Σάββατο, Ιουνίου 16, 2007

Το σχολείο του Ν.Ago στο Καλυβάτσι

Στις 3 Αυγούστου έχω γενέθλια. Και δεν σας λέω πόσα κλείνω, γιατί είναι πολλά και... τα έχω ξεχάσει. Αλλο είναι το θέμα μας σήμερα. Εκείνη ακριβώς τη μέρα, ο φίλος N.ago θα πάει στο χωριό του, το Καλυβάτσι, με τσάντες, τέτράδια, μολύβια και ό,τι άλλο σχετικό υλικό έχει μέσα μια σχολική σάκα.
Είναι μια πρωτοβουλία που πήρε, περιμένοντας από εμάς τους μπλόγκερ (ο Μπαμπινιώτης λέει ότι δεν βάζουμε πληθυντικό όταν χρησιμοποιούμε αυτούσια την ξενική λέξη- άσχετο, αλλά...) τους μπόγκερ ξαναλέω, να συντρέξουμε. Και αξίζει.
Επισκεφτείτε το μπλογκ του για να δείτε τι μπορείτε να κάνετε. Θα ανταμειφθείτε από τις γελαστές φατσούλες που θα μας φέρει σε φωτογραφίες όταν επιστρέψει από την πατρίδα του.
ΠΡΕΠΕΙ να τα καταφέρει. ΜΠΟΡΟΥΜΕ να τον βοηθήσουμε.

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Για την Αμαλία

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι






«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»



(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)



«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»



(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)



Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.



Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.





Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.



Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.



«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»



(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)



Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:



«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»



Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:



* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ







ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.



* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ





ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.




Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων



(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").






ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ



Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Κι ο ψωριάρης χώρια...

Απεργώ αύριο Τρίτη, 8 Μαΐου.
Απεργώ για το ομόλογο που αγόρασε το ταμείο μου και χάσαμε καμμιά τριανταριά εκατομμυριάκια (ευρώ).
Απεργώ με όλη μου τη θέληση.
Ομως, όλοι απεργούν αντάμα, στις 15 του μηνός κι ο ψωριάρης (ΕΣΗΕΑ) χώρια...

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Γιάννης Ρίτσος: ξημερώνοντας πρωτομαγιά του 1909

Παραμονή Πρωτομαγιάς και αν ήμουν στον Ριζοσπάστη, ή αν ήταν ακόμη η Μαιρούλα εκεί, (η τελευταία διαφορετική φωνή) θα είχα κατακλυστεί από αιτήσεις και απαιτήσεις να γράψω κάτι για τον Γιάννη Ρίτσο, λόγω επετείου. Ο ποιητής, που είχε γεννηθεί ξημέρωμα Πρωτομαγιάς του 1909, χαιρόταν τόσο με αυτή τη σύμπτωση, ώστε ποτέ δεν άλλαξε την ημερομηνία μετά, όταν στην Ελλάδα κυριάρχησε το νέο ημερολόγιο (1924), αιώνες μετά την κυριαρχία του στην Ευρώπη.
Και πώς να μη χαίρεται; Αυτός ο πρίγκιπας της ευγένειας και της ανθρωπιάς, είχε τάξει τη ζωή του από πολύ νεαρή ηλικία στην υπεράσπιση των αδύνατων, των φτωχών και των κατατρεγμένων. Για να θυμηθούμε και τις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας
μα τούτο τ’ όνειρο
ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων
κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ’ όνειρο μεγάλωνε- σιγά σιγά μεγάλωνε.»

Σιγά- σιγά μεγάλωνε και έπειτα, γρήγορα- γρήγορα, μίκραινε και απομακρυνόταν. Οι καιροί πέρασαν, περνούν ακόμη, και η Αριστερά, το ίδιο το κόμμα του ποιητή πρώτα απ’ όλα, το ΚΚΕ, δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του απέναντί του. Κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες νύξεις κάνει η κόρη του, Ερη Ρίτσου, στον σημερινό Ριζοσπάστη:
«Υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».
Εύχομαι η τελευταία της φράση να εισακουσθεί από εκείνους που καθορίζουν τα πράγματα σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και από όλους όσοι αγαπούν αληθινά το έργο του Ρίτσου. Διότι, πολλά έχει να προσφέρει στην αντιμετώπιση και στη μελέτη του μια νηφάλια και «ανεξίθρησκη» πλέον προσέγγιση που θα αποδώσει τα του Καίσαρος των Καίσαρι και τα του Θεού, τω Θεώ (ποιος είναι ο Καίσαρας; Και ποιος ο Θεός; Ο Ερωτας ή η Επανάσταση; Η Επανάσταση ή ο Ερωτας; Θα δούμε).
Θα ήθελα να αισιοδοξώ για την μη προδιαγεγραμμένη προσέγγιση του έργου του από την Αριστερά, όμως δεν μπορώ. Δεν βλέπω, τόσα χρόνια, να αλλάζει κάτι. Ο Ρίτσος για τους συντρόφους του είναι ένα Σύμβολο. Και πράγματι, είναι. Ο Ελύτης το είπε με μια φράση: «η αφοσίωσή του στην ποίηση και στα ιδανικά που πίστεψε αποτελούν ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα». Αλλά κάποτε, οι ομοϊδεάτες του θα πρέπει να τον δεχθούν ολόκληρο και όχι κατακερματισμένο.
Θυμάμαι τις παρατηρήσεις στον «Ριζοσπάστη» των πρώτων χρόνων επανακυκλοφορίας του, όταν γραφόταν ότι το πλέον ώριμο έργο του είναι η «Τέταρτη Διάσταση». Με τη γνωστή συνήθεια να παίρνει η «καθοδήγηση» όλους τους ρόλους (και του κριτικού λογοτεχνίας επομένως) η άποψη αυτή αντικρουόταν σθεναρά. Γιατί; Μα επειδή, ακριβώς, οι ποιητικές αυτές συνθέσεις έχουν βαθύ φιλοσοφικό και οντολογικό υπόβαθρο. Γιατί αναρωτιούνται για την Υπαρξη και τον Θάνατο, για τη Φθορά και τον Ερωτα, για την Πτώση και την Ανάταση. Γιατί ενυπάρχει σε αυτές η αμφιβολία και η αμφιταλάντευση «ο εξαίσιος ίλιγγος του κενού» όπως λέει και ο ίδιος στη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Θέλω να ξεχάσω τις επανειλημμένες παρατηρήσεις των κομματικών οργανώσεων των καλλιτεχνών επειδή ο Ριζοσπάστης ασχολούνταν κάπως συχνά με το έργο του ποιητή (σε καμιά περίπτωση, πάντως, με την συχνότητα που θα του ταίριαζε. Αδιάφορο. Οι συμμαχητές του στην τέχνη θεωρούσαν τη μεταχείριση προνομιακή. Παραβλέποντας το μέγεθος του ποιητή και ζητώντας μερίδιο από τη δημοσιότητα, την οποία εκείνος μεν ποτέ δεν επεδίωξε, οι ίδιοι όμως...). Παρατηρήσεις που στον Ρίτσο ποτέ δεν μεταφέρθηκαν, και οι οποίες «έσκαγαν» στο ανάχωμα της διεύθυνσης- και για να πούμε τα πράγματά με το όνομά τους, στον Γρηγόρη Φαράκο που ήταν διευθυντής στην αρχή και καθοδηγητής μετά- και εκεί εκτονώνονταν.
Δεν μπορώ όμως να μη θυμηθώ το περιστατικό με την «Πολιτιστική» και το μυθιστόρημα «Ισως να ‘ναι κι έτσι» (από την εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων). Το περιοδικό θεώρησε πως το κείμενο ήταν «ελευθεριάζον» και επιτέθηκε εναντίον του ποιητή με έναν τρόπο ανοίκειο: παίρνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα και βάζοντας ειρωνικούς τίτλους. Ο Ριζοσπάστης απάντησε- η αλήθεια είναι και πάλι με προδιαγεγραμμένο περιεχόμενο σχολίου- υπερασπιζόμενος τον ποιητή. Οχι όπως θα του ταίριαζε, και πάλι. Ακολούθησε ένα εκτεταμένο αφέρωμα στο περιοδικό, ως αντίδραση στο κείμενο της εφημερίδας και σε επόμενο κείμενο που είχε εν τω μεταξύ συνταχθεί από μέλος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ και δημοσιευθεί κι εκείνο στον «Ρ». Και στις τρεις περιπτώσεις, ο διάλογος (ο μονόλογος της κάθε πλευράς, έστω) δεν έγινε με αισθητικούς όρους. Εγινε με ιδεολογικούς. Κάτι πολύ κακό για ένα έργο τέχνης, μέσα στο κλίμα της εποχής, πάντως.
Αυτό που ενόχλησε κατά βάσιν το περιοδικό ήταν το γεγονός ότι η εφημερίδα- όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ- έλεγε πως η Πολιτιστική δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με το κόμμα. Κάτι που ελέχθη για να μη φανεί πως η επίθεση προερχόταν εκ των έσω και που στέρησε το περιοδικό από χιλιάδες αναγνώστες- λίγα τεύχη μετά, έκλεισε. Ας σημειωθεί πως οι «έξω» επέμεναν: τα «ζντανοφάκια χτυπούν τον Ρίτσο» και δεν είχαν απολύτως άδικο, καθώς από τον ίδιο ιδεολογικό χώρο και λόγω των στρεβλώσεων που αυτός καλλιέργησε, προήλθαν οι επιθέσεις. Πάντως ο ποιητής, που βρέθηκε στη μέση του κυκλώνα μόνο και μόνο επειδή αποφάσισε να εκφραστεί δημόσια με τον τρόπο που εκείνος νόμιζε (επιτέλους!) στενοχωρήθηκε βαθειά. Ενα ποίημα της εποχής, από τις «Ανταποκρίσεις», είναι μάλλον εύγλωττο, όπως και ο τίτλος «Ανταπόδοση»:
«Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.
Εδωσε θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι
Της Παναγίας.
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη
δροσοστάλα
που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι,
στις μεγάλες σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο.
Πλούτισε τον κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί
ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα.
Τώρα, εκεί πάνω,
άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη
στα γυμνά πλευρά του.»

Ενενήντα οκτώ χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ας μη ξεχνάμε.

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Η Ιερή Παγίδα της Λείας Βιτάλη

Πιστεύω ακράδαντα στην κρυφή φωνή των πραγμάτων και των πόλεων, στην κρυφή πτυχή των γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η προσωπική μυθολογία του καθενός μας. Με όσα είδε και δεν ξέχασε ποτέ. Με όσα ξέχασε, αλλά το συναίσθημα ή η μνήμη του ανακαλεί επιλεκτικά- και κάπως «διορθωμένα». Με όσα σκέφτηκε, ονειρεύτηκε, έπλασε, επινόησε, άλλαξε. Αυτός είναι ο κόσμος του καθενός μας: ένα υποκειμενικό νησάκι μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων που πότε εντάσσεται και πότε πλέει μονάχο, σαν σχεδία η οποία έρχεται και φεύγει αέναα.
Πιστεύω και ότι η μοίρα του ανθρώπου αλλάζει πάντοτε σε δραματικές συγκρούσεις με την Ιστορία, χωρίς αυτό να φαίνεται πουθενά στις επίσημες καταγραφές- καταγραφές του νικητή, έτσι κι αλλιώς. Πώς χάθηκε η προγιαγιά μου; Με ρωτά και με ξαναρωτά η αγαπημένη μου Σααντέτ από τη Σμύρνη. Φεύγοντας, της λέω, με τη δική μου γιαγιά και με άλλα τέσσερα αδέλφια, όλα κάτω από 15, ορφανά. Ξέρω, μου απαντά, στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
Δεν φταίει η μικρή μου, η ακριβή μου. Οι νικητές δεν σημείωσαν (ούτε καν σε υποσημείωση) το αυτονόητο: πως ήταν πόλεμος και σκοτωνόταν κόσμος. Το δέχεται όταν της το λέω. Ομως, εξ αυτού, ανησυχώ πολύ γιατί, όταν οι πρωταγωνιστές απομακρύνονται, η αλήθεια του καθενός υποχωρεί εμπρός στη γενική αλήθεια (αν υπάρχει κάτι τέτοιο). Και δεν φοβάμαι για τη Σμύρνη αλλά για τον εμφύλιο, που, όσο πάει και χάνουμε εκείνους που αναμείχθηκαν και θα μείνει σε λίγο η ψυχρή άποψη των ιστορικών ενώ εμείς που ακούσαμε τις αφηγήσεις των ανταρτών γονιών μας ζούμε ακόμη. Κι ωστόσο, η ιστορική άποψη είναι κι εκείνη αναγκαία. Τι θα ήταν τα πράγματα χωρίς τον Θουκυδίδη και τον Επιτάφιό του; Αλλά, τα ευρήματα από το Δημόσιο Σήμα που δίνουν «πρόσωπα» στους τότε νεκρούς υπερασπιστές της πατρίδας, δεν είναι εξίσου συγκινητικά;
Μακρηγορώ, αλλά θέλω να παρουσιάσω επακριβώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο μου «μίλησε» η Ιερή Παγίδα της Λείας Βιτάλη. Η μοίρα του ανθρώπου μέσα στη λαίλαπα των ιστορικών γεγονότων, που, βεβαίως, την επηρεάζουν. Η αληθινή μοίρα, και η επινοημένη. Ενός προσώπου, πολλών προσώπων. Κυρίων και δευτερευόντων. Ακόμα και κάποιων- η πολλών- που δεν έχουν υπάρξει αληθινά.
Η συγγραφέας ξεκινά από βάσεις εξαιρετικά στέρεες: εκτός από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της, έχει πείρα στη γραφή, εξαιρετική γνώση της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης και γνώση- εκ των έσω, θα λέγαμε, ως εκ της καταγωγής της- της Ιστορίας. Βεβαίως, η καταγωγή δεν φτάνει. Και εκείνη εμπλούτισε πολύ τις γνώσεις της και τις πηγές της. Οπως «εμπλούτισε» και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός της αυτού.
Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, 1453. Η Θεοσκέπαστη, η Βασιλεύουσα, η Πόλις, είναι έτοιμη να πέσει. Στο βάθος- βάθος ακούγεται το πλήθος που την έχει ήδη παραδώσει (ως προς την επιθυμία αλλά και τη συνείδησή του). Δεν υπάρχουν ηρωικοί μαχητές- υπερασπιστές. Ενας κουρασμένος όχλος υπάρχει, ο οποίος άγεται και φέρεται από τους ηγέτες του. Δεν θέλει να πολεμήσει, γιατί πιστεύει ότι θα τη βολέψει με τον Μωάμεθ τον Πορθητή και με τον Τούρκο. Μισεί όσους προσπάθησαν να γεφυρώσουν το σχίσμα με την Καθολική Εκκλησία και προτιμά να τουρκέψει η Αγιά Σοφιά παρά να πατήσει ξανά το πόδι του εκεί για λειτουργία ο καθολικός καρδινάλιος.
Κινδυνεύω να επισύρω την μήνιν των «ελληναράδων» αλλά κάπως έτσι, όπως την δίνει η Λεία Βιτάλη στο μυθιστόρημά της, είναι και η δική μου αίσθηση για τις τελευταίες εβδομάδες της Κωνσταντινούπολης, από τα διαβάσματα τόσων χρόνων. Και μιλώ για τις διάφορες πηγές, όχι για διαστρεβλωμένες παρουσιάσεις που γέρνουν προς τα εδώ και προς τα εκεί. Δεν είναι γι’ αυτό, όμως, που το πλαίσιο μου φαίνεται εξαιρετικά καμωμένο. Είναι διότι, όποια και αν τελικά είναι η ιστορική αλήθεια (γιατί υπάρχει και το λεγόμενο «αντικειμενικό») η συγγραφέας κατάφερε να δώσει τη δραματική και πλήρη εικόνα μιας πόλης ελάχιστα πριν από την πτώση της και αμέσως μετά. Με την ανάσα του Πολέμου και της Κατάκτησης να ακούγεται στο σβέρκο της. Σπουδαίο επίτευγμα!
Εννοείται ότι μονάχα αυτό δεν θα έφτανε. Και πράγματι, η συγγραφέας προχώρησε. Με μαεστρία και με την ικανότητα εξαιρετικού τεχνίτη, κατόρθωσε να στήσει μέσα σε αυτό το σκηνικό τη δική της ιστορία. Αφηγείται η κόρη του Λουκά Νοταρά, του πρωθυπουργού όταν έγινε η άλωση. Στη διάρκεια της αφήγησης παρουσιάζεται και άλλο ένα πρόσωπο ως κυρίαρχο, αυτό που είναι και ο αληθινός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ο Ιάκωβος Νοταράς, ο μικρός, αγαπημένος άγγελος της οικογένειας, ο χαϊδεμένος γιός που θα περάσει δια πυρός και σιδήρου από τα 13 του και μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος.
Αφήγηση πυκνή, με στοιχεία επινοημένα ή πραγματικά που πείθουν και την εξυπηρετούν, χαρακτήρες δομημένοι σωστά, πλοκή που εξελίσσεται σπειροειδώς. Με έναν μοντέρνο τρόπο, η Λεία Βιτάλη στήνει ένα ιστορικό μυθιστόρημα- που, πάντως έχει αρχή, μέση και τέλος. Πότε μέσα από τα μάτια της κόρης και πότε μέσα από αυτά του γιου των Νοταράδων, μας παρουσιάζει μια ιστορία γεμάτη ίντριγκες, πάθη, ανατροπές, χαρές, λύπες, εξάρσεις, μετουσιώσεις. Μια συναρπαστική ιστορία! Η εξαίσια γραφή της σε κάνει να παρακολουθείς με αμείωτο ενδιαφέρον και κάποιες φορές με κομμένη την ανάσα τη ζωή του μικρού Ιάκωβου για τον έρωτα του οποίου, λέει η Βιτάλη, επέμεινε ο Μωάμεθ να κυριεύσει την Πόλη.
Τι κι αν ήταν, τι κι αν δεν ήταν έτσι; Πάντως η άλωση πέρασε από το μικρό τρυφερό κορμάκι του: τον ευνούχισαν, τον μαστίγωσαν, τον κράτησαν δούλο, αλλά και μοιράστηκε το κρεβάτι του με τον Πορθητή. Η μεγάλη αδυναμία του Μωάμεθ προς εκείνον θα τον κάνει να λάβει την απόφασή του στα δύσκολα: να επιστρέψει για να τον σκοτώσει, ώστε να ωφεληθεί η πατρίδα. Αλήθεια; Ψέματα; Ποιος νοιάζεται, αλήθεια, με ένα τέτοιο κείμενο, που σπαρταράει;
Δεν έχει λοιπόν αδύνατα σημεία το βιβλίο; Κατά την άποψή μου ελάχιστα. Είναι εκείνα στα οποία αφηγείται η κόρη και ρωτά κάθε τόσο την άποψη του φανταστικού μελλοντικού της αναγνώστη. Κάτι που θα ήταν μάλλον απίθανο να συμβαίνει, αφού η νεαρά, κανονικά, δεν θα πρέπει να είχε αίσθηση ότι τα γραφτά της θα διαβαστούν. Επίσης, σε κάποιες στιγμές, ξεφεύγουν λέξεις της δικής μας σημερινής καθημερινότητας. Κατά τα λοιπά, είναι άψογο αφού οι μεν συμπτώσεις με τα φυλακτά αποδεικνύεται ότι δεν ήταν συμπτώσεις παρά μόνο στο μυαλό του Ιάκωβου (το λέω γιατί στην αρχή τόσες συμπτώσεις με είχαν προβληματίσει) τα δε λογικά άλματα που γίνονται δεν έχουν κενά.
Για να συνοψίσω: ένα καλογραμμένο, εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, το καλύτερο που έχω ίσως διαβάσει τον τελευταίο καιρό, με τις πτώσεις και τις ανόδους των ηρώων του, με μια ατμοσφαιρική σφραγίδα μοναδική και με θαυμαστή αφήγηση. Σαν να ήμουνα εκεί ένιωθα όσο το διάβαζα. Σαν να παρακολουθούσα με σφιγμένη την καρδιά και κομμένη την ανάσα. Και μετά, σαν να παρακαλούσα, στη Βενετία πια, να αλλάξουν τα πράγματα, να μην υπάρχει πια τόσος πόνος, τόσο δάκρυ. Μου είναι ακατανόητο πώς δεν είναι από τότε που εκδόθηκε μέχρι τώρα αδιαλείπτως στα ευπώλητα. Μακράν το ωραιότερο του 2006!

Λείας Βιτάλη Ιερή παγίδα, εκδόσεις Παττάκη.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Νίκος Θέμελης «Μια Ζωή Δυο Ζωές»

-Δεν έχω έμπνευση είπε μια μέρα ένας συγγραφέας σε κάποιο φίλο και ομότεχνό του. Δώσε μου ένα θέμα και θα δεις τι θα γράψω.
«Είναι μία παντρεμένη που τα έχει με έναν άλλο και στο τέλος πεθαίνει» απήντησε εκείνος στο αίτημα.
-Και είναι θέμα για βιβλίο; Τον ρώτησε ο συγγραφέας φίλος του.
«Ομως, με αυτό ο Τολστόι έγραψε την Αννα Καρένινα»...


Το ζήτημα, ως γνωστόν, δεν είναι μονάχα τι λες. Με ένα απλό, απλούστατο «σχήμα» μπορείς να πεις τα πάντα, όπως και με μια πολύπλοκη και περίπλοκη ιστορία μπορεί να μη καταφέρεις στο τέλος να πεις τίποτα. Γιατί, το παν είναι πώς το λες. Δηλαδή, αν δικαιώνεται αισθητικά. Ολα τα άλλα, είναι, πιστέψτε με, δευτερεύοντα και μικρή σημασία έχουν.
Ο Νίκος Θέμελης ξεκίνησε με ένα μυθιστόρημα που ανέτρεπε τα καθιερωμένα του ελληνικού μυθιστορήματος, δεν ήταν, δηλαδή, ούτε αθηνοκεντρικό ούτε και ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «αστικό». Από το δεύτερο κιόλας έργο του επανήλθε στις συνήθειες της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και στο τρίτο εξακολούθησε το ίδιο. Δεν έπαυαν να είναι τα έργα του καλογραμμένα, με εντυπωσιακό «στόρι» και εντυπωσιακό όγκο πληροφοριών, μέσα από τον οποίο αναδυόταν η εποχή που περιέγραφε. Ομως, δεν ήταν, πια «αλλιώτικα». Το κοινό, βεβαίως, τον λάτρεψε και τον ακολούθησε πιστά ακόμη και στο «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», το πιο αδύνατο από όλα. Από πολλές πλευρές λογικό, αφού μπορεί κλείνοντας τα βιβλία να μη σου μένουν πρόσωπα, πράγματα και μια ισχυρή γενική αίσθηση, αλλά όσο τα διαβάζεις τα απολαμβάνεις όσο λίγα έργα της σύγχρονης παραγωγής.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο «Μια ζωή δυο ζωές». Από την αρχή θα πω ότι ήδη το βιβλίο έχει πουλήσει 25.000 αντίτυπα, πράγμα που δείχνει, και πάλι, ευρεία αποδοχή από το κοινό. Αυτή τη φορά, όμως, ο Νίκος Θέμελης μάλλον δύσκολα θα καταφέρει να το ικανοποιήσει. Επειδή λείπουν, ακριβώς, τα σημεία εκείνα που ανέβαζαν τον δικό του πήχυ- οι πολύ καλές ιστορίες, η γρήγορη και καλή αφήγηση, οι ανατροπές και οι εκπλήξεις από καιρού εις καιρόν έστω και αν δεν ήταν δραματικές ή τρομερές.
Κλασικό τρίγωνο, λοιπόν, που εδώ γίνεται τετράγωνο- πεντάγωνο: ένας άνδρας, η σύζυγος, η ερωμένη. Παρένθετα πρόσωπα, η μητέρα του συζύγου, που παρουσιάζεται σε μερικές ιστορίες οι οποίες είναι και οι πλέον καλογραμμένες του βιβλίου, και ο εραστής της συζύγου- μια σκιά. Αλλά και η ερωμένη εκείνου, επίσης μια σκιά είναι. Σκιά κοντεύει να είναι και η σύζυγος. Τι μένει; Εκείνος, ο πρωταγωνιστής. Με το όνομα του μυθικού Οδυσσέα, που γύρισε όλο τον κόσμο και με το επίθετο Πολίτης, επειδή είναι πολίτης της Ελλάδας, πολίτης της Ευρώπης. Επάνω του, σε ένα κομμάτι της ζωής του ανάμεσα σε τρία ταξίδια κατά βάσιν (Βρυξέλλες, Βιέννη, Ηπειρος), στις σχέσεις και στις συναναστροφές του, στις σκέψεις του, κυρίως σε αυτές, στηρίζεται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Μονάχα που ο Οδυσσέας Πολίτης δεν έχει λογοτεχνικούς ώμους που να μπορούν να το σηκώσουν. Γιατί είναι πολύ καθώς πρέπει, πολύ «κυριλάτος» για να το πω με τη γλώσσα του συρμού ώστε να θέλξει, να εμπνεύσει και να συνεπάρει τον αναγνώστη- ή, έστω, να τον βάλει απέναντί του, άξιο αντίπαλο.
Ο Nuwanda στην «Επίθεση των βιβλίων» (http://book.attack.gr/?p=308) λέει ανάμεσα στα άλλα ότι η πάλη των ηρώων στο μυθιστόρημα για την κατάκτηση της ατέρμονης ευτυχίας είναι σαν μια χαμηλόφωνη συζήτηση στο φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής. Είναι μια άποψη που με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Ο συγγραφέας βάζει τον κεντρικό του ήρωα (και τους υπόλοιπους αναλογικά) περισσότερο να στοχάζεται και λιγότερο να δρα. Ομως αυτές οι αδιέξοδες σχέσεις, οι αδιέξοδες υπάρξεις, η αδιέξοδη- τελικά- Ελλάδα, χρειάζονται δραματικές αντιδράσεις για να μιλήσουν στις ψυχές μας. Χρειάζονται αμφιθυμία, αμφιβολία, αναστάτωση, χρειάζονται φλόγα, ρήξεις, χρειάζονται κάτι περισσότερο από ένα συναίσθημα που μοιάζει, υπερβολικά, με ανία, με ατολμία και ούτε καν με χριστιανική καταλλαγή.
Αν ο Νίκος Θέμελης δεν ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει για την εποχή μας, να τη χαρτογραφήσει αφήνοντας το δικό του ίχνος, θα είχε, πιστεύω, καταλάβει πως η διαπλοκή στις σχέσεις των ηρώων του είναι αδύναμη, πως ακόμα και η ύπαρξή τους αδύναμη είναι και πως αυτά που φαίνονται να είναι η δύναμη του βιβλίου, δηλαδή οι ιδέες και οι απόψεις που διεξοδικά παρατίθενται και αναλύονται, είναι, τελικά, ο κισός που αγκαλιάζει και στολίζει φαινομενικά, στην πραγματικότητα όμως πνίγει αυτό το έργο του.
Νίκος Θέμελης «Μια ζωή Δυό ζωές» εκδόσεις «Κέδρος»

Ο συγγραφέας θα υπογράφει βιβλία του το Σάβατο στις 12 το μεσημέρι στο Βιβλιοπωλείον της Εστίας στην οδό Σόλωνος

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Five more

Στη συνέχεια ανακάλυψα τους ποιητές:

Τον Κάλβο και τις υπέροχες 20 ωδές του
Τον Καβάφη με τα 154 ποιήματα (χώρια τα αποκηρυγμένα)
Τον Γιώργο Σεφέρη (ολόκληρο)
Τον Γιώργο Σεφέρη ως πεζογράφο (Εξι νύχτες στην Ακρόπολη)
Τον Ζακ Πρεβέρ

Από κοντά, πάντοτε, και οι πεζογράφοι

Ο Νίκος Καζαντζάκης (βασικά για τον Καπετάν Μιχάλη, αλλά χωρίς να ξεχνάμε τον Αλέξη Ζορμπά, τον Τελευταίο πειρασμό και την Ασκητική)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός
Ο Αγγελος Τερζάκης (και η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ)
Ο Ηλίας Βενέζης (και το Νούμερο 31...κάτι ποτέ δεν μπόρεσα να το θυμηθώ)
Ο πέμπτος ήταν ξένος, αλλά τόσο δικός... Ντοστογιέφσκι, λοιπόν και «Εγκλημα και τιμωρία» (χώρια όλα τα υπόλοιπα)


Και τα πρώτα «επαναστατικά» βιβλία:

Ανωνύμου του Ελληνος, «Ελληνική Νομαρχία»
Ελ. Γαννίδη «Πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»
Λιλής Ζωγράφου «Ο ηλιοπότης Ελύτης»
Το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών
Και... επιτέλους! Το Κομμουνιστικό μανιφέστο.

Εδώ αρχίζουν τα μεγάλα γλέντια. Ες αύριον τα σπουδαία!

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

Take five

Μεγαλώνοντας κάπως, άλλαξα, όπως ήταν φυσικό, αγαπημένα βιβλία. Διάβαζα, λοιπόν:

1. Τον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα (γιατί μου είχε μείνει αδιάβαστο από τα παιδικά μου χρόνια)

2. Τον Κόμη Μοντεχρίστο γιατί ήταν για μεγαλύτερα παιδιά

3. Τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού, γιατί μόλις είχα ανακαλύψει την ποίηση.

4. Τη συλλογή δημοτικών τραδουδιών μας του Νικολάου Πολίτη, γιατί μαζί με τον Σολωμό είχα ανακαλύψει και τη λαϊκή μας παράδοση

5. Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ αλλά δεν μου άρεσε το τέλος, γιατί ακόμη ήμουν στην ηλικία του χάπι εντ.


Και μετά... συνεχίζω αργότερα.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

Πέντε επί.... πόσο;

You are killing me, είπα ως άλλη τηλεοπτική Θεοπούλα του Παρά πέντε, στον reader's diggest όταν μου έκανε την τιμή να με προτείνει για τα πέντε βιβλία που ξεχωρίζω. Για να καταλάβετε, έχω φτάσει να κάνω λίστα με εκατό, στο παρελθόν, και πάλι δεν εξαντλήθηκαν όλα αυτά που με έχουν κατά καιρούς σημαδέψει.
Αυτό το «κατά καιρούς» είναι, ίσως , η λύση στο πρόβλημα. Επειδή λοιπόν άλλη ήμουν ως παιδί, άλλη ως νεαρή και άλλη τώρα, θα κάνω διάφορες λίστες.

Τα 5 βιβλία που διάβαζα και ξαναδιάβαζα ως παιδί:

Ολιβερ Τουΐστ, του Κάρολου Ντίκενς
Οι τρεις σωματοφύλακες, ενός από τους δύο Δουμάδες (δεν έμαθα ποτέ του πατρός ή του υιού)
Η μεγάλη ελληνική μυθολογία του Ζαν Ρισπέν
Μαντάμ Κιουρί της Εύας Κιουρί, για τη μητέρα της, Μαρί Κιουρί
Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ, του Ιουλίου Βερν


Κι αύριο μέρα είναι



Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Τα επτά έργα που ξαναβλέπω με χίλια

Οσο και να τις στριμώξω, επτά ταινίες δεν μένουν με τίποτα. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω τις επτά πρώτες που θα μου έρθουν στο μυαλό, από τις αγαπημένες μου. Εχουμε και λέμε, αγαπητή Κυκλάμινο του βουνού:


1. Φάνυ και Αλέξανδρος του Ινκμαρ Μπέργκμαν, όχι το καλύτερό του, αλλά σίγουρα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά.

2. Η Γη του Ντοβζένκο, ένα λυρικό ποίημα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου.

3. Η ζωή είναι ωραία του Ρομπέρτο Μπενίνι, μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να πει δραματικά πράγματα με έναν ξεχωριστό τόνο.

4. Τζούλια, με την Τζέιν Φόντα ως Λίλιαν Χέλλμαν (σας έχω πει ποτέ πόσο αγαπώ τη Λίλυ;) και τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ ως φίλη της που έχει αναμιχθεί στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Στηρίζεται σε διήγημα της συγγραφέως.

5. Φράνκι και Τζώνη, το υπόδειγμα του πώς μια ωραία μεν όχι όμως και τόσο εντυπωσιακή ιστορία, σαν αυτή του Τέρενς Μακ Νάλι, μπορεί να μετατραπεί σε ένα αξέχαστο έργο τέχνης με ερμηνείες όπως του μεγάλου Αλ Πατσίνο και της Μισέλ Πφάιφερ.

6. Ο Αμλετ με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, που αντιμετωπίζει το περίφημο «να ζει κανείς· ή να μη ζει» ως αίνιγμα και όχι ως ερώτημα, όπως μου είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του.

7. Καλύτερα δεν γίνεται, με έναν απολαυστικό Τζακ Νίκολσον και γέλιο μέχρι δακρύων (για πολλούς λόγους).

Συγγνώμη που καθυστέρησα, Κατερινάκι. Μου μένει ακόμη μια υποχρέωση προς τη Serenity, (πέντε λέξεις) κι αυτό θα γίνει.

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Εαρινή ποίηση

Εαρινή ισημερία και παγκόσμια μέρα ποίησης. Επομένως, Εαρινή Συμφωνία του Γιάννη Ρίτσου:

Αγαπημένη,
δεν έχω παρά μόνια μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.

Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;

Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ' άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;

Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ' τα βλέφαρά σου.

(...)

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

(...)

Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετίσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.

Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πώς όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;

Αφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου
μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.

(...)

Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.

Αξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.


Εκδόσεις «Κέδρος»

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Εις το επανειδείν

Είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
δεν νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
κάπου πρέπει ν' ανθίζουν τα γαρούφαλα
δεν νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών.

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
το να μην παραδίνεσαι· αυτό είναι το ζήτημα.

Ναζίμ Χικμέτ


Ποια τιμωρία θ' απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ' τα μάτια μου;

Γιάννης Ρίτσος, «Εαρινή Συμφωνία».

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Κουέλο σε μπλογκ

Δεν μπορώ να πω ότι ο Πάολο Κοέλιο (ή Κουέλο ή όπως τέλος πάντων είναι η σωστή προφορά του) είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Ο,τι μου έχει αρέσει από εκείνον είναι η γνωστή φράση όταν θέλεις κάτι πολύ συνωμοτεί η ψυχή του σύμπαντος και γίνεται, αλλά τα βιβλία του δεν μου έχουν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Τόσο, που να αναρωτιέμαι γιατί, τέλος πάντων αρέσει τόσο πολύ.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, αρέσει. Και διαβάζεται ευρέως. Τούτων δοθέντων, λέω λοιπόν στους θαυμαστές του ότι αν θέλουν να διαβάσουν τα πρώτα κεφάλαια από το νέο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Η μάγισσα του Πορτομπέλο» μπορούν να απευθυνθούν στο μπλογκ του συγγραφέα, που μάλιστα έχει και ελληνική εκδοχή. Προς το παρόν παρουσιάζεται το πρώτο κεφάλαιο και ακολουθεί το δεύτερο, τη Δευτέρα 12 Μαρτίου. Μπορείτε να κάνετε και σχόλια και ο έλληνας εκδότης του Κουέλο (εκδόσεις Λιβάνη) θα τα μεταφέρει στον συγγραφέα. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 2 Απριλίου.

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

«Το Αηδόνι της Σμύρνης»

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αντισταθεί σε ένα βιβλίο που στον τίτλο του έχει τη λέξη Σμύρνη. Τουλάχιστον για μένα, που η μικρασιατική καταγωγή της γιαγιάς μου με έχει προικοδοτήσει με πολλές ανησυχίες γύρω από τα χρόνια εκείνα, ήταν εντελώς αναμενόμενο ότι ο τίτλος«Το Αηδόνι της Σμύρνης» θα με τραβούσε σαν μαγνήτης.
Η Ειρένα Ιωαννίδου- Αδαμίδου, που έδωσε αυτόν τον τίτλο στο μυθιστόρημά της, ξεκινά, πράγματι, από τη Σμύρνη και τα καφέ σαντάν για να περάσει στην Κύπρο, όπως και στην Αίγυπτο. Το Αηδόνι ξεκινά αοιδός στην γενέθλια πόλη της, όπως και οι γονείς της, για να αγαπήσει σύντομα και να φύγει για τη μεγαλόννησο, όπου την περιμένουν όμως πολλά. Πάρα πολλά. Μέσα από την ιστορία της περνά η ιστορία των ανθρώπων που πόνεσαν, που έχασαν πατρίδες, οικογένειες, αγαπημένα πρόσωπα, που επέζησαν χάρη στο πείσμα και το θάρρος τους.
Η ζωή, πάντως, χτυπά ανελέητα την πρωταγωνίστρια, της δίνει πολύ μεγάλες πίκρες. Της δίνει και χαρές, βεβαίως. Που δεν είναι όμως αντάξιες των πόνων της- μέχρι κάποιο σημείο, τουλάχιστον. Αυτό το υλικό, που ήταν ηφαιστειακό, η συγγραφέας το επινόησε με άριστο τρόπο, όμως δεν κατάφερε να το καθυποτάξει. Εδωσε μεγαλύτερη σημασία στην πλοκή παρά στην τεχνική της. Ετσι, το βιβλίο της είναι μεν ενδιαφέρον, αλλά άνισο.
Παρόλα αυτά, διαβάζεται σαν νεράκι.
Εκδόσεις Διόπτρα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Ομολογώ ότι έχω ζήσει

Πήρα τη σκυτάλη από την Ange-ta και την Αναγνώστρια και μετράω από το ένα έως το πέντε ως εξής:

1. Η πρώτη μεγάλη ηδονή της ζωής μου ήταν όταν ανακάλυψα ότι αυτό που έγραφε ο μαυροπίνας, «Λα λα όλα, Λα, λα, Λόλα» μπορούσα και να το διαβάσω και ότι πλέον αυτά που η δασκάλα χάραζε με την κιμωλία δεν ήταν ακατανόητα σημάδια, αλλά έμπαινε μια τάξη στο χάος. Εκτοτε δεν σταμάτησα να διαβάζω ποτέ, πάντοτε με εντατικούς ρυθμούς, ξεκινώντας από ελληνικά παραμύθια και Ολιβερ Τουΐστ και φτάνοντας μέχρι τον Εζρα Πάουντ και τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Φοβάμαι ότι η ηδονή αυτή εξακολουθεί να είναι η πρώτη για μένα.
2. Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή ήταν ο Μικρός Πρίγκηπας και δεν τον έχω ξεπεράσει ποτέ. Αν ήταν να σώσω ένα μόνο πράγμα, αυτό θα έσωζα- κι αν ήταν να σώσω ένα μόνο ποίημα, θα ήταν το Τροπάριο της Κασιανής- έστω, το Ασμα Ασμάτων του Σολωμόντα (όμως προσοχή! Μόνο και μόνο για λόγους αξεπέραστης αισθητικής. Είμαι άθεη).
3. Εχω κοιτάξει κατάματα τον Θάνατο δύο φορές, και δεν μπορώ να πω ότι δεν κλονίστηκα. Επειδή έχω συνειδητοποιήσει πως από δω και πέρα ζω με παράταση, προσπαθώ να έχω άλλες προτεραιότητες στη ζωή μου. Ομως, σαν τον άνδρα στο ποίημα του Καβάφη, ομνύω, αλλά ξανά υποκύπτω.
4. Αγάπησα κάποιους ποιητές περισσότερο από τον Γιάννη Ρίτσο, κανέναν άνθρωπο όμως πιο πολύ. Υπήρξε για μένα Δάσκαλος, Σύντροφος, Φίλος (με αυτή τη σειρά) και οι υποθήκες του, ποιητικές, προσωπικές και ως στάση ζωής, είναι το μόνο πράγμα που με κρατάει όρθια στις δύσκολες στιγμές μου. Με εμπνέουν επίσης η Μελίνα Μερκούρη, που δεν μπορώ ακόμη να συνειδητοποιήσω ότι έφυγε και ο Μίκης Θεοδωράκης που για μένα είναι κι εκείνος Δάσκαλος, Σύντροφος, Φίλος.
5. Η Επανάσταση δεν είναι σταθμός, είναι δρόμος. Βάδισα στα ίχνη των ανταρτών γονιών μου, συνέχισα στα δικά μου μονοπάτια και θα συνεχίζω, ελπίζω, όσο ζω, να ανήκω στην Ουτοπική Αριστερά. Αλλωστε, προχθές ακόμη, γράφοντας ένα κείμενο για μια έκθεση από την Κίνα στο Βρετανικό Μουσείο, αντί του ορθού «Πήλινος στρατός» αυθόρμητα σημείωσα «Κόκκινος στρατός» και αμέσως αναφώνησα ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Αμήν.

Για να δούμε τώρα τι θα γράψουν οι:

Βιβλιοφάγος

Νέλλυ Νέζη

Seesea

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Πατριάρχης Φώτιος

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Λούλα Αναγνωστάκη: η πιο μεγάλη τύψη



Αν με ρωτούσαν ποια είναι πιο συγκλονιστική, η Ανθρωπος (για να θυμηθούμε και τη Ζωή Καρέλη) ή η θεατρική συγγραφέας, θα δυσκολευόμουν πολύ να απαντήσω. Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι, βλέπετε, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα αλλά και εξίσου σημαντική συγγραφέας. Είναι από τα λίγα πρόσωπα που έχω γνωρίσει και νοσταλγώ, τώρα που δεν τη βλέπω πια. Την έχω συναντήσει λίγες φορές κι ωστόσο η σκέψη της κατοικεί μέσα μου.
Η γοητευτική παρουσία της Λούλας Αναγνωστάκη, το υπερβατικό που κυριαρχεί στο έργο της, το αέρινο (και ταυτοχρόνως τόσο στέρεο), που χαρακτηρίζει τη σκέψη της, είναι χαρίσματα που σφραγίζουν όποιον τη γνωρίζει. Αποκομίζεις τόσα πολλά από την αφαιρετικότητά της, ώστε να θεωρείς πως έχεις μια πλήρη εικόνα εν τη απουσία της- την ηθελημένη της απουσία.
Ωσεί παρούσα όπως και ωσεί απούσα, η Λούλα Αναγνωστάκη, ανήκει στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του θεάτρου και της διανόησής μας. Σε καιρούς που οι πνευματικοί ταγοί εκλείπουν, εκείνη δια της ισχυρής όσο και διακριτικής της παρουσίας, κυρίως όμως δια της σιωπής της, ορίζεται και καθορίζεται ως ένα από τα φωτεινότερα πνεύματα της Ελλάδας του 20ού αιώνα.
Οσα είπε τα τελευταία χρόνια στις σπάνιες, είναι η αλήθεια, επαφές της με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (και πώς να ενδώσει στις φωνές τους, τέτοια που έχουν γίνει…) περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Ο ήχος της ζωής» που κυκλοφόρησε κοντά στις γιορτές. Εχει κρατήσει έναν περίοπτο ρόλο στο «ράφι με τις τύψεις» καθώς δεν τολμώ τόσον καιρό να μιλήσω για την έκδοση αυτή, αφού θα πρέπει να μιλήσω και για την συγγραφέα, πράγμα που μου είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς από την αρχή γνωρίζω πως θα την προδώσω. Θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και «Ο ήχος της σιωπής» αφού η Σιωπή, η μετά λόγου γνώσεως, αυτή που τα περιγράφει και τα ξετυλίγει όλα, κυριαρχεί. Ανάσα βαθύτατου στοχασμού και φρέσκου, καθαρού αέρα, σε μια χώρα και μια κοινωνία που τα έχει όλα ξεχάσει, όλα διαγράψει, όλα μικρύνει και θαμπώσει. Η αδελφή του Μανώλη Αναγνωστάκη, η σύζυγος του Γιώργου Χειμωνά, η μητέρα του Θανάση Χειμωνά, αποστάζει εμπειρίες και σκέψεις που μας προσφέρονται σαν Θεία Κοινωνία. Στιγμές διαμαντένιες σε ένα μπλουζ αιωνιότητας.

Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο ήχος της ζωής», εκδόσεις Καστανιώτης.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

Αλλο ένα ράφι με τις τύψεις

Στο ράφι με τις τύψεις ήταν τόσον καιρό και το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τσαλίδη «Το σπίτι με τις χήρες» και παραλίγο να μην ανασυρθεί. Είχα διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο του, το «Γιοκ τζάνιμ» και είχα γοητευθεί, έτσι, όταν ξεκίνησα αυτό αισθάνθηκα από την αρχή τη διαφορά.
Το «Γιοκ τζάνιμ» είχε πολλές αρετές, ανάμεσα στις οποίες ήταν η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας μοναδικής. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως, επί παραδείγματι, η γλώσσα στην οποία γίνεται η αφήγηση, μια γλώσσα που θυμίζει έντονα τους Ρωμιούς της Πόλης, του έδιναν χάρη και η πλοκή, αν και κάπως χαλαρή, σου κινούσε το ενδιαφέρον.
Εντούτοις, μια αδυναμία του συγγραφέα, η επιθυμία του να τα πει όλα, είχε ήδη διαφανεί από το πρώτο του αυτό έργο. Ηταν κάτι που ο Δημήτρης Τσαλίδης θα έπρεπε να είχε προσέξει και να είχε αποφύγει. Αντίθετα, στο καινούργιο του βιβλίο, «Το σπίτι με τις χήρες» κράτησε όλο το υλικό του, δεν το ξεκαθάρισε, με αποτέλεσμα να πλατειάζει και στην πλοκή και στην αφήγηση. Ερχονται και οι πρωταγωνίστριες, που είναι γυναίκες, και ο αναγνώστης οδηγείται να πιστέψει πως η φλυαρία είναι ίδιόν τους. Δεν είναι, όμως.
Εξηγούμαι: αναμφίβολα, οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν πώς ο συγγραφέας φτάνει σε κάθε «εντολή» που δίνει στους ήρωές του (ή του δίνουν αυτοί) ούτως ώστε να μη δυσκολεύεται να παρακολουθεί τα κίνητρα και τα γεγονότα που οδηγούν στις εξελίξεις. Όταν πάντως τον «μπουκώνεις» με αναφορές, περιστατικά, μύχιες σκέψεις, ενώ η υπαινικτικότητα απουσιάζει, αφαιρείς κάτι από τη λιτότητα, τη γρηγοράδα και την ελαφράδα του δικού σου κειμένου. Ετσι, είναι μεν κατατοπισμένος, αλλά δεν έχεις αφήσει χώρο για την αφαιρετικότητα, ώστε να λάμψει η δική του φαντασία, να μπορέσει κι εκείνος να έχει μια δημιουργική ανάγνωση.
Αν υπήρχε, λοιπόν, η απαραίτητη αφαίρεση, θα είχαν αναδειχθεί οι καλές επιδόσεις του Δημήτρη Τσαλίδη στην πλοκή, στην πρωτοτυπία, στο χιούμορ. Ο συγγραφέας κατάφερε να διεισδύσει στον ψυχισμό των ηρωίδων του, που είναι γυναίκες μέσης ηλικίας, χωρίς απλουστεύσεις και αφέλειες. Θα είχε πάει βαθύτερα ακόμη, αν είχε καταφέρει να δείξει τη συμπάθειά του για τις γυναίκες που περιγράφει. Συμπάθεια που υπάρχει, είναι όμως τόσο κρυμμένη ώστε να μην αποτελεί ατού και να μη προσελκύει το ανάλογο συναίσθημα από τους αναγνώστες.

Δημήτρη Τσαλίδη, Το σπίτι με τις χήρες, εκδόσεις Νεφέλη

Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Ανέκδοτο!

«Μια φυλακή- πώς μας φτάσαν ως εκεί;- μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα τραγούδι του. Πώς μας φτάσαν ως εκεί, αλήθεια, να λέει ο υπουργός Πολιτισμού πως στα νεανικά του χρόνια είχε διαβάσει τη… «Φυλακή» του Κάφκα; Βεβαίως και δεν αποκλείεται το λάθος, το ανθρώπινο λάθος, να πεις δηλαδή «Φυλακή» αντί του σωστό «Δίκη» (αυτό νομίζω ότι ήθελε να πει), όμως άμα το λάθος το κάνει ο, υποτίθεται, καθ’ ύλην αρμόδιος, βράσε ρύζι.
Μάζεψε λοιπόν ο «Ιανός» σήμερα καλλιτέχνες και ανθρώπους του πολιτισμού και τους έβαλε να συζητήσουν με τον Γιώργο Βουλγαράκη. Του είπαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά, στα περισσότερα, απάντηση δεν πήραν. Είπε πως τα έχουν σημειώσει οι συνεργάτες του και θα μεριμνήσει- μένει να το δούμε.
Απάντηση πήρε μόνο ο Θανάσης Βαλτινός για το ακανθώδες θέμα επιχορήγησης για μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό. Ο κ. υπουργός του είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται και πως με αυτό θα ασχοληθεί και το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου αλλά και το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού. Μήπως όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει; Μένει να το δούμε και αυτό.
Κατά τα λοιπά, δεν «άδειασε» τον υπουργό Εργασίας (Απασχόλησης ή όπως αλλιώς λέγεται τώρα ο Τσιτουρίδης). Δεν απάντησε δηλαδή, στην παρατήρηση πως από πέρσι τον Μάιο προσπαθούν οι συγγραφείς να τον δουν για να συζητήσουν θέματα ασφάλισής τους και έτσι παραμένει ανενεργό το νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Και μιλάμε μόλις για το 0,5% επί της τιμής του βιβλίου, δηλαδή ψίχουλα. «Κορυφαίοι συγγραφείς τρέχουν για να διασφαλίσουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» είπε ο Θανάσης Βαλτινός. «Εμπαίζονται άνθρωποι που υποτίθεται ότι συνεισφέρουν στον πολιτισμό». Ποιος τον άκουσε;
Αλλά και ο Γιώργος Δαρδανός, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλίου, ουδέν νεώτερο άκουσε. Κάναμε πρόταση για έτος βιβλίου, είπε, και ακόμα δεν έχουμε πάρει απάντηση. Ετος βιβλίου…. Πφ! Αστεία πράγματα! Με μόλις 2% από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού να πηγαίνει για το βιβλίο. Ο κ. Βουλγαράκης τους είδε για πέντε λεπτά, είπε ο κ. Δαρδανός, αλλά ο πρόεδρος των Καραγκιοζοπαικτών τον «ρούμπωσε»: εσείς είχατε αυτή την τύχη, να τον δείτε έστω και για πέντε λεπτά, εμείς όχι ακόμη, είπε!
Αποτέλεσμα; Δεν το βλέπω!

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

Το δεύτερο ράφι με τις τύψεις

Το ράφι με τις τύψεις δεν αδειάζει, όπως είναι γνωστό, αν δεν βάλεις κι εσύ το χεράκι σου. Αντίθετα, τα βιβλία του πολλαπλασιάζονται με έναν μυστηριώδη τρόπο. Γι’ αυτό και σήμερα θα ανασύρω δύο, μήπως και προχωρήσουμε λιγάκι. Εχουν και τα δύο μια κοινή παράμετρο, έστω και ως λεπτή κόκκινη κλωστή. Δεν είναι άλλη από την Αριστερά, ως ιδέα αλλά και ως- ιδιότυπης μορφής έστω- εξουσία.
Ο Τίτος Πατρίκιος έβλεπε πάντοτε τον κόσμο με την έκπληκτη ματιά του ποιητή αλλά και με την κριτική, ενίοτε (και συχνότατα) επικριτική, του αριστερού. Ελεγε πάντοτε τη γνώμη του με τον δικό του τρόπο, σαφώς και συχνότατα όχι εμμέσως. Πλην όμως, φτάσαμε στον 21ο αιώνα και πολλά άλλαξαν. Αλλαξε και η αφήγησή του. Ακόμα και αναπολώντας τα, τώρα, τα γεγονότα, τα όνειρα και τις σκέψεις του παρελθόντος του, φαντάζουν διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε όποιος τον είχε με συνέπεια διαβάσει.
Οι ωραιότατες εξιστορήσεις και αναμνήσεις του, οι νοσταλγικές του παρουσιάσεις μικρών, ασήμαντων κι ωστόσο τόσο σημαντικών στιγμών του, γοητεύουν ως συνήθως τον αναγνώστη. Όμως, όταν κλείνει τις «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες» και αφού έχει γελάσει με το χιούμορ, κλάψει με τη συγκίνηση που αναδίδουν, απολαύσει τις περιγραφές και φανταστεί τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από την καθεμιά ιστορία, αναρωτιέσαι: πού πήγαν λοιπόν οι διανοούμενοι της Αριστεράς; Ποιοι είναι οι προβληματισμοί τους; Ποιες είναι οι αναζητήσεις και οι αμφιβολίες τους σήμερα; Πού πιστεύουν ότι βαδίζει ο κόσμος, οι ίδιοι, η ιδεολογία τους;
Θα μου πείτε είναι υποχρεωμένος ο Τίτος Πατρίκιος να ακολουθήσει τη δική σου λογική; Όχι, δεν είναι. Λέω όμως τι μου έλειψε ώστε να θεωρήσω το βιβλίο του εντελώς ξεχωριστό και «καυτό». Τι θα περίμενα από έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να κρατιέται τόσα χρόνια στην επικαιρότητα χάρη στις σκέψεις και στις πράξεις του. Και τέλος τι θα ευχόμουν για έναν ποιητή που παραμένει ταγμένος στην Ομορφιά και στη Δικαιοσύνη. Ζητάω πολλά;

Το δεύτερο σημερινό βιβλίο μας είναι το βιβλίο ενός άλλου ποιητή: η νουβέλα του Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ». Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται, ωστόσο τυπολογικά πλησιάζει περισσότερο στη νουβέλα. Θέμα της, μια δολοφονία το 1944. Όχι αριστερού από δεξιό ούτε δεξιού από αριστερό. Αριστερού από αριστερούς. Ενας δημοσιογράφος που αισθάνεται ότι έχει «στομώσει» και που όλοι και όλα τον σπρώχνουν στο περιθώριο, προσπαθεί να διερευνήσει αυτό το θέμα, που είναι ταμπού.
Ο Δαββέτας είχε μια εξαιρετική ιδέα, την οποία δεν κατόρθωσε, νομίζω, να διαχειριστεί με το πάθος που εκείνη απαιτούσε. Ένα πρωτότυπο θέμα που χρειαζόταν περισσότερη ένταση και ίντριγκα, ώστε να καταδείξει την τραγωδία (ενώ τώρα μιλάμε, απλώς, για δράμα) το σπαραγμό, και, τελικά, την αιτία, που τώρα φαίνεται πολύ «χλωμή» και αδύναμη για να σηκώσει στους ώμους της ένα τέτοιο βάρος.
Η μυθική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) που προστάτευσε τον πληθυσμό αλλά προέβη και σε αγριότητες, θα μπορούσε να δώσει εναύσματα στον συγγραφέα για βαθύτερες προσεγγίσεις και διερευνήσεις. Το ίδιο και οι μικροί και μεγάλοι εμφύλιοι της Αριστεράς που βεβαίως σοβούσαν πολύ πριν από την Κατοχή και που είχαν οδηγήσει σε ουκ ολίγα παρατράγουδα.
Οσο για το εύρημα του προβληματικού προστάτη αδένα, που ταλαιπωρεί τον ήρωα, μάλλον αφαίρεσε παρά πρόσθεσε στο βιβλίο. Στο «σήμερα» το φέρνουν πράγματι οι ερωτικές φαντασιώσεις του ήρωα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την οικογένειά του. Στην οποία, άλλωστε, ανήκει και ένας από τους πρωταγωνιστές της κεντρικής ιστορίας του.
Τίτου Πατρίκιου «Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες»
Νίκου Δαββέτα «Λευκή πετσέτα στο ριγκ».