ένα ποίημά του ότι προέτρεπε τους ισραηλινούς να φύγουν. Το ποίημα διαβάστηκε στην Κνεσέτ (βουλή) το 1988 από τον πρωθυπουργό Γιτζάκ Σαμίρ και ερμηνεύτηκε κατά γράμμα, όχι σαν ένα (σπουδαίο) έργο τέχνης, όπως και είναι:
«Ω εσείς οι περαστικοί στις λέξεις, τις στιγμιαίες
Μαζέψτε τις αυταπάτες σας
Σ’ ένα παρατημένο χαντάκι
Και φύγετε
Γυρίστε το δείκτη του χρόνου
Στους καιρούς του «Χρυσού Μόσχου»
Και φύγετε
Εχουμε εδώ για σας
Ο,τι δεν επιθυμήσατε
Και ό,τι δεν είχατε
Εναν λαό που ματώνει για πατρίδα
Και μια πατρίδα που ματώνει για τον λαό της
(...)
Φύγετε από το σιτάρι μας
Από τη θάλασσά μας
Από τον αέρα μας
Από τη γη μας
Από το αλάτι μας
Από την πληγή μας»
Δύο εξαιρετικές αναφορές έχει το μπλογκ Νόστος. αυτή και αυτή
Επίσης, στο πανεπιστημιακό αυτό σάιτ βρήκα μεταφράσεις δύο ποιημάτων του.
H Abttha έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο
Οπως και ο Allou Fun Marx παλαιότερα.
Κι άλλα ποιήματά του εδώ
Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2008
Ο Υγρός Χρόνος της Ελένης Γκίκα
«Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω;» που θα ρώταγε και ο τραγουδιστής. «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;» που θα έλεγε και ο Σεφέρης. Και τελικά, πώς κερδίζεις την αυτογνωσία; Μέσα και από τον Αλλον, στα σίγουρα.
Εν αρχή λοιπόν ην όχι ο Λόγος της Βίβλου, αλλά το Υδωρ. Ζωοδότης και ζωογόνος ο Υγρός Τόπος αποτελεί την απαρχή κάθε βίου. Πριν και από τους Χλωρούς Παραδείσους της παιδικής ηλικίας, υπάρχει η θάλασσα της Μόλις Υπαρξης. Εκεί, στη σκοτεινή όσο και ζεστή κοιλιά της μητέρας, τη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή. Μήπως σε αυτήν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας;
Εκεί επιστρέφει και ο ήρωας στον «Υγρό χρόνο» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις «Αγκυρα»). Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Βρέθηκε πνιγμένος, ναι. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όμως αυτός;
Σε ένα φίνο έργο όπως αυτό το μυθιστόρημα, η τραγική ειρωνεία δεν μπορεί να απουσιάζει. Ισως και να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Ισως και να θέλουν να μοιρολογούν έναν άλλον. Ισως και να είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα. Τόσο διαφορετικός από τον Αλλον, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Εδώ όμως η κάθαρση δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα ήταν να μην είναι. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου.Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Ενας άντρας που φοβόταν τις θύελλες, μα είχε δίπλα του γυναίκες θυελλώδεις (ή μήπως ΜΙΑ γυναίκα που δανείζεται μορφές κι ονόματα για να παρακολουθήσει τα χίλια πρόσωπά του ως πιστή Πηνελόπη και ως Μήδεια; Οχι, δεν έχει φόνους ο «Υγρός Χρόνος». Ο μόνος που «φονεύεται» εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χρόνος, ο οποίος θυσιάζεται προς χάρην της Μνήμης, της Μνημοσύνης, της Μήτιδας (άρα και της σοφίας, σύμφωνα με τους αρχαίους).
Παράλληλα Σύμπαντα που έχει έρθει η ώρα να συναντηθούν, να αποκτήσουν τομές, κοινές στιγμές, κοινά (ματαιωμένα ή διαψευσμένα) όνειρα. Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ταυτοχρόνως, αποκαλύπτουν το στέρεο βάθρο επάνω στο οποίο τόσα χρόνια πατά η Ελένη Γκίκα στις προσωπικές περιπλανήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ενα μικρό διαμάντι είναι ο «Υγρός Χρόνος». Με τέλεια δόση συναισθήματος- αποστασιοποίησης, με έξοχη πλοκή, με συναρπαστικό γράψιμο. Με πηγές που αναβλύζουν υποδορείως όπως και μέσα από την καρδιά και γεμίζουν αναζωογονητική δύναμη το βιβλίο, του οποίου η πνοή είναι σπουδαία. Στ’ αλήθεια. Καμία σχέση δεν έχει ότι καθόμαστε δίπλα στο γραφείο και ότι την αγαπώ. Οταν το διαβάσετε, θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Εν αρχή λοιπόν ην όχι ο Λόγος της Βίβλου, αλλά το Υδωρ. Ζωοδότης και ζωογόνος ο Υγρός Τόπος αποτελεί την απαρχή κάθε βίου. Πριν και από τους Χλωρούς Παραδείσους της παιδικής ηλικίας, υπάρχει η θάλασσα της Μόλις Υπαρξης. Εκεί, στη σκοτεινή όσο και ζεστή κοιλιά της μητέρας, τη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή. Μήπως σε αυτήν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας;
Εκεί επιστρέφει και ο ήρωας στον «Υγρό χρόνο» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις «Αγκυρα»). Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Βρέθηκε πνιγμένος, ναι. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όμως αυτός;
Σε ένα φίνο έργο όπως αυτό το μυθιστόρημα, η τραγική ειρωνεία δεν μπορεί να απουσιάζει. Ισως και να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Ισως και να θέλουν να μοιρολογούν έναν άλλον. Ισως και να είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα. Τόσο διαφορετικός από τον Αλλον, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Εδώ όμως η κάθαρση δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα ήταν να μην είναι. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου.Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Ενας άντρας που φοβόταν τις θύελλες, μα είχε δίπλα του γυναίκες θυελλώδεις (ή μήπως ΜΙΑ γυναίκα που δανείζεται μορφές κι ονόματα για να παρακολουθήσει τα χίλια πρόσωπά του ως πιστή Πηνελόπη και ως Μήδεια; Οχι, δεν έχει φόνους ο «Υγρός Χρόνος». Ο μόνος που «φονεύεται» εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χρόνος, ο οποίος θυσιάζεται προς χάρην της Μνήμης, της Μνημοσύνης, της Μήτιδας (άρα και της σοφίας, σύμφωνα με τους αρχαίους).
Παράλληλα Σύμπαντα που έχει έρθει η ώρα να συναντηθούν, να αποκτήσουν τομές, κοινές στιγμές, κοινά (ματαιωμένα ή διαψευσμένα) όνειρα. Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ταυτοχρόνως, αποκαλύπτουν το στέρεο βάθρο επάνω στο οποίο τόσα χρόνια πατά η Ελένη Γκίκα στις προσωπικές περιπλανήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ενα μικρό διαμάντι είναι ο «Υγρός Χρόνος». Με τέλεια δόση συναισθήματος- αποστασιοποίησης, με έξοχη πλοκή, με συναρπαστικό γράψιμο. Με πηγές που αναβλύζουν υποδορείως όπως και μέσα από την καρδιά και γεμίζουν αναζωογονητική δύναμη το βιβλίο, του οποίου η πνοή είναι σπουδαία. Στ’ αλήθεια. Καμία σχέση δεν έχει ότι καθόμαστε δίπλα στο γραφείο και ότι την αγαπώ. Οταν το διαβάσετε, θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2008
Αποχαιρετισμός στον Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ
Το αίμα νερό δεν γίνεται, το έχουμε πει πολλές φορές. Απομεσήμερο Τετάρτης, σήμερα, η Ετζέ, η πιο μικρή ανιψιά από την Σμύρνη, γράφει κάτι στα τουρκικά, στον messenger για τον Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ. Τι γράφεις; Τη ρωτώ με μήνυμα για να λάβω την απάντηση: ο Αϊτμάτοφ πέθανε.
Διπλή έκπληξη: η 15χρονη Ετζέ είναι μικρή για να ξέρει και να αγαπά τον Αϊτμάτοφ, για να της «μιλά». Να, πάλι, η αόρατη κόκκινη (και επιμένω στο χρώμα) κλωστή που με δένει με την οικογένεια στην Τουρκία. Η δεύτερη έκπληξη είναι που ο Αϊτμάτοφ έφυγε κι εγώ, όσο και αν ψάξω στο διαδίκτυο, δεν θα βρω είδηση γι’ αυτό. Κι όμως, υπήρξε ένας σπουδαίος, μα σπουδαίος συγγραφέας. Προφανώς, φταίει ότι ήταν χαρακτηρισμένος ως «Σοβιετικός συγγραφέας»... Και μάλιστα, τιμημένος με βραβείο Λένιν.
Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ είχε γράψει αρκετά ωραιότατα βιβλία, ένα όμως από αυτά ήταν ξεχωριστό. Η «Τζαμίλια», μια νουβέλα γραμμένη με τόση μαεστρία, ώστε ο Λουί Αραγκόν να τη χαρακτηρίσει «την ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου». Η ιστορία μιας κοπέλας, μικροπαντρεμένης, που το σκάει με άλλον- έναν αγωγιάτη, αν δε με απατά η μνήμη μου, ενώ ο σύζυγός της είναι στρατιώτης στο μέτωπο και μάλιστα τραυματίας. Απόδειξη ότι και στη «σοσιαλιστική» κοινωνία συνέβαιναν ανθρώπινα δράματα και ότι την αγάπη δεν μπορείς να τη σταματήσεις με κανένα, μα κανένα φράχτη. Αυτή καθαγιάζει τα πάντα, όχι, εντέλει, η αρετή.
Γεννημένος το 1928, στο χωριό Σέκερ της Κιργιζίας, ο Αιτμάτοφ έζησε από κοντά το πέρασμα από τη φεουδαρχική δουλοπαροικία στο σοσιαλισμό. Αργότερα, στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, παίρνει μέρος - παιδί ακόμα - στην ηρωική κινητοποίηση του σοβιετικού λαού για την απόκρουση και συντριβή του φασισμού. Αν και, το 1937 έχει χάσει τον αγαπημένο του πατέρα, που τον έχουν τουφεκίσει ως εχθρό του λαού, (εθνικιστικός αστισμός ήταν η κατηγορία που του φόρτωσαν) ο Αϊτμάτοφ βοηθά τη μητριά- πατρίδα από την παιδική του ηλικία.
Από μικρός δούλευε. Ηταν μόλις 14 ετών, στα 1942, που είχε αναγορευθεί κιόλας γραμματέας του σοβιέτ στο χωριό του. Εκεί έζησε το πέρασμα από τη νομαδική ζωή σε πιο σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, λάτρεψε αυτά τα φωτεινά, μοναδικά χρόνια, τα οποία τόσο ζωντανά παρουσιάζει στα έργα του.
Στα γράμματα ο Τσ. Αϊτμάτοφ πρωτοεμφανίζεται το 1952 με το διήγημα «Ο εφημεριδοπώλης Τζούιντο». Το 1963 παίρνει το Βραβείο Λένιν για τη συλλογή του «Διηγήματα του βουνού και της Στέπας» και το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ για το μυθιστόρημά του του «Αντίο Γκιουλσαρί». Ο Αϊτμάτοφ είναι ένα καινοτόμος συγγραφέας, ένας δεξιοτέχνης της ψυχολογίας των απλών ανθρώπων, που προβληματίζονται για τα φαινόμενα της ζωής και αγωνίζονται για το αύριο, συνδυάζοντας το πραγματικό με το φανταστικό.
Στην Ελλάδα, εκτός από τη «Τζαμίλια που» είχε την τύχη να μεταφραστεί από την Αλκη Ζέη, έχουν κυκλοφορήσει επίσης «Το άσπρο καραβάκι», το «Αντίο Γκιουλσαρί», τα «Μια μέρα και ένας αιώνας», « Το Ικρίωμα» το «Μάτι της καμήλας» και ίσως κάποιο ακόμα που μάς διαφεύγει.
Οταν εργαζόμουν στον Ριζοσπάστη και εκείνος είχε επισκεφθεί την Αθήνα, του είχα πάρει μια συνέντευξη την οποία είναι τώρα αδύνατον να βρω στο αρχείο μου. Εν πάση περιπτώσει, κρατώ από αυτόν την ανάμνηση ενός ευγενούς και τρυφερού ανθρώπου, γεμάτου δύναμη αλλά και σοφία. Ενός ανθρώπου που ήξερε να κρατά αποστάσεις, αλλά και να δίνεται με πάθος σε ό,τι θεωρούσε πως αξίζει τον κόπο. Ενός ζεστού, αξιοπρεπούς ανθρώπου, από τον οποίο δεν έλειπε, ωστόσο, κάποια επιφυλακτικότητα.
Ο Αϊτμάτοφ υπήρξε σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και πρεσβευτής της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην ΟΥΝΕΣΚΟ και σε άλλους οργανισμούς.
Διπλή έκπληξη: η 15χρονη Ετζέ είναι μικρή για να ξέρει και να αγαπά τον Αϊτμάτοφ, για να της «μιλά». Να, πάλι, η αόρατη κόκκινη (και επιμένω στο χρώμα) κλωστή που με δένει με την οικογένεια στην Τουρκία. Η δεύτερη έκπληξη είναι που ο Αϊτμάτοφ έφυγε κι εγώ, όσο και αν ψάξω στο διαδίκτυο, δεν θα βρω είδηση γι’ αυτό. Κι όμως, υπήρξε ένας σπουδαίος, μα σπουδαίος συγγραφέας. Προφανώς, φταίει ότι ήταν χαρακτηρισμένος ως «Σοβιετικός συγγραφέας»... Και μάλιστα, τιμημένος με βραβείο Λένιν.
Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ είχε γράψει αρκετά ωραιότατα βιβλία, ένα όμως από αυτά ήταν ξεχωριστό. Η «Τζαμίλια», μια νουβέλα γραμμένη με τόση μαεστρία, ώστε ο Λουί Αραγκόν να τη χαρακτηρίσει «την ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου». Η ιστορία μιας κοπέλας, μικροπαντρεμένης, που το σκάει με άλλον- έναν αγωγιάτη, αν δε με απατά η μνήμη μου, ενώ ο σύζυγός της είναι στρατιώτης στο μέτωπο και μάλιστα τραυματίας. Απόδειξη ότι και στη «σοσιαλιστική» κοινωνία συνέβαιναν ανθρώπινα δράματα και ότι την αγάπη δεν μπορείς να τη σταματήσεις με κανένα, μα κανένα φράχτη. Αυτή καθαγιάζει τα πάντα, όχι, εντέλει, η αρετή.
Γεννημένος το 1928, στο χωριό Σέκερ της Κιργιζίας, ο Αιτμάτοφ έζησε από κοντά το πέρασμα από τη φεουδαρχική δουλοπαροικία στο σοσιαλισμό. Αργότερα, στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, παίρνει μέρος - παιδί ακόμα - στην ηρωική κινητοποίηση του σοβιετικού λαού για την απόκρουση και συντριβή του φασισμού. Αν και, το 1937 έχει χάσει τον αγαπημένο του πατέρα, που τον έχουν τουφεκίσει ως εχθρό του λαού, (εθνικιστικός αστισμός ήταν η κατηγορία που του φόρτωσαν) ο Αϊτμάτοφ βοηθά τη μητριά- πατρίδα από την παιδική του ηλικία.
Από μικρός δούλευε. Ηταν μόλις 14 ετών, στα 1942, που είχε αναγορευθεί κιόλας γραμματέας του σοβιέτ στο χωριό του. Εκεί έζησε το πέρασμα από τη νομαδική ζωή σε πιο σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, λάτρεψε αυτά τα φωτεινά, μοναδικά χρόνια, τα οποία τόσο ζωντανά παρουσιάζει στα έργα του.
Στα γράμματα ο Τσ. Αϊτμάτοφ πρωτοεμφανίζεται το 1952 με το διήγημα «Ο εφημεριδοπώλης Τζούιντο». Το 1963 παίρνει το Βραβείο Λένιν για τη συλλογή του «Διηγήματα του βουνού και της Στέπας» και το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ για το μυθιστόρημά του του «Αντίο Γκιουλσαρί». Ο Αϊτμάτοφ είναι ένα καινοτόμος συγγραφέας, ένας δεξιοτέχνης της ψυχολογίας των απλών ανθρώπων, που προβληματίζονται για τα φαινόμενα της ζωής και αγωνίζονται για το αύριο, συνδυάζοντας το πραγματικό με το φανταστικό.
Στην Ελλάδα, εκτός από τη «Τζαμίλια που» είχε την τύχη να μεταφραστεί από την Αλκη Ζέη, έχουν κυκλοφορήσει επίσης «Το άσπρο καραβάκι», το «Αντίο Γκιουλσαρί», τα «Μια μέρα και ένας αιώνας», « Το Ικρίωμα» το «Μάτι της καμήλας» και ίσως κάποιο ακόμα που μάς διαφεύγει.
Οταν εργαζόμουν στον Ριζοσπάστη και εκείνος είχε επισκεφθεί την Αθήνα, του είχα πάρει μια συνέντευξη την οποία είναι τώρα αδύνατον να βρω στο αρχείο μου. Εν πάση περιπτώσει, κρατώ από αυτόν την ανάμνηση ενός ευγενούς και τρυφερού ανθρώπου, γεμάτου δύναμη αλλά και σοφία. Ενός ανθρώπου που ήξερε να κρατά αποστάσεις, αλλά και να δίνεται με πάθος σε ό,τι θεωρούσε πως αξίζει τον κόπο. Ενός ζεστού, αξιοπρεπούς ανθρώπου, από τον οποίο δεν έλειπε, ωστόσο, κάποια επιφυλακτικότητα.
Ο Αϊτμάτοφ υπήρξε σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και πρεσβευτής της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην ΟΥΝΕΣΚΟ και σε άλλους οργανισμούς.
Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2008
Ο μπελάς των νέων τεχνολογιών
Το παραδέχομαι. Στην αρχή, μετά την πρόσκληση του Alzap και της Alef σκέφτηκα να «κλέψω». Nα βάλω δηλαδή ένα χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου για να θαυμάσετε τα ωραία γράμματα. Καλές οι σκανδαλιές, αλλά έχω κάπως μεγαλώσει για τέτοιες. Ετσι λοιπόν αποφάσισα να βάλω μια τυχαία σελίδα από τις σημειώσεις μου στο περιβόητο ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο). Εκεί κόλλησε ο σκάνερ και ήταν αδύνατον να τον ξεκολλήσουν ακόμα και τα ανίψια.
Προκειμένου να μη μείνω έξω από το ωραίο παιχνίδι, χρησιμοποίησα το πρόγραμμα ζωγραφικής και σάς ζωγράφισα τα γράμματά μου. Το γεγονός ότι και ο Γιάννης Ρίτσος τα «ζωγράφιζε» και έκανε αριστουργήματα, δεν με πτόησε. Ιδού, λοιπόν, ο γραφικός μου χαρακτήρας στο περίπου.
Καλημέρα σας.
Μού είπαν να βάλω και αυτή τη διεύθυνση: http://autographcollectors.blogspot.com/
Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: «Εχω την αίσθηση ότι γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο
Ηξερα ποιον συναντούσα. Δεν μπορούσα όμως ποτέ να υποπτευθώ ότι τα λόγια του ανθρώπου που μου έκανε την τιμή να μου τα εμπιστευθεί υπό μορφήν συνέντευξης τον Φεβρουάριο του 1987, θα ήταν τόσο καίρια και τόσο επίκαιρα και σήμερα. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος ήταν, βλέπετε, πάνω απ’ όλα σοφός. Με εκείνη τη σοφία που σε κάνει πιο ανθρώπινο, πιο μειλίχιο, πιο συγκαταβατικό και ταυτοχρόνως πιο αυστηρό, όπως και πιο αποφασιστικό.
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τις εμπειρίες του στην πολιτική προσφυγιά, καθώς είχε ζήσει μισή ζωή εδώ (στην Ελλάδα) μισή ζωή εκεί (κυρίως στη Μόσχα). Από εκεί είχε γίνει φανερή σε μένα και η έννοια της Αντίστασης, την οποία είχε έντονη μέσα του. «Θεωρώ μεγάλη ευτυχία το γεγονός ότι μπόρεσα να έρθω σε επαφή με άλλα πολιτιστικά κλίματα, με άλλη γλώσσα και ειδικά τη ρωσική, και μπόρεσα να τροχίσω τη δική μου αντοχή και την εθνική αν θέλετε, και τη γλωσσική, και πολλά άλλα πράγματα» μου είχε πει.
«Όταν περνάς αυτή τη δοκιμασία, νιώθεις καλύτερα τι έχεις μέσα σου, κι αν το έχεις. Αυτές οι αξίες που είναι πραγματικά αξίες (το ότι είσαι μέλος μιας εθνικής κοινότητας, ή μιας πολιτικής, ή ιδεολογικής) έχει σημασία να τις διασταυρώνεις, να τις επιβεβαιώνεις και να βγαίνεις μέσα από τη δοκιμασία κρατώντας ό,τι καλύτερο υπάρχει. Εχει πολύ μεγάλη σημασία η σύγκριση, το μέτρημα, μέσα από τα φώτα που έρχονται από αλλού. Το ότι ας πούμε το ρωσικό θέμα έχει μπει μέσα στο έργο μου, ήταν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο για μένα. Γιατί μέσα απ’ αυτή τη διασταύρωση, μια αρκετά επικίνδυνη διαδικασία, εγώ κρατώ τον εαυτό μου.»
Η συνέντευξη πέρασε κατόπιν στο έργο του και στη διαρκή αναζήτηση που αυτό έκρυβε. Μου είχε πει πως αν και υπάρχει μια πολυμορφία σε σχέση με τον χρόνο που διαδραματίζονται τα διάφορα έργα, το περιβάλλον, τα πρόσωπα αλλά και τα είδη ο αναγνώστης του «θα ήθελα να ξέρει πως προσωπικά έχω την αίσθηση ότι γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Μέσα από αυτά τα διάφορα πράγματα περνάει κάτι που είναι πιο σταθερό. Είναι μια απελευθερωτική γραμμή.»
Η έννοια της απελευθέρωσης, η έννοια της αντίστασης. «Γεννηθήκαμε μέσα σε ένα ορισμένο ιδεολογικό και ψυχικό κλίμα» μου είχε απαντήσει, «μπάσαμε μέσα μας ορισμένες αξίες που είναι πολύ δυνατές, η ακτινοβολία τους είναι μεγάλη. Και να θέλεις ακόμα, δεν μπορείς να τις απωθήσεις.»
Κι επειδή είχε γεννηθεί αγωνιστής, τον αγωνιστικό εαυτό του προτάσσει και σε άλλη περίπτωση, όταν είχαμε φτάσει στο ότι ο Ελληνας αναγνώστης έχει εθιστεί στο εύκολο:
«Πιστεύω πως η έννοια του αναγνώστη περνά μια δοκιμασία. Και είναι τραγικό να αισθάνεσαι τον εαυτό σου, κάποτε, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Είμαστε σε μια δύσκολη εποχή. Αλλά οι δύσκολες εποχές, σου τροχίζουν κι εσένα το πείσμα. Δεν υπάρχει άλλη στάση. Δεν μπορείς να παραδώσεις τα όπλα. (…) Το πείσμα, λοιπόν. Εχεις ένα μετερίζι- έτσι μάθαμε κιόλας εμείς- μέσα από το οποίο πολεμάς. Κουτσός, στραβός, παράλυτος, ό,τι είσαι, πρέπει να εμμένεις.»
Η συζήτηση, που γινόταν για τον Ριζοσπάστη στον οποίο ήμουν τότε, είχε πολλά επίκαιρα θέματα: Γκορμπατσόφ, περεστρόικα, Μαρξ, Λένιν, Φλωμπέρ (μην παραξενεύεστε, κι αυτοί μπορεί να είναι επίκαιροι). Τελείωνε με μια ερώτηση για την «κομματικότητα» για την οποία η απάντησή του ήταν, όπως και όλες, χωρίς να ξεχνάμε τα δεδομένα εκείνης της εποχής, εξαιρετική:
-Να μια ευκαιρία να μιλήσουμε για την κομματικότητα, του είχα πει. Και μου είχε απαντήσει,
«Αυτό μας πηγαίνει σε ένα άλλο ερώτημα, που έχει άμεση σχέση με τούτο, και που είναι η στράτευση. Πρέπει να πω ότι στις τοποθετήσεις που γίνονται, τίποτα δεν βλέπω να με ικανοποιεί. Για μένα, η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας. Θα φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά δεν είναι. Λέμε: στρατευμένος λογοτέχνης ή στρατευμένος καλλιτέχνης. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτά τα δύο συζούν, ή το ένα υποκύπτει στο άλλο. Εάν πραγματικά συν-λειτουργούν τότε η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας και ένα δυσκολότερο καθήκον. Είναι μερικά πράγματα και μερικά όρια αδιανόητα αν δεν είσαι στρατευμένος.
Πώς να το πω; Να ο Λυκαβηττός απέναντί μας. ‘Η τον ανεβαίνεις, ή κάθεσαι και τον κοιτάς. Καλύτερα είναι να τον ανέβεις. Αν δεν το κάνεις, θα μείνεις εδώ, μέσα στο δρόμο. Η στράτευση λοιπόν για τον λογοτέχνη, σημαίνει σοβαρότερα καθήκοντα, μεγαλύτερες δυσκολίες. Αν δε, υπερισχύσει αυτή και χαθεί ο λογοτέχνης, να μας λείπει. Γι’ αυτό τονίζω ότι πρέπει να τονώσουμε τη συνείδηση του λογοτέχνη όταν τη βλέπουμε λειψή. Διαφορετικά, δεν χρειάζεται ο λογοτέχνης. Την κάνει ο πολιτικός καλύτερα τη δουλειά του, με τα δικά του μέσα.»
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τις εμπειρίες του στην πολιτική προσφυγιά, καθώς είχε ζήσει μισή ζωή εδώ (στην Ελλάδα) μισή ζωή εκεί (κυρίως στη Μόσχα). Από εκεί είχε γίνει φανερή σε μένα και η έννοια της Αντίστασης, την οποία είχε έντονη μέσα του. «Θεωρώ μεγάλη ευτυχία το γεγονός ότι μπόρεσα να έρθω σε επαφή με άλλα πολιτιστικά κλίματα, με άλλη γλώσσα και ειδικά τη ρωσική, και μπόρεσα να τροχίσω τη δική μου αντοχή και την εθνική αν θέλετε, και τη γλωσσική, και πολλά άλλα πράγματα» μου είχε πει.
«Όταν περνάς αυτή τη δοκιμασία, νιώθεις καλύτερα τι έχεις μέσα σου, κι αν το έχεις. Αυτές οι αξίες που είναι πραγματικά αξίες (το ότι είσαι μέλος μιας εθνικής κοινότητας, ή μιας πολιτικής, ή ιδεολογικής) έχει σημασία να τις διασταυρώνεις, να τις επιβεβαιώνεις και να βγαίνεις μέσα από τη δοκιμασία κρατώντας ό,τι καλύτερο υπάρχει. Εχει πολύ μεγάλη σημασία η σύγκριση, το μέτρημα, μέσα από τα φώτα που έρχονται από αλλού. Το ότι ας πούμε το ρωσικό θέμα έχει μπει μέσα στο έργο μου, ήταν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο για μένα. Γιατί μέσα απ’ αυτή τη διασταύρωση, μια αρκετά επικίνδυνη διαδικασία, εγώ κρατώ τον εαυτό μου.»
Η συνέντευξη πέρασε κατόπιν στο έργο του και στη διαρκή αναζήτηση που αυτό έκρυβε. Μου είχε πει πως αν και υπάρχει μια πολυμορφία σε σχέση με τον χρόνο που διαδραματίζονται τα διάφορα έργα, το περιβάλλον, τα πρόσωπα αλλά και τα είδη ο αναγνώστης του «θα ήθελα να ξέρει πως προσωπικά έχω την αίσθηση ότι γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Μέσα από αυτά τα διάφορα πράγματα περνάει κάτι που είναι πιο σταθερό. Είναι μια απελευθερωτική γραμμή.»
Η έννοια της απελευθέρωσης, η έννοια της αντίστασης. «Γεννηθήκαμε μέσα σε ένα ορισμένο ιδεολογικό και ψυχικό κλίμα» μου είχε απαντήσει, «μπάσαμε μέσα μας ορισμένες αξίες που είναι πολύ δυνατές, η ακτινοβολία τους είναι μεγάλη. Και να θέλεις ακόμα, δεν μπορείς να τις απωθήσεις.»
Κι επειδή είχε γεννηθεί αγωνιστής, τον αγωνιστικό εαυτό του προτάσσει και σε άλλη περίπτωση, όταν είχαμε φτάσει στο ότι ο Ελληνας αναγνώστης έχει εθιστεί στο εύκολο:
«Πιστεύω πως η έννοια του αναγνώστη περνά μια δοκιμασία. Και είναι τραγικό να αισθάνεσαι τον εαυτό σου, κάποτε, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Είμαστε σε μια δύσκολη εποχή. Αλλά οι δύσκολες εποχές, σου τροχίζουν κι εσένα το πείσμα. Δεν υπάρχει άλλη στάση. Δεν μπορείς να παραδώσεις τα όπλα. (…) Το πείσμα, λοιπόν. Εχεις ένα μετερίζι- έτσι μάθαμε κιόλας εμείς- μέσα από το οποίο πολεμάς. Κουτσός, στραβός, παράλυτος, ό,τι είσαι, πρέπει να εμμένεις.»
Η συζήτηση, που γινόταν για τον Ριζοσπάστη στον οποίο ήμουν τότε, είχε πολλά επίκαιρα θέματα: Γκορμπατσόφ, περεστρόικα, Μαρξ, Λένιν, Φλωμπέρ (μην παραξενεύεστε, κι αυτοί μπορεί να είναι επίκαιροι). Τελείωνε με μια ερώτηση για την «κομματικότητα» για την οποία η απάντησή του ήταν, όπως και όλες, χωρίς να ξεχνάμε τα δεδομένα εκείνης της εποχής, εξαιρετική:
-Να μια ευκαιρία να μιλήσουμε για την κομματικότητα, του είχα πει. Και μου είχε απαντήσει,
«Αυτό μας πηγαίνει σε ένα άλλο ερώτημα, που έχει άμεση σχέση με τούτο, και που είναι η στράτευση. Πρέπει να πω ότι στις τοποθετήσεις που γίνονται, τίποτα δεν βλέπω να με ικανοποιεί. Για μένα, η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας. Θα φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά δεν είναι. Λέμε: στρατευμένος λογοτέχνης ή στρατευμένος καλλιτέχνης. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτά τα δύο συζούν, ή το ένα υποκύπτει στο άλλο. Εάν πραγματικά συν-λειτουργούν τότε η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας και ένα δυσκολότερο καθήκον. Είναι μερικά πράγματα και μερικά όρια αδιανόητα αν δεν είσαι στρατευμένος.
Πώς να το πω; Να ο Λυκαβηττός απέναντί μας. ‘Η τον ανεβαίνεις, ή κάθεσαι και τον κοιτάς. Καλύτερα είναι να τον ανέβεις. Αν δεν το κάνεις, θα μείνεις εδώ, μέσα στο δρόμο. Η στράτευση λοιπόν για τον λογοτέχνη, σημαίνει σοβαρότερα καθήκοντα, μεγαλύτερες δυσκολίες. Αν δε, υπερισχύσει αυτή και χαθεί ο λογοτέχνης, να μας λείπει. Γι’ αυτό τονίζω ότι πρέπει να τονώσουμε τη συνείδηση του λογοτέχνη όταν τη βλέπουμε λειψή. Διαφορετικά, δεν χρειάζεται ο λογοτέχνης. Την κάνει ο πολιτικός καλύτερα τη δουλειά του, με τα δικά του μέσα.»
Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008
Υστατο «χαίρε» στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο
Λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ο υπέροχος συγγραφέας και άνθρωπος, έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Τα ξημερώματα, στο Ερρίκος Ντυνάν, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο, μάχη που έδωσε με γενναιότητα, υπομονή και σθένος ως το τέλος. Θα τον αποχαιρετίσουμε μεθαύριο Τετάρτη ώρα 3μμ από το Α΄ Νεκροταφείο, με μια πολιτική κηδεία- χωρίς λόγους. Όπως ακριβώς ο ίδιος, ήθελε, ων βαθύτατα πολιτικός, λιτός και ουσιαστικός σε ολόκληρο τον βίο του.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είχε γεννηθεί στις 26 Μαΐου του 1924. Είχε ξεδιπλώσει από νέος το σπουδαίο ταλέντο του, το συγγραφικό, όπως και την επαναστατική του διάθεση. Σε καιρούς που συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα σήμαινε ακόμη και θάνατο, είχε μετάσχει στην Εθνική Αντίσταση ήδη από τα πρώτα της βήματα, το 1942, ως μέλος του ΕΑΜ Νέων.
Το 1948 πέρασε στους αντάρτες του αρχηγείου Ηπείρου. Με το ψευδώνυμο Σφυρής έστελνε χρονογραφήματα (Ριπές) στα «Καθημερινά Νέα», που έβγαζαν στο αρχηγείο οι Βασίλης Άνθης και Κώστας Τσανάκας. Στα τέλη του 1949 διέφυγε στις Ανατολικές χώρες, αρχικά στο Βουκουρέστι και από το 1956 στη Μόσχα όπου παρέμεινε έως τον επαναπατρισμό του το 1975. Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως το τελευταίο έτος και, πολιτικός πρόσφυγας πλέον, στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Το 1957 γνωρίστηκαν στη Μόσχα με τη Σόνια Ιλίνσκαγια, δευτεροετή φοιτήτρια τότε στο κλασικό τμήμα της Φιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, και το 1959 παντρεύτηκαν. Απέκτησαν ένα παιδί, την Όλγα Αλεξανδροπούλου.
«Αισθάνομαι πως γράφω συνέχεια το ίδιο βιβλίο» μού είχε πει στη μία και μοναδική συνέντευξη που μού είχε δώσει. Μάλιστα, η συνέντευξη αυτή είχε ξεκινήσει ως «έλα και αν οι ερωτήσεις με κεντρίσουν, βλέπουμε». Όχι, δεν είχε κάτι μαζί μου, ούτε με τους δημοσιογράφους. Απλώς, δεν είχε συνηθίσει στις συνεντεύξεις και ούτε ήθελε να συνηθίσει. Ηταν από τις φράσεις που μου έχουν μείνει στον νου. Κυρίως επειδή η ποικιλία του έργου, του ύφους, του τρόπου γραφής του είναι τόση και τέτοιας έκτασης, ώστε να εκπλήσσουν τα σεμνά του λόγια.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, ένα βιβλίο έγραφε όντως σε όλη τη ζωή του. Το βιβλίο της εποχής του. Μια τοιχογραφία, είτε με τα μυθιστορήματά του, είτε με τα διηγήματα, είτε με τις μελέτες του.
Στο έργο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου αναμίχθηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. Το δημιουργικό δέσιμό του με τον ρωσικό πολιτισμό και η μεγάλη σειρά σχετικών έργων του δεν είχαν ως μόνο στόχο τη μεταβίβαση της αποκτημένης γνώσης, προέκυψαν και πορεύτηκαν μέσα στον πνευματικό αναβρασμό της εποχής σαν μια δική του ανταπόκριση, δική του πρόταση ερμηνείας, όπως το επιχειρούσε και στα άλλα του βιβλία. Το ρωσικό κεφάλαιο της δουλειάς του ολοκληρώθηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία του «Ο Τολστόι» (2007) και με ένα αφιέρωμα στην τραγική περίπτωση του Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ – το «Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» (Μάρτιος 2008) είναι το τελευταίο του βιβλίο.
Τον γνώρισα με το «Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό» και τον αποχαιρετώ τώρα με το βιβλίο για τον Μαντελστάμ. Αυτόν τον μειλίχιο, τρυφερό, γενναιόφρονα άνθρωπο που δεν μπορώ να σκεφτώ να έρχεται σε αντίθεση με την καθοδήγηση (και ασφαλώς ήρθε πολλές φορές). Ξέρω όμως πως όταν ερχόταν, ήταν τόσο αποφασιστικός όσο και αφοσιωμένος. Αυτό που λέμε «διαμάντι». Στη ζωή και στην τέχνη. Αξίας ανεκτίμητης.
Βεβαίως έχει πάρει πολλά λογοτεχνικά βραβεία σε Ελλάδα και Σοβιετική Ενωση- Ρωσία, όπως και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, το 2001.
Το συνολικό έργο του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι πολυσχιδές, από το διήγημα ως το ταξιδιωτικό.
Δ ι η γ ή μ α τ α
Αρματωμένα χρόνια (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1954), Μια πρόσφατη ιστορία (ΠΛΕ 1962), Λευκή ακτή (ΠΛΕ 1966), Φύλλα φτερά (Διογένης 1977, Πολύτυπο 1983), Η ένατη πληγή (Κέδρος 1986), Επιστροφές (Ελληνικά Γράμματα 1999)
Μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ α
Νύχτες και αυγές (ΠΛΕ 1961-1963, Θεμέλιο 1963-1965, Κέδρος 1979, Σύγχρονη Εποχή 1987, Ελληνικά Γράμματα 2000), Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού (Δίφρος 1976, Σύγχρονη Εποχή 1982, Ελληνικά Γράμματα 2002), Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους (Εκδ. Καρανάση 1976, Σύγχρονη Εποχή 1988), Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό (Κέδρος 1980), Αυτά που μένουν (Δελφίνι 1994, Ελληνικά Γράμματα 2000), Στο όριο (Ελληνικά Γράμματα 2003)
Β ι ο γ ρ α φ ι κ έ ς Μ υ θ ι σ τ ο ρ ί ε ς
Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι (Σύγχρονη Εποχή 1980, Ελληνικά Γράμματα 2004), Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχοφ (Σύγχρονη Εποχή 1981), Ο μεγάλος αμαρτωλός. Ο Ντοστογέφσκι (Κέδρος 1984), Ένας άνθρωπος μια εποχή. Ο Αλέξανδρος Γκέρτσεν (Γνώση 1989), Ο Μαγιακόφσκι. Τα εύκολα και τα δύσκολα (Ελληνικά Γράμματα 2000), Ο Τολστόι (Ελληνικά Γράμματα 2007)
Τ α ξ ι δ ι ω τ ι κ ά
Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Ταξίδι στο Βόλγα (ΠΛΕ 1971, Εκδόσεις Καρανάση 1976), Οι Αρμένηδες. Ταξίδι στη χώρα τους και στην ιστορία τους (Κέδρος 1982)
Μ ε λ έ τ ε ς
Αντίσταση-Δημοκρατία. Επιλογή άρθρων (Κέδρος 1975), Πέντε Ρώσοι Κλασικοί (Σύγχρονη Εποχή 1975 και 1979, Ελληνικά Γράμματα 2006), Η ρωσική λογοτεχνία. Από τον 11ο αιώνα μέχρι την Επανάσταση του 1917 (Κέδρος 1978-79), Μια συνάντηση. Σεφέρης-Μακρυγιάννης (Πολύτυπο 1983), Ο βασιλιάς που πέθανε (Πολύτυπο 1990), Δαίμονες και δαιμονισμένοι. Επιστροφές στον Ντοστογέφσκι (Δελφίνι 1992), Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί (Δελφίνι 1996)
Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι ς
Εμμανουήλ Καζακέβιτς: Το γαλάζιο τετράδιο. Εχθροί (Θεμέλιο 1965, ΠΛΕ 1966, Θεμέλιο 1977), Η εκστρατεία του Ίγκορ (Κέδρος 1976, 1996), Ο Βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ (Κέδρος 1976, 1996), Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους (Κέδρος 1978, 1996), Γιούρι Ολέσα: Οι τρεις χοντροί (Κέδρος 1978), Αλέξανδρος Γκριμπογέντοφ: Συμφορά από το πολύ μυαλό (Δωδώνη 1990), Αλέξανδρος Πούσκιν: Η ντάμα Πίκα (Σύγχρονη Εποχή 1991), Μικρές τραγωδίες (Αθήνα 1991), Ο χάλκινος καβαλάρης (Δελφίνι 1995), Νικολάι Γκόγκολ: Η μύτη (Κέδρος 1994), Αντόν Τσέχοφ: Εχθροί (Κέδρος 1994), Φιόντορ Ντοστογέφσκι: Μπομπόκ (Κέδρος 1995), Αλέξανδρος Πούσκιν: Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία… (Ποταμός 2004), Αντόν Τσέχοφ: Ανιαρή ιστορία (Ελληνικά Γράμματα 2005)
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είχε γεννηθεί στις 26 Μαΐου του 1924. Είχε ξεδιπλώσει από νέος το σπουδαίο ταλέντο του, το συγγραφικό, όπως και την επαναστατική του διάθεση. Σε καιρούς που συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα σήμαινε ακόμη και θάνατο, είχε μετάσχει στην Εθνική Αντίσταση ήδη από τα πρώτα της βήματα, το 1942, ως μέλος του ΕΑΜ Νέων.
Το 1948 πέρασε στους αντάρτες του αρχηγείου Ηπείρου. Με το ψευδώνυμο Σφυρής έστελνε χρονογραφήματα (Ριπές) στα «Καθημερινά Νέα», που έβγαζαν στο αρχηγείο οι Βασίλης Άνθης και Κώστας Τσανάκας. Στα τέλη του 1949 διέφυγε στις Ανατολικές χώρες, αρχικά στο Βουκουρέστι και από το 1956 στη Μόσχα όπου παρέμεινε έως τον επαναπατρισμό του το 1975. Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως το τελευταίο έτος και, πολιτικός πρόσφυγας πλέον, στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Το 1957 γνωρίστηκαν στη Μόσχα με τη Σόνια Ιλίνσκαγια, δευτεροετή φοιτήτρια τότε στο κλασικό τμήμα της Φιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, και το 1959 παντρεύτηκαν. Απέκτησαν ένα παιδί, την Όλγα Αλεξανδροπούλου.
«Αισθάνομαι πως γράφω συνέχεια το ίδιο βιβλίο» μού είχε πει στη μία και μοναδική συνέντευξη που μού είχε δώσει. Μάλιστα, η συνέντευξη αυτή είχε ξεκινήσει ως «έλα και αν οι ερωτήσεις με κεντρίσουν, βλέπουμε». Όχι, δεν είχε κάτι μαζί μου, ούτε με τους δημοσιογράφους. Απλώς, δεν είχε συνηθίσει στις συνεντεύξεις και ούτε ήθελε να συνηθίσει. Ηταν από τις φράσεις που μου έχουν μείνει στον νου. Κυρίως επειδή η ποικιλία του έργου, του ύφους, του τρόπου γραφής του είναι τόση και τέτοιας έκτασης, ώστε να εκπλήσσουν τα σεμνά του λόγια.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, ένα βιβλίο έγραφε όντως σε όλη τη ζωή του. Το βιβλίο της εποχής του. Μια τοιχογραφία, είτε με τα μυθιστορήματά του, είτε με τα διηγήματα, είτε με τις μελέτες του.
Στο έργο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου αναμίχθηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. Το δημιουργικό δέσιμό του με τον ρωσικό πολιτισμό και η μεγάλη σειρά σχετικών έργων του δεν είχαν ως μόνο στόχο τη μεταβίβαση της αποκτημένης γνώσης, προέκυψαν και πορεύτηκαν μέσα στον πνευματικό αναβρασμό της εποχής σαν μια δική του ανταπόκριση, δική του πρόταση ερμηνείας, όπως το επιχειρούσε και στα άλλα του βιβλία. Το ρωσικό κεφάλαιο της δουλειάς του ολοκληρώθηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία του «Ο Τολστόι» (2007) και με ένα αφιέρωμα στην τραγική περίπτωση του Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ – το «Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» (Μάρτιος 2008) είναι το τελευταίο του βιβλίο.
Τον γνώρισα με το «Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό» και τον αποχαιρετώ τώρα με το βιβλίο για τον Μαντελστάμ. Αυτόν τον μειλίχιο, τρυφερό, γενναιόφρονα άνθρωπο που δεν μπορώ να σκεφτώ να έρχεται σε αντίθεση με την καθοδήγηση (και ασφαλώς ήρθε πολλές φορές). Ξέρω όμως πως όταν ερχόταν, ήταν τόσο αποφασιστικός όσο και αφοσιωμένος. Αυτό που λέμε «διαμάντι». Στη ζωή και στην τέχνη. Αξίας ανεκτίμητης.
Βεβαίως έχει πάρει πολλά λογοτεχνικά βραβεία σε Ελλάδα και Σοβιετική Ενωση- Ρωσία, όπως και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, το 2001.
Το συνολικό έργο του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι πολυσχιδές, από το διήγημα ως το ταξιδιωτικό.
Δ ι η γ ή μ α τ α
Αρματωμένα χρόνια (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1954), Μια πρόσφατη ιστορία (ΠΛΕ 1962), Λευκή ακτή (ΠΛΕ 1966), Φύλλα φτερά (Διογένης 1977, Πολύτυπο 1983), Η ένατη πληγή (Κέδρος 1986), Επιστροφές (Ελληνικά Γράμματα 1999)
Μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ α
Νύχτες και αυγές (ΠΛΕ 1961-1963, Θεμέλιο 1963-1965, Κέδρος 1979, Σύγχρονη Εποχή 1987, Ελληνικά Γράμματα 2000), Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού (Δίφρος 1976, Σύγχρονη Εποχή 1982, Ελληνικά Γράμματα 2002), Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους (Εκδ. Καρανάση 1976, Σύγχρονη Εποχή 1988), Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό (Κέδρος 1980), Αυτά που μένουν (Δελφίνι 1994, Ελληνικά Γράμματα 2000), Στο όριο (Ελληνικά Γράμματα 2003)
Β ι ο γ ρ α φ ι κ έ ς Μ υ θ ι σ τ ο ρ ί ε ς
Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι (Σύγχρονη Εποχή 1980, Ελληνικά Γράμματα 2004), Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχοφ (Σύγχρονη Εποχή 1981), Ο μεγάλος αμαρτωλός. Ο Ντοστογέφσκι (Κέδρος 1984), Ένας άνθρωπος μια εποχή. Ο Αλέξανδρος Γκέρτσεν (Γνώση 1989), Ο Μαγιακόφσκι. Τα εύκολα και τα δύσκολα (Ελληνικά Γράμματα 2000), Ο Τολστόι (Ελληνικά Γράμματα 2007)
Τ α ξ ι δ ι ω τ ι κ ά
Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Ταξίδι στο Βόλγα (ΠΛΕ 1971, Εκδόσεις Καρανάση 1976), Οι Αρμένηδες. Ταξίδι στη χώρα τους και στην ιστορία τους (Κέδρος 1982)
Μ ε λ έ τ ε ς
Αντίσταση-Δημοκρατία. Επιλογή άρθρων (Κέδρος 1975), Πέντε Ρώσοι Κλασικοί (Σύγχρονη Εποχή 1975 και 1979, Ελληνικά Γράμματα 2006), Η ρωσική λογοτεχνία. Από τον 11ο αιώνα μέχρι την Επανάσταση του 1917 (Κέδρος 1978-79), Μια συνάντηση. Σεφέρης-Μακρυγιάννης (Πολύτυπο 1983), Ο βασιλιάς που πέθανε (Πολύτυπο 1990), Δαίμονες και δαιμονισμένοι. Επιστροφές στον Ντοστογέφσκι (Δελφίνι 1992), Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί (Δελφίνι 1996)
Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι ς
Εμμανουήλ Καζακέβιτς: Το γαλάζιο τετράδιο. Εχθροί (Θεμέλιο 1965, ΠΛΕ 1966, Θεμέλιο 1977), Η εκστρατεία του Ίγκορ (Κέδρος 1976, 1996), Ο Βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ (Κέδρος 1976, 1996), Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους (Κέδρος 1978, 1996), Γιούρι Ολέσα: Οι τρεις χοντροί (Κέδρος 1978), Αλέξανδρος Γκριμπογέντοφ: Συμφορά από το πολύ μυαλό (Δωδώνη 1990), Αλέξανδρος Πούσκιν: Η ντάμα Πίκα (Σύγχρονη Εποχή 1991), Μικρές τραγωδίες (Αθήνα 1991), Ο χάλκινος καβαλάρης (Δελφίνι 1995), Νικολάι Γκόγκολ: Η μύτη (Κέδρος 1994), Αντόν Τσέχοφ: Εχθροί (Κέδρος 1994), Φιόντορ Ντοστογέφσκι: Μπομπόκ (Κέδρος 1995), Αλέξανδρος Πούσκιν: Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία… (Ποταμός 2004), Αντόν Τσέχοφ: Ανιαρή ιστορία (Ελληνικά Γράμματα 2005)
Κυριακή, Μαΐου 11, 2008
Βίλα Κομπρέ του Αλέξη Σταμάτη

Λένε πως αν δεν έχεις ανάγκη μια λέξη, δεν την δημιουργείς. Φαίνεται λοιπόν πως οι Ελληνες δεν έχουμε, αν μη τι άλλο, ανάγκη από τη λέξη «privacy» με την αγγλική έννοια την οποία δεν αποδίδει ακριβώς το «ιδιωτικότητα». Αλλοιώς, θα την είχαμε περιλάβει στο λεξιλόγιό μας- έστω και εξελληνίζοντάς την.
Οπωσδήποτε πάντως, δεν είχαμε μέχρι τώρα και πολλή ανάγκη τη λέξη «suspense» αλλιώς θα είχαμε βρει κάποιο δυνατότερο ισοδύναμο από το «αγωνία» και, σίγουρα, από το «ανησυχία». Στην αρχαία τραγωδία υπάρχει σασπένς, αλλά μάλλον τα εντελώς διαφορετικά μεγέθη από τη σύγχρονη δημιουργία επιβάλλουν κάποιον άλλο ορισμό, που σίγουρα θα πρέπει να περιέχει και τη λέξη «ένταση».
Στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα το suspense, όπως ορίζεται στη διεθνή τέχνη, δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα. Ισως ένας μαιτρ του αστυνομικού μυθιστορήματος όπως ο Πέτρος Μάρκαρης θα είχε δικαιολογημένες ενστάσεις, αλλά σε άλλες περιπτώσεις αναφέρομαι. Σε εκείνες που αν και περιέχουν θανάτους (και βίαιους κάποιες φορές) δεν θα τους κατατάσσαμε σε καμία περίπτωση στην κατηγορία αστυνομικού μυθιστορήματος. Είναι και παραμένουν αστικά μυθιστορήματα, έστω και αν (όπως στην περίπτωσή μας) ένα μέρος τους διαδραματίζεται εκτός μεγάλου αστικού κέντρου.
Η «Βίλλα Κομπρέ» το καινούργιο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη, ξεκινά στο γενέθλιο χωριό του ήρωα, με έναν θάνατο. Τον θάνατο του πατέρα του. Μια φωτογραφία που εντοπίζει ο γιος και τον οδηγεί σε ένα «θησαυρό» είναι η αρχή ενός μίτου, τον οποίο ωστόσο πρέπει να δημιουργήσει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Μέσα από γεγονότα που θα οδηγήσουν στο τελικό γεγονός.
Στο ενδιάμεσο, οι ανατροπές είναι πολλαπλές και πυκνές. Συμβαίνουν κάθε φορά που χρειάζεται, όποτε δηλαδή ο αναγνώστης φαντάζεται ότι φτάνει σε ένα προβλεπτό τέλος. Τα πάντα τότε τινάζονται στον αέρα, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα να ξαφνιάζει ευχάριστα τον άνθρωπο που διαβάζει το κείμενό του, να τον πετά σε άλλες θάλασσες χωρίς πριν να τον έχει προειδοποιήσει: «άσε την πεπατημένη, στρίβουμε»!
Αυτό είναι ευχάριστο και προσθέτει suspense, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή. Σε δόσεις και ποιότητα τέτοια, ώστε να εντυπωσιάζει θετικά, να σε παρασύρει στο να συνεχίσεις την ανάγνωση με ανυπομονησία. Αλλά δεν είναι η μόνη αρετή της Βίλας Κομπρέ. Η πρωτότυπη αφήγηση, οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, η καλή κεντρική ιδέα και η ανάπτυξή της με όλους τους κανόνες του μυθιστορήματος, αποτελούν τα «συν» του βιβλίου.
Αν και φαίνεται και από προηγούμενα έργα του πως ο συγγραφέας αρέσκεται στο να παρουσιάζει εξωτικά μέρη, θα πω, ωστόσο, πως αυτές οι παρουσιάσεις του είναι μακροσκελείς σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων του και δεν προσθέτουν κάτι στο έργο του. Ολο το ταξίδι του γιου στην Αφρική για να βρει τον «πατέρα» του, θα μπορούσε να έχει σμικρυνθεί σημαντικά. Πολλώ μάλλον που δεν φαίνεται να αποτελεί πηγή αυτογνωσίας ή συνειδησιακών ανακατατάξεων, δεν έχει, καν, κάποια κορυφαία εξέλιξη.
Η Βίλα Κομπρέ του Αλέξη Σταμάτη, που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» παρουσιάζεται μεθαύριο Τρίτη (και) 13 Μαΐου ώρα 8μμ στον Πολυχώρο 104 (Θεμιστοκλέους 104).
Για το βιβλίο συζητουν
ο Αλέξης Σταματης με τον blogger nuwanda (Γιάννη Γιαννούδη)(δείτε και την ανάρτησή του για το θέμα εδώ)
διαβάζουν οι
Μπέττυ Αρβανίτη
Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Παρασκευή, Απριλίου 25, 2008
Η παραφορά του Ερωταφίου

Ο άνθρωπος- ένας μικρός θεός όταν έχει ερωτευθεί. Που φτιάχνει και ξαναφτιάχνει τον Κόσμο από την αρχή. Που επινοεί λέξεις, χειρονομίες, που δημιουργεί μαγικές στιγμές.
Σταυρώνεται κάθε φορά που ο έρωτας εκπνέει και αποκαθηλώνεται από τον θρόνο της αιωνιότητας. Για να ανέλθει πάλι, με τη νέα αγάπη και να ξαναζήσει τον κύκλο: έρωτας, φθορά, θάνατος.
Μεγάλη Παρασκευή, «ένδοξο πένθος» κατά Ρίτσο, και «σμίξιμο του έρωτα και του θανάτου». Ο Ιωάννης Ν. Κυριαζής- γνωστός σε μας και ως kyriaz κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες την ποιητική του συλλογή «Η παραφορά του Ερωταφίου» (εκδόσεις Κονιδάρη). Αφιέρωμα σε όλους τους έρωτες που πέθαναν και που δεν αναστήθηκαν ποτέ. Ενδοξο- πλην ταπεινό- πένθος και γραφίδα λεπταίσθητη. Αποδίδει θαυμάσια το έδαφος που χάνεται κάτω απ’ τα πόδια σου, την καρδιά σου που σχίζεται, την άβυσσο στην οποία βυθίζεσαι.
Με θρήνο σιγανόφωνο, πλην γεμάτο δύναμη, με δάκρυα ατόφιας ποίησης, χωρίς να καταδέχεται- όπως κάθε αληθινός καλλιτέχνης- μάταιες ελπίδες, ο Γιάννης Κυριαζής μιλάει και στην καρδιά και στο μυαλό σας. Γιατί είμαστε άνθρωποι- άνω θρώσκοντες δηλαδή. Και πενθούμε αβάσταχτα σε κάθε είδους απώλεια. Κι όμως συνεχίζουμε. Και γι’ αυτό, έχουμε ανάγκη την ομορφιά, ακόμη και μέσα στο πάθος και τη θλίψη. Για να παίρνουμε δύναμη. Μικρό δείγμα γραφής (και μετά σπεύσατε να προμηθευθείτε το βιβλίο:)
«Τρεις μέρες μόνον άντεξε του Τάφου το σκοτάδι-
μα μια ζωή εγώ, χωρίς δικό σου ένα χάδι»
Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008
Κασσιανή, η μοναδική -μοναχική
Αν ήταν να σώσω ένα μονάχα ποίημα από όλα όσα έγραψαν οι ποιητές ανά τους αιώνες, θα έσωζα το Τροπάριο της Κασσιανής. Αυτό, που θα ακουστεί αύριο στις Εκκλησίες των Χριστιανών. Είναι το ποίημα που με έχει συγκινήσει βαθύτερα από όλα: πλήρες, κομψό, γεμάτο μεστά νοήματα και εκφραστικό πλούτο, υπέροχο. Και ο θρύλος που το συνοδεύει, είναι κι αυτός θαυμάσιος.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το τροπάριο της Κασσιανής είναι αυτό:
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με έναν δικό του τρόπο:
Η Κασσιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.
Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το τροπάριο της Κασσιανής είναι αυτό:
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με έναν δικό του τρόπο:
Η Κασσιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.
Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)