To be or not to be; that is the question.
Αν και πουθενά δεν υπάρχει ερωτηματικό, παρά άνω τελεία, ο στίχος του Σαίξπηρ θεωρείται ένα από τα κορυφαία ερωτήματα όλων των εποχών. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να υπάρχει ή να μην υπάρχει; Αυτές και άλλες πολλές μεταφραστικές εκδοχές, συμπληρώνονται με το «ιδού το ερώτημα». Σε άλλη απόδοση, «αυτό είναι το ζήτημα».
Ο «Αμλετ», και ιδίως η τραγική Οφήλια, (και όχι Οφηλία όπως την έχουμε μεταφέρει στη γλώσσα μας) ήταν χαρακτήρες συναρπαστικοί ήδη από την εφηβεία μου. Τι να περιμένει κανείς, άλλωστε, όταν ως παιδί θελγόμουν υπερβολικά από την «Τρελή μάνα» και τη «Φαρμακωμένη» του Σολωμού, αλλά και από τις ελληνικές παραλογές- με τόσο δράμα στο επίκεντρό τους.
Έχοντας απορρίψει πολύ νωρίς την ιδέα να γίνω γιατρός και μάλιστα παιδίατρος, διότι ναι, ήθελα να βοηθώ τα παιδάκια, όμως τρόμαζα στη θέα των υλικών της ανατομίας και εφρικίαζα στη σκέψη πως θα έπρεπε να εξασκηθώ σε σώματα νεκρών, το αποφάσισα: θα γινόμουν καθηγήτρια. Καθώς δεν μπορούσα να γιατρεύω τα παιδιά, θα «γιάτρευα» τις ψυχές τους, μεταδίδοντάς τους γνώση. Σε μια άλλη γλώσσα, όχι στην ελληνική, στην οποία πρέπει να πω ότι διέπρεπα: οι έλεγχοι και τα απολυτήριά μου είχαν, συνήθως, άριστα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, (αν και όχι και στα λατινικά), στην ιστορία, στην έκθεση- τότε τη μετρούσαμε ξεχωριστά. Προτίμησα την αγγλική, επειδή ήταν η γλώσσα του Σαίξπηρ.
Ετσι, η γλώσσα και η ιστορία της τέως θαλασσοκράτειρας, τέως κοσμοκράτειρας, της ξιπασμένης και σνομπ αλλά και πολυαγαπημένης αριστοκρατικής Μεγάλης Βρετανίας, έγινε το αντικείμενο των σπουδών μου. Ισως, καθόλου τυχαία, σκεφτόμουν εκ των υστέρων. Ηδη στα εννιά μου, θυμάμαι τον εαυτό μου στην πρώτη απόπειρα να διδάξει αγγλικά. Ήμασταν στο δημοτικό σχολείο Ωραιών, στην Εύβοια, όπου και έλαβα τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές μου, η δασκάλα έπρεπε να φύγει για λίγο, κι εγώ, για να απασχολήσω τους συμμαθητές μου, άρχισα να τους μαθαίνω το πρώτο βοηθητικό ρήμα που διδάσκεται κάποιος σε αυτή τη γλώσσα, το ρήμα to be.
Προφανώς, λοιπόν, μού άρεσε πολύ να μεταδίδω τις γνώσεις μου, και μάλιστα στην αγγλική. Και, όχι, δεν είχα σκοπό να γίνω σαν την «αγγλικού» του –τότε- εξατάξιου γυμνασίου. Θα ακολουθούσα ακαδημαϊκή καριέρα. Οπωσδήποτε!
Η έκφραση ΔΝΤ- Δεν Νομίζω Τάκη δεν υπήρχε τότε. Οι γονείς μου, με υποστήριζαν σε κάθε απόφαση. Οι αδερφές μου είχαν μοναδικό πρόβλημα τι θα γινόταν όταν θα έφευγα για μεταπτυχιακό- διότι θα το έκανα στην Οξφόρδη ή στο Καίμπριτζ. Αλλιώς, τι νόημα είχε; Πώς θα εύρισκα τα χρήματα για αυτές τις πολυέξοδες σπουδές, ήταν επουσιώδες. Κάποιο θαύμα θα γινόταν. Η πρώτη σχολή που δήλωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις, ήταν η αγγλική φιλολογία. Και, βέβαια, πέρασα με το παραπάνω.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει, έλεγαν οι πρόγονοι. Άρχισα να εργάζομαι ήδη από το δεύτερο έτος ώστε να μαζεύω χρήματα για τη συνέχεια των σπουδών. Ήμουν 19 ετών, όταν γνώρισα τον αείμνηστο- και αξέχαστο- Φίλιππο Βλάχο, που είχε τις περίφημες εκδόσεις «Κείμενα». Συνεργαζόμουν μαζί του, «παρτ τάιμ» όπως λέμε σήμερα, βοηθώντας τον όχι με αυτά που ήξερα, αλλά με αυτά που δεν ήξερα. Δηλαδή: ο εκδοτικός του οίκος διάφορα λαϊκά μυθιστορήματα περασμένων αιώνων, έμμετρα, (στυλ Ερωτόκριτου και Αρετούσας) στα οποία δική μου δουλειά ήταν να αριθμώ στίχους (αυτό το ήξερα) και να σημειώνω άγνωστες λέξεις (να, αυτό που δεν ήξερα). Ως μέση αναγνώστρια, ήμουν ένας δείκτης για το γλωσσάρι που θα ακολουθούσε στο τέλος του βιβλίου και θα βοηθούσε τον αναγνώστη να βρει την ερμηνεία λέξεων από ντοπιολαλιές, που αγνοούσε.
H επιμέλεια εκδόσεων για έναν φιλόλογο, έστω και εκκολαπτόμενο, είναι κάτι το εξαιρετικό. Τον φέρνει σε επαφή με κείμενα άλλων ανθρώπων, εξασκεί την παρατηρητικότητά του, τις γνώσεις του, την προσοχή του. Πλουτίζει τις εκφράσεις που αποδίδουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια κάτι σε μια γλώσσα ή σε μια μετάφραση. Ακονίζει το μυαλό του με λέξεις και φράσεις, με γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα. Μια ανακεφαλαίωση, δηλαδή, σε άλλο επίπεδο, όσων μαθαίνει στη σχολή και όσων θα μάθει μετά από αυτήν. Διότι, σας διαβεβαιώ. Γηράσκεις αεί διδασκόμενος.
Τα οικονομικά προβλήματα των «Κειμένων» με έσπρωξαν στο να βρω άλλη δουλειά. Έμαθα ότι ο «Ριζοσπάστης» αναζητά συντάκτρια για να καλύπτει τον τομέα του βιβλίου και δήλωσα υποψηφιότητα. Η θητεία μου στην ποίηση από τα 12 μου χρόνια και στην πεζογραφία από τότε που έμαθα να διαβάζω, ήταν ένα εφόδιο που εκτιμήθηκε και με προσέλαβαν.
Εδώ θα πρέπει να ανοίξω παρένθεση και να πω ότι καθόλου αυτοδίδακτη δεν ήμουν στον τομέα «λογοτεχνία». Ξεκίνησα με την καθοδήγηση της μητέρας μου και των αδερφών της, να εντρυφώ στην ομορφιά των βιβλίων που γράφτηκαν ή διασκευάστηκαν για παιδιά. Ντίκενς, Ουγκώ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Κρόνιν, Μαλό, Δουμάς. Ο Σαίξπηρ ήρθε σύντομα. Αν και, στα οκτώ μου χρόνια, έγραφα διαφορετικά το τέλος κάποιων βιβλίων. Όπως ο Ολιβέρ Τουίστ και το Χωρίς οικογένεια, έτσι και ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα έπρεπε να έχουν ευτυχισμένη κατάληξη. Στη φαντασία μου, λοιπόν, τα δυο ερωτευμένα παιδιά δεν πέθαιναν. Έπαιρναν κάποιο φάρμακο που τα έριχνε σε βαθύ ύπνο και μετά ξυπνούσαν και έβλεπαν απορημένα τις οικογένειές τους να θρηνούν, οπότε όλα γύριζαν από το κλάμα στο γέλιο. Κάτι σαν το «και μετά πήγαν όλοι μαζί στην ακρογιαλιά» της υπέροχης Ίλιας- Μελίνας Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή». Παιδική στάση απέναντι στα δύσκολα.
Λίγο πριν μπω στην εφηβεία, στα 12, ανακάλυψα την ποίηση μέσω του Διονυσίου Σολωμού. Με συντάραξε. Ανθολογίες Δημοτικών Ποιημάτων κυκλοφορούσαν άφθονες. Τα έμαθα κι αυτά απέξω. Στα 15 μου είχα τη χαρά να διασταυρωθώ με τη «Γενιά του ‘70». Αυτούς που σήμερα αποκαλώ παιδικούς μου φίλους. Τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, τον Θανάση Νιάρχο, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Βέη, τιμημένους πλέον με κρατικά και άλλα βραβεία. Εκείνοι μού γνώρισαν τη «Γενιά του ‘30» όπως και την παγκόσμια ποίηση. Κλείνει η παρένθεση.
Βλέπουμε πως όλα τα εφόδια που διαθέτει κανείς στη ζωή του, βοηθούν να γίνεται καλύτερος σε ό,τι επιλέγει ως ασχολία, ακόμη και ως βιοποριστικό επάγγελμα. Και μάλιστα, από την πείρα μου σας το λέω, μαθαίνεις καλύτερα κάποιον ειδικό τομέα που αγαπάς. Επειδή η γνώση κατακτάται σαν να είναι παιχνίδι. Με αυτό τον τρόπο, εμβαθύνεις σε θέματα που σε ενθουσιάζουν και δεν κάνεις αγγαρεία. Ο,τι κερδίζεις, το κερδίζεις με κέφι- άρα, προχωράς γρήγορα και αποτελεσματικά.
Οι νεαροί συντάκτες και τότε και τώρα δεν έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται μονάχα με το δικό τους ρεπορτάζ. Όταν είσαι «στραβάδι» κατά το κοινώς λεγόμενο, κάνεις ό,τι σου ζητήσουν. Από θέατρο, κινηματογράφο, λίγα εικαστικά, μέχρι και υπουργείο Πολιτισμού. Σε όλα σε βοηθούν οι γνώσεις σου, η γενική σου παιδεία. Αν δεν διαθέτεις, ζήτω που κάηκες. Θα πεις, ας πούμε, ενημερώνοντας τον αρχισυντάκτη σου, «έρχεται κάποιος Μπαρίσνικοφ» όπως είπε κάποτε νεαρή συνάδελφος. Αν εκείνος ξέρει ποιος είναι ο Μπαρίσνικοφ, θα εισπράξεις κατσάδα. Αν δεν ξέρει, θα την εισπράξεις την επομένη, που οι άλλες εφημερίδες θα το έχουν μεγάλο θέμα, γιατί δεν τον ενημέρωσες σωστά. Έτσι κι αλλιώς, δεν τη γλυτώνεις…
Φυσικά, έκανα και τα υπόλοιπα ρεπορτάζ και μάλιστα με χαρά. Αλλά καλύπτοντας τον δικό μου τομέα, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσά τους, κορυφαίος, ο Γιάννης Ρίτσος με τον οποίο δεθήκαμε με στενή φιλία. Χρόνια μετά τον θάνατό του έγραψα τη βιογραφία του, δουλειά που μου είχε, σε εισαγωγικά, αναθέσει τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας. Πρόσθετο κίνητρο να ασχοληθώ με την ποίησή του. Ακόμα ένα αντικείμενο για να εμβαθύνω μετά τον Σεφέρη (όχι, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, ήμουν μικρή όταν πέθανε, δεν είμαι μαθουσάλας και μη γελάτε, σας βλέπω). Στη συνέχεια, κατάφερα να συστηματοποιήσω τις γνώσεις μου για την ελληνική όπως και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ένα βήμα που είναι αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αν δεν έχει κάποιος φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο.
Η ζωή δεν είναι ποτέ όσο ρόδινη τη θυμόμαστε εκ των υστέρων. Εξ ου και μια ακόμη προσθήκη στα ήδη φορτωμένα καθήκοντά μου. Επρεπε να παρακολουθώ τους έκτακτους –όπως θα λέγαμε σήμερα τους συμβασιούχους- του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε και Επιστημών. Ανήκαν κατά πλειονότητα σε επιστημονικούς κλάδους, δηλαδή στους κλάδους των αρχαιολόγων και των μηχανικών.
Για να καλύπτεις αυτό το ρεπορτάζ πρέπει να είσαι εξοικειωμένος με την ορολογία, όπως και να έχεις στοιχειώδεις γνώσεις μυθολογίας, ιστορίας και περιοδολόγησης. Αλλοίμονό σου αν κάποιος σού πει ότι το τάδε μνημείο είναι ρωμαϊκό κι εσύ γράψεις ελληνιστικό. Μπορεί να φαίνεται μικρό το λάθος, αλλά το πρόβλημα προσωποποιείται αυτομάτως. Τον βγάζεις αγράμματο. Επομένως, μην περιμένεις άλλη είδηση. Και, ναι, περίμενε κατσάδα.
Η οίκοθεν παιδεία μου, χρειάστηκε κι εδώ. Όταν ξεκίνησα το σχολείο, ο πατέρας μου με είχε εφοδιάσει με ένα έργο περίφημο για τη δεκαετία του ’60, τη Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία του Ζαν Ρισπέν. Την έχω ακόμη, σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, πλάι σε εκείνη του Ι.Θ. Κακριδή, που απέκτησα αργότερα. Είχα επομένως μια πρώτη «θερμή» εισαγωγή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που μετατράπηκε σύντομα σε λατρεία για την ελληνική αρχαιότητα. Στη συνέχεια, διάβασα πολλά για το Βυζάντιο, όπως και για τη νεώτερη Ελλάδα. Όλα τα χρειάστηκα.
Περισσότερο, χρειάστηκα τα μαθήματα αρχαιολογίας από αγαπημένους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Ανάμεσά τους, ο Βασίλειος Λαμπρινουδάκης και ο Γεώργιος Κορρές. Τους συνάντησα και τους δύο κατόπιν, ιδίως όταν άρχισα να παρακολουθώ Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Εκεί μέσα, σε αυτές τις ατέλειωτες, πληκτικές συχνά συνεδριάσεις, εξασκούσα στην πράξη όσα είχα μάθει στο Πανεπιστήμιο. Χάρη σε αυτές τις γνώσεις, μπορούσα να στηρίξω τις θέσεις μου για τη σωτηρία κάποιων μνημείων (το άλφα και το ωμέγα κάθε… Κασσιανής, όπως αποκαλούμε τους εαυτούς μας οι συντάκτριες του ΚΑΣ). Χάρη σε αυτές, έμαθα περισσότερα, κατάφερα να αποκτήσω άποψη για το σοβαρό και το μη σοβαρό, για το πρωτεύον και το δευτερεύον. Ιδίως όταν πια είχα μεγαλώσει, ωριμάσει και αναγκαστεί να αλλάξω εφημερίδα, μετά από μια τραυματική κομματική διάσπαση.
Στο «Εθνος» διαδέχτηκα με δική της πρόταση, την συνάδελφο Σοφία Ταράντου, που είναι και αρχαιολόγος, και θρύλος για τις επιτυχίες της, στο αρχαιολογικό ρεπορτάζ. Εκείνη κράτησε την υψηλή εποπτεία και την ευθύνη του καλλιτεχνικού τμήματος. Ένας παραπάνω λόγος, να βγάλεις ασπροπρόσωπους τους ανθρώπους, είναι όταν σε εμπιστεύονται.
Εδώ και μερικά χρόνια, το διαδίκτυο εισέβαλε στη ζωή μας. Τότε, μου χρειάστηκαν και τα αγγλικά μου όσο ποτέ άλλοτε. Χάρη σε αυτά, ενημερωνόμουν και ενημερώνομαι για τα διεθνή επιτεύγματα στον τομέα της αρχαιολογίας, αλλά και για την πρώτη και παντοτινή μου αγάπη, τη λογοτεχνία. Επίσης, μαθαίνω όλες τις ειδήσεις σε χρόνο- αστραπή, τόσο αντίθετο με τους «αρχαιολογικούς χρόνους» όπως λέμε σατιρίζοντας τους σεβαστούς αρχαιολόγους, οι οποίοι συνήθως δεν δείχνουν να βιάζονται.
Αυτό που διδάχθηκα κατά βάση από την αρχαιολογία, είναι να τιμώ να αγαπώ και να προασπίζω τα έργα των ανθρώπινων χεριών, που έχουν μέσα τους κομμάτι από τη ζωή και κυρίως την ψυχή των ανθρώπων. Κατ’ επέκταση, τις ιδέες τους.
Αυτό που διδάχθηκα από τη λογοτεχνία, είναι να θυμάμαι πως η ζωή είναι πιο πολύχρωμη και τολμηρή από όσο μπορεί να συλλάβει οποιοσδήποτε τεχνίτης του λόγου, αλλά ότι εκείνοι τη λαμπρύνουν με τρόπο μοναδικό.
Εμαθα από όλη μου την επαγγελματική ζωή, γιατί, επαναλαμβάνω, πρέπει να γηράσκεις αεί διδασκόμενος, ότι όσα πιο πολλά γνωρίζεις τόσο πιο βέβαιος είσαι πως αυτό που γράφεις είναι κοντά στην αλήθεια. Αν και, όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο περισσότερο αμφιβάλλεις. Όμως αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Επίσης έμαθα να κοιτάζω καλύτερα τα «σημάδια». Όχι, λοιπόν, η πρώτη μου εκδήλωση επαγγελματικού ενδιαφέροντος, δεν υπήρξε η αυτοσχέδια διδαχή αγγλικών στον μαυροπίνακα μιας τάξης δημοτικού σχολείου. Λίγους μήνες πριν, τον χειμώνα που μόλις είχε περάσει, είχε γίνει το ναυάγιο της Φαλκονέρας. Είναι μια νησίδα κάπου στο Αιγαίο πέλαγος, στην οποία προσέκρουσε οχηματαγωγό πλοίο που εκτελούσε το δρομολόγιο Ηράκλειο- Πειραιάς κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Πολλοί νεκροί. Πολύς θρήνος. Και εγώ, που μόλις είχα μάθει να διαβάζω, ξεκοκάλιζα όλες τις εφημερίδες που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την ημέρα. Μερικές τις είχα δανειστεί, άλλες τις είχα αγοράσει με το πενιχρό χαρτζιλίκι. Το ίδιο έκανα από τότε σε κάθε μεγάλο γεγονός, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το 1973, Διάβαζα ό,τι κυκλοφορούσε και αναφερόταν στο θέμα. Είναι προφανές, πως η δημοσιογραφία, την οποία δεν μπορούσα να ορίσω στην ηλικία των επτά ετών ως επάγγελμα, μου άπλωνε από τότε το χέρι. Η συνεργασία με τη «Διάπλαση των Παίδων» στα 12, ξεκίνησε από την περιέργειά μου να δω πώς είναι ένα κείμενό σου όταν τυπώνεται. Τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;
Ξεκίνησα με το to be or not to be και με αυτό θα κλείσω. Χάρη στη δημοσιογραφία, κατάλαβα το βαθύτερο νόημά του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι προσγειώνεται στο Ελληνικό, στο τότε αεροδρόμιο της Αθήνας. Πρόκειται για έναν σπουδαίο ρώσο ηθοποιό, που έχει παίξει, όπως και ο σερ Λόρενς Ολιβιέ, τον καλύτερο κινηματογραφικό «Αμλετ». Στη συνέντευξη που ακολουθεί επιτόπου, ο Σμοκτουνόφσκι μου αποκαλύπτει: μεγαλώνοντας σιγά- σιγά έμαθα να αντικρίζω αλλιώς τα πράγματα, να πηγαίνω στον πυρήνα των πραγμάτων. Κατάλαβα, ας πούμε, ότι το to be or not to be δεν είναι ερώτημα. Είναι αίνιγμα.
Και έτσι, κατάλαβα κι εγώ γιατί είχε δώσει έναν τόσο υπέροχο Αμλετ. Και επίσης, πόσο τυχερή ήμουν για το επάγγελμα που είχα διαλέξει.
*Το κείμενο διαβάστηκε σε ημερίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεππιστημίου Ιωαννίνων, που έγινε την προηγούμενη Τρίτη, με τίτλο "Και μετά το πτυχίο, τι;". Δεν μπόρεσα να το παρουσίασω, λόγω ανυπέρβλητης δυσκολίας. Και από εδώ, ευχαριστώ για την πρόσκληση.
4 σχόλια:
Με συγκίνησε. Η αλήθεια σου.
Τι όμορφο Αγγελική μου!!!
Το είχα κρατήσει να το διαβάσω όπως του άξιζε και σήμερα που "αδειάζω" το απόλαυσα. Σαν να σε βλέπω να το παρουσιάζεις κιόλας με τον τρόπο σου.
Ο τρόπος που αυτοπαρουσιάστηκες είναι σχεδόν "τραγουδιστός"!
Καλημέρα κοριτσάρες! Ευχαριστώ πολύ για τα τρυφερά σας σχόλια
Δημοσίευση σχολίου