Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Ορχάν Παμούκ, το νέο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας απέκτησε ένα ακόμα ανάχωμα: το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται φέτος στον Ορχάν Παμούκ, έναν συγγραφέα που έχει ανοικτούς λογαριασμούς με το στρατιωτικό και εθνικιστικό κατεστημένο. Η σουηδική ακαδημία, παρά την κατά καιρούς πολυδιαφημιζόμενη από την ίδια πολιτική ουδετερότητα, για μια ακόμη φορά υπέκυψε στον πειρασμό της «επικαιρότητας» και έδωσε το βραβείο σε έναν συγγραφέα άξιο μεν και φαβορί, όμως όχι του ύψους ενός Κούντερα ή μιας Τζόις Κάρολ Οουτς.
Θα ήταν, φυσικά, δυσάρεστο να μετρά κοτζάμ ακαδημία με τη μεζούρα τα ταλέντα, και είναι ευχάριστο που ο Παμούκ έχει ένα ενδιαφέρον έργο το οποίο υποστηρίζει το νόμπελ. Ωστόσο, στην άκρη του μυαλού μας παραμένει το ερώτημα: έπαιξε ρόλο η δίκη του συγγραφέα για την υπεράσπιση των Αρμενίων; Επαιξαν ρόλο οι θέσεις του υπέρ των Κούρδων; Σε κάθε περίπτωση, θα προσθέταμε οπωσδήποτε πως έπαιξε ρόλο η ποιότητα των βιβλίων και της σκέψης του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα γραπτά του κείμενα.
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Τελείωσε το λύκειο στη Ροβέρτειο σχολή, σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Έζησε τρία χρόνια στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε σαν ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Αιόβα και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Η αστική καταγωγή του, οι σπουδές του στο εξωτερικό, προφανώς, όμως, και οι «ανησυχίες» του τον οδήγησαν να συναισθανθεί και να περιγράψει με γλαφυρότητα τον οδυνηρό διχασμό της τουρκικής κοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η Σουηδική Ακαδημία παρατηρεί επίσης ότι ο Παμούκ, «στην αναζήτηση της μελαγχολικής ψυχής της γενέθλιας πόλης του, ανακάλυψε νέα σύμβολα για να περιγράψει τη σύγκρουση και την συνύφανση των πολιτισμών».
Αρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Τζεβντέτ μπέης και υιοί» κέρδισε το 1979 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος των εκδόσεων Μιλιέτ. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1982 και την επόμενη χρονιά πήρε το βραβείο μυθιστορήματος Ορχάν Κεμάλ. Το δεύτερο βιβλίο του «Το σπίτι της σιωπής» (1982) μεταφράστηκε στα γαλλικά και το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο Prix de la decouverte Europeenne. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το ιστορικό του μυθιστόρημα «Το Λευκό κάστρο» (1990) μεγάλωσε τη φήμη του μέσα κι έξω από την Τουρκία. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροδαμός. Μάλιστα, οι New York Times έγραψαν τότε γι' αυτόν: «Ένα αστέρι γεννήθηκε στην Aνατολή».
Στη συνέχεια έγραψε "Το Μαύρο βιβλίο" (1990), ένα από τα πιο συζητημένα και πολυδιαβασμένα έργα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας. Ακολούθησε «Η Καινούργια Ζωή» το 1994 και το 1998 έγραψε το «Με λένε Κόκκινο ». Και τα τρία βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα όπως και το πιο πρόσφατο, «Ινσταμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις». Τα βιβλία του Παμούκ έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.
Είναι παντρεμένος και έχει ένα κοριτσάκι.
Το 1995 ο Παμούκ ήταν ανάμεσα σε μια ομάδα συγγραφέων που δικάστηκαν για την κριτική τους εναντίον του τρόπου που η Τουρκία μεταχειρίζεται τους Κούρδους. Η κριτική είχε εκδοθεί σε ένα βιβλίο δοκιμίων. Επίσης, το 2005 ασκήθηκε εναντίον του δίωξη για δηλώσεις του σε ελβετική εφημερίδα περί σφαγής των Αρμενίων. Μετά από αντιδράσεις που σχετίζονταν και με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, τον περασμένο Ιανουάριο το δικαστήριο αποφάσισε να σταματήσει την δίωξη εναντίον του.

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

«Οι φύλακες της Ανατολίας» του Πασχάλη Λαμπαρδή

Στις μέρες μας ανθεί το ιστορικό μυθιστόρημα, σαν οφειλή των Ελλήνων όχι προς την Ιστορία, αλλά προς τη Λογοτεχνία. Εννοώ πως αφού αργήσαμε να αποκτήσουμε μυθιστόρημα, αργήσαμε και να ασχοληθούμε με αυτό το είδος. Μέχρι να κάνει τον κύκλο του και να περάσει, έχουμε δει και έχουμε απολαύσει αρκετά πολύ ενδιαφέροντα έργα. Από τα κορυφαία είναι το Ενας σκούφος από πορφύρα της Μάρως Δούκα, αλλά θα θυμήσω και τα βιβλία του ΝίκουΘέμελη.
Ο Πασχάλης Λαμπαρδής κάνει ιστορικό μυθιστόρημα, επεκτείνεται όμως πέραν του ελληνικού χώρου. Οι φύλακες της Ανατολίπας εκτυλίσσονται στον μακρινό Πόντο και στην τουρκική ενδοχώρα προς εκείνη την περιοχή και παρουσιάζουν τη ζωή των κρυπτοχριστιανών. Εκείνων, δηλαδή, που φανερά ήταν Τούρκοι και Μωαμεθανοί και βαθειά μέσα τους Ελληνες και Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Το φαινόμενο είχε, βεβαίως, ιστορικές ρίζες, αφού αρκετοί που κατάγονταν από εκείνα τα μέρη μετά την Αλωση της Πόλης αναγκάστηκαν να ζήσουν διπλή ζωή με την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να επιζήσουν.
Αυτά ως προς τους εξω- λογοτεχνικούς παράγοντες. Ας πάμε τώρα στο ίδιο το μυθιστόρημα: έχει την ατμόσφαιρα και τη γλύκα της Ανατολής, μια καλά σχεδιασμένη πλοκή και ωραίους διαλόγους, σαν φυσικούς. Η εξιστόρηση γίνεται με έναν θαυμαστό τρόπο, που κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον και θυμίζει ιστορίες τις οποίες έλεγε παλιά όλη η οικογένεια τις νύχτες, γύρω από τη φωτιά. Η λογοτεχνία έχει το πάνω χέρι σε σύγκριση με την Ιστορία και αυτό είναι επίσης σημαντικό, αφού μιλάμε για λογοτεχνικό έργο.
Πάντως, ο πρώτος κεντρικός ήρωας, ο Σουλεϊμάν, είναι τόσο πλήρης ώστε στάθηκε για τον συγγραφέα εμπόδιο να αναπτύξει ανάλογα και τους υπόλοιπους. Ο Σουλεϊμάν είναι εμβληματική, πατριαρχική μορφή, δοσμένη με μαεστρία. Ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Ο αναγνώστης θα περίμενε, λοιπόν, και τους υπόλοιπους ανάλογα δοσμένους. Επειδή, όσο το μυθιστόρημα πηγαίνει προς το τέλος, υπάρχει η αίσθηση πως «τρέχει» καθώς η αφήγηση στερείται λεπτομερειών που θα υπήρχαν αν και οι άλλοι ήρωες είχαν πλαστεί με τον ίδιο συνθετικό τρόπο.
Εκδόσεις «Πατάκης»

Κυριακή, Οκτωβρίου 08, 2006

Ο Ερωτας του Μαγιακόφσκι


«Λίλια, αγάπα με»
Τη σπαρακτική αυτή απαίτηση- παράκληση- έκκληση ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι δεν την απευθύνει στη Λίλη Μπρικ σε κάποιο ιντερμέδιο, σε κάποια καμπή ή σε ευτυχή στιγμή της σχέσης του. Οι λέξεις που γράφει στο χαρτί είναι από τις τελευταίες που έμελλε να γράψει στη ζωή του. Ορίζει πως η οικογένειά του είναι η μαμά, οι αδελφές και η Λίλια (άντε και η πρόσφατη «σχέση» του η Βερόνικα Πολόνσκαγια) και της ζητά να τον αγαπά λίγες ώρες πριν αυτοκτονήσει.
Εκείνη, που δεν χρειαζόταν συστάσεις για να τον αγαπά, τον είχε βαθιά μέσα στην καρδιά της μέχρι το τέλος της δικής της ζωής, η οποία υπήρξε μεγάλη και πολυκύμαντη. Ιχνη αυτής της τεράστιας αγάπης, της πέρα και πάνω από τον έρωτα, θα βρούμε τόσο στο βιβλίο της «Με τον Μαγιακόφσκι» (εκδόσεις Θεμέλιο- εξαντλημένο) όσο και στα γράμματα που του έστελνε.
«Ο κόκκινος κοριός και η μοβ χρυσαλίδα» τιτλοφορείται το βιβλίο που σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αγκυρα» σε μετάφραση Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Μέσα από τις επιστολές τους, παρουσιάζεται ο μεγάλος έρωτας των δυο τους αλλά και η σχέση τους με τον σύζυγο της Λίλης, Οσιπ Μπρικ. Ανάμεσα στο υλικό, είναι και μια ανεπίδοτη επιστολή, η οποία, λόγω των γεγονότων, ανήκει πλέον στην Ιστορία.

Δεκαπέντε Ιουλίου 1915 ώρα 3.15 το απόγευμα ο Μαγιακόφσκι, που μόλις έχει γνωρίσει τη Λίλη και τον Οσιπ από την αδελφή εκείνης, την Ελσα Τριολέ (κατόπιν σύζυγο Αραγκόν) αφιερώνει στη Λίλη ένα ποίημά του. Ο έρωτας τους κατακυριεύει και είναι μάταιο να του αντιστέκονται. Τα επόμενα χρόνια η Ρωσία θα γνωρίσει ένα πρωτότυπο «τρίγωνο»: ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής. Ο Οσιπ τα ξέρει όλα από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, συνεχίζει να συνεργάζεται με τον Μαγιακόφσκι στους φουτουριστές εξαρχής και κατόπιν στο Νέο Αριστερό Μέτωπο, του οποίου, στην ουσία, είναι ο θεωρητικός.
«Τη βάρκα του έρωτα την τσακίζει η ζωή» πολύ πριν ο ποιητής γράψει αυτές τις λέξεις στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του, αλλά η σχέση με τη Λίλη παραμένει εξαιρετικά ισχυρή μέχρι τον θάνατό του. Θα λέγαμε, δεδομένης της αφοσίωσης εκείνης προς τη μνήμη και το έργο του, ακόμη και μετά από αυτόν.