Και μέσα στην τούρλα του Σαββάτου, εντελώς αψυχολόγητα ως προς τον χρόνο που επέλεξαν για να τα δημοσιοποιήσουν (λες και αν διέρεαν θα έχανε η Βενετιά βελόνι...) να και τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας 2008, «στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον "βραχύ κατάλογο" των υποψηφίων προς βράβευση έργων, μετά από επανειλημμένες συνεδρίες και μακρές συζητήσεις» (μη και τους πούμε ότι δεν δούλεψαν!)
ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο για το σύνολο του έργου του (του φιλολογικού; του μεταφραστικού; του κριτικού; μα είναι λογοτεχνικό;).
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία εξ ημισείας στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Λέξη» (ακατανόητο γιατί έπρεπε να μοιραστεί. Δεν υπάρχει επόμενη χρονιά;).
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Δήμητρας Χριστοδούλου «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Γιώργου Λεονάρδου «Ο τελευταίος Παλαιολόγος», εκδόσεις Λιβάνη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ – ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου «Το ποιητικό τοπίο του 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟΥ – ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο βραχύς κατάλογος υποψηφίων προς βράβευση έργων (δημοσιευμένων το έτος 2007 και κατατεθειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), από τον οποίο επελέγησαν τα ανωτέρω βραβεία είναι ο ακόλουθος (αλφαβητικά):
Α. Υποψήφιοι για το Βραβείο Ποίησης:
1) Γιάννης Καλπούζος για το έργο του «Έρωτας νυν και αεί», εκδόσεις Ίκαρος.
2) Διονύσης Καψάλης για το έργο του «Ο κρότος του χρόνου», εκδόσεις Άγρα.
3) Θανάσης Παπαθανασόπουλος για το έργο του «Το αμήχανο χαμόγελο του κούρου», εκδόσεις Μελέαγρος.
4) Αγγελική Σιδηρά για το έργο της «Αμείλικτα γαλάζιο», εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Σωκράτης Σκαρτσής για το έργο του «Πέτρα της αγάπης», εκδόσεις Καστανιώτης.
6) Σ. Σ. Χαρκιανάκης για το έργο του «Θολά ποτάμια», εκδόσεις Δόμος.
7) Δήμητρα Χριστοδούλου για το έργο της «Λιμός», εκδόσεις Νεφέλη.
Β. Υποψήφιοι για το Βραβείο Διηγήματος:
1) Μάκης Καραγιάννης για το έργο του «ο Καθρέφτης και το πρίσμα», εκδόσεις Νεφέλη.
2) Ανδρέας Μήτσου για το έργο του «Ο κύριος Επισκοπάκης. Η εξομολόγηση ενός δειλού», εκδόσεις Καστανιώτης.
3) Ευγενία Φακίνου για το έργο της «Φιλοδοξίες κήπου», εκδόσεις Καστανιώτης.
4) Νίκη Χατζηδημητρίου για το έργο της «Υποφωτισμένο», εκδόσεις
Εστία.
Γ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος:
1) Ευριδίκη Λειβαδά - Ντούκα για το έργο της «Στα στενά της χίμαιρας: Οι περιπέτειες του Έλληνα θαλασσοπόρου Χουάν ντε Φούκα», εκδόσεις Κέδρος.
2) Γιώργος Λεονάρδος για το έργο του «Ο τελευταίος Παλαιολόγος – Ιστορικό Μυθιστόρημα», εκδόσεις Λιβάνη.
3) Τηλέμαχος Μουδατσάκις για το έργο του «Άμφια εταίρας», εκδόσεις Καστανιώτης
4) Ιωάννα Μπουραζοπούλου για το έργο της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ»,
εκδόσεις Καστανιώτης.
5) Αννίτα Παναρέτου για το έργο της «Η παρηγορία των επιστολών σου:
Ευανθία Καΐρη, Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας,
όπως θα ήθελαν», εκδόσεις Πατάκης.
6) Γ. Στεφανάκης για το έργο του «Μέρες Αλεξάνδρειας», εκδόσεις
Ωκεανίδα.
Δ. Υποψήφιοι για το Βραβείο Δοκιμίου - Κριτικής:
1) Βαγγέλης Αθανασόπουλος για το βιβλίο «Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα», εκδόσεις Καστανιώτης.
2) Γιάννης Δάλλας για το βιβλίο «Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποίηση και ιδεολογία», εκδόσεις Κέδρος.
3) Τάκης Καγιαλής για το βιβλίο «Η επιθυμία για το μοντέρνο: Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
4) Διονύσης Μαγκλιβέρας για το βιβλίο «Η ζωή ως διαδρομή: Δοκίμια αιχμής», εκδόσεις των Φίλων.
5) Παναγιώτης Μουλάς για το βιβλίο «Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα», εκδόσεις Σοκόλης.
Ε. Υποψήφιοι για το Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας:
1) Γιώργος Βέης για το βιβλίο: «Έρωτες τοπίων: Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταϋλάνδη: Μαρτυρίες, μεταφορές», εκδόσεις Κέδρος.
2) Αναστάσης Βιστωνίτης για το βιβλίο: «Λογοτεχνική γεωγραφία. Τόποι, πόλεις,
άνθρωποι», εκδόσεις Μεταίχμιο.
3) Σταύρος Ζουμπουλάκης για το βιβλίο: «Στη σκηνή του κόσμου: Από το Βελιγράδι
στην Τεχεράνη», εκδόσεις Εστία.
4) Μαρία Καραβία για το βιβλίο: «Το ημερολόγιο του Λονδίνου: Σημειώσεις από την
εποχή της δικτατορίας», εκδόσεις Άγρα.
5) Αθανάσιος Καραθανάσης για το βιβλίο: «Σε λένε Σμύρνη, Φώκαια, Σερέκιοϊ,
Μαινεμένη, Σαγγάριο. Στην ιστορία και τον Χαλασμό», εκδόσεις Κυριακίδη.
6) Βασίλης Τζανακάρης για το βιβλίο: «Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922: Τα χρόνια
που συντάραξαν την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν:
1) Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Πρόεδρος, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, Συγγραφέας.
2) Δημήτριος Λαμπρέλης, Αντιπρόεδρος, Καθηγητής Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Συγγραφέας.
3) Γεώργιος Ανδρειωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
4) Γεράσιμος Ζώρας, Καθηγητής του Τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο τη Συγκριτική Λογοτεχνία.
5) Κώστας Μπουρναζάκης, Συγγραφέας.
6) Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος, Λογοτέχνης και Θεατρικός Συγγραφέας.
7) Κώστας Σοφιανός, Κριτικός Λογοτεχνίας, Ποιητής.
8) Χαρίκλεια Δημακοπούλου, Κριτικός Βιβλίου, Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Νομικής.
9) Λώρη Κέζα, Κριτικός Βιβλίου.
Για μερικές κατηγορίες, έπαιξε ρόλο η πολύ κακή βραχεία λίστα, που έβγαλε έξω βιβλία τα οποία άξιζαν περισσότερο και από τα βραβευμένα. Τέλος πάντων.
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008
«Επιτάφιος» για τον Αλέξη
«Τα ίδια σ****ά είναι όλοι τους... ντρέπομαι που γεννήθηκα σ' αυτό το κράτος!!! Ντρέπομαι. Αχρηστοι όλοι τους να κάνουν καλό σ' αυτόν τον τόπο» μού έγραψε στο προηγούμενο ποστ μου ο Antoine.
Και πώς να μη ντρέπεται;
Το μόνο που με κάνει να συγκινούμαι ακόμη (μέχρι δακρύων μάλιστα) είναι οι άγουρες, ασυντόνιστες, παιδικές φωνές που φτύνουν στα μούτρα των υπαίτιων το σύνθημα: Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Το μόνο που με κάνει να ελπίζω είναι ότι τα παιδιά βγήκαν στους δρόμους. Είναι ότι αρθρώνουν τον δικό τους Λόγο, στέλνοντας ανοιχτή επιστολή στους βουλευτές, όπως το 6ο Λύκειο Καλλιθέας. Αλλά και πάλι φοβάμαι ότι όλα έχουν χαθεί, ή, χάνονται...
Αν ζούσε ο Γιάννης Ρίτσος θα ψιθύριζε τους στίχους του από τον Επιτάφιο: Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου... Στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που αύριο θα αποχαιρετήσουμε για πάντα, το χειρόγραφο του ποιητή:
Και πώς να μη ντρέπεται;
Το μόνο που με κάνει να συγκινούμαι ακόμη (μέχρι δακρύων μάλιστα) είναι οι άγουρες, ασυντόνιστες, παιδικές φωνές που φτύνουν στα μούτρα των υπαίτιων το σύνθημα: Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Το μόνο που με κάνει να ελπίζω είναι ότι τα παιδιά βγήκαν στους δρόμους. Είναι ότι αρθρώνουν τον δικό τους Λόγο, στέλνοντας ανοιχτή επιστολή στους βουλευτές, όπως το 6ο Λύκειο Καλλιθέας. Αλλά και πάλι φοβάμαι ότι όλα έχουν χαθεί, ή, χάνονται...
Αν ζούσε ο Γιάννης Ρίτσος θα ψιθύριζε τους στίχους του από τον Επιτάφιο: Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου... Στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που αύριο θα αποχαιρετήσουμε για πάντα, το χειρόγραφο του ποιητή:
Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008
Αιώνια 15 ετών
Σεφέρης και πάλι. Ένα παιδί 15 χρονών δολοφονήθηκε. Και κάνουν όλοι ότι δεν κατάλαβαν. Και σε λίγο θα βγάλουν τον δολοφόνο τρελό και όλα θα τελειώσουν. Και εμείς κοιμόοοοοοομαστε. Οι πνευματικοί ταγοί μας πρώτα απ' όλους- δεν λέω για τους πολιτικούς, καμιά εμπιστοσύνη δεν τους είχα, έτσι κι αλλιώς.
Αλλά ο ποιητής το λέει: «δεν χρειάζεται μακρύ καιρό/ το κακό για να σηκώσει το κεφάλι». Μπορεί να το είπε για την Κύπρο, όμως ταιριάζει παντού.
Ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι. Τι θα πούμε τώρα στους γονείς του, εμείς που επιτρέψαμε στην αστυνομία να δρα ανεξέλεγκτα ενώ είναι ανίκανη για τα αυτονόητα (να υπερασπίσει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών;
Σεφέρης, λοιπόν. Διαμαρτύρομαι.
Δεν αργεί να καρπίσει τ'αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσος τις ἔστι...
Αλλά ο ποιητής το λέει: «δεν χρειάζεται μακρύ καιρό/ το κακό για να σηκώσει το κεφάλι». Μπορεί να το είπε για την Κύπρο, όμως ταιριάζει παντού.
Ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι. Τι θα πούμε τώρα στους γονείς του, εμείς που επιτρέψαμε στην αστυνομία να δρα ανεξέλεγκτα ενώ είναι ανίκανη για τα αυτονόητα (να υπερασπίσει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών;
Σεφέρης, λοιπόν. Διαμαρτύρομαι.
Δεν αργεί να καρπίσει τ'αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσος τις ἔστι...
Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008
Επί ασπαλάθων- και πράσινα άλογα;
Τα τελευταία χρόνια τείνω να παγιώσω την άποψη πως πολλά από εκείνα που θεωρούμε τυχαία στη ζωή, δεν είναι. Σας έχω ξαναπεί ότι ποιητής της ζωής μου είναι ο Σεφέρης, δεν έτυχε όμως να σας μιλήσω για τον «κεραυνοβόλο έρωτα» που με κατέλαβε μόλις διάβασα την ποίησή του, εκεί κάπου στα 15- 16 μου. Και τον Ρίτσο τον αγάπησα βαθιά με την πρώτη ανάγνωση, δεν το κρύβω, αλλά ο Σεφέρης ήταν πάντοτε κάτι διαφορετικό.
Χρόνια μετά (δεκαετίες δηλαδή) που έχω συνειδητοποιήσει την κοινή μικρασιάτικη καταγωγή μας, κατανοώ πολλά και μελετώ ακόμη περισσότερα. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι γνωρίζω το έργο του, το οποίο με απασχολεί περίπου 35 χρόνια.
Ο Ανδρόνικος έκανε στο σχολείο το γνωστό ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Κλήθηκα λοιπόν από την αδελφή μου να του πω μερικά ενισχυτικά στοιχεία, επειδή έδινε διαγώνισμα. Παραθέτω το ποίημα πρώτα:
«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι".
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»
31 του Μάρτη 1971
Ο φίλος μου Νίκος Σαραντάκος γράφει: «Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).»
Αναθυμούμενη αυτό το υπόβαθρο του ποιήματος, θυμήθηκα και την περίφημη δήλωση του ποιητή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα πρώτα χρόνια, είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, ενάμιση πριν από τον θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»
Ακούστε τη δήλωση εδώ στα Παραθέματα Λόγου.
Διαβάστε περισσότερα για εκείνον στο Ανεμολόγιο
Ο Ανδρόνικος μού είπε πως οι εργασίες που τους έχουν βάλει στο Λύκειο δεν σχετίζονται με τέτοια στοιχεία, αλλά αφορούν μονάχα σε ποιητικούς τρόπους, λέξεις, και άλλα τέτοια. Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα αντιμετωπίσω ένα ποιητικό έργο με πολιτικά κριτήρια, επειδή πολλά έχουν δει τα μάτια μου ως προς τέτοιες συμπεριφορές και ξέρω τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιο ποίημα, με τόσο σημαντικές πολιτικές (δημοκρατικές δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ) αναφορές, δεν θα έπρεπε να διδαχθεί και ανάλογα; Διδάσκεται λοιπόν το Ολον, αυτό που κάνει τον χρήσιμο πολίτη, ή…
Τι λέτε παιδιά από το 6ο λύκειο Καλλιθέας που έχετε ασχοληθεί με τον Σεφέρη στο μπλογκ σας; Εχω άδικο;
Κι εσείς αγαπημένα (και βραβευμένα, για να μην ξεχνιόμαστε) παιδιά της Χουακίνα, έχετε άποψη;
Τέλος, μικρή μου Amazone, εσύ τι νομίζεις;
Χρόνια μετά (δεκαετίες δηλαδή) που έχω συνειδητοποιήσει την κοινή μικρασιάτικη καταγωγή μας, κατανοώ πολλά και μελετώ ακόμη περισσότερα. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι γνωρίζω το έργο του, το οποίο με απασχολεί περίπου 35 χρόνια.
Ο Ανδρόνικος έκανε στο σχολείο το γνωστό ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Κλήθηκα λοιπόν από την αδελφή μου να του πω μερικά ενισχυτικά στοιχεία, επειδή έδινε διαγώνισμα. Παραθέτω το ποίημα πρώτα:
«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι".
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»
31 του Μάρτη 1971
Ο φίλος μου Νίκος Σαραντάκος γράφει: «Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).»
Αναθυμούμενη αυτό το υπόβαθρο του ποιήματος, θυμήθηκα και την περίφημη δήλωση του ποιητή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα πρώτα χρόνια, είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, ενάμιση πριν από τον θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»
Ακούστε τη δήλωση εδώ στα Παραθέματα Λόγου.
Διαβάστε περισσότερα για εκείνον στο Ανεμολόγιο
Ο Ανδρόνικος μού είπε πως οι εργασίες που τους έχουν βάλει στο Λύκειο δεν σχετίζονται με τέτοια στοιχεία, αλλά αφορούν μονάχα σε ποιητικούς τρόπους, λέξεις, και άλλα τέτοια. Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα αντιμετωπίσω ένα ποιητικό έργο με πολιτικά κριτήρια, επειδή πολλά έχουν δει τα μάτια μου ως προς τέτοιες συμπεριφορές και ξέρω τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιο ποίημα, με τόσο σημαντικές πολιτικές (δημοκρατικές δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ) αναφορές, δεν θα έπρεπε να διδαχθεί και ανάλογα; Διδάσκεται λοιπόν το Ολον, αυτό που κάνει τον χρήσιμο πολίτη, ή…
Τι λέτε παιδιά από το 6ο λύκειο Καλλιθέας που έχετε ασχοληθεί με τον Σεφέρη στο μπλογκ σας; Εχω άδικο;
Κι εσείς αγαπημένα (και βραβευμένα, για να μην ξεχνιόμαστε) παιδιά της Χουακίνα, έχετε άποψη;
Τέλος, μικρή μου Amazone, εσύ τι νομίζεις;
Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008
Ο Γιάννης Ρίτσος και το Πολυτεχνείο
Ο Νοέμβριος του 1973 ήταν γλυκός. Ενα λεπτό, κόκκινο, ζακετάκι πάνω απ’ τη μαθητική ποδιά αρκούσε. Η Ανθούλα σε ξεσήκωσε να πάτε από το Νυχτερινό Γυμνάσιο της Χέυδεν, όπου φοιτούσε (νυν «κατάληψη» και ερείπιο) στο Πολυτεχνείο. Είχε ακούσει πως εκεί λάμβαναν χώρα σπουδαία πράγματα.
Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.
Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συλληφθεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, όπως χιλιάδες άλλοι Αριστεροί και δημοκράτες σε όλη τη χώρα. Εϊχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο, όμηρος του στρατιωτικού καθεστώτος, και από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο.
Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...
Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.
Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών.
Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.
Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.
Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια.
Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.
Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.
Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.
Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συλληφθεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, όπως χιλιάδες άλλοι Αριστεροί και δημοκράτες σε όλη τη χώρα. Εϊχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο, όμηρος του στρατιωτικού καθεστώτος, και από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο.
Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...
Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.
Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών.
Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.
Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.
Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια.
Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.
Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2008
Να με θυμόσαστε- είπε
Ενδεκα Νοεμβρίου. Σαν αύριο. Δεκαοκτώ χρόνια πριν. Ο Γιάννης Ρίτσος μας αποχαιρέτησε για πάντα. Ακόμα και τώρα, δεν βρίσκω τις λέξεις. Δεν μπορώ να πω «πέθανε» αν και, πια, το έχω αποδεχτεί.
Ενδεκα Νοεμβρίου (24 με το νέο ημερολόγιο) του 1921 είχε «φύγει» η πολυαγαπημένη του μητέρα, όταν εκείνος ήταν μόλις δωδεκαετής. Σύμπτωση; Υποπτεύομαι πως στη ζωή δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Το 2009 είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ο λόγος που χάθηκα τόσον καιρό είναι ακριβώς το Ετος Ρίτσου, όπως έχει κηρυχθεί η επόμενη χρονιά. Με την ειδική επιτροπή που έχει συσταθεί στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, αλλά και με άλλους φορείς, από το Μουσείο Μπενάκη και μέχρι τον Σύλλογο Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, οργανωνόμαστε.
Από τα μπλογκ περιμένω, φυσικά, μεγάλη βοήθεια για τον χώρο του Διαδικτύου. Ο,τι έχετε στο μυαλό σας μπορείτε να μου το καταθέσετε είτε ως σχόλιο είτε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, ώστε το Ετος να είναι αντάξιο του ποιητή- και να μη γίνει το μαυσωλείο του, αλλά η αφετηρία μιας νέας προσέγγισής του.
Ως αρχή, ένα ποίημα από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που υπάρχει στο βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (εκδόσεις Κέδρος). Θα ακολουθήσουν και άλλα ποιήματα σε χειρόγραφο, από την 1η Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, να τον θυμόμαστε...
Ενδεκα Νοεμβρίου (24 με το νέο ημερολόγιο) του 1921 είχε «φύγει» η πολυαγαπημένη του μητέρα, όταν εκείνος ήταν μόλις δωδεκαετής. Σύμπτωση; Υποπτεύομαι πως στη ζωή δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Το 2009 είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ο λόγος που χάθηκα τόσον καιρό είναι ακριβώς το Ετος Ρίτσου, όπως έχει κηρυχθεί η επόμενη χρονιά. Με την ειδική επιτροπή που έχει συσταθεί στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, αλλά και με άλλους φορείς, από το Μουσείο Μπενάκη και μέχρι τον Σύλλογο Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, οργανωνόμαστε.
Από τα μπλογκ περιμένω, φυσικά, μεγάλη βοήθεια για τον χώρο του Διαδικτύου. Ο,τι έχετε στο μυαλό σας μπορείτε να μου το καταθέσετε είτε ως σχόλιο είτε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, ώστε το Ετος να είναι αντάξιο του ποιητή- και να μη γίνει το μαυσωλείο του, αλλά η αφετηρία μιας νέας προσέγγισής του.
Ως αρχή, ένα ποίημα από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που υπάρχει στο βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (εκδόσεις Κέδρος). Θα ακολουθήσουν και άλλα ποιήματα σε χειρόγραφο, από την 1η Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, να τον θυμόμαστε...
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008
Μετά από πρόσκληση της Χουακίνα
Τα τρομερά παιδιά της Χουακίνα θέλουν να γίνουν τζίνι στη θέση του τζίνι (άκλιτο μένει αυτό;) και έτσι με προσκάλεσαν να πάρω μέρος σε ένα μπλογκοπαίχνιδο με τρεις ευχές.
Μία για μένα
Μία για κάποιον άλλον
Και μία για τον εχθρό μου.
Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Για μένα
Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ ν' αντέξω.
Για τους άλλους,
Θεέ μου, δώστους υπομονή... τώρα!
Για τους εχθρούς μου:
Θεέ μου, τιμώρησέ τους να περάσουν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ένα μήνα από τη ζωή τους- κανονικό ωράριο, όχι πήγα, είδα αφ' υψηλού και απήλθα.
Λεπτομέρεια: είμαι άθεη!!!
Μία για μένα
Μία για κάποιον άλλον
Και μία για τον εχθρό μου.
Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Για μένα
Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ ν' αντέξω.
Για τους άλλους,
Θεέ μου, δώστους υπομονή... τώρα!
Για τους εχθρούς μου:
Θεέ μου, τιμώρησέ τους να περάσουν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ένα μήνα από τη ζωή τους- κανονικό ωράριο, όχι πήγα, είδα αφ' υψηλού και απήλθα.
Λεπτομέρεια: είμαι άθεη!!!
Δευτέρα, Αυγούστου 11, 2008
Μνήμη Μαχμούντ Νταρουίς
«Φεύγει ένας ένας. Φεύγουμε. Φεύγουν.
Ερχονται οι άλλοι, που δεν ξέρουν, δε θυμούνται,
Κοιτάνε αλλού, σχεδιάζουν άλλα, ακολουθώντας
Ανυποψίαστοι τον ίδιο δρόμο(...)»
Γιάννης Ρίτσος, «Στην ιερή μνήμη της Νανάς Καλλιανέση»
Οταν τον γνώρισα είχε περίπου τα χρόνια του Χριστού και την ομορφιά σταρ του κινηματογράφου. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, οι Παλαιστίνιοι είχαν ηττηθεί στον Λίβανο, εγκατέλειψαν τη Βυρηττό παραδίδοντας τα όπλα τους- πικρό καλοκαίρι, όπως κάθε καλοκαίρι του πολέμου. Αλλά εδώ, τους έδιωχναν. Και στις ψυχές μας είχαν ξυπνήσει οι εφιάλτες του δικού μας εμφύλιου, της μικρασιατικής καταστροφής, του χθες με τις νωπές ακόμα πληγές που μάς τυραννούσαν.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς μπήκε στο θέατρο με το καλοραμμένο γαλλικό του κοστούμι (θαρρώ έμενε τότε στο Παρίσι, ίσως και όχι, η μνήμη βλέπετε...) και είδα με τα μάτια μου Παλαιστίνιους να κλαίνε και μόνο στη θέα του. Μαζί του ο Γιάννης Ρίτσος. Είχαν έρθει να διαβάσουν ποιήματά τους. Ενα γλυκό φθινοπωρινό βράδυ στην Αθήνα, που έκανε ακόμα πιο αβάσταχτη την εξορία, το κυνηγητό.
Ξεκίνησε ο Ελληνας ποιητής, σε μια επίδειξης αβροφροσύνης. Διάβασε, αν θυμάμαι καλά, τις «Πέντε στιγμές του Λιβάνου» γραμμένες εν θερμώ κατά τα γεγονότα και δεν ξέρω τι άλλο. Θύελλα χειροκροτημάτων και αγάπης. Τους επιβεβαίωνε την πίστη τους. Τους βοηθούσε να σταθούν ορθοί. Ορθιοι κι εκείνοι τον ευχαρίστησαν.
Κι έπειτα, ανέβηκε ο Νταρουίς. Εβλεπα γυναίκες να σκουπίζουν ασταμάτητα τα μάτια τους. Ανδρες με επιδέσμους να σηκώνονται και να σφίγγουν τις γροθιές τους. Παιδιά να παρακολουθούν προσηλωμένα. Ακουγα να φωνάζουν τους στίχους του. Εκεί έμαθα την αραβική λέξη «όχι», από τα πλήθη που κραύγαζαν «λα» και πάλι «λα» όταν τους ρωτούσε αν θα υποταχθούν, αν τα σταματήσουν να αγωνίζονται για ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, αν θα ξεχάσουν.
Το κοινό είχε πυρποληθεί από τα λόγια του, από τα ποιήματά του. Ποτέ κανείς από τους ποιητές που έχω παρακολουθήσει να διαβάζουν ζωντανά, δεν είχε από κάτω πιο ενθουσιώδες, πιο επαναστημένο, πιο παλλόμενο ακροατήριο. Ετσι έμεινε στη μνήμη μου. Και στην καρδιά μου.
Ο Νταρουίς, η ποιητική φωνή των Παλαιστινίων, δεν ζει πια. Εφυγε στο Χιούστον, κατά την διάρκεια επέμβασης ανοιχτής καρδιάς, στην οποία σημειώθηκαν επιπλοκές. Ηταν 67 ετών και θεωρούνταν κορυφαίος Αραβας ποιητής, μαζί με τον Αδωνη. Η Παλαιστίνη κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος και αποφάσισε να τον θάψει στη Γαλιλαία, στα παλαιστινιακά εδάφη, όπως ζήτησε και η μάνα του.
Ο Νταρουίς, βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1983) αλλά και βραβείο Καβάφη (1993) είχε γεννηθεί το 1942 σε ένα παλαιστινιακό χωριό κοντά στη Χάιφα, που σήμερα ανήκει στα ισραηλινά εδάφη. Στα 18 του εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Πουλί χωρίς φτερά», στην οποία περιλαμβανόταν και το περίφημο ποίημα «Στοιχεία ταυτότητας»:
«Τώρα μόνο μπορώ να μιλήσω
Και δηλώνω...
Γράψε
Είμαι Αραβας
Αριθμός ταυτότητας
50.000
Εχω οκτώ παιδιά και το έννατο έρχεται το καλοκαίρι.
Θύμωσες;
Εργάζομαι με συντρόφους σε λατομείο
Από τις πέτρες βγάζω
Τα ρούχα τους
Το ψωμί τους
Λαο τα Γράμματά τους
Δεν εκπλιπαρώ ούτε εσένα ούτε τα παλάτια
Των υπρετών σου.
Ο παππούς μου
Μου έμαθε την αξιοπρέπεια
Πριν μου μάθει Γράμματα.
Είμαι Αραβας.
Θύμωσες;»
Εξέδωσε ακόμη 21 ποιητικές συλλογές εκ των οποίων η τελευταία, «Οι εντυπώσεις της πεταλούδας» κυκλοφόρησε το 1982. Πολλά ποιήματά του, όπως η «Ρίτα» έχουν γίνει τραγούδια και μεγάλωσαν δύο γενιές Αράβων ενώ ήταν ο συγγραφέας της Διακήρυξης για τη δημιουργία του Παλαιστινιακού κράτους που διάβασε το 1988 ο Γιασέρ Αραφάτ. Διωκόμενος πολλές φορές, έζησε χρόνια σε αυτοεξορία από τη Μόσχα μέχρι την Αίγυπτο και τον Λίβανο. Ήταν εκλεγμένο μέλος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) από το 1987 αλλά παραιτήθηκε από την οργάνωση το 1993 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπογραφή των συνθηκών του Όσλο. Το 1996 εγκαταστάθηκε στη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, στα ελεύθερα παλαιστινιακά εδάφη.
Τον Απρίλιο του 2002 σε μια όξυνση του παλαιστινιακού, στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στο πολιτιστικό κέντρο Ζαλίλ Σακατίνι, στα περίχωρα της Ραμάλα, που διηύθυνε ο ίδιος ο εθνικός ποιητής των Παλαιστινίων. Αφού λεηλάτησαν το κτίριο και άρπαξαν αρχεία, έγγραφα και έργα τέχνης, έβαλαν δυναμίτιδα και το ανατίναξαν, μετατρέποντάς το σ' ένα άμορφο σωρό από χαλάσματα.
Η δυνατή ποιητική φωνή του, συντρόφεψε τους συμπατριώτες του σε όλες τις δύσκολες και οδυνηρές στιγμές τους:
«Σφίξτε μου τα σχοινιά/ απαγορέψτε μου και τα τετράδια και τα τσιγάρα,/ κλείστε το στόμα μου με χώμα. Το τραγούδι/ είναι το αίμα της καρδιάς/ τ' αλάτι του ψωμιού/ το νερό του ματιού/ γράφεται με τα νύχια, το λαρύγγι και τα μάτια.../ θα το λέω/ στο κρατητήριο/ στην τουαλέτα/ και στο στάβλο/ με χειροπέδες, κάτω από το βούρδουλα/ κάτω από τα δεσμά των αλυσίδων./ Πουλιά μυριάδες πάνω στης καρδιάς μου τα κλαδιά/ πλάθουνε το μαχόμενο τραγούδι».
Ο Νταρουίς, αν και ήταν υπέρ της συνύπαρξςη ισραηλινών και παλαιστινίων, κατηγορήθηκε ωστόσο από ένα ποίημά του ότι προέτρεπε τους ισραηλινούς να φύγουν. Το ποίημα διαβάστηκε στην Κνεσέτ (βουλή) το 1988 από τον πρωθυπουργό Γιτζάκ Σαμίρ και ερμηνεύτηκε κατά γράμμα, όχι σαν ένα (σπουδαίο) έργο τέχνης, όπως και είναι:
«Ω εσείς οι περαστικοί στις λέξεις, τις στιγμιαίες
Μαζέψτε τις αυταπάτες σας
Σ’ ένα παρατημένο χαντάκι
Και φύγετε
Γυρίστε το δείκτη του χρόνου
Στους καιρούς του «Χρυσού Μόσχου»
Και φύγετε
Εχουμε εδώ για σας
Ο,τι δεν επιθυμήσατε
Και ό,τι δεν είχατε
Εναν λαό που ματώνει για πατρίδα
Και μια πατρίδα που ματώνει για τον λαό της
(...)
Φύγετε από το σιτάρι μας
Από τη θάλασσά μας
Από τον αέρα μας
Από τη γη μας
Από το αλάτι μας
Από την πληγή μας»
Δύο εξαιρετικές αναφορές έχει το μπλογκ Νόστος. αυτή και αυτή
Επίσης, στο πανεπιστημιακό αυτό σάιτ βρήκα μεταφράσεις δύο ποιημάτων του.
H Abttha έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο
Οπως και ο Allou Fun Marx παλαιότερα.
Κι άλλα ποιήματά του εδώ
Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2008
Ο Υγρός Χρόνος της Ελένης Γκίκα
«Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω;» που θα ρώταγε και ο τραγουδιστής. «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;» που θα έλεγε και ο Σεφέρης. Και τελικά, πώς κερδίζεις την αυτογνωσία; Μέσα και από τον Αλλον, στα σίγουρα.
Εν αρχή λοιπόν ην όχι ο Λόγος της Βίβλου, αλλά το Υδωρ. Ζωοδότης και ζωογόνος ο Υγρός Τόπος αποτελεί την απαρχή κάθε βίου. Πριν και από τους Χλωρούς Παραδείσους της παιδικής ηλικίας, υπάρχει η θάλασσα της Μόλις Υπαρξης. Εκεί, στη σκοτεινή όσο και ζεστή κοιλιά της μητέρας, τη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή. Μήπως σε αυτήν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας;
Εκεί επιστρέφει και ο ήρωας στον «Υγρό χρόνο» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις «Αγκυρα»). Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Βρέθηκε πνιγμένος, ναι. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όμως αυτός;
Σε ένα φίνο έργο όπως αυτό το μυθιστόρημα, η τραγική ειρωνεία δεν μπορεί να απουσιάζει. Ισως και να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Ισως και να θέλουν να μοιρολογούν έναν άλλον. Ισως και να είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα. Τόσο διαφορετικός από τον Αλλον, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Εδώ όμως η κάθαρση δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα ήταν να μην είναι. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου.Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Ενας άντρας που φοβόταν τις θύελλες, μα είχε δίπλα του γυναίκες θυελλώδεις (ή μήπως ΜΙΑ γυναίκα που δανείζεται μορφές κι ονόματα για να παρακολουθήσει τα χίλια πρόσωπά του ως πιστή Πηνελόπη και ως Μήδεια; Οχι, δεν έχει φόνους ο «Υγρός Χρόνος». Ο μόνος που «φονεύεται» εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χρόνος, ο οποίος θυσιάζεται προς χάρην της Μνήμης, της Μνημοσύνης, της Μήτιδας (άρα και της σοφίας, σύμφωνα με τους αρχαίους).
Παράλληλα Σύμπαντα που έχει έρθει η ώρα να συναντηθούν, να αποκτήσουν τομές, κοινές στιγμές, κοινά (ματαιωμένα ή διαψευσμένα) όνειρα. Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ταυτοχρόνως, αποκαλύπτουν το στέρεο βάθρο επάνω στο οποίο τόσα χρόνια πατά η Ελένη Γκίκα στις προσωπικές περιπλανήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ενα μικρό διαμάντι είναι ο «Υγρός Χρόνος». Με τέλεια δόση συναισθήματος- αποστασιοποίησης, με έξοχη πλοκή, με συναρπαστικό γράψιμο. Με πηγές που αναβλύζουν υποδορείως όπως και μέσα από την καρδιά και γεμίζουν αναζωογονητική δύναμη το βιβλίο, του οποίου η πνοή είναι σπουδαία. Στ’ αλήθεια. Καμία σχέση δεν έχει ότι καθόμαστε δίπλα στο γραφείο και ότι την αγαπώ. Οταν το διαβάσετε, θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Εν αρχή λοιπόν ην όχι ο Λόγος της Βίβλου, αλλά το Υδωρ. Ζωοδότης και ζωογόνος ο Υγρός Τόπος αποτελεί την απαρχή κάθε βίου. Πριν και από τους Χλωρούς Παραδείσους της παιδικής ηλικίας, υπάρχει η θάλασσα της Μόλις Υπαρξης. Εκεί, στη σκοτεινή όσο και ζεστή κοιλιά της μητέρας, τη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή. Μήπως σε αυτήν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας;
Εκεί επιστρέφει και ο ήρωας στον «Υγρό χρόνο» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις «Αγκυρα»). Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Βρέθηκε πνιγμένος, ναι. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όμως αυτός;
Σε ένα φίνο έργο όπως αυτό το μυθιστόρημα, η τραγική ειρωνεία δεν μπορεί να απουσιάζει. Ισως και να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Ισως και να θέλουν να μοιρολογούν έναν άλλον. Ισως και να είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα. Τόσο διαφορετικός από τον Αλλον, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Εδώ όμως η κάθαρση δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα ήταν να μην είναι. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου.Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Ενας άντρας που φοβόταν τις θύελλες, μα είχε δίπλα του γυναίκες θυελλώδεις (ή μήπως ΜΙΑ γυναίκα που δανείζεται μορφές κι ονόματα για να παρακολουθήσει τα χίλια πρόσωπά του ως πιστή Πηνελόπη και ως Μήδεια; Οχι, δεν έχει φόνους ο «Υγρός Χρόνος». Ο μόνος που «φονεύεται» εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χρόνος, ο οποίος θυσιάζεται προς χάρην της Μνήμης, της Μνημοσύνης, της Μήτιδας (άρα και της σοφίας, σύμφωνα με τους αρχαίους).
Παράλληλα Σύμπαντα που έχει έρθει η ώρα να συναντηθούν, να αποκτήσουν τομές, κοινές στιγμές, κοινά (ματαιωμένα ή διαψευσμένα) όνειρα. Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ταυτοχρόνως, αποκαλύπτουν το στέρεο βάθρο επάνω στο οποίο τόσα χρόνια πατά η Ελένη Γκίκα στις προσωπικές περιπλανήσεις της στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ενα μικρό διαμάντι είναι ο «Υγρός Χρόνος». Με τέλεια δόση συναισθήματος- αποστασιοποίησης, με έξοχη πλοκή, με συναρπαστικό γράψιμο. Με πηγές που αναβλύζουν υποδορείως όπως και μέσα από την καρδιά και γεμίζουν αναζωογονητική δύναμη το βιβλίο, του οποίου η πνοή είναι σπουδαία. Στ’ αλήθεια. Καμία σχέση δεν έχει ότι καθόμαστε δίπλα στο γραφείο και ότι την αγαπώ. Οταν το διαβάσετε, θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2008
Αποχαιρετισμός στον Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ
Το αίμα νερό δεν γίνεται, το έχουμε πει πολλές φορές. Απομεσήμερο Τετάρτης, σήμερα, η Ετζέ, η πιο μικρή ανιψιά από την Σμύρνη, γράφει κάτι στα τουρκικά, στον messenger για τον Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ. Τι γράφεις; Τη ρωτώ με μήνυμα για να λάβω την απάντηση: ο Αϊτμάτοφ πέθανε.
Διπλή έκπληξη: η 15χρονη Ετζέ είναι μικρή για να ξέρει και να αγαπά τον Αϊτμάτοφ, για να της «μιλά». Να, πάλι, η αόρατη κόκκινη (και επιμένω στο χρώμα) κλωστή που με δένει με την οικογένεια στην Τουρκία. Η δεύτερη έκπληξη είναι που ο Αϊτμάτοφ έφυγε κι εγώ, όσο και αν ψάξω στο διαδίκτυο, δεν θα βρω είδηση γι’ αυτό. Κι όμως, υπήρξε ένας σπουδαίος, μα σπουδαίος συγγραφέας. Προφανώς, φταίει ότι ήταν χαρακτηρισμένος ως «Σοβιετικός συγγραφέας»... Και μάλιστα, τιμημένος με βραβείο Λένιν.
Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ είχε γράψει αρκετά ωραιότατα βιβλία, ένα όμως από αυτά ήταν ξεχωριστό. Η «Τζαμίλια», μια νουβέλα γραμμένη με τόση μαεστρία, ώστε ο Λουί Αραγκόν να τη χαρακτηρίσει «την ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου». Η ιστορία μιας κοπέλας, μικροπαντρεμένης, που το σκάει με άλλον- έναν αγωγιάτη, αν δε με απατά η μνήμη μου, ενώ ο σύζυγός της είναι στρατιώτης στο μέτωπο και μάλιστα τραυματίας. Απόδειξη ότι και στη «σοσιαλιστική» κοινωνία συνέβαιναν ανθρώπινα δράματα και ότι την αγάπη δεν μπορείς να τη σταματήσεις με κανένα, μα κανένα φράχτη. Αυτή καθαγιάζει τα πάντα, όχι, εντέλει, η αρετή.
Γεννημένος το 1928, στο χωριό Σέκερ της Κιργιζίας, ο Αιτμάτοφ έζησε από κοντά το πέρασμα από τη φεουδαρχική δουλοπαροικία στο σοσιαλισμό. Αργότερα, στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, παίρνει μέρος - παιδί ακόμα - στην ηρωική κινητοποίηση του σοβιετικού λαού για την απόκρουση και συντριβή του φασισμού. Αν και, το 1937 έχει χάσει τον αγαπημένο του πατέρα, που τον έχουν τουφεκίσει ως εχθρό του λαού, (εθνικιστικός αστισμός ήταν η κατηγορία που του φόρτωσαν) ο Αϊτμάτοφ βοηθά τη μητριά- πατρίδα από την παιδική του ηλικία.
Από μικρός δούλευε. Ηταν μόλις 14 ετών, στα 1942, που είχε αναγορευθεί κιόλας γραμματέας του σοβιέτ στο χωριό του. Εκεί έζησε το πέρασμα από τη νομαδική ζωή σε πιο σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, λάτρεψε αυτά τα φωτεινά, μοναδικά χρόνια, τα οποία τόσο ζωντανά παρουσιάζει στα έργα του.
Στα γράμματα ο Τσ. Αϊτμάτοφ πρωτοεμφανίζεται το 1952 με το διήγημα «Ο εφημεριδοπώλης Τζούιντο». Το 1963 παίρνει το Βραβείο Λένιν για τη συλλογή του «Διηγήματα του βουνού και της Στέπας» και το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ για το μυθιστόρημά του του «Αντίο Γκιουλσαρί». Ο Αϊτμάτοφ είναι ένα καινοτόμος συγγραφέας, ένας δεξιοτέχνης της ψυχολογίας των απλών ανθρώπων, που προβληματίζονται για τα φαινόμενα της ζωής και αγωνίζονται για το αύριο, συνδυάζοντας το πραγματικό με το φανταστικό.
Στην Ελλάδα, εκτός από τη «Τζαμίλια που» είχε την τύχη να μεταφραστεί από την Αλκη Ζέη, έχουν κυκλοφορήσει επίσης «Το άσπρο καραβάκι», το «Αντίο Γκιουλσαρί», τα «Μια μέρα και ένας αιώνας», « Το Ικρίωμα» το «Μάτι της καμήλας» και ίσως κάποιο ακόμα που μάς διαφεύγει.
Οταν εργαζόμουν στον Ριζοσπάστη και εκείνος είχε επισκεφθεί την Αθήνα, του είχα πάρει μια συνέντευξη την οποία είναι τώρα αδύνατον να βρω στο αρχείο μου. Εν πάση περιπτώσει, κρατώ από αυτόν την ανάμνηση ενός ευγενούς και τρυφερού ανθρώπου, γεμάτου δύναμη αλλά και σοφία. Ενός ανθρώπου που ήξερε να κρατά αποστάσεις, αλλά και να δίνεται με πάθος σε ό,τι θεωρούσε πως αξίζει τον κόπο. Ενός ζεστού, αξιοπρεπούς ανθρώπου, από τον οποίο δεν έλειπε, ωστόσο, κάποια επιφυλακτικότητα.
Ο Αϊτμάτοφ υπήρξε σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και πρεσβευτής της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην ΟΥΝΕΣΚΟ και σε άλλους οργανισμούς.
Διπλή έκπληξη: η 15χρονη Ετζέ είναι μικρή για να ξέρει και να αγαπά τον Αϊτμάτοφ, για να της «μιλά». Να, πάλι, η αόρατη κόκκινη (και επιμένω στο χρώμα) κλωστή που με δένει με την οικογένεια στην Τουρκία. Η δεύτερη έκπληξη είναι που ο Αϊτμάτοφ έφυγε κι εγώ, όσο και αν ψάξω στο διαδίκτυο, δεν θα βρω είδηση γι’ αυτό. Κι όμως, υπήρξε ένας σπουδαίος, μα σπουδαίος συγγραφέας. Προφανώς, φταίει ότι ήταν χαρακτηρισμένος ως «Σοβιετικός συγγραφέας»... Και μάλιστα, τιμημένος με βραβείο Λένιν.
Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ είχε γράψει αρκετά ωραιότατα βιβλία, ένα όμως από αυτά ήταν ξεχωριστό. Η «Τζαμίλια», μια νουβέλα γραμμένη με τόση μαεστρία, ώστε ο Λουί Αραγκόν να τη χαρακτηρίσει «την ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου». Η ιστορία μιας κοπέλας, μικροπαντρεμένης, που το σκάει με άλλον- έναν αγωγιάτη, αν δε με απατά η μνήμη μου, ενώ ο σύζυγός της είναι στρατιώτης στο μέτωπο και μάλιστα τραυματίας. Απόδειξη ότι και στη «σοσιαλιστική» κοινωνία συνέβαιναν ανθρώπινα δράματα και ότι την αγάπη δεν μπορείς να τη σταματήσεις με κανένα, μα κανένα φράχτη. Αυτή καθαγιάζει τα πάντα, όχι, εντέλει, η αρετή.
Γεννημένος το 1928, στο χωριό Σέκερ της Κιργιζίας, ο Αιτμάτοφ έζησε από κοντά το πέρασμα από τη φεουδαρχική δουλοπαροικία στο σοσιαλισμό. Αργότερα, στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, παίρνει μέρος - παιδί ακόμα - στην ηρωική κινητοποίηση του σοβιετικού λαού για την απόκρουση και συντριβή του φασισμού. Αν και, το 1937 έχει χάσει τον αγαπημένο του πατέρα, που τον έχουν τουφεκίσει ως εχθρό του λαού, (εθνικιστικός αστισμός ήταν η κατηγορία που του φόρτωσαν) ο Αϊτμάτοφ βοηθά τη μητριά- πατρίδα από την παιδική του ηλικία.
Από μικρός δούλευε. Ηταν μόλις 14 ετών, στα 1942, που είχε αναγορευθεί κιόλας γραμματέας του σοβιέτ στο χωριό του. Εκεί έζησε το πέρασμα από τη νομαδική ζωή σε πιο σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, λάτρεψε αυτά τα φωτεινά, μοναδικά χρόνια, τα οποία τόσο ζωντανά παρουσιάζει στα έργα του.
Στα γράμματα ο Τσ. Αϊτμάτοφ πρωτοεμφανίζεται το 1952 με το διήγημα «Ο εφημεριδοπώλης Τζούιντο». Το 1963 παίρνει το Βραβείο Λένιν για τη συλλογή του «Διηγήματα του βουνού και της Στέπας» και το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ για το μυθιστόρημά του του «Αντίο Γκιουλσαρί». Ο Αϊτμάτοφ είναι ένα καινοτόμος συγγραφέας, ένας δεξιοτέχνης της ψυχολογίας των απλών ανθρώπων, που προβληματίζονται για τα φαινόμενα της ζωής και αγωνίζονται για το αύριο, συνδυάζοντας το πραγματικό με το φανταστικό.
Στην Ελλάδα, εκτός από τη «Τζαμίλια που» είχε την τύχη να μεταφραστεί από την Αλκη Ζέη, έχουν κυκλοφορήσει επίσης «Το άσπρο καραβάκι», το «Αντίο Γκιουλσαρί», τα «Μια μέρα και ένας αιώνας», « Το Ικρίωμα» το «Μάτι της καμήλας» και ίσως κάποιο ακόμα που μάς διαφεύγει.
Οταν εργαζόμουν στον Ριζοσπάστη και εκείνος είχε επισκεφθεί την Αθήνα, του είχα πάρει μια συνέντευξη την οποία είναι τώρα αδύνατον να βρω στο αρχείο μου. Εν πάση περιπτώσει, κρατώ από αυτόν την ανάμνηση ενός ευγενούς και τρυφερού ανθρώπου, γεμάτου δύναμη αλλά και σοφία. Ενός ανθρώπου που ήξερε να κρατά αποστάσεις, αλλά και να δίνεται με πάθος σε ό,τι θεωρούσε πως αξίζει τον κόπο. Ενός ζεστού, αξιοπρεπούς ανθρώπου, από τον οποίο δεν έλειπε, ωστόσο, κάποια επιφυλακτικότητα.
Ο Αϊτμάτοφ υπήρξε σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και πρεσβευτής της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην ΟΥΝΕΣΚΟ και σε άλλους οργανισμούς.
Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2008
Ο μπελάς των νέων τεχνολογιών
Το παραδέχομαι. Στην αρχή, μετά την πρόσκληση του Alzap και της Alef σκέφτηκα να «κλέψω». Nα βάλω δηλαδή ένα χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου για να θαυμάσετε τα ωραία γράμματα. Καλές οι σκανδαλιές, αλλά έχω κάπως μεγαλώσει για τέτοιες. Ετσι λοιπόν αποφάσισα να βάλω μια τυχαία σελίδα από τις σημειώσεις μου στο περιβόητο ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο). Εκεί κόλλησε ο σκάνερ και ήταν αδύνατον να τον ξεκολλήσουν ακόμα και τα ανίψια.
Προκειμένου να μη μείνω έξω από το ωραίο παιχνίδι, χρησιμοποίησα το πρόγραμμα ζωγραφικής και σάς ζωγράφισα τα γράμματά μου. Το γεγονός ότι και ο Γιάννης Ρίτσος τα «ζωγράφιζε» και έκανε αριστουργήματα, δεν με πτόησε. Ιδού, λοιπόν, ο γραφικός μου χαρακτήρας στο περίπου.
Καλημέρα σας.
Μού είπαν να βάλω και αυτή τη διεύθυνση: http://autographcollectors.blogspot.com/
Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: «Εχω την αίσθηση ότι γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο
Ηξερα ποιον συναντούσα. Δεν μπορούσα όμως ποτέ να υποπτευθώ ότι τα λόγια του ανθρώπου που μου έκανε την τιμή να μου τα εμπιστευθεί υπό μορφήν συνέντευξης τον Φεβρουάριο του 1987, θα ήταν τόσο καίρια και τόσο επίκαιρα και σήμερα. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος ήταν, βλέπετε, πάνω απ’ όλα σοφός. Με εκείνη τη σοφία που σε κάνει πιο ανθρώπινο, πιο μειλίχιο, πιο συγκαταβατικό και ταυτοχρόνως πιο αυστηρό, όπως και πιο αποφασιστικό.
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τις εμπειρίες του στην πολιτική προσφυγιά, καθώς είχε ζήσει μισή ζωή εδώ (στην Ελλάδα) μισή ζωή εκεί (κυρίως στη Μόσχα). Από εκεί είχε γίνει φανερή σε μένα και η έννοια της Αντίστασης, την οποία είχε έντονη μέσα του. «Θεωρώ μεγάλη ευτυχία το γεγονός ότι μπόρεσα να έρθω σε επαφή με άλλα πολιτιστικά κλίματα, με άλλη γλώσσα και ειδικά τη ρωσική, και μπόρεσα να τροχίσω τη δική μου αντοχή και την εθνική αν θέλετε, και τη γλωσσική, και πολλά άλλα πράγματα» μου είχε πει.
«Όταν περνάς αυτή τη δοκιμασία, νιώθεις καλύτερα τι έχεις μέσα σου, κι αν το έχεις. Αυτές οι αξίες που είναι πραγματικά αξίες (το ότι είσαι μέλος μιας εθνικής κοινότητας, ή μιας πολιτικής, ή ιδεολογικής) έχει σημασία να τις διασταυρώνεις, να τις επιβεβαιώνεις και να βγαίνεις μέσα από τη δοκιμασία κρατώντας ό,τι καλύτερο υπάρχει. Εχει πολύ μεγάλη σημασία η σύγκριση, το μέτρημα, μέσα από τα φώτα που έρχονται από αλλού. Το ότι ας πούμε το ρωσικό θέμα έχει μπει μέσα στο έργο μου, ήταν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο για μένα. Γιατί μέσα απ’ αυτή τη διασταύρωση, μια αρκετά επικίνδυνη διαδικασία, εγώ κρατώ τον εαυτό μου.»
Η συνέντευξη πέρασε κατόπιν στο έργο του και στη διαρκή αναζήτηση που αυτό έκρυβε. Μου είχε πει πως αν και υπάρχει μια πολυμορφία σε σχέση με τον χρόνο που διαδραματίζονται τα διάφορα έργα, το περιβάλλον, τα πρόσωπα αλλά και τα είδη ο αναγνώστης του «θα ήθελα να ξέρει πως προσωπικά έχω την αίσθηση ότι γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Μέσα από αυτά τα διάφορα πράγματα περνάει κάτι που είναι πιο σταθερό. Είναι μια απελευθερωτική γραμμή.»
Η έννοια της απελευθέρωσης, η έννοια της αντίστασης. «Γεννηθήκαμε μέσα σε ένα ορισμένο ιδεολογικό και ψυχικό κλίμα» μου είχε απαντήσει, «μπάσαμε μέσα μας ορισμένες αξίες που είναι πολύ δυνατές, η ακτινοβολία τους είναι μεγάλη. Και να θέλεις ακόμα, δεν μπορείς να τις απωθήσεις.»
Κι επειδή είχε γεννηθεί αγωνιστής, τον αγωνιστικό εαυτό του προτάσσει και σε άλλη περίπτωση, όταν είχαμε φτάσει στο ότι ο Ελληνας αναγνώστης έχει εθιστεί στο εύκολο:
«Πιστεύω πως η έννοια του αναγνώστη περνά μια δοκιμασία. Και είναι τραγικό να αισθάνεσαι τον εαυτό σου, κάποτε, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Είμαστε σε μια δύσκολη εποχή. Αλλά οι δύσκολες εποχές, σου τροχίζουν κι εσένα το πείσμα. Δεν υπάρχει άλλη στάση. Δεν μπορείς να παραδώσεις τα όπλα. (…) Το πείσμα, λοιπόν. Εχεις ένα μετερίζι- έτσι μάθαμε κιόλας εμείς- μέσα από το οποίο πολεμάς. Κουτσός, στραβός, παράλυτος, ό,τι είσαι, πρέπει να εμμένεις.»
Η συζήτηση, που γινόταν για τον Ριζοσπάστη στον οποίο ήμουν τότε, είχε πολλά επίκαιρα θέματα: Γκορμπατσόφ, περεστρόικα, Μαρξ, Λένιν, Φλωμπέρ (μην παραξενεύεστε, κι αυτοί μπορεί να είναι επίκαιροι). Τελείωνε με μια ερώτηση για την «κομματικότητα» για την οποία η απάντησή του ήταν, όπως και όλες, χωρίς να ξεχνάμε τα δεδομένα εκείνης της εποχής, εξαιρετική:
-Να μια ευκαιρία να μιλήσουμε για την κομματικότητα, του είχα πει. Και μου είχε απαντήσει,
«Αυτό μας πηγαίνει σε ένα άλλο ερώτημα, που έχει άμεση σχέση με τούτο, και που είναι η στράτευση. Πρέπει να πω ότι στις τοποθετήσεις που γίνονται, τίποτα δεν βλέπω να με ικανοποιεί. Για μένα, η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας. Θα φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά δεν είναι. Λέμε: στρατευμένος λογοτέχνης ή στρατευμένος καλλιτέχνης. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτά τα δύο συζούν, ή το ένα υποκύπτει στο άλλο. Εάν πραγματικά συν-λειτουργούν τότε η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας και ένα δυσκολότερο καθήκον. Είναι μερικά πράγματα και μερικά όρια αδιανόητα αν δεν είσαι στρατευμένος.
Πώς να το πω; Να ο Λυκαβηττός απέναντί μας. ‘Η τον ανεβαίνεις, ή κάθεσαι και τον κοιτάς. Καλύτερα είναι να τον ανέβεις. Αν δεν το κάνεις, θα μείνεις εδώ, μέσα στο δρόμο. Η στράτευση λοιπόν για τον λογοτέχνη, σημαίνει σοβαρότερα καθήκοντα, μεγαλύτερες δυσκολίες. Αν δε, υπερισχύσει αυτή και χαθεί ο λογοτέχνης, να μας λείπει. Γι’ αυτό τονίζω ότι πρέπει να τονώσουμε τη συνείδηση του λογοτέχνη όταν τη βλέπουμε λειψή. Διαφορετικά, δεν χρειάζεται ο λογοτέχνης. Την κάνει ο πολιτικός καλύτερα τη δουλειά του, με τα δικά του μέσα.»
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τις εμπειρίες του στην πολιτική προσφυγιά, καθώς είχε ζήσει μισή ζωή εδώ (στην Ελλάδα) μισή ζωή εκεί (κυρίως στη Μόσχα). Από εκεί είχε γίνει φανερή σε μένα και η έννοια της Αντίστασης, την οποία είχε έντονη μέσα του. «Θεωρώ μεγάλη ευτυχία το γεγονός ότι μπόρεσα να έρθω σε επαφή με άλλα πολιτιστικά κλίματα, με άλλη γλώσσα και ειδικά τη ρωσική, και μπόρεσα να τροχίσω τη δική μου αντοχή και την εθνική αν θέλετε, και τη γλωσσική, και πολλά άλλα πράγματα» μου είχε πει.
«Όταν περνάς αυτή τη δοκιμασία, νιώθεις καλύτερα τι έχεις μέσα σου, κι αν το έχεις. Αυτές οι αξίες που είναι πραγματικά αξίες (το ότι είσαι μέλος μιας εθνικής κοινότητας, ή μιας πολιτικής, ή ιδεολογικής) έχει σημασία να τις διασταυρώνεις, να τις επιβεβαιώνεις και να βγαίνεις μέσα από τη δοκιμασία κρατώντας ό,τι καλύτερο υπάρχει. Εχει πολύ μεγάλη σημασία η σύγκριση, το μέτρημα, μέσα από τα φώτα που έρχονται από αλλού. Το ότι ας πούμε το ρωσικό θέμα έχει μπει μέσα στο έργο μου, ήταν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο για μένα. Γιατί μέσα απ’ αυτή τη διασταύρωση, μια αρκετά επικίνδυνη διαδικασία, εγώ κρατώ τον εαυτό μου.»
Η συνέντευξη πέρασε κατόπιν στο έργο του και στη διαρκή αναζήτηση που αυτό έκρυβε. Μου είχε πει πως αν και υπάρχει μια πολυμορφία σε σχέση με τον χρόνο που διαδραματίζονται τα διάφορα έργα, το περιβάλλον, τα πρόσωπα αλλά και τα είδη ο αναγνώστης του «θα ήθελα να ξέρει πως προσωπικά έχω την αίσθηση ότι γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Μέσα από αυτά τα διάφορα πράγματα περνάει κάτι που είναι πιο σταθερό. Είναι μια απελευθερωτική γραμμή.»
Η έννοια της απελευθέρωσης, η έννοια της αντίστασης. «Γεννηθήκαμε μέσα σε ένα ορισμένο ιδεολογικό και ψυχικό κλίμα» μου είχε απαντήσει, «μπάσαμε μέσα μας ορισμένες αξίες που είναι πολύ δυνατές, η ακτινοβολία τους είναι μεγάλη. Και να θέλεις ακόμα, δεν μπορείς να τις απωθήσεις.»
Κι επειδή είχε γεννηθεί αγωνιστής, τον αγωνιστικό εαυτό του προτάσσει και σε άλλη περίπτωση, όταν είχαμε φτάσει στο ότι ο Ελληνας αναγνώστης έχει εθιστεί στο εύκολο:
«Πιστεύω πως η έννοια του αναγνώστη περνά μια δοκιμασία. Και είναι τραγικό να αισθάνεσαι τον εαυτό σου, κάποτε, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Είμαστε σε μια δύσκολη εποχή. Αλλά οι δύσκολες εποχές, σου τροχίζουν κι εσένα το πείσμα. Δεν υπάρχει άλλη στάση. Δεν μπορείς να παραδώσεις τα όπλα. (…) Το πείσμα, λοιπόν. Εχεις ένα μετερίζι- έτσι μάθαμε κιόλας εμείς- μέσα από το οποίο πολεμάς. Κουτσός, στραβός, παράλυτος, ό,τι είσαι, πρέπει να εμμένεις.»
Η συζήτηση, που γινόταν για τον Ριζοσπάστη στον οποίο ήμουν τότε, είχε πολλά επίκαιρα θέματα: Γκορμπατσόφ, περεστρόικα, Μαρξ, Λένιν, Φλωμπέρ (μην παραξενεύεστε, κι αυτοί μπορεί να είναι επίκαιροι). Τελείωνε με μια ερώτηση για την «κομματικότητα» για την οποία η απάντησή του ήταν, όπως και όλες, χωρίς να ξεχνάμε τα δεδομένα εκείνης της εποχής, εξαιρετική:
-Να μια ευκαιρία να μιλήσουμε για την κομματικότητα, του είχα πει. Και μου είχε απαντήσει,
«Αυτό μας πηγαίνει σε ένα άλλο ερώτημα, που έχει άμεση σχέση με τούτο, και που είναι η στράτευση. Πρέπει να πω ότι στις τοποθετήσεις που γίνονται, τίποτα δεν βλέπω να με ικανοποιεί. Για μένα, η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας. Θα φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά δεν είναι. Λέμε: στρατευμένος λογοτέχνης ή στρατευμένος καλλιτέχνης. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτά τα δύο συζούν, ή το ένα υποκύπτει στο άλλο. Εάν πραγματικά συν-λειτουργούν τότε η στράτευση είναι ένας ανώτερος βαθμός ελευθερίας και ένα δυσκολότερο καθήκον. Είναι μερικά πράγματα και μερικά όρια αδιανόητα αν δεν είσαι στρατευμένος.
Πώς να το πω; Να ο Λυκαβηττός απέναντί μας. ‘Η τον ανεβαίνεις, ή κάθεσαι και τον κοιτάς. Καλύτερα είναι να τον ανέβεις. Αν δεν το κάνεις, θα μείνεις εδώ, μέσα στο δρόμο. Η στράτευση λοιπόν για τον λογοτέχνη, σημαίνει σοβαρότερα καθήκοντα, μεγαλύτερες δυσκολίες. Αν δε, υπερισχύσει αυτή και χαθεί ο λογοτέχνης, να μας λείπει. Γι’ αυτό τονίζω ότι πρέπει να τονώσουμε τη συνείδηση του λογοτέχνη όταν τη βλέπουμε λειψή. Διαφορετικά, δεν χρειάζεται ο λογοτέχνης. Την κάνει ο πολιτικός καλύτερα τη δουλειά του, με τα δικά του μέσα.»
Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008
Υστατο «χαίρε» στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο
Λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ο υπέροχος συγγραφέας και άνθρωπος, έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Τα ξημερώματα, στο Ερρίκος Ντυνάν, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο, μάχη που έδωσε με γενναιότητα, υπομονή και σθένος ως το τέλος. Θα τον αποχαιρετίσουμε μεθαύριο Τετάρτη ώρα 3μμ από το Α΄ Νεκροταφείο, με μια πολιτική κηδεία- χωρίς λόγους. Όπως ακριβώς ο ίδιος, ήθελε, ων βαθύτατα πολιτικός, λιτός και ουσιαστικός σε ολόκληρο τον βίο του.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είχε γεννηθεί στις 26 Μαΐου του 1924. Είχε ξεδιπλώσει από νέος το σπουδαίο ταλέντο του, το συγγραφικό, όπως και την επαναστατική του διάθεση. Σε καιρούς που συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα σήμαινε ακόμη και θάνατο, είχε μετάσχει στην Εθνική Αντίσταση ήδη από τα πρώτα της βήματα, το 1942, ως μέλος του ΕΑΜ Νέων.
Το 1948 πέρασε στους αντάρτες του αρχηγείου Ηπείρου. Με το ψευδώνυμο Σφυρής έστελνε χρονογραφήματα (Ριπές) στα «Καθημερινά Νέα», που έβγαζαν στο αρχηγείο οι Βασίλης Άνθης και Κώστας Τσανάκας. Στα τέλη του 1949 διέφυγε στις Ανατολικές χώρες, αρχικά στο Βουκουρέστι και από το 1956 στη Μόσχα όπου παρέμεινε έως τον επαναπατρισμό του το 1975. Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως το τελευταίο έτος και, πολιτικός πρόσφυγας πλέον, στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Το 1957 γνωρίστηκαν στη Μόσχα με τη Σόνια Ιλίνσκαγια, δευτεροετή φοιτήτρια τότε στο κλασικό τμήμα της Φιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, και το 1959 παντρεύτηκαν. Απέκτησαν ένα παιδί, την Όλγα Αλεξανδροπούλου.
«Αισθάνομαι πως γράφω συνέχεια το ίδιο βιβλίο» μού είχε πει στη μία και μοναδική συνέντευξη που μού είχε δώσει. Μάλιστα, η συνέντευξη αυτή είχε ξεκινήσει ως «έλα και αν οι ερωτήσεις με κεντρίσουν, βλέπουμε». Όχι, δεν είχε κάτι μαζί μου, ούτε με τους δημοσιογράφους. Απλώς, δεν είχε συνηθίσει στις συνεντεύξεις και ούτε ήθελε να συνηθίσει. Ηταν από τις φράσεις που μου έχουν μείνει στον νου. Κυρίως επειδή η ποικιλία του έργου, του ύφους, του τρόπου γραφής του είναι τόση και τέτοιας έκτασης, ώστε να εκπλήσσουν τα σεμνά του λόγια.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, ένα βιβλίο έγραφε όντως σε όλη τη ζωή του. Το βιβλίο της εποχής του. Μια τοιχογραφία, είτε με τα μυθιστορήματά του, είτε με τα διηγήματα, είτε με τις μελέτες του.
Στο έργο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου αναμίχθηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. Το δημιουργικό δέσιμό του με τον ρωσικό πολιτισμό και η μεγάλη σειρά σχετικών έργων του δεν είχαν ως μόνο στόχο τη μεταβίβαση της αποκτημένης γνώσης, προέκυψαν και πορεύτηκαν μέσα στον πνευματικό αναβρασμό της εποχής σαν μια δική του ανταπόκριση, δική του πρόταση ερμηνείας, όπως το επιχειρούσε και στα άλλα του βιβλία. Το ρωσικό κεφάλαιο της δουλειάς του ολοκληρώθηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία του «Ο Τολστόι» (2007) και με ένα αφιέρωμα στην τραγική περίπτωση του Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ – το «Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» (Μάρτιος 2008) είναι το τελευταίο του βιβλίο.
Τον γνώρισα με το «Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό» και τον αποχαιρετώ τώρα με το βιβλίο για τον Μαντελστάμ. Αυτόν τον μειλίχιο, τρυφερό, γενναιόφρονα άνθρωπο που δεν μπορώ να σκεφτώ να έρχεται σε αντίθεση με την καθοδήγηση (και ασφαλώς ήρθε πολλές φορές). Ξέρω όμως πως όταν ερχόταν, ήταν τόσο αποφασιστικός όσο και αφοσιωμένος. Αυτό που λέμε «διαμάντι». Στη ζωή και στην τέχνη. Αξίας ανεκτίμητης.
Βεβαίως έχει πάρει πολλά λογοτεχνικά βραβεία σε Ελλάδα και Σοβιετική Ενωση- Ρωσία, όπως και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, το 2001.
Το συνολικό έργο του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι πολυσχιδές, από το διήγημα ως το ταξιδιωτικό.
Δ ι η γ ή μ α τ α
Αρματωμένα χρόνια (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1954), Μια πρόσφατη ιστορία (ΠΛΕ 1962), Λευκή ακτή (ΠΛΕ 1966), Φύλλα φτερά (Διογένης 1977, Πολύτυπο 1983), Η ένατη πληγή (Κέδρος 1986), Επιστροφές (Ελληνικά Γράμματα 1999)
Μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ α
Νύχτες και αυγές (ΠΛΕ 1961-1963, Θεμέλιο 1963-1965, Κέδρος 1979, Σύγχρονη Εποχή 1987, Ελληνικά Γράμματα 2000), Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού (Δίφρος 1976, Σύγχρονη Εποχή 1982, Ελληνικά Γράμματα 2002), Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους (Εκδ. Καρανάση 1976, Σύγχρονη Εποχή 1988), Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό (Κέδρος 1980), Αυτά που μένουν (Δελφίνι 1994, Ελληνικά Γράμματα 2000), Στο όριο (Ελληνικά Γράμματα 2003)
Β ι ο γ ρ α φ ι κ έ ς Μ υ θ ι σ τ ο ρ ί ε ς
Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι (Σύγχρονη Εποχή 1980, Ελληνικά Γράμματα 2004), Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχοφ (Σύγχρονη Εποχή 1981), Ο μεγάλος αμαρτωλός. Ο Ντοστογέφσκι (Κέδρος 1984), Ένας άνθρωπος μια εποχή. Ο Αλέξανδρος Γκέρτσεν (Γνώση 1989), Ο Μαγιακόφσκι. Τα εύκολα και τα δύσκολα (Ελληνικά Γράμματα 2000), Ο Τολστόι (Ελληνικά Γράμματα 2007)
Τ α ξ ι δ ι ω τ ι κ ά
Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Ταξίδι στο Βόλγα (ΠΛΕ 1971, Εκδόσεις Καρανάση 1976), Οι Αρμένηδες. Ταξίδι στη χώρα τους και στην ιστορία τους (Κέδρος 1982)
Μ ε λ έ τ ε ς
Αντίσταση-Δημοκρατία. Επιλογή άρθρων (Κέδρος 1975), Πέντε Ρώσοι Κλασικοί (Σύγχρονη Εποχή 1975 και 1979, Ελληνικά Γράμματα 2006), Η ρωσική λογοτεχνία. Από τον 11ο αιώνα μέχρι την Επανάσταση του 1917 (Κέδρος 1978-79), Μια συνάντηση. Σεφέρης-Μακρυγιάννης (Πολύτυπο 1983), Ο βασιλιάς που πέθανε (Πολύτυπο 1990), Δαίμονες και δαιμονισμένοι. Επιστροφές στον Ντοστογέφσκι (Δελφίνι 1992), Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί (Δελφίνι 1996)
Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι ς
Εμμανουήλ Καζακέβιτς: Το γαλάζιο τετράδιο. Εχθροί (Θεμέλιο 1965, ΠΛΕ 1966, Θεμέλιο 1977), Η εκστρατεία του Ίγκορ (Κέδρος 1976, 1996), Ο Βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ (Κέδρος 1976, 1996), Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους (Κέδρος 1978, 1996), Γιούρι Ολέσα: Οι τρεις χοντροί (Κέδρος 1978), Αλέξανδρος Γκριμπογέντοφ: Συμφορά από το πολύ μυαλό (Δωδώνη 1990), Αλέξανδρος Πούσκιν: Η ντάμα Πίκα (Σύγχρονη Εποχή 1991), Μικρές τραγωδίες (Αθήνα 1991), Ο χάλκινος καβαλάρης (Δελφίνι 1995), Νικολάι Γκόγκολ: Η μύτη (Κέδρος 1994), Αντόν Τσέχοφ: Εχθροί (Κέδρος 1994), Φιόντορ Ντοστογέφσκι: Μπομπόκ (Κέδρος 1995), Αλέξανδρος Πούσκιν: Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία… (Ποταμός 2004), Αντόν Τσέχοφ: Ανιαρή ιστορία (Ελληνικά Γράμματα 2005)
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είχε γεννηθεί στις 26 Μαΐου του 1924. Είχε ξεδιπλώσει από νέος το σπουδαίο ταλέντο του, το συγγραφικό, όπως και την επαναστατική του διάθεση. Σε καιρούς που συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα σήμαινε ακόμη και θάνατο, είχε μετάσχει στην Εθνική Αντίσταση ήδη από τα πρώτα της βήματα, το 1942, ως μέλος του ΕΑΜ Νέων.
Το 1948 πέρασε στους αντάρτες του αρχηγείου Ηπείρου. Με το ψευδώνυμο Σφυρής έστελνε χρονογραφήματα (Ριπές) στα «Καθημερινά Νέα», που έβγαζαν στο αρχηγείο οι Βασίλης Άνθης και Κώστας Τσανάκας. Στα τέλη του 1949 διέφυγε στις Ανατολικές χώρες, αρχικά στο Βουκουρέστι και από το 1956 στη Μόσχα όπου παρέμεινε έως τον επαναπατρισμό του το 1975. Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως το τελευταίο έτος και, πολιτικός πρόσφυγας πλέον, στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Το 1957 γνωρίστηκαν στη Μόσχα με τη Σόνια Ιλίνσκαγια, δευτεροετή φοιτήτρια τότε στο κλασικό τμήμα της Φιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, και το 1959 παντρεύτηκαν. Απέκτησαν ένα παιδί, την Όλγα Αλεξανδροπούλου.
«Αισθάνομαι πως γράφω συνέχεια το ίδιο βιβλίο» μού είχε πει στη μία και μοναδική συνέντευξη που μού είχε δώσει. Μάλιστα, η συνέντευξη αυτή είχε ξεκινήσει ως «έλα και αν οι ερωτήσεις με κεντρίσουν, βλέπουμε». Όχι, δεν είχε κάτι μαζί μου, ούτε με τους δημοσιογράφους. Απλώς, δεν είχε συνηθίσει στις συνεντεύξεις και ούτε ήθελε να συνηθίσει. Ηταν από τις φράσεις που μου έχουν μείνει στον νου. Κυρίως επειδή η ποικιλία του έργου, του ύφους, του τρόπου γραφής του είναι τόση και τέτοιας έκτασης, ώστε να εκπλήσσουν τα σεμνά του λόγια.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, ένα βιβλίο έγραφε όντως σε όλη τη ζωή του. Το βιβλίο της εποχής του. Μια τοιχογραφία, είτε με τα μυθιστορήματά του, είτε με τα διηγήματα, είτε με τις μελέτες του.
Στο έργο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου αναμίχθηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. Το δημιουργικό δέσιμό του με τον ρωσικό πολιτισμό και η μεγάλη σειρά σχετικών έργων του δεν είχαν ως μόνο στόχο τη μεταβίβαση της αποκτημένης γνώσης, προέκυψαν και πορεύτηκαν μέσα στον πνευματικό αναβρασμό της εποχής σαν μια δική του ανταπόκριση, δική του πρόταση ερμηνείας, όπως το επιχειρούσε και στα άλλα του βιβλία. Το ρωσικό κεφάλαιο της δουλειάς του ολοκληρώθηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία του «Ο Τολστόι» (2007) και με ένα αφιέρωμα στην τραγική περίπτωση του Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ – το «Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» (Μάρτιος 2008) είναι το τελευταίο του βιβλίο.
Τον γνώρισα με το «Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό» και τον αποχαιρετώ τώρα με το βιβλίο για τον Μαντελστάμ. Αυτόν τον μειλίχιο, τρυφερό, γενναιόφρονα άνθρωπο που δεν μπορώ να σκεφτώ να έρχεται σε αντίθεση με την καθοδήγηση (και ασφαλώς ήρθε πολλές φορές). Ξέρω όμως πως όταν ερχόταν, ήταν τόσο αποφασιστικός όσο και αφοσιωμένος. Αυτό που λέμε «διαμάντι». Στη ζωή και στην τέχνη. Αξίας ανεκτίμητης.
Βεβαίως έχει πάρει πολλά λογοτεχνικά βραβεία σε Ελλάδα και Σοβιετική Ενωση- Ρωσία, όπως και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, το 2001.
Το συνολικό έργο του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι πολυσχιδές, από το διήγημα ως το ταξιδιωτικό.
Δ ι η γ ή μ α τ α
Αρματωμένα χρόνια (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1954), Μια πρόσφατη ιστορία (ΠΛΕ 1962), Λευκή ακτή (ΠΛΕ 1966), Φύλλα φτερά (Διογένης 1977, Πολύτυπο 1983), Η ένατη πληγή (Κέδρος 1986), Επιστροφές (Ελληνικά Γράμματα 1999)
Μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ α
Νύχτες και αυγές (ΠΛΕ 1961-1963, Θεμέλιο 1963-1965, Κέδρος 1979, Σύγχρονη Εποχή 1987, Ελληνικά Γράμματα 2000), Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού (Δίφρος 1976, Σύγχρονη Εποχή 1982, Ελληνικά Γράμματα 2002), Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους (Εκδ. Καρανάση 1976, Σύγχρονη Εποχή 1988), Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό (Κέδρος 1980), Αυτά που μένουν (Δελφίνι 1994, Ελληνικά Γράμματα 2000), Στο όριο (Ελληνικά Γράμματα 2003)
Β ι ο γ ρ α φ ι κ έ ς Μ υ θ ι σ τ ο ρ ί ε ς
Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι (Σύγχρονη Εποχή 1980, Ελληνικά Γράμματα 2004), Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχοφ (Σύγχρονη Εποχή 1981), Ο μεγάλος αμαρτωλός. Ο Ντοστογέφσκι (Κέδρος 1984), Ένας άνθρωπος μια εποχή. Ο Αλέξανδρος Γκέρτσεν (Γνώση 1989), Ο Μαγιακόφσκι. Τα εύκολα και τα δύσκολα (Ελληνικά Γράμματα 2000), Ο Τολστόι (Ελληνικά Γράμματα 2007)
Τ α ξ ι δ ι ω τ ι κ ά
Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Ταξίδι στο Βόλγα (ΠΛΕ 1971, Εκδόσεις Καρανάση 1976), Οι Αρμένηδες. Ταξίδι στη χώρα τους και στην ιστορία τους (Κέδρος 1982)
Μ ε λ έ τ ε ς
Αντίσταση-Δημοκρατία. Επιλογή άρθρων (Κέδρος 1975), Πέντε Ρώσοι Κλασικοί (Σύγχρονη Εποχή 1975 και 1979, Ελληνικά Γράμματα 2006), Η ρωσική λογοτεχνία. Από τον 11ο αιώνα μέχρι την Επανάσταση του 1917 (Κέδρος 1978-79), Μια συνάντηση. Σεφέρης-Μακρυγιάννης (Πολύτυπο 1983), Ο βασιλιάς που πέθανε (Πολύτυπο 1990), Δαίμονες και δαιμονισμένοι. Επιστροφές στον Ντοστογέφσκι (Δελφίνι 1992), Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί (Δελφίνι 1996)
Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι ς
Εμμανουήλ Καζακέβιτς: Το γαλάζιο τετράδιο. Εχθροί (Θεμέλιο 1965, ΠΛΕ 1966, Θεμέλιο 1977), Η εκστρατεία του Ίγκορ (Κέδρος 1976, 1996), Ο Βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ (Κέδρος 1976, 1996), Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους (Κέδρος 1978, 1996), Γιούρι Ολέσα: Οι τρεις χοντροί (Κέδρος 1978), Αλέξανδρος Γκριμπογέντοφ: Συμφορά από το πολύ μυαλό (Δωδώνη 1990), Αλέξανδρος Πούσκιν: Η ντάμα Πίκα (Σύγχρονη Εποχή 1991), Μικρές τραγωδίες (Αθήνα 1991), Ο χάλκινος καβαλάρης (Δελφίνι 1995), Νικολάι Γκόγκολ: Η μύτη (Κέδρος 1994), Αντόν Τσέχοφ: Εχθροί (Κέδρος 1994), Φιόντορ Ντοστογέφσκι: Μπομπόκ (Κέδρος 1995), Αλέξανδρος Πούσκιν: Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία… (Ποταμός 2004), Αντόν Τσέχοφ: Ανιαρή ιστορία (Ελληνικά Γράμματα 2005)
Κυριακή, Μαΐου 11, 2008
Βίλα Κομπρέ του Αλέξη Σταμάτη
Λένε πως αν δεν έχεις ανάγκη μια λέξη, δεν την δημιουργείς. Φαίνεται λοιπόν πως οι Ελληνες δεν έχουμε, αν μη τι άλλο, ανάγκη από τη λέξη «privacy» με την αγγλική έννοια την οποία δεν αποδίδει ακριβώς το «ιδιωτικότητα». Αλλοιώς, θα την είχαμε περιλάβει στο λεξιλόγιό μας- έστω και εξελληνίζοντάς την.
Οπωσδήποτε πάντως, δεν είχαμε μέχρι τώρα και πολλή ανάγκη τη λέξη «suspense» αλλιώς θα είχαμε βρει κάποιο δυνατότερο ισοδύναμο από το «αγωνία» και, σίγουρα, από το «ανησυχία». Στην αρχαία τραγωδία υπάρχει σασπένς, αλλά μάλλον τα εντελώς διαφορετικά μεγέθη από τη σύγχρονη δημιουργία επιβάλλουν κάποιον άλλο ορισμό, που σίγουρα θα πρέπει να περιέχει και τη λέξη «ένταση».
Στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα το suspense, όπως ορίζεται στη διεθνή τέχνη, δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα. Ισως ένας μαιτρ του αστυνομικού μυθιστορήματος όπως ο Πέτρος Μάρκαρης θα είχε δικαιολογημένες ενστάσεις, αλλά σε άλλες περιπτώσεις αναφέρομαι. Σε εκείνες που αν και περιέχουν θανάτους (και βίαιους κάποιες φορές) δεν θα τους κατατάσσαμε σε καμία περίπτωση στην κατηγορία αστυνομικού μυθιστορήματος. Είναι και παραμένουν αστικά μυθιστορήματα, έστω και αν (όπως στην περίπτωσή μας) ένα μέρος τους διαδραματίζεται εκτός μεγάλου αστικού κέντρου.
Η «Βίλλα Κομπρέ» το καινούργιο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη, ξεκινά στο γενέθλιο χωριό του ήρωα, με έναν θάνατο. Τον θάνατο του πατέρα του. Μια φωτογραφία που εντοπίζει ο γιος και τον οδηγεί σε ένα «θησαυρό» είναι η αρχή ενός μίτου, τον οποίο ωστόσο πρέπει να δημιουργήσει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Μέσα από γεγονότα που θα οδηγήσουν στο τελικό γεγονός.
Στο ενδιάμεσο, οι ανατροπές είναι πολλαπλές και πυκνές. Συμβαίνουν κάθε φορά που χρειάζεται, όποτε δηλαδή ο αναγνώστης φαντάζεται ότι φτάνει σε ένα προβλεπτό τέλος. Τα πάντα τότε τινάζονται στον αέρα, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα να ξαφνιάζει ευχάριστα τον άνθρωπο που διαβάζει το κείμενό του, να τον πετά σε άλλες θάλασσες χωρίς πριν να τον έχει προειδοποιήσει: «άσε την πεπατημένη, στρίβουμε»!
Αυτό είναι ευχάριστο και προσθέτει suspense, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή. Σε δόσεις και ποιότητα τέτοια, ώστε να εντυπωσιάζει θετικά, να σε παρασύρει στο να συνεχίσεις την ανάγνωση με ανυπομονησία. Αλλά δεν είναι η μόνη αρετή της Βίλας Κομπρέ. Η πρωτότυπη αφήγηση, οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, η καλή κεντρική ιδέα και η ανάπτυξή της με όλους τους κανόνες του μυθιστορήματος, αποτελούν τα «συν» του βιβλίου.
Αν και φαίνεται και από προηγούμενα έργα του πως ο συγγραφέας αρέσκεται στο να παρουσιάζει εξωτικά μέρη, θα πω, ωστόσο, πως αυτές οι παρουσιάσεις του είναι μακροσκελείς σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων του και δεν προσθέτουν κάτι στο έργο του. Ολο το ταξίδι του γιου στην Αφρική για να βρει τον «πατέρα» του, θα μπορούσε να έχει σμικρυνθεί σημαντικά. Πολλώ μάλλον που δεν φαίνεται να αποτελεί πηγή αυτογνωσίας ή συνειδησιακών ανακατατάξεων, δεν έχει, καν, κάποια κορυφαία εξέλιξη.
Η Βίλα Κομπρέ του Αλέξη Σταμάτη, που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» παρουσιάζεται μεθαύριο Τρίτη (και) 13 Μαΐου ώρα 8μμ στον Πολυχώρο 104 (Θεμιστοκλέους 104).
Για το βιβλίο συζητουν
ο Αλέξης Σταματης με τον blogger nuwanda (Γιάννη Γιαννούδη)(δείτε και την ανάρτησή του για το θέμα εδώ)
διαβάζουν οι
Μπέττυ Αρβανίτη
Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Παρασκευή, Απριλίου 25, 2008
Η παραφορά του Ερωταφίου
Ο άνθρωπος- ένας μικρός θεός όταν έχει ερωτευθεί. Που φτιάχνει και ξαναφτιάχνει τον Κόσμο από την αρχή. Που επινοεί λέξεις, χειρονομίες, που δημιουργεί μαγικές στιγμές.
Σταυρώνεται κάθε φορά που ο έρωτας εκπνέει και αποκαθηλώνεται από τον θρόνο της αιωνιότητας. Για να ανέλθει πάλι, με τη νέα αγάπη και να ξαναζήσει τον κύκλο: έρωτας, φθορά, θάνατος.
Μεγάλη Παρασκευή, «ένδοξο πένθος» κατά Ρίτσο, και «σμίξιμο του έρωτα και του θανάτου». Ο Ιωάννης Ν. Κυριαζής- γνωστός σε μας και ως kyriaz κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες την ποιητική του συλλογή «Η παραφορά του Ερωταφίου» (εκδόσεις Κονιδάρη). Αφιέρωμα σε όλους τους έρωτες που πέθαναν και που δεν αναστήθηκαν ποτέ. Ενδοξο- πλην ταπεινό- πένθος και γραφίδα λεπταίσθητη. Αποδίδει θαυμάσια το έδαφος που χάνεται κάτω απ’ τα πόδια σου, την καρδιά σου που σχίζεται, την άβυσσο στην οποία βυθίζεσαι.
Με θρήνο σιγανόφωνο, πλην γεμάτο δύναμη, με δάκρυα ατόφιας ποίησης, χωρίς να καταδέχεται- όπως κάθε αληθινός καλλιτέχνης- μάταιες ελπίδες, ο Γιάννης Κυριαζής μιλάει και στην καρδιά και στο μυαλό σας. Γιατί είμαστε άνθρωποι- άνω θρώσκοντες δηλαδή. Και πενθούμε αβάσταχτα σε κάθε είδους απώλεια. Κι όμως συνεχίζουμε. Και γι’ αυτό, έχουμε ανάγκη την ομορφιά, ακόμη και μέσα στο πάθος και τη θλίψη. Για να παίρνουμε δύναμη. Μικρό δείγμα γραφής (και μετά σπεύσατε να προμηθευθείτε το βιβλίο:)
«Τρεις μέρες μόνον άντεξε του Τάφου το σκοτάδι-
μα μια ζωή εγώ, χωρίς δικό σου ένα χάδι»
Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008
Κασσιανή, η μοναδική -μοναχική
Αν ήταν να σώσω ένα μονάχα ποίημα από όλα όσα έγραψαν οι ποιητές ανά τους αιώνες, θα έσωζα το Τροπάριο της Κασσιανής. Αυτό, που θα ακουστεί αύριο στις Εκκλησίες των Χριστιανών. Είναι το ποίημα που με έχει συγκινήσει βαθύτερα από όλα: πλήρες, κομψό, γεμάτο μεστά νοήματα και εκφραστικό πλούτο, υπέροχο. Και ο θρύλος που το συνοδεύει, είναι κι αυτός θαυμάσιος.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το τροπάριο της Κασσιανής είναι αυτό:
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με έναν δικό του τρόπο:
Η Κασσιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.
Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το τροπάριο της Κασσιανής είναι αυτό:
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με έναν δικό του τρόπο:
Η Κασσιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.
Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.
Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008
Οι υποψηφιότητες για τα βραβεία του «Διαβάζω»
Για ενδέκατη χρονιά θα απονεμηθούν τα Λογοτεχνικά Βραβεία του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ. Οι δύο κριτικές επιτροπές έδωσαν στη δημοσιότητα, στις 14 Απριλίου 2008, σε συνέντευξη τύπου, στο καφέ του βιβλιοπωλείου Ιανός, τις μικρές λίστες των υποψηφίων για βράβευση βιβλίων, ανά κατηγορία.
Η τελετή
Η απονομή των βραβείων θα γίνει στις 12 Μαΐου στο Νέο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς 138, στις 7.00 μ.μ., στο αμφιθέατρο του Μουσείου.
Μικρές λίστες υποψηφίων προς βράβευση
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ]
Γιώργος Γώτης, Χρονογραφία, εκδόσεις Στιγμή
Ντίνα Λιλή, Η ενηλικίωση των παραμυθιών, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, εκδόσεις Καστανιώτη
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Νάες άναες, εκδόσεις Ίκαρος
Ελένη Μαρινάκη, Εδώ στο λίγο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Χάρης Μιχαλόπουλος, Πιο νύχτα, εκδόσεις Μανδραγόρας
Αγγελική Σιδηρά, Αμείλικτα γαλάζιο, εκδόσεις Καστανιώτη
Τηλέμαχος Τσαρδάκας, Το σκοτεινό αγγελάκι και το δέντρο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Θανάσης Χατζόπουλος, Μετόπη, εκδόσεις Ύψιλον
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΟΥ [ΧΟΡΗΓΟΣ GRANT THORNTON]
Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Αναπαραστάσεις του γυναικείου στη λογοτεχνία,
εκδόσεις Πατάκη
Ευριπίδης Γαραντούδης, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση: 1930-2006,
εκδόσεις Καστανιώτη
Αλέξανδρος Ίσαρης, Κάτω από τόσα βλέφαρα: Σημειώσεις για τον Ρίλκε, εκδόσεις Ίκαρος
Τάκης Καγιαλής, Η επιθυμία για το μοντέρνο, Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930, εκδόσεις Βιβλιόραμα
Τάκης Καρβέλης, Πολύτροπος αρμονία: Η κατά Κάλβον πολύτροπος αρμονία της ποίησης του Ελύτη: Από τους «Προσανατολισμούς» ως το «Άξιον Εστί», εκδόσεις Σοκόλη
Ξενοφών Α. Κοκόλης, Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Καστανιώτη
Μαίρη Μικέ, Έρως (αντ)εθνικός: Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα, εκδόσεις Πόλις
Παναγιώτης Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, εκδόσεις Σοκόλη
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις
Άννα Τζούμα, Εκατό χρόνια νοσταλγίας: Το αυτοβιογραφικό αφήγημα Έθνος, εκδόσεις Μεταίχμιο
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ ΟΣΕ]
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Χάρτες: Εβδομήντα ιστορίες, εκδόσεις Πατάκη
Φώτης Θαλασσινός, Λούπα, εκδόσεις Καστανιώτη
Ευτυχία Καλλιτεράκη, Οι κουμπότρυπες: 13 ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι
Μάκης Καραγιάννης, Ο καθρέφτης και το πρίσμα, εκδόσεις Νεφέλη
Ζέτα Κουντούρη, Όμορφη ζωή, εκδόσεις Κέδρος
Μαρία Κωτίδου, Επαφές, εκδόσεις Κέδρος
Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, εκδόσεις Μελάνι
Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες, εκδόσεις Κέδρος
Ασημένια Σαράφη, Φεγγαράδα στο δέρμα, εκδόσεις Πατάκη
Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο: Διηγήματα και άλλα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ NISSAN]
Βασίλης Αλεξάκης, μ.Χ., εκδόσεις Εξάντας
Βαγγέλης Αυδίκος, Η κίτρινη ομπρέλα, εκδόσεις Μεταίχμιο
Νένη Ευθυμιάδη, Ο γιος του Μπίλυ Μπλου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης, εκδόσεις Ωκεανίδα
Δημήτρης Καπετανάκης, Η συμμορία της συγκίνησης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανδρέας Μήτσου, Ο κύριος Επισκοπάκης: η εξομολόγηση ενός δειλού, εκδόσεις Καστανιώτη
Μάριος Μιχαηλίδης, Ο Οστεοφύλαξ, εκδόσεις Μεταίχμιο
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, εκδόσεις Καστανιώτη
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ερώτων και αοράτων, εκδόσεις Γαβριηλίδης,
Δημήτρης Σωτάκης, Ο άνθρωπος καλαμπόκι, εκδόσεις Κέδρος
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ]
Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ο κύριος Ταυ, εκδόσεις Μελάνι
Ελένη Κεφάλα, Μνήμη και παραλλαγές, εκδόσεις Πλανόδιον
Πατρίτσια Κολαΐτη, Σελέστεια, εκδόσεις Νεφέλη
Σοφία Κολοτούρου, Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Τυπωθήτω
Αγορίτσα Μπακοδήμου, Εγχειρίδιο του καλού ταξιδιώτη, εκδόσεις Λιβάνη
Γιάννης Παλαβός, Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Introbooks
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Έκαστος εφ’ ω ετάφη, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Μαρία Φακίνου, Το καπρίτσιο της κυρίας Ν., εκδόσεις Καστανιώτη
ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΒΙΒΛΩΝ
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Φραντζέσκα Αλεξοπούλου-Πετράκη (κείμενο), Ναταλία Καπατσούλια (εικονογράφηση),
Θέλω να γίνω ήρωας, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μελίνα Καρακώστα (κείμενο), Σόλης Μπάρκης (εικονογράφηση), Η μαύρη λίμνη,
εκδόσεις Πατάκη
Κώστας Μάγος (κείμενο), Μυρτώ Δεληβοριά (εικονογράφηση),Το δάσος της ξύλινης ξύστρας, εκδόσεις Πατάκη
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Φωτεινή Στεφανίδη (εικονογράφηση), Ο γάτος της οδού Σμολένσκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφηση),
Οι 12 κοκκινοσκουφίτσες και ο κουρδιστός λύκος, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Βασιλική Νευροκοπλή (κείμενο), Νικόλας Ανδρικόπουλος (εικονογράφηση), Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται, εκδόσεις Λιβάνη
Ντορίνα Παπαλιού (κείμενο), Μάρια Μπαχά (εικονογράφηση), Όταν ο Ζορό έφαγε την έκθεσή μου, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μάρω Σφακιανοπούλου (κείμενο), Ίρις Σαμαρτζή (εικονογράφηση) Το ξύπνημα των κούκων, εκδόσεις Ταξιδευτής
Ευγένιος Τριβιζάς (κείμενο), Αντώνης Ασπρόμουργος (εικονογράφηση) Ο πόλεμος της Ωμεγαβήτας, εκδόσεις Μίνωας
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Μαρία Αβρααμίδου, Το σπίτι του άγγλου συνταγματάρχη, εκδόσεις Πατάκη
Άλκη Ζέη, Ο ψεύτης παππούς, εκδόσεις Κέδρος
Μάρω Λοΐζου, Το τσίμπημα της σφήκας, εκδόσεις Πατάκη
Φίλιππος Μανδηλαράς, Τα μπανανόψαρα, εκδόσεις Πατάκη
Βασίλης Παπαθεοδώρου, Χνότα στο τζάμι, εκδόσεις Κέδρος
Γιάννης Ρεμούνδος, Όνειρο είναι, θα περάσει, εκδόσεις Ψυχογιός
Κώστας Χαραλάς, Όλα έχουν μόνο μια πλευρά!, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Πάνος Χριστοδούλου, Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές, εκδόσεις Κέδρος
Λίτσα Ψαραύτη, Η σπηλιά της γοργόνας, εκδόσεις Πατάκη
Η τελετή
Η απονομή των βραβείων θα γίνει στις 12 Μαΐου στο Νέο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς 138, στις 7.00 μ.μ., στο αμφιθέατρο του Μουσείου.
Μικρές λίστες υποψηφίων προς βράβευση
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ]
Γιώργος Γώτης, Χρονογραφία, εκδόσεις Στιγμή
Ντίνα Λιλή, Η ενηλικίωση των παραμυθιών, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, εκδόσεις Καστανιώτη
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Νάες άναες, εκδόσεις Ίκαρος
Ελένη Μαρινάκη, Εδώ στο λίγο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Χάρης Μιχαλόπουλος, Πιο νύχτα, εκδόσεις Μανδραγόρας
Αγγελική Σιδηρά, Αμείλικτα γαλάζιο, εκδόσεις Καστανιώτη
Τηλέμαχος Τσαρδάκας, Το σκοτεινό αγγελάκι και το δέντρο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Θανάσης Χατζόπουλος, Μετόπη, εκδόσεις Ύψιλον
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΟΥ [ΧΟΡΗΓΟΣ GRANT THORNTON]
Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Αναπαραστάσεις του γυναικείου στη λογοτεχνία,
εκδόσεις Πατάκη
Ευριπίδης Γαραντούδης, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση: 1930-2006,
εκδόσεις Καστανιώτη
Αλέξανδρος Ίσαρης, Κάτω από τόσα βλέφαρα: Σημειώσεις για τον Ρίλκε, εκδόσεις Ίκαρος
Τάκης Καγιαλής, Η επιθυμία για το μοντέρνο, Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930, εκδόσεις Βιβλιόραμα
Τάκης Καρβέλης, Πολύτροπος αρμονία: Η κατά Κάλβον πολύτροπος αρμονία της ποίησης του Ελύτη: Από τους «Προσανατολισμούς» ως το «Άξιον Εστί», εκδόσεις Σοκόλη
Ξενοφών Α. Κοκόλης, Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Καστανιώτη
Μαίρη Μικέ, Έρως (αντ)εθνικός: Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα, εκδόσεις Πόλις
Παναγιώτης Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, εκδόσεις Σοκόλη
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις
Άννα Τζούμα, Εκατό χρόνια νοσταλγίας: Το αυτοβιογραφικό αφήγημα Έθνος, εκδόσεις Μεταίχμιο
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ ΟΣΕ]
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Χάρτες: Εβδομήντα ιστορίες, εκδόσεις Πατάκη
Φώτης Θαλασσινός, Λούπα, εκδόσεις Καστανιώτη
Ευτυχία Καλλιτεράκη, Οι κουμπότρυπες: 13 ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι
Μάκης Καραγιάννης, Ο καθρέφτης και το πρίσμα, εκδόσεις Νεφέλη
Ζέτα Κουντούρη, Όμορφη ζωή, εκδόσεις Κέδρος
Μαρία Κωτίδου, Επαφές, εκδόσεις Κέδρος
Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, εκδόσεις Μελάνι
Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες, εκδόσεις Κέδρος
Ασημένια Σαράφη, Φεγγαράδα στο δέρμα, εκδόσεις Πατάκη
Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο: Διηγήματα και άλλα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ [ΧΟΡΗΓΟΣ NISSAN]
Βασίλης Αλεξάκης, μ.Χ., εκδόσεις Εξάντας
Βαγγέλης Αυδίκος, Η κίτρινη ομπρέλα, εκδόσεις Μεταίχμιο
Νένη Ευθυμιάδη, Ο γιος του Μπίλυ Μπλου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης, εκδόσεις Ωκεανίδα
Δημήτρης Καπετανάκης, Η συμμορία της συγκίνησης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανδρέας Μήτσου, Ο κύριος Επισκοπάκης: η εξομολόγηση ενός δειλού, εκδόσεις Καστανιώτη
Μάριος Μιχαηλίδης, Ο Οστεοφύλαξ, εκδόσεις Μεταίχμιο
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, εκδόσεις Καστανιώτη
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ερώτων και αοράτων, εκδόσεις Γαβριηλίδης,
Δημήτρης Σωτάκης, Ο άνθρωπος καλαμπόκι, εκδόσεις Κέδρος
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ]
Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ο κύριος Ταυ, εκδόσεις Μελάνι
Ελένη Κεφάλα, Μνήμη και παραλλαγές, εκδόσεις Πλανόδιον
Πατρίτσια Κολαΐτη, Σελέστεια, εκδόσεις Νεφέλη
Σοφία Κολοτούρου, Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Τυπωθήτω
Αγορίτσα Μπακοδήμου, Εγχειρίδιο του καλού ταξιδιώτη, εκδόσεις Λιβάνη
Γιάννης Παλαβός, Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Introbooks
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Έκαστος εφ’ ω ετάφη, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Μαρία Φακίνου, Το καπρίτσιο της κυρίας Ν., εκδόσεις Καστανιώτη
ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΒΙΒΛΩΝ
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Φραντζέσκα Αλεξοπούλου-Πετράκη (κείμενο), Ναταλία Καπατσούλια (εικονογράφηση),
Θέλω να γίνω ήρωας, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μελίνα Καρακώστα (κείμενο), Σόλης Μπάρκης (εικονογράφηση), Η μαύρη λίμνη,
εκδόσεις Πατάκη
Κώστας Μάγος (κείμενο), Μυρτώ Δεληβοριά (εικονογράφηση),Το δάσος της ξύλινης ξύστρας, εκδόσεις Πατάκη
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Φωτεινή Στεφανίδη (εικονογράφηση), Ο γάτος της οδού Σμολένσκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφηση),
Οι 12 κοκκινοσκουφίτσες και ο κουρδιστός λύκος, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Βασιλική Νευροκοπλή (κείμενο), Νικόλας Ανδρικόπουλος (εικονογράφηση), Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται, εκδόσεις Λιβάνη
Ντορίνα Παπαλιού (κείμενο), Μάρια Μπαχά (εικονογράφηση), Όταν ο Ζορό έφαγε την έκθεσή μου, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μάρω Σφακιανοπούλου (κείμενο), Ίρις Σαμαρτζή (εικονογράφηση) Το ξύπνημα των κούκων, εκδόσεις Ταξιδευτής
Ευγένιος Τριβιζάς (κείμενο), Αντώνης Ασπρόμουργος (εικονογράφηση) Ο πόλεμος της Ωμεγαβήτας, εκδόσεις Μίνωας
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
[ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Μαρία Αβρααμίδου, Το σπίτι του άγγλου συνταγματάρχη, εκδόσεις Πατάκη
Άλκη Ζέη, Ο ψεύτης παππούς, εκδόσεις Κέδρος
Μάρω Λοΐζου, Το τσίμπημα της σφήκας, εκδόσεις Πατάκη
Φίλιππος Μανδηλαράς, Τα μπανανόψαρα, εκδόσεις Πατάκη
Βασίλης Παπαθεοδώρου, Χνότα στο τζάμι, εκδόσεις Κέδρος
Γιάννης Ρεμούνδος, Όνειρο είναι, θα περάσει, εκδόσεις Ψυχογιός
Κώστας Χαραλάς, Όλα έχουν μόνο μια πλευρά!, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Πάνος Χριστοδούλου, Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές, εκδόσεις Κέδρος
Λίτσα Ψαραύτη, Η σπηλιά της γοργόνας, εκδόσεις Πατάκη
Κυριακή, Μαρτίου 30, 2008
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μ. Καραγάτση
«Δείξε μου τον συγγραφέα σου, να σου πω ποιος είσαι» θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας τη γνωστή παροιμία. Ο αγαπημένος συγγραφέας του Μ. Καραγάτση ήταν ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Σε αυτόν οφείλει το «Μ» του ψευδωνύμου του, καθώς οι φίλοι του τον αποκαλούσαν Μίτια, λόγω της μεγάλης αγάπης που έτρεφε προς τον ρώσο συγγραφέα και ειδικά στο έργο του «Αδελφοί Καραμαζώφ». Το αληθινό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος.
Ο Καραγάτσης, ήταν ένα αληθινά πηγαίο ταλέντο όπως ο Ντοσιογιέφσκι. Αν δει κανείς τα χειρόγραφά του, θα διαπιστώσει πως ελάχιστες αλλαγές έκανε. Και τι μ’ αυτό; Το αποτέλεσμα μετράει και εκ του αποτελέσματος κρίνονται όλα. Ως προς αυτό, ο Καραγάτσης ήταν μαιτρ του είδους. Από τις πιο κομψές πένες της γενιάς του '30, από τους πλέον θυελλώδεις, χυμώδεις και ευφάνταστους συγγραφείς και, επίσης, από τους πλέον τολμηρούς- ειδικά σε ό,τι αφορά σε ερωτικές ιστορίες.
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του συγγραφέα και ο υπουργός Πολιτισμού Μ. Λιάπης αποφάσισε να κηρύξει το 2008 «έτος Καραγάτση». Μεθαύριο Τρίτη 1 Απριλίου στις 12μμ, στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5) θα γίνει η παρουσίαση επετειακού λευκώματος από τον Μ. Λιάπη και από τον πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου Πέτρο Μάρκαρη. Στη συνέχεια θα ανακοινωθούν οι εκδηλώσεις του Ετους. Οι ηθοποιοί Δημήτρης Καταλειφός και Ράνια Οικονομίδου, πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής μεταφοράς του «10» θα απαγγείλουν αποσπάσματα του έργου του. Τι θα έλεγε ο Καραγάτσης, αν ζούσε; «Ας γελάσω» (η τελευταία φράση που έγραψε στη ζωή του, στο ημιτελές «10»). Ηταν, βλέπετε, παντελώς αδιάφορος απέναντι σε τιμές, δόξες και επαίνους.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος ήταν δικηγόρος και πολιτικός. Ο συγγραφέας ήταν πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέρφια του (18 χρόνια από το πρώτο και 12 από το τέταρτο).
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του: Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία, Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα ένα χρόνο μετά, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή απ' όπου αποφοίτησε το 1930. Εκεί μάλιστα είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες (Ελύτη, Τερζάκη, Θεοτοκά)
Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την και στράφηκε στην πεζογραφία. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε στον διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», το 1933. Ακολούθησαν η «Χίμαιρα» (και κατόπιν «Μεγάλη Χίμαιρα») ο «Γιούγκερμαν», ο «Κίτρινος φάκελος» κ.α.
Το 1958 έπαθε ένα σοβαρό έμφραγμα, που οδήγησε στην σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους. Συνέχισε όμως να εργάζεται και να γράφει: είχε ξεκινήσει το έργο «Το 10», που θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας. Δεν πρόλαβε όμως να το ολοκληρώσει: στις 13 Σεπτεμβρίου 1960 έπαθε έμφραγμα και λίγες ώρες μετά, τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, πέθανε. Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν: «Ας γελάσω».
Την Παρασκευή και το Σάββατο 4 και 5 Απριλίου στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς γίνεται ένα συνέδριο για τον Καραγάτση με τίτλο «Ιδεολογία και Πολιτική» στο οποίο θα μετάσχουν επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο του.
Προς το παρόν, εμείς, ας διαβάσουμε ένα σαρκαστικό, διασκεδαστικό, γεμάτο ανατρεπτικό χιούμορ και λάμψη απόσπασμα από αυτοβιογραφικό του κείμενο:
Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό τα αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα καί σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά».
Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός πού μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην «γυναίκα των ονείρων μου». Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διανόησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...
Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, 'Aγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην καί Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα πού τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόρριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...
Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωες μου- Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα νά παρακαθίσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Σπύρο Μελά.
Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. ΑΜΗΝ
Δείτε και εδώ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο από το Μαγικό Κουτί.
Δείτε και άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, στου Nuwanda.
Ολα τα έργα του, στην ιστοσελίδα του εκδότικού οίκου Βιβλιοπωλείον της Εστίας από όπου και κυκλοφορούν. Επίσης, μόλις κυκλοφόρησε ένα συλλογικό έργο για τον Καραγάτση, με τίτλο «Μ. Καραγάτσης 1908- 2008. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του».
Σάββατο, Μαρτίου 22, 2008
Πηγή Καφετζοπούλου: Αιώνια 38 (μόνο) χρονών
Ετσι είχαν ξεκινήσει όλα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2006. Η Πυθία έγραφε χρησμούς και ο Τειρεσίας έκανε μαντεψιές. Τίτλος του πρώτου ποστ, «Με τα μάτια κλειστά». Στο μπλογκ Χρησμοί, λόγοι διττοί. Το πρώτο κείμενο της Πυθίας, έλεγε:
«Με τα μάτια κλειστά βλέπω όσα σε έφεραν μπροστά μου…
Εκείνη την ανοιχτή παρτίδα, το χαμένο στοίχημα και την αποδοκιμασία, από το άτομο που η γνώμη του μέτραγε για σένα σαν πυξίδα.
Το χρόνο που μέσα σου θεωρείς χαμένο, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τις πληγές που σε βάζουν να λες: μισώ τους ανθρώπους! (Με μισώ, θέλω αγάπη).
Τους φόβους και τα δεκανίκια σου, ψυχή μου. Βλέπω όσα θέλω κι όσα δε θέλω να ξέρω για σένα και αναρωτιέμαι:
Τόσο ουσιαστικά που μοιάζουμε, θέλεις να πάμε ένα βήμα παραπέρα;»
Αν δεν μου είχε πει ο Kyriaz πως είναι μια επέτειος, η επέτειος γενεθλίων της Πηγής Καφετζοπούλου, δεν θα είχα ποτέ μάθει πως η Πυθία ήταν η ίδια. Κι η Ανδρομέδα επίσης. Την είχα τραγουδήσει, με τις μουσικές του Παπαζογλου και του Μάλαμα και την είχα διαβάσει, ανεξάρτητα. Δεν ταύτισα τις δύο παράλληλες ευαισθησίες. Ετσι κάνεις, μέσα στη βιασύνη της καθημερινότητας και τιμωρείσαι με το να μην ανακαλύπτεις τα πράγματα στην κορύφωσή τους...
Και τώρα γυρίζω και πάλι στις μελαγχολικές πλέον σελίδες, ρουφώντας τη δροσιά μιας νιότης που χάθηκε για πάντα. Αυτές οι ωραίες ιστορίες (τα παραμύθια της) οι υπέροχοι στίχοι της, τελείωσαν, λοιπόν; Κι εκείνη, μάς έστειλε ένα κομμάτι κατάμαυρου, βελούδινου ουρανού για να σκουπίσουμε τα δάκρυα των αποχωρισμών χωρίς να μας βλέπει κανείς- εκτός από την ίδια;
Πού πηγαίνουν, λοιπόν, οι άνθρωποι οι γεμάτοι χαρά της ζωής όταν φεύγουν από κοντά μας; Οι στρόβιλοι που τους τριγύριζαν πώς καθηλώνονται πια; Τι γίνεται η Ομορφιά που έκρυβαν μέσα τους, τι απογίνονται τα χαρίσματά τους;
Τι έχεις να απαντήσεις, άραγε, Πηγή, πουλάκι μου, σήμερα που δεν γίνεσαι 39, αλλά παραμένεις αιώνια 38 ετών; Θα μας το πεις, κάποτε;
«Με τα μάτια κλειστά βλέπω όσα σε έφεραν μπροστά μου…
Εκείνη την ανοιχτή παρτίδα, το χαμένο στοίχημα και την αποδοκιμασία, από το άτομο που η γνώμη του μέτραγε για σένα σαν πυξίδα.
Το χρόνο που μέσα σου θεωρείς χαμένο, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τις πληγές που σε βάζουν να λες: μισώ τους ανθρώπους! (Με μισώ, θέλω αγάπη).
Τους φόβους και τα δεκανίκια σου, ψυχή μου. Βλέπω όσα θέλω κι όσα δε θέλω να ξέρω για σένα και αναρωτιέμαι:
Τόσο ουσιαστικά που μοιάζουμε, θέλεις να πάμε ένα βήμα παραπέρα;»
Αν δεν μου είχε πει ο Kyriaz πως είναι μια επέτειος, η επέτειος γενεθλίων της Πηγής Καφετζοπούλου, δεν θα είχα ποτέ μάθει πως η Πυθία ήταν η ίδια. Κι η Ανδρομέδα επίσης. Την είχα τραγουδήσει, με τις μουσικές του Παπαζογλου και του Μάλαμα και την είχα διαβάσει, ανεξάρτητα. Δεν ταύτισα τις δύο παράλληλες ευαισθησίες. Ετσι κάνεις, μέσα στη βιασύνη της καθημερινότητας και τιμωρείσαι με το να μην ανακαλύπτεις τα πράγματα στην κορύφωσή τους...
Και τώρα γυρίζω και πάλι στις μελαγχολικές πλέον σελίδες, ρουφώντας τη δροσιά μιας νιότης που χάθηκε για πάντα. Αυτές οι ωραίες ιστορίες (τα παραμύθια της) οι υπέροχοι στίχοι της, τελείωσαν, λοιπόν; Κι εκείνη, μάς έστειλε ένα κομμάτι κατάμαυρου, βελούδινου ουρανού για να σκουπίσουμε τα δάκρυα των αποχωρισμών χωρίς να μας βλέπει κανείς- εκτός από την ίδια;
Πού πηγαίνουν, λοιπόν, οι άνθρωποι οι γεμάτοι χαρά της ζωής όταν φεύγουν από κοντά μας; Οι στρόβιλοι που τους τριγύριζαν πώς καθηλώνονται πια; Τι γίνεται η Ομορφιά που έκρυβαν μέσα τους, τι απογίνονται τα χαρίσματά τους;
Τι έχεις να απαντήσεις, άραγε, Πηγή, πουλάκι μου, σήμερα που δεν γίνεσαι 39, αλλά παραμένεις αιώνια 38 ετών; Θα μας το πεις, κάποτε;
Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία
«Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα κι ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δει».
Με αυτό το τραγούδι χορέψαμε, διασκεδάσαμε, ευφρανθήκαμε τέλος πάντων αμέτρητες φορές. Ενα τραγούδι πολιτικό, ωστόσο κτήμα πολλών. Τότε που το «πολιτικός» δεν αντιστοιχούσε σε βρισιά και η πολιτική δεν είχε απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μιλούσε στο κομμάτι αυτό κατ’ άλλους για τις μάνες των εξορίστων που περιμέναν το παιδί τους «απ’ τα μαύρα τα νησιά» κατ’ άλλους για τις μάνες των πολιτικών προσφύγων που τους περίμεναν να γυρίσουν «απ’ τη μαύρη ξενιτιά». Η ακρίβεια υποχωρεί προς χάριν του μύθου. Σήμερα, επέστρεψαν οι εξόριστοι και οι άνθρωποι που βρίσκονταν σε αναγκαστική υπερορία ήρθαν πίσω ή πέθαναν εκεί. Οι περισσότεροι και από τις δύο κατηγορίες μάς έχουν πλέον αποχαιρετίσει οριστικά και η νεολαία διασκεδάζει, πλέον, με άλλα τραγούδια, συνήθως της καψούρας.
Κι ωστόσο, ο Δάσκαλός μου δεν μεμψιμοιρούσε ποτέ και δεν μου επέτρεπε να μεμψιμοιρώ. Οι καιροί αλλάζουν και αλλοίμονο σε όποιον δεν μπορεί να εξηγήσει, τουλάχιστον, αυτές τις αλλαγές. Αλλωστε, το γεγονός ότι από τα βιβλία του έχουν σταθερή ζήτηση δύο ερωτικά (η «Εαρινή Συμφωνία» και τα «Ερωτικά») ένα υπαρξιακό (η «Σονάτα του σεληνόφωτος») και ένα πολιτικό (ο «Επιτάφιος») υποδηλοί, εκτός από το ότι τα τέσσερα αυτά είναι αριστουργήμαρα, πως οι νέοι άνθρωποι πάντοτε φλερτάρουν την Επανάσταση με τους δικούς τους όρους.
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης χθες και παγκοσμίως είχε αφιερωθεί στην ελληνική πολιτική ποίηση. Τώρα πια, που έχουμε απομακρυνθεί από τις γεμάτες φωτιά συνθήκες που τη δημιούργησαν, και ο ρόλος της έχει αμβλυνθεί. Είναι όμως, παρόλα αυτά, καιρός, να την αξιολογήσουμε πλέον με άλλα κριτήρια. Να την αποκαθάρουμε από καθωσπρεπισμούς και πειθαναγκασμούς και «πρέπει» και «απαγορεύεται». Και να μείνει ό,τι μείνει διότι είναι καλή ποίηση. Τα υπόλοιπα, πράγματι, να περάσουν στην ιστορία της λογοτεχνίας- και να ξεχαστούν γλυκά- γλυκά.
Γράφω τόση ώρα και σκέφτομαι πως αν ισχύσουν αυτά, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Αρη Βελουχιώτη επί παραδείγματι, θα τυλιχτεί με την αχλύ της λήθης. Κι όμως, είναι αψευδής μάρτυρας μιας εποχής γεμάτης αντιφάσεις, σπαραγμό, αίμα και δάκρυ καρδιάς. Τι μεγάλα λόγια, σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής στο εξώφυλλο του χειρογράφου του, τι κακοί στίχοι. Αλλά και τι άνθρωποι, τι δύναμη ψυχής.
Η αντίφαση του Ρίτσου, θα πείτε, να ξέρει πως το ποίημά του είναι αδύναμο, ωστόσο να το αγαπά επειδή εκφράζει δυνατά μια στιγμή της αιωνιότητας, της πατρίδας, της ελευθερίας. Ναι. Αλλά όχι μόνο. Ο Ρίτσος με αυτό το ποίημα, που γράφεται ελάχιστο καιρό μετά την αποκήρυξη του Αρη από το ΚΚΕ και την αυτοκτονία του όταν έπεσε σε ενέδρα, προέβη σε κομματική ανυποταγή- έκανε, τουτέστιν, τη δική του επανάσταση. Και πώς να τα ξεχάσεις όλα αυτά; Αλλά είπαμε. Δικαιοσύνη...
Πολιτική ποίηση στην Ελλάδα δεν γράφτηκε βεβαίως μονάχα από την Αριστερά, ούτε γράφτηκε μονάχα στον 20ό αιώνα. Ηδη από τον 19ο ο Σολωμός και ο Κάλβος ο πρώτος μέσα από τον Υμνο στην Ελευθερία ήδη και ο δεύτερος με το περίφημο «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» έβαζαν τα θεμέλια μιας ποίησης που ήθελε να είναι (και ήταν) και πολιτική. Ακολούθησαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους, βεβαίως, ήταν ο Σεφέρης («δεν χρειάζεται πολύ καιρό το κακό για να σηκώσει κεφάλι») αλλά και οι σπουδαίοι αριστεροί ποιητές σαν τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Αλεξάνδρου, τον Πατρίκιο.
Για τη χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης παραθέτω λοιπόν από μνήμης ένα απόσπασμα από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που έχει μελοποιήσει μοναδικά ο Θάνος Μικρούτσικος. Δυστυχώς, δεν έχω τη μουσική για να σας τη βάλω. Απλώς να πω ότι του Αβέρωφ και του Χατζηκώστα ήταν φυλακές πολιτικών κρατουμένων:
«Κι ύστερα πάλι ομοβροντία τα χαράματα
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσια τα σπουργίτια
τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
κόβοντας με τις ρόδες τους στα δυο τον ήλιο.
Εμεινε πάλι πολλή σκόνη τ’ απογεύματα
Η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα μαύρα φουστάνια
Των μανάδων
Καθώς περνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
Ή από τα τμήματα των μεταγωγών
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
Με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
Σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει
Ούτε ο Θάνατος.»
Στο 6ο Λύκειο Καλλιθέας είχαν μια σημαντική πρωτοβουλία για τον εορτασμό της παγκόσμιας μέρας ποίησης. Επισκεφθείτε τους οπωσδήποτε.
Υ.Γ. Είχα υποσχεθεί τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο» του Γιώργου Σεφέρη. Ομως, μονάχα που μου άνοιξε η όρεξη. Πρόκειται για μια εντελώς φιλολογική έκδοση ενός όχι απλώς ημιτελούς, αλλά εντελώς αχνού έργου, από το οποίο ο ποιητής είχε γράψει ελάχιστο και σχεδιάσει άλλο λίγο. Δεν θα το κάνω λοιπόν. Ευχαριστώ θερμά όσους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για τον Σεφέρη και ακολουθεί, εν καιρώ, άλλος ποιητής.
Υ.Γ.2 Στη Θεσσαλονίκη είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τα τρομερά παιδιά της Χουακίνα. Κοιτάξτε στη στήλη των συνδέσμων μου και επισκεφθείτε τους. Θα ξετρελαθείτε.
Υ.Γ.3 Αύριο είναι μια επέτειος για την Πηγή Καφετζοπούλου, όπως μας θυμίζει ο Kyriaz. Θα προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά του.
Κυριακή, Μαρτίου 02, 2008
Ανθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα- Σεφέρης και πάλι
Ξεκίνησα, εντελώς συμπτωματικά, από τον «Δία». Τις μέρες που θα έκλεινα τα 12, μήνα Αύγουστο, σε ένα βιβλιοπωλείο ή υπαίθριο καρότσι με βιβλία (μάλλον το δεύτερο) ανακάλυψα έναν τόμο με τα ποιητικά Απαντα του Διονυσίου Σολωμού. Πενήντα δρχ.- όλο το χαρτζιλίκι των διακοπών. Ετοιμάστηκα να τα θυσιάσω, αλλά δεν χρειάστηκε. Η επιμονή μου συγκίνησε τη θεία, που μου το πήρε δώρο γενεθλίων. Το έχω ακόμη, φυσικά. Είναι μια έκδοση με προλεγόμενα όχι μονάχα του Πολυλά, αλλά και του Κωστή Παλαμά. Για μένα, μνημειώδης όσον αφορά στη μνήμη.
Το αναγνωστικό του Γυμνασίου είχε δημοτική ποίηση και Κάλβο. Εκείνα τα χρόνια, κι αυτά πολλά ήτανε. Μεσούσης της χούντας, η εκπαίδευση δεν ξέφευγε ποτέ από τα προκαθορισμένα, τα συντηρητικά. Αν καμιά φιλόλογος μιλούσε για τον Πρεβέρ ή τον Καβάφη, θα ήταν θαύμα. Μέχρις εκεί, όμως.
Αλλά, οι φίλοι μου ήτανε μεγαλύτεροι από μένα (όχι πολύ, πάντως καθοριστικά) και λόγιοι όλοι τους. Ετσι, ανάμεσα στα 16 και στα 17, οι (τότε) νέοι ποιητές που σήμερα τους αποκαλώ «τα κρατικά βραβεία», γιατί όλοι τους έχουν τιμηθεί με ένα, ο Γιωργάκης Μαρκόπουλος, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και ο Γιάννης Βαρβέρης, έκριναν ότι πρέπει να μάθω τη Γενιά του ’30. Πάνω απ’ όλους, τον Σεφέρη.
Τον ήξερα ελάχιστα, μέχρι τότε. Δεν ήταν ο ποιητής που έγραψε τους στίχους για το τραγούδι «Στο περιγιάλι το κρυφό»; Αυτός ήταν, παρόλο που το ποίημα τιτλοφορείται «Αρνηση» και παρόλο που όταν ακούς το κομμάτι του Μίκη αλλιώς εκλαμβάνεις το «πήραμε τη ζωή μας λάθος!» και αλλιώς όταν το διαβάζεις:
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»
Αυτός. Αλλά, πέρα από την ανατριχίλα όταν άκουγα κρυφά το τραγούδι (γιατί ήταν χούντα όπως είπαμε και ο Θεοδωράκης απαγορευμένος) είχε και άλλα πολλά. Είχε τον Ερωτικό Λόγο. Και το Φύλλο της Λεύκας. Και το Μυθιστόρημα. Και την Κίχλη. Ποιήματα και συλλογές, και στίχους ακόμα, που δεν σε άφηναν να σταματήσεις πριν τα μάθεις απέξω.
Χάρη στη διακριτική διαμεσολάβηση των φίλων μου, τον διάβασα πολύ. Από τότε, ο Σεφέρης έγινε ο Ποιητής της ζωής μου. Είναι πάντοτε. Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποιος γόρδιος δεσμός με δένει μαζί του έτσι που να μην τον εγκαταλείπω ποτέ. Ποιος ομφάλιος λώρος τροφοδοτεί το μυαλό μου με στίχους του κάθε φορά που χρειάζομαι ένα απόφθεγμα, μια ελπίδα να πιαστώ, ένα όργανο να ανατάμω τον κόσμο.
Είναι η κοινή καταγωγή από τη γη της Ιωνίας; (και θα έλεγα μυστικιστική, αλλά δεν ξέρω πώς θα εκληφθεί)… Είναι η αγάπη μου για τον αυστηρό ρυθμό των αρχαϊκών χρόνων (με τον οποίο, πιστεύω, είναι σφραγισμένη η ποίησή του;) Η εσωτερική του οικονομία (που μου ταιριάζει απόλυτα, αντίθετα με την εξωτερική μου πολυλογία;) Η πίστη και η σοβαρότητα με τις οποίες υπερασπίζεται τις απόψεις του; Είναι το ρηξικέλευθο μυαλό του; Το ανυπέρβλητο ταλέντο του; Δεν ξέρω. Πάντως, δεν τον ξεπέρασα ποτέ. Εσείς;
Το αναγνωστικό του Γυμνασίου είχε δημοτική ποίηση και Κάλβο. Εκείνα τα χρόνια, κι αυτά πολλά ήτανε. Μεσούσης της χούντας, η εκπαίδευση δεν ξέφευγε ποτέ από τα προκαθορισμένα, τα συντηρητικά. Αν καμιά φιλόλογος μιλούσε για τον Πρεβέρ ή τον Καβάφη, θα ήταν θαύμα. Μέχρις εκεί, όμως.
Αλλά, οι φίλοι μου ήτανε μεγαλύτεροι από μένα (όχι πολύ, πάντως καθοριστικά) και λόγιοι όλοι τους. Ετσι, ανάμεσα στα 16 και στα 17, οι (τότε) νέοι ποιητές που σήμερα τους αποκαλώ «τα κρατικά βραβεία», γιατί όλοι τους έχουν τιμηθεί με ένα, ο Γιωργάκης Μαρκόπουλος, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και ο Γιάννης Βαρβέρης, έκριναν ότι πρέπει να μάθω τη Γενιά του ’30. Πάνω απ’ όλους, τον Σεφέρη.
Τον ήξερα ελάχιστα, μέχρι τότε. Δεν ήταν ο ποιητής που έγραψε τους στίχους για το τραγούδι «Στο περιγιάλι το κρυφό»; Αυτός ήταν, παρόλο που το ποίημα τιτλοφορείται «Αρνηση» και παρόλο που όταν ακούς το κομμάτι του Μίκη αλλιώς εκλαμβάνεις το «πήραμε τη ζωή μας λάθος!» και αλλιώς όταν το διαβάζεις:
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»
Αυτός. Αλλά, πέρα από την ανατριχίλα όταν άκουγα κρυφά το τραγούδι (γιατί ήταν χούντα όπως είπαμε και ο Θεοδωράκης απαγορευμένος) είχε και άλλα πολλά. Είχε τον Ερωτικό Λόγο. Και το Φύλλο της Λεύκας. Και το Μυθιστόρημα. Και την Κίχλη. Ποιήματα και συλλογές, και στίχους ακόμα, που δεν σε άφηναν να σταματήσεις πριν τα μάθεις απέξω.
Χάρη στη διακριτική διαμεσολάβηση των φίλων μου, τον διάβασα πολύ. Από τότε, ο Σεφέρης έγινε ο Ποιητής της ζωής μου. Είναι πάντοτε. Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποιος γόρδιος δεσμός με δένει μαζί του έτσι που να μην τον εγκαταλείπω ποτέ. Ποιος ομφάλιος λώρος τροφοδοτεί το μυαλό μου με στίχους του κάθε φορά που χρειάζομαι ένα απόφθεγμα, μια ελπίδα να πιαστώ, ένα όργανο να ανατάμω τον κόσμο.
Είναι η κοινή καταγωγή από τη γη της Ιωνίας; (και θα έλεγα μυστικιστική, αλλά δεν ξέρω πώς θα εκληφθεί)… Είναι η αγάπη μου για τον αυστηρό ρυθμό των αρχαϊκών χρόνων (με τον οποίο, πιστεύω, είναι σφραγισμένη η ποίησή του;) Η εσωτερική του οικονομία (που μου ταιριάζει απόλυτα, αντίθετα με την εξωτερική μου πολυλογία;) Η πίστη και η σοβαρότητα με τις οποίες υπερασπίζεται τις απόψεις του; Είναι το ρηξικέλευθο μυαλό του; Το ανυπέρβλητο ταλέντο του; Δεν ξέρω. Πάντως, δεν τον ξεπέρασα ποτέ. Εσείς;
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 29, 2008
Γέννηση του Γιώργου Σεφέρη- σε ένα έτος δίσεκτο
«28 προς 29 ώρα 1 ½ μ. μεσονύκτιον η Δέσπω εγέννησεν υιόν». Με τα γράμματα του παπού Πρόδρομου στην οικογενειακή εγκυκλοπαίδεια, η γέννηση αυτή, όπως όλες οι γεννήσεις, έδειχνε χαρά. Η ιστορία και η κοινωνική θέση της φαμίλιας προοιωνίζονταν ένα καλό μέλλον για το νεογέννητο, που ήρθε με την ανατολή ενός αιώνα. Ακριβώς στα 1900. Κανείς δεν μπορούσε, φυσικά, να προβλέψει πως ο «υιός» θα ήταν το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδας: ο Γιώργος Σεφέρης.
Γεννήθηκε ξημερώνοντας 29η Φεβρουαρίου, λοιπόν, στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και βαφτίστηκε έξι εβδομάδες μετά, «εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν», την Αγία Φωτεινή. Μεγάλωσε σε μια πόλη που απεχθανόταν- αν δεν μισούσε- με μοναδικές διαφυγές τα καλοκαίρια στα Βουρλά, όπου ήταν το εξοχικό τους και το σπίτι των παπούδων του. Το σπίτι της Σμύρνης δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος να το αναγνωρίσει, κάμποσες δεκαετίες μετά την καταστροφή. Αλλά, τα σπίτια στη Σκάλα Βουρλών είναι εκεί, και θυμίζουν σήμερα- έστω και αν έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχείο- το πέρασμα των Σεφεριάδηδων όπως και του ελληνισμού από την Ιωνία.
Και να, λοιπόν, το νέο παιχνίδι που σας καλώ να παίξουμε: η γέννηση του Γιώργου Σεφέρη έχει διπλή ημερομηνία, όπως συμβαίνει με όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί πριν από το 1924, οπότε και η Ελλάδα υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο. Αυτό, μας δίνει τη δυνατότητα να αναφερθούμε στον ποιητή από σήμερα μέχρι και τις 13 Μαρτίου. Πρώτη δεσμεύομαι να επανέλθω με ένα κείμενο για το μυθιστόρημα «Βαρνάβας Καλοστέφανος» το οποίο ο ποιητής άφησε ημιτελές και εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες. Καλώ να γράψουν ό,τι θέλουν για τον ποιητή μέσα σε αυτό το χρονικό όριο, οι:
Alef
Librofilo
Nuwanda
Καφεΐνη
Kyriaz
Νέλλυ Νέζη
Σταυρούλα Σκαλίδη
Mh xeirotera (τώρα να σε δω!)
Joanna
Faraona
Ωσηέ
Surrealist
Εμπρός, λοιπόν, στα θρανία μας όλοι. Και μετά, προσκαλούμε και άλλους, ώστε η μπλογκόσφαιρα να μάθει ότι έχουμε επέτειο γέννησης ενός πολύ σπουδαίου και (το κυριότερο) πολύ αγαπημένου ποιητή.
Γεννήθηκε ξημερώνοντας 29η Φεβρουαρίου, λοιπόν, στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και βαφτίστηκε έξι εβδομάδες μετά, «εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν», την Αγία Φωτεινή. Μεγάλωσε σε μια πόλη που απεχθανόταν- αν δεν μισούσε- με μοναδικές διαφυγές τα καλοκαίρια στα Βουρλά, όπου ήταν το εξοχικό τους και το σπίτι των παπούδων του. Το σπίτι της Σμύρνης δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος να το αναγνωρίσει, κάμποσες δεκαετίες μετά την καταστροφή. Αλλά, τα σπίτια στη Σκάλα Βουρλών είναι εκεί, και θυμίζουν σήμερα- έστω και αν έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχείο- το πέρασμα των Σεφεριάδηδων όπως και του ελληνισμού από την Ιωνία.
Και να, λοιπόν, το νέο παιχνίδι που σας καλώ να παίξουμε: η γέννηση του Γιώργου Σεφέρη έχει διπλή ημερομηνία, όπως συμβαίνει με όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί πριν από το 1924, οπότε και η Ελλάδα υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο. Αυτό, μας δίνει τη δυνατότητα να αναφερθούμε στον ποιητή από σήμερα μέχρι και τις 13 Μαρτίου. Πρώτη δεσμεύομαι να επανέλθω με ένα κείμενο για το μυθιστόρημα «Βαρνάβας Καλοστέφανος» το οποίο ο ποιητής άφησε ημιτελές και εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες. Καλώ να γράψουν ό,τι θέλουν για τον ποιητή μέσα σε αυτό το χρονικό όριο, οι:
Alef
Librofilo
Nuwanda
Καφεΐνη
Kyriaz
Νέλλυ Νέζη
Σταυρούλα Σκαλίδη
Mh xeirotera (τώρα να σε δω!)
Joanna
Faraona
Ωσηέ
Surrealist
Εμπρός, λοιπόν, στα θρανία μας όλοι. Και μετά, προσκαλούμε και άλλους, ώστε η μπλογκόσφαιρα να μάθει ότι έχουμε επέτειο γέννησης ενός πολύ σπουδαίου και (το κυριότερο) πολύ αγαπημένου ποιητή.
Κυριακή, Φεβρουαρίου 24, 2008
Και μία και δύο και τρεις προτάσεις από τον Σεφέρη
Ε, καλά, έκλεψα λίγο. Το πρώτο βιβλίο που έψαξα (το είχα δίπλα μου πάντως) ήταν για το σχεδίασμα Β΄των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού. Και έπεσα στις βιβλιογραφικές αναφορές, οπότε δεν είχε νόημα. Το δεύτερο, επομένως, ήταν αυτό: Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη. Και ιδού:
«Μάθε το, μόνο στην επιφάνεια μπορείς ν' αλλάξεις. Τα άλλα, τα βαθύτερα, μόνο να τα ξεχάσεις μπορείς- για λίγο καιρό. Θα είσαι αυτό που είσαι.»
Ευχαριστώ, Alef και Kyrıaz για την πρόσκληση να παίξω στο μπλογκο-παίχνιδο με τη σελίδα 123.
Νέλλη Νέζη.
Κατερίνα,
Ιουστίνη,
Faraona
Aeglıe
θα πάρετε τη σκυτάλη;
«Μάθε το, μόνο στην επιφάνεια μπορείς ν' αλλάξεις. Τα άλλα, τα βαθύτερα, μόνο να τα ξεχάσεις μπορείς- για λίγο καιρό. Θα είσαι αυτό που είσαι.»
Ευχαριστώ, Alef και Kyrıaz για την πρόσκληση να παίξω στο μπλογκο-παίχνιδο με τη σελίδα 123.
Νέλλη Νέζη.
Κατερίνα,
Ιουστίνη,
Faraona
Aeglıe
θα πάρετε τη σκυτάλη;
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη
Η ευτυχία, για μένα, είναι σε μέγιστο βαθμό Αγάπη. Στην πρόσκληση της Alef να γράψουμε για την ευτυχία, ανταποκρίνομαι με ένα ποίημα του Λουί Αραγκόν σε μετάφραση Αντώνη Θ. Φωστιέρη:
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ
Τίποτα δε χαρίστηκε στον άνθρωπο ποτέ. Μηδέ η δύναμή του,
Μηδέ αδυναμία, μηδέ καρδιά. Κι όταν νομίζει πως
Τα χέρι’ ανοίγει, ο ίσκιος του είναι σωστός σταυρός
Και μνέσει μες τη χούφτα του της ευτυχίας του ο σποδός
Είναι μια προδοσία φριχτή κι αλλόκοτ’ η ζωή του.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Η ζωή του... Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές
Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.
Τι κι αν τους εύρης το πρωί ετοιμασμένους,
Αυτούς, οπού το βράδι θα τους δης αβέβαιους, νικημένους;
Πήτε μονάχα* η ζωή μου! Και βαστήχτε των δακρύων σας τις πηγές...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,
Μαζί μου σέχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο*
Κι όλοι γύρω μας βλέπουν μένα βλέμμα χαμένο,
Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο
Στα μεγάλα τα μάτια σου- κι έχει τώρα πεθάνει...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί...
Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδι,
Για το σπαθί της δυστυχιάς που της χαράς το υφάδι
κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,
Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο ‘μαστε δεμένοι!
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ
Τίποτα δε χαρίστηκε στον άνθρωπο ποτέ. Μηδέ η δύναμή του,
Μηδέ αδυναμία, μηδέ καρδιά. Κι όταν νομίζει πως
Τα χέρι’ ανοίγει, ο ίσκιος του είναι σωστός σταυρός
Και μνέσει μες τη χούφτα του της ευτυχίας του ο σποδός
Είναι μια προδοσία φριχτή κι αλλόκοτ’ η ζωή του.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Η ζωή του... Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές
Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.
Τι κι αν τους εύρης το πρωί ετοιμασμένους,
Αυτούς, οπού το βράδι θα τους δης αβέβαιους, νικημένους;
Πήτε μονάχα* η ζωή μου! Και βαστήχτε των δακρύων σας τις πηγές...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,
Μαζί μου σέχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο*
Κι όλοι γύρω μας βλέπουν μένα βλέμμα χαμένο,
Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο
Στα μεγάλα τα μάτια σου- κι έχει τώρα πεθάνει...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί...
Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδι,
Για το σπαθί της δυστυχιάς που της χαράς το υφάδι
κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,
Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο ‘μαστε δεμένοι!
Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008
Πρόσκληση από το Ανεμολόγιο
Την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008 (παραλλήλως με την εκπομπή Ανεμολόγιο του Σκάι 100,3), η ιστοσελίδα http://skai-anemologio-pblogs.gr ετοιμάζει θεματική βραδιά για τα μπλογκ. Ας την παρακολουθήσουμε.
Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2008
Sous le ciel de Paris
Ενας λαός που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα ασχολούνταν με την Κάρλα Μπρούνι και τον Νικολά Σαρκοζί αφήνοντας τα χειρόγραφα των ποιητών του να βγαίνουν σε δημοπρασία. Οπως καταλάβατε, δεν μας φωτογραφίζω αυτή τη φορά, αλλά αναφέρομαι στους Γάλλους των οποίων το αυτάκι δεν ίδρωσε καθόλου. Επομένως, μάλλον δεν σκέφτονται να βγουν από την αποχαύνωση και να διεκδικήσουν ένα θρυλικό χειρόγραφο, το οποίο δημοπρατείται από τους Σόθμπι'ς στο Παρίσι.
Είναι το χειρόγραφο από τα «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού» και μαζί το «Poisson Soluble» του Αντρέ Μπρετόν. Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, το παρισινό διαμέρισμα του ποιητή και Πάπα του Σουρεαλισμού ήταν ακέραιο, όπως το είχε αφήσει. Ακόμα και οι πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και του Χουάν Μιρό ήταν στη θέση τους. Οι κληρονόμοι της πρώτης συζύγου του, αποφάσισαν να το διαλύσουν, πουλώντας τα πάντα κομμάτι- κομμάτι. Τότε, είχε ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, που ζητούσαν να μετατραπεί το διαμέρισμα σε μουσείο. Απέτυχαν. Σήμερα, ουδείς διανοείται να κάνει έστω αυτό.
Το χειρόγραφο εκτίθεται τώρα (και μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου) στο Λονδίνο, θα δημοπρατηθεί όμως στο Παρίσι- για ευνόητους λόγους. Και είναι πραγματικά να απορεί κανείς που άνθρωποι με ανάστημα σαν του Τζακ Λανγκ δεν έχουν ζητήσει να περιέλθει αυτό το εξαιρετικά σημαντικό χειρόγραφο, αντίγραφο του οποίου δεν υπάρχει, στη Γαλλική Δημοκρατία. Προφανώς η Μαριάννα δεν ενδιαφέρεται πια για ποιητές- καθώς το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» έχει μετατραπεί σε «Ελευθερία, Ισότητα, Χαβιάρι» (και μη με διαψεύσει κανείς. Το έχω δει με τα μάτια μου σε διαφήμιση καταστήματος, στο μετρό του Παρισιού. Τη βρήκα έξυπνη τότε, αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς...)
Επειδή λοιπόν όλα έχουν μια τιμή στις μέρες μας, τα Μανιφέστα εκτιμάται ότι θα φτάσουν σε μισό εκατομμύριο ευρώ, ενώ η ποιητική συλλογή που δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα, και αποτελεί υπόδειγμα αυτόματης γραφής, αναμένεται να πιάσει περί τα 80.000 ευρώ ανά τμήμα (μη ρωτήσετε τι σημαίνει αυτό, δεν έχω δει το χειρόγραφο για να ξέρω. Από τον Γκάρντιαν ενημερώθηκα. Ετσι, αντί να βρίσκονται στα εθνικά λογοτεχνικά αρχεία της Γαλλίας, προσβάσιμα στους μελετητές, ένας θεός ξέρει πού θα πάνε και ποιος θα μπορεί να τα δει- αν θα μπορεί και κανένας.
Κι όμως τα Μανιφέστα είναι, στην πραγματικότητα, το πλέον θεμελιώδες κείμενο για το κίνημα. Στην αρχή γράφτηκαν ως πρόλογος στη συλλογή. Κατόπιν μεγάλωσαν, αυτονομήθηκαν, και, κατ' ουσίαν έβαλαν τάξη στο χάος: όρισαν τον σουρεαλισμό, ο οποίος είχε γεννηθεί λίγα χρόνια πριν από τον Απολιναίρ, αλλά ως όρος, όχι ως κίνημα. Ο σουρεαλισμός (γνωστός στην Ελλάδα και ως υπερρεαλισμός) βρήκε έτσι τον κατεξοχήν θεωρητικό του και η τέχνη οφελήθηκε πολλαπλώς. Αυτά, από το 1919- 1922 οπότε και σημειώνονται οι πρώτες διεργασίες έως το 1968 οπότε και το κίνημα σβήνει- ίσως δεν είναι τυχαίο πως εκείνη τη χρονιά πεθαίνει και ο Μπρετόν, αλλά γεννιέται και ο Μάης του '68.
Η Ομορφιά, ή θα είναι συγκλονιστική ή δεν θα υπάρχει έγραφε ο Μπρετόν στη «Νατζά» (το βιβλίο έχει αποδοθεί και ως Νάντια και η φράση έχει πολλές ερμηνείες, έτσι την πρωτοδιάβασα όμως στην εφηβεία μου, σε μια μετάφραση της εποχής και έτσι έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου). Μήπως φτάνουμε στην Εποχή που θα συμβεί το δεύτερο;
Είναι το χειρόγραφο από τα «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού» και μαζί το «Poisson Soluble» του Αντρέ Μπρετόν. Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, το παρισινό διαμέρισμα του ποιητή και Πάπα του Σουρεαλισμού ήταν ακέραιο, όπως το είχε αφήσει. Ακόμα και οι πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και του Χουάν Μιρό ήταν στη θέση τους. Οι κληρονόμοι της πρώτης συζύγου του, αποφάσισαν να το διαλύσουν, πουλώντας τα πάντα κομμάτι- κομμάτι. Τότε, είχε ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, που ζητούσαν να μετατραπεί το διαμέρισμα σε μουσείο. Απέτυχαν. Σήμερα, ουδείς διανοείται να κάνει έστω αυτό.
Το χειρόγραφο εκτίθεται τώρα (και μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου) στο Λονδίνο, θα δημοπρατηθεί όμως στο Παρίσι- για ευνόητους λόγους. Και είναι πραγματικά να απορεί κανείς που άνθρωποι με ανάστημα σαν του Τζακ Λανγκ δεν έχουν ζητήσει να περιέλθει αυτό το εξαιρετικά σημαντικό χειρόγραφο, αντίγραφο του οποίου δεν υπάρχει, στη Γαλλική Δημοκρατία. Προφανώς η Μαριάννα δεν ενδιαφέρεται πια για ποιητές- καθώς το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» έχει μετατραπεί σε «Ελευθερία, Ισότητα, Χαβιάρι» (και μη με διαψεύσει κανείς. Το έχω δει με τα μάτια μου σε διαφήμιση καταστήματος, στο μετρό του Παρισιού. Τη βρήκα έξυπνη τότε, αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς...)
Επειδή λοιπόν όλα έχουν μια τιμή στις μέρες μας, τα Μανιφέστα εκτιμάται ότι θα φτάσουν σε μισό εκατομμύριο ευρώ, ενώ η ποιητική συλλογή που δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα, και αποτελεί υπόδειγμα αυτόματης γραφής, αναμένεται να πιάσει περί τα 80.000 ευρώ ανά τμήμα (μη ρωτήσετε τι σημαίνει αυτό, δεν έχω δει το χειρόγραφο για να ξέρω. Από τον Γκάρντιαν ενημερώθηκα. Ετσι, αντί να βρίσκονται στα εθνικά λογοτεχνικά αρχεία της Γαλλίας, προσβάσιμα στους μελετητές, ένας θεός ξέρει πού θα πάνε και ποιος θα μπορεί να τα δει- αν θα μπορεί και κανένας.
Κι όμως τα Μανιφέστα είναι, στην πραγματικότητα, το πλέον θεμελιώδες κείμενο για το κίνημα. Στην αρχή γράφτηκαν ως πρόλογος στη συλλογή. Κατόπιν μεγάλωσαν, αυτονομήθηκαν, και, κατ' ουσίαν έβαλαν τάξη στο χάος: όρισαν τον σουρεαλισμό, ο οποίος είχε γεννηθεί λίγα χρόνια πριν από τον Απολιναίρ, αλλά ως όρος, όχι ως κίνημα. Ο σουρεαλισμός (γνωστός στην Ελλάδα και ως υπερρεαλισμός) βρήκε έτσι τον κατεξοχήν θεωρητικό του και η τέχνη οφελήθηκε πολλαπλώς. Αυτά, από το 1919- 1922 οπότε και σημειώνονται οι πρώτες διεργασίες έως το 1968 οπότε και το κίνημα σβήνει- ίσως δεν είναι τυχαίο πως εκείνη τη χρονιά πεθαίνει και ο Μπρετόν, αλλά γεννιέται και ο Μάης του '68.
Η Ομορφιά, ή θα είναι συγκλονιστική ή δεν θα υπάρχει έγραφε ο Μπρετόν στη «Νατζά» (το βιβλίο έχει αποδοθεί και ως Νάντια και η φράση έχει πολλές ερμηνείες, έτσι την πρωτοδιάβασα όμως στην εφηβεία μου, σε μια μετάφραση της εποχής και έτσι έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου). Μήπως φτάνουμε στην Εποχή που θα συμβεί το δεύτερο;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)