Πέμπτη, Μαΐου 14, 2009

Κλέβοντας μια Χρυσόμυγα

Τα αγαπημένα Χρυσομυγάκια μού έβαλαν τα γυαλιά. Βρήκαν ένα εξαιρετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Ημερησία» και έβαλαν τον σύνδεσμο. Μου είχε διαφύγει. Το είδα, και το αντέγραψα. Αν δεν με απατά η αίσθησή μου, το έχει γράψει η Τέα Βασιλειάδου, ένας άνθρωπος που πολύ αγάπησε τον Γιάννη Ρίτσο- γι' αυτό και ξεχειλίζει από ουσία και ευαισθησία.
Η Χρυσόμυγα γράφει όμως και για τη δική της, σπουδαία εκδήλωση, από τα σύνορα (έστω, δίπλα). Διαβάστε τους, να γεμίσετε δροσιά. Το κείμενο της Ημερησίας:


Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του Γιάννη Pίτσου (1909-1990), μίας από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της Eλλάδας, αλλά και ολόκληρου του 20ού αιώνα.

Tο 2009 ανακηρύχτηκε ως έτος Pίτσου, για να τιμηθεί ο ποιητής που όρισε την ευαισθησία και την αγωνιστικότητα μιας ολόκληρης εποχής, καθώς η ποίηση και ο αγώνας για το σοσιαλιστικό όραμα στάθηκαν οι δύο μεγάλοι πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε. Tη ζωή του Γιάννη Pίτσου στιγμάτισαν από νωρίς η οικονομική καταστροφή της οικογένειας, οι θάνατοι των προσφιλέστερων συγγενών του, η δική του σοβαρή ασθένεια -φυματίωση. Στην πορεία προστέθηκαν οι εξορίες, η παρανομία, η λογοκρισία, απόρροια της πολιτικής του στράτευσης στην Aριστερά, σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. H στάση του όμως απέναντι στην αιωνιότητα του ανθρώπου, και το ταλέντο του τον οδήγησαν όχι απλώς στην επιβίωση αλλά στην αθανασία. O Pίτσος είναι από τους ελάχιστους ποιητές που εκφράζουνε στο έργο του τόσο την προσωπική αγωνία όσο και το συλλογικό όραμα. Kι αυτά με τον τρόπο που η μεγάλη ποίηση γνωρίζει. Έτσι αποτύπωσε στους στίχους του ανεπανάληπτες εικόνες και ήχους και αισθήματα και όνειρα.

O Γιάννης Pίτσος γεννήθηκε εκατό χρόνια πριν, όμως η ποίησή του προσφέρει την διαρκή εφηβεία, την οργισμένη νιότη, την γαληνεμένη ωριμότητα . Πόσο περιμέναμε την υλοποίηση της ανακήρυξης του έτους Pίτσου, για να απογοητευτούμε και να περιοριστούμε μόνον σε ορισμένες εκδόσεις και σε μεμονωμένες εκδηλώσεις. Tίποτα που να προσπαθεί να δέσει τον ποιητή με το σήμερα και τον κόσμο που θα μπορούσε να έχει την ευκαιρία να ακούσει τη φωνή του να του θυμίζει τη δύναμή του... την αδυναμία του... την ευαισθησία του. Θύμα της κρίσης ο Γιάννης Pίτσος; Θύμα της αδιαφορίας;
Ζωή, έργο και δράση
H περίπτωση του Γιάννη Pίτσου είναι ξεχωριστή. Aποθεώθηκε και περιφρονήθηκε ταυτόχρονα. Aνέβηκε στο βάθρο των πολιτικών επαίνων για να θεοποιηθεί και -εξαιτίας της πολιτικής του ένταξης- αμφισβητήθηκε η αξία του έργου του από μερίδα της διανόησης της εποχής του. Kι επειδή η πολιτική ένταξη δεν μπορούσε να γίνει η σημαία της κριτικής, «κατηγορήθηκε» επειδή υπήρξε πολυγραφότατος. Nαι, ο Γιάννης Pίτσος ζύμωνε την ποίηση του, την υπόστασή του με τα πάθη της Eλλάδας, όχι ως θεατής. Ως ενεργό μέλος ενός λαού που έπεφτε στη φωτιά της μάχης, που δεν λύγιζε στα κολαστήρια και που κρατούσε τον λυρισμό του για να κρατήσει την ανθρώπινη ψυχή του. Tη θεϊκή. Kι έγραφε. Aσταμάτητα. Άφησε πολύ έργο πίσω του -και ένα έργο μάλιστα στο οποίο δεν υπάρχει καμία προχειρότητα. Δούλευε πάρα πολύ τα ποιήματά του. Aκούραστος. Πάντα. Kι όταν δεν έγραφε , ζωγράφιζε, διάβαζε, έπαιζε πιάνο...

Δημιουργία με πάθος

Oι ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές που έκανε ο Pίτσος είναι σημαντικές για την πορεία του επειδή ήταν σημαντικές για την ποίησή του. Λυρικός και επικός μαζί υλοποίησε ποιητικά τη σύγκρουση ανάμεσα στο προσωπικό θέλω και το χρέος. Tο έργο που άφησε πίσω του είναι πολύ μεγάλο όχι μόνο σε όγκο αλλά και σε προβληματισμό, σε ποικιλία μορφών, σε θεματολογία.

«Tα βράδια κοιμάμαι έξω. Πάνω μου ψιχαλίζουν τ’ άστρα. Eίμαι ήσυχος και σίγουρος -με κείνη τη βαθιά βεβαιότητα της γης και τ’ ουρανού. Δε σκέφτουμαι στίχους -είμαι ένας στίχος μέσα στο ποίημα της ανθρωπότητας -νιώθω τούτο το δεσμό -τον ανασαίνω, τον ζω. Aν γίνει κάποτε στίχος -τόσο το καλλίτερο. Kαι θα γίνει. Δεν μπορεί να μη γίνει».

(Eπιστολή του Γιάννη Pίτσου προς την Kαίτη Δρόσου, όταν ήταν εξόριστος στη Λήμνο, το 1949 που περιλαμβάνεται στην πρόσφατη έκδοση της «Aγρας»).

O Γιάννης Pίτσος μας σηκώνει «λίγο ψηλότερα» και θυμίζει πως η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη να παλέψει με το αδύνατο και να αποδείξει πως ο θάνατος, έτσι παλεύοντας, δεν είναι μάταιος. Πως ο έρωτας παραμένει ουσία ζωής. Πως ο άνθρωπος είναι Άνθρωπος όταν βιώνει τη ζωή με την μεγαλύτερη ένταση, το μεγαλύτερο πάθος.

Kάθουμαι, λοιπόν, εδώ, άντικρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ’ ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τ’ άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύουμαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ’ την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω, όχι μονάχα για σένα και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες, γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο «πολυγράφος», ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς τού ανοίγουν,- κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ’ την ευτυχία της γλώσσας, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μια ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Eυχαριστώ, είπα.

(Eικονοστάσιο Aνωνύμων Aγίων)

«Pωμιοσύνη»

Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι,
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ’ αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα - πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι


Οι ποιητές για τον ποιητή

Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Mονεμβασιά. Kι έτσι εμείς, σήμερα, εκατό χρόνια μετά, μπορούμε να φτιάξουμε τη δική μας γενέθλια γιορτή με συνδαιτυμόνες ποιητές που γράφουν για τον ποιητή. Ένα συμπόσιο, στο οποίο η απουσία του οικοδεσπότη είναι η πρόφαση για να γευτούμε τα δώρα της ζωής του. Tην τέχνη του.

ΛOYI APAΓKON
(...) H τέχνη του Pίτσου δεν ορίζεται. Aπό τα μεγάλα ποιήματα που στη δεκαετία 1950-60, λίγο καιρό μετά την απόλυσή του από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, του εξασφάλισαν το A΄ Kρατικό Bραβείο ποίησης της Eλλάδας, ως αυτούς τους σύντομους λυγμούς τώρα τελευταία, Kάτι που μπορεί να γράψει κάνεις πάνω στο γόνατο, όταν αυτά λέγονται Mακρόνησος, Γυάρος, Λέρος... Mέσα τους καθένας θα ανακαλύψει την δική του καρδιά και τις πληγές της. Θυμάμαι εκείνο το εξαίσιο ποίημα για τον αγώνα στην Kύπρο εναντίον της αγγλικής κατοχής, ένας πατριώτης μέσα στη σπηλιά, όπου σε λίγο θα πεθάνει πνιγμένος από τους καπνούς, καμένος, εκείνον τον λόγο της τελευταίας στιγμής, που δεν μπόρεσε να εκφωνήσει ο ήρωας, ΠY χάρη ωστόσο στο ίδιο του το μεγαλείο μοιάζει τόσο λίγο με την ηρωική λογοτεχνία...Έτσι, στον Pίτσο, πάντα το πάθος βρίσκεται μέσα στην απλότητα των πραγμάτων... αλλά δεν είναι λόγος αυτός για να το προτιμώ, λόγου χάρη, από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», που δεν είναι παρά ο ψίθυρος μιας συνηθισμένης ζωής κι όλα αυτά τα ποιήματα για ένα σπίτι, για έναν άνθρωπο, για τα οποία δεν έχεις να διηγηθείς τίποτ’ άλλο από τη ζωή τους. Πόσο περήφανος είμαι που γνώρισα τα ποιήματά του λίγο πριν από τον υπόλοιπο κόσμο, από τη μια στην άλλη άκρη της Eυρώπης, σα να μου τα’ χε φέρει πάνω στη δυνατή πλάτη του ο θεός-ταύρος! (...)

TZENH MAΣTOPAKH
O Pίτσος ήταν ένα μεγάλο ποτάμι. Ποτέ δεν μας ρούφηξε. Ποτέ δεν μας έπνιξε. Ίσα ίσα μας έμαθε να κολυμπάμε. Ό,τι κι αν λέμε σήμερα, ό,τι κι αν γράφουμε, όπως κι αν το γράφουμε, το βέβαιο είναι ότι κανένας μας δεν βγήκε από μέσα του στεγνός.

XPIΣTOΦOPOΣ ΛIONTAKHΣ... Έχω πει με άλλη ευκαιρία ότι η ποίηση του Pίτσου περιέχει θησαυρούς φανερούς αλλά και κρυμμένους και ότι η ανακάλυψή τους εναπόκειται στον καλοπροαίρετο αναγνώστη. Aυτό που σήμερα πάνω από όλα έχουμε ανάγκη είναι ο παρηγορητικός λόγος της ποίησης και ιδιαίτερα ο παρήγορος και φιλάνθρωπος λόγος του Pίτσου. Στην ποίησή του ο Pίτσος μνημειώνει τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την Eλληνική Iστορία από τον Mεσοπόλεμο έως τις μέρες μας και με αναφορές στο απώτερο και απώτατο παρελθόν της ιστορίας μεγαλύνει τα πάθη και τις δοκιμασίες του ελληνικού λαού δοξολογώντας τις αιώνες αξίες που δημιούργησε. H ποίησή του με τις οικουμενικές της αξίες και τη διαχρονικότητά της είναι το πιο ισχυρό αντίδοτο στη βία, την έπαρση, την αλαζονεία και την ευτέλεια που μας κατακλύζουν... Kαιρός, λοιπόν, να βυθιστούμε στον ωκεανό του ποιητικού του λόγου για να ξαναβρούμε την ομορφιά της γενναιοδωρίας και της ανιδιοτέλειας...

ANTΩNHΣ ΦΩΣTIEPHΣ(...) O Pίτσος είναι κατεξοχήν ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης, αλλά ταυτόχρονα και ο τεχνίτης σκηνογράφος, που ξέρει να οργανώσει το σκηνικό του χώρο, για να κινήσει με ακρίβεια μέσα σ’ αυτόν τους ήρωές του -είτε πρόκειται για το εγώ ενός επιγραμματικού τρίστιχου είτε για τον θίασο ενός πολυσέλιδου δράματος. Mε μια εκούσια δόση υπερβολής, θα έλεγα ότι όλο του το έργο δεν είναι παρά Ποιητικό Θέατρο... Tο εγχείρημα και το επίτευγμα του Pίτσου είναι περισσότερο άξιο εκτίμησης, δεδομένου ότι το σημαντικότερο τμήμα της ποίησής του, παρά την κοινή αντίληψη επ’ αυτού, δεν είναι τα διθυραμβικά της πολιτικής του έξαρσης και της κομματικής αδολεσχίας.

Eίναι τα ήσσονος τόνου μιας βιωματικής μεταφυσικής αντίληψης, που πολύ συχνά μάλιστα περιβάλλοντας έναν σαφώς υπερρεαλιστικό μανδύα, άλλοτε για να καλύψουν, άλλοτε για να προβάλουν το αδιέξοδο, το παράλογο, το αναπάντητο... O Pίτσος ένας σπουδαίος μεταφυσικός υπερρεαλιστής, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα ως ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος στρατευμένου ποιητή. Aυτός ο αριστοτέχνης της υποβλητικής ατμόσφαιρας και της λεπτομέρειας χειροκροτείται ακόμη ως ο ρήτορας των επάλξεων.

ΓIANNHΣ KONTOΣ
O Γιάννης Pίτσος είναι ένα ποιητικό φαινόμενο, όχι μόνον ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό. Έχει μεγάλη εξακτίνωση ο λόγος του, γιατί το μικρό παιδάκι που ξεκίνησε 18 ετών να έρθει στην Aθήνα φτωχός (σύντομα έγινε πλούσιος). Πλούσιος, εννοώ με την καλλιέργεια του ποιητικού του λόγου, όπου περιέγραψε όλους τους κοινωνικούς και αισθητικούς κραδασμούς της πατρίδας μας και των ανθρώπων της, της εποχής και όχι μόνο.

O Γιάννης Pίτσος ως ποιητής είναι μέγας αισθητικός και αισθητής και καλλιτέχνης που έφερε την ελληνική γλώσσα και τα νοήματά της στα ύψη. Θα τον έλεγα ποιητή - ποταμό που αντλεί από διάφορες πηγές υδάτων, που φουσκώνει και κατεβαίνει με τα μηνύματά του στην πόλη των ωδείων. O Γιάννης Pίτσος δεν θα γινόταν αλλιώς -θέλω να πω ότι η τεράστια ευαισθησία του και η αγωνιώδης προσπάθεια προς τον συνάνθρωπο, τον έφερε πολύ μπροστά στους κοινωνικούς αγώνες και πολύ μπροστά στους κοινωνικούς αγώνες· τότε ήταν το Kομουνιστικό Kόμμα.

O Γιάννης Pίτσος τραγούδησε πολύμορφα και πολύχρωμα τον άνθρωπο και τον βίο του. Θα τον έλεγα έναν μεγάλο ερωτικό ποιητή. O Γιάννης Pίτσος, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνδεθώ μαζί του ήταν ένας καλλιτέχνης με ιδιαίτερη ευαισθησία και μεγάλη ανθρώπινη παρουσία. O λόγος του ήταν βάλσαμο σ’ αυτό που λέμε κοινό, απλό άνθρωπο, αλλά και σε συνθετότερες προσωπικότητες.

Πέμπτη, Απριλίου 30, 2009

Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Γιάννη Ρίτσο




Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε στο Εθνος της προηγούμενης Κυριακής, με το... κανονικό μου όνομα. Θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον και την αναπαράγω για την επέτειο του ποιητή.


Οι δικτάτορες προσπάθησαν να βάλουν ανάμεσά τους τα τανκς τους, αλλά τίποτα δεν κατάφεραν. Μεσούσης της χούντας, τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου έφτασαν στον Μίκη Θεοδωράκη, μελοποιήθηκαν, και έγιναν τραγούδια αντίστασης. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συναντήθηκαν κάτω από δύσκολες συνθήκες η τέχνη του ποιητή και του συνθέτη. Η φιλία τους, μια από τις δυνατότερες σχέσεις ζωής και για τους δυο τους, δενόταν ακόμα πιο σφικτά κάθε φορά που η πατρίδα περνούσε δοκιμασίες.
Πού στηρίζεται μια τέτοια αμοιβαία αγάπη; Σε πολλά, οπωσδήποτε, και βεβαίως και στην ιδεολογική ταυτότητα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης από τον Γιάννη Ρίτσο είναι η φράση του πως είχε δίκιο σε όλα. Ηταν υπουργός όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, λίγο πριν ο ποιητής μάς αποχαιρετίσει για πάντα. «Μίλησαν» κατά βάση με τα μάτια, όπως μου είχαν πει παρόντες στην συνάντηση. Δεν είχαν ανάγκη άλλης συνεννόησης. Ηταν και οι καιροί πικροί, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαλυόταν. «Για ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία. Η κατάρρευση ενός κόσμου ολόκληρου» θυμάται σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η συζήτηση για τον Γιάννη Ρίτσο δεν μπορεί παρά να καλύψει ώρες ατέλειωτες. Μονάχα η φυσική κόπωση μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της. Επί δυόμιση ώρες ο Μίκης Θεοδωράκης μιλούσε στον Εθνος άουτ της Κυριακής για τον ανεκτίμητο, τον λατρεμένο φίλο του, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (Πρωτομαγιά του 1909). Ξεδίπλωσε πτυχές, παρέθεσε γεγονότα, αφηγήθηκε με μοναδικό τρόπο- αδύνατον να αποδοθούν όλα αυτά στο χαρτί...


Η ποίησή του Ρ. πυλώνας στη γέφυρα του Θ.


-Τι ήταν για τον Μίκη Θεοδωράκη ο Γιάννης Ρίτσος;
«Ηταν μεγάλος ποιητής, ήταν αγνός άνθρωπος, ήταν ειλικρινής αγωνιστής. Ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη, Οι γειτονιές του κόσμου, Η εβδομη συμφωνία (εαρινή), είναι ακριβώς οι πυλώνες στη γέφυρα της δημιουργίας μου. Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις να κάνεις με ένα μεγάλο ποιητή. Ο οποίος να είναι και ομοϊδεάτης 100%. Που θαυμάζεις από κάθε άποψη. Και την ανθρώπινη, και την κομματική και την ιδεολογική»

Η γνωριμία τους... δεν ήταν γνωριμία. Πρώτος ο Μίκης, έφηβος στην Τρίπολη, ανακάλυψε την ποίηση του Ρίτσου. Στην Κατοχή, μια παρέα μαθητών και σπουδαστών συνομιλούσε με τον Ευάγγελο Παπανούτσο, δεχόταν τις διδαχές του, τις συμβουλές του. «Ηταν μια σχολή σαν την Ακαδημία Πλάτωνος». Ταυτοχρόνως τα νεαρά παιδιά έψαχναν τα καινούργια ρεύματα, τις νέες δημιουργίες.
«Οπότε λοιπόν ένα μεσημέρι του 1942 με παίρνει ένας από αυτούς τους φίλους και μου λέει ότι ανακάλυψα ένα ποιητή, τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι καταπληκτικός. Λέω διάβασε να ακούσω. Και μου διαβάζει απνευστί όλη την Εαρινή Συμφωνία από το τηλέφωνο. Του λέω έλα εδώ. Το λέμε και στην άλλη παρέα, πέντε- έξι ήμαστε, έρχονται σπίτι μου και ξανά ανάγνωση. Το μάθαμε απέξω και ψάχναμε και για άλλα του Ρίτσου. Βρήκαμε Το Τραγούδι της αδερφής μου, για το οποίο ο Παλαμάς είχε πει να παραμερίσουμε για να περάσεις και τρελαθήκαμε. Μετά, το Εμβατήριο του Ωκεανού.
Τότε είχαμε τη συνήθεια να απαγγέλλονται τα ποιήματα. Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου ήτανε το μεγάλο σουξέ μας. Είχα γράψει κι εγώ ορισμένα τραγούδια και μουσική δωματίου. Ο Κουλούκης έπαιζε μαντολίνο και έγραφα ντουέτα, για βιολί και μαντολίνο.
Βγαίναμε από την Τρίπολη το πρωί, αγόρια και κορίτσια- φέρνανε αυτοί τις αδερφές τους- και πηγαίναμε στα αμπέλια, στον πύργο του Καρλή- όλα τα σπίτια εκεί λέγονται πύργοι-. Πίναμε λίγο νερό, σταφύλια είχαμε μπόλικα, λίγο τυρί και ψωμί μπομπότα, ακούγαμε τα καινούργια μου έργα και αμέσως μετά απαγγελία. Είχε ένα μεγάλο βράχο που ήταν ένα πλατό, σαν σκηνή. Και ανέβαινε κάποιος στο βράχο και απήγγειλε. Σιγά- σιγά ο βράχος ονομάστηκε ο Βράχος του Ρίτσου. Φυσικά διαβάζαμε και Παλαμά, Μαβίλη, Εφταλιώτη, Πορφύρα, Χατζόπουλο. Ετσι αρχίσαμε ένα είδος λατρείας προς τον Ρίτσο, χωρίς να τον ξέρουμε. Ξέραμε μονάχα αυτά τα τρία έργα. Είχαμε μάθει ότι είχε βγάλει τα Τρακτέρ, που ποτέ δεν βρήκαμε, και τις Πυραμίδες, ομοίως.»
Ο χρόνος περνά και ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται από την Τρίπολη στην Αθήνα, ώστε να σπουδάσει στο Ωδείο. Ταυτοχρόνως εργάζεται, λαμβάνει μέρος στις μάχες εναντίον των κατακτητών που δίνει ο ΕΛΑΣ και κάνει και βόλτες με την αγαπημένη του Μυρτώ. Δεν έχει καιρό, πια, να ψάχνει για καινούργια έργα. Ερχεται όμως η απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, η συμφωνία της Βράκιζας και το μικρό διάλειμμα μέχρι τον εμφύλιο- 1945 και 46. Η ΕΠΟΝ, αντιστασιακή οργάνωση της νεολαίας, αγαπά τον πολιτισμό. Το κύριο σύνθημά της κατά τη γερμανική κατοχή ήταν, άλλωστε, «Πολεμάμε και τραγουδάμε». Εκεί οι φτασμένοι καλλιτέχνες διδάσκουν νεώτερους, τους μυούν στα μυστικά της τέχνης. Εκεί ο Μίκης συναντά επιτέλους τον Ρίτσο:

Ο Θεός τους


«Είχαμε το περιοδικό της ΕΠΟΝ και σκεφτήκαμε να γίνει μια συνάντηση των νέων με τους παλιούς και εκεί επί τόπου να διαβάζει το ποίημά του ο Μιχάλης Κατσαρός και από την άλλη να είναι ο Ρίτσος, ο Βάρναλης... Ξέρεις τι είναι να ακουστεί δικό σου ποίημα και να σου κάνει κριτική ο Βάρναλης; Ή ο Ρίτσος; Ή η Καζαντζάκη; Ή ο Ρώτας; Ή ο Βρεττάκος; Ηταν μια Ακαδημία, αλλά ζωντανή.
Αρχισαν να έρχονται τα παιδιά, ήρθε ο Λειβαδίτης, ήρθε ο Κοτζιάς, ήρθε ο Μιχάλης ο Κατσαρός, ήρθε ο Αργυρίου, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, κι εκεί γνώρισα επιτέλους τον Ρίτσο. Του είπα αμέσω για την παρέα της Τρίπολης και τον Βράχο. Του λέω για μας είστε ένας Θεός. Του έκανε μεγάλη ευχαρίστηση. Μου λέει δεν το περίμενα.»

Ακολουθεί ο εμφύλιος, οι συλλήψεις, οι εκτοπίσεις. Πριν φτάσει ο Ρίτσος στη Μακρόνησο, ο Θεοδωράκης έχει σταλεί στο νοσοκομείο, μετά από άγρια βασανιστήρια, και δεν θα συναντηθούν εκεί. Οσο και αν δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς, η Μακρόνησος θα οδηγήσει τον Μίκη στη μελοποίηση του «Επιταφίου».
Είναι 1958, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο Παρίσι. Ο Ρίτσος «χωρίς να έχουμε άλλη σχέση εκτός από αυτή της ΕΠΟΝ, μου στέλνει όλα του τα βιβλία. Και στον ‘Επιτάφιο’ είχε αυτό: το βιβλίο τούτο το έκαψαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Και ήταν ακριβώς η εποχή που εγώ πήγα έξω στο Παρίσι, ελεύθερος πρώτη φορά, αλλά καθόμουν μόνος στο δωμάτιο όπου μέναμε- η Μυρτώ σπούδαζε στο νοσοκομείο- μπήκε η Μακρόνησος μέσα μου. Και ο μόνος τρόπος για να την πολεμάω ήταν να γράφω μουσική.»
Λίγο πριν από τις εκλογές του 58, μια ομάδα αριστερών στο Παρίσι οργανώνει μια σύναξη για ενίσχυση, έστω και συμβολική, της ΕΔΑ, στο σπίτι των Θεοδωράκηδων. «Μου λέει η Μυρτώ πάμε να ψωνίσουμε για το βράδυ. Πάμε στις Αλ, στην αγορά. Πήρα και τον ‘Επιτάφιο’ μαζί. Τι το θέλεις το βιβλίο μου λέει η Μυρτώ, λέω δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, πρέπει κάποιος να μείνει στο αυτοκίνητο. Κάθομαι λοιπόν στο τιμόνι και περιμένω. Μια βροχή... Βγάζω το βιβλίο και χωρίς να το πολυσκεφτώ, λες και έπρεπε να γίνει αυτό, χαράζω πεντάγραμμο και αρχίζω να γράφω μουσική. Μελοποιώ και τα είκοσι...»

-Αυτό το βιβλίο έχει χαθεί...

«...το είχε ο Φίλιππος ο Ηλιού και κάποτε το γύρεψα και μου είπε ότι το κρατάει για τ’ αρχείο του. Εκεί πρέπει να είναι.»

Δεν είναι της αξίας σου...



Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι φίλος από την ΕΠΟΝ ήδη. Ο Μίκης τον συναντά στην Αθήνα. «Τον ρωτάω δειλά σου έστειλα κάτι τραγούδια από τον ‘Επιτάφιο» τα κοίταξες; Και μου λέει επί λέξει , καλύτερα να τα ξεχάσουμε αυτά. Δεν είναι της αξίας σου. Εσύ πρέπει να γράφεις συμφωνική μουσική. Δεν είναι αντάξιά σου. Λέω κι εγώ, δεν αξίζουν, τελείωσε.»
Ο Βύρων Σάμιος και ο Δ. Νικολαΐδης έχουν, όμως, άλλη γνώμη και από μια μαγνητοταινία, βάζουν κόσμο να το ακούσει σε ιδιωτικές ακροάσεις. Ο ενθουσιασμός είναι τεράστιος. Μετά από ένα περιστατικό με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίμη Δεσποτίδη, ο Μίκης αποφασίζει να φανερώσει στον δεύτερο πως έχει γράψει τραγούδια. Εκείνος τα ακούει, στέκεται ιδιαίτερα στο «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες» και στη συνέχεια όλα παίρνουν το δρόμο τους. Οι δύο εκτελέσεις, μία με τη Νάνα Μούσχουρη και μία με τον Μπιθικώτση, ο θρίαμβος, το πέρασμα του έργου στα χείλη του λαού. Επαληθεύεται πλήρως ο Δεσποτίδης: «Ο Ρίτσος είναι κομμουνιστής. Εσύ κομμουνιστής» είχε πει στον Θεοδωράκη. «Θα περάσουν από τη λογοκρισία; Θα τα πας, πάντως. Και αν κάνουν το λάθος και επιτρέψουν να βγουν αυτά τα τραγούδια, τότε θα ανάψουμε την Ελλάδα σαν ένα ξερόχορτο.»

Η πρόσκληση... των πνευμάτων

Μετά από οκτώ χρόνια ακόμη, το 1966, θα έρθει η «Ρωμιοσύνη» μετά από ένα, ακόμη, «δύσκολο» περιστατικό: ανήμερα των Φώτων, η χωροφυλακή και το παρακράτος δέρνει ανηλεώς τους Αριστερούς κατά την τελετή αγιασμού των υδάτων, στον Πειραιά. Ο Μίκης κλείνεται αιμόφυρτος στο γραφείο του, για να μη τον δουν τα παιδιά του, και προσπαθεί να συνέλθει. Μπροστά του είναι η «Ρωμιοσύνη». Του την έχουν στείλει σύζυγοι πολιτικών κρατουμένων, για να τη μελοποιήσει. Οπως και στον «Επιτάφιο», η μελοποίηση γίνεται απνευστί.
Μέσα στο 1966, η «Ρωμιοσύνη» παρουσιάζεται στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια- είναι η πρώτη λαϊκή συναυλία σε γήπεδο. Ο ποιητής και ο συνθέτης, με τις συζύγους τους, βρίσκονται σε έναν άδειο χώρο. Το «κράτος» έχει σταματήσει τους συρμούς του τραίνου εγκλωβίζοντας τον κόσμο μέσα στις σήραγγες.
«Βλέπαμε απέξω γυναίκες με μαύρα, αγωνιστών που περίμεναν στα καφενεία για να μπούνε μέσα. Μπαίνουμε, πάνω κάτω στ’ αποδυτήρια, βγαίνουμε να δούμε, στο στάδιο 100- 200 άνθρωποι. Περνάει η ώρα, ακούμε φασαρία, ξαναβγαίνω, είχαν γίνει 500. Ξαναβγαίνουμε, 800. περιμέναμε 20.000. Λέω Γιάννη να βγούμε έξω και να καλέσουμε τα πνεύματα. Μου λέει τρελάθηκες; Λέω άκου που σου λέω. Αφήνουμε τις γυναίκες μας μέσα, βγαίνουμε κι αρχίζω: λαέ, μεγάλε λαέ, ελληνικέ λαέ. Λέω πέστο κι εσύ. Το λέει κι ο Γιάννης. Κι ω του θαύματος, άρχισε να γεμίζει το στάδιο. Είκοσι χιλιάδες ήρθανε. Λες και έγινε θαύμα.»

Κυριακή, Απριλίου 26, 2009

Ετος Ρίτσου- παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας

Δεν μπορώ να δεχτώ πως έχουμε Ετος Ρίτσου και η μητριά- πατρίδα ακόμα κοιμάαααααται. Και μάλιστα, έναν ύπνο του αδίκου. Επομένως, ας πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας. Οσο μπορούμε. Το ξέρω, καθένας έχει τον ρόλο του. Ομως, αφού το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δεν έχει ακόμη να παρουσιάσει τις απαραίτητες εκδόσεις και εκθέσεις, αφού φορείς όπως η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, αλλά και η Εταιρεία Συγγραφέων, ή όπως ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθηνών αφήνουν να περνάνε επέτειοι και διοργανώσεις σαν την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης ή το Φεστιβάλ Βιβλίου χωρίς αναφορές στον Ρίτσο, πρέπει να το φωνάξουμε εμείς.
Καθώς, λοιπόν, πλησιάζει η Πρωτομαγιά, την οποία ο ίδιος είχε επιλέξει (για συμβολικούς λόγους) να κρατήσει ως ημέρα της γέννησής του, μια πλειάδα ιστολογίων θα κάνει αναφορές στον ποιητή. Ο δικός μας Γιάννης Ρίτσος, μάς περιμένει να τον ανακαλύψουμε και να βοηθήσουμε και άλλους να τον ανακαλύψουν.
Ηδη ξεκίνησε με ένα θαυμαστό κομμάτι, το μπλογκ «Πινακίδες από κερί»
Απολαύστε το.

update: Ακόμα ένα υπέροχο κείμενο, με σιγανή, καθαρή και ωραία φωνή. Ο Γιάννης Ευθυμιάδης, ο ποιητής, μιλά στον άλλο ποιητή, όπως αρμόζει ανάμεσα σε ομότεχνους: με αισθαντικότητα και αλήθεια. Μη το χάσετε
update και πάλι: το έξοχο μπάνερ το έκανε το Νατασσάκι

Πέμπτη, Απριλίου 16, 2009

Γιάννης Ρίτσος- Ενα σχεδίασμα βιογραφίας



Πώς να κρύψω τη χαρά μου; Το σχεδίασμα βιογραφίας του Γιάννη Ρίτσου κυκλοφορεί και πάλι. Η πρώτη έκδοση είχε γίνει πριν από 12 χρόνια και το απόθεμα είχε πλέον εξαντληθεί. Το Ετος Ρίτσου έδωσε αφορμή στα «Ελληνικά Γράμματα» να το ξανατυπώσουν. Ηδη οι φίλοι έχουν κάνει αναφορές στα μπλογκ τους και τους ευχαριστώ θερμά.
Τελικά, πολύ φοβάμαι πως όλοι κάνουν ό,τι μπορούν για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, εκτός από τη μητριά- πατρίδα. Γι' αυτό, όμως, θα επανέλθω.

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2009

Η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών για τον Γιάννη Ρίτσο

Η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών οργανώνει διήμερες εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ

ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ:
ΠΕΜΠΤΗ 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2009

ΕΝΑΡΞΗ
20.00 ΤΑΙΝΙΑ: «Σάμος, Γιάννης Ρίτσος», 28’, Σκην. Γιάννης Σμαραγδής

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ από τον Τώνη Λυκουρέση

20.30 ΟΜΙΛΙΑ: Αγγελική Κώττη, «-Να λες: ουρανός* κι ας μην είναι»

20.45 ΟΜΙΛΙΑ: Ιωάννα Καρατζαφέρη, «Προσωπικές στιγμές με τον Γιάννη Ρίτσο»

21.00 ΤΑΙΝΙΑ: «Γιάννης Ρίτσος», 20’, Σκην. Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη

21.20 ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ: Απαγγέλουν Νάντια Μουρούζη, Κων/νος Κωνσταντόπουλος

21.45 ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Η Γιώτα Βέη τραγουδάει Γιάννη Ρίτσο

22.00 ΤΑΙΝΙΑ: «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», 75’, Σκην. Νίκος Ξυθάλης

Θα ακολουθήσει cocktail


ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ:
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2009

ΕΝΑΡΞΗ:
19.30 ΤΑΙΝΙΑ: «Γιάννης Ρίτσος», 45’, Σκην. Τάκης Παπαγιαννίδης

20.20 ΟΜΙΛΙΑ: Νίκος Αντωνάκος, «Γιάννης Ρίτσος: Τρία κόκκινα γράμματα»

20.45 ΟΜΙΛΙΑ: Στάθης Βαλούκος, «Η ποίηση και τα τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου στα ντοκιμαντέρ της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης»

21.00 ΤΑΙΝΙΑ: «Εαρινή Συμφωνία, (Ρίτσος-Μαμαγκάκης)», 29’, Γιάννης Σολδάτος

21.30 ΤΑΙΝΙΑ: «Ισμήνη του Γιάννη Ρίτσου», 30’, Σκην. Δημήτρης Βερνίκος

22.00 ΤΑΙΝΙΑ: «Η Διάσταση του Θανάτου στην Ποίηση του Ρίτσου», 21’, Σκην. Γιώργος Κούμουρος

22.20 ΤΑΙΝΙΑ: «Νυχτερινό», 20’, Σκην. Χρήστος Ακρίδας

22.40 ΤΑΙΝΙΑ: «Γιάννης Ρίτσος», Σκην. Κώστας Αριστόπουλος


ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Κυριακή, Μαρτίου 22, 2009

Και οι φωτογραφίες



Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης του Μουσείου Μπενάκη ανοίγει την εκδήλωση για την Παγκόσμια Μέρα Ποίησης




Τα παιδιά που είχαν αναλάβει το μουσικό μέρος κατά κύριο λόγο



Ο άλλος μισός θίασος επί σκηνής



Ο Μανώλης Γλέζος διαβάζει ποίηση του Γιάννη Ρίτσου από την Αγρύπνια και το ποίημα για τον εκτελεσμένο αδελφό του Νίκο Γλέζο



Ενα υπέροχο ντουέτο, που έκλεψε καρδιές



Και η υπόκλιση του τέλους
Αντε και του χρόνου στο Μέγαρο!!!

Αυτά τα πρόσωπα δεν βολεύονται...

«Τα δάκρυα» έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος, «καθαρίζουν την ψυχή. Και ήταν πολλοί εκείνοι που βγήκαν με την ψυχή καθαρή από την εκδήλωση του Μουσείου Μπενάκη για την παγκόσμια ημέρα ποίησης, το βράδυ του Σαββάτου. Ο Μανώλης Γλέζος, πρώτος απ’ όλους, που άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν καθώς, από σκηνής, διάβαζε το ποίημα για τον εκτελεσμένο από τους Γερμανούς αδελφό του, Νίκο Γλέζο. Το κοινό, που ένιωσε κύματα συγκίνησης να το πλημμυρίζουν. Οι νεώτεροι θεατές, που χάρηκαν με την επιτυχία των συμμαθητών τους. Μάλλον δύσκολα έμενε κανείς αδάκρυτος σε αυτή την εκδήλωση, είναι αλήθεια.
Το Μουσείο την είχε αναθέσει στο 6ο Λύκειο Καλλιθέας και στο 10ο Λύκειο Πειραιά, που έχουν ιστολόγια στο διαδίκτυο. Στην πορεία, προστέθηκε και το Γυμνάσιο- Λύκειο Χρυσοβίτσας Ιωαννίνων, με ένα βίντεο που έστειλε. Τα παιδιά των δύο λυκείων Αττικής- Πειραιά, με τους δασκάλους τους, αφιέρωσαν όχι μονάχα τον ελεύθερο χρόνο τους αλλά και τη δημιουργικότητά τους για να φτάσουν σε ένα θέαμα που ήταν υπέροχα γνήσιο. Δούλεψαν ακούραστα, με κέφι, με έμπνευση, με χαρά και πέτυχαν κάτι σπουδαίο: να καθηλώσουν τους θεατές τους. Ακόμη και όσους έμειναν όρθιοι δύο ώρες για να τους παρακολουθήσουν. Και δεν ήταν καθόλου λίγοι αυτοί οι τελευταίοι.
Με μουσική, απαγγελίες, διαλόγους, με εικαστικά δρώμενα και με προβολή φωτογραφιών και πινάκων που είχαν συνδυαστεί άριστα, παρουσίασαν στιγμές από τη ζωή και το έργο του ποιητή. Ο τρόπος τους, φρέσκος και νεανικός, το κριτήριό τους, γεμάτο ομορφιές και αλήθειες, η αφοσίωσή τους, οι αναζητήσεις τους, όλα συνέτειναν στο να αναδυθεί μέσα από την παράστασή τους το πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου ακέραιο. «Είναι ό,τι καλύτερο είδαμε» όπως έλεγε και η 12χρονη Βασιλική στη μαμά της- η Βασιλική που έχει παρακολουθήσει πολλές εκδηλώσεις σχολείων για τον ποιητή. Και το κοινό το έδειξε συμμετέχοντας στα τραγούδια, αλλά και χειροκροτώντας θερμά πάρα πολλές φορές.
Οι άξιοι και φωτισμένοι καθηγητές που με αγάπη δούλεψαν για να έρθει σε πέρας αυτός ο άθλος είναι οι: Αννα Ζωγάκη, Ελένη Κυριμκύρογλου, Ειρήνη Λιβανού, Διονύσης Μάνεσης, Μαριάννα Νικολαΐδου, Μαρία Πετρούλια, Μάγδα Πρεβεζάνου, Λίλα Τζέτζου, Μαρία Χρίστη, ενώ πολύτιμη ήταν και η βοήθεια της Ελίνας Ρίζου.
Στην εκδήλωση διάβασε, όπως προαναφέραμε, ποιήματα ο Μανώλης Γλέζος, που χειροκροτήθηκε όσο κανείς άλλος από τα παιδιά (και από σκηνής και από εκείνα που είχα κατακλύσει το αμφιθέατρο του μουσείου). Σύντομο χαιρετισμό απηύθυνε ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, που μαζί με τη Λιάνα Τσομπάνογλου σήκωσε το βάρος της εκδήλωσης εκ μέρους του Μουσείου Μπενάκη. Ο ρηξικέλευθος διευθυντής του, Αγγελος Δεληβορριάς, που μαζί με τους συνεργάτες του είχε το τόλμημα να εμπιστευθεί τους μπλόγκερ των δύο σχολείων, ήταν στην Αμερική και δεν χάρηκε τον θρίαμβο. Ανάμεσα στους θεατές, η Χρύσα Προκοπάκη, ο Χρήστος Αλεξίου, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος κ.α.
Ευτυχώς, όπως απέδειξαν τα παιδιά και οι δάσκαλοί τους, ακόμα μπορούμε να λέμε: «αυτά τα πρόσωπα δεν βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο/ αυτές οι καρδιές δεν βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».

Σάββατο, Μαρτίου 21, 2009

Νιότη απ' τη νιότη σας

Πόσα δάκρυα,
πόσα χαμόγελα,
πόσα τραγούδια,
πόσους στίχους
πόσο φως μας χαρίσατε απόψε!
Πόση συγκίνηση.
πόση χαρά...
Και ο Μανώλης Γλέζος να κλαίει
απαγγέλλοντας Ρίτσο!
Μπράβο σε σας
και στους δασκάλους σας.
Τα υπόλοιπα αύριο.
Για ένα είμαι σίγουρη:
ο Γιάννης Ρίτσος στα τρυφερά σας χέρια
πήρε «νιότη απ' τη νιότη σας».
Πάντα άξιοι
6ο Λύκειο Καλλιθέας
10ο Λύκειο Πειραιά
και Γυμνάσιο- Λύκειο Χρυσοβίτσας Ιωαννίνων

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2009

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2009

Εκατό χρόνια Διδώ Σωτηρίου


Σε ένα κράτος που θα σεβόταν τον εαυτό του, αλλά και σε μια κοινωνία που θα έκανε το ίδιο, η σημερινή ημέρα θα έπρεπε να είναι γεμάτη από Διδώ Σωτηρίου, γιατί αποτελεί την εκατοστή επέτειο από τη γέννησή της. Δεν έγινε όμως τίποτα. Εις μάτην ανέτρεξα σε εφημερίδες, εις μάτην εις (... εντελώς) μάτην έκανα ζάπινγκ στα κανάλια, έψαξα τα ραδιόφωνα. Σιωπή, σιωπή, σιωπή. Τι ντροπή!
Και να πει κανείς ότι δεν είναι γνωστή; Οτι δεν διαβάζεται; Οτι (έστω) δεν είναι στην επικαιρότητα; Αλλά όλοι έχουν διαφορετικά πράγματα να κάνουν προκειμένου να πετύχουν αυτό που θέλουν: τη μαζική αμνησία. Διότι η μνήμη ενοχλεί. Βοηθά και στην αυτογνωσία, εκτός των άλλων. Σε βγάζει από τον εαυτό σου, το σπίτι σου, το καβούκι σου, τα ρούχα σου. Σε κάνει άνθρωπο ανήσυχο. Αυτό δεν θέλουν.
Εκατό χρόνια από τη γέννηση της Διδώς, λοιπόν, σαν σήμερα, στο Αϊντίνι της Μικράς Ασίας. Εφυγε από τη Σμύρνη ελάχιστες ώρες πριν ξεσπάσει το μεγάλο κακό, 11 χρονών παιδάκι. Δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή της και έγραψε σπουδαία έργα για τα Ματωμένα Χώματα της Ιωνίας.
Η Διδώ ήταν γλυκειά, τρυφερή, χαρούμενη, αισιόδοξη, μια ξεχωριστή και πρωτοπόρα γυναίκα. Αντισυμβατική και αντικομφορμίστρια. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν Επαναστάτρια. Σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο από κείμενα που βρέθηκαν στα κατάλοιπά της και θα τιτλοφορείται «Στα πρώτα βήματα του ψυχρού πολέμου». Ζήτησα από τον ανιψιό της Νίκο Μπελογιάννη να μου επιτρέψει να παραθέσω εδώ τον (ανέκδοτο ακόμα) επίλογό του. Που δείχνει πολλά περισσότερα για τη γενναιοψυχία και την ορθοφροσύνη της από όσα θα μπορούσαμε όλοι να γράψουμε. Το κείμενο, λοιπόν:

«Στις αρχές Μαρτίου του 1947 διακόπτεται απότομα η σχέση της Διδώς με τον ‘Ριζοσπάστη’ και με το ΚΚΕ γενικότερα υπό τις παρακάτω συνθήκες, που τις αφηγείται η ίδια λεπτομερώς στο 5ο κεφάλαιο της ‘Εντολής’ (συν αρκετά γεγονότα που θυμάται η Αλκη Ζέη) : Όταν τον Φεβρουάριο ήρθε στην Ελλάδα η αντιπροσωπεία του ΟΗΕ μαζί με ξένους δημοσιογράφους, για να συναντήσουν τις εμπόλεμες πλευρές, η Διδώ, μαζί με τους δημοσιογράφους όλου του ελληνικού τύπου, τους ακολούθησε στο βουνό και, ως γλωσσομαθής, είχε πολύ αυξημένη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες. Ενώ αναζητούσαν τον Μάρκο στην Δυτική Μακεδονία, ο εκπρόσωπος της Βραζιλίας τής είπε ως είδηση -που μάλιστα κυκλοφορούσε ευρύτατα στον ΟΗΕ- αυτό που η ίδια ήδη υποψιαζόταν έντονα από καιρό και το είχε διατυπώσει και γραπτά (βλ. άρθρα 5.1 και 13.1.47), δηλαδή πως η Αγγλία, μη μπορώντας να σηκώσει το κόστος των συμμαχικών της υποχρεώσεων –όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν παντού- και στα πλαίσια των γενικότερων ανακατατάξεων και συμφωνιών, παραχωρούσε τάχιστα τη θέση της στις ΗΠΑ και όχι στον ΟΗΕ, που θα ήταν το αποδεκτό στην άμεση μεταπολεμική περίοδο. Αμέσως η Διδώ επέσπευσε την επιστροφή της (καθώς μάλιστα ο ανταποκριτής του ΤΑΣΣ Βελιτσάνσκι τής είχε πει με νόημα πως, αφού όλοι οι δημοσιογράφοι αποχωρούσαν, ακολουθώντας τους αντιπροσώπους των δυτικών χωρών, ο ίδιος θεωρούσε πως και εκείνη δεν έπρεπε να συνεχίσει την παραμονή της). Φτάνοντας η Διδώ στην Θεσσαλονίκη, πήγε αμέσως στο τηλεγραφείο και μετέδωσε την ανταλλαγή μεταξύ Αγγλίας-Αμερικής, ως είδηση πλέον, στα κεντρικά γραφεία του ‘Ρ’ στην Αθήνα. Το αποτέλεσμα ήταν, με την επιστροφή της στο κλεινόν άστυ, να διαπιστώσει πως μέχρι και το γραφείο της είχε εκπαραθυρωθεί και ο Καραγιώργης (όχι βέβαια ο ίδιος ο Ζαχαριάδης) να της κοινοποιήσει τη διαγραφή της από το κόμμα, με την αιτιολόγηση πως ‘δείλιασε λόγω της αστιής της καταγωγής’ και δεν έμεινε άλλο στο βουνό. Για τους τύπους συνήλθε και η ΚΟΒα της εφημερίδας, που επικύρωσε τη διαγραφή, με μόνη ψήψο διαφωνίας αυτήν της Μαριώς Δήμου, που ήταν επί χρόνια γραμματέας του Καραγιώργη και άτομο με πολύ αυξημένη την αίσθηση του δικαίου.

Εκ των υστέρων, γινόταν αμέσως φανερό πως μια τέτοια είδηση:
1. Επιβεβαίωνε (μέσα μάλιστα από το επίσημο όργανο του ΚΚΕ) την ύπαρξη ζωνών επιρροής (πράγμα ήδη γνωστό από την εποχή της Γιάλτας), στα πλαίσια των οποίων η Ελλάδα είχε κατά συντριπτικό ποσοστό παραχωρηθεί στον αγγλοαμερικανικό άξονα, με απόλυτη συμφωνία του Στάλιν. Συνεπώς και κάθε προσπάθεια του Ζαχαριάδη για εμφύλιο στην Ελλάδα ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία, αφού σε καμμιά περίπτωση δεν είχε άνωθεν στήριξη.
2. Ακόμα κι αν ο Ζαχαριάδης, πάντα εξαιρετικός τυχοδιώκτης, ήθελε να φέρει τους πάντες διεθνώς προ τετελεσμένων γεγονότων, η αποκάλυψη του σχεδίου Μάρσαλ τού τίναζε στον αέρα τη στρατηγική για τακτικό πόλεμο, αφού ο Μεγάλος Αρχηγός είχε επιβάλει σε όλο το Κόμμα την άποψη πως ο αντίπαλος ήταν η ξεδοντιασμένη Αγγλία και όχι η πολεμική μηχανή του Τρούμαν. Ως συνήθως, δεν έφταιγε η στρατηγική, αλλά αυτός που την έβγαζε άχρηστη. Μετά από μια βδομάδα από τη διαγραφή της Διδώς, στις 12 Μαρτίου του 47, όλα τα παραπάνω αποτελούσαν πλέον κοινό τόπο και το σχέδιο Μάρσαλ είχε ήδη εξαγγελθεί και τεθεί σε εφαρμογή. Το να έχει κανείς την οξυδέρκεια να προβλέψει μέσα από ανάλυση του ξένου τύπου ένα τόσο σημαντικό γεγονός, όπως το σχέδιο Μάρσαλ στα πλαίσια γενικότερων συμφωνιών, στα μάτια της ηγεσίας του ΚΚΕ, που πάντα έτρεχε πίσω από τα γεγονότα, ισοδυναμούσε τουλάχιστον με μαύρη μαγεία. Οσο για τις λέξεις ‘Γιάλτα’ και ‘Πότσνταμ’, επί δεκαετίες αργότερα (ακόμα και μετά το 1989, μάλλον και ως σήμερα) ήταν ξορκισμένες για κάθε συνεπές μέλος του ΚΚΕ.

Καθόλου ενθουσιασμένος δεν πρέπει να ήταν ο Ζαχαριάδης και με το άρθρο της Διδώς στις 13.6.46 για την σοβιετο-γιουγκοσλαβική συμφωνία, που προωθούσε τη γραμμή του πανσλαβισμού, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία παντού ανεξάρτητων σλαβικών κρατών. Καθώς όσα κράτη θα μπορούσαν να δημιουργηθούν υπήρχαν ήδη, είναι προφανές σε ποιο μελλοντικό κράτος ήταν η αναφορά. Η συμφωνία συμπίπτει με την εκ νέου αλλαγή στάσης του Ζαχαριάδη προς το εθνικιστικό σλαβομακεδονικό ΝΟΦ, το οποίο λίγον καιρό πιο πριν ο ίδιος είχε καταγγείλει ως σωβινιστικό. Η κατ’ αρχήν εκτίμηση ήταν πως η προσέγγιση έγινε για λόγους εφεδρειών στον εμφύλιο, που μαινόταν ήδη. Ας λάβουμε επίσης υπ’ όψη πως το άρθρο γράφτηκε δυόμισυ χρόνια πριν την 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (30.1.49), που αποφάσισε επίσημα τη γραμμή για ανεξάρτητη Μακεδονία (με τροποποιημένο στόχο, αφού είχε πια μεσολαβήσει και η ρήξη Στάλιν-Τίτο). Ούτως ή άλλως πάντως, η αλλαγή γραμμής ήταν θείο δώρο για την δεξιά, η οποία ετοίμαζε τον νόμο για καταστολή κάθε αριστερής δραστηριότητας στη χώρα. Ετσι, στο κείμενο του Α.Ν. «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» πρόσθεσε στο άρθρο 1 τη διατύπωση «την απόσπασιν μέρους εκ του όλου την Επικρατείας» κι έτσι προέκυψε ο Α.Ν.509/27.12.47, που χρέωνε σε κάθε αριστερό –ακόμα και στα μη μέλη του ΚΚΕ- την προσπάθεια για δημιουργία ανεξάρτητης Μακεδονίας. Οποιος υποστήριζε την κομματική γραμμή είχε σίγουρο το εκτελεστικό απόσπασμα ή τουλάχιστον τα ισόβια. Οποιος έλεγε πως η Μακεδονία είναι ελληνική είχε σίγουρη τη διαγραφή από τον Ζαχαριάδη ως δηλωσίας.

Το βασικό πρόβλημα του Ζαχαριάδη με την Διδώ ήταν πως –πράγμα σπάνιο μέσα στο ΚΚΕ- δεν είχε καθόλου βλέψεις για κομματική αναρρίχηση και, καθώς ήταν πάντα ανεξάρτητο πνεύμα, την απασχολούσε μόνο η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία. Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ ήξερε καλά πώς να εξουδετερώνει μόνο όσους είχαν απόλυτη εξάρτηση από αυτήν. Τι μπορούσαν να κάνουν με κάποιον που δεν τους είχε καμμιά ανάγκη και, προπάντων, κάποιον πολύ πιο μορφωμένο από αυτούς; Δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό το ότι η Διδώ ως γλωσσομαθής είχε πρόσβαση σε πληροφόρηση περί τα διεθνή αδιανόητη για την κομματική νομενκλατούρα, η οποία στην πλειοψηφία της δεν ήξερε καν ρώσικα.

Μετά το 1974 (και κυρίως μετά το 1989), η Διδώ έλεγε, όχι κατ’ ανάγκην χαριτολογώντας, πως χρωστούσε ευγνωμοσύνη στον Ζαχαριάδη για τη διαγραφή, επειδή, χάρη σ’ αυτήν, αντί να σπεύσει να θυσιαστεί για τον Υπαρκτό, κάθισε κι έγραψε το ‘Οι Νεκροί Περιμένουν’ και στη συνέχεια όλα τα άλλα μυθιστορήματα, κάτι που αλλιώς θα ήταν προφανώς αδύνατον.

Β. Το χαμένο (;) βιβλίο

«Το βιβλίο μου για τη διεθνή πολιτική, που τόφαγαν τα ποντίκια…!» ήταν η μόνιμη επωδός, όποτε πήγαινε με τη Διδώ η κουβέντα για το 1948 και την παρανομία, που άρχισε για όλη την αριστερά μετά την αποχή από τις εκλογές του 1946, αλλά κυρίως μετά την ψήφιση του Α.Ν.509 (27.12.47). Ηταν η εποχή που η Διδώ, εκτός από κομματικά, βρέθηκε και κυριολεκτικά άστεγη. Όταν άρχισαν οι εκτεταμένες διώξεις, η Διδώ εκδιώχθηκε από το ιδιόκτητο διαμέρισμά της (μην ξεχνάμε πως τότε δεν υπήρχε Σύνταγμα, ώστε να προστατεύεται η ιδιοκτησία) της οδού Κοδριγκτώνος, υπό τις εξής συνθήκες:

Μία υπερεθνικόφρων ένοικος της πολυκατοικίας, της οποίας το επώνυμο παρέπεμπε σε εθνικά κλέη, μάζεψε υπογραφές από όλους τους υπόλοιπους ενοίκους, που υποβλήθηκαν στην Ασφάλεια. Από εκεί και πέρα, η εκδίωξη της Διδώς, ως επικίνδυνης κομμουνίστριας, ήταν μια τυπική διαδικασία.

Η περί ής ο λόγος κυρία ήταν αδελφή πολιτικού ανδρός, που αρκετά χρόνια αργότερα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έλευση της χούντας και είχε φαιδρό πολιτικό τέλος στη μεταπολίτευση. Το οικογενειακό επώνυμο των δύο παραπέμπει σε ένα θάμνο. Ας σημειωθεί πως, ακόμα κάμποσα χρόνια αργότερα, η κυρία αυτή διετέλεσε και πενθερά πρωτοκλασάτου πολιτικού, ενώ το μικρό όνομα της κόρης της, συζύγου του πολιτικού, παραπέμπει σε έναν άλλο θάμνο.

Εν πάση περιπτώσει, η Διδώ, εγκαταλείποντας το σπίτι, έκαψε ή έβρασε μέχρι πολτοποίησης τεράστιο αριθμό χειρογράφων. Το υλικό που είχε συγκεντρώσει γράφοντας τα άρθρα στον ‘Ριζοσπάστη’, αφού ήταν ήδη δημοσιευμένο, δεν είχε νόημα να το καταστρέψει. Ετσι το πήρε μαζί της στο σπίτι όπου κατέφυγε, ένα νεοκλασικό στην οδό Αιγίνης 1 στην Κυψέλη, που ανήκε στην κουνιάδα της Μ. Ιορδανίδου. Οι δυο κόρες της τελευταίας, η Αγγελική και η Πάρη, βοηθούσαν με αυταπάρνηση σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.

Στο σπίτι αυτό η Διδώ επεξεργάστηκε όλο το υλικό της το σχετικό με τη διεθνή πολιτική και, καθώς η παρανομία δεν είχε τέλος, έκρυψε την ολοκληρωμένη μορφή του βιβλίου στη σοφίτα. Με τη λήξη της παρανομίας το αναζήτησε και διαπίστωσε με φρίκη πως τα τρωκτικά δεν είχαν αφήσει ούτε ένα κεφάλαιο που να διαβάζεται.

Εμεινε λοιπόν με τον καημό η Διδώ για τα επόμενα 45 χρόνια, ώσπου το 1995 διαπιστώθηκε πως η παροιμιώδης αφηρημάδα της είχε αποβεί σωτήρια. Καθώς η πολυκατοικία της οδού Κοδριγκτώνος είχε χτιστεί επί Ιωάννου Μεταξά, εποχή που όλοι οι αριστεροί επινοούσαν κρύπτες στα πιο απίθανα μέρη των σπιτιών τους, η Διδώ είχε φροντίσει να υπάρχει ένα μεγάλο κενό μέσα από τα σοβατεπιά (!) του σαλονιού. Όταν εξεδιώχθη υπό των εθνικοφρόνων, κάτω από τις συνθήκες που προαναφέραμε, έκρυψε προφανώς εκεί την πρώτη μορφή του βιβλίου, πράγμα που, με όσα μεσολάβησαν τις επόμενες δεκαετίες, αποκλείεται να θυμόταν πλέον. Αργότερα, το 1995, που το διαμέρισμα έγινε δωρεά στην Εταιρεία Συγγραφέων, η ανακαίνιση αποκάλυψε άθικτα τα χειρόγραφα. Από το σχόλιό της, που παραθέτουμε σε φωτοτυπία, είναι φανερά τα συναισθήματά της για την ανεύρεση ενός χαμένου παιδιού της, 45 χρόνια μετά.

Μικρό μέρος μόνο του βιβλίου ήταν διαμορφωμένο σε κείμενο έτοιμο για δημοσίευση. Επρόκειτο για μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κειμένου και σημειώσεων και χρειάστηκε μια συναρμολόγηση των σελίδων, ώστε να μείνουν άθικτα, όχι μόνο όλα τα νοήματα, αλλά ακόμα και κάθε διατύπωση. Θα διακινδυνεύαμε να πούμε πως το βιβλίο αντιμετωπίστηκε σαν ανασκαφικό εύρημα και χρειάστηκε ανασυγκόλληση των σπαραγμάτων, χωρίς να θυσιαστεί τίποτε. Γεγονός είναι πως προέκυψε ένα ακόμα βιβλίο της Διδώς, που δείχνει μια άγνωστη πτυχή της, εκείνη του –πολύ οξυδερκούς- πολιτικού αναλυτή ή, κατά τον σημερινό νεολογισμό, του διεθνολόγου.»

Κυριακή, Φεβρουαρίου 15, 2009

Πρόβα Ρίτσου



Του Αγίου Βαλεντίνου με Γιάννη Ρίτσο; Και βέβαια! Με άποψη, μάλιστα. Από πολλές απόψεις. Γιατί περνούσαν ωραία. Γιατί τους αρέσει ο Ρίτσος. Γιατί θεωρούν πως είναι τόσο ερωτικός όσο και επαναστάτης ποιητής. Γιατί τους ενέπνευσαν οι (φωτισμένοι) δάσκαλοί τους.
Σάββατο απομεσήμερο, λοιπόν, και το αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς «βουίζει» από τις φωνές των παιδιών. Είναι μαθητές από το 6ο Λύκειο Καλλιθέας και από το 10ο Λύκειο Πειραιά που δέχτηκαν με χαρά την πρόσκληση του Μουσείου: να παρουσιάσουν την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου) ένα θέαμα για τα Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου. Συμπαραστάτες τους, εκτός από το Μουσείο, μπλόγκερς που ασχολούνται με τη λογοτεχνία. Αλλωστε, και τα δύο σχολεία έχουν ιστοσελίδα (μπλογκ).
Δουλεύουν «με την ψυχή γεμάτη Ρίτσο», όπως λέει ο Διονύσης, ο καθηγητής τους, που μαζί με τη Λίλα, την Ειρήνη, και άλλες εξαιρετικές εκπαιδευτικούς πασχίζουν να βάλουν το ποτάμι σε μια κοίτη χωρίς να κόψουν τον αυθορμητισμο και τη χαρά των παιδιών. Είκοσι ζευγάρια αυτιά ρουφάν τις οδηγίες, είκοσι ζευγάρια μάτια αστράφτουν βλέποντας. Το κυριότερο: αντίστοιχα «μάτια ψυχής» αποθησαυρίζουν στίχους, εικόνες, μουσικές, αξίες, παραδείγματα, ομορφιά, ζωή.
«Στην αρχή συναντηθήκαμε με τον Ρίτσο μέσα από τους στίχους του, απ’ τις ζωγραφιές του, από τις μαρτυρίες των άλων για τη ζωή του, απ’ τις πέτρες του, από τα τραγούδια του Μίκη και του Λεοντή» σημειώνει ο Διονύσης. «Μας άρεσε, τον αγαπήσαμε. Μετά όμως, αρχίσαμε να τον συναντάμε παντού. Η ποίησή του, φως που απλώνεται πια στην κάθε μέρα μας, μάς τονώνει και συντροφεύει τα όνειρά μας», μάς σπρώχνει να είμαστε ανήσυχοι, να ντύνουμε με σκέψεις και λόγια αυτή την ανησυχία μας, να συνομιλούμε με θάρρος με τη ζωή, να ομορφαίνουμε με το βλέμμα μας το κάθε τι που ακουμπάει πάνω του. Και, πάνω απ΄όλα, μας κάνει να ξεκαθαρίσουμε αυτό που θέλουμε: ενεργοί με όραμα, τραγουδώντας τον κόσμο ν’ αγωνιζόμαστε να τον κάνουμε καλύτερο.»
Η πρόβα προχωρά, τα παιδιά με τα φωτεινά μάτια απευθύνονται με εμπιστοσύνη και αγάπη στους ακάματους δασκάλους τους, που δίνουν την ψυχή τους: «κύριε», «κυρία».., έχουν ερωτήσεις, προτάσεις, σκέψεις. Ωρα να φύγουμε. Ραντεβού στην παράσταση!
(Η φωτό αναδημοσιεύεται από το μπλογκ του 6ου Λύκειου)

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2009

Ματωμένα χώματα: σιωπή του υπουργείου Παιδείας

Είδε κι απόειδε πως δεν γίνεται τίποτα και πως ο υπουργός Παιδείας δεν του απαντά στις επιστολές του και αποφάσισε να συνεχίσει τις προσπάθειες για τα «Ματωμένα Χώματα» με άλλους τρόπους. Ο ανιψιός της συγγραφέως Νίκος Μπελογιάννης έστειλε, λοιπόν, εξώδικο προς τον υπουργό Παιδείας Αρη Σπηλιωτόπουλο. Ο κ. Μπελογιάννης ζητά να μοιραστεί και πάλι το βιβλίο στους μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού, αντί να βρίσκεται στις (ανύπαρκτες όπως λέει) σχολικές βιβλιοθήκες. Αυτό, σύμφωνα με τον γενικό κληρονόμο της Διδώς Σωτηρίου, πρέπει να γίνεται κάθε χρονιά, να μοιράζεται δηλαδή στην αρχή του σχολικού έτους και να μαζεύεται στο τέλος του, ώστε επιτέλους τα παιδιά να έχουν τον χρόνο να το διαβάσουν.
Ο κ. Μπελογιάννης αναφέρει στο εξώδικό του πως πέρσι τον Φεβρουάριο με εγκύκλιο του Υφυπουργού Ανδρέα Λυκουρέντζου, «ζητήθηκε η επιστροφή του βιβλίου για να ‘εμπλουτίσει’ δήθεν τις σχολικές βιβλιοθήκες, ενώ σε πολλά σχολεία η σχετική εγκύκλιος για την επιστροφή των βιβλίων έφθασε πριν καν αυτά διανεμηθούν, οπότε έμειναν στα κιβώτια. Με την παραπάνω σαθρή δικαιολογία, η αρχική απόφαση του Υπουργείου σας ουσιαστικά ακυρώθηκε με την δεύτερη απόφαση, το βιβλίο αποσύρθηκε ή δεν διανεμήθηκε - στην ουσία αχρηστεύθηκε - και βρίσκεται σήμερα αποθηκευμένο σε άγνωστους χώρους, κατά σχολείο ή κεντρικά, περιμένοντας το πότε κάποιος μαθητής θα ζητήσει να δανεισθεί κάποιο αντίτυπο…».
Θεωρώντας πως τα ανωτέρω «αποτελούν βαρύτατη προσβολή της μνήμης και του έργου της Διδώς Σωτηρίου» και σημειώνει πως στην ανάλογη επιστολή που έστειλε στον υπουργό Παιδείας τον περασμένο Δεκέμβριο, ουδέποτε έλαβε απάντηση. Αντιθέτως, δελτίο Τύπου που έβγαλε το υπουργείο Παιδείας αναφέρει πως τα βιβλία «υπάρχουν στις βιβλιοθήκες των δημοτικών σχολείων της χώρας και είναι στη διάθεση των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης».
«Δυστυχώς» τονίζει ο Ν. Μπελογιάννης, «με την ανακοίνωση αυτή του Υπουργείο Παιδείας, πέραν της προσβολής της μνήμης και του έργου της Διδώς Σωτηρίου, προχώρησε πλέον σε καθαρό εμπαιγμό σε βάρος και εμού, αφού είναι πασίγνωστο ότι οι σχολικές βιβλιοθήκες των δημοτικών σχολείων της χώρας στις οποίες υποτίθεται ότι απεστάλησαν τα 113.000 αντίτυπα του επίμαχου βιβλίου αριθμούν κυριολεκτικά….μηδέν!!! Εκτός αν το Υπουργείο σας θεωρεί σχολικές βιβλιοθήκες κάποια «ράφια» πολλαπλών χρήσεων, που έχουν τοποθετηθεί σε μερικά σχολεία με πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών».

Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

Γιάννης Ρίτσος: «Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια, σαν ποτάμι»

«Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,/ μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,/ στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.// Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,/ με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι,/ με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους/ και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ’ αυτιά τους.» ( «Ρωμιοσύνη»).
Ο Αισχύλος, που υπήρξε μαραθωνομάχος, έλυσε με τη στάση ζωής του το πρόβλημα αν οι ποιητές πρέπει να συμμετέχουν στις περιπέτειες των λαών τους- ακόμα και στις πιο τραγικές. Πολλούς αιώνες μετά, ο Γιάννης Ρίτσος θα ακολουθούσε το διπλό του παράδειγμα: να πέφτεις στη φωτιά της μάχης, και κατόπιν να γράφεις τα όσα έζησες. Με τους όρους των ποιητών, πάντοτε. Αλλά, αν ο Τυρταίος μπορούσε να εμψυχώνει τους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, που δεν είχαν και πολύ καλή σχέση με τα Γράμματα, πώς ο Γιάννης Ρίτσος δεν θα εμψύχωνε, και δεν θα συνεχίζει να εμψυχώνει, έναν λαό «ζυμωμένο» θα έλεγε κανείς με την ποίηση;
Ιανουάριος του 1949 ή του 1950. Ο ποιητής, δεσμώτης στο φοβερό στρατόπεδο της Μακρονήσου- ένα κολαστήριο. Οσο και αν σε αφηγήσεις του αφήνεται να διαφανεί πως μπορεί και να λύγιζε, να υπέγραφε δήλωση αποκήρυξης των ιδέων του, όσοι τον γνωρίσαμε, πιστεύουμε το αντίθετο: ο άνθρωπος που πήγε στο τρομακτικό νησί, του οποίου και μόνο το όνομα προξενούσε παραλήρημα φρίκης και κατάφερε να ξεσηκώσει την ψυχή των δεσμωτών, επιβάλλοντάς τους, με το παράδειγμά του, να είναι προσεκτικά ντυμένοι και ορθόφρονες, δεν είναι δυνατόν να φοβήθηκε. Αν και σε παρόμοιες περιπτώσεις, οπότε η ανθρώπινη ψυχή έχει τον πρώτο λόγο, δεν πρέπει να είναι κανείς απόλυτος, εν τούτοις θεωρώ ότι το έκανε περισσότερο για να παρηγορήσει τους συντρόφους του, που είχαν υπογράψει, και να τους πει ότι κι ο ίδιος θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Δεν ήταν, όμως. Οποια και να είναι η εξήγηση, αυτό έχει σημασία. Σε δύσκολους καιρούς, που τους περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια για όποιον θα ήθελε να τον ακούσει. Γράφει στο ημερολόγιο εξορίας:

Ποιήματα γραμμένα με αίμα και πόνο, «κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς» από τις «Επαναλήψεις»). Ο ποιητής σεμνύνεται για τη συμμετοχή του στα κοινά, όπως και για τις εξορίες του: Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρόνησος, Αη- Στράτης στον εμφύλιο. Γυάρος και Παρθένι Λέρου κατά τη διάρκεια της απριλιανής χούντας: «Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση, μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου/ δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες/ περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς»).
Οι στίχοι του συχνά παρουσιάζουν την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του: «Δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο./ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.» («Ρωμιοσύνη»). Σταθείτε λίγο σ’ αυτή τη διατύπωση: φέρναν τη ζωή σαν ποτάμι, στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά, γιατί, όπως εξηγούσε ο ποιητής, τα έδιναν όλα. Δεν κρατούσαν για τον εαυτό τους. Ηταν οι πρώτες λέξεις που άκουγα από τα χείλη του, και με σημάδεψαν. Ετσι ανιδιοτελής ήταν κι εκείνος. Ετσι ωραίος. Ετσι, ποιητής. Ετσι, άνθρωπος. Με το άλφα κεφαλαίο.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 28, 2009

C(l)opy- paste

Το αντέγραψα αυτούσιο από το ιστολόγιο της Αλεφ και του Μόχα, δηλαδή το Γκόλεμ, γιατί δεν μπορώ να τα πω καλύτερα. Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΝΕ ΘΕΑΤΡΟ

Ο ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ διοργανώνει:

Θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση με αφορμή
τα βιβλία της Ελένης Γκίκα και τις μουσικές της Αναστασίας Παπαδημητρίου
με τίτλο «Υγρός Χρόνος».
Παραστάσεις: Σάββατο 31/1, Κυριακή 1/2, Σάββατο 7/2 και Κυριακή 8/2,
Ώρα: 21:00 μ.μ.,
στον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ, Σόλωνος 124, Αθήνα


Μια νέα πρόταση από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ και τον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ για την παρουσίαση λογοτεχνικών βιβλίων, συνδυάζοντας κείμενα, μουσική και τραγούδια.
Με αφορμή την έκδοση του καινούριου βιβλίου της Ελένης Γκίκα με τίτλο «Υγρός Χρόνος», οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ οργανώνουν θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση που βασίζεται σε μονολόγους των τελευταίων της βιβλίων.
Λίγα λόγια για την παράσταση: Μια γυναίκα και ένας άντρας με καρμικό παρελθόν, συναντιούνται στο Νησί των Λωτοφάγων. Με συνέπειες ανεξέλεγκτες, και το αίνιγμα να ανήκει για πάντα στο παρελθόν ή στον άλλον. Εξάλλου, το ποίημα της ζωής μας είμαστε πάντοτε εμείς. Ακόμα και όταν προσποιηθούμε πως τ’ αγνοούμε. Μια ιστορία ηδονής και οδύνης. Αυτογνωσίας και αναζήτησης. Με ένα φινάλε ανοιχτό σαν ζωή, διαφορετικό για τον καθένα. Μια ιστορία αναπόφευκτη, ερωτικά εμμονική, χρέος.

Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης που θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά σε κοινό, έχει γράψει η Αναστασία Παπαδημητρίου, πάνω σε ποιήματα και στίχους των ποιητών: Νάνου Βαλαωρίτη, Φώτη Αγγουλέ, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Ζακ Πρεβέρ (μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος), Ελένης Γκίκα, Μάρως Βαμβουνάκη και Άννας Παπαδημητρίου.
Μετά την παράσταση ακολουθεί μουσικό αφιέρωμα στους Μ.Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη.

Συντελεστές της παράστασης
Δραματοποίηση κειμένων - σκηνοθεσία: Μελίνα Παπανέστορος
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντινίδης
Παίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Κωνσταντινίδης (πιάνο-βιολί), Σπύρος Κοντάκης (κιθάρα)
Παίζουν οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες: Γιώργος Γεωγλερής, Θάνος Πολύδωρας και Αθηνά Χειλιοπούλου
Τραγουδούν: Πένυ Ξενάκη, Θάνος Πολύδωρας, Αθηνά Χειλιοπούλου

Κατά τη διάρκεια της παράστασης θα προβάλλεται φωτογραφικό υλικό σχετικό με την παράσταση της Χαράς Μπιρμπίλη – Παπαδημητρίου.
Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις στα τηλέφωνα: 210 3837667, 210 3837540, τιμή εισιτηρίου: 15 ευρώ

Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2009

Γιάννης Ρίτσος, «Μόνος, με τη δουλειά του»

Είχες πολλά να εκτιμήσεις στον Γιάννη Ρίτσο. Ανάμεσά τους και την εργατικότητά του. Το «επιούσιον ποίημα» ήταν για εκείνον μια ανάγκη όπως δείχνουν οι ημερομηνίες κάτω από κάθε χάραγμά του στο σώμα της ποίησης. Δεν έκρυψε ποτέ πως ήταν πολυγράφος. Αντίθετα, σεμνυνόταν για την παραγωγή του. Στο «Οχι μονάχα για σένα» από το «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων», γράφει:

«Κάθουμαι, λοιπόν, εδώ, άντικρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ’ ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τ’ άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύουμαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ’ την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω, όχι μονάχα για σένα και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες, γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο «πολυγράφος», ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς τού ανοίγουν,- κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ’ την ευτυχία της γ λ ώ σ σ α ς, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μια ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ, είπα.»

Με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη. Με αφοσίωση νεαρού, βαθύτατα ερωτευμένου με το αντικείμενο του πόθου του. Με τη μαστοριά έμπειρου τεχνίτη. Με την αμφιβολία και τη σιγουριά να παλεύουν μέσα του. Αλλοτε με «πρέπει» κι άλλοτε χωρίς.
Πότε με τη βεβαιότητα πως μιλά ή θέλει να μιλήσει σε ολόκληρο τον κόσμο (απόρροια και της δημοκρατικής του ιδεολογίας και της ιδιοσυγκρασίας του) πότε με την επίγνωση πως όλα αυτά γίνονται λόγω της εσωτερικής του ανάγκης και μόνο, η οποία είναι, μονίμως, παντοδύναμη. Στο ποίημα «Μόνος, με τη δουλειά του», από την πρώτη σειρά των «Μαρτυριών», γράφει:


Αυτή τη βροχερή μέρα του χειμώνα, που δεν ήθελα να δουλέψω, θυμήθηκα τον ποιητή. Και ανακάλεσα, ζητώντας νοερά άπειρες συγγνώμες.

Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009

Ωραία (δεν) τιμούν τη Διδώ Σωτηρίου!

Με τον χειρότερο δυνατό τρόπο η ελληνική πολιτεία ετοιμάζεται να γιορτάσει- ή μάλλον να μη γιορτάσει- τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου. Ενα μήνα πριν, οι αρμόδιοι φορείς του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν προγραμματίσει μέχρι στιγμής τίποτα για να σημειώσουν την επέτειο, ενώ το υπουργείο Παιδείας κρατά στις αποθήκες 110.000 αντίτυπα του βιβλίου «Ματωμένα χώματα» ελλείψει, όπως λέει, σχολικών βιβλιοθηκών.
Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της συγγραφέως στο Αϊντίνι της Μικράς Ασίας. Η Διδώ Σωτηρίου περιέγραψε με δυνατό τρόπο την καταστροφή της Σμύρνης αλλά και υπήρξε πάντοτε παρούσα στο «γίγνεσθαι» των καιρών. Αν και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από την επέτειο, κανείς φορέας του ΥΠΠΟ δεν έχει αναγγείλει κάποια μεγάλη εκδήλωση. Η έλλειψη χρημάτων, που είναι υπαρκτή, δεν μπορεί σίγουρα να αποτελέσει άλλοθι. Περισσότερο είναι θέμα βούλησης και λιγότερο θέμα οικονομικών πόρων.
Αλλά και το υπουργείο Παιδείας συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Πέρσι την άνοιξη, μετά από τις διαμάχες που είχαν ξεσπάσει με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, το υπουργείο είχε μοιράσει στα σχολεία 110.000 αντίτυπα. Μάρτιο τα μοίρασε, Μάιο τα μάζεψε και μετά τα καταχώνιασε στις αποθήκες, ελλείψει σχολικών βιβλιοθηκών.
Είναι βέβαιο ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πρόλαβαν να το διαβάσουν. Ακόμα και εκείνα που το διάβασαν, όμως, δεν θα έπρεπε να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους προκειμένου να το ξαναδιαβάζουν όποτε το επιθυμούν αντί να βρίσκεται στοιβαγμένο σε αποθήκες;
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, ο Νίκος Μπελογιάννης, ανιψιός της αξέχαστης συγγραφέως, με την ιδιότητα του γενικού κληρονόμου της, απέστειλε στον υπουργό Παιδείας επιστολή, ζητώντας του να γνωστοποιήσει τις προθέσεις του επί του τι πρόκειται να γίνει σχετικά με το βιβλίο, ώστε να αποκατασταθεί «η επελθούσα προσβολή στο πρόσωπο και τη φήμη της συγγραφέως». Αν και ο υπουργός άλλαξε, υποτίθεται ότι το κράτος έχει συνέχεια, και έπρεπε να έχει απαντήσει ο κ. Σπηλιωτόπουλος.
Οι 40 ημερολογιακές ημέρες που αποτελούν όριο για κάθε δημόσια αρχή έχουν παρέλθει, αλλά απάντηση δεν υπάρχει, οπότε αναμένεται να ακολουθήσουν άλλες αντιδράσεις. Ο Νίκος Μπελογιάννης σημειώνει πως η απόφαση του τέως υπουργού Ευριπίδη Στυλιανίδη για αποθήκευση του βιβλίου στην ουσία μεταφράζεται σε «αχρήστευσή του». Υπογραμμίζει πως με τον τρόπο αυτό «απαξιώνεται το έργο της Διδώς Σωτηρίου από την επίσημη πολιτεία».
Ευτυχώς, η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει λάβει τα μέτρα της για την επέτειο. Από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες ένα βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου με προσωρινό τίτλο «Στο ξεκίνημα του ψυχρού πολέμου, 1945- 1947». Περιλαμβάνει μια μελέτη της η οριστική μορφή της οποίας είχε χαθεί. Τα χειρόγραφα αυτής της πιο συνοπτικής μορφής είχαν βρεθεί στο σοβατεπί του σπιτιού επί της οδού Κοδριγκτώνος, όπου η συγγραφέας τα είχε κρύψει, όταν το σπίτι δωρήθηκε στην Εταιρεία Συγγραφέων και έγιναν επισκευές. Η Διδώ Σωτηρίου ήταν τότε εν ζωή και είχε συγκροτήσει τον σχετικό φάκελλο.
Η έκδοση συμπληρώνεται με 29 από τα 174 άρθρα που είχε γράψει στον «Ριζοσπάστη» εκείνη την περίοδο. Ενα από αυτά της είχε στοιχίσει τη διαγραφή της από το ΚΚΕ, που έγινε λόγω διαμάχης της με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Τον πρόλογο έχει κάνει ο ιστορικός Β. Παναγόπουλος, τον επίλογο ο Νίκος Μπελογιάννης που έχει και την επιμέλεια μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζυγούρη.
Ο ίδιος εκδοτικός οίκος έχει κυκλοφορήσει σε συλλεκτική έκδοση τα «Ματωμένα χώματα» και πρόκειται να βγάλει εν ευθέτω χρόνω, δύο ακόμη βιβλία που βρέθηκαν στα κατάλοιπα της συγγραφέως, το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και ένα βιβλίο για τη σχέση του συγγραφέα με το κοινό του.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 01, 2009

Καλώς ήλθαμε στο Ετος Ρίτσου



Εγραφε ένα ποίημα κάθε Πρωτοχρονιά- ήταν το γούρι του. Ευχόταν με αυτό τον τρόπο Χρόνια Πολλά στον Κόσμο. Στον εαυτό του ευχόταν δημιουργικότητα. Αλλωστε, το σύνθημά του ήταν: δουλειά. Ή, ακριβέστερα: «τη δουλειά μας, εμείς».
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε εκατό χρόνια πριν, όμως παραμένει, με την ποίησή του, ένας αιώνιος έφηβος. Την φετινή χρονιά θα έχουμε αρκετές ευκαιρίες, ελπίζω, να ανατρέξουμε στην ποίησή του, καθώς ο υπουργός Πολιτισμού έχει κηρύξει το 2009 Ετος Ρίτσου. Και βιβλία θα βγούνε, και εκδηλώσεις θα γίνουν. Ηδη έχει κυκλοφορήσει από τον «Κέδρο» ο μεγάλος τόμος με τα πρακτικά του συνεδρίου που έγινε τρία χρόνια πριν, σε οργάνωση του Μουσείου Μπενάκη. Εχουμε καιρό να παρουσιάσουμε κάποιες τοποθετήσεις συνέδρων, που είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Το Μουσείο έχει τα αυτόγραφα έργα του ποιητή στα Ιστορικά Αρχεία του. Από αυτά, αντλήσαμε υλικό για το ημερολόγιο του μουσείου, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Πενήντα από τα ωραιότερα ποιήματά του παρατίθενται στο χειρόγραφο- εκτός από δύο. Τα χειρόγραφα από τη «Ρωμιοσύνη» και τις «Γειτονιές του κόσμου» δεν σώζονται- δείγμα κι αυτό των περιπετειών του αρχείου, για τις οποίες θα μιλήσουμε σύντομα.
Από το ημερολόγιο αυτό, ευχόμαστε Καλή Χρονιά στους αναγνώστες, με το πρώτο ποίημα που δημοσιεύεται. Φυσικά, έχει γραφτεί Πρωτοχρονιά. Να είμαστε όλοι καλά και να θυμόμαστε ό,τι πρέπει να μην ξεχνάμε.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

Αν είχατε ανησυχία, να τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας

Και μέσα στην τούρλα του Σαββάτου, εντελώς αψυχολόγητα ως προς τον χρόνο που επέλεξαν για να τα δημοσιοποιήσουν (λες και αν διέρεαν θα έχανε η Βενετιά βελόνι...) να και τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας 2008, «στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον "βραχύ κατάλογο" των υποψηφίων προς βράβευση έργων, μετά από επανειλημμένες συνεδρίες και μακρές συζητήσεις» (μη και τους πούμε ότι δεν δούλεψαν!)

ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο για το σύνολο του έργου του (του φιλολογικού; του μεταφραστικού; του κριτικού; μα είναι λογοτεχνικό;).

ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία εξ ημισείας στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Λέξη» (ακατανόητο γιατί έπρεπε να μοιραστεί. Δεν υπάρχει επόμενη χρονιά;).

ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Δήμητρας Χριστοδούλου «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Γιώργου Λεονάρδου «Ο τελευταίος Παλαιολόγος», εκδόσεις Λιβάνη.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ – ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου «Το ποιητικό τοπίο του 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟΥ – ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.



Ο βραχύς κατάλογος υποψηφίων προς βράβευση έργων (δημοσιευμένων το έτος 2007 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο επελέγησαν τα ανωτέρω βραβεία είναι ο ακόλουθος (αλφαβητικά):

Α. Υποψήφιοι για το Βραβείο Ποίησης:

1) Γιάννης Καλπούζος για το έργο του «Έρωτας νυν και αεί», εκδόσεις Ίκαρος.
2) Διονύσης Καψάλης για το έργο του «Ο κρότος του χρόνου», εκδόσεις Άγρα.
3) Θανάσης Παπαθανασόπουλος για το έργο του «Το αμήχανο χαμόγελο του κούρου», εκδόσεις Μελέαγρος.
4) Αγγελική Σιδηρά για το έργο της «Αμείλικτα γαλάζιο», εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Σωκράτης Σκαρτσής για το έργο του «Πέτρα της αγάπης», εκδόσεις Καστανιώτης.
6) Σ. Σ. Χαρκιανάκης για το έργο του «Θολά ποτάμια», εκδόσεις Δόμος.
7) Δήμητρα Χριστοδούλου για το έργο της «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.

Β. Υποψήφιοι για το Βραβείο Διηγήματος:

1) Μάκης Καραγιάννης για το έργο του «ο Καθρέφτης και το πρίσμα», εκδόσεις Νεφέλη.
2) Ανδρέας Μήτσου για το έργο του «Ο κύριος Επισκοπάκης. Η εξομολόγηση ενός δειλού», εκδόσεις Καστανιώτης.
3) Ευγενία Φακίνου για το έργο της «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
4) Νίκη Χατζηδημητρίου για το έργο της «Υποφωτισμένο», εκδόσεις
Εστία.

Γ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος:

1) Ευριδίκη Λειβαδά - Ντούκα για το έργο της «Στα στενά της χίμαιρας: Οι περιπέτειες του Έλληνα θαλασσοπόρου Χουάν ντε Φούκα», εκδόσεις Κέδρος.
2) Γιώργος Λεονάρδος για το έργο του «Ο τελευταίος Παλαιολόγος – Ιστορικό Μυθιστόρημα», εκδόσεις Λιβάνη.
3) Τηλέμαχος Μουδατσάκις για το έργο του «Άμφια εταίρας», εκδόσεις Καστανιώτης
4) Ιωάννα Μπουραζοπούλου για το έργο της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ»,
εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Αννίτα Παναρέτου για το έργο της «Η παρηγορία των επιστολών σου:
Ευανθία Καΐρη, Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας,
όπως θα ήθελαν», εκδόσεις Πατάκης.
6) Γ. Στεφανάκης για το έργο του «Μέρες Αλεξάνδρειας», εκδόσεις
Ωκεανίδα.

Δ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Δοκιμίου - Κριτικής:

1) Βαγγέλης Αθανασόπουλος για το βιβλίο «Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
2) Γιάννης Δάλλας για το βιβλίο «Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποίηση και ιδεολογία», εκδόσεις Κέδρος.
3) Τάκης Καγιαλής για το βιβλίο «Η επιθυμία για το μοντέρνο: Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
4) Διονύσης Μαγκλιβέρας για το βιβλίο «Η ζωή ως διαδρομή: Δοκίμια αιχμής», εκδόσεις των Φίλων.
5) Παναγιώτης Μουλάς για το βιβλίο «Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα», εκδόσεις Σοκόλης.

Ε. Υποψήφιοι για το Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας:

1) Γιώργος Βέης για το βιβλίο: «Έρωτες τοπίων: Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταϋλάνδη: Μαρτυρίες, μεταφορές», εκδόσεις Κέδρος.
2) Αναστάσης Βιστωνίτης για το βιβλίο: «Λογοτεχνική γεωγραφία. Τόποι, πόλεις,
άνθρωποι», εκδόσεις Μεταίχμιο.
3) Σταύρος Ζουμπουλάκης για το βιβλίο: «Στη σκηνή του κόσμου: Από το Βελιγράδι
στην Τεχεράνη», εκδόσεις Εστία.
4) Μαρία Καραβία για το βιβλίο: «Το ημερολόγιο του Λονδίνου: Σημειώσεις από την
εποχή της δικτατορίας», εκδόσεις Άγρα.
5) Αθανάσιος Καραθανάσης για το βιβλίο: «Σε λένε Σμύρνη, Φώκαια, Σερέκιοϊ,
Μαινεμένη, Σαγγάριο. Στην ιστορία και τον Χαλασμό», εκδόσεις Κυριακίδη.
6) Βασίλης Τζανακάρης για το βιβλίο: «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια
που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.



Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν:

1) Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Πρόεδρος, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, Συγγραφέας.

2) Δημήτριος Λαμπρέλης, Αντιπρόεδρος, Καθηγητής Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Συγγραφέας.

3) Γεώργιος Ανδρειωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

4) Γεράσιμος Ζώρας, Καθηγητής του Τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο τη Συγκριτική Λογοτεχνία.

5) Κώστας Μπουρναζάκης, Συγγραφέας.

6) Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος, Λογοτέχνης και Θεατρικός Συγγραφέας.

7) Κώστας Σοφιανός, Κριτικός Λογοτεχνίας, Ποιητής.

8) Χαρίκλεια Δημακοπούλου, Κριτικός Βιβλίου, Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Νομικής.

9) Λώρη Κέζα, Κριτικός Βιβλίου.


Για μερικές κατηγορίες, έπαιξε ρόλο η πολύ κακή βραχεία λίστα, που έβγαλε έξω βιβλία τα οποία άξιζαν περισσότερο και από τα βραβευμένα. Τέλος πάντων.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008

«Επιτάφιος» για τον Αλέξη

«Τα ίδια σ****ά είναι όλοι τους... ντρέπομαι που γεννήθηκα σ' αυτό το κράτος!!! Ντρέπομαι. Αχρηστοι όλοι τους να κάνουν καλό σ' αυτόν τον τόπο» μού έγραψε στο προηγούμενο ποστ μου ο Antoine.
Και πώς να μη ντρέπεται;
Το μόνο που με κάνει να συγκινούμαι ακόμη (μέχρι δακρύων μάλιστα) είναι οι άγουρες, ασυντόνιστες, παιδικές φωνές που φτύνουν στα μούτρα των υπαίτιων το σύνθημα: Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Το μόνο που με κάνει να ελπίζω είναι ότι τα παιδιά βγήκαν στους δρόμους. Είναι ότι αρθρώνουν τον δικό τους Λόγο, στέλνοντας ανοιχτή επιστολή στους βουλευτές, όπως το 6ο Λύκειο Καλλιθέας. Αλλά και πάλι φοβάμαι ότι όλα έχουν χαθεί, ή, χάνονται...
Αν ζούσε ο Γιάννης Ρίτσος θα ψιθύριζε τους στίχους του από τον Επιτάφιο: Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου... Στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που αύριο θα αποχαιρετήσουμε για πάντα, το χειρόγραφο του ποιητή:










Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008

Αιώνια 15 ετών

Σεφέρης και πάλι. Ένα παιδί 15 χρονών δολοφονήθηκε. Και κάνουν όλοι ότι δεν κατάλαβαν. Και σε λίγο θα βγάλουν τον δολοφόνο τρελό και όλα θα τελειώσουν. Και εμείς κοιμόοοοοοομαστε. Οι πνευματικοί ταγοί μας πρώτα απ' όλους- δεν λέω για τους πολιτικούς, καμιά εμπιστοσύνη δεν τους είχα, έτσι κι αλλιώς.
Αλλά ο ποιητής το λέει: «δεν χρειάζεται μακρύ καιρό/ το κακό για να σηκώσει το κεφάλι». Μπορεί να το είπε για την Κύπρο, όμως ταιριάζει παντού.
Ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι. Τι θα πούμε τώρα στους γονείς του, εμείς που επιτρέψαμε στην αστυνομία να δρα ανεξέλεγκτα ενώ είναι ανίκανη για τα αυτονόητα (να υπερασπίσει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών;
Σεφέρης, λοιπόν. Διαμαρτύρομαι.


Δεν αργεί να καρπίσει τ'αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσος τις ἔστι...

Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008

Επί ασπαλάθων- και πράσινα άλογα;

Τα τελευταία χρόνια τείνω να παγιώσω την άποψη πως πολλά από εκείνα που θεωρούμε τυχαία στη ζωή, δεν είναι. Σας έχω ξαναπεί ότι ποιητής της ζωής μου είναι ο Σεφέρης, δεν έτυχε όμως να σας μιλήσω για τον «κεραυνοβόλο έρωτα» που με κατέλαβε μόλις διάβασα την ποίησή του, εκεί κάπου στα 15- 16 μου. Και τον Ρίτσο τον αγάπησα βαθιά με την πρώτη ανάγνωση, δεν το κρύβω, αλλά ο Σεφέρης ήταν πάντοτε κάτι διαφορετικό.
Χρόνια μετά (δεκαετίες δηλαδή) που έχω συνειδητοποιήσει την κοινή μικρασιάτικη καταγωγή μας, κατανοώ πολλά και μελετώ ακόμη περισσότερα. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι γνωρίζω το έργο του, το οποίο με απασχολεί περίπου 35 χρόνια.
Ο Ανδρόνικος έκανε στο σχολείο το γνωστό ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Κλήθηκα λοιπόν από την αδελφή μου να του πω μερικά ενισχυτικά στοιχεία, επειδή έδινε διαγώνισμα. Παραθέτω το ποίημα πρώτα:

«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι".

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»

31 του Μάρτη 1971


Ο φίλος μου Νίκος Σαραντάκος γράφει: «Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).»
Αναθυμούμενη αυτό το υπόβαθρο του ποιήματος, θυμήθηκα και την περίφημη δήλωση του ποιητή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα πρώτα χρόνια, είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, ενάμιση πριν από τον θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»

Ακούστε τη δήλωση εδώ στα Παραθέματα Λόγου.
Διαβάστε περισσότερα για εκείνον στο Ανεμολόγιο
Ο Ανδρόνικος μού είπε πως οι εργασίες που τους έχουν βάλει στο Λύκειο δεν σχετίζονται με τέτοια στοιχεία, αλλά αφορούν μονάχα σε ποιητικούς τρόπους, λέξεις, και άλλα τέτοια. Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα αντιμετωπίσω ένα ποιητικό έργο με πολιτικά κριτήρια, επειδή πολλά έχουν δει τα μάτια μου ως προς τέτοιες συμπεριφορές και ξέρω τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιο ποίημα, με τόσο σημαντικές πολιτικές (δημοκρατικές δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ) αναφορές, δεν θα έπρεπε να διδαχθεί και ανάλογα; Διδάσκεται λοιπόν το Ολον, αυτό που κάνει τον χρήσιμο πολίτη, ή…

Τι λέτε παιδιά από το 6ο λύκειο Καλλιθέας που έχετε ασχοληθεί με τον Σεφέρη στο μπλογκ σας; Εχω άδικο;

Κι εσείς αγαπημένα (και βραβευμένα, για να μην ξεχνιόμαστε) παιδιά της Χουακίνα, έχετε άποψη;
Τέλος, μικρή μου Amazone, εσύ τι νομίζεις;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008

Ο Γιάννης Ρίτσος και το Πολυτεχνείο

Ο Νοέμβριος του 1973 ήταν γλυκός. Ενα λεπτό, κόκκινο, ζακετάκι πάνω απ’ τη μαθητική ποδιά αρκούσε. Η Ανθούλα σε ξεσήκωσε να πάτε από το Νυχτερινό Γυμνάσιο της Χέυδεν, όπου φοιτούσε (νυν «κατάληψη» και ερείπιο) στο Πολυτεχνείο. Είχε ακούσει πως εκεί λάμβαναν χώρα σπουδαία πράγματα.
Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.
Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συλληφθεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, όπως χιλιάδες άλλοι Αριστεροί και δημοκράτες σε όλη τη χώρα. Εϊχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο, όμηρος του στρατιωτικού καθεστώτος, και από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο.
Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...
Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.
Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών.
Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.



Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.
Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια.
Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.

Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2008

Να με θυμόσαστε- είπε

Ενδεκα Νοεμβρίου. Σαν αύριο. Δεκαοκτώ χρόνια πριν. Ο Γιάννης Ρίτσος μας αποχαιρέτησε για πάντα. Ακόμα και τώρα, δεν βρίσκω τις λέξεις. Δεν μπορώ να πω «πέθανε» αν και, πια, το έχω αποδεχτεί.
Ενδεκα Νοεμβρίου (24 με το νέο ημερολόγιο) του 1921 είχε «φύγει» η πολυαγαπημένη του μητέρα, όταν εκείνος ήταν μόλις δωδεκαετής. Σύμπτωση; Υποπτεύομαι πως στη ζωή δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Το 2009 είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ο λόγος που χάθηκα τόσον καιρό είναι ακριβώς το Ετος Ρίτσου, όπως έχει κηρυχθεί η επόμενη χρονιά. Με την ειδική επιτροπή που έχει συσταθεί στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, αλλά και με άλλους φορείς, από το Μουσείο Μπενάκη και μέχρι τον Σύλλογο Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, οργανωνόμαστε.
Από τα μπλογκ περιμένω, φυσικά, μεγάλη βοήθεια για τον χώρο του Διαδικτύου. Ο,τι έχετε στο μυαλό σας μπορείτε να μου το καταθέσετε είτε ως σχόλιο είτε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, ώστε το Ετος να είναι αντάξιο του ποιητή- και να μη γίνει το μαυσωλείο του, αλλά η αφετηρία μιας νέας προσέγγισής του.
Ως αρχή, ένα ποίημα από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που υπάρχει στο βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (εκδόσεις Κέδρος). Θα ακολουθήσουν και άλλα ποιήματα σε χειρόγραφο, από την 1η Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, να τον θυμόμαστε...




Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008

Μετά από πρόσκληση της Χουακίνα

Τα τρομερά παιδιά της Χουακίνα θέλουν να γίνουν τζίνι στη θέση του τζίνι (άκλιτο μένει αυτό;) και έτσι με προσκάλεσαν να πάρω μέρος σε ένα μπλογκοπαίχνιδο με τρεις ευχές.
Μία για μένα
Μία για κάποιον άλλον
Και μία για τον εχθρό μου.

Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Για μένα

Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ ν' αντέξω.


Για τους άλλους,

Θεέ μου, δώστους υπομονή... τώρα!

Για τους εχθρούς μου:

Θεέ μου, τιμώρησέ τους να περάσουν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ένα μήνα από τη ζωή τους- κανονικό ωράριο, όχι πήγα, είδα αφ' υψηλού και απήλθα.

Λεπτομέρεια: είμαι άθεη!!!

Δευτέρα, Αυγούστου 11, 2008

Μνήμη Μαχμούντ Νταρουίς






«Φεύγει ένας ένας. Φεύγουμε. Φεύγουν.
Ερχονται οι άλλοι, που δεν ξέρουν, δε θυμούνται,
Κοιτάνε αλλού, σχεδιάζουν άλλα, ακολουθώντας
Ανυποψίαστοι τον ίδιο δρόμο(...)»

Γιάννης Ρίτσος, «Στην ιερή μνήμη της Νανάς Καλλιανέση»



Οταν τον γνώρισα είχε περίπου τα χρόνια του Χριστού και την ομορφιά σταρ του κινηματογράφου. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, οι Παλαιστίνιοι είχαν ηττηθεί στον Λίβανο, εγκατέλειψαν τη Βυρηττό παραδίδοντας τα όπλα τους- πικρό καλοκαίρι, όπως κάθε καλοκαίρι του πολέμου. Αλλά εδώ, τους έδιωχναν. Και στις ψυχές μας είχαν ξυπνήσει οι εφιάλτες του δικού μας εμφύλιου, της μικρασιατικής καταστροφής, του χθες με τις νωπές ακόμα πληγές που μάς τυραννούσαν.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς μπήκε στο θέατρο με το καλοραμμένο γαλλικό του κοστούμι (θαρρώ έμενε τότε στο Παρίσι, ίσως και όχι, η μνήμη βλέπετε...) και είδα με τα μάτια μου Παλαιστίνιους να κλαίνε και μόνο στη θέα του. Μαζί του ο Γιάννης Ρίτσος. Είχαν έρθει να διαβάσουν ποιήματά τους. Ενα γλυκό φθινοπωρινό βράδυ στην Αθήνα, που έκανε ακόμα πιο αβάσταχτη την εξορία, το κυνηγητό.
Ξεκίνησε ο Ελληνας ποιητής, σε μια επίδειξης αβροφροσύνης. Διάβασε, αν θυμάμαι καλά, τις «Πέντε στιγμές του Λιβάνου» γραμμένες εν θερμώ κατά τα γεγονότα και δεν ξέρω τι άλλο. Θύελλα χειροκροτημάτων και αγάπης. Τους επιβεβαίωνε την πίστη τους. Τους βοηθούσε να σταθούν ορθοί. Ορθιοι κι εκείνοι τον ευχαρίστησαν.
Κι έπειτα, ανέβηκε ο Νταρουίς. Εβλεπα γυναίκες να σκουπίζουν ασταμάτητα τα μάτια τους. Ανδρες με επιδέσμους να σηκώνονται και να σφίγγουν τις γροθιές τους. Παιδιά να παρακολουθούν προσηλωμένα. Ακουγα να φωνάζουν τους στίχους του. Εκεί έμαθα την αραβική λέξη «όχι», από τα πλήθη που κραύγαζαν «λα» και πάλι «λα» όταν τους ρωτούσε αν θα υποταχθούν, αν τα σταματήσουν να αγωνίζονται για ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, αν θα ξεχάσουν.
Το κοινό είχε πυρποληθεί από τα λόγια του, από τα ποιήματά του. Ποτέ κανείς από τους ποιητές που έχω παρακολουθήσει να διαβάζουν ζωντανά, δεν είχε από κάτω πιο ενθουσιώδες, πιο επαναστημένο, πιο παλλόμενο ακροατήριο. Ετσι έμεινε στη μνήμη μου. Και στην καρδιά μου.
Ο Νταρουίς, η ποιητική φωνή των Παλαιστινίων, δεν ζει πια. Εφυγε στο Χιούστον, κατά την διάρκεια επέμβασης ανοιχτής καρδιάς, στην οποία σημειώθηκαν επιπλοκές. Ηταν 67 ετών και θεωρούνταν κορυφαίος Αραβας ποιητής, μαζί με τον Αδωνη. Η Παλαιστίνη κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος και αποφάσισε να τον θάψει στη Γαλιλαία, στα παλαιστινιακά εδάφη, όπως ζήτησε και η μάνα του.
Ο Νταρουίς, βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1983) αλλά και βραβείο Καβάφη (1993) είχε γεννηθεί το 1942 σε ένα παλαιστινιακό χωριό κοντά στη Χάιφα, που σήμερα ανήκει στα ισραηλινά εδάφη. Στα 18 του εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Πουλί χωρίς φτερά», στην οποία περιλαμβανόταν και το περίφημο ποίημα «Στοιχεία ταυτότητας»:

«Τώρα μόνο μπορώ να μιλήσω
Και δηλώνω...
Γράψε
Είμαι Αραβας
Αριθμός ταυτότητας
50.000
Εχω οκτώ παιδιά και το έννατο έρχεται το καλοκαίρι.
Θύμωσες;
Εργάζομαι με συντρόφους σε λατομείο
Από τις πέτρες βγάζω
Τα ρούχα τους
Το ψωμί τους
Λαο τα Γράμματά τους
Δεν εκπλιπαρώ ούτε εσένα ούτε τα παλάτια
Των υπρετών σου.
Ο παππούς μου
Μου έμαθε την αξιοπρέπεια
Πριν μου μάθει Γράμματα.
Είμαι Αραβας.
Θύμωσες;»


Εξέδωσε ακόμη 21 ποιητικές συλλογές εκ των οποίων η τελευταία, «Οι εντυπώσεις της πεταλούδας» κυκλοφόρησε το 1982. Πολλά ποιήματά του, όπως η «Ρίτα» έχουν γίνει τραγούδια και μεγάλωσαν δύο γενιές Αράβων ενώ ήταν ο συγγραφέας της Διακήρυξης για τη δημιουργία του Παλαιστινιακού κράτους που διάβασε το 1988 ο Γιασέρ Αραφάτ. Διωκόμενος πολλές φορές, έζησε χρόνια σε αυτοεξορία από τη Μόσχα μέχρι την Αίγυπτο και τον Λίβανο. Ήταν εκλεγμένο μέλος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) από το 1987 αλλά παραιτήθηκε από την οργάνωση το 1993 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπογραφή των συνθηκών του Όσλο. Το 1996 εγκαταστάθηκε στη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, στα ελεύθερα παλαιστινιακά εδάφη.
Τον Απρίλιο του 2002 σε μια όξυνση του παλαιστινιακού, στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στο πολιτιστικό κέντρο Ζαλίλ Σακατίνι, στα περίχωρα της Ραμάλα, που διηύθυνε ο ίδιος ο εθνικός ποιητής των Παλαιστινίων. Αφού λεηλάτησαν το κτίριο και άρπαξαν αρχεία, έγγραφα και έργα τέχνης, έβαλαν δυναμίτιδα και το ανατίναξαν, μετατρέποντάς το σ' ένα άμορφο σωρό από χαλάσματα.
Η δυνατή ποιητική φωνή του, συντρόφεψε τους συμπατριώτες του σε όλες τις δύσκολες και οδυνηρές στιγμές τους:

«Σφίξτε μου τα σχοινιά/ απαγορέψτε μου και τα τετράδια και τα τσιγάρα,/ κλείστε το στόμα μου με χώμα. Το τραγούδι/ είναι το αίμα της καρδιάς/ τ' αλάτι του ψωμιού/ το νερό του ματιού/ γράφεται με τα νύχια, το λαρύγγι και τα μάτια.../ θα το λέω/ στο κρατητήριο/ στην τουαλέτα/ και στο στάβλο/ με χειροπέδες, κάτω από το βούρδουλα/ κάτω από τα δεσμά των αλυσίδων./ Πουλιά μυριάδες πάνω στης καρδιάς μου τα κλαδιά/ πλάθουνε το μαχόμενο τραγούδι».

Ο Νταρουίς, αν και ήταν υπέρ της συνύπαρξςη ισραηλινών και παλαιστινίων, κατηγορήθηκε ωστόσο από ένα ποίημά του ότι προέτρεπε τους ισραηλινούς να φύγουν. Το ποίημα διαβάστηκε στην Κνεσέτ (βουλή) το 1988 από τον πρωθυπουργό Γιτζάκ Σαμίρ και ερμηνεύτηκε κατά γράμμα, όχι σαν ένα (σπουδαίο) έργο τέχνης, όπως και είναι:

«Ω εσείς οι περαστικοί στις λέξεις, τις στιγμιαίες
Μαζέψτε τις αυταπάτες σας
Σ’ ένα παρατημένο χαντάκι
Και φύγετε
Γυρίστε το δείκτη του χρόνου
Στους καιρούς του «Χρυσού Μόσχου»
Και φύγετε
Εχουμε εδώ για σας
Ο,τι δεν επιθυμήσατε
Και ό,τι δεν είχατε
Εναν λαό που ματώνει για πατρίδα
Και μια πατρίδα που ματώνει για τον λαό της
(...)
Φύγετε από το σιτάρι μας
Από τη θάλασσά μας
Από τον αέρα μας
Από τη γη μας
Από το αλάτι μας
Από την πληγή μας»



Δύο εξαιρετικές αναφορές έχει το μπλογκ Νόστος. αυτή και αυτή
Επίσης, στο πανεπιστημιακό αυτό σάιτ βρήκα μεταφράσεις δύο ποιημάτων του.

H Abttha έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο
Οπως και ο Allou Fun Marx παλαιότερα.

Κι άλλα ποιήματά του εδώ

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2008

Ο Υγρός Χρόνος της Ελένης Γκίκα

«Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω;» που θα ρώταγε και ο τραγουδιστής. «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;» που θα έλεγε και ο Σεφέρης. Και τελικά, πώς κερδίζεις την αυτογνωσία; Μέσα και από τον Αλλον, στα σίγουρα.
Εν αρχή λοιπόν ην όχι ο Λόγος της Βίβλου, αλλά το Υδωρ. Ζωοδότης και ζωογόνος ο Υγρός Τόπος αποτελεί την απαρχή κάθε βίου. Πριν και από τους Χλωρούς Παραδείσους της παιδικής ηλικίας, υπάρχει η θάλασσα της Μόλις Υπαρξης. Εκεί, στη σκοτεινή όσο και ζεστή κοιλιά της μητέρας, τη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή. Μήπως σε αυτήν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας;
Εκεί επιστρέφει και ο ήρωας στον «Υγρό χρόνο» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις «Αγκυρα»). Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Βρέθηκε πνιγμένος, ναι. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όμως αυτός;
Σε ένα φίνο έργο όπως αυτό το μυθιστόρημα, η τραγική ειρωνεία δεν μπορεί να απουσιάζει. Ισως και να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Ισως και να θέλουν να μοιρολογούν έναν άλλον. Ισως και να είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα. Τόσο διαφορετικός από τον Αλλον, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Εδώ όμως η κάθαρση δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα ήταν να μην είναι. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου.Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Ενας άντρας που φοβόταν τις θύελλες, μα είχε δίπλα του γυναίκες θυελλώδεις (ή μήπως ΜΙΑ γυναίκα που δανείζεται μορφές κι ονόματα για να παρακολουθήσει τα χίλια πρόσωπά του ως πιστή Πηνελόπη και ως Μήδεια; Οχι, δεν έχει φόνους ο «Υγρός Χρόνος». Ο μόνος που «φονεύεται» εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χρόνος, ο οποίος θυσιάζεται προς χάρην της Μνήμης, της Μνημοσύνης, της Μήτιδας (άρα και της σοφίας, σύμφωνα με τους αρχαίους).
Παράλληλα Σύμπαντα που έχει έρθει η ώρα να συναντηθούν, να αποκτήσουν τομές, κοινές στιγμές, κοινά (ματαιωμένα ή διαψευσμένα) όνειρα. Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ταυτοχρόνως, αποκαλύπτουν το στέρεο βάθρο επάνω στο οποίο τόσα χρόνια πατά η Ελένη Γκίκα στις προσωπικές περιπλανήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ενα μικρό διαμάντι είναι ο «Υγρός Χρόνος». Με τέλεια δόση συναισθήματος- αποστασιοποίησης, με έξοχη πλοκή, με συναρπαστικό γράψιμο. Με πηγές που αναβλύζουν υποδορείως όπως και μέσα από την καρδιά και γεμίζουν αναζωογονητική δύναμη το βιβλίο, του οποίου η πνοή είναι σπουδαία. Στ’ αλήθεια. Καμία σχέση δεν έχει ότι καθόμαστε δίπλα στο γραφείο και ότι την αγαπώ. Οταν το διαβάσετε, θα συμφωνήσετε μαζί μου.