Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006
«Αμερικάνικη φούγκα» του Αλέξη Σταμάτη
Η ελληνική λογοτεχνία είναι ελληνοκεντρική. Από την αυγή της μέχρι σήμερα, από τον Σολωμό και τον Κάλβο, δηλαδή, έως τους νεώτατους, όλοι, και προπαντός οι πεζογράφοι, ασχολούνται κατ’ αποκλειστικότητα και, πάντως, κατά κύριο λόγο, με την ελληνική πραγματικότητα. Οι λόγοι είναι πολλοί, δεν είναι, όμως, της παρούσης να τους αναλύσουμε. Ο σημαντικότερος: η καθυστερημένη είσοδος της λογοτεχνίας μας στο μυθιστόρημα, που δεν επέτρεψε να γίνουν πολλά πράγματα στην ώρα τους. Υπολειπόμαστε, λοιπόν, από πλευράς Χρόνου, και όχι μόνο, άλλων χωρών, και ακόμα δεν έχουμε καλύψει το χάσμα. Για να είμαστε ακριβείς, έχουμε πολύ δρόμο ώστε να το καλύψουμε. Και, παρότι προσωπικά αγαπώ το ελληνικό μυθιστόρημα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως η κατάσταση είναι αυτή.
Μακρύς πρόλογος για ένα βιβλίο που είναι διαφορετικό, όμως, έτσι, δεν θα χρειαστεί να επανέλθουμε σε αυτό το θέμα. Συνεχίζουμε, λοιπόν: ο Αλέξης Σταμάτης επιχείρησε αυτή τη φορά να βγάλει εντελώς το συγγραφικό του κέντρο από την Ελλάδα, (αν και ό,τι άφησες «εντός σου θα το κουβανείς» που λέει κι ο ποιητής). Πέρασε τον Ατλαντικό και πήγε στην καρδιά του Νέου Κόσμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι εκεί, άφησε το φθαρτό στοιχείο του, το σώμα του, πίσω. Όχι κυριολεκτικά. Ο ήρωάς του στην «Αμερικάνικη φούγκα», το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του, ο Ελληνας συγγραφέας που πηγαίνει στην Αμερική για ένα σεμινάριο, ενδύεται την ταυτότητα ενός άλλου, ενός ανθρώπου ο οποίος έχει πεθάνει μπροστά στα μάτια του. Σκηνοθετεί μάλιστα τον δικό του θάνατο, ώστε όλοι στην πατρίδα να πιστέψουν ότι ο συγγραφέας δεν ζει. Αλλωστε, μαζί της δεν φαίνεται να τον συνδέει και τίποτα σημαντικό, πέρα από κάποιες μνήμες. Πάει να πει, το παρελθόν.
Το νέο κοστούμι που του έτυχε δεν είναι άνετο, έχει προβλήματα. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι πως τον πεθαμένο πλέον άνθρωπο με τη μαύρη Μάστανγκ τον κυνηγούσε κι εκείνον το δικό του παρελθόν. Ετσι, έχει δύο «παρελθόντα» (και συγγνώμη για το αδόκιμο) να τον κυνηγούν. Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «έχει πλέον εμπλακεί σε μια υπόθεση που τον υπερβαίνει. Είναι πια ένας φυγάς στο κέντρο μιας μυστηριώδους καταδίωξης.»
Καλά ως εδώ. Οι αναφορές στο «ον δε ρόουντ» μυθιστόρημα, η ατμόσφαιρα του Κέρουακ αλλά και του Ναμπόκοφ θα προσέθετα, είναι αναγνωρίσιμες (χωρίς να σημαίνει ότι αντέγραψε- σε καμία περίπτωση. Εμπνεύστηκε, ανέδειξε) όπως και το μυστήριο (που παραπέμπει σε κώδικες, πάντως όχι στον γνωστό και μη εξαιρετέο Κώδικα Ντα Βίντσι). Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι καινοτομίες του Αλέξη Σταμάτη.
Η «Αμερικάνικη φούγκα» δεν είναι αστυνομικό και δεν είναι θρίλερ. Είναι ένα μυθιστόρημα με ένταση, που όμως ακολουθεί την, δυσκολότερη, τυπολογία του κλασικού μυθιστορήματος. Με αρχή, μέση και τέλος. Εντούτοις, επειδή έχει στοιχεία και από τα άλλα δύο είδη, οι αποδείξεις πρέπει να χτίζονται προσεκτικά. Και χτίζονται. Σαν να βάζεις λεπτά άχυρα σε φωλιά χελιδονιού. Τίποτα δεν προβάλλει ξεκάρφωτο. Όλα έχουν στηρίγματα. Μέχρι τα δύο τρίτα. Εκεί, εμφανίζεται η πρώτη αδυναμία.
Κατά την άποψή μου, δεν σχετίζεται με την αφηγηματική δεινότητα του Αλέξη Σταμάτη, που είναι αποδεδειγμένη. Εμφανίζεται όμως έτσι. Εμφανίζεται σαν να πάσχει η πλοκή, ενώ άλλο πάσχει. Και αυτό δεν είναι παρά η πρόθεσή του να τα πει όλα. Να βγάλει σε αυτό το βιβλίο μια Αμερική που ο ίδιος έχει συλλάβει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Μακριά από μια Ελλάδα, που δεν πρέπει, μονίμως, να είναι το κέντρο του κάθε συγγραφικού σύμπαντος. Για να υπερβείς, όμως, πρέπει να «σκοτώσεις». Και «σκοτώνεις» καλύτερα αν παρουσιάσεις μια πραγματικότητα που καμιά σχέση δεν έχει με ό,τι μέχρι σήμερα γνώριζες και γνώριζε κι ο αναγνώστης.
Για να γίνει πάντως αυτό, ο συγγραφέας έχει δουλέψει πολύ. Εχει ερευνήσει και αφομοιώσει. Ενσωματώνει τα πράγματα, πάντως, αφού τα επεξεργαστεί λογοτεχνικά- να ακόμη μια καινοτομία. Πολλή και καλή δουλειά, αναμφίβολα, έστω και αν μερικές φορές δεν είναι αναγνωρίσιμο τι έχει κρύψει ο συγγραφέας ώστε να το ανακαλύψει ο αναγνώστης. Ετσι, κάποτε, λυπάται να αποδιώξει το αποτέλεσμα ενός τέτοιου μόχθου. Επομένως, ας πούμε, αφήνει το μέρος με τους Ινδιάνους, ενώ τίποτα ουσιαστικό δεν προσφέρει στην εξέλιξη της ιστορίας και των χαρακτήρων του. Ειδικά για τους τελευταίους θα πω ότι τα ψυχογραφήματα των ηρώων του είναι από τα πλέον στέρεα αυτή τη στιγμή στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι το μέλλον του, προς το οποίο προσέρχεται πάνοπλος.
Το τέλος είναι απρόσμενο (δεν θα σας το αποκαλύψω) και πικρό, δικαιολογείται όμως απολύτως από τον τρόπο που έχει χειριστεί την ιστορία του. Ισως κλείνει την πόρτα σε (ανώφελους άλλωστε) ρομαντισμούς, αλλά είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένο. Και σε καμιά περίπτωση δεν είναι «χάπι εντ», αμερικανιά δηλαδή.
Οσο για τη γραφή, είναι εξαιρετική. Η δυνατή εικονοπλασία, πολλές φορές συναντά τον στοχασμό και απογειώνει το κείμενο. Αλλοτε, όμως, θέλει να πει περισσότερα από όσα επιτρέπει το γραπτό του. Και τότε, η φούγκα δεν είναι τόσο σφιχτή όσο μας έχει ο ίδιος συνηθίσει. Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε: «το ποίημα λάμπει απ’ τους σβησμένους στίχους». Εστω και αν ακόμη κι εκείνος δεν το είχε πλήρως κατακτήσει.
Εκδόσεις «Καστανιώτη»
update: κριτική μπορείτε να διαβάσετε επίσης στην Επίθεση των βιβλίων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
7 σχόλια:
εστιάζω σ' ένα ατόπημα: ο Σολωμός και ο Κάλβος δεν εστιάζουν στην Ελλάδα, όπως αναφέρετε. (Η έννοια της ελληνικότητας διαφέρει σαφώς). Η συζήτηση ξεκινάει λανθασμένα, λοιπόν...
Ενδιαφέρον ακούγεται......Όπως επίσης και αρκετά ψυχογραφικό.....Το τι αναζητά και το πώς το αναζητά η ψυχή ενός ανθρώπου, είναι άκρως σαγηνευτικό, φαντάζομαι για όλους. Τουλάχιστον εγώ, από το αφιέρωμά σου, αυτό που κατάλαβα είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που κρύβει μέσα του πολλές από τις «αλλόκοτες» σκέψεις που συχνά κάνουμε όλοι μας για τη ζωή μας, τα θέλω μας , την αντίστασή σας στα πρέπει, και γενικότερα πως θα ήταν η πορεία μας αν σε δεδομένες στιγμές κάναμε διαφορετικές επιλογές...
Προφανώς, αγαπητέ μου silio s' aprile, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (ή και Ελεύθεροι πολιορκισμένοι) δεν είχαν ως πυρήνα το Μεσολόγγι, η Γυναίκα της Ζάκυνθος (ή και της Ζάκυθος) δεν είχε σχέση με τα Επτάνησα, ο Υμνος εις την Ελευθερίαν γράφτηκε για... το άγαλμα της Ελευθερίας και όχι για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και η Ξανθούλα, η Φαρμακωμένη, κ.λπ. δεν αποτελούσαν κομμάτια της ελληνικής πραγματικότητας.
Επίσης, δεν θεωρώ ότι οι Ωδές του Κάλβου δεν έχουν ως πυρήνα τους την Ελλάδα. Εις Σάμον... ποίαν Σάμον; Υπάρχει Σάμος και αλλού; «Καλύτερα καλύτερα/διασκορπισμένοι οι Ελληνες/ (...) παρά προστάτας να 'χωμεν» δεν είναι γραμμένο για την Ελλάδα λέτε; Ολα αυτά δεν έχουν ως κέντρο έμπνευσης την ελληνική πραγματικότητα της εποχής τους, αλλά κάποια άλλη; Τι να πω;
Να πω, απλώς, ότι με αφορισμούς εκ μέρους σας όπως το «ατόπημα» αυτή η συζήτηση ξεκινά, σίγουρα, λανθασμένα...
Ενδιαφέρουσα η κριτική σας. έκανα σύγκριση και με τη δική μου. έχουμε πολλά κοινά στις παρατηρήσεις μας, αλλά και διαφορές. απόλυτα υγιές νομίζω όπως εισπράξαμε το ανάγνωσμα.
Με προλάβατε, αγαπητέ Δημήτρη. Τα ίδια περίπου ετοιμαζόμουν να σας γράψω κι εγώ.
πολυ ενδιαφερουσα η προσεγγιση σας αγαπητη μου, θα διαβασω και εγω το βιβλιο και θα επανελθω.
Αναμένω με ανυπομονησία, αγαπητέ Nuwanda
Δημοσίευση σχολίου