Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007

Τάσος Λειβαδίτης: Μια ποίηση καμωμένη για πάντα

«Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο- με τα μαραμένα φύλα και τις εξεγέρσεις».

«Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ’ ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εδώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα// να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.»

Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου 1988 όταν ο Τάσος Λειβαδίτης μας αποχαιρέτισε για πάντα. Κρατήσαμε τους σπουδαίους στίχους του, που πολλά είχαν προείπει:
«Ομως εδώ τελείωσα. Ωρα να φύγω. Οπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Ετσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.»

Δεν είχε φανταστεί (ή μήπως είχε;) ότι τα φαντάσματα της ζωής του θα πολλαπλασιάζονταν τόσο δραματικά μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα από τον θάνατό του. Η περιπέτεια του Οράματος που έφτασε να γίνει δοκιμασία, οι καταρρεύσεις που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, οι ταχύτατες αλλαγές σε κώδικες συμπεριφορών και κοινωνικούς χάρτες, στοιχεία απρόβλεπτα ακόμη και για τους υποψιασμένους, άλλαξαν πολλά δεκαεννιά χρόνια μετά. Ηδη, μόλις ένα- δυο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, ο «μη υπάρξας» (και διόλου «υπαρκτός») σοσιαλισμός είχε εκμετρήσει το ζην.
Αλλά, εκείνος το γνώριζε κατά βάθος ότι μονάχα ο Δίκαιος Χρόνος («αυτός που μαραίνει τον έρωτα και ωριμάζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή/ και ταξιθέτης του σύμπαντος τοποθετεί τον καθένα στη θέση που του ανήκει») σε δικαιώνει ή σε στέλει ανάμεσα «στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» (κατά τον Καρυωτάκη). Ο Δίκαιος Χρόνος, λέει, σήμερα, για τον Τάσο Λειβαδίτη πως υπήρξε ένας δημιουργός μείζον. Οχι παραγνωρισμένος, ευτυχώς, ούτε όμως και τόσο αναγνωρισμένος όσο θα έπρεπε.
Καθώς η αισθητική αλλάζει, ο Δίκαιος Χρόνος είναι που «νομοθετεί άσφαλτα στο χρηματιστήριο των αξιών». Αλλά ποιες είναι οι αξίες σήμερα; Και πόσο έχουν αλλάξει από την εποχή εκείνων που ονειρεύτηκαν μιαν άλλη Ελλάδα και έδωσαν τα πάντα γι’ αυτό τον σκοπό;
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας από τους τελευταίους ποιητές που ακολούθησαν το συλλογικό όραμα, έστω και αν αυτό σήμαινε δραματικές περιπέτειες. Περιπέτεις όχι μονάχα με την έννοια των εξοριών και των διώξεων, αλλά και με εκείνη των εσωτερικών αναταράξεων. Ο άνθρωπος που οραματίστηκε έναν καλύτερο κόσμο, δεν πικράθηκε και λίγο όταν, πολύ σύντομα, κατανόησε την ουτοπία αυτού του οράματος. Ούτε όμως έχασε την πίστη του όταν η αμφιβολία άρχισε να διεισδύει στο όραμα και να κάνει εκείνους που ακολουθούσαν το όνειρο περισσότερο ανεξάρτητους. Ας σκεφθούμε όμως πόσο στοιχίζει κάθε αποκοπή: ο ομφάλιος λώρος, ο απογαλακτισμός, η ενηλικίωση. Πόσες βεβαιότητες αφήνεις πίσω σου για πάντα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν υπήρξε μονάχα ένας αιρετικός της Αριστεράς. Υπήρξε διαφορετικός. Γνωρίζοντας πόσο εξίωξαν στον χώρο αυτόν τους αιρετικούς, μπορούμε να φανταστούμε πόσο πλήγωσαν τους διαφορετικούς. Αλλά ο ποιητής δεν έζησε ποτέ εν αντεπιθέσει. Εν θέσει, έζησε.
Ολα αυτά δέθηκαν με την δημιουργία του. Δεν έγραφε μανιφέστα, ποιήματα έγραφε. Μέσα από τους στίχους του είπε τον Κόσμο όπως τον προσελάμβανε, περιέγραψε τον Ανθρωπο και τις περιπέτειές του. Η μάχη της καθημερινότητας ήταν εξίσου σπουδαία με τις μάχες του κινήματος και τα παιδικά χρόνια το ίδιο εκστατικά με τις στιγμές που αξίζει να λέγεσαι Ανθρωπος. Εστω και αν η μοναξιά καραδοκεί πάντοτε.
Γιατί ο κόσμος του ποιητή, όπως είχε σημειώσει και ο αξέχαστος φίλος μου Χρίστος Χειμάρας, «είναι ο κόσμος της ταπείνωσης και της εξουθένωσης. Είναι ένας κόσμος πίκρας και ματαιότητας». Και ο Τάσος Λειβαδίτης πολύ πόνεσε, πολύ βασανίστηκε, πολύ ταλαντεύτηκε και πολύ πόνεσε στη ζωή του. Αλλιώς πώς θα μας είχε δώσει τόσο ωραία ποιήματα;
Βιογραφικά στοιχεία του θα βρείτε στις εκδόσεις Κέδρος
Και εδώ
Ηχογραφημένη η φωνή του εδώ

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Μίλαν Κούντερα: η ζωή ήταν αλλού;







Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, λένε. Ούτε και ο Μίλαν Κούντερα. Μόλις φέτος η πατρίδα του, η Τσεχία, αποφάσισε να του δώσει το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Δεν θα πάει να το παραλάβει, είτε επειδή δεν αντέχει συναισθηματικά είτε διότι τα τελευταία χρόνια σπάνια κάνει δημόσιες εμφανίσεις- και στην πατρίδα του πηγαίνει μόνο ινκόγκνιτο. Η ηλικία του άλλωστε (γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929) μάλλον δεν του επιτρέπει ούτε φορτίσεις ούτε ταξίδια.
Ο Κούντερα έχει γεννηθεί στο Μπρνο της τότε Τσεχοσλοβακίας και νυν Τσεχίας σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν μαθητής του Λέος Γιάνατσεκ και διηύθυνε στη γενέθλια πόλη του τη μουσική ακαδημία που φέρει το όνομα του συνθέτη από το 1948 μέχρι το 1961. Ο γιος του έμαθε πιάνο και σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Τι του έμεινε από αυτό; Μια αίσθηση μουσικότητας και η συνήθεια να χρησιμοποιεί νότες αντί για τελείες στα γραφτά του.
Συνέχισε με σπουδές σκηνοθεσίας, αλλά και αυτές δεν τον οδήγησαν πουθενά. Εν τω μεταξύ, είχε κάνει μια μεγάλη κίνηση με συνέπειες που προς το παρόν ήταν απρόβλεπτες, αλλά στο μέλλον αποδείχθηκαν σοβαρές: μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας και βγήκε τάχιστα, μέσα σε δύο μόλις χρόνια (1948- 1950). Για την ακρίβεια, δεν βγήκε από μόνος του. Τον έδιωξαν για αντικομματικές ενέργειες…
Κι όμως, αυτή η μικρή περίοδος και τα συμβάντα της, επρόκειτο να του χαρίσουν την πρώτη μεγάλη επιτυχία του: «Το αστείο». Εστω και αν γράφηκε το 1967, αντλεί έμπνευση από αυτά.
Το 1956 τον ξαναδέχτηκαν στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος για να τον ξαναδιώξουν το 1970, αυτή τη φορά οριστικά. Με τον Βάτσλαβ Χάβελ και άλλους διανοουμένους προετοίμασαν την Ανοιξη της Πράγας, με προσπάθειες για βελούδινη ανατροπή ενός καθεστώτος που δεν ήξερε να συνομιλεί με τη διαφορετικότητα και τη διανόηση. Ηρθε όμως η σοβιετική εισβολή και τα σοβιετικά τανκς στην Πράγα και όλα τινάχτηκαν στον αέρα. Η Επανάσταση στις χειρότερες στιγμές της…
Ο Κούντερα αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην εισβολή και υπέστη τις συνέπειες. Τον απομόνωσαν, τον συκοφάντησαν, τον καταπίεσαν. Είδε και απόειδε, έφυγε το 1975 για τη Γαλλία. Στην πατρίδα του είχε ήδη εκδοθεί το «Η ζωή είναι αλλού». Στη νέα του πατρίδα έγραψε «Το βαλς του αποχαιρετισμού» (1976) «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (1979) την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (1984) την «Τέχνη του μυθιστορήματος» (1985). Ακολούθησαν βιβλία γραμμένα απευθείας στα γαλλικά, ανάμεσα στα οποία και η «Αθανασία». Η τσέχικη περίοδος είχε, ωστόσο, τελειώσει. Μαζί και η μεγάλη έμπνευση.
Τι θέλω να πω; Θα φέρω το παράδειγμα των δικών μας Αριστερών, έστω και αν οι ιδεολογικές τους αντιλήψεις ήταν διαμετρικά αντίθετες με του Μίλαν Κούντερα. Όμως, ζούσαν, όπως και εκείνος, σε μια μητριά- πατρίδα που τους κατεδίωκε. Παρότι τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να φύγουν και να πάνε σε φιλικές γι’ αυτούς χώρες, το αρνήθηκαν. Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο να μου λέει: «μακριά από την Ελλάδα δεν θα μπορούσα να ζήσω και να δημιουργήσω».
Ισως αν και ο Μίλαν Κούντερα είχε κάνει το ίδιο, η έμπνευσή του να είχε διατηρηθεί στα υψηλά επίπεδα. Ισως και όχι. Ποτέ δεν ξέρεις όταν πρόκειται για ανθρώπους, για τον Ανθρωπο. Τον τόσο θαυμαστό, τόσο μοναδικό, τόσο πολύπλοκο. Ισως πάλι να έχω άδικο και για την κάμψη του να ευθύνεται μονάχα η ηλικία και όχι το ότι απομακρύνθηκε ή και ολοκλήρωσε αυτά τα θέματα που τα λέω «τσέχικα». Θα επιμείνω, όμως. Διότι δεν μπορεί μετά την «Αβάσταχτη ελαφρότητα» να γέρασε ξαφνικά. Οι Γάλλοι, που έχουν τον όρο «depaysement» κάτι ξέρουν.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Pablo Neruda II

Ολα αυτά τα χρόνια, δεν ζει μόνος. Εχει παντρευτεί ήδη δύο φορές. Μία
με την Μαρία Αντονιέτα Χαγκενάαρ και μία με την Ντέλια ντελ Καρίλ. Λίγο μετά, και ενώ είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής κυκλοφορεί ανώνυμα το βιβλίο του «Οι στίχοι του καπετάνιου». Εκείνοι που λίγο γνωρίζουν τον ποιητή, θα πουν ότι το κόμμα του αντιτάχθηκε σ' αυτά τα ποιήματα αγάπης, δεν τα ενέκρινε. Αλλά γιατί; Μήπως το «Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο» δεν έχει ήδη προηγηθεί;
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και πολύ ανθρώπινη. Η καρδιά του
Νερούδα είναι πλέον αφιερωμένη στη Ματίλντε Ουρούτια, την τελευταία
αγάπη της ζωής του. Και το βιβλίο, το ίδιο. Αλλά ο ποιητής δεν θέλει να
το μάθει έτσι η Ντέλια, «η πιο γλυκειά σύζυγος, ένα νήμα από ατσάλι και
μέλι δεμένο επάνω μου, στα χρόνια που η ποίησή μου τραγουδούσε πολύ.»
Στο μεταξύ έχει επιστρέψει στη Χιλή, έχει εκλεγεί γερουσιαστής του
Κομμουνιστικού Κόμματος, δραπέτευσε στην Αργεντινή περνώντας από τις Ανδεις όταν αυτό κηρύχθηκε παράνομο, έχει ξαναγυρίσει στη χώρα του και η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Τα τρία βιβλία της «Διαμονής στη γη», το «Γενικό Ασμα » (Κάντο Χενεράλ), θα πυροδοτήσουν πολλές συζητήσεις για τη δημιουργία του. Μια δημιουργία- ποταμό, που κλείνει μέσα της έναν ατέλειωτο έρωτα για την πατρίδα και μια τεράστια μελαγχολία. «Μια αρρενωπή μελαγχολία, μια άφατη θλίψη κι ένα αίσθημα εγκατάλειψης και μοναξιάς μέσα στο χάος του κόσμου, κυριαρχούν» θα σημειώσει ο δικός μας Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος μιλά επίσης για «φρενιτιώδη φαντασία», για
«αποκαλυπτικό όραμα».
Ο «ερωτικός πατριωτισμός» του θα εκφρασθεί συχνά μέσα στην ποίησή του: «πότε θα ρθω, πότε θα ρθω/ πατρίδα μου να παντρευτώ με σένα/ πρασινομάτα και χιονόμαλλη,/ πότε θα ρθω-/ εκατομμύρια παιδιά να κάνουμε μαζί/ που θα μοιράσουνε τη γη στους πεινασμένους» γράφει. Και αλλού: «πατρίδα μου θέλω ν' αλλάξω ίσκιο./ Πατρίδα μου, θέλω ν' αλλάξω ρόδο./ Θέλω να περάσω το μπράτσο μου/ γύρω απ' τη σφιχτή σου μέση,/ να καθίσω στα πόδια σου/ τα θαλασσοψημένα.»
Η πρώτη διεθνής αναγνώριση, το «βραβείο Στάλιν» (και κατόπιν «Λένιν») έρχεται στα 1953. Η δεύτερη, η μεγαλύτερη που υπάρχει, στα 1972. Είναι το βραβείο Νόμπελ, το δεύτερο της Χιλής, που κάνει το Σαντιάγο να παραληρεί και να σημαιοστολίζεται. Ο Νερούδα θα ακολουθήσει την παράδοση της Γαβριέλα Μιστράλ. Υπάρχουν πολύ πιο άξιοι Χιλιανοί ποιητές για το βραβείο αυτό, είπε η Δασκάλα του, όταν της το έδωσαν, το 1945. «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή» είπε ο Πάβλο Νερούδα: «ο Γιάννης Ρίτσος».
Τα χρόνια εκείνα, χρόνια που η «Ουνιδάδ Ποπουλάρ» διακυβερνά τη χώρα, ο ποιητής, φίλος του Σαλβαδόρ Αλιέντε, βρίσκεται στο Παρίσι, ως πρέσβης της πατρίδας του. Οταν ακούει για την αρχή εθνικοποίησης των ορυχείων χαλκού, αρχίζει να ελπίζει και να αγωνιά. Η πρώτη ελαφριά καρδιακή κρίση είναι γεγονός. Η νοσταλγία επίσης. Επιστρέφει στη Χιλή με το πρώτο αεροπλάνο. Η κυβέρνηση Αλιέντε αντιμετωπίζει τα γνωστά τρομερά προβλήματα. Ο ποιητής παραμένει στην Ισλα Νέγκρα, άρρωστος βαρειά, μετά από αλλεπάλληλα καρδιακά επεισόδια και με τη λευχαιμία να τον καταβάλλει.
Μια «ελληνική» παρένθεση εδώ. Οταν ήταν στο Παρίσι, είχε ακούσει τρία κομμάτια από το «Κάντο Χενεράλ» του, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Βιαζόταν ν’ ακούσει ολοκληρωμένο το έργο, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του (εξόριστου από τη χούντα της Ελλάδας) συνθέτη στη Λατινική Αμερική. Θα απήγγειλε, μάλιστα, ο ίδιος, τα μελοποιημένα αποσπάσματα στη συναυλία του Μπουένος
Αϊρες. Η δραματική κατάσταση της υγείας του δεν του το επέτρεψε. Ο
Μίκης, αμέσως μετά τη συναυλία τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως οι
νέοι παραληρούσαν και φώναζαν το όνομά του. Ο Νερούδα ζήτησε συγνώμη που δεν μπόρεσε να πάει και υποσχέθηκε ν’ απαγγείλει στο Σαντιάγο.
Ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ιστορική συναυλία, τον Σεπτέμβριο του 1073, ο Μίκης δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον γραμματέα του Αλλιέντε, ο οποίος του ζητά να μην πάει εκείνες τις μέρες στη Χιλή, επειδή «υπάρχουν κάποια μικρά προβλήματα. Θα τα λύσουμε, -του είπε-, και σε μερικές μέρες θα σας καλέσουμε». Σε μερικές μέρες έγινε το πραξικόπημα. Η συναυλία αναβλήθηκε για είκοσι χρόνια. Τον Απρίλιο του 1993, που το έργο παρουσιάστηκε στο Σαντιάγο, οι ακροατές των δύο συναυλιών ήταν εξαιρετικά συγκινημένοι. Κλείνει η
παρένθεση.
Βρισκόμαστε πλέον στην 11η Σεπτεμβρίου 1973. Στη μέρα που εκδηλώνεται το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Το προεδρικό μέγαρο βομβαρδίζεται και ο πρόεδρος Αλιέντε δολοφονείται. Ορδές εισβάλλουν στην Ισλα Νέγκρα, ξυλοκοπούν τη Ματίλντε, αναστατώνουν τα πάντα, καίνε τα βιβλία του Νερούδα. Η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει δραματικά. Τον μεταφέρουν στο Σαντιάγο, στο νοσοκομείο, όπου και εκπνέει, τα ξημερώματα της 23ης Σεπτεμβρίου. Στην τελευταία κατοικία του τον συνοδεύουν ελάχιστοι φίλοι και αμέτρητοι φαντάροι με αυτόματα. Ο τύραννος τον φοβάται ακόμα και νεκρό.
Και έχει δίκιο. Ο τάφος του θα είναι κάθε μέρα στολισμένος με λουλούδια και το σπίτι της Ισλα Νέγκρα, που η Ματίλντε άφησε επίτηδες ανάστατο μετά την εισβολή, ως «ενθύμιον βαρβαρότητας», θα γεμίσει συνθήματα- αιτήματα ελευθερίας. Μόλις η δημοκρατία αποκαθίσταται (1992), τα οστά του ποιητή και της Ματίλντε μεταφέρονται στην Ισλα Νέγκρα και το σπίτι είναι πλέον μουσείο.
Ο Νερούδα στο μουσείο; Ακόμα κι αυτό μπορεί να συμβεί. Η αλήθεια είναι ότι τα ακρόπρωρα που ο ίδιος συνέλεγε, (όμορφες κόρες, από ξύλο, που «δακρύζει» με την υγρασία του χειμώνα), φαντάζουν άψυχα. Τα πολύχρωμα γυαλιά κάθε άλλο παρά χαρούμενα είναι. Η μαγική ατμόσφαιρα του μπαρ όπου ο ποιητής ντυμένος μπάρμαν κερνούσε τους φίλους του, δεν υπάρχει πια. Χωρίς τη γοητευτική παρουσία του ανθρώπου, όλα φαίνονται απόμακρα.
Κι ωστόσο κάτι μένει. Τα παιδικά του καμώματα, τα ψάρια, η ατμομηχανή, που στολίζουν τον κήπο, οι διακοσμητικές κρυστάλλινες σφαίρες, τα κοστούμια του, τα ημίψηλα καπέλα, αφήνουν τον επισκέπτη να υποπτευθεί κάτι από τη μυστηριώδη όσο και μυστηριακή παρουσία του ποιητή. Εκείνου που υπήρξε «ντροπαλός στα σαλόνια, Χιλιανός ως το κόκκαλο», εύκολος με τα παιδιά, δύσκολος με τους
επίσημους. Του Χιλιανού που...
Σταθείτε. Γι' αυτό το τελευταίο, ας μιλήσει ένας ανώνυμος Χιλιάνος. Ας
διαβάσουμε αυτή την επιγραφή, που λέει στα ισπανικά: «Ο Πάβλο δεν είναι Χιλιανός. Η Χιλή είναι Νερουδιανή». Τελεία.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Neruda requiem eternam





Οντα ούτως ή άλλως μυθικά, οι ποιητές περιβάλλονται πολλές φορές με
μύθους. Οι αγαπημένοι των θεών και των μουσών, εκείνοι που ξέρουν να
συνομιλούν με τα πουλιά, με τα φύλλα των δέντρων, με την καταιγίδα, με τους ωκεανούς, κάνουν τους ανθρώπους να αναζητούν γι' αυτούς πράγματα ακόμη πιο απίστευτα.
Σύμφωνα με τους μύθους που κυκλοφορούν για κείνον, εντός και εκτός
Χιλής, ο Πάβλο Νερούδα έλκει την καταγωγή από τους Ιντιος, την
καταπιεσμένη μειονότητα των ιθαγενών της χώρας του. Πολέμησε με το όπλοστο χέρι υπέρ της ισπανικής δημοκρατίας, όταν αυτή δοκιμαζόταν σκληρά. Η ποιητική του συλλογή «Ισπανία στην καρδιά» τυπώθηκε σε χαρτί που είχε γίνει από πολτοποιημένα ματωμένα πουκάμισα Ισπανών και από τις σημαίες των αντιθέτων.
Αλλά για μισό λεπτό! Το τελευταίο δεν είναι καθόλου μύθος! Είναι
αλήθεια, επιμένουν οι μελετητές του. Να, λοιπόν, πώς οι ποιητές, μέσα
από διάφορες συγκυρίες, φτιάχνουν οι ίδιοι τους μύθους τους. Αλλωστε,
υπήρξε κάτι στη ζωή του Νερούδα -τουλάχιστον- που να μην είναι μυθικό; Και τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, (23 Σεπτεμβρίου 1973) μήπως ο ίδιος δεν είναι και μύθος και σύμβολο για τη Χιλή; Μήπως οι άνθρωποι δεν περνούν ατέλειωτες ώρες σκαλίζοντας ή ζωγραφίζοντας το πρόσωπό του πάνω στους βράχους της Ισλα Νέγκρα, όπου ήταν το αγαπημένο του σπίτι και χρησιμοποιείται ως μουσείο
του;
Ο Νερούδα σε μουσείο; Θα το εξηγήσουμε κι αυτό. Ομως πρέπει να πάρουμετα πράγματα από την αρχή. Από τότε που το όνομα του ποιητή ήταν Ρικάρντο Νεφταλί Ρέγιες Βασοάλτο και ο ίδιος έμεινε, λίγες μόλις μέρες μετά τη γέννησή του, ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας, αγρότης,
αμπελουργός, εργάτης των σιδηροδρόμων αργότερα και «ασίκης μηχανοδηγός» κατά τους στίχους του μοναχογιού του, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα καλύτερο απ' το να μετακομίσει απ' το Παράλ στο Τεμούκο και να ξαναπαντρευτεί. Ετσι, έδωσε στον ποιητή και στην αδελφή του, Λάουρα, μια δεύτερη μητέρα, την οποία λάτρεψαν.
Η παιδική φαντασία καλπάζει πάντοτε. Ακόμα περισσότερο όταν συναντηθεί με τη φαντασία ενός μεγάλου που έμεινε παιδί- όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές. Ηταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, όταν γνώρισε «μια κυρία ψηλή και κακοντυμένη» που προσπάθησε να επικοινωνήσει βαθειά μαζί του- και το κατάφερε. Το όνομά της, Γαβριέλα Μιστράλ. Το πρώτο νόμπελ που θα έπαιρνε η Χιλή κάποιες δεκαετίες μετά.
Ετσι, τα μαθητικά τετράδια φιλοξενούν συχνά διαλόγους με ερπετά και με έντομα, πρωτάκουστες ιστορίες για τους Ιντιος και για τους Χιλιάνους. Ο πατέρας -τι θέλατε να κάνει;- σκίζει συνέχεια. Επιθυμεί ο γιός του να γίνει κάτι «χρήσιμο», αρχιτέκτονας ή δικηγόρος, όχι παραμυθάς. Αλλά εκείνος επιμένει. Δεκαέξι χρονών θα πάρει μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό, με το ψευδώνυμο Πάβλο Νερούδα, το οποίο θα χρησιμοποιεί από τότε. Το «επισημοποιεί» στο «Κρεπουσκουλάριο», την πρώτη του ποιητική συλλογή, την οποία εκδίδει στα 1923, όντας φοιτητής της γαλλικής φιλολογίας. Η έκδοσή της θα του στοιχίσει το ρολόι, το μαύρο του κοστούμι και την ποιητική μαύρη κάπα, που θα κατατεθούν στο ενεχυροδανειστήριο.
-Και ποιός είναι αυτός ο Πάβλο Νερούδα; ρωτάει ο πατέρας όταν το βιβλίο πέφτει στα χέρια του.
-Είναι ένας συμφοιτητής μου που γράφει στίχους. Είμαστε φίλοι.
-Με τρελούς λοιπόν κάνεις παρέα;
Οτι ήταν τρελός για την ποίηση, ούτε συζήτηση. Και για τα ταξίδια,
το ίδιο. Επί δύο μήνες, όπως σημειώνει η αγαπημένη του Δανάη
Στρατηγοπούλου, ανεβαίνει και κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπουργείου Εξωτερικών, ζητά να διοριστεί πρόξενος. Ανακαλύπτουν μια τρύπα στον χάρτη με τις σημαιούλες που δείχνει τα προξενεία της Χιλής ανά τον κόσμο. Είναι στο Ραγκούν της Βιρμανίας. Επιβιβάζεται στο πρώτο πλοίο που πηγαίνει προς τα εκεί, επιβάτης της τέταρτης θέσης. Πρώτος μισθός, 160 δολάρια. Αντε να πληρώσεις ξενοδοχείο με αυτά. Ασκεί, λοιπόν, τον ξενοδόχο στην υπομονή.
Κολόμπο, Μπατάβια, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία. Γνωρίζει καλά τις συνέπειες της αποικιοκρατίας στους ντόπιους πληθυσμούς και μελετά, με μεγεθυσμένη την αγάπη του από την απόσταση, τον εθνικό πολιτισμό της χώρας του. Επιτέλους, τον μεταθέτουν στην Ισπανία. Εκεί τον ανακαλύπτει ως ποιητή η γενιά του 27.
Η πρώτη επαφή δεν θα τον χαροποιήσει και τόσο. «θεέ μου, τι μεγάλος, κακός ποιητής!» αναφωνεί ο Χιμένεθ. Ο Λόρκα θα φανεί πιο γενναιόδωρος. Θα τον χαρακτηρίσει ποιητή «με γυμνασμένες αισθήσεις, που ζει σ' έναν κόσμο τον οποίο ελάχιστοι μπορούνε να διακρίνουν.» Ποιητή «που βλέπει τη φιλοσοφία μέσ' απ' το θάνατο κι αντλεί έμπνευση κι έκσταση μέσα απ' τον ανθρώπινο πόνο, που γράφει πιο πολύ με αίμα, παρά με μελάνι.»
Ο Φεδερίκο έχει πέσει μέσα. Ο Πάβλο Νερούδα θα δηλώσει, πολλά χρόνια μετά: «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωή μου από εκείνους που υποφέρουν». Και θα τονίσει στους στίχους του: «Γιατί ο άνθρωπος είναι πλατύτερος από τη θάλασσα κι απ' τα νησιά της,/ και πρέπει να πέσεις μέσα του σα σ’ ένα πηγάδι/ για ν’ αναδυθείς από την άβυσσο με μια φλέβα μυστικό νερό/ και καταποντισμένες αλήθειες.»
Εκεί, στην Ισπανία, η Δημοκρατία κινδυνεύει. Ο Νερούδα θα κάνει
ό,τι μπορεί για να την υπερασπίσει. Εκεί, όπως θα εξιστορήσει ο ίδιος,
θα έρθει σε επαφή και με το κομμουνιστικό κίνημα. Εκεί θα τυπώσει τη συλλογή του «Ισπανία στην καρδιά». Η κυβέρνησή του θα τον ανακαλέσει σύντομα, θα τον στείλει στο Παρίσι. Το «Κάντο Χενεράλ», ως σύλληψη, είναι ένα γεγονός που αρχίζει να ριζώνει μέσα του.

Ομως, η έκταση του κειμένου είναι τόση, ώστε επιβάλλεται να επανέλθουμε.

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2007

Για το δικό μας «Κυκλάμινο» που γράφει και γιορτάζει

Είχα μια ιδέα, για τα γενέθλια της Κατερίνας που ξημερώνουν αύριο και είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή, να έχω με την πρώτη ένα «ναι» από alef μεριά. Ζεστό «ναι», γεμάτο τρυφεράδα και αγάπη. Από alef, λοιπόν, το πρώτο κείμενο. Το εξής:

Την γνώρισα πριν από ένα χρόνο ως «Κυκλάμινο του βουνού». Η αφορμή να φτάσω ως το βιβλίο της ήταν ο φίλος μου ο Reader. Ένα από τα βιβλία της. Διότι η «Ελπίδα», «Ανάσα» ή «Κυκλάμινο του Βουνού» που μας έκανε ν’ αγαπήσουμε το Πήλιο, είναι συγγραφέας. Για την αγάπη της μάνας της εξέδωσε για πρώτη φορά. «Γράμμα στη μάννα… με δυο ν», εξάλλου και πότε παύουμε να «γράφουμε» με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στη «μάννα»;


Η Κατερίνα Σταματίου- Παπαθεοδώρου που γεννήθηκε στη Ζαγορά, κι έγραφε από μικρή «γιατί το είχε απόλυτη ανάγκη», υπέγραψε ένα βιβλίο ύμνο ταυτόχρονα και ανοιχτή πληγή και το αφιέρωσε «σε όλες τις μάννες που έφυγαν, σε όλα τα παιδιά που έμειναν να τις θυμούνται».

Βιογραφικό, για να μην χαθούν ποτέ μέσα στο χρόνο τα ίχνη της δικής της μάνας. Ειλικρινές και βαθύτατα προσωπικό, διότι δεν γίνεται στο ουσιαστικό έργο η εμπλοκή να μην είναι προσωπική, έστω και με τρόπο υπαρξιακό ή συναισθηματικό. Κοινωνικό, επειδή αναφέρεται σε εποχές δύσκολες για πολύ κόσμο. Και σαφώς υπαρξιακό. Είναι ο γόρδιος δεσμός μας η μάνα. Ομφάλιος λώρος που δεν κόβεται ποτέ, ακόμα και όταν χαθεί εκείνη.

Γραμμένο πρωτοπρόσωπα το βιβλίο, σαν ανοιχτή επιστολή, ένα έχει σκοπό τελικά, να την αναστήσει.

Φινάλε θα κάνω με το τέλος της Κατερίνας αποκαλύπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τον λόγο της δικής μου μικρής αυτής ανοιχτής επιστολής:

«Σήμερα λοιπόν, 25 Αυγούστου 1994, ημέρα των γενεθλίων μου- μπαίνω στα τριάντα πέντε- ώρα δέκα παρά πέντε, βράδυ, ημέρα Πέμπτη, ζητάω από σένα γραπτώς την ευχή Σου.

… Επειδή μου είναι πολύ δύσκολο να πω αντίο, κι επειδή είναι πολύ φτωχή στο λεξιλόγιο για να σε χαιρετήσω, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός μεγάλου ποιητή:

Δεν πέθανες!

Αδιάφορο οι μήνες αν περνάνε.

Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε…

Όταν τους λησμονάνε» (Κώστας Ουράνης).

Προσθέτοντας και το ακόμα πιο συγκινητικό υστερόγραφο της Κατερίνας: «Αργότερα, ξημερώματα, όταν έκανα τις τελικές εκτυπώσεις, έβρεχε καταρρακτωδώς. Έκλαιγες πάλι. Το ξέρω».

Για το Κυκλαμινάκι μας, λοιπόν, την Κατερίνα ή «Ελπίδα» μας, μικρό κείμενο από καρδιάς από μια φίλη της στο μπλογκ μιας άλλης φίλης. Μαζί με τα χρόνια μας πολλά.

Κατερινάκι μου να έχεις την ευχή της, να σε χαιρόμαστε, να γράφεις και να μας αγαπάς, όπως μας αγαπάς.

Εαρινή μου, μπράβο που μου τα θύμισες όλα αυτά.

Και, Κατερίνα μου καλή, πίστεψέ με, τα βιβλία που γράφουμε με την καρδιά μας, κατορθώνουν και φτάνουν – να είσαι σίγουρη- στον ουρανό.

Και στην καρδιά μας. Κάπως εσύ κι εμείς σε γνωρίσαμε, σε αγαπήσαμε.



Συγκινημένο άλεφ λέμε!

Κατερινάκι, ευχές και φιλιά!

Εαρινή, πάμε Πήλιο;


Εδώ τελειώνει το αλεφικόν κείμενον. Και τώρα τι να απαντήσω; Και Πήλιο να πάμε alef μου και όλα να τα κάνουμε. Και να γράψω κι εγώ τα ταπεινά μου λόγια για το βιβλίο της Κατερίνας- μέσα από την ψυχή μου:

Τα παραμύθια έχουν ευτυχισμένο τέλος, γιατί αυτό θέλουν τα παιδιά. Οχι όμως και οι ιστορίες από τη ζωή, καθώς, πια, όταν έχεις μεγαλώσει, έχεις μάθει πόσο δύσκολα μπορεί να έρχονται κάποιες φορές τα πράγματα. Μπορεί κανείς να τις πει σαν παραμύθι, αλλά πάντοτε ξεχωρίζουν. Γιατί είναι αληθινές και, μερικές φορές, κρύβουν πολύ συναίσθημα: πόνο, θλίψη, πίκρα. Και χαρά, όμως. Ολα αυτά τα έχει το «Γράμμα στη μάννα... με δύο ν». Και έχει ακόμα περισσότερα. Εχει τη βαθειά σχέση μιας κόρης με τη μάννα της, σχέση σπάνια, που ακόμα και ο θάνατος δεν μπόρεσε να την καταλύσει. Εχει συγκίνηση και ειλικρίνεια. Εχει αγάπη.
Μια αληθινή ιστορία έχει το βιβλίο. Ξεφυλλίζοντας τα φύλλα του και τα φύλλα του Κυκλάμινου του βουνού (αυτό το ψευδώνυμο το είχε η Κατερίνα από τα νιάτα της όπως μας αποκαλύπτει)ένας ολόκληρος κόσμος στήνεται ξανά μπροστά στα μάτια μας. Ο κόσμος της δεκαετίας του '60, της τόσο σκληρής, ο κόσμος των επόμενων δεκαετιών, ο γεμάτος αγώνα για τη ζωή, ο κόσμος των ανθρώπων που πάλεψαν πολύ για να καταφέρουν όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα.
Ενα βιβλίο δικαιώνεται κατά βάσιν από την αισθητική του, όπως έχω πει επανειλημμένα. Ο χείμαρος ψυχής της Κατερίνας, δικαιώνεται από τις δυνατές περιγραφές του, από το όμορφο γράψιμο, από τις σπάνιες εικόνες, από τη συγκλονιστική αγάπη που κρύβεται πίσω από κάθε λέξη, από κάθε γραμμή, από κάθε σελίδα. Μακάρι να αγαπούσαν έτσι όλοι τους δικούς τους ανθρώπους. Ο κόσμος θα ήταν τόσο, μα τόσο καλύτερος...

Χρόνια πολλά, δική μας Κατερίνα. Να χαίρεσαι τον άνδρα, τα παιδιά σου και τα άλλα έργα των χεριών σου, ανάμεσα στα οποία είναι και τα υπόλοιπα βιβλία σου, και, βέβαια, τα υπέροχα μπλογκ σου. Και στο επόμενο βιβλίο. Το ξεκίνησες;

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007

Τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου

Πολύ πριν συνειδητοποιήσω την καταγωγή των προγόνων μου και συναισθανθώ πως έρχονταν από την αρχαία γη της Ιωνίας· πολύ πριν μάθω τις ιστορίες τους· πολύ πριν αντιληφθώ πόσα σήμαινε για την Ελλάδα η μικρασιατική καταστροφή, μια φράση ήτανε πάντοτε καρφωμένη στο μυαλό μου: «Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»
Είναι η καταληκτική φράση από τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Ενός βιβλίου που έμελλε να με σημαδέψει χωρίς, στην αρχή, να έχω κατανοήσει ότι η τραγική έξοδος του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν, για μένα, μια προσωπική εν τέλει ιστορία. Ετσι την αισθάνομαι μέχρι σήμερα, μαζί με όσους έλκουν την καταγωγή από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου- που σήμερα απομένουν στερημένα από την παρουσία των Ελλήνων. Τι κέρδισαν; Τι έχασαν; Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα το κρίνουν. Οσες φορές, όμως, βλέπω την γείτονα να είναι τόσο μα τόσο πίσω σε δημοκρατικούς θεσμούς και συνήθειες, μονολογώ: και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού, ανάμεσα σε τόσα άλλα, κι εμείς λείπαμε;
Δεν είναι άσκεφτα λόγια μιας απογόνου εκείνων, που τους θεωρεί μυθικούς. Είναι συμπεράσματα εκ του αποτελέσματος. Δεκαετίες μετά την πυρπόληση της Σμύρνης και την εθνοκάθαρση που (δυστυχώς για όλους) επιτεύχθηκε στις δύο χώρες, η πλειονότητα των στελεχών στα αριστερά κόμματα, αυτά που επαγγέλλονται την κοινωνική δικαιοσύνη, προέρχονταν απ’ τη Μικρά Ασία. Κάποια ήταν και από τον Πόντο- αυτό όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο, για το οποίο δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω, καθώς δεν το έχω μελετήσει.
Οπως είναι φυσικό, έχω διαβάσει αμέτρητους τόμους για τα τρομερά εκείνα γεγονότα του Σεπτεμβρίου (Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) του 1922. Από τα τελευταία, μάλιστα, είναι το βιβλίο του Μπρους Κλαρκ «Δυο φορές ξένος- οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία» (εκδόσεις Ποταμός) και το εξαιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ «Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919- 1922» (Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας). Το «Οραμα της Ιωνίας» δείχνει με πολλά και πειστικά ντοκουμέντα και με συμπεράσματα που προκύπτουν από ενδελεχή έρευνα ποιο ρόλο έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις. Πώς φθάσαμε στην εύθραυστη σαν πορσελάνη Συνθήκη των Σεβρών και τι έγινε μετά. Πώς από το ξεκίνημά της αυτή η εκστρατεία είχε πήλινα πόδια. Το «Δυο φορές ξένος» δείχνει πώς επιτεύχθηκε η εθνοκάθαρση και πόσο καταστροφική υπήρξε. Θα επανέλθω όμως σε αυτά, εν καιρώ.

Προς το παρόν, θέλω να επιστρέψω στο βιβλίο που με σημάδεψε και που εμπεριέχει όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει για το μικρασιατικό. Λέω για τα «Ματωμένα Χώματα» που κυκλοφορούν από τον «Κέδρο» εδώ και 45 χρόνια, πουλώντας σταθερά περίπου μια έκδοση τη χρονιά. Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου θα μοιραστεί, όπως είπε η υπουργός Παιδείας, στα παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού ως συμπλήρωμα για το Βιβλίο της Ιστορίας, περί του οποίου τόσος λόγος έχει γίνει. Και ορθώς θα μοιραστεί, επειδή αποτελεί την επιτομή όλων όσων πρέπει να γνωρίζει κανείς.
Δεν είναι, βεβαίως, παρά ένα λογοτέχνημα. Δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικού βιβλίου, επιστημονικού εγχειριδίου. Διεκδικεί τους επαίνους που δίκαια έχει: ενός βιβλίου συγκλονιστικού, το οποίο με τρόπους καθαρά λογοτεχνικούς, θέτει το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων και συναρπάζει.
Τα «Ματωμένα χώματα» είναι ένα βιβλίο απολύτως έντιμο, αφού μιλά χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για όσα έγιναν ανάμεσα στους δύο λαούς. Εξιστορεί, μέσα από την αφήγηση του Μανώλη Αξιώτη, του αγρότη νεαρού από τον Κιρκιντζέ, ενός χωριού κοντά στην Εφεσο, πώς άναψαν οι πρώτες σπίθες αντιπάθειας ανάμεσα στους Ελληνες και τους Τούρκους, πώς φούντωσαν οι πυρκαγιές, ποιοι τις συδαύλισαν έντεχνα (βασικά οι Γερμανοί) πώς έκαψαν τη Μικρά Ασία, τη φιλία και την αγάπη ανάμεσα στους δυο λαούς. Μιλά για όσα έκαναν οι μεν στους δε, αλλά και οι δε στους μεν. Με μια σπαρακτική απλότητα, που κάνει το μυθιστόρημα μεγαλειώδες:
«Νύχτα σκέπασε τη γη. Δεν ήτανε τούτος ο κόσμος πλασμένος από χέρι Θεού: Οχι, δεν ήτανε!» λέει η συγγραφέας σε μια από τις πιο δραματικές στιγμές. Δεν ήτανε. Γι’ αυτό και τόσο αίμα, τόσο δάκρυ, τόση φωτιά. Αλλά και η αγάπη για την πατρίδα που χάθηκε ανεπιστρεπτί, αμείωτη: «Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»



Ας μη μας ξεγελά η απλότητα. η Διδώ Σωτηρίου είχε στόφα μεγάλης συγγραφέως. Μ΄αυτό θέλω να πω ότι με κάθε άλλο παρά απλό τρόπο έγραψε. Σαν να δημιούργησε στο βιβλίο αυτό μια τεράστια ψιλοκεντημένη τοιχογραφία της εποχής και της περιοχής, με την κόκκινη κλωστή της Ιστορίας και της ιστορικής έρευνας να τη σημαδεύει από άκρη σε άκρη.
Τα «Ματωμένα Χώματα», που τα αγάπησα όταν ακόμη ήμουν στην εφηβεία μου, τα ξαναδιάβασα χθες θέλοντας να δω αν αντέχουν στον χρόνο. Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα πως πράγματι, αντέχουν. Τίποτα δεν έχει ξεθωριάσει. Η Διδώ Σωτηρίου έπλασε με τέτοια μαστοριά τους χαρακτήρες, παρουσίασε τόσο ζωντανά τα γεγονότα, έδωσε τόσο ζωηρά την ατμόσφαιρα της εποχής, που άνετα ένας σημερινός νέος τα διαβάζει. Αυτός ήταν και ο μόνος φόβος μου, που το βιβλίο τον εξάλειψε. Ολα αυτά που γράφονται και λέγονται από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα περί των δήθεν ωμών περιγραφών, τα ακούω βερεσέ. Πρόκειται για ελάχιστες περιγραφές, που δικαιολογούνται από το ίδιο το έργο, το οποίο και είναι το μόνο που νομιμοποιεί ή όχι τον συγγραφέα και τις προθέσεις του. Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις όσων φοβούνται τη δύναμη του βιβλίου και θέλουν να παραμείνουν στα εθνικιστικά τους στερεότυπα. Μονάχα αυτά δεν χρειάζεται η νέα γενιά. Αντιθέτως, χρειάζεται τα «Ματωμένα χώματα» όσο τίποτα.

Αφιερωμένο στην Κατερίνα- Κυκλάμινο του βουνού, που χωρίς την επιμονή της δεν θα το έγραφα.

Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας

Η παραμονή στη Σμύρνη ήταν γεμάτη συγκινήσεις και ιστορίες σαν παραμύθια. Η κεντρικότερη, εδώ.
Είναι η ιστορία της αδερφής της γιαγιάς μου που έμεινε πίσω. Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι ήταν μικρή (11- 12 ετών) και χάθηκε. Οι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου συγγενείς μας είπαν ότι ήταν 24 ετών και μας αποκάλυψαν γιατί έμεινε. Μια στις χιλιάδες ιστορίες των προσφύγων από την Ιωνία. Οταν τη λέω αυτές τις μέρες στη Νέα Ιωνία, μου απαντούν με μια δική τους. Εξίσου συγκινητική. Η μνήμη είναι, τελικά, ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Αρκεί να την κρατάμε ζωντανή.

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

Γενέθλιον του Βλαδίμηρου

«Ε, συ ουρανέ!/ βγαλ’ το καπέλο σου!/ Εγώ περνάω!».
Δεκαεννιά Ιουλίου 1893. Γεννιέται στο Μπαγκνταντί της Γεωργίας εκείνος που έμελλε να γίνει ο πιο παθιασμένος ποιητής της Επανάστασης, ο πιο απελπισμένος ερωτευμένος: ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Σύντομα μετακόμισαν οικογενειακώς στη Μόσχα. Αρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρός. Στα δεκαπέντε, και ενώ είχε ήδη προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό κόμμα, τον συνέλαβαν και του κατέσχεσαν το τετράδιο με τους στίχους του. «Ευτυχώς», θα γράψει χρόνια αργότερα. «Μπορεί και να τα δημοσίευα!»

Οι σχέσεις του με τους συντρόφους συνεχίστηκαν και με το 1917. «Να την αποδεχτώ, ή να μην την αποδεχτώ;» έγραφε για την Οκτωβριανή Επανάσταση. «Τέτοιο ζήτημα για μένα και για τους φουτουριστές της Μόσχας δεν έμπαινε. Δική μου είναι η Επανάσταση». Δεν έμεινε δική του μέχρι το τέλος. Το Νέο Αριστερό Μέτωπο που συνέπηξαν φορείς και κινήματα της τέχνης, δεν τα πήγε καλά στον διάλογό του με την (πλέον) εξουσία. Ο Μαγιακόφσκι, που είχε υποστηρίξει τις νέες ιδέες, στενοχωρήθηκε πολλές φορές, έγιναν προσπάθειες να παροπλιστεί, απέτυχαν, αλλά έπαιξαν κι αυτά όλα ρόλο στο τραγικό του τέλος.
Αυτοκτόνησε στις 14 Απριλίου του 1930. Η Λίλη Μπρικ, ο μεγάλος έρωτάς του, έμεινε απαρηγόρητη. Απαρηγόρητος ήταν και ο Οσιπ, αν και ήταν σύζυγος της Λίλη. Η ποίηση έχασε πολλά, πολλά έχασαν και οι φουτουριστές. Μόνο ο σταλινισμός κέρδισε. Φυσικά, πρόσκαιρα.
Το «Σύννεφο με παντελόνια», υπήρξε η διασημότερη ποιητική του σύνθεση. Εγραψε το «Λουτρό», τον «Κοριό», το «Εγώ αυτός» και ποιήματα, μερικά από τα οποία έχουν μελοποιήσει και Ελληνες συνθέτες. Στη χώρα μας είναι επίσης πολυμεταφρασμένος.

Κυριακή, Ιουνίου 17, 2007

«Ο ψεύτης παπούς» της Αλκης Ζέη

Τη συνάντησα στα πρώτα χρόνια της νιότης μου. Μέχρι τότε ήξερα το «Καπλάνι της βιτρίνας», τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» ήξερα και το «Κοντά στις ράγιες». Τότε έμαθα και το «Γόβες κι αρβυλάκια», ένα βιβλίο με διηγήματα από τα χρόνια της προσφυγιάς. Τα αγαπούσα πάρα πολύ τα βιβλία της και αγάπησα πολύ την ίδια την Αλκη Ζέη. Ακόμη αγαπώ αυτή την υπέροχη, γενναιόδωρη και γενναία γυναίκα.
Αφορμή για να τη γνωρίσω ήταν «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» το μυθιστόρημά της για μεγάλους, που έκανε πάταγο, καθώς ήταν αιρετικό. Ελεγε πολλά: ας πούμε ότι ένας «ήρωας» της Αντίστασης μπορεί να μην είναι ακριβώς ό,τι ονειρεύτηκε ένα νεαρό, ερωτευμένο κοριτσόπουλο. Οτι μπορεί και να έχει γίνει (ή μήπως ανέκαθεν να ήταν;) άκαμπτος, παγερός, σχεδόν άγνωστος. Ελεγε για τα γεγονότα στην Τασκένδη και έδινε όνομα τους πρωταίτιους, «φωτογραφίζοντάς» τους- τότε, που οι παλιοί αντάρτες ήρθαν στα χέρια και έφτασαν μέχρι και να βγουν μαχαίρια. Ελεγε, χωρίς να ονοματίζει, για τα όσα έφερε στην Αριστερά και στο αριστερό κίνημα ο Στάλιν και ο κάθε Στάλιν, ο Ζαχαριάδης και ο κάθε Ζαχαριάδης.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, ίσως και να μη κατανοεί κανείς τον σάλο που προκάλεσε αυτό το τόσο καλογραμμένο και τόσο ανατρεπτικό μυθιστόρημα. Επειδή το έργο τέχνης δικαιώνεται από την αισθητική του, «Η αρραβωνιαστικά του Αχιλλέα» εξακολουθεί και τώρα να παραμένει ένα σπουδαίο βιβλίο- και αφού έχουν κατασιγάσει τα πάθη.
Μια παρένθεση εδώ. Ηταν αντικομματικό το βιβλίο, ή δεν ήταν; Ιδού το ερώτημα για το ΚΚΕ. Στη γενική συνέλευση της ΚΟΒ Ριζοσπάστη, ο τότε γενικός γραμματέας του Κόμματος Χαρίλαος Φλωράκης ρώτησε τον Δημήτρη Δανίκα, εκείνος πέταξε το μπαλάκι στην υποφαινόμενη που απάντησε αρνητικά, αλλά ο Χαρίλαος ήθελε κάτι περισσότερο. Ετσι, ζήτησε να συνεδριάσουν το πολιτιστικό του Ριζοσπάστη και το Πολιτιστικό της Κεντρικής Επιτροπής και ό,τι αποφασίσουν αυτό να αποτελεί και τη θέση του ΚΚΕ. Ευτυχώς, αποφάσισαν ότι δεν είναι αντικομματικό, αποφεύγοντας ένα ολίσθημα από αυτά που θα κατέτρεχαν το ΚΚΕ ακόμη, όπως, π.χ. με τη «Λέσχη» του Στρατή Τσίρκα από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες».

Το θέμα μας ωστόσο δεν είναι το παρελθόν, αλλά το καινούργιο βιβλίο της Αλκης Ζέη «Ο ψεύτης παππούς». Το οποίο, αν και εφηβικό, βρίσκεται στα ευπώλητα, αφού αγαπήθηκε και από το μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό. Απευθύνεται, άλλωστε, σε νέους από 11 έως 111 ετών και, για να πούμε την αλήθεια, τους ικανοποιεί όλους.
Ο ψεύτης παππούς, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος», είναι ένα βιβλίο για τις σχέσεις ανάμεσα στις γενιές και για το πώς μπορούν να καλυφθούν τα πράγματα. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η εξιστόρηση μιας ζωής που αξίζει να τη ζει κανείς, της ζωής του παππού, η οποία ήταν γεμάτη ανατροπές, αγώνες, έρωτες, μάχες της μικρής (και τόσο φθοροποιού) καθημερινότητας.


Πώς μπορούν να χωρέσουν τόσα πολλά απρόοπτα και απρόβλεπτα στη ζωή ενός ανθρώπου; Από την πλευρά αυτή έχει δίκιο ο νεαρός να υποπτεύεται τον παππού, να θεωρεί πως του λέει ψέματα και υπερβολές. Γιατί δεν ξέρει πως υπήρξαν και γενιές που έζησαν με όλη τη σημασία της λέξης, χωρίς να φοβούνται μήπως γίνουν ολοκαυτώματα.
Ο παππούς της Αλκης Ζέη είναι, περίπου, συνομίληκος του κάθε αναγνώστη. Είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται να ζήσει, να αγαπήσει, να προσπαθήσει, να πετάξει και ας πέσει, να τολμήσει και ας στραπατσαριστεί. Η στέρεη πένα της έκανε και πάλι θαύματα. Πόσο τυχεροί είναι οι νεώτεροι αναγνώστες, τους οποίους η Αλκη Ζέη εφοδιάζει συχνά με δείγματα του αστείρευτου ταλέντου της!

Σάββατο, Ιουνίου 16, 2007

Το σχολείο του Ν.Ago στο Καλυβάτσι

Στις 3 Αυγούστου έχω γενέθλια. Και δεν σας λέω πόσα κλείνω, γιατί είναι πολλά και... τα έχω ξεχάσει. Αλλο είναι το θέμα μας σήμερα. Εκείνη ακριβώς τη μέρα, ο φίλος N.ago θα πάει στο χωριό του, το Καλυβάτσι, με τσάντες, τέτράδια, μολύβια και ό,τι άλλο σχετικό υλικό έχει μέσα μια σχολική σάκα.
Είναι μια πρωτοβουλία που πήρε, περιμένοντας από εμάς τους μπλόγκερ (ο Μπαμπινιώτης λέει ότι δεν βάζουμε πληθυντικό όταν χρησιμοποιούμε αυτούσια την ξενική λέξη- άσχετο, αλλά...) τους μπόγκερ ξαναλέω, να συντρέξουμε. Και αξίζει.
Επισκεφτείτε το μπλογκ του για να δείτε τι μπορείτε να κάνετε. Θα ανταμειφθείτε από τις γελαστές φατσούλες που θα μας φέρει σε φωτογραφίες όταν επιστρέψει από την πατρίδα του.
ΠΡΕΠΕΙ να τα καταφέρει. ΜΠΟΡΟΥΜΕ να τον βοηθήσουμε.

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Για την Αμαλία

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι






«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»



(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)



«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»



(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)



Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.



Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.





Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.



Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.



«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»



(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)



Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:



«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»



Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:



* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ







ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.



* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ





ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.




Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων



(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").






ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ



Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Κι ο ψωριάρης χώρια...

Απεργώ αύριο Τρίτη, 8 Μαΐου.
Απεργώ για το ομόλογο που αγόρασε το ταμείο μου και χάσαμε καμμιά τριανταριά εκατομμυριάκια (ευρώ).
Απεργώ με όλη μου τη θέληση.
Ομως, όλοι απεργούν αντάμα, στις 15 του μηνός κι ο ψωριάρης (ΕΣΗΕΑ) χώρια...

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Γιάννης Ρίτσος: ξημερώνοντας πρωτομαγιά του 1909

Παραμονή Πρωτομαγιάς και αν ήμουν στον Ριζοσπάστη, ή αν ήταν ακόμη η Μαιρούλα εκεί, (η τελευταία διαφορετική φωνή) θα είχα κατακλυστεί από αιτήσεις και απαιτήσεις να γράψω κάτι για τον Γιάννη Ρίτσο, λόγω επετείου. Ο ποιητής, που είχε γεννηθεί ξημέρωμα Πρωτομαγιάς του 1909, χαιρόταν τόσο με αυτή τη σύμπτωση, ώστε ποτέ δεν άλλαξε την ημερομηνία μετά, όταν στην Ελλάδα κυριάρχησε το νέο ημερολόγιο (1924), αιώνες μετά την κυριαρχία του στην Ευρώπη.
Και πώς να μη χαίρεται; Αυτός ο πρίγκιπας της ευγένειας και της ανθρωπιάς, είχε τάξει τη ζωή του από πολύ νεαρή ηλικία στην υπεράσπιση των αδύνατων, των φτωχών και των κατατρεγμένων. Για να θυμηθούμε και τις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας
μα τούτο τ’ όνειρο
ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων
κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ’ όνειρο μεγάλωνε- σιγά σιγά μεγάλωνε.»

Σιγά- σιγά μεγάλωνε και έπειτα, γρήγορα- γρήγορα, μίκραινε και απομακρυνόταν. Οι καιροί πέρασαν, περνούν ακόμη, και η Αριστερά, το ίδιο το κόμμα του ποιητή πρώτα απ’ όλα, το ΚΚΕ, δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του απέναντί του. Κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες νύξεις κάνει η κόρη του, Ερη Ρίτσου, στον σημερινό Ριζοσπάστη:
«Υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».
Εύχομαι η τελευταία της φράση να εισακουσθεί από εκείνους που καθορίζουν τα πράγματα σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και από όλους όσοι αγαπούν αληθινά το έργο του Ρίτσου. Διότι, πολλά έχει να προσφέρει στην αντιμετώπιση και στη μελέτη του μια νηφάλια και «ανεξίθρησκη» πλέον προσέγγιση που θα αποδώσει τα του Καίσαρος των Καίσαρι και τα του Θεού, τω Θεώ (ποιος είναι ο Καίσαρας; Και ποιος ο Θεός; Ο Ερωτας ή η Επανάσταση; Η Επανάσταση ή ο Ερωτας; Θα δούμε).
Θα ήθελα να αισιοδοξώ για την μη προδιαγεγραμμένη προσέγγιση του έργου του από την Αριστερά, όμως δεν μπορώ. Δεν βλέπω, τόσα χρόνια, να αλλάζει κάτι. Ο Ρίτσος για τους συντρόφους του είναι ένα Σύμβολο. Και πράγματι, είναι. Ο Ελύτης το είπε με μια φράση: «η αφοσίωσή του στην ποίηση και στα ιδανικά που πίστεψε αποτελούν ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα». Αλλά κάποτε, οι ομοϊδεάτες του θα πρέπει να τον δεχθούν ολόκληρο και όχι κατακερματισμένο.
Θυμάμαι τις παρατηρήσεις στον «Ριζοσπάστη» των πρώτων χρόνων επανακυκλοφορίας του, όταν γραφόταν ότι το πλέον ώριμο έργο του είναι η «Τέταρτη Διάσταση». Με τη γνωστή συνήθεια να παίρνει η «καθοδήγηση» όλους τους ρόλους (και του κριτικού λογοτεχνίας επομένως) η άποψη αυτή αντικρουόταν σθεναρά. Γιατί; Μα επειδή, ακριβώς, οι ποιητικές αυτές συνθέσεις έχουν βαθύ φιλοσοφικό και οντολογικό υπόβαθρο. Γιατί αναρωτιούνται για την Υπαρξη και τον Θάνατο, για τη Φθορά και τον Ερωτα, για την Πτώση και την Ανάταση. Γιατί ενυπάρχει σε αυτές η αμφιβολία και η αμφιταλάντευση «ο εξαίσιος ίλιγγος του κενού» όπως λέει και ο ίδιος στη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Θέλω να ξεχάσω τις επανειλημμένες παρατηρήσεις των κομματικών οργανώσεων των καλλιτεχνών επειδή ο Ριζοσπάστης ασχολούνταν κάπως συχνά με το έργο του ποιητή (σε καμιά περίπτωση, πάντως, με την συχνότητα που θα του ταίριαζε. Αδιάφορο. Οι συμμαχητές του στην τέχνη θεωρούσαν τη μεταχείριση προνομιακή. Παραβλέποντας το μέγεθος του ποιητή και ζητώντας μερίδιο από τη δημοσιότητα, την οποία εκείνος μεν ποτέ δεν επεδίωξε, οι ίδιοι όμως...). Παρατηρήσεις που στον Ρίτσο ποτέ δεν μεταφέρθηκαν, και οι οποίες «έσκαγαν» στο ανάχωμα της διεύθυνσης- και για να πούμε τα πράγματά με το όνομά τους, στον Γρηγόρη Φαράκο που ήταν διευθυντής στην αρχή και καθοδηγητής μετά- και εκεί εκτονώνονταν.
Δεν μπορώ όμως να μη θυμηθώ το περιστατικό με την «Πολιτιστική» και το μυθιστόρημα «Ισως να ‘ναι κι έτσι» (από την εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων). Το περιοδικό θεώρησε πως το κείμενο ήταν «ελευθεριάζον» και επιτέθηκε εναντίον του ποιητή με έναν τρόπο ανοίκειο: παίρνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα και βάζοντας ειρωνικούς τίτλους. Ο Ριζοσπάστης απάντησε- η αλήθεια είναι και πάλι με προδιαγεγραμμένο περιεχόμενο σχολίου- υπερασπιζόμενος τον ποιητή. Οχι όπως θα του ταίριαζε, και πάλι. Ακολούθησε ένα εκτεταμένο αφέρωμα στο περιοδικό, ως αντίδραση στο κείμενο της εφημερίδας και σε επόμενο κείμενο που είχε εν τω μεταξύ συνταχθεί από μέλος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ και δημοσιευθεί κι εκείνο στον «Ρ». Και στις τρεις περιπτώσεις, ο διάλογος (ο μονόλογος της κάθε πλευράς, έστω) δεν έγινε με αισθητικούς όρους. Εγινε με ιδεολογικούς. Κάτι πολύ κακό για ένα έργο τέχνης, μέσα στο κλίμα της εποχής, πάντως.
Αυτό που ενόχλησε κατά βάσιν το περιοδικό ήταν το γεγονός ότι η εφημερίδα- όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ- έλεγε πως η Πολιτιστική δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με το κόμμα. Κάτι που ελέχθη για να μη φανεί πως η επίθεση προερχόταν εκ των έσω και που στέρησε το περιοδικό από χιλιάδες αναγνώστες- λίγα τεύχη μετά, έκλεισε. Ας σημειωθεί πως οι «έξω» επέμεναν: τα «ζντανοφάκια χτυπούν τον Ρίτσο» και δεν είχαν απολύτως άδικο, καθώς από τον ίδιο ιδεολογικό χώρο και λόγω των στρεβλώσεων που αυτός καλλιέργησε, προήλθαν οι επιθέσεις. Πάντως ο ποιητής, που βρέθηκε στη μέση του κυκλώνα μόνο και μόνο επειδή αποφάσισε να εκφραστεί δημόσια με τον τρόπο που εκείνος νόμιζε (επιτέλους!) στενοχωρήθηκε βαθειά. Ενα ποίημα της εποχής, από τις «Ανταποκρίσεις», είναι μάλλον εύγλωττο, όπως και ο τίτλος «Ανταπόδοση»:
«Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.
Εδωσε θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι
Της Παναγίας.
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη
δροσοστάλα
που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι,
στις μεγάλες σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο.
Πλούτισε τον κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί
ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα.
Τώρα, εκεί πάνω,
άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη
στα γυμνά πλευρά του.»

Ενενήντα οκτώ χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ας μη ξεχνάμε.

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Η Ιερή Παγίδα της Λείας Βιτάλη

Πιστεύω ακράδαντα στην κρυφή φωνή των πραγμάτων και των πόλεων, στην κρυφή πτυχή των γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η προσωπική μυθολογία του καθενός μας. Με όσα είδε και δεν ξέχασε ποτέ. Με όσα ξέχασε, αλλά το συναίσθημα ή η μνήμη του ανακαλεί επιλεκτικά- και κάπως «διορθωμένα». Με όσα σκέφτηκε, ονειρεύτηκε, έπλασε, επινόησε, άλλαξε. Αυτός είναι ο κόσμος του καθενός μας: ένα υποκειμενικό νησάκι μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων που πότε εντάσσεται και πότε πλέει μονάχο, σαν σχεδία η οποία έρχεται και φεύγει αέναα.
Πιστεύω και ότι η μοίρα του ανθρώπου αλλάζει πάντοτε σε δραματικές συγκρούσεις με την Ιστορία, χωρίς αυτό να φαίνεται πουθενά στις επίσημες καταγραφές- καταγραφές του νικητή, έτσι κι αλλιώς. Πώς χάθηκε η προγιαγιά μου; Με ρωτά και με ξαναρωτά η αγαπημένη μου Σααντέτ από τη Σμύρνη. Φεύγοντας, της λέω, με τη δική μου γιαγιά και με άλλα τέσσερα αδέλφια, όλα κάτω από 15, ορφανά. Ξέρω, μου απαντά, στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
Δεν φταίει η μικρή μου, η ακριβή μου. Οι νικητές δεν σημείωσαν (ούτε καν σε υποσημείωση) το αυτονόητο: πως ήταν πόλεμος και σκοτωνόταν κόσμος. Το δέχεται όταν της το λέω. Ομως, εξ αυτού, ανησυχώ πολύ γιατί, όταν οι πρωταγωνιστές απομακρύνονται, η αλήθεια του καθενός υποχωρεί εμπρός στη γενική αλήθεια (αν υπάρχει κάτι τέτοιο). Και δεν φοβάμαι για τη Σμύρνη αλλά για τον εμφύλιο, που, όσο πάει και χάνουμε εκείνους που αναμείχθηκαν και θα μείνει σε λίγο η ψυχρή άποψη των ιστορικών ενώ εμείς που ακούσαμε τις αφηγήσεις των ανταρτών γονιών μας ζούμε ακόμη. Κι ωστόσο, η ιστορική άποψη είναι κι εκείνη αναγκαία. Τι θα ήταν τα πράγματα χωρίς τον Θουκυδίδη και τον Επιτάφιό του; Αλλά, τα ευρήματα από το Δημόσιο Σήμα που δίνουν «πρόσωπα» στους τότε νεκρούς υπερασπιστές της πατρίδας, δεν είναι εξίσου συγκινητικά;
Μακρηγορώ, αλλά θέλω να παρουσιάσω επακριβώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο μου «μίλησε» η Ιερή Παγίδα της Λείας Βιτάλη. Η μοίρα του ανθρώπου μέσα στη λαίλαπα των ιστορικών γεγονότων, που, βεβαίως, την επηρεάζουν. Η αληθινή μοίρα, και η επινοημένη. Ενός προσώπου, πολλών προσώπων. Κυρίων και δευτερευόντων. Ακόμα και κάποιων- η πολλών- που δεν έχουν υπάρξει αληθινά.
Η συγγραφέας ξεκινά από βάσεις εξαιρετικά στέρεες: εκτός από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της, έχει πείρα στη γραφή, εξαιρετική γνώση της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης και γνώση- εκ των έσω, θα λέγαμε, ως εκ της καταγωγής της- της Ιστορίας. Βεβαίως, η καταγωγή δεν φτάνει. Και εκείνη εμπλούτισε πολύ τις γνώσεις της και τις πηγές της. Οπως «εμπλούτισε» και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός της αυτού.
Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, 1453. Η Θεοσκέπαστη, η Βασιλεύουσα, η Πόλις, είναι έτοιμη να πέσει. Στο βάθος- βάθος ακούγεται το πλήθος που την έχει ήδη παραδώσει (ως προς την επιθυμία αλλά και τη συνείδησή του). Δεν υπάρχουν ηρωικοί μαχητές- υπερασπιστές. Ενας κουρασμένος όχλος υπάρχει, ο οποίος άγεται και φέρεται από τους ηγέτες του. Δεν θέλει να πολεμήσει, γιατί πιστεύει ότι θα τη βολέψει με τον Μωάμεθ τον Πορθητή και με τον Τούρκο. Μισεί όσους προσπάθησαν να γεφυρώσουν το σχίσμα με την Καθολική Εκκλησία και προτιμά να τουρκέψει η Αγιά Σοφιά παρά να πατήσει ξανά το πόδι του εκεί για λειτουργία ο καθολικός καρδινάλιος.
Κινδυνεύω να επισύρω την μήνιν των «ελληναράδων» αλλά κάπως έτσι, όπως την δίνει η Λεία Βιτάλη στο μυθιστόρημά της, είναι και η δική μου αίσθηση για τις τελευταίες εβδομάδες της Κωνσταντινούπολης, από τα διαβάσματα τόσων χρόνων. Και μιλώ για τις διάφορες πηγές, όχι για διαστρεβλωμένες παρουσιάσεις που γέρνουν προς τα εδώ και προς τα εκεί. Δεν είναι γι’ αυτό, όμως, που το πλαίσιο μου φαίνεται εξαιρετικά καμωμένο. Είναι διότι, όποια και αν τελικά είναι η ιστορική αλήθεια (γιατί υπάρχει και το λεγόμενο «αντικειμενικό») η συγγραφέας κατάφερε να δώσει τη δραματική και πλήρη εικόνα μιας πόλης ελάχιστα πριν από την πτώση της και αμέσως μετά. Με την ανάσα του Πολέμου και της Κατάκτησης να ακούγεται στο σβέρκο της. Σπουδαίο επίτευγμα!
Εννοείται ότι μονάχα αυτό δεν θα έφτανε. Και πράγματι, η συγγραφέας προχώρησε. Με μαεστρία και με την ικανότητα εξαιρετικού τεχνίτη, κατόρθωσε να στήσει μέσα σε αυτό το σκηνικό τη δική της ιστορία. Αφηγείται η κόρη του Λουκά Νοταρά, του πρωθυπουργού όταν έγινε η άλωση. Στη διάρκεια της αφήγησης παρουσιάζεται και άλλο ένα πρόσωπο ως κυρίαρχο, αυτό που είναι και ο αληθινός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ο Ιάκωβος Νοταράς, ο μικρός, αγαπημένος άγγελος της οικογένειας, ο χαϊδεμένος γιός που θα περάσει δια πυρός και σιδήρου από τα 13 του και μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος.
Αφήγηση πυκνή, με στοιχεία επινοημένα ή πραγματικά που πείθουν και την εξυπηρετούν, χαρακτήρες δομημένοι σωστά, πλοκή που εξελίσσεται σπειροειδώς. Με έναν μοντέρνο τρόπο, η Λεία Βιτάλη στήνει ένα ιστορικό μυθιστόρημα- που, πάντως έχει αρχή, μέση και τέλος. Πότε μέσα από τα μάτια της κόρης και πότε μέσα από αυτά του γιου των Νοταράδων, μας παρουσιάζει μια ιστορία γεμάτη ίντριγκες, πάθη, ανατροπές, χαρές, λύπες, εξάρσεις, μετουσιώσεις. Μια συναρπαστική ιστορία! Η εξαίσια γραφή της σε κάνει να παρακολουθείς με αμείωτο ενδιαφέρον και κάποιες φορές με κομμένη την ανάσα τη ζωή του μικρού Ιάκωβου για τον έρωτα του οποίου, λέει η Βιτάλη, επέμεινε ο Μωάμεθ να κυριεύσει την Πόλη.
Τι κι αν ήταν, τι κι αν δεν ήταν έτσι; Πάντως η άλωση πέρασε από το μικρό τρυφερό κορμάκι του: τον ευνούχισαν, τον μαστίγωσαν, τον κράτησαν δούλο, αλλά και μοιράστηκε το κρεβάτι του με τον Πορθητή. Η μεγάλη αδυναμία του Μωάμεθ προς εκείνον θα τον κάνει να λάβει την απόφασή του στα δύσκολα: να επιστρέψει για να τον σκοτώσει, ώστε να ωφεληθεί η πατρίδα. Αλήθεια; Ψέματα; Ποιος νοιάζεται, αλήθεια, με ένα τέτοιο κείμενο, που σπαρταράει;
Δεν έχει λοιπόν αδύνατα σημεία το βιβλίο; Κατά την άποψή μου ελάχιστα. Είναι εκείνα στα οποία αφηγείται η κόρη και ρωτά κάθε τόσο την άποψη του φανταστικού μελλοντικού της αναγνώστη. Κάτι που θα ήταν μάλλον απίθανο να συμβαίνει, αφού η νεαρά, κανονικά, δεν θα πρέπει να είχε αίσθηση ότι τα γραφτά της θα διαβαστούν. Επίσης, σε κάποιες στιγμές, ξεφεύγουν λέξεις της δικής μας σημερινής καθημερινότητας. Κατά τα λοιπά, είναι άψογο αφού οι μεν συμπτώσεις με τα φυλακτά αποδεικνύεται ότι δεν ήταν συμπτώσεις παρά μόνο στο μυαλό του Ιάκωβου (το λέω γιατί στην αρχή τόσες συμπτώσεις με είχαν προβληματίσει) τα δε λογικά άλματα που γίνονται δεν έχουν κενά.
Για να συνοψίσω: ένα καλογραμμένο, εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, το καλύτερο που έχω ίσως διαβάσει τον τελευταίο καιρό, με τις πτώσεις και τις ανόδους των ηρώων του, με μια ατμοσφαιρική σφραγίδα μοναδική και με θαυμαστή αφήγηση. Σαν να ήμουνα εκεί ένιωθα όσο το διάβαζα. Σαν να παρακολουθούσα με σφιγμένη την καρδιά και κομμένη την ανάσα. Και μετά, σαν να παρακαλούσα, στη Βενετία πια, να αλλάξουν τα πράγματα, να μην υπάρχει πια τόσος πόνος, τόσο δάκρυ. Μου είναι ακατανόητο πώς δεν είναι από τότε που εκδόθηκε μέχρι τώρα αδιαλείπτως στα ευπώλητα. Μακράν το ωραιότερο του 2006!

Λείας Βιτάλη Ιερή παγίδα, εκδόσεις Παττάκη.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Νίκος Θέμελης «Μια Ζωή Δυο Ζωές»

-Δεν έχω έμπνευση είπε μια μέρα ένας συγγραφέας σε κάποιο φίλο και ομότεχνό του. Δώσε μου ένα θέμα και θα δεις τι θα γράψω.
«Είναι μία παντρεμένη που τα έχει με έναν άλλο και στο τέλος πεθαίνει» απήντησε εκείνος στο αίτημα.
-Και είναι θέμα για βιβλίο; Τον ρώτησε ο συγγραφέας φίλος του.
«Ομως, με αυτό ο Τολστόι έγραψε την Αννα Καρένινα»...


Το ζήτημα, ως γνωστόν, δεν είναι μονάχα τι λες. Με ένα απλό, απλούστατο «σχήμα» μπορείς να πεις τα πάντα, όπως και με μια πολύπλοκη και περίπλοκη ιστορία μπορεί να μη καταφέρεις στο τέλος να πεις τίποτα. Γιατί, το παν είναι πώς το λες. Δηλαδή, αν δικαιώνεται αισθητικά. Ολα τα άλλα, είναι, πιστέψτε με, δευτερεύοντα και μικρή σημασία έχουν.
Ο Νίκος Θέμελης ξεκίνησε με ένα μυθιστόρημα που ανέτρεπε τα καθιερωμένα του ελληνικού μυθιστορήματος, δεν ήταν, δηλαδή, ούτε αθηνοκεντρικό ούτε και ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «αστικό». Από το δεύτερο κιόλας έργο του επανήλθε στις συνήθειες της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και στο τρίτο εξακολούθησε το ίδιο. Δεν έπαυαν να είναι τα έργα του καλογραμμένα, με εντυπωσιακό «στόρι» και εντυπωσιακό όγκο πληροφοριών, μέσα από τον οποίο αναδυόταν η εποχή που περιέγραφε. Ομως, δεν ήταν, πια «αλλιώτικα». Το κοινό, βεβαίως, τον λάτρεψε και τον ακολούθησε πιστά ακόμη και στο «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», το πιο αδύνατο από όλα. Από πολλές πλευρές λογικό, αφού μπορεί κλείνοντας τα βιβλία να μη σου μένουν πρόσωπα, πράγματα και μια ισχυρή γενική αίσθηση, αλλά όσο τα διαβάζεις τα απολαμβάνεις όσο λίγα έργα της σύγχρονης παραγωγής.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο «Μια ζωή δυο ζωές». Από την αρχή θα πω ότι ήδη το βιβλίο έχει πουλήσει 25.000 αντίτυπα, πράγμα που δείχνει, και πάλι, ευρεία αποδοχή από το κοινό. Αυτή τη φορά, όμως, ο Νίκος Θέμελης μάλλον δύσκολα θα καταφέρει να το ικανοποιήσει. Επειδή λείπουν, ακριβώς, τα σημεία εκείνα που ανέβαζαν τον δικό του πήχυ- οι πολύ καλές ιστορίες, η γρήγορη και καλή αφήγηση, οι ανατροπές και οι εκπλήξεις από καιρού εις καιρόν έστω και αν δεν ήταν δραματικές ή τρομερές.
Κλασικό τρίγωνο, λοιπόν, που εδώ γίνεται τετράγωνο- πεντάγωνο: ένας άνδρας, η σύζυγος, η ερωμένη. Παρένθετα πρόσωπα, η μητέρα του συζύγου, που παρουσιάζεται σε μερικές ιστορίες οι οποίες είναι και οι πλέον καλογραμμένες του βιβλίου, και ο εραστής της συζύγου- μια σκιά. Αλλά και η ερωμένη εκείνου, επίσης μια σκιά είναι. Σκιά κοντεύει να είναι και η σύζυγος. Τι μένει; Εκείνος, ο πρωταγωνιστής. Με το όνομα του μυθικού Οδυσσέα, που γύρισε όλο τον κόσμο και με το επίθετο Πολίτης, επειδή είναι πολίτης της Ελλάδας, πολίτης της Ευρώπης. Επάνω του, σε ένα κομμάτι της ζωής του ανάμεσα σε τρία ταξίδια κατά βάσιν (Βρυξέλλες, Βιέννη, Ηπειρος), στις σχέσεις και στις συναναστροφές του, στις σκέψεις του, κυρίως σε αυτές, στηρίζεται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Μονάχα που ο Οδυσσέας Πολίτης δεν έχει λογοτεχνικούς ώμους που να μπορούν να το σηκώσουν. Γιατί είναι πολύ καθώς πρέπει, πολύ «κυριλάτος» για να το πω με τη γλώσσα του συρμού ώστε να θέλξει, να εμπνεύσει και να συνεπάρει τον αναγνώστη- ή, έστω, να τον βάλει απέναντί του, άξιο αντίπαλο.
Ο Nuwanda στην «Επίθεση των βιβλίων» (http://book.attack.gr/?p=308) λέει ανάμεσα στα άλλα ότι η πάλη των ηρώων στο μυθιστόρημα για την κατάκτηση της ατέρμονης ευτυχίας είναι σαν μια χαμηλόφωνη συζήτηση στο φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής. Είναι μια άποψη που με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Ο συγγραφέας βάζει τον κεντρικό του ήρωα (και τους υπόλοιπους αναλογικά) περισσότερο να στοχάζεται και λιγότερο να δρα. Ομως αυτές οι αδιέξοδες σχέσεις, οι αδιέξοδες υπάρξεις, η αδιέξοδη- τελικά- Ελλάδα, χρειάζονται δραματικές αντιδράσεις για να μιλήσουν στις ψυχές μας. Χρειάζονται αμφιθυμία, αμφιβολία, αναστάτωση, χρειάζονται φλόγα, ρήξεις, χρειάζονται κάτι περισσότερο από ένα συναίσθημα που μοιάζει, υπερβολικά, με ανία, με ατολμία και ούτε καν με χριστιανική καταλλαγή.
Αν ο Νίκος Θέμελης δεν ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει για την εποχή μας, να τη χαρτογραφήσει αφήνοντας το δικό του ίχνος, θα είχε, πιστεύω, καταλάβει πως η διαπλοκή στις σχέσεις των ηρώων του είναι αδύναμη, πως ακόμα και η ύπαρξή τους αδύναμη είναι και πως αυτά που φαίνονται να είναι η δύναμη του βιβλίου, δηλαδή οι ιδέες και οι απόψεις που διεξοδικά παρατίθενται και αναλύονται, είναι, τελικά, ο κισός που αγκαλιάζει και στολίζει φαινομενικά, στην πραγματικότητα όμως πνίγει αυτό το έργο του.
Νίκος Θέμελης «Μια ζωή Δυό ζωές» εκδόσεις «Κέδρος»

Ο συγγραφέας θα υπογράφει βιβλία του το Σάβατο στις 12 το μεσημέρι στο Βιβλιοπωλείον της Εστίας στην οδό Σόλωνος

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Five more

Στη συνέχεια ανακάλυψα τους ποιητές:

Τον Κάλβο και τις υπέροχες 20 ωδές του
Τον Καβάφη με τα 154 ποιήματα (χώρια τα αποκηρυγμένα)
Τον Γιώργο Σεφέρη (ολόκληρο)
Τον Γιώργο Σεφέρη ως πεζογράφο (Εξι νύχτες στην Ακρόπολη)
Τον Ζακ Πρεβέρ

Από κοντά, πάντοτε, και οι πεζογράφοι

Ο Νίκος Καζαντζάκης (βασικά για τον Καπετάν Μιχάλη, αλλά χωρίς να ξεχνάμε τον Αλέξη Ζορμπά, τον Τελευταίο πειρασμό και την Ασκητική)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός
Ο Αγγελος Τερζάκης (και η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ)
Ο Ηλίας Βενέζης (και το Νούμερο 31...κάτι ποτέ δεν μπόρεσα να το θυμηθώ)
Ο πέμπτος ήταν ξένος, αλλά τόσο δικός... Ντοστογιέφσκι, λοιπόν και «Εγκλημα και τιμωρία» (χώρια όλα τα υπόλοιπα)


Και τα πρώτα «επαναστατικά» βιβλία:

Ανωνύμου του Ελληνος, «Ελληνική Νομαρχία»
Ελ. Γαννίδη «Πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»
Λιλής Ζωγράφου «Ο ηλιοπότης Ελύτης»
Το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών
Και... επιτέλους! Το Κομμουνιστικό μανιφέστο.

Εδώ αρχίζουν τα μεγάλα γλέντια. Ες αύριον τα σπουδαία!

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

Take five

Μεγαλώνοντας κάπως, άλλαξα, όπως ήταν φυσικό, αγαπημένα βιβλία. Διάβαζα, λοιπόν:

1. Τον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα (γιατί μου είχε μείνει αδιάβαστο από τα παιδικά μου χρόνια)

2. Τον Κόμη Μοντεχρίστο γιατί ήταν για μεγαλύτερα παιδιά

3. Τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού, γιατί μόλις είχα ανακαλύψει την ποίηση.

4. Τη συλλογή δημοτικών τραδουδιών μας του Νικολάου Πολίτη, γιατί μαζί με τον Σολωμό είχα ανακαλύψει και τη λαϊκή μας παράδοση

5. Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ αλλά δεν μου άρεσε το τέλος, γιατί ακόμη ήμουν στην ηλικία του χάπι εντ.


Και μετά... συνεχίζω αργότερα.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

Πέντε επί.... πόσο;

You are killing me, είπα ως άλλη τηλεοπτική Θεοπούλα του Παρά πέντε, στον reader's diggest όταν μου έκανε την τιμή να με προτείνει για τα πέντε βιβλία που ξεχωρίζω. Για να καταλάβετε, έχω φτάσει να κάνω λίστα με εκατό, στο παρελθόν, και πάλι δεν εξαντλήθηκαν όλα αυτά που με έχουν κατά καιρούς σημαδέψει.
Αυτό το «κατά καιρούς» είναι, ίσως , η λύση στο πρόβλημα. Επειδή λοιπόν άλλη ήμουν ως παιδί, άλλη ως νεαρή και άλλη τώρα, θα κάνω διάφορες λίστες.

Τα 5 βιβλία που διάβαζα και ξαναδιάβαζα ως παιδί:

Ολιβερ Τουΐστ, του Κάρολου Ντίκενς
Οι τρεις σωματοφύλακες, ενός από τους δύο Δουμάδες (δεν έμαθα ποτέ του πατρός ή του υιού)
Η μεγάλη ελληνική μυθολογία του Ζαν Ρισπέν
Μαντάμ Κιουρί της Εύας Κιουρί, για τη μητέρα της, Μαρί Κιουρί
Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ, του Ιουλίου Βερν


Κι αύριο μέρα είναι



Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Τα επτά έργα που ξαναβλέπω με χίλια

Οσο και να τις στριμώξω, επτά ταινίες δεν μένουν με τίποτα. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω τις επτά πρώτες που θα μου έρθουν στο μυαλό, από τις αγαπημένες μου. Εχουμε και λέμε, αγαπητή Κυκλάμινο του βουνού:


1. Φάνυ και Αλέξανδρος του Ινκμαρ Μπέργκμαν, όχι το καλύτερό του, αλλά σίγουρα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά.

2. Η Γη του Ντοβζένκο, ένα λυρικό ποίημα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου.

3. Η ζωή είναι ωραία του Ρομπέρτο Μπενίνι, μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να πει δραματικά πράγματα με έναν ξεχωριστό τόνο.

4. Τζούλια, με την Τζέιν Φόντα ως Λίλιαν Χέλλμαν (σας έχω πει ποτέ πόσο αγαπώ τη Λίλυ;) και τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ ως φίλη της που έχει αναμιχθεί στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Στηρίζεται σε διήγημα της συγγραφέως.

5. Φράνκι και Τζώνη, το υπόδειγμα του πώς μια ωραία μεν όχι όμως και τόσο εντυπωσιακή ιστορία, σαν αυτή του Τέρενς Μακ Νάλι, μπορεί να μετατραπεί σε ένα αξέχαστο έργο τέχνης με ερμηνείες όπως του μεγάλου Αλ Πατσίνο και της Μισέλ Πφάιφερ.

6. Ο Αμλετ με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, που αντιμετωπίζει το περίφημο «να ζει κανείς· ή να μη ζει» ως αίνιγμα και όχι ως ερώτημα, όπως μου είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του.

7. Καλύτερα δεν γίνεται, με έναν απολαυστικό Τζακ Νίκολσον και γέλιο μέχρι δακρύων (για πολλούς λόγους).

Συγγνώμη που καθυστέρησα, Κατερινάκι. Μου μένει ακόμη μια υποχρέωση προς τη Serenity, (πέντε λέξεις) κι αυτό θα γίνει.

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Εαρινή ποίηση

Εαρινή ισημερία και παγκόσμια μέρα ποίησης. Επομένως, Εαρινή Συμφωνία του Γιάννη Ρίτσου:

Αγαπημένη,
δεν έχω παρά μόνια μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.

Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;

Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ' άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;

Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ' τα βλέφαρά σου.

(...)

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

(...)

Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετίσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.

Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πώς όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;

Αφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου
μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.

(...)

Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.

Αξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.


Εκδόσεις «Κέδρος»

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Εις το επανειδείν

Είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
δεν νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
κάπου πρέπει ν' ανθίζουν τα γαρούφαλα
δεν νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών.

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
το να μην παραδίνεσαι· αυτό είναι το ζήτημα.

Ναζίμ Χικμέτ


Ποια τιμωρία θ' απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ' τα μάτια μου;

Γιάννης Ρίτσος, «Εαρινή Συμφωνία».

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Κουέλο σε μπλογκ

Δεν μπορώ να πω ότι ο Πάολο Κοέλιο (ή Κουέλο ή όπως τέλος πάντων είναι η σωστή προφορά του) είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Ο,τι μου έχει αρέσει από εκείνον είναι η γνωστή φράση όταν θέλεις κάτι πολύ συνωμοτεί η ψυχή του σύμπαντος και γίνεται, αλλά τα βιβλία του δεν μου έχουν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Τόσο, που να αναρωτιέμαι γιατί, τέλος πάντων αρέσει τόσο πολύ.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, αρέσει. Και διαβάζεται ευρέως. Τούτων δοθέντων, λέω λοιπόν στους θαυμαστές του ότι αν θέλουν να διαβάσουν τα πρώτα κεφάλαια από το νέο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Η μάγισσα του Πορτομπέλο» μπορούν να απευθυνθούν στο μπλογκ του συγγραφέα, που μάλιστα έχει και ελληνική εκδοχή. Προς το παρόν παρουσιάζεται το πρώτο κεφάλαιο και ακολουθεί το δεύτερο, τη Δευτέρα 12 Μαρτίου. Μπορείτε να κάνετε και σχόλια και ο έλληνας εκδότης του Κουέλο (εκδόσεις Λιβάνη) θα τα μεταφέρει στον συγγραφέα. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 2 Απριλίου.

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

«Το Αηδόνι της Σμύρνης»

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αντισταθεί σε ένα βιβλίο που στον τίτλο του έχει τη λέξη Σμύρνη. Τουλάχιστον για μένα, που η μικρασιατική καταγωγή της γιαγιάς μου με έχει προικοδοτήσει με πολλές ανησυχίες γύρω από τα χρόνια εκείνα, ήταν εντελώς αναμενόμενο ότι ο τίτλος«Το Αηδόνι της Σμύρνης» θα με τραβούσε σαν μαγνήτης.
Η Ειρένα Ιωαννίδου- Αδαμίδου, που έδωσε αυτόν τον τίτλο στο μυθιστόρημά της, ξεκινά, πράγματι, από τη Σμύρνη και τα καφέ σαντάν για να περάσει στην Κύπρο, όπως και στην Αίγυπτο. Το Αηδόνι ξεκινά αοιδός στην γενέθλια πόλη της, όπως και οι γονείς της, για να αγαπήσει σύντομα και να φύγει για τη μεγαλόννησο, όπου την περιμένουν όμως πολλά. Πάρα πολλά. Μέσα από την ιστορία της περνά η ιστορία των ανθρώπων που πόνεσαν, που έχασαν πατρίδες, οικογένειες, αγαπημένα πρόσωπα, που επέζησαν χάρη στο πείσμα και το θάρρος τους.
Η ζωή, πάντως, χτυπά ανελέητα την πρωταγωνίστρια, της δίνει πολύ μεγάλες πίκρες. Της δίνει και χαρές, βεβαίως. Που δεν είναι όμως αντάξιες των πόνων της- μέχρι κάποιο σημείο, τουλάχιστον. Αυτό το υλικό, που ήταν ηφαιστειακό, η συγγραφέας το επινόησε με άριστο τρόπο, όμως δεν κατάφερε να το καθυποτάξει. Εδωσε μεγαλύτερη σημασία στην πλοκή παρά στην τεχνική της. Ετσι, το βιβλίο της είναι μεν ενδιαφέρον, αλλά άνισο.
Παρόλα αυτά, διαβάζεται σαν νεράκι.
Εκδόσεις Διόπτρα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Ομολογώ ότι έχω ζήσει

Πήρα τη σκυτάλη από την Ange-ta και την Αναγνώστρια και μετράω από το ένα έως το πέντε ως εξής:

1. Η πρώτη μεγάλη ηδονή της ζωής μου ήταν όταν ανακάλυψα ότι αυτό που έγραφε ο μαυροπίνας, «Λα λα όλα, Λα, λα, Λόλα» μπορούσα και να το διαβάσω και ότι πλέον αυτά που η δασκάλα χάραζε με την κιμωλία δεν ήταν ακατανόητα σημάδια, αλλά έμπαινε μια τάξη στο χάος. Εκτοτε δεν σταμάτησα να διαβάζω ποτέ, πάντοτε με εντατικούς ρυθμούς, ξεκινώντας από ελληνικά παραμύθια και Ολιβερ Τουΐστ και φτάνοντας μέχρι τον Εζρα Πάουντ και τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Φοβάμαι ότι η ηδονή αυτή εξακολουθεί να είναι η πρώτη για μένα.
2. Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή ήταν ο Μικρός Πρίγκηπας και δεν τον έχω ξεπεράσει ποτέ. Αν ήταν να σώσω ένα μόνο πράγμα, αυτό θα έσωζα- κι αν ήταν να σώσω ένα μόνο ποίημα, θα ήταν το Τροπάριο της Κασιανής- έστω, το Ασμα Ασμάτων του Σολωμόντα (όμως προσοχή! Μόνο και μόνο για λόγους αξεπέραστης αισθητικής. Είμαι άθεη).
3. Εχω κοιτάξει κατάματα τον Θάνατο δύο φορές, και δεν μπορώ να πω ότι δεν κλονίστηκα. Επειδή έχω συνειδητοποιήσει πως από δω και πέρα ζω με παράταση, προσπαθώ να έχω άλλες προτεραιότητες στη ζωή μου. Ομως, σαν τον άνδρα στο ποίημα του Καβάφη, ομνύω, αλλά ξανά υποκύπτω.
4. Αγάπησα κάποιους ποιητές περισσότερο από τον Γιάννη Ρίτσο, κανέναν άνθρωπο όμως πιο πολύ. Υπήρξε για μένα Δάσκαλος, Σύντροφος, Φίλος (με αυτή τη σειρά) και οι υποθήκες του, ποιητικές, προσωπικές και ως στάση ζωής, είναι το μόνο πράγμα που με κρατάει όρθια στις δύσκολες στιγμές μου. Με εμπνέουν επίσης η Μελίνα Μερκούρη, που δεν μπορώ ακόμη να συνειδητοποιήσω ότι έφυγε και ο Μίκης Θεοδωράκης που για μένα είναι κι εκείνος Δάσκαλος, Σύντροφος, Φίλος.
5. Η Επανάσταση δεν είναι σταθμός, είναι δρόμος. Βάδισα στα ίχνη των ανταρτών γονιών μου, συνέχισα στα δικά μου μονοπάτια και θα συνεχίζω, ελπίζω, όσο ζω, να ανήκω στην Ουτοπική Αριστερά. Αλλωστε, προχθές ακόμη, γράφοντας ένα κείμενο για μια έκθεση από την Κίνα στο Βρετανικό Μουσείο, αντί του ορθού «Πήλινος στρατός» αυθόρμητα σημείωσα «Κόκκινος στρατός» και αμέσως αναφώνησα ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Αμήν.

Για να δούμε τώρα τι θα γράψουν οι:

Βιβλιοφάγος

Νέλλυ Νέζη

Seesea

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Πατριάρχης Φώτιος

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Λούλα Αναγνωστάκη: η πιο μεγάλη τύψη



Αν με ρωτούσαν ποια είναι πιο συγκλονιστική, η Ανθρωπος (για να θυμηθούμε και τη Ζωή Καρέλη) ή η θεατρική συγγραφέας, θα δυσκολευόμουν πολύ να απαντήσω. Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι, βλέπετε, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα αλλά και εξίσου σημαντική συγγραφέας. Είναι από τα λίγα πρόσωπα που έχω γνωρίσει και νοσταλγώ, τώρα που δεν τη βλέπω πια. Την έχω συναντήσει λίγες φορές κι ωστόσο η σκέψη της κατοικεί μέσα μου.
Η γοητευτική παρουσία της Λούλας Αναγνωστάκη, το υπερβατικό που κυριαρχεί στο έργο της, το αέρινο (και ταυτοχρόνως τόσο στέρεο), που χαρακτηρίζει τη σκέψη της, είναι χαρίσματα που σφραγίζουν όποιον τη γνωρίζει. Αποκομίζεις τόσα πολλά από την αφαιρετικότητά της, ώστε να θεωρείς πως έχεις μια πλήρη εικόνα εν τη απουσία της- την ηθελημένη της απουσία.
Ωσεί παρούσα όπως και ωσεί απούσα, η Λούλα Αναγνωστάκη, ανήκει στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του θεάτρου και της διανόησής μας. Σε καιρούς που οι πνευματικοί ταγοί εκλείπουν, εκείνη δια της ισχυρής όσο και διακριτικής της παρουσίας, κυρίως όμως δια της σιωπής της, ορίζεται και καθορίζεται ως ένα από τα φωτεινότερα πνεύματα της Ελλάδας του 20ού αιώνα.
Οσα είπε τα τελευταία χρόνια στις σπάνιες, είναι η αλήθεια, επαφές της με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (και πώς να ενδώσει στις φωνές τους, τέτοια που έχουν γίνει…) περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Ο ήχος της ζωής» που κυκλοφόρησε κοντά στις γιορτές. Εχει κρατήσει έναν περίοπτο ρόλο στο «ράφι με τις τύψεις» καθώς δεν τολμώ τόσον καιρό να μιλήσω για την έκδοση αυτή, αφού θα πρέπει να μιλήσω και για την συγγραφέα, πράγμα που μου είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς από την αρχή γνωρίζω πως θα την προδώσω. Θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και «Ο ήχος της σιωπής» αφού η Σιωπή, η μετά λόγου γνώσεως, αυτή που τα περιγράφει και τα ξετυλίγει όλα, κυριαρχεί. Ανάσα βαθύτατου στοχασμού και φρέσκου, καθαρού αέρα, σε μια χώρα και μια κοινωνία που τα έχει όλα ξεχάσει, όλα διαγράψει, όλα μικρύνει και θαμπώσει. Η αδελφή του Μανώλη Αναγνωστάκη, η σύζυγος του Γιώργου Χειμωνά, η μητέρα του Θανάση Χειμωνά, αποστάζει εμπειρίες και σκέψεις που μας προσφέρονται σαν Θεία Κοινωνία. Στιγμές διαμαντένιες σε ένα μπλουζ αιωνιότητας.

Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο ήχος της ζωής», εκδόσεις Καστανιώτης.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

Αλλο ένα ράφι με τις τύψεις

Στο ράφι με τις τύψεις ήταν τόσον καιρό και το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τσαλίδη «Το σπίτι με τις χήρες» και παραλίγο να μην ανασυρθεί. Είχα διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο του, το «Γιοκ τζάνιμ» και είχα γοητευθεί, έτσι, όταν ξεκίνησα αυτό αισθάνθηκα από την αρχή τη διαφορά.
Το «Γιοκ τζάνιμ» είχε πολλές αρετές, ανάμεσα στις οποίες ήταν η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας μοναδικής. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως, επί παραδείγματι, η γλώσσα στην οποία γίνεται η αφήγηση, μια γλώσσα που θυμίζει έντονα τους Ρωμιούς της Πόλης, του έδιναν χάρη και η πλοκή, αν και κάπως χαλαρή, σου κινούσε το ενδιαφέρον.
Εντούτοις, μια αδυναμία του συγγραφέα, η επιθυμία του να τα πει όλα, είχε ήδη διαφανεί από το πρώτο του αυτό έργο. Ηταν κάτι που ο Δημήτρης Τσαλίδης θα έπρεπε να είχε προσέξει και να είχε αποφύγει. Αντίθετα, στο καινούργιο του βιβλίο, «Το σπίτι με τις χήρες» κράτησε όλο το υλικό του, δεν το ξεκαθάρισε, με αποτέλεσμα να πλατειάζει και στην πλοκή και στην αφήγηση. Ερχονται και οι πρωταγωνίστριες, που είναι γυναίκες, και ο αναγνώστης οδηγείται να πιστέψει πως η φλυαρία είναι ίδιόν τους. Δεν είναι, όμως.
Εξηγούμαι: αναμφίβολα, οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν πώς ο συγγραφέας φτάνει σε κάθε «εντολή» που δίνει στους ήρωές του (ή του δίνουν αυτοί) ούτως ώστε να μη δυσκολεύεται να παρακολουθεί τα κίνητρα και τα γεγονότα που οδηγούν στις εξελίξεις. Όταν πάντως τον «μπουκώνεις» με αναφορές, περιστατικά, μύχιες σκέψεις, ενώ η υπαινικτικότητα απουσιάζει, αφαιρείς κάτι από τη λιτότητα, τη γρηγοράδα και την ελαφράδα του δικού σου κειμένου. Ετσι, είναι μεν κατατοπισμένος, αλλά δεν έχεις αφήσει χώρο για την αφαιρετικότητα, ώστε να λάμψει η δική του φαντασία, να μπορέσει κι εκείνος να έχει μια δημιουργική ανάγνωση.
Αν υπήρχε, λοιπόν, η απαραίτητη αφαίρεση, θα είχαν αναδειχθεί οι καλές επιδόσεις του Δημήτρη Τσαλίδη στην πλοκή, στην πρωτοτυπία, στο χιούμορ. Ο συγγραφέας κατάφερε να διεισδύσει στον ψυχισμό των ηρωίδων του, που είναι γυναίκες μέσης ηλικίας, χωρίς απλουστεύσεις και αφέλειες. Θα είχε πάει βαθύτερα ακόμη, αν είχε καταφέρει να δείξει τη συμπάθειά του για τις γυναίκες που περιγράφει. Συμπάθεια που υπάρχει, είναι όμως τόσο κρυμμένη ώστε να μην αποτελεί ατού και να μη προσελκύει το ανάλογο συναίσθημα από τους αναγνώστες.

Δημήτρη Τσαλίδη, Το σπίτι με τις χήρες, εκδόσεις Νεφέλη

Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Ανέκδοτο!

«Μια φυλακή- πώς μας φτάσαν ως εκεί;- μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα τραγούδι του. Πώς μας φτάσαν ως εκεί, αλήθεια, να λέει ο υπουργός Πολιτισμού πως στα νεανικά του χρόνια είχε διαβάσει τη… «Φυλακή» του Κάφκα; Βεβαίως και δεν αποκλείεται το λάθος, το ανθρώπινο λάθος, να πεις δηλαδή «Φυλακή» αντί του σωστό «Δίκη» (αυτό νομίζω ότι ήθελε να πει), όμως άμα το λάθος το κάνει ο, υποτίθεται, καθ’ ύλην αρμόδιος, βράσε ρύζι.
Μάζεψε λοιπόν ο «Ιανός» σήμερα καλλιτέχνες και ανθρώπους του πολιτισμού και τους έβαλε να συζητήσουν με τον Γιώργο Βουλγαράκη. Του είπαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά, στα περισσότερα, απάντηση δεν πήραν. Είπε πως τα έχουν σημειώσει οι συνεργάτες του και θα μεριμνήσει- μένει να το δούμε.
Απάντηση πήρε μόνο ο Θανάσης Βαλτινός για το ακανθώδες θέμα επιχορήγησης για μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό. Ο κ. υπουργός του είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται και πως με αυτό θα ασχοληθεί και το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου αλλά και το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού. Μήπως όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει; Μένει να το δούμε και αυτό.
Κατά τα λοιπά, δεν «άδειασε» τον υπουργό Εργασίας (Απασχόλησης ή όπως αλλιώς λέγεται τώρα ο Τσιτουρίδης). Δεν απάντησε δηλαδή, στην παρατήρηση πως από πέρσι τον Μάιο προσπαθούν οι συγγραφείς να τον δουν για να συζητήσουν θέματα ασφάλισής τους και έτσι παραμένει ανενεργό το νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Και μιλάμε μόλις για το 0,5% επί της τιμής του βιβλίου, δηλαδή ψίχουλα. «Κορυφαίοι συγγραφείς τρέχουν για να διασφαλίσουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» είπε ο Θανάσης Βαλτινός. «Εμπαίζονται άνθρωποι που υποτίθεται ότι συνεισφέρουν στον πολιτισμό». Ποιος τον άκουσε;
Αλλά και ο Γιώργος Δαρδανός, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλίου, ουδέν νεώτερο άκουσε. Κάναμε πρόταση για έτος βιβλίου, είπε, και ακόμα δεν έχουμε πάρει απάντηση. Ετος βιβλίου…. Πφ! Αστεία πράγματα! Με μόλις 2% από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού να πηγαίνει για το βιβλίο. Ο κ. Βουλγαράκης τους είδε για πέντε λεπτά, είπε ο κ. Δαρδανός, αλλά ο πρόεδρος των Καραγκιοζοπαικτών τον «ρούμπωσε»: εσείς είχατε αυτή την τύχη, να τον δείτε έστω και για πέντε λεπτά, εμείς όχι ακόμη, είπε!
Αποτέλεσμα; Δεν το βλέπω!

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

Το δεύτερο ράφι με τις τύψεις

Το ράφι με τις τύψεις δεν αδειάζει, όπως είναι γνωστό, αν δεν βάλεις κι εσύ το χεράκι σου. Αντίθετα, τα βιβλία του πολλαπλασιάζονται με έναν μυστηριώδη τρόπο. Γι’ αυτό και σήμερα θα ανασύρω δύο, μήπως και προχωρήσουμε λιγάκι. Εχουν και τα δύο μια κοινή παράμετρο, έστω και ως λεπτή κόκκινη κλωστή. Δεν είναι άλλη από την Αριστερά, ως ιδέα αλλά και ως- ιδιότυπης μορφής έστω- εξουσία.
Ο Τίτος Πατρίκιος έβλεπε πάντοτε τον κόσμο με την έκπληκτη ματιά του ποιητή αλλά και με την κριτική, ενίοτε (και συχνότατα) επικριτική, του αριστερού. Ελεγε πάντοτε τη γνώμη του με τον δικό του τρόπο, σαφώς και συχνότατα όχι εμμέσως. Πλην όμως, φτάσαμε στον 21ο αιώνα και πολλά άλλαξαν. Αλλαξε και η αφήγησή του. Ακόμα και αναπολώντας τα, τώρα, τα γεγονότα, τα όνειρα και τις σκέψεις του παρελθόντος του, φαντάζουν διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε όποιος τον είχε με συνέπεια διαβάσει.
Οι ωραιότατες εξιστορήσεις και αναμνήσεις του, οι νοσταλγικές του παρουσιάσεις μικρών, ασήμαντων κι ωστόσο τόσο σημαντικών στιγμών του, γοητεύουν ως συνήθως τον αναγνώστη. Όμως, όταν κλείνει τις «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες» και αφού έχει γελάσει με το χιούμορ, κλάψει με τη συγκίνηση που αναδίδουν, απολαύσει τις περιγραφές και φανταστεί τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από την καθεμιά ιστορία, αναρωτιέσαι: πού πήγαν λοιπόν οι διανοούμενοι της Αριστεράς; Ποιοι είναι οι προβληματισμοί τους; Ποιες είναι οι αναζητήσεις και οι αμφιβολίες τους σήμερα; Πού πιστεύουν ότι βαδίζει ο κόσμος, οι ίδιοι, η ιδεολογία τους;
Θα μου πείτε είναι υποχρεωμένος ο Τίτος Πατρίκιος να ακολουθήσει τη δική σου λογική; Όχι, δεν είναι. Λέω όμως τι μου έλειψε ώστε να θεωρήσω το βιβλίο του εντελώς ξεχωριστό και «καυτό». Τι θα περίμενα από έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να κρατιέται τόσα χρόνια στην επικαιρότητα χάρη στις σκέψεις και στις πράξεις του. Και τέλος τι θα ευχόμουν για έναν ποιητή που παραμένει ταγμένος στην Ομορφιά και στη Δικαιοσύνη. Ζητάω πολλά;

Το δεύτερο σημερινό βιβλίο μας είναι το βιβλίο ενός άλλου ποιητή: η νουβέλα του Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ». Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται, ωστόσο τυπολογικά πλησιάζει περισσότερο στη νουβέλα. Θέμα της, μια δολοφονία το 1944. Όχι αριστερού από δεξιό ούτε δεξιού από αριστερό. Αριστερού από αριστερούς. Ενας δημοσιογράφος που αισθάνεται ότι έχει «στομώσει» και που όλοι και όλα τον σπρώχνουν στο περιθώριο, προσπαθεί να διερευνήσει αυτό το θέμα, που είναι ταμπού.
Ο Δαββέτας είχε μια εξαιρετική ιδέα, την οποία δεν κατόρθωσε, νομίζω, να διαχειριστεί με το πάθος που εκείνη απαιτούσε. Ένα πρωτότυπο θέμα που χρειαζόταν περισσότερη ένταση και ίντριγκα, ώστε να καταδείξει την τραγωδία (ενώ τώρα μιλάμε, απλώς, για δράμα) το σπαραγμό, και, τελικά, την αιτία, που τώρα φαίνεται πολύ «χλωμή» και αδύναμη για να σηκώσει στους ώμους της ένα τέτοιο βάρος.
Η μυθική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) που προστάτευσε τον πληθυσμό αλλά προέβη και σε αγριότητες, θα μπορούσε να δώσει εναύσματα στον συγγραφέα για βαθύτερες προσεγγίσεις και διερευνήσεις. Το ίδιο και οι μικροί και μεγάλοι εμφύλιοι της Αριστεράς που βεβαίως σοβούσαν πολύ πριν από την Κατοχή και που είχαν οδηγήσει σε ουκ ολίγα παρατράγουδα.
Οσο για το εύρημα του προβληματικού προστάτη αδένα, που ταλαιπωρεί τον ήρωα, μάλλον αφαίρεσε παρά πρόσθεσε στο βιβλίο. Στο «σήμερα» το φέρνουν πράγματι οι ερωτικές φαντασιώσεις του ήρωα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την οικογένειά του. Στην οποία, άλλωστε, ανήκει και ένας από τους πρωταγωνιστές της κεντρικής ιστορίας του.
Τίτου Πατρίκιου «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες»
Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ».

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

Το ράφι με τις τύψεις (1)

Ο αγαπημένος μου Ανδρέας Φραγκιάς το έλεγε «το ράφι με τις τύψεις». Είναι το ράφι όπου κανείς στοιβάζει τα αδιάβαστα βιβλία του. Και όσο αυτό γέμιζε τόσο οι τύψεις αύξαναν, καθώς τα περισσότερα βιβλία που δεν είχε διαβάσει, του τα είχαν στείλει άνθρωποι είτε από αβροφροσύνη είτε επειδή ήθελαν τη γνώμη του.
Το δικό μου ράφι με τις τύψεις έχει βιβλία που κατά συντριπτική πλειονότητα τα έχω αγοράσει και διαβάσει. Οσο όμως αργώ να τα μοιραστώ μαζί σας, οι τύψεις μεγαλώνουν. Στη συνέχεια θα μετατραπούν σε αμηχανία, καθώς θα εκδοθούν νέα βιβλία κι εγώ δεν θα έχω αναφερθεί στα παλιά.
Γιατί όμως άργησα τόσο φέτος; Κατά βάσιν επειδή διάβασα καλά βιβλία, αλλά τα περίμενα διαφορετικά. Η δική μου γενιά μεγάλωσε με μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, μελέτες κάθε είδους που συχνά άφηναν εποχή- θυμίζω πως στις δεκαετίες ’70 και ’80, ακόμη και στη δεκαετία του ’90 ζούσαν πολλοί κολοσσοί της ελληνικής όπως και της ευρωπαϊκής και της διεθνούς λογοτεχνίας και σκέψης. Ζούσαν και ήταν δρώντες. Σήμερα, αναστήματα μεγάλου μεγέθους ελλείπουν παγκοσμίως.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε, πια, βιβλία σημαντικού μεγέθους ή πως αποκλείεται όσοι έχουν ήδη ξεχωρίσει ή θα ξεχωρίσουν στο μέλλον να δώσουν κάτι εν πολλοίς εμβληματικό. Αυτό πάντως δεν συνέβη φέτος, και με λυπεί.
Ας μη μεμψιμοιρώ, και ας μη μακρηγορώ. Τον τελευταίο μήνα διάβασα πολλά βιβλία, από τα οποία σας παρουσιάζω μερικά:

«Η καλοσύνη των ξένων» του Πέτρου Τατσόπουλου.
Αν κανείς σύγκρινε το βιβλίο αυτό με τον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς , θα το αδικούσε. Δεν είναι ένα βιβλίο για την ορφάνεια, είναι μια σπουδή στην υιοθεσία. Και ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα- αν και ανέπλασε συγγραφικά την προσωπική του περιπέτεια.
Πριν να το διαβάσω ήμουν δίβουλη. Οταν το τέλειωσα, έμεινα απολύτως ικανοποιημένη γι’ αυτό που ο συγγραφέας του παρουσιάζει ότι είναι «Η καλοσύνη των ξένων». Ενα δικό του χρονικό, όχι με την τυπολογία αυτή βεβαίως, και συγγενείς περιπτώσεις: παιδιών που αναζητούν ή που πρέπει να βρουν γονείς.
Δεν πρόκειται για κείμενα που αγγίζουν το συναίσθημα. Με ιδιαίτερη μαεστρία ο συγγραφέας απέφυγε τον σκόπελο, αποστασιοποιούμενος εντελώς (θυμίζει την περίφημη αποστασιοποίπηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ) και γι’ αυτό είναι ειλικρινέστατο και αληθινά συγκινητικό. Το έγραψε πολύ καλά, δεν ξέρω όμως αν θα με τραβούσε το ίδιο σε περίπτωση που δεν γνώριζα τον πρωταγωνιστή του. Ισως, πράγματι, θα ήταν καλύτερο αν το είχε κάνει μυθιστόρημα. Εχει τη δυνατότητα, μα δεν μπορώ να ξέρω αν είχε και τη δύναμη.
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»

Οι «τύψεις» συνεχίζονται.

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007

Ετος... ποιανού;

Εχω μεγάλη περιέργεια αν το υπουργείο Πολιτισμού θα κηρύξει, εν τέλει, το έτος 2007 έτος Καζαντζάκη, όπως είχε πει, καθώς φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Όπως πάντοτε, η οργάνωση λείπει από τη χώρα μας και τους φορείς της και αυτό που θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει με την Πρωτοχρονιά, δεν έχει καν ανακοινωθεί. Ελπίζω μονάχα ότι έχει οργανωθεί…
Ακόμη μεγαλύτερη είναι, πάντως, η περιέργειά μου αν το ΥΠΠΟ θα κηρύξει το 2007και έτος Σολωμού, καθώς συμπληρώνονται εκατόν πενήντα χρόνια από τον δικό του θάνατο. Ο γενάρχης της ποίησής μας, ο ποιητής που μελετάται πάντοτε εντατικά και για το έργο του γίνονται αρκετά μεταπτυχιακά και εκδίδονται αρκετά βιβλία, έχει, φοβούμαι, ένα «μειονέκτημα» απέναντι στον Καζαντζάκη: την επτανησιακή καταγωγή του.
Τι θέλω να πω; Πως ο υπουργός Πολιτισμού είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, κρητικής καταγωγής. Εξ ου, εν μέρει, και η επιλογή του Καζαντζάκη. Να ευχηθώ, πάντως, να κάνω λάθος. Επειδή, το 2009 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου και το 2011 από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Και δεν θέλω να σκεφτώ ότι για να ενδιαφερθεί η ελληνική πολιτεία έστω λειψά με την κήρυξη ενός έτους για το έργο τους, θα πρέπει να έχουν… βουλευτή στην Κορώνη!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Με ένα βιβλίο γιορτάζω

Δεν έχω διαβάσει κανένα από τα αφιερώματα των ημερών που κάνουν οι εφημερίδες, διότι, απλούστατα, δεν το αντέχω. Βαριέμαι, αποπροσανατολίζομαι και τα παρατάω στις πρώτες σελίδες. Ακόμα και τις επικεφαλίδες να διαβάσει κανείς, τους τίτλους των βιβλίων, ή να δει τα εξώφυλλά τους, κουράζεται.
Ως πιστή αναγνώστρια από τα έξι μου, σαράντα τρία χρόνια φουρνάρισσα, ήτοι, έχω «ψήσει» κι έχω «ψήσει» βιβλία… Τα έχω ξεχωρίσει, αγαπήσει, διαβάσει και ξαναδιαβάσει, ή, απλώς, έχω διασκεδάσει και περάσει καλά μαζί τους. Ελάχιστα έχω αφήσει στη μέση- ακόμα και τα πιο κακά.
Εδώ και μέρες αναρωτιέμαι τι θα είχα να προτείνω αν έγραφα σε μια τέτοια στήλη. Είτε διότι δεν με βοηθούν τα βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος, είτε διότι δεν είναι αυτή η λογική μου, είτε, τέλος, επειδή κάποια πολύ σημαντικά ή πολύ ενδιαφέροντα βιβλία μου ξέφυγαν, δεν είμαι σε θέση να κάνω τέτοιες προτάσεις.
Αντιστρέφω, λοιπόν, τους ρόλους και σας καλώ να μου προτείνετε εσείς ένα βιβλίο για αυτές τις μέρες. Ένα βιβλίο που θα μπορούσα να διαβάσω, να κάνω δώρο, να με αγγίξει, να με ενθουσιάσει, να με συγκινήσει, να μου αρέσει. Δεν υπάρχουν περιορισμοί κανενός είδους, εκτός μόνο από περιορισμούς ποιότητας και προοδευτικότητας. Όπως τις εννοεί, και πάλι, ο καθένας μας.
Καλά Χριστούγεννα!

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006

Αυτοί θα κρίνουν τα βιβλία

Ποιοι θα απονείμουν τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία κρίνοντας τα βιβλία που έχουν εκδοθεί; Οι νέες επιτροπές ανακοινώθηκαν, επιτέλους, από το υπουργείο Πολιτισμού. Θα τρέχουν, βέβαια, και δεν θα φτάνουν για να προλάβουν, καθώς ο διορισμός τους έγινε πολύ αργά, αλλά... Τις επιτροπές αποτελούν, λοιπόν, οι:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Πρόεδρος: Μαστροδημήτρης Παναγιώτης
Αντιπρόεδρος: Κοπιδάκης Μιχάλης
Μέλος: Ανδρειωμένος Γεώργιος
Μέλη: Σαμουήλ Αλεξάνδρα, Μπουρναζάκης Κώστας, Καπάνταη Ισμήνη, Σοφιανός Κώστας, Λάζαρης Νίκος, Κέζα Λώρη.



ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

Πρόεδρος: Μπερλής Άρης
Αντιπρόεδρος: Κεντρωτής Γιώργος
Μέλη: Ανδρουλιδάκης Κώστας, Δεληγιώργης Σταύρος – Γεώργιος, Στυλιανού Άρης,
Κουτσουρέλης Κώστας, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Βαρόν Βασάρ Οντέτ, Σιετή Παναγιώτα.



ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πρόεδρος: Μερακλής Μιχάλης
Αντιπρόεδρος: Αναγνωστόπουλος Βασίλης
Μέλη Μαλαφάντης Κωνσταντίνος, Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια, Καλλέργης Ηρακλής, Δαρλάση Αγγελική, Ζαραμπούκα Σοφία, Κυριτσόπουλος Αλέξης, Κοντολέων Μάνος.
Καλό τους διάβασμα!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Ο Καβάφης στο Διαδίκτυο


Πόσοι από εμάς μπορούν να υπερηφανευθούν ότι έχουν διαβάσει ένα ποίημα στο χειρόγραφό του- ας μην είναι και το πρωτότυπο. Οχι και πολλοί. Πόσοι μπορούν να ανασύρουν ανά πάσα στιγμή και ώρα από την βιβλιοθήκη τους όλο το έργο ενός ποιητή, άπαντα τα ευρεθέντα, όπως λένε οι φιλόλογοι; Ομοίως όχι και πολλοί. Ακόμα και όσοι είναι βαθύτατα αφοσιωμένοι σε έναν δημιουργό, κάποιες απώλειες θα μετρούν. Πολλώ μάλλον οι υπόλοιποι.

Πάντοτε υπάρχει όμως ο πλέον αφοσιωμένος, ο οποίος γίνεται διαμεσολαβητής ανάμεσα στον (πολυ)αγαπημένο του και στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Μανόλης Σαββίδης. Ο πατέρας του άνοιξε μεγάλο δρόμο στην μελέτη του Κ. Π. Καβάφη, αν και το σωστό θα ήταν να πω και στη μελέτη του Κ. Π. Καβάφη. Εκείνος συνεχίζει. Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού έχει τον δικό του τόπο στο διαδίκτυο και σε αυτόν τον τόπο, ο Καβάφης έχει τον δικό του χώρο. Επισκεφθείτε τον και θα ωφεληθείτε πολλαπλώς. Ο,τι υπάρχει από το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού, βρίσκεται εκεί μαζί με χειρόγραφα, φωτογραφίες, βιογραφικά στοιχεία, γενικώς, τεκμήρια σπουδαία.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Δυστυχώς, συνεχίζουμε

Εδώ είμαστε! Συνεχίζουμε την προσπάθεια συγγραφής μυθιστορήματος στο Διαδίκτυο. Σήμερα το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου για όσους δεν απογοητεύτηκαν, ξενέρωσαν, έκοψαν τις φλέβες τους, πήραν τα βουνά και γενικώς δεν ορκίστηκαν να μη μας ξαναδιαβάσουν ποτέ ξανά (ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας...)
Πηγαίνετε, λοιπόν στο πόνημά μου. Ευχαριστώ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα



Η Οδός Μουσών της Θεσσαλονίκης είχε μονάχα όνομα. Χάρη δεν είχε και μεγάλη. Της έγινε όμως η χάρη, τελικά, να μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς σε αυτήν μεγάλωσε ο Αντώνης Σουρούνης. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει στους χλωρούς παραδείσους της παιδικής του ηλικίας. Και έκλεψε την καρδιά μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα για τα παιδικά χρόνια (τα ανέμελα, τα αθώα, όπως και τα τόσο γεμάτα ανησυχίες, αγωνίες, θλίψεις). Οπως έχουμε όμως επανειλημμένα πει, το θέμα δεν είναι μόνο ΤΙ λες, αλλά, κυρίως, ΠΩΣ το λες. Εδώ, λοιπόν, ο Σουρούνης έκανε το γνωστό θαύμα του. Το είπε με έναν τρόπο εξαιρετικό.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο της ζωής του, γραμμένης, ωστόσο, με τρόπο μυθιστορηματικό. Ως φαίνεται, οι ήρωες της ζωής του είχε πάντοτε μέσα του μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς τους παρουσιάζει τόσο αβίαστα σαν φανταστικούς, ενώ φαίνεται καθαρά πως είναι πραγματικοί. Ούτε εξηγείται, από την άλλη πλευρά πώς ενώ είναι τόσο αληθινοί τόσο υπαρκτοί και τόσο γήινοι είναι, ταυτοχρόνως τόσο απογειωμένοι, τόσο «ιστορημένοι» ώστε να καταλήγουν να είναι και να μην είναι πρόσωπα της αχλής και πρόσωπα του ήλιου.
Η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα είναι πασίγνωστη και την ξεδιπλώνει κάθε φορά, σε κάθε γραφτό του- μα σε κάθε. Είναι αυτή, η χρυσοφόρος φλέβα του, που μαζί με το ταλέντο του τον βοηθά να κάνει ξεχωριστά ακόμα και τα πολύ μικρά, τα επιμέρους, τα δευτερεύοντα. Στο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» παίρνει φόρα. Και απνευστί σχεδόν, τα λέει όλα. Σαν παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, που χαίρεται, θυμώνει, ανακαλύπτει, απορεί, εξομολογείται, που αναλογίζεται και απολαμβάνει. Σκηνές γνήσιας παιδικής αθωότητας, προσποίησης και τσαχπινιάς, σκηνές γοητευτικές, αυθεντικές. Προσφέρουν λογοτεχνική συγκίνηση αλλά και δάκρυ και γέλιο.
Πληθωρικός ωστόσο όπως είναι, και όπως οι χρυσές αναμνήσεις του έχουν μέσα του όλες ένα μεγάλο ειδικό βάρος, ξεχνά να σταματήσει, ξεχνά να επιλέξει, ξεχνά να συμπυκνώσει, να γεμίσει το βιβλίο ανατάσεις και υφέσεις, καμπύλες και ευθείες. Βεβαίως, αν πρόκειται για τον Αντώνη Σουρούνη με την τόσο γνήσια γραφή, ακόμη και αυτό κοντεύει να περάσει απαρατήρητο.
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα, εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

Βοήθεια Χριστιανοί! (και μη Χριστιανοί, επίσης)

Εδώ και καιρό γράφω το καινούργιο μυθιστόρημα. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της μεγάλης παραγωγής σε αυτά τα γραφτά μου. Σε αντίθεση με τα κείμενα στην εφημερίδα. Σκέφτηκα, όμως, πως θα με βοηθούσε αν το μοιραζόμασταν. Αν είχα τις απόψεις, τις κρίσεις, τις παρατηρήσεις, τις ιδέες σας. Ανοιξα λοιπόν ένα νέο μπλογκ που θα το βρείτε στο προφίλ μου («μυθιστόρημα») ή σε αυτή τη διεύθυνση και σας περιμένω. Κερνάω λέξεις. Πείτε ότι σας κέρασα καφέ, γλυκό του κουταλιού και λικεράκι χειροποίητο. Θα έρθετε;