Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη

Η ευτυχία, για μένα, είναι σε μέγιστο βαθμό Αγάπη. Στην πρόσκληση της Alef να γράψουμε για την ευτυχία, ανταποκρίνομαι με ένα ποίημα του Λουί Αραγκόν σε μετάφραση Αντώνη Θ. Φωστιέρη:


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ


Τίποτα δε χαρίστηκε στον άνθρωπο ποτέ. Μηδέ η δύναμή του,
Μηδέ αδυναμία, μηδέ καρδιά. Κι όταν νομίζει πως
Τα χέρι’ ανοίγει, ο ίσκιος του είναι σωστός σταυρός
Και μνέσει μες τη χούφτα του της ευτυχίας του ο σποδός
Είναι μια προδοσία φριχτή κι αλλόκοτ’ η ζωή του.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.


Η ζωή του... Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές
Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.
Τι κι αν τους εύρης το πρωί ετοιμασμένους,
Αυτούς, οπού το βράδι θα τους δης αβέβαιους, νικημένους;
Πήτε μονάχα* η ζωή μου! Και βαστήχτε των δακρύων σας τις πηγές...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,
Μαζί μου σέχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο*
Κι όλοι γύρω μας βλέπουν μένα βλέμμα χαμένο,
Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο
Στα μεγάλα τα μάτια σου- κι έχει τώρα πεθάνει...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί...
Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδι,
Για το σπαθί της δυστυχιάς που της χαράς το υφάδι
κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,
Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο ‘μαστε δεμένοι!

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008

Πρόσκληση από το Ανεμολόγιο




Την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008 (παραλλήλως με την εκπομπή Ανεμολόγιο του Σκάι 100,3), η ιστοσελίδα http://skai-anemologio-pblogs.gr ετοιμάζει θεματική βραδιά για τα μπλογκ. Ας την παρακολουθήσουμε.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2008

Sous le ciel de Paris

Ενας λαός που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα ασχολούνταν με την Κάρλα Μπρούνι και τον Νικολά Σαρκοζί αφήνοντας τα χειρόγραφα των ποιητών του να βγαίνουν σε δημοπρασία. Οπως καταλάβατε, δεν μας φωτογραφίζω αυτή τη φορά, αλλά αναφέρομαι στους Γάλλους των οποίων το αυτάκι δεν ίδρωσε καθόλου. Επομένως, μάλλον δεν σκέφτονται να βγουν από την αποχαύνωση και να διεκδικήσουν ένα θρυλικό χειρόγραφο, το οποίο δημοπρατείται από τους Σόθμπι'ς στο Παρίσι.
Είναι το χειρόγραφο από τα «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού» και μαζί το «Poisson Soluble» του Αντρέ Μπρετόν. Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, το παρισινό διαμέρισμα του ποιητή και Πάπα του Σουρεαλισμού ήταν ακέραιο, όπως το είχε αφήσει. Ακόμα και οι πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και του Χουάν Μιρό ήταν στη θέση τους. Οι κληρονόμοι της πρώτης συζύγου του, αποφάσισαν να το διαλύσουν, πουλώντας τα πάντα κομμάτι- κομμάτι. Τότε, είχε ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, που ζητούσαν να μετατραπεί το διαμέρισμα σε μουσείο. Απέτυχαν. Σήμερα, ουδείς διανοείται να κάνει έστω αυτό.
Το χειρόγραφο εκτίθεται τώρα (και μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου) στο Λονδίνο, θα δημοπρατηθεί όμως στο Παρίσι- για ευνόητους λόγους. Και είναι πραγματικά να απορεί κανείς που άνθρωποι με ανάστημα σαν του Τζακ Λανγκ δεν έχουν ζητήσει να περιέλθει αυτό το εξαιρετικά σημαντικό χειρόγραφο, αντίγραφο του οποίου δεν υπάρχει, στη Γαλλική Δημοκρατία. Προφανώς η Μαριάννα δεν ενδιαφέρεται πια για ποιητές- καθώς το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» έχει μετατραπεί σε «Ελευθερία, Ισότητα, Χαβιάρι» (και μη με διαψεύσει κανείς. Το έχω δει με τα μάτια μου σε διαφήμιση καταστήματος, στο μετρό του Παρισιού. Τη βρήκα έξυπνη τότε, αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς...)
Επειδή λοιπόν όλα έχουν μια τιμή στις μέρες μας, τα Μανιφέστα εκτιμάται ότι θα φτάσουν σε μισό εκατομμύριο ευρώ, ενώ η ποιητική συλλογή που δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα, και αποτελεί υπόδειγμα αυτόματης γραφής, αναμένεται να πιάσει περί τα 80.000 ευρώ ανά τμήμα (μη ρωτήσετε τι σημαίνει αυτό, δεν έχω δει το χειρόγραφο για να ξέρω. Από τον Γκάρντιαν ενημερώθηκα. Ετσι, αντί να βρίσκονται στα εθνικά λογοτεχνικά αρχεία της Γαλλίας, προσβάσιμα στους μελετητές, ένας θεός ξέρει πού θα πάνε και ποιος θα μπορεί να τα δει- αν θα μπορεί και κανένας.
Κι όμως τα Μανιφέστα είναι, στην πραγματικότητα, το πλέον θεμελιώδες κείμενο για το κίνημα. Στην αρχή γράφτηκαν ως πρόλογος στη συλλογή. Κατόπιν μεγάλωσαν, αυτονομήθηκαν, και, κατ' ουσίαν έβαλαν τάξη στο χάος: όρισαν τον σουρεαλισμό, ο οποίος είχε γεννηθεί λίγα χρόνια πριν από τον Απολιναίρ, αλλά ως όρος, όχι ως κίνημα. Ο σουρεαλισμός (γνωστός στην Ελλάδα και ως υπερρεαλισμός) βρήκε έτσι τον κατεξοχήν θεωρητικό του και η τέχνη οφελήθηκε πολλαπλώς. Αυτά, από το 1919- 1922 οπότε και σημειώνονται οι πρώτες διεργασίες έως το 1968 οπότε και το κίνημα σβήνει- ίσως δεν είναι τυχαίο πως εκείνη τη χρονιά πεθαίνει και ο Μπρετόν, αλλά γεννιέται και ο Μάης του '68.
Η Ομορφιά, ή θα είναι συγκλονιστική ή δεν θα υπάρχει έγραφε ο Μπρετόν στη «Νατζά» (το βιβλίο έχει αποδοθεί και ως Νάντια και η φράση έχει πολλές ερμηνείες, έτσι την πρωτοδιάβασα όμως στην εφηβεία μου, σε μια μετάφραση της εποχής και έτσι έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου). Μήπως φτάνουμε στην Εποχή που θα συμβεί το δεύτερο;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2008

Αντισταθείτε, ΙΙΙ

Η Ομορφιά είναι η μόνη που μπορεί να νικήσει την ασχήμια, είπαμε. Και βάλαμε ποιήματα που αγαπάμε, ως πράξη αντίστασης στο ζοφερό κλίμα των ημερών. Διάβασα πολλά και υπέροχα ποιήματα και σκέφτηκα ότι η Ελλάδα ευτυχώς έχει πολλούς καλούς ποιητές, δυστυχώς, όμως, τους αγνοεί ή τους ξεχνά. Σήμερα, κλείνω τον κύκλο του παιχνιδιού με έναν στίχο του γενάρχη της σύγχρονης ποίησής μας, του Διονύσιου Σολωμού. Είναι από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» (που τους γνωρίζουμε και ως «Ελεύθερους Πολιορκισμένους») και νομίζω τα λέει όλα:

«Η δύναμή σου πέλαγο, κ' η θέλησή μου βράχος.»

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

Αντισταθείτε, ΙΙ

Μονάχα η Ομορφιά μπορεί να αλλάξει κάπως το ζοφερό κλίμα των ημερών, όπως έλεγα στο προηγούμενο ποστ. Και, ω του θαύματος, πολλοί ανταποκριθήκατε και αναρτήσατε στα ιστολόγιά σας το αγαπημένο σας ποίημα- ως πράξη αντίστασης. Συνεχίζω σήμερα, με ένα απόσπασμα από τη «Γκραγκάντα» του Γιάννη Ρίτσου:


Είμαι κ' εγώ απ' την ίδια ράτσα* επιμένω* δεν το βάζω κάτω*
είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις
καμπάνες στους λόφους
είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως
μέσα στα στάχυα
είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία
είπα στους νεκρούς: περιμένετε* τίποτα δεν τελειώνει.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2008

Αντισταθείτε!

Μιχάλης Κατσαρός



Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλιωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακίες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
απο γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
απο φωνή
απο τροφή
απο άλογο
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.


Αφιερωμένο στον Nuwanda που μου έδωσε την ιδέα. Επιτέλους, ας κάνουμε κάτι. Η Ομορφιά είναι η μόνη που μπορεί να νικήσει την ασχήμια.
Δίνω στη σκυτάλη στους

Αλεφ
Νουβάντα
Λιμπρόφιλο
Ange-ta
Ρεγγίνα που αγαπά στα τριαντάφυλλα
Αννα που αγαπά τα βιβλία
Ιουστίνη Φραγκούλη
Κατερίνα Παπαθεοδώρου
Νέλλυ Νέζη
Θεοδόση Βολκώφ
Καπετάνισσα
Αναγνώστρια
Κυριάζ
Σταυρούλα Σκαλίδη
Jo- anna


για να βάλουν στα δικά τους μπλογκ ένα ποίημα που τους αρέσει και να παραδώσουν κι αυτοί τη σκυτάλη με τη σειρά τους. Τίτλος του «παιχνιδιού», «Αντισταθείτε». Γιατί κάπως πρέπει να αντιδράσουμε. Αρκετά.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

Για (αληθινά) παιδιά

Μετά τα κρατικά βραβεία για τα βιβλία ενηλίκων, να και τα βραβεία για παιδικά βιβλία:

Το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία, εξ ημισείας, στην Κατερίνα Πλασσαρά για το βιβλίο της με τίτλο «Η δική μας Λάση», Εκδόσεις «μικρή ΜΙΛΗΤΟΣ» και στον Αντώνη Δελώνη για το βιβλίο του με τίτλο « Αγαπώ μια γάτα, εντάξει;», Εκδόσεις «Ψυχογιός».

Το Βραβείο Εικονογράφησης Παιδικού βιβλίου απονέμεται εξ ημισείας κατά πλειοψηφία στην Φωτεινή Στεφανίδη για την εικονογράφηση του βιβλίου με τίτλο «Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει», Εκδόσεις «Α.Α.Λιβάνη» και κατά πλειοψηφία στον Πέτρο Μπουλούμπαση για την εικονογράφηση του βιβλίου με τίτλο «Ο Άγιος Βασίλης και το διαβολάκι» του συγγραφέα Πέτρου Χατζόπουλου, Εκδόσεις «Καστανιώτη».

Το Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά απονέμεται εξ ημισείας ομόφωνα στον Βασίλη Κρεμμυδά για το βιβλίο με τίτλο «Καθημερινές Ιστορίες για τα Καράβια», Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο και κατά πλειοψηφία στην Νένα Κοκκινάκη για το βιβλίο με τίτλο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ - Πώς ξεκίνησε ο Κόσμος» εκδόσεις «ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ».


Ο βραχύς κατάλογος παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων (δημοσιευμένων το έτος 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο επελέγησαν τα βραβευθέντα, είναι ο ακόλουθος:

1) «Αγαπώ μια γάτα, εντάξει;», συγγραφέας: Δελώνης Αντώνης, εκδ. Ψυχογιός.
2) «Η δική μας Λάση», συγγραφέας: Κατερίνα Πλασσαρά,
εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, εκδ. Μικρή Μίλητος.
3) «Το παρανομύθι», συγγραφέας: Αντώνης Παπαθεοδούλου [και] Τερέσα Ινφάντε , εικονογράφηση: Δέσποινα Καραπάνου, εκδ. Παπαδόπουλος.
4) «Άλλοι καιροί Άλλα παιδιά», συγγραφέας: Άλκη Ζέη [και] Ζωρζ Σαρή, εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη [και] Βάσω Ψαράκη, εκδ. Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.
5) «Η πεισματάρα Ρουμπίνη και άλλες ιστορίες», συγγραφέας: Στέλλα Βογιατζόγλου, εικονογράφηση: Ντενίς Λομ, εκδ. Πατάκης.
6) «Η δασκάλα που το κεφάλι της έγινε καζάνι», συγγραφέας: Σοφία Μαντουβάλου, εκδ. Πατάκης.
7) «Τα πουλιά στο χιόνι...» - : Μυθιστόρημα για παιδιά, συγγραφέας: Τούλα Τίγκα,
εκδ. Πατάκης.
8) «Μαγικό ρολόι», συγγραφέας: Μιράντα Βατικιώτη, εκδ. Ζαχαράκης.
9) «Η συμμορία του Τολέδο», συγγραφέας: Κυριάκος Μαργαρίτης,
εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, εκδ. Ψυχογιός.
10) «Ως δια μαγείας», συγγραφέας: Μαρία Παπαγιάννη, εκδ. Πατάκης.
11) «Η κυρία Μίνα και η Άνοιξη», συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης, εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη, εκδ. Λιβάνης.
12) «Αλίκη, η μικρή μαμά», συγγραφέας: Μαρία Δημητριάδου, εκδ. Μορφή Εκδοθήτω.
13) «Ο Τριγωνοψαρούλης στον κόσμο των παράξενων ψαριών», συγγραφέας:
Βαγγέλης Ηλιόπουλος, εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση, εκδ. Πατάκης.
14) «Τάλως, ο χάλκινος γίγαντας της Κρήτης», συγγραφέας: Λίτσα Ψαραύτη, εικονογράφηση: Μαρίνα Μαρκολίν, εκδ. Πατάκης.
15) «Αχ, αυτός ο Όμηρος!», συγγραφέας: Γιάννης Ρεμούνδος, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
16) «Οι φίλοι», συγγραφέας: Μάκης Τσίτας, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
17) «Ένα αγγελάκι στα Εξάρχεια», συγγραφέας:Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, εικονογράφηση: Λιάνα Δενεζάκη, εκδ. Ψυχογιός.
18) «Τα παιδιά των φυλαχτών», συγγραφέας: Γιώργος και Κλαίρη Προκοπίου, εικονογράφηση: Ελιάννα Προκοπίου, εκδ. Κέδρος.
19) «Το βουνό ψάχνει –Συναντώντας τον Ηράκλειτο», συγγραφέας: Μαρία Αντωνάτου, εκδ. Παπαδόπουλος.
20) «Κολυμπώντας στα βαθιά», συγγραφέας: Μαρία Ρουσάκη,
εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου, εκδ. Παπαδόπουλος.
21) «Μελλόντια, το κορίτσι που γεννήθηκε στο μέλλον», συγγραφέας: Βούλα Μάστορη, εκδ. Πατάκης.
22) «Ο μάγος του Όζοντος», συγγραφέας: Αντώνης Παπαθεοδούλου,
εικονογράφηση: Νίκος Μαρουλάκης, εκδ. Μίνωας.

Ο βραχύς κατάλογος εικονογράφησης παιδικού βιβλίου (δημοσιευμένων το έτος 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο έγινε η επιλογή, είναι ο ακόλουθος:

1) «Ο Άγιος Βασίλης και το διαβολάκι», συγγραφέας: Πέτρος Χατζόπουλος,εικονογράφηση: Πέτρος Μπουλούμπασης, εκδ. Καστανιώτης.
2) «Η απαγωγή της μοβ γραβάτας ή Σχεδόν Χριστούγεννα», συγγραφέας: Τασούλα Δ. Τσιλιμένη, εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, εκδ. Κέδρος.
3) «Παιχνίδια και ψιλικά», συγγραφέας και εικονογράφος: Νικόλας Ανδρικόπουλος, εκδ. Λιβάνης.
4) «Η γάτα κουμπάρα», συγγραφέας: Σούλα Μητακίδου, Ευαγγελία Τρέσσου [και] Anthony L. Manna, εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα, εκδ. Καλειδοσκόπιο.
5) «Η κυρία Μίνα και η Άνοιξη», συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης, εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη, εκδ. Λιβάνης.
6) «Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει», συγγραφέας και εικονογράφος: Φωτεινή Στεφανίδη, εκδ. Λιβάνης.
7) «Ο Μάγος του Οζ», συγγραφέας: Λ. Φρανκ Μπάουμ, Διασκεύη: Μαρία Αγγελίδου, εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας, εκδ. Παπαδόπουλος.
8) «Ο Πέτρος + Ο Λύκος», Απόδοση: Κώστας Πούλος, εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας, εκδ. Παπαδόπουλος.

Ο βραχύς κατάλογος βιβλίων γνώσεων για παιδιά (δημοσιευμένων το έτος 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), είναι ο ακόλουθος:

1) «Το αγόρι των μελισσών», συγγραφέας: Βούλα Μάστορη, εικονογράφηση: Γιώργος Δημητρίου, εκδ. Πατάκης.
2) «Παρέα μ’ έναν καλικάντζαρο», συγγραφέας: Κατερίνα Παλαιολόγου, εικονογράφηση: Γιάννης Δράνης, εκδ. Κέδρος.
3) «Ζευγάρια της μυθολογίας», συγγραφέας: Φρειδερίκη Τζόκα-Ζήση, εικονογράφηση: Ελένη Μαραθού, εκδ. Κέδρος.
4) «Το παιδί που ονειρευόταν μελωδίες», συγγραφέας: Ντόρα Λεονταρίδου,εκδ. Παπαδόπουλος.
5) «Καλοί τρόποι ή γουρουνιές», συγγραφέας: Σοφία Ζαραμπούκα, εκδ. Κέδρος.
6) «Ελληνική Μυθολογία– Πώς ξεκίνησε ο κόσμος», συγγραφέας: Μαρία Αγγελίδου, εικονογράφηση: Σβετλίν, εκδ. Παπαδόπουλος.
8) «Καθημερινές Ιστορίες για τα ΚΑΡΑΒΙΑ», συγγραφέας: Βασίλης Κρεμμυδάς, εκδ. Καλειδοσκόπιο.
9) «Αριστοτέλης - Ο μέτοικος που έγινε πατέρας της επιστήμης»,
συγγραφέας: Νένα Ι. Κοκκινάκη, εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης, εκδ. άγκυρα.


Την Επιτροπή Απονομής Κρατικών Βραβείων Παιδικού Βιβλίου αποτελούν:
1) Μερακλής Μιχάλης , Ομότιμος Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών και της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων, ως Πρόεδρος
2) Αναγνωστόπουλος Βασίλης , Καθηγητής Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Παν/μίου Θεσσαλίας,ως Αντιπρόεδρος
3) Καλλέργης Ηρακλής, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής και Παιδικής Λογοτεχνίας του
Παν/μίου Πατρών, Κριτικός Παιδικής Λογ/νίας, ως μέλος
4) Μαλαφάντης Κων/νος, Επίκουρος Καθηγητής Παιδαγωγικής της Λογοτεχνίας του Παν/μίου
Αθηνών,ως μέλος
5) Γιαννικοπούλου Αγγελική , Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος
Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Παν/μίου Αιγαίου, ως μέλος
6) Δαρλάση Αγγελική, Συγγραφέας - Θεατρολόγος, ως μέλος
7) Κοντολέων Μάνος, Συγγραφέας - Κριτικός Βιβλίου, ως μέλος
8)Ζαμπέλης Πέτρος, Εικονογράφος, ως μέλος
9) Κυριτσόπουλος Αλέξης, Ζωγράφος - Εικονογράφος, ως μέλος

Στην Επιτροπή μετέχει με γνώμη δίχως ψήφο η Προϊσταμένη της Δ/νσης Γραμμάτων κα Παναγοπούλου, καθώς και η Προϊσταμένη του αρμοδίου για την βράβευση των βιβλίων Τμήματος Μαρία Προβιδάκη.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας

Από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του ΥΠΠΟ ανακοινώθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2007, που αφορούν στις εκδόσεις του έτους 2006. Εχουν ως εξής:

ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Κώστα Τσιρόπουλο για το σύνολο του έργου του.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Ντίνου Σιώτη «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» Εκδ. Κέδρος

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» Εκδ. Εστία

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Σουέλ» Εκδ. Καστανιώτης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ- ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Θεοδόση Πελεγρίνη «Από τον πολιτισμό στην πείνα» Εκδ. Ελληνικά Γράμματα

ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟΥ- ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στο βιβλίο του Αναστάσιου Τάμη, «Οι Έλληνες της Λατινικής Αμερικής», Εκδ. Ελληνικά Γράμματα


Ο βραχύς κατάλογος υποψηφίων προς βράβευση έργων (δημοσιευμένων το 2006 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος), από τα οποία επελέγησαν τα ανωτέρω βραβεία, είναι ο ακόλουθος (αλφαβητικά):

Α. Υποψήφιοι για το Βραβείο Ποίησης:

1. Αλεξάκης Ορέστης, «Θίασος στην εξέδρα», Εκδ. Γαβριηλίδης
2. Βέης Γιώργος, «Λεπτομέρειες Κόσμων», Εκδ. Ύψιλον
3. Κέντρου-Αγαθοπούλου Μαρία, «Σεντόνια της αγρύπνιας», Εκδ. Μεταίχμιο
4. Κοτίνη Θεώνη, «Ανίδεοι πάλι», Εκδ. Πλανόδιον
5. Παναγιωτόπουλος Νίκος, «Το σύσσημον ή τα κεφάλαια» Εκδ. Ίνδικτος
6. Σιώτης Ντίνος, «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» Εκδ. Κέδρος.
7. Χατζόπουλος Θανάσης, «Ψηφία για Ψηφίδες» Εκδ. Μεταίχμιο

Β. Υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος:

1. Γιαννακάκη Ελένη, «Τα χερουβείμ της μοκέτας», Εκδ. Εστία
2. Γουδέλης Τάσος, «Οικογενειακές ιστορίες» Εκδ. Κέδρος
3. Πεσμαζόγλου Βασίλης, «Το τυφλό σύστημα» Εκδ. Πόλις
4. Καρυστιάνη Ιωάννα, «Σουέλ» Εκδ. Καστανιώτης
5. Σουρούνης Αντώνης, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» Εκδ. Καστανιώτης
6. Χατζηαναγνώστου Τάκης, «Μισή ζωή», Εκδ. Ελληνικά Γράμματα


Γ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Διηγήματος:

1. Γκουρογιάννης Βασίλης, «Από την άλλη γωνία», Εκδ. Μεταίχμιο
2. Λαδιά Ελένη, «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι», Εκδ. Εστία
3. Μιτσοτάκη Κλαίρη, «Σωρείτες», Εκδ. Εστία
4. Χατζηγιαννίδης Βαγγέλης, «Φυσικές ιστορίες» Εκδ. Ροδακιό
5. Χατζητάτσης Τάσος, «Μονόξυλο στο ποτάμι» Εκδ. Πόλις


Δ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής:

1. Αράγης Γιώργος, «Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930», Εκδόσεις Σοκόλη
2. Δόικος Παναγιώτης, «Η λογική των μορφών στον κινηματογράφο του Orson Welles», Εκδ. Ίνδικτος
3. Κοτζιά Ελισάβετ, «Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», Εκδ. Πόλις
4. Παπαγεωργίου-Βενετάς Αλέξανδρος, «Η Αθήνα του Μεσοπολέμου μέσα από τις «Μέρες» του Γιώργου Σεφέρη. Μια διερευνητική ανάγνωση», Εκδ. Ίκαρος
5. Πελεγρίνης Θεοδόσης, «Από τον πολιτισμό στην πείνα»,Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
6. Πολίτης Αλέξης, «Αποτυπώματα του χρόνου. Ιστορικά δοκίμια για μια μη θεωρητική ιστορία», Εκδ. Πόλις.


Ε. Υποψήφιοι για το Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας:

1. Σμπώκος Γιώργος, «Η ανωγειανή μαντινάδα» Εκδ. Καλέντης
2. Τάμης Μ. Αναστάσιος, «Οι Έλληνες της Λατινικής Αμερικής», Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
3. Φιλίππου Φίλιππος, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης» Εκδ. Ηλέκτρα
4. Χέλμη-Μαρκεζίνη Ελένη, «Η Ελλάδα που γνώρισα» Εκδ. Καστανιώτης
5. Χρυσοστόμου Πάνος, «Νίκος Μαμαγκάκης, Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω», Εκδ. Άγκυρα


Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν:

Μαστροδημήτρης Παναγιώτης, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως Πρόεδρος.

Κοπιδάκης Μιχάλης, Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως Αντιπρόεδρος.

Ανδρειωμένος Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Γραμματείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, ως μέλος.

Λαμπρέλλης Δημήτριος, Συγγραφέας-Λογοτέχνης, Καθηγητής Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ως μέλος

Μπουρναζάκης Κώστας, Συγγραφέας, ως μέλος.

Καπάνταη Ισμήνη, Συγγραφέας, ως μέλος.

Σοφιανός Κώστας, Κριτικός Λογοτεχνίας, Ποιητής,, ως μέλος.

Κέζα Λώρη, Κριτικός Βιβλίου, ως μέλος.

Χαρίκλεια Γεωργίου Δημακοπούλου, Κριτικός Βιβλίου, Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Νομικής ως μέλος.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Μνήμη Αντρέα Φραγκιά

Σε έναν πολύ σπουδαίο Ελληνα πεζογράφο θα είναι αφιερωμένο το συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί από την Παρασκευή έως και την Κυριακή στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20). Είναι το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τον Αντρέα Φραγκιά (1921- 2002) και οργανώνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ.), το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Διαπολιτισμός (www.Diapolitismos.gr), το περιοδικό Διαβάζω, και τις εκδόσεις Κέδρος.
Η έναρξη θα γίνει την Παρασκευή ώρα 5μμ και σε αυτό θα μιλήσουν περίπου 30 πανεπιστημιακοί καθηγητές, μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Ανάμεσά τους οι: Αλέκος Αργυρίου, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Σόνια Ιλίνσκαγια, Μήτσος Κασόλας, Ερατοσθένης Καψωμένος κ.α. Το Σάββατο στις 7μμ θα προβληθεί η ταινία της Δέσποινας Καρβέλα για τον Αντρέα Φραγκιά και θα ακολουθήσει συζήτηση με θέμα «Ο Αντρέας Φραγκιάς και η μεταπολεμική πεζογραφία». Συμμετέχουν ο Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κώστας Ακρίβος και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφείς. Θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Γιάννης Μπασκόζος, διευθυντής του περιοδικού «Διαβάζω».
Το πλήρες πρόγραμμα, εδώ
Στο ίδιο ιστολόγιο, που φέρει και το όνομα του Αντρέα Φραγκιά, μπορείτε να βρείτε πολλά και ενδιαφέροντα για τον εξαιρετικό αυτό συγγραφέα, που με σημάδεψε και ως πεζογράφος και διανοητής και ως άνθρωπος. Γιατί, πράγματι, ήταν και ένας ξεχωριστός άνθρωπος με αυθόρμητο λεπτό χιούμορ, βαθιά τρυφερότητα και αγάπη, πρωτοπόρα και διεισδυτική σκέψη. Αγαπούσε τους ανθρώπους, τον Ανθρωπο, αγαπούσε τη ζωή. Το έργο του είναι εξαιρετικά εύγλωττο για όλα αυτά και αξίζει να το μελετήσουμε.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ο ερωτας σε ποια, άραγε, χρόνια;

Κατά πάσα πιθανότητα φταίω εγώ, αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν κατάφερα να τελειώσω το «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είχε όλα τα εχέγγυα για να μου αρέσει: υπογραφή του Μάρκες, ερωτικό μυθιστόρημα, με υπόθεση που ξετυλιγόταν στη Λατινική Αμερική. Και όμως, με το ζόρι έσπρωχνα τον εαυτό μου και γύριζε τις σελίδες, μέχρι που, κάπου στη μέση πια, τα παράτησα, χωρίς μάλιστα να διαβάσω και το τέλος!
Το τέλος έπαιζε τον δικό του ρόλο στα βιβλία του Μάρκες και ιδίως στο «Εκατό χρόνια μοναξιά» που το διάβαζα απνευστί, ενθυμούμενη τις παροτρύνσεις των φίλων οι οποίοι το είχαν ήδη διαβάσει: μη τυχόν και δεις το τέλος πριν φτάσεις στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία σειρά! Ακολούθησα τις συμβουλές τους και όντως δεν έχασα. Αλλά εδώ, στον «έρωτα» δεν ξέρω αν γίνεται κάτι παρόμοιο, δεν έχω ιδέα αν στο τέλος, έστω, δικαιώνεται το μυθιστόρημα, ο συγγραφέας, ή αν όλα μένουν βαρετά και θαμπά όπως στην αρχή και στη μέση.

Τα θυμάμαι τώρα αυτά, καθώς «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» έγινε ταινία και προβάλλεται από αύριο (πού αλλού; Στην Αμερική). Η σκηνοθεσία είναι του Μάικ Νιούελ ενώ ο Ρόναλντ Χάργουντ έγραψε το σενάριο βασισμένος στο μυθιστόρημα. Η άδεια δόθηκε μετά από πολλών ετών πιέσεις προς τον νομπελίστα συγγραφέα που μάλλον φοβόταν την τύχη που θα είχε το δημιούργημά του. Θα έρθει και σε μας, και θα δούμε. Δεν ξέρω πάντως αν θα το δω, αφού κρατώ τις επιφυλάξεις μου, ενισχυμένες, μάλιστα από (ποιον άλλον;) τον Γιάννη Ρίτσο.
Ο Ρίτσος υπήρξε μέγας θαυμαστής του Μάρκες, αν και, ως γνήσιος δημιουργός, ήξερε τα τρωτά του σημεία και συχνά υπεδείκνυε αδυναμίες- χωρίς αυτό να μειώνει την εκτίμησή του απέναντι στο έργο. Όταν λοιπόν του εκμυστηρεύθηκα την απογοήτευσή μου από τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας» με δικαίωσε, δίνοντάς μου και επιχειρήματα: αυτό, μου είπε, είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Η λαχτάρα, το πάθος, η αδημονία, η αιδημοσύνη, η δίψα για ηδονή, είναι όλα γνωρίσματα της νιότης. Κι όμως, οι ήρωες μιλάνε και συμπεριφέρονται σαν να είναι γέροι.
Ο συγγραφέας εμπεριέχει όλες τις ηλικίες. Είναι και παιδί και νέος και ώριμος και γέρος. Αλλά, κάθε αφήγηση χρειάζεται τον πραγματικό της Χρόνο, τον ταιριαστό της, προκειμένου να είναι ζωντανή. Ένας άνθρωπος που δεν δονείται από το πάθος, από τα πάθη, πώς να εξομολογηθεί πειστικά και δυνατά κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο έρωτας;
Δεν βάζω τα λόγια σε εισαγωγικά, διότι η μνήμη τα έχει κρατήσει, δεν τα είχα σημειώσει κάπου, ώστε να τα θυμάμαι επακριβώς. Πιστεύω ότι έτσι δημιουργείται ο μύθος ενός καλλιτέχνη: από όσα έχουμε ξεχάσει και ανασύρουμε στο φως περιβεβλημένα από μιαν αχλύ.
Εν πάση περιπτώσει, έτσι δικαιολόγησα κι εγώ τον εαυτό μου που δεν μου άρεσε το βιβλίο. Ολοι έχουν μια δικαιολογία άλλωστε, για όλα. Θυμάμαι πως όταν ο Μάρκες πήρε το Νόμπελ στον Ριζοσπάστη γράψαμε ένα μεγάλο κείμενο που μπήκε με πολλούς δισταγμούς. Την επομένη ακολούθησε σκληρή κριτική, γιατί είχαμε γράψει τόσα καλά για έναν συγγραφέα που δεν ήταν «εκπρόσωπος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και τα ρέστα. Ευτυχώς, ο Μάρκες έδωσε τα χρήματα του βραβείου του στους Σαντινίστας της Νικαράγουα (τους επαναστάτες αντάρτες) για τον αγώνα τους και με αυτό τον τρόπο σταμάτησε η μουρμούρα, αν και ο ίδιος παρέμεινε πολλά χρόνια «ύποπτος». Κι εμείς ύποπτοι είμαστε άλλωστε- από τότε….
Αφιερωμένο στην πολυαγαπημένη Alef που επέμενε πως θα το γράψω τελικά...

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Γιάννης Ρίτσος: «τι γρήγορα που μαδούν τα τριαντάφυλλα»



«Ησυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή
του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει.
Αλήθεια,
τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα
φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά
της πόδια.»

Καρλόβασι, 5.VI. 87

«Στο νοσοκομείο» από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής».
Η όρθια αρκουδίτσα που κρατάει ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια είναι απέναντί μου τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, (11 Νοεμβρίου 1990. Επέστρεψε σε μένα από την Έρη. Είχε φτάσει στο σπίτι του ποιητή στην οδό Μιχαήλ Κόρακα από το (ανατολικό τότε) Βερολίνο. Αποτελούσε το σύμβολο της πόλης και αυτός ήταν ο λόγος αποενοχοποίησης του παιχνιδιού και επιλογής του, από την πλευρά μου.


Ολα είχαν ξεκινήσει ένα απόγευμα Φεβρουαρίου του 1986 ή 1987 (η μνήμη παίζει παιχνίδια μετά από τόσα χρόνια) όταν από τον «Ριζοσπάστη» όπου τότε εργαζόμουν με ενημέρωσαν ότι έφευγα το πρωί, αξημέρωτα, για Βερολίνο, όπου θα παρακολουθούσα ένα... ροκ φεστιβάλ! (και μη γελάτε, σας βλέπω). Εφυγα χωρίς συνάλλαγμα, με τριάντα δολάρια μόλις που είχε ο αείμνηστος και θαυματοποιός Χρήστος Μπόμπος στο χρηματοκιβώτιό του. Τα μισά τα ξόδεψα στη Βουδαπέστη, όπου έμεινα τράνζιτ πολλές ώρες και έκανα μια βόλτα στην πόλη.
Εκεί έμεινε και η βαλίτσα μου, προς μεγάλη μου απελπισία. Ετσι, τα υπόλοιπα τριάντα τα έδωσα για μικροπράγματα απολύτου ανάγκης, που είχαν χαθεί μαζί με τη βαλίτσα. Οταν ήταν η ώρα να φύγω, είχα μόλις πέντε δολάρια, με τα οποία αγόρασα την όμορφη αρκουδίτσα, σήμα, όπως είπα, της πόλης. Αυτό θα ήταν το δώρο μου για τον Γιάννη Ρίτσο.
Του την έδωσα πολύ αμήχανη, και προς μεγάλη μου έκπληξη τον είδα να ξετρελαίνεται! Αποενοχοποιήθηκαν μέσα του όλα τα αρκουδάκια που (ναι, ναι!) τόσα χρόνια είχε μακριά από τα βλέμματα των τρίτων, στην κάμαρά του και σε διάφορα κουτιά και πήραν θέση στην πρωτοκαθεδρία στο δωμάτιο όπου έγραφε κοιτάζοντας από την μπαλκονόπορτά του την Πάρνηθα- εκεί που δεχόταν και τις επισκέψεις του.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα αρκουδάκια, που τόσο τον είχαν συντροφέψει στην ποίησή του (ας θυμηθούμε τη γριά αρκούδα στη Σονάτα του σεληνόφωτος) βρέθηκαν στο προσκήνιο λέγοντας «μπρούμα μπρούμα μπρούμα τζα» που κατά τον Ρίτσο σήμαινε «ευχαριστώ» σε όλους και σε όλα. Ακριβώς όπως έκανε και ο ποιητής, που ευχαριστούσε τον Κόσμο, τους Ανθρώπους, τη Ζωή. Την τελευταία- ποιος να το πιστέψει;- επειδή πολύ τον τυράννησε, δίνοντάς του υλικό για την ποίησή του.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007

Τάσος Λειβαδίτης: Μια ποίηση καμωμένη για πάντα

«Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο- με τα μαραμένα φύλα και τις εξεγέρσεις».

«Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ’ ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εδώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα// να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.»

Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου 1988 όταν ο Τάσος Λειβαδίτης μας αποχαιρέτισε για πάντα. Κρατήσαμε τους σπουδαίους στίχους του, που πολλά είχαν προείπει:
«Ομως εδώ τελείωσα. Ωρα να φύγω. Οπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Ετσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.»

Δεν είχε φανταστεί (ή μήπως είχε;) ότι τα φαντάσματα της ζωής του θα πολλαπλασιάζονταν τόσο δραματικά μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα από τον θάνατό του. Η περιπέτεια του Οράματος που έφτασε να γίνει δοκιμασία, οι καταρρεύσεις που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, οι ταχύτατες αλλαγές σε κώδικες συμπεριφορών και κοινωνικούς χάρτες, στοιχεία απρόβλεπτα ακόμη και για τους υποψιασμένους, άλλαξαν πολλά δεκαεννιά χρόνια μετά. Ηδη, μόλις ένα- δυο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, ο «μη υπάρξας» (και διόλου «υπαρκτός») σοσιαλισμός είχε εκμετρήσει το ζην.
Αλλά, εκείνος το γνώριζε κατά βάθος ότι μονάχα ο Δίκαιος Χρόνος («αυτός που μαραίνει τον έρωτα και ωριμάζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή/ και ταξιθέτης του σύμπαντος τοποθετεί τον καθένα στη θέση που του ανήκει») σε δικαιώνει ή σε στέλει ανάμεσα «στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» (κατά τον Καρυωτάκη). Ο Δίκαιος Χρόνος, λέει, σήμερα, για τον Τάσο Λειβαδίτη πως υπήρξε ένας δημιουργός μείζον. Οχι παραγνωρισμένος, ευτυχώς, ούτε όμως και τόσο αναγνωρισμένος όσο θα έπρεπε.
Καθώς η αισθητική αλλάζει, ο Δίκαιος Χρόνος είναι που «νομοθετεί άσφαλτα στο χρηματιστήριο των αξιών». Αλλά ποιες είναι οι αξίες σήμερα; Και πόσο έχουν αλλάξει από την εποχή εκείνων που ονειρεύτηκαν μιαν άλλη Ελλάδα και έδωσαν τα πάντα γι’ αυτό τον σκοπό;
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας από τους τελευταίους ποιητές που ακολούθησαν το συλλογικό όραμα, έστω και αν αυτό σήμαινε δραματικές περιπέτειες. Περιπέτεις όχι μονάχα με την έννοια των εξοριών και των διώξεων, αλλά και με εκείνη των εσωτερικών αναταράξεων. Ο άνθρωπος που οραματίστηκε έναν καλύτερο κόσμο, δεν πικράθηκε και λίγο όταν, πολύ σύντομα, κατανόησε την ουτοπία αυτού του οράματος. Ούτε όμως έχασε την πίστη του όταν η αμφιβολία άρχισε να διεισδύει στο όραμα και να κάνει εκείνους που ακολουθούσαν το όνειρο περισσότερο ανεξάρτητους. Ας σκεφθούμε όμως πόσο στοιχίζει κάθε αποκοπή: ο ομφάλιος λώρος, ο απογαλακτισμός, η ενηλικίωση. Πόσες βεβαιότητες αφήνεις πίσω σου για πάντα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν υπήρξε μονάχα ένας αιρετικός της Αριστεράς. Υπήρξε διαφορετικός. Γνωρίζοντας πόσο εξίωξαν στον χώρο αυτόν τους αιρετικούς, μπορούμε να φανταστούμε πόσο πλήγωσαν τους διαφορετικούς. Αλλά ο ποιητής δεν έζησε ποτέ εν αντεπιθέσει. Εν θέσει, έζησε.
Ολα αυτά δέθηκαν με την δημιουργία του. Δεν έγραφε μανιφέστα, ποιήματα έγραφε. Μέσα από τους στίχους του είπε τον Κόσμο όπως τον προσελάμβανε, περιέγραψε τον Ανθρωπο και τις περιπέτειές του. Η μάχη της καθημερινότητας ήταν εξίσου σπουδαία με τις μάχες του κινήματος και τα παιδικά χρόνια το ίδιο εκστατικά με τις στιγμές που αξίζει να λέγεσαι Ανθρωπος. Εστω και αν η μοναξιά καραδοκεί πάντοτε.
Γιατί ο κόσμος του ποιητή, όπως είχε σημειώσει και ο αξέχαστος φίλος μου Χρίστος Χειμάρας, «είναι ο κόσμος της ταπείνωσης και της εξουθένωσης. Είναι ένας κόσμος πίκρας και ματαιότητας». Και ο Τάσος Λειβαδίτης πολύ πόνεσε, πολύ βασανίστηκε, πολύ ταλαντεύτηκε και πολύ πόνεσε στη ζωή του. Αλλιώς πώς θα μας είχε δώσει τόσο ωραία ποιήματα;
Βιογραφικά στοιχεία του θα βρείτε στις εκδόσεις Κέδρος
Και εδώ
Ηχογραφημένη η φωνή του εδώ

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Μίλαν Κούντερα: η ζωή ήταν αλλού;







Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, λένε. Ούτε και ο Μίλαν Κούντερα. Μόλις φέτος η πατρίδα του, η Τσεχία, αποφάσισε να του δώσει το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Δεν θα πάει να το παραλάβει, είτε επειδή δεν αντέχει συναισθηματικά είτε διότι τα τελευταία χρόνια σπάνια κάνει δημόσιες εμφανίσεις- και στην πατρίδα του πηγαίνει μόνο ινκόγκνιτο. Η ηλικία του άλλωστε (γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929) μάλλον δεν του επιτρέπει ούτε φορτίσεις ούτε ταξίδια.
Ο Κούντερα έχει γεννηθεί στο Μπρνο της τότε Τσεχοσλοβακίας και νυν Τσεχίας σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν μαθητής του Λέος Γιάνατσεκ και διηύθυνε στη γενέθλια πόλη του τη μουσική ακαδημία που φέρει το όνομα του συνθέτη από το 1948 μέχρι το 1961. Ο γιος του έμαθε πιάνο και σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Τι του έμεινε από αυτό; Μια αίσθηση μουσικότητας και η συνήθεια να χρησιμοποιεί νότες αντί για τελείες στα γραφτά του.
Συνέχισε με σπουδές σκηνοθεσίας, αλλά και αυτές δεν τον οδήγησαν πουθενά. Εν τω μεταξύ, είχε κάνει μια μεγάλη κίνηση με συνέπειες που προς το παρόν ήταν απρόβλεπτες, αλλά στο μέλλον αποδείχθηκαν σοβαρές: μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας και βγήκε τάχιστα, μέσα σε δύο μόλις χρόνια (1948- 1950). Για την ακρίβεια, δεν βγήκε από μόνος του. Τον έδιωξαν για αντικομματικές ενέργειες…
Κι όμως, αυτή η μικρή περίοδος και τα συμβάντα της, επρόκειτο να του χαρίσουν την πρώτη μεγάλη επιτυχία του: «Το αστείο». Εστω και αν γράφηκε το 1967, αντλεί έμπνευση από αυτά.
Το 1956 τον ξαναδέχτηκαν στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος για να τον ξαναδιώξουν το 1970, αυτή τη φορά οριστικά. Με τον Βάτσλαβ Χάβελ και άλλους διανοουμένους προετοίμασαν την Ανοιξη της Πράγας, με προσπάθειες για βελούδινη ανατροπή ενός καθεστώτος που δεν ήξερε να συνομιλεί με τη διαφορετικότητα και τη διανόηση. Ηρθε όμως η σοβιετική εισβολή και τα σοβιετικά τανκς στην Πράγα και όλα τινάχτηκαν στον αέρα. Η Επανάσταση στις χειρότερες στιγμές της…
Ο Κούντερα αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην εισβολή και υπέστη τις συνέπειες. Τον απομόνωσαν, τον συκοφάντησαν, τον καταπίεσαν. Είδε και απόειδε, έφυγε το 1975 για τη Γαλλία. Στην πατρίδα του είχε ήδη εκδοθεί το «Η ζωή είναι αλλού». Στη νέα του πατρίδα έγραψε «Το βαλς του αποχαιρετισμού» (1976) «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (1979) την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (1984) την «Τέχνη του μυθιστορήματος» (1985). Ακολούθησαν βιβλία γραμμένα απευθείας στα γαλλικά, ανάμεσα στα οποία και η «Αθανασία». Η τσέχικη περίοδος είχε, ωστόσο, τελειώσει. Μαζί και η μεγάλη έμπνευση.
Τι θέλω να πω; Θα φέρω το παράδειγμα των δικών μας Αριστερών, έστω και αν οι ιδεολογικές τους αντιλήψεις ήταν διαμετρικά αντίθετες με του Μίλαν Κούντερα. Όμως, ζούσαν, όπως και εκείνος, σε μια μητριά- πατρίδα που τους κατεδίωκε. Παρότι τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να φύγουν και να πάνε σε φιλικές γι’ αυτούς χώρες, το αρνήθηκαν. Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο να μου λέει: «μακριά από την Ελλάδα δεν θα μπορούσα να ζήσω και να δημιουργήσω».
Ισως αν και ο Μίλαν Κούντερα είχε κάνει το ίδιο, η έμπνευσή του να είχε διατηρηθεί στα υψηλά επίπεδα. Ισως και όχι. Ποτέ δεν ξέρεις όταν πρόκειται για ανθρώπους, για τον Ανθρωπο. Τον τόσο θαυμαστό, τόσο μοναδικό, τόσο πολύπλοκο. Ισως πάλι να έχω άδικο και για την κάμψη του να ευθύνεται μονάχα η ηλικία και όχι το ότι απομακρύνθηκε ή και ολοκλήρωσε αυτά τα θέματα που τα λέω «τσέχικα». Θα επιμείνω, όμως. Διότι δεν μπορεί μετά την «Αβάσταχτη ελαφρότητα» να γέρασε ξαφνικά. Οι Γάλλοι, που έχουν τον όρο «depaysement» κάτι ξέρουν.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Pablo Neruda II

Ολα αυτά τα χρόνια, δεν ζει μόνος. Εχει παντρευτεί ήδη δύο φορές. Μία
με την Μαρία Αντονιέτα Χαγκενάαρ και μία με την Ντέλια ντελ Καρίλ. Λίγο μετά, και ενώ είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής κυκλοφορεί ανώνυμα το βιβλίο του «Οι στίχοι του καπετάνιου». Εκείνοι που λίγο γνωρίζουν τον ποιητή, θα πουν ότι το κόμμα του αντιτάχθηκε σ' αυτά τα ποιήματα αγάπης, δεν τα ενέκρινε. Αλλά γιατί; Μήπως το «Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο» δεν έχει ήδη προηγηθεί;
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και πολύ ανθρώπινη. Η καρδιά του
Νερούδα είναι πλέον αφιερωμένη στη Ματίλντε Ουρούτια, την τελευταία
αγάπη της ζωής του. Και το βιβλίο, το ίδιο. Αλλά ο ποιητής δεν θέλει να
το μάθει έτσι η Ντέλια, «η πιο γλυκειά σύζυγος, ένα νήμα από ατσάλι και
μέλι δεμένο επάνω μου, στα χρόνια που η ποίησή μου τραγουδούσε πολύ.»
Στο μεταξύ έχει επιστρέψει στη Χιλή, έχει εκλεγεί γερουσιαστής του
Κομμουνιστικού Κόμματος, δραπέτευσε στην Αργεντινή περνώντας από τις Ανδεις όταν αυτό κηρύχθηκε παράνομο, έχει ξαναγυρίσει στη χώρα του και η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Τα τρία βιβλία της «Διαμονής στη γη», το «Γενικό Ασμα » (Κάντο Χενεράλ), θα πυροδοτήσουν πολλές συζητήσεις για τη δημιουργία του. Μια δημιουργία- ποταμό, που κλείνει μέσα της έναν ατέλειωτο έρωτα για την πατρίδα και μια τεράστια μελαγχολία. «Μια αρρενωπή μελαγχολία, μια άφατη θλίψη κι ένα αίσθημα εγκατάλειψης και μοναξιάς μέσα στο χάος του κόσμου, κυριαρχούν» θα σημειώσει ο δικός μας Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος μιλά επίσης για «φρενιτιώδη φαντασία», για
«αποκαλυπτικό όραμα».
Ο «ερωτικός πατριωτισμός» του θα εκφρασθεί συχνά μέσα στην ποίησή του: «πότε θα ρθω, πότε θα ρθω/ πατρίδα μου να παντρευτώ με σένα/ πρασινομάτα και χιονόμαλλη,/ πότε θα ρθω-/ εκατομμύρια παιδιά να κάνουμε μαζί/ που θα μοιράσουνε τη γη στους πεινασμένους» γράφει. Και αλλού: «πατρίδα μου θέλω ν' αλλάξω ίσκιο./ Πατρίδα μου, θέλω ν' αλλάξω ρόδο./ Θέλω να περάσω το μπράτσο μου/ γύρω απ' τη σφιχτή σου μέση,/ να καθίσω στα πόδια σου/ τα θαλασσοψημένα.»
Η πρώτη διεθνής αναγνώριση, το «βραβείο Στάλιν» (και κατόπιν «Λένιν») έρχεται στα 1953. Η δεύτερη, η μεγαλύτερη που υπάρχει, στα 1972. Είναι το βραβείο Νόμπελ, το δεύτερο της Χιλής, που κάνει το Σαντιάγο να παραληρεί και να σημαιοστολίζεται. Ο Νερούδα θα ακολουθήσει την παράδοση της Γαβριέλα Μιστράλ. Υπάρχουν πολύ πιο άξιοι Χιλιανοί ποιητές για το βραβείο αυτό, είπε η Δασκάλα του, όταν της το έδωσαν, το 1945. «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή» είπε ο Πάβλο Νερούδα: «ο Γιάννης Ρίτσος».
Τα χρόνια εκείνα, χρόνια που η «Ουνιδάδ Ποπουλάρ» διακυβερνά τη χώρα, ο ποιητής, φίλος του Σαλβαδόρ Αλιέντε, βρίσκεται στο Παρίσι, ως πρέσβης της πατρίδας του. Οταν ακούει για την αρχή εθνικοποίησης των ορυχείων χαλκού, αρχίζει να ελπίζει και να αγωνιά. Η πρώτη ελαφριά καρδιακή κρίση είναι γεγονός. Η νοσταλγία επίσης. Επιστρέφει στη Χιλή με το πρώτο αεροπλάνο. Η κυβέρνηση Αλιέντε αντιμετωπίζει τα γνωστά τρομερά προβλήματα. Ο ποιητής παραμένει στην Ισλα Νέγκρα, άρρωστος βαρειά, μετά από αλλεπάλληλα καρδιακά επεισόδια και με τη λευχαιμία να τον καταβάλλει.
Μια «ελληνική» παρένθεση εδώ. Οταν ήταν στο Παρίσι, είχε ακούσει τρία κομμάτια από το «Κάντο Χενεράλ» του, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Βιαζόταν ν’ ακούσει ολοκληρωμένο το έργο, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του (εξόριστου από τη χούντα της Ελλάδας) συνθέτη στη Λατινική Αμερική. Θα απήγγειλε, μάλιστα, ο ίδιος, τα μελοποιημένα αποσπάσματα στη συναυλία του Μπουένος
Αϊρες. Η δραματική κατάσταση της υγείας του δεν του το επέτρεψε. Ο
Μίκης, αμέσως μετά τη συναυλία τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως οι
νέοι παραληρούσαν και φώναζαν το όνομά του. Ο Νερούδα ζήτησε συγνώμη που δεν μπόρεσε να πάει και υποσχέθηκε ν’ απαγγείλει στο Σαντιάγο.
Ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ιστορική συναυλία, τον Σεπτέμβριο του 1073, ο Μίκης δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον γραμματέα του Αλλιέντε, ο οποίος του ζητά να μην πάει εκείνες τις μέρες στη Χιλή, επειδή «υπάρχουν κάποια μικρά προβλήματα. Θα τα λύσουμε, -του είπε-, και σε μερικές μέρες θα σας καλέσουμε». Σε μερικές μέρες έγινε το πραξικόπημα. Η συναυλία αναβλήθηκε για είκοσι χρόνια. Τον Απρίλιο του 1993, που το έργο παρουσιάστηκε στο Σαντιάγο, οι ακροατές των δύο συναυλιών ήταν εξαιρετικά συγκινημένοι. Κλείνει η
παρένθεση.
Βρισκόμαστε πλέον στην 11η Σεπτεμβρίου 1973. Στη μέρα που εκδηλώνεται το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Το προεδρικό μέγαρο βομβαρδίζεται και ο πρόεδρος Αλιέντε δολοφονείται. Ορδές εισβάλλουν στην Ισλα Νέγκρα, ξυλοκοπούν τη Ματίλντε, αναστατώνουν τα πάντα, καίνε τα βιβλία του Νερούδα. Η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει δραματικά. Τον μεταφέρουν στο Σαντιάγο, στο νοσοκομείο, όπου και εκπνέει, τα ξημερώματα της 23ης Σεπτεμβρίου. Στην τελευταία κατοικία του τον συνοδεύουν ελάχιστοι φίλοι και αμέτρητοι φαντάροι με αυτόματα. Ο τύραννος τον φοβάται ακόμα και νεκρό.
Και έχει δίκιο. Ο τάφος του θα είναι κάθε μέρα στολισμένος με λουλούδια και το σπίτι της Ισλα Νέγκρα, που η Ματίλντε άφησε επίτηδες ανάστατο μετά την εισβολή, ως «ενθύμιον βαρβαρότητας», θα γεμίσει συνθήματα- αιτήματα ελευθερίας. Μόλις η δημοκρατία αποκαθίσταται (1992), τα οστά του ποιητή και της Ματίλντε μεταφέρονται στην Ισλα Νέγκρα και το σπίτι είναι πλέον μουσείο.
Ο Νερούδα στο μουσείο; Ακόμα κι αυτό μπορεί να συμβεί. Η αλήθεια είναι ότι τα ακρόπρωρα που ο ίδιος συνέλεγε, (όμορφες κόρες, από ξύλο, που «δακρύζει» με την υγρασία του χειμώνα), φαντάζουν άψυχα. Τα πολύχρωμα γυαλιά κάθε άλλο παρά χαρούμενα είναι. Η μαγική ατμόσφαιρα του μπαρ όπου ο ποιητής ντυμένος μπάρμαν κερνούσε τους φίλους του, δεν υπάρχει πια. Χωρίς τη γοητευτική παρουσία του ανθρώπου, όλα φαίνονται απόμακρα.
Κι ωστόσο κάτι μένει. Τα παιδικά του καμώματα, τα ψάρια, η ατμομηχανή, που στολίζουν τον κήπο, οι διακοσμητικές κρυστάλλινες σφαίρες, τα κοστούμια του, τα ημίψηλα καπέλα, αφήνουν τον επισκέπτη να υποπτευθεί κάτι από τη μυστηριώδη όσο και μυστηριακή παρουσία του ποιητή. Εκείνου που υπήρξε «ντροπαλός στα σαλόνια, Χιλιανός ως το κόκκαλο», εύκολος με τα παιδιά, δύσκολος με τους
επίσημους. Του Χιλιανού που...
Σταθείτε. Γι' αυτό το τελευταίο, ας μιλήσει ένας ανώνυμος Χιλιάνος. Ας
διαβάσουμε αυτή την επιγραφή, που λέει στα ισπανικά: «Ο Πάβλο δεν είναι Χιλιανός. Η Χιλή είναι Νερουδιανή». Τελεία.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Neruda requiem eternam





Οντα ούτως ή άλλως μυθικά, οι ποιητές περιβάλλονται πολλές φορές με
μύθους. Οι αγαπημένοι των θεών και των μουσών, εκείνοι που ξέρουν να
συνομιλούν με τα πουλιά, με τα φύλλα των δέντρων, με την καταιγίδα, με τους ωκεανούς, κάνουν τους ανθρώπους να αναζητούν γι' αυτούς πράγματα ακόμη πιο απίστευτα.
Σύμφωνα με τους μύθους που κυκλοφορούν για κείνον, εντός και εκτός
Χιλής, ο Πάβλο Νερούδα έλκει την καταγωγή από τους Ιντιος, την
καταπιεσμένη μειονότητα των ιθαγενών της χώρας του. Πολέμησε με το όπλοστο χέρι υπέρ της ισπανικής δημοκρατίας, όταν αυτή δοκιμαζόταν σκληρά. Η ποιητική του συλλογή «Ισπανία στην καρδιά» τυπώθηκε σε χαρτί που είχε γίνει από πολτοποιημένα ματωμένα πουκάμισα Ισπανών και από τις σημαίες των αντιθέτων.
Αλλά για μισό λεπτό! Το τελευταίο δεν είναι καθόλου μύθος! Είναι
αλήθεια, επιμένουν οι μελετητές του. Να, λοιπόν, πώς οι ποιητές, μέσα
από διάφορες συγκυρίες, φτιάχνουν οι ίδιοι τους μύθους τους. Αλλωστε,
υπήρξε κάτι στη ζωή του Νερούδα -τουλάχιστον- που να μην είναι μυθικό; Και τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, (23 Σεπτεμβρίου 1973) μήπως ο ίδιος δεν είναι και μύθος και σύμβολο για τη Χιλή; Μήπως οι άνθρωποι δεν περνούν ατέλειωτες ώρες σκαλίζοντας ή ζωγραφίζοντας το πρόσωπό του πάνω στους βράχους της Ισλα Νέγκρα, όπου ήταν το αγαπημένο του σπίτι και χρησιμοποιείται ως μουσείο
του;
Ο Νερούδα σε μουσείο; Θα το εξηγήσουμε κι αυτό. Ομως πρέπει να πάρουμετα πράγματα από την αρχή. Από τότε που το όνομα του ποιητή ήταν Ρικάρντο Νεφταλί Ρέγιες Βασοάλτο και ο ίδιος έμεινε, λίγες μόλις μέρες μετά τη γέννησή του, ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας, αγρότης,
αμπελουργός, εργάτης των σιδηροδρόμων αργότερα και «ασίκης μηχανοδηγός» κατά τους στίχους του μοναχογιού του, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα καλύτερο απ' το να μετακομίσει απ' το Παράλ στο Τεμούκο και να ξαναπαντρευτεί. Ετσι, έδωσε στον ποιητή και στην αδελφή του, Λάουρα, μια δεύτερη μητέρα, την οποία λάτρεψαν.
Η παιδική φαντασία καλπάζει πάντοτε. Ακόμα περισσότερο όταν συναντηθεί με τη φαντασία ενός μεγάλου που έμεινε παιδί- όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές. Ηταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, όταν γνώρισε «μια κυρία ψηλή και κακοντυμένη» που προσπάθησε να επικοινωνήσει βαθειά μαζί του- και το κατάφερε. Το όνομά της, Γαβριέλα Μιστράλ. Το πρώτο νόμπελ που θα έπαιρνε η Χιλή κάποιες δεκαετίες μετά.
Ετσι, τα μαθητικά τετράδια φιλοξενούν συχνά διαλόγους με ερπετά και με έντομα, πρωτάκουστες ιστορίες για τους Ιντιος και για τους Χιλιάνους. Ο πατέρας -τι θέλατε να κάνει;- σκίζει συνέχεια. Επιθυμεί ο γιός του να γίνει κάτι «χρήσιμο», αρχιτέκτονας ή δικηγόρος, όχι παραμυθάς. Αλλά εκείνος επιμένει. Δεκαέξι χρονών θα πάρει μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό, με το ψευδώνυμο Πάβλο Νερούδα, το οποίο θα χρησιμοποιεί από τότε. Το «επισημοποιεί» στο «Κρεπουσκουλάριο», την πρώτη του ποιητική συλλογή, την οποία εκδίδει στα 1923, όντας φοιτητής της γαλλικής φιλολογίας. Η έκδοσή της θα του στοιχίσει το ρολόι, το μαύρο του κοστούμι και την ποιητική μαύρη κάπα, που θα κατατεθούν στο ενεχυροδανειστήριο.
-Και ποιός είναι αυτός ο Πάβλο Νερούδα; ρωτάει ο πατέρας όταν το βιβλίο πέφτει στα χέρια του.
-Είναι ένας συμφοιτητής μου που γράφει στίχους. Είμαστε φίλοι.
-Με τρελούς λοιπόν κάνεις παρέα;
Οτι ήταν τρελός για την ποίηση, ούτε συζήτηση. Και για τα ταξίδια,
το ίδιο. Επί δύο μήνες, όπως σημειώνει η αγαπημένη του Δανάη
Στρατηγοπούλου, ανεβαίνει και κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπουργείου Εξωτερικών, ζητά να διοριστεί πρόξενος. Ανακαλύπτουν μια τρύπα στον χάρτη με τις σημαιούλες που δείχνει τα προξενεία της Χιλής ανά τον κόσμο. Είναι στο Ραγκούν της Βιρμανίας. Επιβιβάζεται στο πρώτο πλοίο που πηγαίνει προς τα εκεί, επιβάτης της τέταρτης θέσης. Πρώτος μισθός, 160 δολάρια. Αντε να πληρώσεις ξενοδοχείο με αυτά. Ασκεί, λοιπόν, τον ξενοδόχο στην υπομονή.
Κολόμπο, Μπατάβια, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία. Γνωρίζει καλά τις συνέπειες της αποικιοκρατίας στους ντόπιους πληθυσμούς και μελετά, με μεγεθυσμένη την αγάπη του από την απόσταση, τον εθνικό πολιτισμό της χώρας του. Επιτέλους, τον μεταθέτουν στην Ισπανία. Εκεί τον ανακαλύπτει ως ποιητή η γενιά του 27.
Η πρώτη επαφή δεν θα τον χαροποιήσει και τόσο. «θεέ μου, τι μεγάλος, κακός ποιητής!» αναφωνεί ο Χιμένεθ. Ο Λόρκα θα φανεί πιο γενναιόδωρος. Θα τον χαρακτηρίσει ποιητή «με γυμνασμένες αισθήσεις, που ζει σ' έναν κόσμο τον οποίο ελάχιστοι μπορούνε να διακρίνουν.» Ποιητή «που βλέπει τη φιλοσοφία μέσ' απ' το θάνατο κι αντλεί έμπνευση κι έκσταση μέσα απ' τον ανθρώπινο πόνο, που γράφει πιο πολύ με αίμα, παρά με μελάνι.»
Ο Φεδερίκο έχει πέσει μέσα. Ο Πάβλο Νερούδα θα δηλώσει, πολλά χρόνια μετά: «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωή μου από εκείνους που υποφέρουν». Και θα τονίσει στους στίχους του: «Γιατί ο άνθρωπος είναι πλατύτερος από τη θάλασσα κι απ' τα νησιά της,/ και πρέπει να πέσεις μέσα του σα σ’ ένα πηγάδι/ για ν’ αναδυθείς από την άβυσσο με μια φλέβα μυστικό νερό/ και καταποντισμένες αλήθειες.»
Εκεί, στην Ισπανία, η Δημοκρατία κινδυνεύει. Ο Νερούδα θα κάνει
ό,τι μπορεί για να την υπερασπίσει. Εκεί, όπως θα εξιστορήσει ο ίδιος,
θα έρθει σε επαφή και με το κομμουνιστικό κίνημα. Εκεί θα τυπώσει τη συλλογή του «Ισπανία στην καρδιά». Η κυβέρνησή του θα τον ανακαλέσει σύντομα, θα τον στείλει στο Παρίσι. Το «Κάντο Χενεράλ», ως σύλληψη, είναι ένα γεγονός που αρχίζει να ριζώνει μέσα του.

Ομως, η έκταση του κειμένου είναι τόση, ώστε επιβάλλεται να επανέλθουμε.

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2007

Για το δικό μας «Κυκλάμινο» που γράφει και γιορτάζει

Είχα μια ιδέα, για τα γενέθλια της Κατερίνας που ξημερώνουν αύριο και είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή, να έχω με την πρώτη ένα «ναι» από alef μεριά. Ζεστό «ναι», γεμάτο τρυφεράδα και αγάπη. Από alef, λοιπόν, το πρώτο κείμενο. Το εξής:

Την γνώρισα πριν από ένα χρόνο ως «Κυκλάμινο του βουνού». Η αφορμή να φτάσω ως το βιβλίο της ήταν ο φίλος μου ο Reader. Ένα από τα βιβλία της. Διότι η «Ελπίδα», «Ανάσα» ή «Κυκλάμινο του Βουνού» που μας έκανε ν’ αγαπήσουμε το Πήλιο, είναι συγγραφέας. Για την αγάπη της μάνας της εξέδωσε για πρώτη φορά. «Γράμμα στη μάννα… με δυο ν», εξάλλου και πότε παύουμε να «γράφουμε» με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στη «μάννα»;


Η Κατερίνα Σταματίου- Παπαθεοδώρου που γεννήθηκε στη Ζαγορά, κι έγραφε από μικρή «γιατί το είχε απόλυτη ανάγκη», υπέγραψε ένα βιβλίο ύμνο ταυτόχρονα και ανοιχτή πληγή και το αφιέρωσε «σε όλες τις μάννες που έφυγαν, σε όλα τα παιδιά που έμειναν να τις θυμούνται».

Βιογραφικό, για να μην χαθούν ποτέ μέσα στο χρόνο τα ίχνη της δικής της μάνας. Ειλικρινές και βαθύτατα προσωπικό, διότι δεν γίνεται στο ουσιαστικό έργο η εμπλοκή να μην είναι προσωπική, έστω και με τρόπο υπαρξιακό ή συναισθηματικό. Κοινωνικό, επειδή αναφέρεται σε εποχές δύσκολες για πολύ κόσμο. Και σαφώς υπαρξιακό. Είναι ο γόρδιος δεσμός μας η μάνα. Ομφάλιος λώρος που δεν κόβεται ποτέ, ακόμα και όταν χαθεί εκείνη.

Γραμμένο πρωτοπρόσωπα το βιβλίο, σαν ανοιχτή επιστολή, ένα έχει σκοπό τελικά, να την αναστήσει.

Φινάλε θα κάνω με το τέλος της Κατερίνας αποκαλύπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τον λόγο της δικής μου μικρής αυτής ανοιχτής επιστολής:

«Σήμερα λοιπόν, 25 Αυγούστου 1994, ημέρα των γενεθλίων μου- μπαίνω στα τριάντα πέντε- ώρα δέκα παρά πέντε, βράδυ, ημέρα Πέμπτη, ζητάω από σένα γραπτώς την ευχή Σου.

… Επειδή μου είναι πολύ δύσκολο να πω αντίο, κι επειδή είναι πολύ φτωχή στο λεξιλόγιο για να σε χαιρετήσω, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός μεγάλου ποιητή:

Δεν πέθανες!

Αδιάφορο οι μήνες αν περνάνε.

Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε…

Όταν τους λησμονάνε» (Κώστας Ουράνης).

Προσθέτοντας και το ακόμα πιο συγκινητικό υστερόγραφο της Κατερίνας: «Αργότερα, ξημερώματα, όταν έκανα τις τελικές εκτυπώσεις, έβρεχε καταρρακτωδώς. Έκλαιγες πάλι. Το ξέρω».

Για το Κυκλαμινάκι μας, λοιπόν, την Κατερίνα ή «Ελπίδα» μας, μικρό κείμενο από καρδιάς από μια φίλη της στο μπλογκ μιας άλλης φίλης. Μαζί με τα χρόνια μας πολλά.

Κατερινάκι μου να έχεις την ευχή της, να σε χαιρόμαστε, να γράφεις και να μας αγαπάς, όπως μας αγαπάς.

Εαρινή μου, μπράβο που μου τα θύμισες όλα αυτά.

Και, Κατερίνα μου καλή, πίστεψέ με, τα βιβλία που γράφουμε με την καρδιά μας, κατορθώνουν και φτάνουν – να είσαι σίγουρη- στον ουρανό.

Και στην καρδιά μας. Κάπως εσύ κι εμείς σε γνωρίσαμε, σε αγαπήσαμε.



Συγκινημένο άλεφ λέμε!

Κατερινάκι, ευχές και φιλιά!

Εαρινή, πάμε Πήλιο;


Εδώ τελειώνει το αλεφικόν κείμενον. Και τώρα τι να απαντήσω; Και Πήλιο να πάμε alef μου και όλα να τα κάνουμε. Και να γράψω κι εγώ τα ταπεινά μου λόγια για το βιβλίο της Κατερίνας- μέσα από την ψυχή μου:

Τα παραμύθια έχουν ευτυχισμένο τέλος, γιατί αυτό θέλουν τα παιδιά. Οχι όμως και οι ιστορίες από τη ζωή, καθώς, πια, όταν έχεις μεγαλώσει, έχεις μάθει πόσο δύσκολα μπορεί να έρχονται κάποιες φορές τα πράγματα. Μπορεί κανείς να τις πει σαν παραμύθι, αλλά πάντοτε ξεχωρίζουν. Γιατί είναι αληθινές και, μερικές φορές, κρύβουν πολύ συναίσθημα: πόνο, θλίψη, πίκρα. Και χαρά, όμως. Ολα αυτά τα έχει το «Γράμμα στη μάννα... με δύο ν». Και έχει ακόμα περισσότερα. Εχει τη βαθειά σχέση μιας κόρης με τη μάννα της, σχέση σπάνια, που ακόμα και ο θάνατος δεν μπόρεσε να την καταλύσει. Εχει συγκίνηση και ειλικρίνεια. Εχει αγάπη.
Μια αληθινή ιστορία έχει το βιβλίο. Ξεφυλλίζοντας τα φύλλα του και τα φύλλα του Κυκλάμινου του βουνού (αυτό το ψευδώνυμο το είχε η Κατερίνα από τα νιάτα της όπως μας αποκαλύπτει)ένας ολόκληρος κόσμος στήνεται ξανά μπροστά στα μάτια μας. Ο κόσμος της δεκαετίας του '60, της τόσο σκληρής, ο κόσμος των επόμενων δεκαετιών, ο γεμάτος αγώνα για τη ζωή, ο κόσμος των ανθρώπων που πάλεψαν πολύ για να καταφέρουν όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα.
Ενα βιβλίο δικαιώνεται κατά βάσιν από την αισθητική του, όπως έχω πει επανειλημμένα. Ο χείμαρος ψυχής της Κατερίνας, δικαιώνεται από τις δυνατές περιγραφές του, από το όμορφο γράψιμο, από τις σπάνιες εικόνες, από τη συγκλονιστική αγάπη που κρύβεται πίσω από κάθε λέξη, από κάθε γραμμή, από κάθε σελίδα. Μακάρι να αγαπούσαν έτσι όλοι τους δικούς τους ανθρώπους. Ο κόσμος θα ήταν τόσο, μα τόσο καλύτερος...

Χρόνια πολλά, δική μας Κατερίνα. Να χαίρεσαι τον άνδρα, τα παιδιά σου και τα άλλα έργα των χεριών σου, ανάμεσα στα οποία είναι και τα υπόλοιπα βιβλία σου, και, βέβαια, τα υπέροχα μπλογκ σου. Και στο επόμενο βιβλίο. Το ξεκίνησες;

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007

Τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου

Πολύ πριν συνειδητοποιήσω την καταγωγή των προγόνων μου και συναισθανθώ πως έρχονταν από την αρχαία γη της Ιωνίας· πολύ πριν μάθω τις ιστορίες τους· πολύ πριν αντιληφθώ πόσα σήμαινε για την Ελλάδα η μικρασιατική καταστροφή, μια φράση ήτανε πάντοτε καρφωμένη στο μυαλό μου: «Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»
Είναι η καταληκτική φράση από τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Ενός βιβλίου που έμελλε να με σημαδέψει χωρίς, στην αρχή, να έχω κατανοήσει ότι η τραγική έξοδος του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν, για μένα, μια προσωπική εν τέλει ιστορία. Ετσι την αισθάνομαι μέχρι σήμερα, μαζί με όσους έλκουν την καταγωγή από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου- που σήμερα απομένουν στερημένα από την παρουσία των Ελλήνων. Τι κέρδισαν; Τι έχασαν; Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα το κρίνουν. Οσες φορές, όμως, βλέπω την γείτονα να είναι τόσο μα τόσο πίσω σε δημοκρατικούς θεσμούς και συνήθειες, μονολογώ: και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού, ανάμεσα σε τόσα άλλα, κι εμείς λείπαμε;
Δεν είναι άσκεφτα λόγια μιας απογόνου εκείνων, που τους θεωρεί μυθικούς. Είναι συμπεράσματα εκ του αποτελέσματος. Δεκαετίες μετά την πυρπόληση της Σμύρνης και την εθνοκάθαρση που (δυστυχώς για όλους) επιτεύχθηκε στις δύο χώρες, η πλειονότητα των στελεχών στα αριστερά κόμματα, αυτά που επαγγέλλονται την κοινωνική δικαιοσύνη, προέρχονταν απ’ τη Μικρά Ασία. Κάποια ήταν και από τον Πόντο- αυτό όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο, για το οποίο δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω, καθώς δεν το έχω μελετήσει.
Οπως είναι φυσικό, έχω διαβάσει αμέτρητους τόμους για τα τρομερά εκείνα γεγονότα του Σεπτεμβρίου (Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) του 1922. Από τα τελευταία, μάλιστα, είναι το βιβλίο του Μπρους Κλαρκ «Δυο φορές ξένος- οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία» (εκδόσεις Ποταμός) και το εξαιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ «Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919- 1922» (Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας). Το «Οραμα της Ιωνίας» δείχνει με πολλά και πειστικά ντοκουμέντα και με συμπεράσματα που προκύπτουν από ενδελεχή έρευνα ποιο ρόλο έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις. Πώς φθάσαμε στην εύθραυστη σαν πορσελάνη Συνθήκη των Σεβρών και τι έγινε μετά. Πώς από το ξεκίνημά της αυτή η εκστρατεία είχε πήλινα πόδια. Το «Δυο φορές ξένος» δείχνει πώς επιτεύχθηκε η εθνοκάθαρση και πόσο καταστροφική υπήρξε. Θα επανέλθω όμως σε αυτά, εν καιρώ.

Προς το παρόν, θέλω να επιστρέψω στο βιβλίο που με σημάδεψε και που εμπεριέχει όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει για το μικρασιατικό. Λέω για τα «Ματωμένα Χώματα» που κυκλοφορούν από τον «Κέδρο» εδώ και 45 χρόνια, πουλώντας σταθερά περίπου μια έκδοση τη χρονιά. Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου θα μοιραστεί, όπως είπε η υπουργός Παιδείας, στα παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού ως συμπλήρωμα για το Βιβλίο της Ιστορίας, περί του οποίου τόσος λόγος έχει γίνει. Και ορθώς θα μοιραστεί, επειδή αποτελεί την επιτομή όλων όσων πρέπει να γνωρίζει κανείς.
Δεν είναι, βεβαίως, παρά ένα λογοτέχνημα. Δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικού βιβλίου, επιστημονικού εγχειριδίου. Διεκδικεί τους επαίνους που δίκαια έχει: ενός βιβλίου συγκλονιστικού, το οποίο με τρόπους καθαρά λογοτεχνικούς, θέτει το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων και συναρπάζει.
Τα «Ματωμένα χώματα» είναι ένα βιβλίο απολύτως έντιμο, αφού μιλά χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για όσα έγιναν ανάμεσα στους δύο λαούς. Εξιστορεί, μέσα από την αφήγηση του Μανώλη Αξιώτη, του αγρότη νεαρού από τον Κιρκιντζέ, ενός χωριού κοντά στην Εφεσο, πώς άναψαν οι πρώτες σπίθες αντιπάθειας ανάμεσα στους Ελληνες και τους Τούρκους, πώς φούντωσαν οι πυρκαγιές, ποιοι τις συδαύλισαν έντεχνα (βασικά οι Γερμανοί) πώς έκαψαν τη Μικρά Ασία, τη φιλία και την αγάπη ανάμεσα στους δυο λαούς. Μιλά για όσα έκαναν οι μεν στους δε, αλλά και οι δε στους μεν. Με μια σπαρακτική απλότητα, που κάνει το μυθιστόρημα μεγαλειώδες:
«Νύχτα σκέπασε τη γη. Δεν ήτανε τούτος ο κόσμος πλασμένος από χέρι Θεού: Οχι, δεν ήτανε!» λέει η συγγραφέας σε μια από τις πιο δραματικές στιγμές. Δεν ήτανε. Γι’ αυτό και τόσο αίμα, τόσο δάκρυ, τόση φωτιά. Αλλά και η αγάπη για την πατρίδα που χάθηκε ανεπιστρεπτί, αμείωτη: «Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»



Ας μη μας ξεγελά η απλότητα. η Διδώ Σωτηρίου είχε στόφα μεγάλης συγγραφέως. Μ΄αυτό θέλω να πω ότι με κάθε άλλο παρά απλό τρόπο έγραψε. Σαν να δημιούργησε στο βιβλίο αυτό μια τεράστια ψιλοκεντημένη τοιχογραφία της εποχής και της περιοχής, με την κόκκινη κλωστή της Ιστορίας και της ιστορικής έρευνας να τη σημαδεύει από άκρη σε άκρη.
Τα «Ματωμένα Χώματα», που τα αγάπησα όταν ακόμη ήμουν στην εφηβεία μου, τα ξαναδιάβασα χθες θέλοντας να δω αν αντέχουν στον χρόνο. Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα πως πράγματι, αντέχουν. Τίποτα δεν έχει ξεθωριάσει. Η Διδώ Σωτηρίου έπλασε με τέτοια μαστοριά τους χαρακτήρες, παρουσίασε τόσο ζωντανά τα γεγονότα, έδωσε τόσο ζωηρά την ατμόσφαιρα της εποχής, που άνετα ένας σημερινός νέος τα διαβάζει. Αυτός ήταν και ο μόνος φόβος μου, που το βιβλίο τον εξάλειψε. Ολα αυτά που γράφονται και λέγονται από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα περί των δήθεν ωμών περιγραφών, τα ακούω βερεσέ. Πρόκειται για ελάχιστες περιγραφές, που δικαιολογούνται από το ίδιο το έργο, το οποίο και είναι το μόνο που νομιμοποιεί ή όχι τον συγγραφέα και τις προθέσεις του. Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις όσων φοβούνται τη δύναμη του βιβλίου και θέλουν να παραμείνουν στα εθνικιστικά τους στερεότυπα. Μονάχα αυτά δεν χρειάζεται η νέα γενιά. Αντιθέτως, χρειάζεται τα «Ματωμένα χώματα» όσο τίποτα.

Αφιερωμένο στην Κατερίνα- Κυκλάμινο του βουνού, που χωρίς την επιμονή της δεν θα το έγραφα.

Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας

Η παραμονή στη Σμύρνη ήταν γεμάτη συγκινήσεις και ιστορίες σαν παραμύθια. Η κεντρικότερη, εδώ.
Είναι η ιστορία της αδερφής της γιαγιάς μου που έμεινε πίσω. Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι ήταν μικρή (11- 12 ετών) και χάθηκε. Οι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου συγγενείς μας είπαν ότι ήταν 24 ετών και μας αποκάλυψαν γιατί έμεινε. Μια στις χιλιάδες ιστορίες των προσφύγων από την Ιωνία. Οταν τη λέω αυτές τις μέρες στη Νέα Ιωνία, μου απαντούν με μια δική τους. Εξίσου συγκινητική. Η μνήμη είναι, τελικά, ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Αρκεί να την κρατάμε ζωντανή.

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

Γενέθλιον του Βλαδίμηρου

«Ε, συ ουρανέ!/ βγαλ’ το καπέλο σου!/ Εγώ περνάω!».
Δεκαεννιά Ιουλίου 1893. Γεννιέται στο Μπαγκνταντί της Γεωργίας εκείνος που έμελλε να γίνει ο πιο παθιασμένος ποιητής της Επανάστασης, ο πιο απελπισμένος ερωτευμένος: ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Σύντομα μετακόμισαν οικογενειακώς στη Μόσχα. Αρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρός. Στα δεκαπέντε, και ενώ είχε ήδη προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό κόμμα, τον συνέλαβαν και του κατέσχεσαν το τετράδιο με τους στίχους του. «Ευτυχώς», θα γράψει χρόνια αργότερα. «Μπορεί και να τα δημοσίευα!»

Οι σχέσεις του με τους συντρόφους συνεχίστηκαν και με το 1917. «Να την αποδεχτώ, ή να μην την αποδεχτώ;» έγραφε για την Οκτωβριανή Επανάσταση. «Τέτοιο ζήτημα για μένα και για τους φουτουριστές της Μόσχας δεν έμπαινε. Δική μου είναι η Επανάσταση». Δεν έμεινε δική του μέχρι το τέλος. Το Νέο Αριστερό Μέτωπο που συνέπηξαν φορείς και κινήματα της τέχνης, δεν τα πήγε καλά στον διάλογό του με την (πλέον) εξουσία. Ο Μαγιακόφσκι, που είχε υποστηρίξει τις νέες ιδέες, στενοχωρήθηκε πολλές φορές, έγιναν προσπάθειες να παροπλιστεί, απέτυχαν, αλλά έπαιξαν κι αυτά όλα ρόλο στο τραγικό του τέλος.
Αυτοκτόνησε στις 14 Απριλίου του 1930. Η Λίλη Μπρικ, ο μεγάλος έρωτάς του, έμεινε απαρηγόρητη. Απαρηγόρητος ήταν και ο Οσιπ, αν και ήταν σύζυγος της Λίλη. Η ποίηση έχασε πολλά, πολλά έχασαν και οι φουτουριστές. Μόνο ο σταλινισμός κέρδισε. Φυσικά, πρόσκαιρα.
Το «Σύννεφο με παντελόνια», υπήρξε η διασημότερη ποιητική του σύνθεση. Εγραψε το «Λουτρό», τον «Κοριό», το «Εγώ αυτός» και ποιήματα, μερικά από τα οποία έχουν μελοποιήσει και Ελληνες συνθέτες. Στη χώρα μας είναι επίσης πολυμεταφρασμένος.

Κυριακή, Ιουνίου 17, 2007

«Ο ψεύτης παπούς» της Αλκης Ζέη

Τη συνάντησα στα πρώτα χρόνια της νιότης μου. Μέχρι τότε ήξερα το «Καπλάνι της βιτρίνας», τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» ήξερα και το «Κοντά στις ράγιες». Τότε έμαθα και το «Γόβες κι αρβυλάκια», ένα βιβλίο με διηγήματα από τα χρόνια της προσφυγιάς. Τα αγαπούσα πάρα πολύ τα βιβλία της και αγάπησα πολύ την ίδια την Αλκη Ζέη. Ακόμη αγαπώ αυτή την υπέροχη, γενναιόδωρη και γενναία γυναίκα.
Αφορμή για να τη γνωρίσω ήταν «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» το μυθιστόρημά της για μεγάλους, που έκανε πάταγο, καθώς ήταν αιρετικό. Ελεγε πολλά: ας πούμε ότι ένας «ήρωας» της Αντίστασης μπορεί να μην είναι ακριβώς ό,τι ονειρεύτηκε ένα νεαρό, ερωτευμένο κοριτσόπουλο. Οτι μπορεί και να έχει γίνει (ή μήπως ανέκαθεν να ήταν;) άκαμπτος, παγερός, σχεδόν άγνωστος. Ελεγε για τα γεγονότα στην Τασκένδη και έδινε όνομα τους πρωταίτιους, «φωτογραφίζοντάς» τους- τότε, που οι παλιοί αντάρτες ήρθαν στα χέρια και έφτασαν μέχρι και να βγουν μαχαίρια. Ελεγε, χωρίς να ονοματίζει, για τα όσα έφερε στην Αριστερά και στο αριστερό κίνημα ο Στάλιν και ο κάθε Στάλιν, ο Ζαχαριάδης και ο κάθε Ζαχαριάδης.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, ίσως και να μη κατανοεί κανείς τον σάλο που προκάλεσε αυτό το τόσο καλογραμμένο και τόσο ανατρεπτικό μυθιστόρημα. Επειδή το έργο τέχνης δικαιώνεται από την αισθητική του, «Η αρραβωνιαστικά του Αχιλλέα» εξακολουθεί και τώρα να παραμένει ένα σπουδαίο βιβλίο- και αφού έχουν κατασιγάσει τα πάθη.
Μια παρένθεση εδώ. Ηταν αντικομματικό το βιβλίο, ή δεν ήταν; Ιδού το ερώτημα για το ΚΚΕ. Στη γενική συνέλευση της ΚΟΒ Ριζοσπάστη, ο τότε γενικός γραμματέας του Κόμματος Χαρίλαος Φλωράκης ρώτησε τον Δημήτρη Δανίκα, εκείνος πέταξε το μπαλάκι στην υποφαινόμενη που απάντησε αρνητικά, αλλά ο Χαρίλαος ήθελε κάτι περισσότερο. Ετσι, ζήτησε να συνεδριάσουν το πολιτιστικό του Ριζοσπάστη και το Πολιτιστικό της Κεντρικής Επιτροπής και ό,τι αποφασίσουν αυτό να αποτελεί και τη θέση του ΚΚΕ. Ευτυχώς, αποφάσισαν ότι δεν είναι αντικομματικό, αποφεύγοντας ένα ολίσθημα από αυτά που θα κατέτρεχαν το ΚΚΕ ακόμη, όπως, π.χ. με τη «Λέσχη» του Στρατή Τσίρκα από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες».

Το θέμα μας ωστόσο δεν είναι το παρελθόν, αλλά το καινούργιο βιβλίο της Αλκης Ζέη «Ο ψεύτης παππούς». Το οποίο, αν και εφηβικό, βρίσκεται στα ευπώλητα, αφού αγαπήθηκε και από το μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό. Απευθύνεται, άλλωστε, σε νέους από 11 έως 111 ετών και, για να πούμε την αλήθεια, τους ικανοποιεί όλους.
Ο ψεύτης παππούς, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος», είναι ένα βιβλίο για τις σχέσεις ανάμεσα στις γενιές και για το πώς μπορούν να καλυφθούν τα πράγματα. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η εξιστόρηση μιας ζωής που αξίζει να τη ζει κανείς, της ζωής του παππού, η οποία ήταν γεμάτη ανατροπές, αγώνες, έρωτες, μάχες της μικρής (και τόσο φθοροποιού) καθημερινότητας.


Πώς μπορούν να χωρέσουν τόσα πολλά απρόοπτα και απρόβλεπτα στη ζωή ενός ανθρώπου; Από την πλευρά αυτή έχει δίκιο ο νεαρός να υποπτεύεται τον παππού, να θεωρεί πως του λέει ψέματα και υπερβολές. Γιατί δεν ξέρει πως υπήρξαν και γενιές που έζησαν με όλη τη σημασία της λέξης, χωρίς να φοβούνται μήπως γίνουν ολοκαυτώματα.
Ο παππούς της Αλκης Ζέη είναι, περίπου, συνομίληκος του κάθε αναγνώστη. Είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται να ζήσει, να αγαπήσει, να προσπαθήσει, να πετάξει και ας πέσει, να τολμήσει και ας στραπατσαριστεί. Η στέρεη πένα της έκανε και πάλι θαύματα. Πόσο τυχεροί είναι οι νεώτεροι αναγνώστες, τους οποίους η Αλκη Ζέη εφοδιάζει συχνά με δείγματα του αστείρευτου ταλέντου της!