Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

Ο Γιώργος Σεφέρης και οι λευκές αττικές λήκυθοι








«Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι

όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου

όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού

θα με παρασύρουν;

Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;

Βλέπω τά χέρια κάθε αυγή να γνέφουν το γύπα και στο γεράκι

δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,

βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γάλήνη των πεθαμένων

κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων»



(Ανδρομέδα, από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη)



Το ποίημα μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, εδώ

Οι ποιητές είναι, εν τέλει, παντού. Σήμερα το πρωί στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς, όπου διεξάγεται αρχαιολογικό συμπόσιο για την ρωμαϊκή Αθήνα, η κυρία Ελση Σπ. η οποία καθόταν δίπλα μου, όταν η συζήτηση έφτασε στις ανασκαφές στον Εθνικό Κήπο, άρχισε να λέει:


«Ημουν είκοσι πέντε ή είκοσι έξι ετών. Ενα πρωινό ο Γιώργος Σεφέρης ήρθε και στάθηκε πάνω από τα σκάμματά μας. Μας καλημέρισε ευγενικά και ρώτησε αν μπορούσε να παρακολουθήσει την εργασία μας. Ψηλός, στητός, επιβλητικός. Συνοδευόταν από τη Μαρώ και στηριζόταν σε ένα μπαστούνι. Εκείνη τη στιγμή άρχισα να βγάζω από το χώμα λευκές αττικές ληκύθους. Ωραιότερες δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου.»



Τριάντα πέντε χρόνια από τον θάνατο του ποιητή (Σεπτέμβριος του 1971, μεσούσης της δικτατορίας· η κηδεία του μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας· ήταν και η θαρραλέα του δήλωση εναντίον της, τον Μάρτιο του 1969) η μνήμη του θα τιμηθεί στο βιβλιοπωλείο Ιανός της οδού Σταδίου 24 την ερχόμενη Τρίτη 24 Οκτωβρίου και ώρα 8μμ.

Θα παρουσιαστεί το βραβευμένο ντκιμαντέρ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Γιώργος Σεφέρης σε σκηνοθεσία Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, και το βιβλίο της Μαρίας Στασινοπούλου Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη [1900-1971]
Θα χαιρετίσουν ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος και ο παραγωγός Θάνος Λαμπρόπουλος.

Για το ντοκιμαντέρ θα μιλήσουν
ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής-βιβλιογράφος,
η Μαρία Στασινοπούλου, φιλόλογος-συγγραφέας,
ο Τίτος Πατρίκιος, ποιητής,
ο Μπάμπης Ακτσόγλου, κριτικός κινηματογράφου
και ο Γιώργος Γεωργής, καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου-Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και για να θυμηθούμε την βράβευσή του με το Νόμπελ, ας επισκεφθούμε τις ιστοσελίδες της Σουηδικής Ακαδημίας

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

«Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου» από τον Λεύκιο Ζαφειρίου





Δεν ήταν ακόμη ούτε είκοσι τεσσάρων ετών. Ζούσε μια ζωή «ηθική και μετρημένη» και ήταν «ηθικός φιλόσοφος περισσότερο από το φυσικό του, παρά από ματαιοφροσύνη για όσα έμαθε από τα βιβλία.» Είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση ενός σπουδαίου ιταλού ποιητή, του Ούγο Φόσκολο, από τον οποίο και έχουμε αυτή την πρώτη περιγραφή του. Ο Φόσκολο πίστευε πως το μέλλον του Ανδρέα Κάλβου στην ποίηση προμηνυόταν λαμπρό. Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσο λαμπρό, αλλά και με ποιες συνθήκες. Πώς, δηλαδή, ένας τόσο ολιγογράφος δημιουργός θα στεκόταν, με το πέρασμα του Δίκαιου Χρόνου, δίπλα στον γενάρχη της ελληνικής ποίησης, τον Διονύσιο Σολωμό.
Κάλβος και Σολωμός, Σολωμός και Κάλβος. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: γεννημένοι στη Ζάκυνθο, μεγαλωμένοι στην Ιταλία. Στη συνέχεια, ο ένας, ο κόντε Διονύσιος, επαναστατημένος, κοντά στην Πατρίδα που έχει εξεγερθεί, εμπνέεται από αυτόν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και ιδίως από τις δύσκολες ώρες του, όπως το Μεσολόγγι. Ο άλλος, ο κύριος Ανδρέας Κάλμπο (1792- 1863), επαναστάτης, βρίσκεται μακριά της. Συντάσσεται με τους Καρμπονάρους και τους φιλέλληνες. Κι όταν επιστρέφει, η Κέρκυρα, στην οποία ήδη ζει και ο Σολωμός, είναι πολύ μικρή για να τον χωρέσει, για να στεγάσει τα όνειρά του. Ξαναφεύγει λοιπόν, μετά από περιπέτειες, όχι χωρίς θλίψη, ίσως, όχι χωρίς πόνο. Αλλά, δεν τα εκφράζει. Ο Ούγο Φόσκολο δεν τον είχε πει, άλλωστε «ψυχρό»;
Ψυχρός ή συναισθηματικός, ο Κάλβος εκφράζεται στην πραγματικότητα μόνο δια της ποιήσεως. Ο Μάριο Βίτι ανάμεσα στα όσα σημαντικά έχει γράψει για εκείνον, λέει: «Για τον Κάλβο δεν υπάρχει αμφιβολία: στις συνθήκες της κοινωνικής εξέγερσης που ζουν οι ποιητές το 1825 όχι μόνο στην ξεσηκωμένη Ελλάδα, η μόνη ποίηση άξια του ονόματός της είναι η γραμμένη σε «ton serieux» [σοβαρό τόνο] και «images plus elevees» [εικόνες πιο υψηλές].» Αυτή την ποίηση, την υψηλή, διακόνησε στον βίο του χωρίς παραχωρήσεις.
Όλα αυτά και πολλά περισσότερα, θα βρει ο αναγνώστης στο θαυμάσιο βιβλίο του Λεύκιου Ζαφειρίου «Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου», ένα μελέτημα με πολύ μόχθο πίσω του, με πολλή και ενδιαφέρουσα συνθετική δουλειά και με πολύ «σοβαρό τόνο». Στις 3 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή και ώρα 6μμ στο Σπίτι της Κύπρου (Ηρακλείτου 10, Κολωνάκι) θα γίνει ημερίδα για τον ποιητή με τη συμμετοχή των: Νάσου Βαγενά, Ευριπίδη Γαραντούδη, Αθηνάς Γεωργαντά, Γιάννη Δάλλα, και του Λεύκιου Ζαφειρίου. Θα συντονίσει ο Βασίλης Ρούβαλης, ο οποίος, στο τέλος της εκδήλωσης, θα παρουσιάσει το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο συμπληρώνεται από πλούσια εικονογράφηση (έγγραφα, χειρόγραφα, φωτογραφίες), ενώ συνοδεύεται από χωριστό φυλλάδιο, με φωτογραφική αναπαραγωγή από την πρώτη έκδοση της ωδής Ελπίς πατρίδος (Λονδίνο, 1819).
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Ορχάν Παμούκ, το νέο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας απέκτησε ένα ακόμα ανάχωμα: το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται φέτος στον Ορχάν Παμούκ, έναν συγγραφέα που έχει ανοικτούς λογαριασμούς με το στρατιωτικό και εθνικιστικό κατεστημένο. Η σουηδική ακαδημία, παρά την κατά καιρούς πολυδιαφημιζόμενη από την ίδια πολιτική ουδετερότητα, για μια ακόμη φορά υπέκυψε στον πειρασμό της «επικαιρότητας» και έδωσε το βραβείο σε έναν συγγραφέα άξιο μεν και φαβορί, όμως όχι του ύψους ενός Κούντερα ή μιας Τζόις Κάρολ Οουτς.
Θα ήταν, φυσικά, δυσάρεστο να μετρά κοτζάμ ακαδημία με τη μεζούρα τα ταλέντα, και είναι ευχάριστο που ο Παμούκ έχει ένα ενδιαφέρον έργο το οποίο υποστηρίζει το νόμπελ. Ωστόσο, στην άκρη του μυαλού μας παραμένει το ερώτημα: έπαιξε ρόλο η δίκη του συγγραφέα για την υπεράσπιση των Αρμενίων; Επαιξαν ρόλο οι θέσεις του υπέρ των Κούρδων; Σε κάθε περίπτωση, θα προσθέταμε οπωσδήποτε πως έπαιξε ρόλο η ποιότητα των βιβλίων και της σκέψης του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα γραπτά του κείμενα.
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Τελείωσε το λύκειο στη Ροβέρτειο σχολή, σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Έζησε τρία χρόνια στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε σαν ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Αιόβα και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Η αστική καταγωγή του, οι σπουδές του στο εξωτερικό, προφανώς, όμως, και οι «ανησυχίες» του τον οδήγησαν να συναισθανθεί και να περιγράψει με γλαφυρότητα τον οδυνηρό διχασμό της τουρκικής κοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η Σουηδική Ακαδημία παρατηρεί επίσης ότι ο Παμούκ, «στην αναζήτηση της μελαγχολικής ψυχής της γενέθλιας πόλης του, ανακάλυψε νέα σύμβολα για να περιγράψει τη σύγκρουση και την συνύφανση των πολιτισμών».
Αρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Τζεβντέτ μπέης και υιοί» κέρδισε το 1979 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος των εκδόσεων Μιλιέτ. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1982 και την επόμενη χρονιά πήρε το βραβείο μυθιστορήματος Ορχάν Κεμάλ. Το δεύτερο βιβλίο του «Το σπίτι της σιωπής» (1982) μεταφράστηκε στα γαλλικά και το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο Prix de la decouverte Europeenne. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το ιστορικό του μυθιστόρημα «Το Λευκό κάστρο» (1990) μεγάλωσε τη φήμη του μέσα κι έξω από την Τουρκία. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροδαμός. Μάλιστα, οι New York Times έγραψαν τότε γι' αυτόν: «Ένα αστέρι γεννήθηκε στην Aνατολή».
Στη συνέχεια έγραψε "Το Μαύρο βιβλίο" (1990), ένα από τα πιο συζητημένα και πολυδιαβασμένα έργα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας. Ακολούθησε «Η Καινούργια Ζωή» το 1994 και το 1998 έγραψε το «Με λένε Κόκκινο ». Και τα τρία βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα όπως και το πιο πρόσφατο, «Ινσταμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις». Τα βιβλία του Παμούκ έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.
Είναι παντρεμένος και έχει ένα κοριτσάκι.
Το 1995 ο Παμούκ ήταν ανάμεσα σε μια ομάδα συγγραφέων που δικάστηκαν για την κριτική τους εναντίον του τρόπου που η Τουρκία μεταχειρίζεται τους Κούρδους. Η κριτική είχε εκδοθεί σε ένα βιβλίο δοκιμίων. Επίσης, το 2005 ασκήθηκε εναντίον του δίωξη για δηλώσεις του σε ελβετική εφημερίδα περί σφαγής των Αρμενίων. Μετά από αντιδράσεις που σχετίζονταν και με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, τον περασμένο Ιανουάριο το δικαστήριο αποφάσισε να σταματήσει την δίωξη εναντίον του.

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

«Οι φύλακες της Ανατολίας» του Πασχάλη Λαμπαρδή

Στις μέρες μας ανθεί το ιστορικό μυθιστόρημα, σαν οφειλή των Ελλήνων όχι προς την Ιστορία, αλλά προς τη Λογοτεχνία. Εννοώ πως αφού αργήσαμε να αποκτήσουμε μυθιστόρημα, αργήσαμε και να ασχοληθούμε με αυτό το είδος. Μέχρι να κάνει τον κύκλο του και να περάσει, έχουμε δει και έχουμε απολαύσει αρκετά πολύ ενδιαφέροντα έργα. Από τα κορυφαία είναι το Ενας σκούφος από πορφύρα της Μάρως Δούκα, αλλά θα θυμήσω και τα βιβλία του ΝίκουΘέμελη.
Ο Πασχάλης Λαμπαρδής κάνει ιστορικό μυθιστόρημα, επεκτείνεται όμως πέραν του ελληνικού χώρου. Οι φύλακες της Ανατολίπας εκτυλίσσονται στον μακρινό Πόντο και στην τουρκική ενδοχώρα προς εκείνη την περιοχή και παρουσιάζουν τη ζωή των κρυπτοχριστιανών. Εκείνων, δηλαδή, που φανερά ήταν Τούρκοι και Μωαμεθανοί και βαθειά μέσα τους Ελληνες και Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Το φαινόμενο είχε, βεβαίως, ιστορικές ρίζες, αφού αρκετοί που κατάγονταν από εκείνα τα μέρη μετά την Αλωση της Πόλης αναγκάστηκαν να ζήσουν διπλή ζωή με την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να επιζήσουν.
Αυτά ως προς τους εξω- λογοτεχνικούς παράγοντες. Ας πάμε τώρα στο ίδιο το μυθιστόρημα: έχει την ατμόσφαιρα και τη γλύκα της Ανατολής, μια καλά σχεδιασμένη πλοκή και ωραίους διαλόγους, σαν φυσικούς. Η εξιστόρηση γίνεται με έναν θαυμαστό τρόπο, που κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον και θυμίζει ιστορίες τις οποίες έλεγε παλιά όλη η οικογένεια τις νύχτες, γύρω από τη φωτιά. Η λογοτεχνία έχει το πάνω χέρι σε σύγκριση με την Ιστορία και αυτό είναι επίσης σημαντικό, αφού μιλάμε για λογοτεχνικό έργο.
Πάντως, ο πρώτος κεντρικός ήρωας, ο Σουλεϊμάν, είναι τόσο πλήρης ώστε στάθηκε για τον συγγραφέα εμπόδιο να αναπτύξει ανάλογα και τους υπόλοιπους. Ο Σουλεϊμάν είναι εμβληματική, πατριαρχική μορφή, δοσμένη με μαεστρία. Ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Ο αναγνώστης θα περίμενε, λοιπόν, και τους υπόλοιπους ανάλογα δοσμένους. Επειδή, όσο το μυθιστόρημα πηγαίνει προς το τέλος, υπάρχει η αίσθηση πως «τρέχει» καθώς η αφήγηση στερείται λεπτομερειών που θα υπήρχαν αν και οι άλλοι ήρωες είχαν πλαστεί με τον ίδιο συνθετικό τρόπο.
Εκδόσεις «Πατάκης»

Κυριακή, Οκτωβρίου 08, 2006

Ο Ερωτας του Μαγιακόφσκι


«Λίλια, αγάπα με»
Τη σπαρακτική αυτή απαίτηση- παράκληση- έκκληση ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι δεν την απευθύνει στη Λίλη Μπρικ σε κάποιο ιντερμέδιο, σε κάποια καμπή ή σε ευτυχή στιγμή της σχέσης του. Οι λέξεις που γράφει στο χαρτί είναι από τις τελευταίες που έμελλε να γράψει στη ζωή του. Ορίζει πως η οικογένειά του είναι η μαμά, οι αδελφές και η Λίλια (άντε και η πρόσφατη «σχέση» του η Βερόνικα Πολόνσκαγια) και της ζητά να τον αγαπά λίγες ώρες πριν αυτοκτονήσει.
Εκείνη, που δεν χρειαζόταν συστάσεις για να τον αγαπά, τον είχε βαθιά μέσα στην καρδιά της μέχρι το τέλος της δικής της ζωής, η οποία υπήρξε μεγάλη και πολυκύμαντη. Ιχνη αυτής της τεράστιας αγάπης, της πέρα και πάνω από τον έρωτα, θα βρούμε τόσο στο βιβλίο της «Με τον Μαγιακόφσκι» (εκδόσεις Θεμέλιο- εξαντλημένο) όσο και στα γράμματα που του έστελνε.
«Ο κόκκινος κοριός και η μοβ χρυσαλίδα» τιτλοφορείται το βιβλίο που σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αγκυρα» σε μετάφραση Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Μέσα από τις επιστολές τους, παρουσιάζεται ο μεγάλος έρωτας των δυο τους αλλά και η σχέση τους με τον σύζυγο της Λίλης, Οσιπ Μπρικ. Ανάμεσα στο υλικό, είναι και μια ανεπίδοτη επιστολή, η οποία, λόγω των γεγονότων, ανήκει πλέον στην Ιστορία.

Δεκαπέντε Ιουλίου 1915 ώρα 3.15 το απόγευμα ο Μαγιακόφσκι, που μόλις έχει γνωρίσει τη Λίλη και τον Οσιπ από την αδελφή εκείνης, την Ελσα Τριολέ (κατόπιν σύζυγο Αραγκόν) αφιερώνει στη Λίλη ένα ποίημά του. Ο έρωτας τους κατακυριεύει και είναι μάταιο να του αντιστέκονται. Τα επόμενα χρόνια η Ρωσία θα γνωρίσει ένα πρωτότυπο «τρίγωνο»: ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής. Ο Οσιπ τα ξέρει όλα από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, συνεχίζει να συνεργάζεται με τον Μαγιακόφσκι στους φουτουριστές εξαρχής και κατόπιν στο Νέο Αριστερό Μέτωπο, του οποίου, στην ουσία, είναι ο θεωρητικός.
«Τη βάρκα του έρωτα την τσακίζει η ζωή» πολύ πριν ο ποιητής γράψει αυτές τις λέξεις στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του, αλλά η σχέση με τη Λίλη παραμένει εξαιρετικά ισχυρή μέχρι τον θάνατό του. Θα λέγαμε, δεδομένης της αφοσίωσης εκείνης προς τη μνήμη και το έργο του, ακόμη και μετά από αυτόν.

Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

«Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου» της Κατερίνας Καμπάνη


Είχα στο μυαλό μου τον ποιητή Αρη Αλεξάνδρου με τα υπέροχα ποιήματα και τις θεϊκές μεταφράσεις. Τον συγγραφέα Αρη Αλεξάνδρου, που το μυθιστόρημά του «Κιβώτιο» είναι από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα. Τον διανοητή Αρη Αλεξάνδρου. Βρήκα, όμως, ακόμα έναν Αρη Αλεξάνδρου που ήταν το ίδιο γοητευτικός: τον παππού της Κατερίνας.
Η Κατερίνα Καμπάνη επιγράφει το βιβλίο της «Αρης Αλεξάνδρου ο παππούς μου» και παραδίδει στον αναγνώστη μερικές αθέατες πτυχές ενός σπουδαίου, τρυφερού, όσο και μοναχικού ανθρώπου. Στο μικρό της «λεύκωμα» (κείμενο και κάποιες φωτογραφίες) μαθαίνουμε όσα από αξιοπρέπεια δεν είχε φανερώσει, χωρίς όμως και να τα αποκρύπτει, καθώς αυτή ήταν η ζωή του: τα αμέτρητα χειρωνακτικά κυρίως επαγγέλματα που άλλαξαν εκείνος και η σύντροφός του Καίτη Δρόσου (φωτό) όταν ήταν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι κατά τη διάρκεις της δικτατορίας. Τις μέρες και τους μήνες των στερήσεων. Τις προσπάθειές του να γράψει. Την αγάπη του για τη ζωή και τις μικρές στιγμές, που τις ζούσε σαν να ήταν μεγάλες.
Ο Αρης Αλεξάνδρου με τα παιδικά μάτια της Κατερίνας, ήταν άνθρωπος γενναιόδωρος προς τη ζωή και προς τους άλλους, άνθρωπος προσποιήσεις και φιοριτούρες, ευγενής, ζεστός, υπέροχος. Αν, ωστόσο, θέλετε να μάθετε κάτι περισσότερο από προσωπικές αφηγήσεις, μπορείτε να ανατρέξετε στη βραβευμένη με κρατικό βραβείο βιογραφία του Δημήτρη Ραυτόπουλου, με τίτλο «Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος» (εκδόσεις Σοκόλη) ένα βιβλίο 414 σελίδων περιεκτικό και βαθύ. Βεβαίως, μη παραλείψετε να διαβάσετε και τα ποιήματά του και το αποκαλυπτικό «Κιβώτιο».
Κατερίνας Καμπάνη, «Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου», Εκδόσεις «Υψιλον/βιβλία»

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Ο Βασικός Μέτοχος του Πέτρου Μάρκαρη




Χρόνια είχα να διαβάσω αστυνομικό μυθιστόρημα. Από τότε που είχα ανακαλύψει τον Ντάσιελ Χάμετ. Αν και ο Βασικός Μέτοχος του Πέτρου Μάρκαρη ανήκει στην κατηγορία του Χάμετ, δηλαδή στο κοινωνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν παρακινήθηκα από αυτό. Παρακινήθηκα από το ότι ο Πέτρος Μάρκαρης είναι ένας σπουδαίος στυλίστας του λόγου. Και δεν απογητεύθηκα.
Δεν έχει νόημα να σας πω ποιος είναι ο ύποπτος και ποιος είναι ο ένοχος, σαν την ζηλόφθονη ταξιθέτρια που πηγαίνοντάς σε προς τη θέση σου δεν παραλείπει να σε ενημερώσει ποιος είναι ο δολοφόνος. Θα σας πω μονάχα πως και να τον ξέραμε τον (απίθανο, όπως είναι η συνθήκη για τα αστυνομικά μυθιστορήματα) βασικό ένοχο θα απολαμβάναμε το ίδιο το βιβλίο μέχρι το τέλος.
Αυτό σημαίνει πως εκτός από το σασπένς (την ένταση, για να πω και την ελληνική λέξη, αν και δεν αποδίδει ακριβώς την αγγλική) υπάρχει και εξαιρετικό λογοτεχνικό υλικό: χαρακτήρες στέρεοι, περιγραφές ζουμερές, γραφή δυνατή. Ο Κώστας Χαρίτος, ο αγαπημένος αστυνόμος του- αριστερού- Μάρκαρη (η εκδίκηση της λογοτεχνίας) είναι εξαιρετικά πλασμένος σε αυτό, το τρίτο βιβλίο της σειράς. Η πλοκή χτίζεται ψηφίδα- ψηφίδα και η μία πράξη δικαιολογείται απολύτως από την προηγούμενή της.
Απολαυστικό βιβλίο. Το ανοίγεις λίγο μια νύχτα και λες, «ας δω γιατί είναι στα ευπώλητα» και σε βρίσκει, ως να το τελειώσεις, το πρωί.
Εκδόσεις «Γαβριηλίδης»

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Αυτό το Νόμπελ ποιος θα το πάρει;


Μια Πέμπτη του Οκτωβρίου, συνήθως την πρώτη ή τη δεύτερη, ανακοινώνεται το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Συμπίπτει με ένα μεγάλο γεγονός, την Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης. Εκεί, συνήθως, γίνονται οι πρώτες δηλώσεις των βραβευμένων, ή των εκδοτών τους. Εκεί κλείνονται και τα δικαιώματα για μετάφραση των έργων τους.

Αν είναι ο Αμος Οζ (που φέτος με τον πόλεμο στο Λίβανο, τον οποίο δεν καταδίκασε έχει πολλές ελπίδες), ο Φίλιπ Ροθ, ο Μίλαν Κούντερα(φωτό) ή ο ΜάριοΒάργκας Γιόσα, (που τόσα χρόνια Νόμπελ ακούνε και Νόμπελ δε βλέπουνε) η δουλειά θα «χαλάσει». Μάλλον δεν θα βρουν οι εκδοτικοί οίκοι που τους αντιπροσωπεύουν κανένα κανούργιο βιβλίο να πουλήσουν στο διεθνές κοινό. Αν όμως είναι ο Αδωνις, ο Αραβας ποιητής με το σπουδαίο έργο, ο Σουηδός Τόμας Τραστρέμερ, ο Γάλλος Ζαν Μαρί Λε Κλεζιό, η Αλγερινή Ασία Τζεμπάρ, ο Νοτιοκορεάτης Κο Ουν, ο Ολλανδός Σες Νότεμπομ, ή ο Πολωνός Ρίτσαρντ Καπουσίνσκι, τότε χαράς Ευαγγέλια για τους εκδότες. Θα πουλήσουν οι μεν στους δε τα δικαιώματα και οι δε στους αναγνώστες βιβλία των οποίων την ύπαρξη αγνοούν.

Αλλά, επειδή ένα βραβείο πρέπει να ικανοποιεί και το κοινό γούστο, που στην περίπτωσή μας είναι ο μέσος κοινός αναγνώστης, θα έπρεπε να απονεμηθεί ή σε όσους πρώτοι αναφέρθηκαν ή στον Κάρλος Φουέντες, την Τζόις Κάρολ Οουτς, (φωτό) τον Σάλμαν Ρούσντι ή τον Ορχάν Παμούκ. Μάλιστα, θα πει κανείς. Ομως σε αυτή την περίπτωση που φαντάζει δίκαια, δηλαδή στην επιβράβευση εκείνων που έχει ήδη επιβραβεύσει το κοινό, η Ελλάδα θα είχε στερηθεί τα δύο Νόμπελ της, που δίκαια πήρε, του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη.

Η απόλυτη δικαιοσύνη, βλέπετε, είναι κι αυτή αδικία.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

Κι αυτό θα περάσει, Μικρέ Πρίγκηπα






Είναι ένα παιδί, εκεί έξω. Ενας Μικρός Πρίγκηπας του θάρρους και της αξιοπρέπειας. Πείτε του κι εσείς μια καλημέρα. Ο άγνωστος (http://42days.wordpress.com/), γνωστός με το όνομα Ανθρωπος (δηλαδή άνω θρώσκων, εκείνος που κοιτάζει τον ουρανό, εκείνος που δεν το βάζει κάτω) τη χρειάζεται.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Από Διός άρξασθαι

Ιστορία και πολιτική. Πολιτική και Ιστορία. Αλληλένδετες και πολύ ενδιαφέρουσες και οι δύο. Η Πολιτική του παρελθόντος είναι, άλλωστε, σπέρμα της Ιστορίας και η Ιστορία πρέπει να έχει αφήσει τα κληροδοτήματά της στην Πολιτική του μέλλοντος. Το εκδοτικό φθινόπωρο μας επιφυλάσσει τέσσερα έργα που αξίζει να μελετήσουμε και τα οποία θα εκδοθούν στο εγγύς μέλλον:

«Η ιστορία του Βυζαντίου» σε επιμέλεια ενός ανθρώπου που πολλά γνωρίζει για το Βυζάντιο, του Σιρίλ Μάνγκο, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση Ολγας Καραγιώργου. Πρόκειται για μια συλλογική εργασία, που επιχειρεί να συνθέσει το, πράγματι θαυμαστό, φαινόμενο.

Ο Στήβεν Ράνσιμαν γνώριζε επίσης πολλά για το Βυζάντιο, αλλά εμείς θα γνωρίσουμε ένα άλλο έργο, από την Μεσαιωνική Ιστορία πάντοτε, την οποία ο συγγραφέας μελετούσε τον μακρύ του βίο (ο φιλέλληνας Στήβεν Ράνσιμαν μάς αποχαιρέτησε το 2000 στα 97 του χρόνια). «Η ιστορία των Σταυροφοριών», τρίτομο έργο, θα κυκλοφορήσει από τον «Γκοβόστη» σε μετάφραση Αγγυς Βλαβιανού.

Λαοί χωρίς μνήμη είναι λαοί που χειραγωγούνται εύκολα. Και χωρίς γνώση, βεβαίως. Ενα πανόραμα του φασισμού στην πολιτική, στην ιστορία, στην κοινωνιολογία και στη φιλοσοφία περιλαμβάνει το βιβλίο του Ρόμπερτ Ο Πάξτον «Η ανατομία του φασισμού». Το αναμένουμε από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης ήταν ένας κορυφαίος διανοητής της σύγχρονης Ελλάδας και η πρόωρη απώλειά του μάς στέρησε από μια νηφάλια, οργανωμένη, αιρετική, σπουδαία σκέψη.Το τελευταίο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη με τίτλο «Οι πολιτικοί και ο άνθρωπος. Ζητήματα κοινωνικής οντολογίας», θα κυκλοφορήσει τώρα στα ελληνικά σε μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Αυτός ο τόμος των 1.000 σελίδων έχει εκδοθεί στη Γερμανία, όπου ο Κονδύλης είναι ιδιαίτερα γνωστός, αφού εκεί σπούδασε αλλά και ξεδίπλωσε τις σκέψεις του.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006

Αυτό ήταν η ειρήνη



«Τ’ όνειρο του παιδιού, είναι η ειρήνη
το όνειρο της μάνας, είναι η ειρήνη
τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα,
είναι η ειρήνη»

Γραμμένο σε καιρούς που η υποστήριξη της ειρήνης μπορεί και να ήταν συνώνυμη με τον θάνατο, και όχι σε καιρούς που ακόμα και τα κορίτσια των καλλιστείων εκδηλώνονται «υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης» το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο «Ειρήνη» ήταν ένα δημιούργημά του που πολύ αγαπούσε ο ίδιος, αλλά και το κοινό. Γι’ αυτό και συνήθιζε να το διαβάζει σε εκδηλώσεις, υπό το θερμότατο και παρατεταμένο χειροκρότημα των εκατοντάδων και χιλιάδων παρισταμένων, ιδίως στο τέλος.

Το ποίημα δεν είναι, σαφώς, της ποιότητας του Επιταφίου, της Ρωμιοσύνης, άλλων δημιουργημάτων του ποιητή. Είναι απλό και κάπως προπαγανδιστικό. Ισως όμως σε αυτό να οφείλει την ευρεία αποδοχή του και την αγάπη του κοινού. Στη δεκαετία του ’50, οπότε και γράφτηκε, η αναφορά στη λέξη «ειρήνη» ήταν δυνατόν να σημαίνει ακόμη και στρατοδικείο, και εκτέλεση. Στην επόμενη δεκαετία, με το κίνημα της ειρήνης να μεσουρανεί, ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, που την κήρυττε, δολοφονήθηκε από το δεξιό παρακράτος στη Θεσσαλονίκη, ενώ πολλοί νέοι που ασπάστηκαν τις απόψεις του Μπέρτραντ Ράσσελ, πέρασαν από δίκες. Ο προπαγανδιστικός χαρακτήρας του θα πρέπει να αποδοθεί στις «ανάγκες» των καιρών, τις οποίες ο ποιητής δεν παραγνώριζε.
Παγκόσμια Ημέρα της Ειρήνης, σήμερα. Εξ ου και οι αναμνήσεις. Ας θυμηθούμε την κατάληξη του ποιήματος, γεμάτη εμπιστοσύνη προς τον Ανθρωπο και το Αύριο:
«Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον φορτωμένο σιτάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Αδέλφια μου,
μές στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του.
Δώστε τα χέρια αδέλφια μου,
αυτό είναι η ειρήνη.»

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006

Η Διδώ των ονείρων



Στη ζωή ποτέ μην πεις ποτέ. Δύο χρόνια μετά την αποδημία της Διδώς Σωτηρίου παρά δήμον ονείρων (23 Σεπτεμβρίου του 2004) εντοπίστηκε ένα από τα βιβλία της που η ίδια θεωρούσε οριστικά χαμένο. Είναι μια μελέτη σχετική με τον ιμπεριαλισμό στη δυτική Μεσόγειο, το οποίο είχε γραφεί λίγο μετά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα. Το βιβλίο βρισκόταν σε μια ιδανική κρυψώνα, στο ξύλινο κάτω περίζωμα των εσωτερικών τοίχων (κοινώς σοβατεπί) στο διαμέρισμα της οδού Κοδριγκτώνος όπου ζούσε τότε η συγγραφέας με τον σύζυγό της Πλάτωνα Σωτηρίου. Το διαμέρισμα ανήκει σήμερα στην Εταιρεία Συγγραφέων, μετά από δωρεά της Διδώς και κατά την επισκευή του είχαν εντοπισθεί τα χειρόγραφα.
Το σοβαρότατο για την εποχή του αυτό πόνημα θα κυκλοφορήσει μετά από ένα ή και δύο χρόνια από τις εκδόσεις «Κέδρος» συνοδευόμενο από άρθρα της συγγραφέως στον Ριζοσπάστη της εποχής εκείνης. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε το ίδιο και για το βιβλίο της «Τα παιδιά του Σπάρτακου» το οποίο είναι ημιτελές. Το καλό περιοδικό της Θράκης «Βορέας» που έκλεισε ένα χρόνο ύπαρξης, κάνει στο τεύχος Αυγούστου ειδικό αφιέρωμα στο έργο καθώς αυτό αναφέρεται στους σηροτρόφους του Σουφλίου και τους αγώνες τους.
Οπως και η ίδια έλεγε, οι Θρακιώτισσες πολιτικές κρατούμενες στου Αβέρωφ της είχαν διηγηθεί πολλά από τους αγώνες τους μα και από τις περιπέτειές τους. Στο αρχείο της, που έχει δοθεί από την αδελφή της Ελλη Παππά και τον ανιψιό της Νίκο Μπελογιάννη στο ΕΛΙΑ, έχουν βρεθεί κάποια κομμάτια από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και δύο σημειωματάρια «με ποικίλο υλικό για το μυθιστόρημα» σύμφωνα με την Ερη Σταυροπούλου, η οποία και επιμελήθηκε το αφιέρωμα του «Βορέα». Ενα μικρό κομμάτι από το μυθιστόρημα έχει χρησιμοποιηθεί στην τελευταία συλλογή διηγημάτων «Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες» και άλλο δημοσιεύθηκε ως διήγημα και πάλι, στο περιοδικό «Δέντρο».
Ενα ακόμη αφιέρωμα στη συγγραφέα των «Ματωμένων χωμάτων» (που είναι ίσως το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στην Ελλάδα) θα κάνει εντός των ημερών το περιοδικό «Αντί».
Αντί επιλόγου, αποσπάσματα από ένα κείμενο του Νίκου Κωνσταντόπουλου για εκείνην:
«Αγάπησε τον κόσμο σαν τρυφερό κορίτσι, που φοβάται κι ονειρεύεται, που συνομιλεί με τον ουρανό και διακινδυνεύει απέναντι στον θάνατο. Αφιερώθηκε στην Αριστερά και ξόφλησε με τη ψυχή της την ακεραιότητα των ιδεών της.Η Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά, ο εμφύλιος, οι διώξεις της, η παρανομία, η διαγραφή από το Κομμουνιστικό Κόμμα και η αγριότητα των μηχανισμών, στάθηκαν δοκιμασίες γονιμοποιές, άπλωσαν και βάθυναν τον πλούτο που κουβαλούσε μέσα της.
Συνομίλησε με εποχές διαφορετικές και διαφορετικές γενιές. Δεν πορεύτηκε στα σκοτεινά. Την ειρήνη αναζητούσε κι όχι τα φανατικά και διχαστικά. Δεν μοιρολογούσε ούτε αφόριζε την πραγματικότητα της ήττας και της διάψευσης. Να την αλλάξει ήθελε, έξω από δογματισμούς και στρεβλώσεις, με αισιοδοξία και καρτερικότητα.
Διαλεγόταν με το μέλλον των ανθρώπων πάνω από τα χαρακώματα των πολέμων, μακριά από τους εθνικισμούς και τους ρατσισμούς.Πορευόταν ανάμεσα στα γεγονότα και τους ανθρώπους κι έφεγγε κι όταν οι καιροί ήταν σκοτεινοί κι όταν μετά από την καταιγίδα ξαστέρωνε ο ουρανός.»

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

Οι μπάσταρδοι της Αγκυρας


Στα παλιά τουρκικά υπήρχαν δεκάδες λέξεις για τα χρώματα: τουρκικές, αραβικές, περσικές αδιάφορο. Αρκεί που με αυτές μπορούσες να περιγράψεις το γεμάτο αποχρώσεις Σύμπαν σου. Όχι, είπαν σε μια νύχτα κάποιοι δήθεν «φωτισμένοι» που ήθελαν να απακαθάρουν τη γλώσσα. Εβγαλαν όποια λέξη δεν ήταν δική τους. Τα χρώματα έμειναν μόνον οκτώ. Τα επτά της ίριδας, και ποιος ξέρει ποιο άλλο.
Η Ελίφ Σαφάκ γεννήθηκε πολλά χρόνια μετά από αυτό. Εμαθε όμως τις λέξεις- από τη μάνα της, που αν και έκανε καριέρα στο Διπλωματικό Σώμα δεν έπαψε ποτέ να μιλά τη μητρική της; Από τις γιαγιάδες και τους παπούδες της με τους οποίους έζησε πολλά χρόνια; Ποιος να ξέρει;)- και αποφάσισε να τις χρησιμοποιεί. Το χρωματολόγιο ενός ανθρώπου δεν μπορεί να εξοργίσει κάποιον άλλον, μπορεί; Ναι, όπως δείχνουν τα γεγονότα.
Δεν ήταν μόνο που η (συγγραφέας πλέον) έγραφε με λέξεις απαγορευμένες. Ηταν και που τα γραφτά της είχαν «απαγορευμένα» θέματα. Μυστικιστικά, εσωτεριστικά, με πρωταγωνιστές που δεν ήταν συνηθισμένοι: ένας ερμαφρόδιτος, ένας νάνος, μια νεραϊδόμορφη, τόσοι και τόσοι άλλοι. Ηταν και που η ίδια ένιωθε πως δεν χωρούσε στις παγιωμένες δομές της τουρκικής κοινωνίας: ούτε αριστερή, να απορρίπτει το παρελθόν, ούτε συντηρητική να πλησιάζει προς τον εθνικισμό και να φοβάται το μέλλον. Που αισθανόταν κοσμοπολίτισσα (και πώς να μην είναι, αφού έζησε αρκετά χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική και ακόμα πηγαινοέρχεται;) Που φοβόταν επειδή η χώρα της έχασε την πολιτιστική της σοβαρότητα Και που θύμωνε όταν οι γύρω της ξεχνούσαν: εκείνη ήθελε να θυμάται.
Ετσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τελευταίο της βιβλίο, τον «Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης» στο οποίο αναφέρεται και η γενοκτονία των Αρμενίων. Κανένα αυταρχικό καθεστώς δεν ανέχεται να μιλάς για κάτι που αυτό έχει απωθήσει, με βία και αίμα και διώξεις και φυλακίσεις, μάλιστα. Αν και έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από τότε, για την Τουρκία η γενοκτονία δεν έγινε. Εστειλαν την Ελίφ Σαφάκ στο δικαστήριο. Είναι δυνατόν να δικάσεις φανταστικά πρόσωπα; Δεν είναι. Δικάζεις τον δημιουργό τους. Ας θέλεις να λέγεσαι μια χώρα που συζητά με την Ευρωπαϊκή Ενωση, έχεις έλλειμμα δημοκρατίας. Θεωρείς τα ανθρώπινα δικαιώματα τιποτένια πράγματα.
Η Ελίφ θα πάει στο δικαστήριο ετοιμόγεννη. Ζήτησε αναβολή, χωρίς αποτέλεσμα. Τέλη Οκτωβρίου τη δικάζουν. Καταδικάστε τους!


Υ.Γ. Στα ελληνικά έχω εντοπίσει το μυθιστόρημά της «Απόκρυφο» από τις εκδόσεις «Εξάντας». Αν κάποιος άλλος έχει βρει περισσότερα, ας μας το πει.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Πολιτείες της ανθρωπιάς




Δεν ξέρω γιατί έχω ταυτίσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες με τα καλοκαίρια. Ισως επειδή, από τότε που τις ανακάλυψα, περίπου τριάντα χρόνια πριν, τις παίρνω μαζί μου κάθε καλοκαίρι θαυμάζοντας τη γραφή, την πλοκή, τη γλώσσα τους. Ισως, πάλι, γιατί ο Στρατής Τσίρκας, με τις θερμές περιγραφές του, σε βάζει σε ένα κλίμα καλοκαιρινό, ιδίως στη Νυχτερίδα. Ας είναι.
Κάθε καλοκαίρι, λοιπόν, βυθίζομαι πάλι και πάλι στον κόσμο που αυτός ο μέγας συγγραφέας και ουμανιστής έπλασε για να μας ομορφαίνει τη ζωή τη σκέψη και τις ώρες της σκόλης. Κι όταν θυμηθώ μια σελίδα, μια έννοια, μια περιγραφή, δεν διστάζω να διαβάσω σε όποιον τόπο και σε όποιον χρόνο τη Λέσχη, την Αριάγνη, την Νυχτερίδα, ή και τα τρία μαζί. Για μένα, είναι το μυθιστόρημα της ζωής μου (σαν ένα τα προσλαμβάνω και ας είναι τρία αυτόνομα και συνδεδεμένα όσο χρειάζεται για να είναι τριλογία και για να εξαντληθεί η ιστορία που αφηγείται ο Τσίρκας.
Τα διάβασα και φέτος, μάλιστα σχολιασμένα εξαιρετικά από τη Χρύσα Προκοπάκη, η οποία γνωρίζει όσο κανείς τον συγγραφέα, το έργο που άφησε πίσω του και τα γεγονότα της εποχής στα οποία αυτό εστιάζει. Χρόνων και χρόνων αφοσιωμένη ενασχόληση, και μαζί μια εμπνευσμένη άποψη για τη λογοτεχνία, δίνουν στα δικά της κείμενα (και στο γενικό και στα ειδικά σχόλια) μια συναρπαστική αξία.
Τα διάβασα, λοιπόν. Και προσπάθησα να δω τι δεν θα κρατούσα σήμερα. Για μια ακόμα φορά δεν βρήκα κάτι παρωχημένο, κάτι παλιό, κάτι που δεν με συγκινεί αισθητικά. Κάτι που με αποδιώχνει, που μου χαλάει την ατμόσφαιρα. Αντιθέτως: διαπιστώνω και πάλι πως έχουν μοναδικές αρετές. Και πως η κόκκινη κλωστή που τα ενώνει, ο ήρωας Μάνος Σιμωνίδης, ο έρωτας (διαψευσμένος, σχεδόν πάντοτε) και τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή με τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, είναι, πάντοτε, ολοπόρφυρη.



Μέσα στις σελίδες των Ακυβέρνητων Πολιτειών του, ο Στρατής Τσίρκας έβαλε έναν κόσμο ολόκληρο. Και τα τρία βιβλία σφύζουν από ζωή. Αν ακουμπήσεις το αυτί σου στην καρδιά τους θα την ακούσεις να πάλλεται. Αν απλώσεις το χέρι και τα πιάσεις, θα νιώσεις έναν σφυγμό δυνατό. Θα αισθανθείς ως το πιο μικρό λαχάνιασμα, την πιο μικρή ανάσα των ηρώων του. Είναι μυθιστορηματικοί ήρωες- υποδείγματα, με σάρκα και οστά, σκιρτούν, επαναστατούν, πονούν, αγωνιούν, θλίβονται μα δεν παραδίδονται.



Η Λέσχη είχε μεγάλες περιπέτειες όταν γράφτηκε. Το Ανθρωπάκι, ο ήρωας που αντιπροσωπεύει τον σταλινικό της Αριστεράς, είχε σκιαγραφηθεί με τόση δύναμη, ώστε ενόχλησε πολλούς. Προφανώς όσους αναγνώρισαν τον εαυτό τους ή τον διπλανό τους στα λόγια και στις πράξεις του, στην καταγγελία (πάντοτε όμως με λογοτεχνικούς όρους) που έκανε ο συγγραφέας. Του ζήτησαν, λοιπόν, να αποσύρει το βιβλίο. Κι εκείνος απάντησε πως βιβλία δεν καίει και πως η συνείδησή του δεν είναι καπέλο να την πάρει από ένα καρφί και να την κρεμάσει σε κάποιο άλλο. Η διαγραφή του από τους Ελληνες κομμουνιστές της Αιγύπτου και η ιδεολογική διαμάχη που λογικό ήταν να φουντώσει στη δύσκολη δεκαετία του '60, έβγαλαν από το παιχνίδι τη Λογοτεχνία, έβαλαν την Πολιτική. Ετσι, η Αριάγνη, που είναι ωριμότερη και σπαρακτικότερη από την θαυμάσια, πάντως, Λέσχη, έχασε ως προς την κριτική. Οσο για τη Νυχτερίδα, που φέρνει την κάθαρση; Κι εκείνη δεν είχε καλύτερη τύχη.



Και πάλι η Χρύσα Προκοπάκη και κάποιοι ακόμη που μπόρεσαν να κρατηθούν ψύχραιμοι και νηφάλιοι και να διακρίνουν πως το έργο ήταν αριστούργημα, το υπερασπίστηκαν λογοτεχνικά. Ακόμα όμως και όταν τα πάθη καταλάγιασαν, η τριλογία δεν είχε την ανταπόκριση που της άξιζε από την κριτική. Την είχε, πάνως, από το κοινό. Μέχρι να κάνει αυτή τη σχολιασμένη έκδοση, ο «Κέδρος» έχει μετρήσει τριάντα έξι εκδόσεις της.


Ο χρόνος έφυγε, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες μένουν. Ο αιώνας που γύρισε, μάς επιτρέπει μια πρώτη αποτίμηση. Μακριά από εδώ τα καλλιστεία βιβλίων, συγγραφέων, ανθρώπων. Κι όμως. Πιστεύω ακράδαντα πως ο θεωρητικός της λογοτεχνίας στο μέλλον αυτές θα υποδεικνύει ως το κορυφαίο βιβλίο του εικοστού αιώνα. Ετσι κι αλλιώς, αυτός που μαραίνει τον έρωτα και καρπίζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή, και ταξιθέτης του σύμπαντος χωροθετεί τον καθένα στη θέση που του αξίζει, ο Δίκαιος Χρόνος, όπως έλεγε και ο Τάσος Λειβαδίτης, έχει ήδη μιλήσει δείχνοντας, ως πρόκριμα, την εύνοιά του και την εύνοια του κοινού για ένα έργο μεστό, στέρεο, μοντέρνο, για μια πολιτεία πιο πολύβουη και πιο μυστηριακή κι από την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια μαζί.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 03, 2006

Η μητέρα όλων των blog!

Δεν ήταν επαναστάτες, δεν ήταν συνομώτες, δεν ήταν παράνομοι. Δεν ήταν διάσημοι. Κι όμως, κυκλοφορούσαν απαραιτήτως με ψευδώνυμο. Ορος απαράβατος και αναγκαίος για να γίνεις δεκτός στη μεγάλη παρέα με τα δυναμικά και ανήσυχα μέλη: το Ιδανικό Οραμα, ο Νηρέας, ο Πρόμαχος της Ελευθερίας, το Γαλάζιο Αγριολούλουδο, η Ατρόμητη Αμαζόνα. Πολλοί, δεν αρκούνταν σε ένα μονάχα. Πολλοί, καυγάδιζαν στις γειτονιές και πετούσαν ο ένας στον άλλον το μυστικό του όνομα. Και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος επαινούσε και επέπληττε, επικροτούσε και εκδήλωνε τη σφοδρή του αντίθεση, διαπαιδαγωγούσε.

Αναφέρομαι, βεβαίως, στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, το οποίο μπορεί να μην ιδρύθηκε από εκείνον, μεγαλύνθηκε όμως. Ο Ξενόπουλος είχε γνήσια παιδαγωγική φλέβα, όπως και γνήσια φλέβα ανακάλυψης ταλέντων. Πολυτάλαντος και πολυτεχνίτης, ήταν ο αρχισυντάκτης, η «Κυρία Διάπλασις» που τρυφερά νουθετούσε τα Διαπλασόπουλα, ο μεταφραστής, εκείνος που έκανε τη «σελίδωση» αυτός που επέλεγε τα κείμενα των νεοσών της λογοτεχνίας για να δημοσιευθούν ή για να οδεύσουν προς τον κάλαθο των αχρήστων.

Ποιοί ήταν οι νεαροί που έκαναν τα παρθενικά λογοτεχνικά τους βήματα από τη Διάπλαση; Ο ίδιος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, πρώτα απ’ όλα. Αν δεν απατώμαι, και ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γεώργιος Βιζυηνός και ο Τέλλος Αγρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, τόσες και τόσες ακόμα δόξες των Γραμμάτων μας. Ο πρώτος θάνατος του περιοδικού, που ξεκίνησε το 1879 από τον 17χρονο τότε Νικόλαο Παπαδόπουλο, ήταν τον Δεκέμβρη του 44, με τα Δεκεμβριανά, οπότε και ανατινάχτηκε το κτήριό του, χάθηκε το πολύτιμο αρχείο του, χάθηκαν τα πάντα.

Ο δεύτερος και τελευταίος θάνατός του ήταν μέσα στη χούντα, το 1968 ή το πολύ αρχές του 1969 (δεν θυμάμαι πια) όταν τα τοτινά Διαπλασόπουλα μάθαμε πως η έκδοσή του αναστέλλεται «προσωρινά» όπως γράφηκε. Η Διάπλαση, που έβγαινε πλέον από την οικογένεια Παράσχου, και ήδη αποτελούσε χλωμή εικόνα του πρωτοτύπου της, δεν άντεξε σε αυτή την αντιπνευματική εποχή- ήδη προετοιμάζονταν οι «Μανίνες» και οι «Σούπερ Κατερίνες» που τα επόμενα χρόνια κυριάρχησαν.

Πώς μου ήρθε τώρα να θυμηθώ το περιοδικό; Οσο και αν φαίνεται απίστευτο, μου το φέρνουν διαρκώς στη μνήμη τα ίδια τα ιστολόγια Βλέπετε, στις τελευταίες σελίδες της, η Διάπλαση φιλοξενούσε αλληλογραφία των παιδιών μεταξύ τους σε μικρά- μικρά κείμενα υπό τον γενικό τίτλο «Μικραί Αγγελίαι». Ηταν μία δύο ή και τρεις σελίδες (αναλόγως με την προσφορά) στις οποίες οι νεαροί και οι νεαρές έλεγαν την άποψή τους, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον, ξιφουλκούσαν μεταξύ τους ή, απλώς, αντάλλασαν πειράγματα. Τα μικρά αυτά διαμαντάκια δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν εκτός τόπου και χρόνου- όπως, ασφαλώς, συμβαίνει και με τα κείμενα των ιστολογίων. Ομως, για την εποχή τους ήταν ανεκτίμητα, καθώς έδιναν λόγο σε κάποιους που δεν τον είχαν. Οπως ακριβώς και τώρα. Τότε επειδή ήταν παιδιά, τώρα επειδή δεν θέλουν να μεγαλώσουν και να ενταχθούν αβασάνιστα στον παρόντα κόσμο.

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Πέντε η ώρα που βραδιάζει



«Και με ψάχνανε στα καφενεία, στα μαγαζιά, στις υπόγειες στοές
παντού με ψάχναν.
Δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ;
Οχι, ποτέ δε με βρήκαν.»


Δεν τον βρήκαν ποτέ. Εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το ποίημά του παραμένει προφητικό. Στόχος όσων τον στέρησαν από την Τέχνη, από τους αφιοσιωμένους θαυμαστές του, από τους ανθρώπους που τον λάτρευαν, ήταν να τον εξαφανίσουν, ακόμα και νεκρό, πιστεύοντας πως θα καταπνιγόταν η απήχηση του έργου του. Δεν σκέφτηκαν πως η φλόγα δεν μπορεί να σβήσει με τα φυσήματα άδειων στομάτων, πως θεριεύει με τον ζέφυρο της αγάπης, γίνεται απειλητική για εκείνους που τόλμησαν να διαρπάξουν Υβρι.
Ακριβώς εβδομήντα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 18 ή 19 Αυγούστου και όχι μόνο ο τάφος του δεν έχει βρεθεί, μα ούτε και η ημερομηνία ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Αλλά, τι νόημα έχει η βεβαιότητα περί του αν τον σκότωσαν τότε ή τότε και ο εντοπισμός του Σήματός του; Για να στήνονται εξέδρες στο Φουεντεβακέρος (το χωριό όπου γεννήθηκε) ή στο Βίθναρ (τη ρεματιά όπου φημολογείται ότι εκτελέστηκε) και να εκφωνούνται λόγοι «επίσημοι» απίστευτης ανίας οι οποίοι καμιά σχέση δεν θα έχουν με τον άνεμο που ονομαζόταν Φεδερίκο; Αρκεί που τα δάκρυα της Αϊναδαμάρ, της πηγής που οι Αραβες ονόμαζαν «Πηγή των Δακρύων» θα βρέχουν αιώνια τη γη της ταφής του. Ακόμα και η Πλάση προνόησε για να θρηνήσει διακριτικά και σταθερά αυτή τη μεγάλη απώλεια.
Οι λόγοι είναι ανάρμοστοι, λοιπόν. Ας αφήσουμε τον Λόγο του ποιητή. Για τον Λόρκα «Εν αρχή ην ο Λόγος», όπως και για τον Θεό. Ενας Λόγος βαρυσήμαντος όσο και ανάλαφρος σαν πέταγμα πουλιού, σαν διάφανο πέπλο νεράιδας ή σαν τον καημό, το «ντουέντε», εκείνο το «άγιο πνεύμα» το σκοτεινό και ολότρεμο, το ντουέντε που δεν είναι παρά: «ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας, αγγέλλοντας το αιώνιο βάφτισμα των νιόκοπων πραγμάτων».

Απαρηγόρητος παρηγορητής του Κόσμου, όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν ερωτευμένος με τη ζωή. Φοβόταν τον θάνατο, αν και έλεγε πως είναι «νέος και όμορφος». Σαν τον ίδιο, τη στιγμή του θανάτου του:
«Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφυγμένα χείλη
και τότε πια καμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ΄άναψε καντήλι.»

Γιατί, λοιπόν, έπρεπε να πεθάνει; Γιατί ήταν δημοκρατικός και ομοφυλόφυλος σε καιρούς που η Ισπανία δεν τα άντεχε. Πάνω απ' όλα, γιατί ήταν ποιητής. Ο φαλαγγίτης που με μπαμπεσιά τον συνέλαβε στο σπίτι φίλων του χωρίς να έχει ένταλμα, ήταν αποκαλυπτικός: «Με το έργο του έκανε περισσότερο κακό απ' ό,τι άλλοι με τα όπλα».


Ηταν πολλοί ανακατεμμένοι σε αυτή την υπόθεση- όλοι από τη
φασιστική παράταξη. Τα ονόματά τους γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν

ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν. Σήμερα, «κανείς δεν τους θυμάται, δικαιοσύνη», όπως θα έλεγε κι ο Γιώργος Σεφέρης.

Αντίθετα, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ισπανίας κατά τον 20ό αιώνα, είναι ένα όνομα αγαπητό. Τα ποιήματά του, τα έργα του, μιλούν πάντα στην καρδιά του αναγνώστη και του θεατή, τον θέλγουν με την ομορφιά και με την ευαισθησία τους, συγκινούν, μαγεύουν. Ο Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας και ο Ματωμένος Γάμος. Το Ρομανθέρο Χιτάνο και το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα. Το Κοινό, η Γέρμα και η Δόνια Ρόζίτα. Και το μεγάλο, το στερνό του έργο, γραμμένο σαν αρχαία τραγωδία: ο θάνατός του. Που στέρησε τον Φεδερίκο από την Ποίηση και την Ποίηση από το Φεδερίκο, δεν κατάφερε όμως να ματαιώσει τη Δόξα του.
«Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο», όπως θα έλεγε κι ο Οδυσσέας Ελύτης.