Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

Γιάννης Ρίτσος: «Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια, σαν ποτάμι»

«Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,/ μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,/ στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.// Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,/ με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι,/ με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους/ και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ’ αυτιά τους.» ( «Ρωμιοσύνη»).
Ο Αισχύλος, που υπήρξε μαραθωνομάχος, έλυσε με τη στάση ζωής του το πρόβλημα αν οι ποιητές πρέπει να συμμετέχουν στις περιπέτειες των λαών τους- ακόμα και στις πιο τραγικές. Πολλούς αιώνες μετά, ο Γιάννης Ρίτσος θα ακολουθούσε το διπλό του παράδειγμα: να πέφτεις στη φωτιά της μάχης, και κατόπιν να γράφεις τα όσα έζησες. Με τους όρους των ποιητών, πάντοτε. Αλλά, αν ο Τυρταίος μπορούσε να εμψυχώνει τους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, που δεν είχαν και πολύ καλή σχέση με τα Γράμματα, πώς ο Γιάννης Ρίτσος δεν θα εμψύχωνε, και δεν θα συνεχίζει να εμψυχώνει, έναν λαό «ζυμωμένο» θα έλεγε κανείς με την ποίηση;
Ιανουάριος του 1949 ή του 1950. Ο ποιητής, δεσμώτης στο φοβερό στρατόπεδο της Μακρονήσου- ένα κολαστήριο. Οσο και αν σε αφηγήσεις του αφήνεται να διαφανεί πως μπορεί και να λύγιζε, να υπέγραφε δήλωση αποκήρυξης των ιδέων του, όσοι τον γνωρίσαμε, πιστεύουμε το αντίθετο: ο άνθρωπος που πήγε στο τρομακτικό νησί, του οποίου και μόνο το όνομα προξενούσε παραλήρημα φρίκης και κατάφερε να ξεσηκώσει την ψυχή των δεσμωτών, επιβάλλοντάς τους, με το παράδειγμά του, να είναι προσεκτικά ντυμένοι και ορθόφρονες, δεν είναι δυνατόν να φοβήθηκε. Αν και σε παρόμοιες περιπτώσεις, οπότε η ανθρώπινη ψυχή έχει τον πρώτο λόγο, δεν πρέπει να είναι κανείς απόλυτος, εν τούτοις θεωρώ ότι το έκανε περισσότερο για να παρηγορήσει τους συντρόφους του, που είχαν υπογράψει, και να τους πει ότι κι ο ίδιος θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Δεν ήταν, όμως. Οποια και να είναι η εξήγηση, αυτό έχει σημασία. Σε δύσκολους καιρούς, που τους περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια για όποιον θα ήθελε να τον ακούσει. Γράφει στο ημερολόγιο εξορίας:

Ποιήματα γραμμένα με αίμα και πόνο, «κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς» από τις «Επαναλήψεις»). Ο ποιητής σεμνύνεται για τη συμμετοχή του στα κοινά, όπως και για τις εξορίες του: Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρόνησος, Αη- Στράτης στον εμφύλιο. Γυάρος και Παρθένι Λέρου κατά τη διάρκεια της απριλιανής χούντας: «Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση, μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου/ δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες/ περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς»).
Οι στίχοι του συχνά παρουσιάζουν την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του: «Δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο./ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.» («Ρωμιοσύνη»). Σταθείτε λίγο σ’ αυτή τη διατύπωση: φέρναν τη ζωή σαν ποτάμι, στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά, γιατί, όπως εξηγούσε ο ποιητής, τα έδιναν όλα. Δεν κρατούσαν για τον εαυτό τους. Ηταν οι πρώτες λέξεις που άκουγα από τα χείλη του, και με σημάδεψαν. Ετσι ανιδιοτελής ήταν κι εκείνος. Ετσι ωραίος. Ετσι, ποιητής. Ετσι, άνθρωπος. Με το άλφα κεφαλαίο.

8 σχόλια:

Διονύσης Μάνεσης είπε...

" Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι, ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα "
Μα είναι χιλιάδες ( " έτσι που να λες 'τέτοια ποιήματα σου γράφουμε εκατό την ώρα' " ) οι στίχοι του που μπορείς να σταθείς και να πάρεις. Νερό. Ζωή. Για τα στεγνά σου χέρια. " Βρίσκουνε τη φλέβα που πάει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάνε. "

Η ανάρτησή σου, Αγγελική, στα μάτια μου, μόλις επέστρεψα από τη Μονεμβασιά. Ακόμα απ' την τσάντα βγάζω στίχους, στιγμές, εικόνες.

Καλή χρονιά, αυτό το 3909, ε;

Εαρινή Συμφωνία είπε...

Αλήθεια, ήσουν στη Μονεμβασιά; Στην ωραιότερη πολιτεία του κόσμου (σύμφωνα πάντοτε με τον Ρίτσο); με τον μεγαλύτερο ουρανό γεμάτο αστέρια; (πάλι εκείνος τα έλεγε). Τι ωραία! Και το άλλο Σαββατοκύριακο έχουμε πρόβες στο Μουσείο Μπενάκη; Αριστα! (Βλέπεις, επειδή δεν μπορώ να απαντήσω ποιητικά στα υπέροχα ποιητικά τα δικά σου, χρησιμοποιώ τον Ρίτσο...)
Καλημέρα

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

Κάποτε οι ποιητές απάγγελλαν ποιήματα στο πλήθος,
Και το πλήθος έκανε σκάλα με τις γροθιές του ως τα σύννεφα...

Εαρινή Συμφωνία είπε...

Κάποτε- μα τούτα τα πράγματα είναι σαν πολύ μακρινά- πολύ κοντινά στην καρδιά του Θεού (κάπως έτσι δεν το λέει ο ποιητής Vita i barouak;

Εαρινή Συμφωνία είπε...

Vita mi barouak βεβαίως βεβαίως (το μι έφρυγε κατά λάθος)

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Ναι, Αγγελική, ήμουν στη Μονεμβασιά.. Εγώ χρειάζεται να πάω, για να τη ζήσω, ενώ μερικοί την κουβαλάνε μέσα τους και αποφεύγουνε τις μετακινήσεις! :-)

Καπετάνισσα είπε...

Ποιητική συνείδηση και αλήθεια ψυχής.

Εδώ ο Ποιητής για να μας θυμίζει ο,τι μας λείπει περισσότερο...

Εαρινή Συμφωνία είπε...

Ετσι ακριβώς, πολυαγαπημένη Καπετάνισσα. Ετσι.
Διονύση Μ. τις αποφεύγουν για άλλο λόγο (ου γαρ έρχεται μόνον...)