Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Πολιτείες της ανθρωπιάς




Δεν ξέρω γιατί έχω ταυτίσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες με τα καλοκαίρια. Ισως επειδή, από τότε που τις ανακάλυψα, περίπου τριάντα χρόνια πριν, τις παίρνω μαζί μου κάθε καλοκαίρι θαυμάζοντας τη γραφή, την πλοκή, τη γλώσσα τους. Ισως, πάλι, γιατί ο Στρατής Τσίρκας, με τις θερμές περιγραφές του, σε βάζει σε ένα κλίμα καλοκαιρινό, ιδίως στη Νυχτερίδα. Ας είναι.
Κάθε καλοκαίρι, λοιπόν, βυθίζομαι πάλι και πάλι στον κόσμο που αυτός ο μέγας συγγραφέας και ουμανιστής έπλασε για να μας ομορφαίνει τη ζωή τη σκέψη και τις ώρες της σκόλης. Κι όταν θυμηθώ μια σελίδα, μια έννοια, μια περιγραφή, δεν διστάζω να διαβάσω σε όποιον τόπο και σε όποιον χρόνο τη Λέσχη, την Αριάγνη, την Νυχτερίδα, ή και τα τρία μαζί. Για μένα, είναι το μυθιστόρημα της ζωής μου (σαν ένα τα προσλαμβάνω και ας είναι τρία αυτόνομα και συνδεδεμένα όσο χρειάζεται για να είναι τριλογία και για να εξαντληθεί η ιστορία που αφηγείται ο Τσίρκας.
Τα διάβασα και φέτος, μάλιστα σχολιασμένα εξαιρετικά από τη Χρύσα Προκοπάκη, η οποία γνωρίζει όσο κανείς τον συγγραφέα, το έργο που άφησε πίσω του και τα γεγονότα της εποχής στα οποία αυτό εστιάζει. Χρόνων και χρόνων αφοσιωμένη ενασχόληση, και μαζί μια εμπνευσμένη άποψη για τη λογοτεχνία, δίνουν στα δικά της κείμενα (και στο γενικό και στα ειδικά σχόλια) μια συναρπαστική αξία.
Τα διάβασα, λοιπόν. Και προσπάθησα να δω τι δεν θα κρατούσα σήμερα. Για μια ακόμα φορά δεν βρήκα κάτι παρωχημένο, κάτι παλιό, κάτι που δεν με συγκινεί αισθητικά. Κάτι που με αποδιώχνει, που μου χαλάει την ατμόσφαιρα. Αντιθέτως: διαπιστώνω και πάλι πως έχουν μοναδικές αρετές. Και πως η κόκκινη κλωστή που τα ενώνει, ο ήρωας Μάνος Σιμωνίδης, ο έρωτας (διαψευσμένος, σχεδόν πάντοτε) και τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή με τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, είναι, πάντοτε, ολοπόρφυρη.



Μέσα στις σελίδες των Ακυβέρνητων Πολιτειών του, ο Στρατής Τσίρκας έβαλε έναν κόσμο ολόκληρο. Και τα τρία βιβλία σφύζουν από ζωή. Αν ακουμπήσεις το αυτί σου στην καρδιά τους θα την ακούσεις να πάλλεται. Αν απλώσεις το χέρι και τα πιάσεις, θα νιώσεις έναν σφυγμό δυνατό. Θα αισθανθείς ως το πιο μικρό λαχάνιασμα, την πιο μικρή ανάσα των ηρώων του. Είναι μυθιστορηματικοί ήρωες- υποδείγματα, με σάρκα και οστά, σκιρτούν, επαναστατούν, πονούν, αγωνιούν, θλίβονται μα δεν παραδίδονται.



Η Λέσχη είχε μεγάλες περιπέτειες όταν γράφτηκε. Το Ανθρωπάκι, ο ήρωας που αντιπροσωπεύει τον σταλινικό της Αριστεράς, είχε σκιαγραφηθεί με τόση δύναμη, ώστε ενόχλησε πολλούς. Προφανώς όσους αναγνώρισαν τον εαυτό τους ή τον διπλανό τους στα λόγια και στις πράξεις του, στην καταγγελία (πάντοτε όμως με λογοτεχνικούς όρους) που έκανε ο συγγραφέας. Του ζήτησαν, λοιπόν, να αποσύρει το βιβλίο. Κι εκείνος απάντησε πως βιβλία δεν καίει και πως η συνείδησή του δεν είναι καπέλο να την πάρει από ένα καρφί και να την κρεμάσει σε κάποιο άλλο. Η διαγραφή του από τους Ελληνες κομμουνιστές της Αιγύπτου και η ιδεολογική διαμάχη που λογικό ήταν να φουντώσει στη δύσκολη δεκαετία του '60, έβγαλαν από το παιχνίδι τη Λογοτεχνία, έβαλαν την Πολιτική. Ετσι, η Αριάγνη, που είναι ωριμότερη και σπαρακτικότερη από την θαυμάσια, πάντως, Λέσχη, έχασε ως προς την κριτική. Οσο για τη Νυχτερίδα, που φέρνει την κάθαρση; Κι εκείνη δεν είχε καλύτερη τύχη.



Και πάλι η Χρύσα Προκοπάκη και κάποιοι ακόμη που μπόρεσαν να κρατηθούν ψύχραιμοι και νηφάλιοι και να διακρίνουν πως το έργο ήταν αριστούργημα, το υπερασπίστηκαν λογοτεχνικά. Ακόμα όμως και όταν τα πάθη καταλάγιασαν, η τριλογία δεν είχε την ανταπόκριση που της άξιζε από την κριτική. Την είχε, πάνως, από το κοινό. Μέχρι να κάνει αυτή τη σχολιασμένη έκδοση, ο «Κέδρος» έχει μετρήσει τριάντα έξι εκδόσεις της.


Ο χρόνος έφυγε, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες μένουν. Ο αιώνας που γύρισε, μάς επιτρέπει μια πρώτη αποτίμηση. Μακριά από εδώ τα καλλιστεία βιβλίων, συγγραφέων, ανθρώπων. Κι όμως. Πιστεύω ακράδαντα πως ο θεωρητικός της λογοτεχνίας στο μέλλον αυτές θα υποδεικνύει ως το κορυφαίο βιβλίο του εικοστού αιώνα. Ετσι κι αλλιώς, αυτός που μαραίνει τον έρωτα και καρπίζει το στάχυ και στεφανώνει την υπομονή, και ταξιθέτης του σύμπαντος χωροθετεί τον καθένα στη θέση που του αξίζει, ο Δίκαιος Χρόνος, όπως έλεγε και ο Τάσος Λειβαδίτης, έχει ήδη μιλήσει δείχνοντας, ως πρόκριμα, την εύνοιά του και την εύνοια του κοινού για ένα έργο μεστό, στέρεο, μοντέρνο, για μια πολιτεία πιο πολύβουη και πιο μυστηριακή κι από την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια μαζί.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 03, 2006

Η μητέρα όλων των blog!

Δεν ήταν επαναστάτες, δεν ήταν συνομώτες, δεν ήταν παράνομοι. Δεν ήταν διάσημοι. Κι όμως, κυκλοφορούσαν απαραιτήτως με ψευδώνυμο. Ορος απαράβατος και αναγκαίος για να γίνεις δεκτός στη μεγάλη παρέα με τα δυναμικά και ανήσυχα μέλη: το Ιδανικό Οραμα, ο Νηρέας, ο Πρόμαχος της Ελευθερίας, το Γαλάζιο Αγριολούλουδο, η Ατρόμητη Αμαζόνα. Πολλοί, δεν αρκούνταν σε ένα μονάχα. Πολλοί, καυγάδιζαν στις γειτονιές και πετούσαν ο ένας στον άλλον το μυστικό του όνομα. Και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος επαινούσε και επέπληττε, επικροτούσε και εκδήλωνε τη σφοδρή του αντίθεση, διαπαιδαγωγούσε.

Αναφέρομαι, βεβαίως, στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, το οποίο μπορεί να μην ιδρύθηκε από εκείνον, μεγαλύνθηκε όμως. Ο Ξενόπουλος είχε γνήσια παιδαγωγική φλέβα, όπως και γνήσια φλέβα ανακάλυψης ταλέντων. Πολυτάλαντος και πολυτεχνίτης, ήταν ο αρχισυντάκτης, η «Κυρία Διάπλασις» που τρυφερά νουθετούσε τα Διαπλασόπουλα, ο μεταφραστής, εκείνος που έκανε τη «σελίδωση» αυτός που επέλεγε τα κείμενα των νεοσών της λογοτεχνίας για να δημοσιευθούν ή για να οδεύσουν προς τον κάλαθο των αχρήστων.

Ποιοί ήταν οι νεαροί που έκαναν τα παρθενικά λογοτεχνικά τους βήματα από τη Διάπλαση; Ο ίδιος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, πρώτα απ’ όλα. Αν δεν απατώμαι, και ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γεώργιος Βιζυηνός και ο Τέλλος Αγρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, τόσες και τόσες ακόμα δόξες των Γραμμάτων μας. Ο πρώτος θάνατος του περιοδικού, που ξεκίνησε το 1879 από τον 17χρονο τότε Νικόλαο Παπαδόπουλο, ήταν τον Δεκέμβρη του 44, με τα Δεκεμβριανά, οπότε και ανατινάχτηκε το κτήριό του, χάθηκε το πολύτιμο αρχείο του, χάθηκαν τα πάντα.

Ο δεύτερος και τελευταίος θάνατός του ήταν μέσα στη χούντα, το 1968 ή το πολύ αρχές του 1969 (δεν θυμάμαι πια) όταν τα τοτινά Διαπλασόπουλα μάθαμε πως η έκδοσή του αναστέλλεται «προσωρινά» όπως γράφηκε. Η Διάπλαση, που έβγαινε πλέον από την οικογένεια Παράσχου, και ήδη αποτελούσε χλωμή εικόνα του πρωτοτύπου της, δεν άντεξε σε αυτή την αντιπνευματική εποχή- ήδη προετοιμάζονταν οι «Μανίνες» και οι «Σούπερ Κατερίνες» που τα επόμενα χρόνια κυριάρχησαν.

Πώς μου ήρθε τώρα να θυμηθώ το περιοδικό; Οσο και αν φαίνεται απίστευτο, μου το φέρνουν διαρκώς στη μνήμη τα ίδια τα ιστολόγια Βλέπετε, στις τελευταίες σελίδες της, η Διάπλαση φιλοξενούσε αλληλογραφία των παιδιών μεταξύ τους σε μικρά- μικρά κείμενα υπό τον γενικό τίτλο «Μικραί Αγγελίαι». Ηταν μία δύο ή και τρεις σελίδες (αναλόγως με την προσφορά) στις οποίες οι νεαροί και οι νεαρές έλεγαν την άποψή τους, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον, ξιφουλκούσαν μεταξύ τους ή, απλώς, αντάλλασαν πειράγματα. Τα μικρά αυτά διαμαντάκια δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν εκτός τόπου και χρόνου- όπως, ασφαλώς, συμβαίνει και με τα κείμενα των ιστολογίων. Ομως, για την εποχή τους ήταν ανεκτίμητα, καθώς έδιναν λόγο σε κάποιους που δεν τον είχαν. Οπως ακριβώς και τώρα. Τότε επειδή ήταν παιδιά, τώρα επειδή δεν θέλουν να μεγαλώσουν και να ενταχθούν αβασάνιστα στον παρόντα κόσμο.

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Πέντε η ώρα που βραδιάζει



«Και με ψάχνανε στα καφενεία, στα μαγαζιά, στις υπόγειες στοές
παντού με ψάχναν.
Δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ;
Οχι, ποτέ δε με βρήκαν.»


Δεν τον βρήκαν ποτέ. Εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το ποίημά του παραμένει προφητικό. Στόχος όσων τον στέρησαν από την Τέχνη, από τους αφιοσιωμένους θαυμαστές του, από τους ανθρώπους που τον λάτρευαν, ήταν να τον εξαφανίσουν, ακόμα και νεκρό, πιστεύοντας πως θα καταπνιγόταν η απήχηση του έργου του. Δεν σκέφτηκαν πως η φλόγα δεν μπορεί να σβήσει με τα φυσήματα άδειων στομάτων, πως θεριεύει με τον ζέφυρο της αγάπης, γίνεται απειλητική για εκείνους που τόλμησαν να διαρπάξουν Υβρι.
Ακριβώς εβδομήντα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 18 ή 19 Αυγούστου και όχι μόνο ο τάφος του δεν έχει βρεθεί, μα ούτε και η ημερομηνία ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Αλλά, τι νόημα έχει η βεβαιότητα περί του αν τον σκότωσαν τότε ή τότε και ο εντοπισμός του Σήματός του; Για να στήνονται εξέδρες στο Φουεντεβακέρος (το χωριό όπου γεννήθηκε) ή στο Βίθναρ (τη ρεματιά όπου φημολογείται ότι εκτελέστηκε) και να εκφωνούνται λόγοι «επίσημοι» απίστευτης ανίας οι οποίοι καμιά σχέση δεν θα έχουν με τον άνεμο που ονομαζόταν Φεδερίκο; Αρκεί που τα δάκρυα της Αϊναδαμάρ, της πηγής που οι Αραβες ονόμαζαν «Πηγή των Δακρύων» θα βρέχουν αιώνια τη γη της ταφής του. Ακόμα και η Πλάση προνόησε για να θρηνήσει διακριτικά και σταθερά αυτή τη μεγάλη απώλεια.
Οι λόγοι είναι ανάρμοστοι, λοιπόν. Ας αφήσουμε τον Λόγο του ποιητή. Για τον Λόρκα «Εν αρχή ην ο Λόγος», όπως και για τον Θεό. Ενας Λόγος βαρυσήμαντος όσο και ανάλαφρος σαν πέταγμα πουλιού, σαν διάφανο πέπλο νεράιδας ή σαν τον καημό, το «ντουέντε», εκείνο το «άγιο πνεύμα» το σκοτεινό και ολότρεμο, το ντουέντε που δεν είναι παρά: «ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας, αγγέλλοντας το αιώνιο βάφτισμα των νιόκοπων πραγμάτων».

Απαρηγόρητος παρηγορητής του Κόσμου, όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν ερωτευμένος με τη ζωή. Φοβόταν τον θάνατο, αν και έλεγε πως είναι «νέος και όμορφος». Σαν τον ίδιο, τη στιγμή του θανάτου του:
«Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφυγμένα χείλη
και τότε πια καμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ΄άναψε καντήλι.»

Γιατί, λοιπόν, έπρεπε να πεθάνει; Γιατί ήταν δημοκρατικός και ομοφυλόφυλος σε καιρούς που η Ισπανία δεν τα άντεχε. Πάνω απ' όλα, γιατί ήταν ποιητής. Ο φαλαγγίτης που με μπαμπεσιά τον συνέλαβε στο σπίτι φίλων του χωρίς να έχει ένταλμα, ήταν αποκαλυπτικός: «Με το έργο του έκανε περισσότερο κακό απ' ό,τι άλλοι με τα όπλα».


Ηταν πολλοί ανακατεμμένοι σε αυτή την υπόθεση- όλοι από τη
φασιστική παράταξη. Τα ονόματά τους γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν

ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν. Σήμερα, «κανείς δεν τους θυμάται, δικαιοσύνη», όπως θα έλεγε κι ο Γιώργος Σεφέρης.

Αντίθετα, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ισπανίας κατά τον 20ό αιώνα, είναι ένα όνομα αγαπητό. Τα ποιήματά του, τα έργα του, μιλούν πάντα στην καρδιά του αναγνώστη και του θεατή, τον θέλγουν με την ομορφιά και με την ευαισθησία τους, συγκινούν, μαγεύουν. Ο Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας και ο Ματωμένος Γάμος. Το Ρομανθέρο Χιτάνο και το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα. Το Κοινό, η Γέρμα και η Δόνια Ρόζίτα. Και το μεγάλο, το στερνό του έργο, γραμμένο σαν αρχαία τραγωδία: ο θάνατός του. Που στέρησε τον Φεδερίκο από την Ποίηση και την Ποίηση από το Φεδερίκο, δεν κατάφερε όμως να ματαιώσει τη Δόξα του.
«Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο», όπως θα έλεγε κι ο Οδυσσέας Ελύτης.