Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Pablo Neruda II

Ολα αυτά τα χρόνια, δεν ζει μόνος. Εχει παντρευτεί ήδη δύο φορές. Μία
με την Μαρία Αντονιέτα Χαγκενάαρ και μία με την Ντέλια ντελ Καρίλ. Λίγο μετά, και ενώ είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής κυκλοφορεί ανώνυμα το βιβλίο του «Οι στίχοι του καπετάνιου». Εκείνοι που λίγο γνωρίζουν τον ποιητή, θα πουν ότι το κόμμα του αντιτάχθηκε σ' αυτά τα ποιήματα αγάπης, δεν τα ενέκρινε. Αλλά γιατί; Μήπως το «Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο» δεν έχει ήδη προηγηθεί;
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και πολύ ανθρώπινη. Η καρδιά του
Νερούδα είναι πλέον αφιερωμένη στη Ματίλντε Ουρούτια, την τελευταία
αγάπη της ζωής του. Και το βιβλίο, το ίδιο. Αλλά ο ποιητής δεν θέλει να
το μάθει έτσι η Ντέλια, «η πιο γλυκειά σύζυγος, ένα νήμα από ατσάλι και
μέλι δεμένο επάνω μου, στα χρόνια που η ποίησή μου τραγουδούσε πολύ.»
Στο μεταξύ έχει επιστρέψει στη Χιλή, έχει εκλεγεί γερουσιαστής του
Κομμουνιστικού Κόμματος, δραπέτευσε στην Αργεντινή περνώντας από τις Ανδεις όταν αυτό κηρύχθηκε παράνομο, έχει ξαναγυρίσει στη χώρα του και η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Τα τρία βιβλία της «Διαμονής στη γη», το «Γενικό Ασμα » (Κάντο Χενεράλ), θα πυροδοτήσουν πολλές συζητήσεις για τη δημιουργία του. Μια δημιουργία- ποταμό, που κλείνει μέσα της έναν ατέλειωτο έρωτα για την πατρίδα και μια τεράστια μελαγχολία. «Μια αρρενωπή μελαγχολία, μια άφατη θλίψη κι ένα αίσθημα εγκατάλειψης και μοναξιάς μέσα στο χάος του κόσμου, κυριαρχούν» θα σημειώσει ο δικός μας Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος μιλά επίσης για «φρενιτιώδη φαντασία», για
«αποκαλυπτικό όραμα».
Ο «ερωτικός πατριωτισμός» του θα εκφρασθεί συχνά μέσα στην ποίησή του: «πότε θα ρθω, πότε θα ρθω/ πατρίδα μου να παντρευτώ με σένα/ πρασινομάτα και χιονόμαλλη,/ πότε θα ρθω-/ εκατομμύρια παιδιά να κάνουμε μαζί/ που θα μοιράσουνε τη γη στους πεινασμένους» γράφει. Και αλλού: «πατρίδα μου θέλω ν' αλλάξω ίσκιο./ Πατρίδα μου, θέλω ν' αλλάξω ρόδο./ Θέλω να περάσω το μπράτσο μου/ γύρω απ' τη σφιχτή σου μέση,/ να καθίσω στα πόδια σου/ τα θαλασσοψημένα.»
Η πρώτη διεθνής αναγνώριση, το «βραβείο Στάλιν» (και κατόπιν «Λένιν») έρχεται στα 1953. Η δεύτερη, η μεγαλύτερη που υπάρχει, στα 1972. Είναι το βραβείο Νόμπελ, το δεύτερο της Χιλής, που κάνει το Σαντιάγο να παραληρεί και να σημαιοστολίζεται. Ο Νερούδα θα ακολουθήσει την παράδοση της Γαβριέλα Μιστράλ. Υπάρχουν πολύ πιο άξιοι Χιλιανοί ποιητές για το βραβείο αυτό, είπε η Δασκάλα του, όταν της το έδωσαν, το 1945. «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή» είπε ο Πάβλο Νερούδα: «ο Γιάννης Ρίτσος».
Τα χρόνια εκείνα, χρόνια που η «Ουνιδάδ Ποπουλάρ» διακυβερνά τη χώρα, ο ποιητής, φίλος του Σαλβαδόρ Αλιέντε, βρίσκεται στο Παρίσι, ως πρέσβης της πατρίδας του. Οταν ακούει για την αρχή εθνικοποίησης των ορυχείων χαλκού, αρχίζει να ελπίζει και να αγωνιά. Η πρώτη ελαφριά καρδιακή κρίση είναι γεγονός. Η νοσταλγία επίσης. Επιστρέφει στη Χιλή με το πρώτο αεροπλάνο. Η κυβέρνηση Αλιέντε αντιμετωπίζει τα γνωστά τρομερά προβλήματα. Ο ποιητής παραμένει στην Ισλα Νέγκρα, άρρωστος βαρειά, μετά από αλλεπάλληλα καρδιακά επεισόδια και με τη λευχαιμία να τον καταβάλλει.
Μια «ελληνική» παρένθεση εδώ. Οταν ήταν στο Παρίσι, είχε ακούσει τρία κομμάτια από το «Κάντο Χενεράλ» του, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Βιαζόταν ν’ ακούσει ολοκληρωμένο το έργο, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του (εξόριστου από τη χούντα της Ελλάδας) συνθέτη στη Λατινική Αμερική. Θα απήγγειλε, μάλιστα, ο ίδιος, τα μελοποιημένα αποσπάσματα στη συναυλία του Μπουένος
Αϊρες. Η δραματική κατάσταση της υγείας του δεν του το επέτρεψε. Ο
Μίκης, αμέσως μετά τη συναυλία τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως οι
νέοι παραληρούσαν και φώναζαν το όνομά του. Ο Νερούδα ζήτησε συγνώμη που δεν μπόρεσε να πάει και υποσχέθηκε ν’ απαγγείλει στο Σαντιάγο.
Ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ιστορική συναυλία, τον Σεπτέμβριο του 1073, ο Μίκης δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον γραμματέα του Αλλιέντε, ο οποίος του ζητά να μην πάει εκείνες τις μέρες στη Χιλή, επειδή «υπάρχουν κάποια μικρά προβλήματα. Θα τα λύσουμε, -του είπε-, και σε μερικές μέρες θα σας καλέσουμε». Σε μερικές μέρες έγινε το πραξικόπημα. Η συναυλία αναβλήθηκε για είκοσι χρόνια. Τον Απρίλιο του 1993, που το έργο παρουσιάστηκε στο Σαντιάγο, οι ακροατές των δύο συναυλιών ήταν εξαιρετικά συγκινημένοι. Κλείνει η
παρένθεση.
Βρισκόμαστε πλέον στην 11η Σεπτεμβρίου 1973. Στη μέρα που εκδηλώνεται το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Το προεδρικό μέγαρο βομβαρδίζεται και ο πρόεδρος Αλιέντε δολοφονείται. Ορδές εισβάλλουν στην Ισλα Νέγκρα, ξυλοκοπούν τη Ματίλντε, αναστατώνουν τα πάντα, καίνε τα βιβλία του Νερούδα. Η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει δραματικά. Τον μεταφέρουν στο Σαντιάγο, στο νοσοκομείο, όπου και εκπνέει, τα ξημερώματα της 23ης Σεπτεμβρίου. Στην τελευταία κατοικία του τον συνοδεύουν ελάχιστοι φίλοι και αμέτρητοι φαντάροι με αυτόματα. Ο τύραννος τον φοβάται ακόμα και νεκρό.
Και έχει δίκιο. Ο τάφος του θα είναι κάθε μέρα στολισμένος με λουλούδια και το σπίτι της Ισλα Νέγκρα, που η Ματίλντε άφησε επίτηδες ανάστατο μετά την εισβολή, ως «ενθύμιον βαρβαρότητας», θα γεμίσει συνθήματα- αιτήματα ελευθερίας. Μόλις η δημοκρατία αποκαθίσταται (1992), τα οστά του ποιητή και της Ματίλντε μεταφέρονται στην Ισλα Νέγκρα και το σπίτι είναι πλέον μουσείο.
Ο Νερούδα στο μουσείο; Ακόμα κι αυτό μπορεί να συμβεί. Η αλήθεια είναι ότι τα ακρόπρωρα που ο ίδιος συνέλεγε, (όμορφες κόρες, από ξύλο, που «δακρύζει» με την υγρασία του χειμώνα), φαντάζουν άψυχα. Τα πολύχρωμα γυαλιά κάθε άλλο παρά χαρούμενα είναι. Η μαγική ατμόσφαιρα του μπαρ όπου ο ποιητής ντυμένος μπάρμαν κερνούσε τους φίλους του, δεν υπάρχει πια. Χωρίς τη γοητευτική παρουσία του ανθρώπου, όλα φαίνονται απόμακρα.
Κι ωστόσο κάτι μένει. Τα παιδικά του καμώματα, τα ψάρια, η ατμομηχανή, που στολίζουν τον κήπο, οι διακοσμητικές κρυστάλλινες σφαίρες, τα κοστούμια του, τα ημίψηλα καπέλα, αφήνουν τον επισκέπτη να υποπτευθεί κάτι από τη μυστηριώδη όσο και μυστηριακή παρουσία του ποιητή. Εκείνου που υπήρξε «ντροπαλός στα σαλόνια, Χιλιανός ως το κόκκαλο», εύκολος με τα παιδιά, δύσκολος με τους
επίσημους. Του Χιλιανού που...
Σταθείτε. Γι' αυτό το τελευταίο, ας μιλήσει ένας ανώνυμος Χιλιάνος. Ας
διαβάσουμε αυτή την επιγραφή, που λέει στα ισπανικά: «Ο Πάβλο δεν είναι Χιλιανός. Η Χιλή είναι Νερουδιανή». Τελεία.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Neruda requiem eternam





Οντα ούτως ή άλλως μυθικά, οι ποιητές περιβάλλονται πολλές φορές με
μύθους. Οι αγαπημένοι των θεών και των μουσών, εκείνοι που ξέρουν να
συνομιλούν με τα πουλιά, με τα φύλλα των δέντρων, με την καταιγίδα, με τους ωκεανούς, κάνουν τους ανθρώπους να αναζητούν γι' αυτούς πράγματα ακόμη πιο απίστευτα.
Σύμφωνα με τους μύθους που κυκλοφορούν για κείνον, εντός και εκτός
Χιλής, ο Πάβλο Νερούδα έλκει την καταγωγή από τους Ιντιος, την
καταπιεσμένη μειονότητα των ιθαγενών της χώρας του. Πολέμησε με το όπλοστο χέρι υπέρ της ισπανικής δημοκρατίας, όταν αυτή δοκιμαζόταν σκληρά. Η ποιητική του συλλογή «Ισπανία στην καρδιά» τυπώθηκε σε χαρτί που είχε γίνει από πολτοποιημένα ματωμένα πουκάμισα Ισπανών και από τις σημαίες των αντιθέτων.
Αλλά για μισό λεπτό! Το τελευταίο δεν είναι καθόλου μύθος! Είναι
αλήθεια, επιμένουν οι μελετητές του. Να, λοιπόν, πώς οι ποιητές, μέσα
από διάφορες συγκυρίες, φτιάχνουν οι ίδιοι τους μύθους τους. Αλλωστε,
υπήρξε κάτι στη ζωή του Νερούδα -τουλάχιστον- που να μην είναι μυθικό; Και τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, (23 Σεπτεμβρίου 1973) μήπως ο ίδιος δεν είναι και μύθος και σύμβολο για τη Χιλή; Μήπως οι άνθρωποι δεν περνούν ατέλειωτες ώρες σκαλίζοντας ή ζωγραφίζοντας το πρόσωπό του πάνω στους βράχους της Ισλα Νέγκρα, όπου ήταν το αγαπημένο του σπίτι και χρησιμοποιείται ως μουσείο
του;
Ο Νερούδα σε μουσείο; Θα το εξηγήσουμε κι αυτό. Ομως πρέπει να πάρουμετα πράγματα από την αρχή. Από τότε που το όνομα του ποιητή ήταν Ρικάρντο Νεφταλί Ρέγιες Βασοάλτο και ο ίδιος έμεινε, λίγες μόλις μέρες μετά τη γέννησή του, ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας, αγρότης,
αμπελουργός, εργάτης των σιδηροδρόμων αργότερα και «ασίκης μηχανοδηγός» κατά τους στίχους του μοναχογιού του, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα καλύτερο απ' το να μετακομίσει απ' το Παράλ στο Τεμούκο και να ξαναπαντρευτεί. Ετσι, έδωσε στον ποιητή και στην αδελφή του, Λάουρα, μια δεύτερη μητέρα, την οποία λάτρεψαν.
Η παιδική φαντασία καλπάζει πάντοτε. Ακόμα περισσότερο όταν συναντηθεί με τη φαντασία ενός μεγάλου που έμεινε παιδί- όπως όλοι οι αληθινοί ποιητές. Ηταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, όταν γνώρισε «μια κυρία ψηλή και κακοντυμένη» που προσπάθησε να επικοινωνήσει βαθειά μαζί του- και το κατάφερε. Το όνομά της, Γαβριέλα Μιστράλ. Το πρώτο νόμπελ που θα έπαιρνε η Χιλή κάποιες δεκαετίες μετά.
Ετσι, τα μαθητικά τετράδια φιλοξενούν συχνά διαλόγους με ερπετά και με έντομα, πρωτάκουστες ιστορίες για τους Ιντιος και για τους Χιλιάνους. Ο πατέρας -τι θέλατε να κάνει;- σκίζει συνέχεια. Επιθυμεί ο γιός του να γίνει κάτι «χρήσιμο», αρχιτέκτονας ή δικηγόρος, όχι παραμυθάς. Αλλά εκείνος επιμένει. Δεκαέξι χρονών θα πάρει μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό, με το ψευδώνυμο Πάβλο Νερούδα, το οποίο θα χρησιμοποιεί από τότε. Το «επισημοποιεί» στο «Κρεπουσκουλάριο», την πρώτη του ποιητική συλλογή, την οποία εκδίδει στα 1923, όντας φοιτητής της γαλλικής φιλολογίας. Η έκδοσή της θα του στοιχίσει το ρολόι, το μαύρο του κοστούμι και την ποιητική μαύρη κάπα, που θα κατατεθούν στο ενεχυροδανειστήριο.
-Και ποιός είναι αυτός ο Πάβλο Νερούδα; ρωτάει ο πατέρας όταν το βιβλίο πέφτει στα χέρια του.
-Είναι ένας συμφοιτητής μου που γράφει στίχους. Είμαστε φίλοι.
-Με τρελούς λοιπόν κάνεις παρέα;
Οτι ήταν τρελός για την ποίηση, ούτε συζήτηση. Και για τα ταξίδια,
το ίδιο. Επί δύο μήνες, όπως σημειώνει η αγαπημένη του Δανάη
Στρατηγοπούλου, ανεβαίνει και κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπουργείου Εξωτερικών, ζητά να διοριστεί πρόξενος. Ανακαλύπτουν μια τρύπα στον χάρτη με τις σημαιούλες που δείχνει τα προξενεία της Χιλής ανά τον κόσμο. Είναι στο Ραγκούν της Βιρμανίας. Επιβιβάζεται στο πρώτο πλοίο που πηγαίνει προς τα εκεί, επιβάτης της τέταρτης θέσης. Πρώτος μισθός, 160 δολάρια. Αντε να πληρώσεις ξενοδοχείο με αυτά. Ασκεί, λοιπόν, τον ξενοδόχο στην υπομονή.
Κολόμπο, Μπατάβια, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία. Γνωρίζει καλά τις συνέπειες της αποικιοκρατίας στους ντόπιους πληθυσμούς και μελετά, με μεγεθυσμένη την αγάπη του από την απόσταση, τον εθνικό πολιτισμό της χώρας του. Επιτέλους, τον μεταθέτουν στην Ισπανία. Εκεί τον ανακαλύπτει ως ποιητή η γενιά του 27.
Η πρώτη επαφή δεν θα τον χαροποιήσει και τόσο. «θεέ μου, τι μεγάλος, κακός ποιητής!» αναφωνεί ο Χιμένεθ. Ο Λόρκα θα φανεί πιο γενναιόδωρος. Θα τον χαρακτηρίσει ποιητή «με γυμνασμένες αισθήσεις, που ζει σ' έναν κόσμο τον οποίο ελάχιστοι μπορούνε να διακρίνουν.» Ποιητή «που βλέπει τη φιλοσοφία μέσ' απ' το θάνατο κι αντλεί έμπνευση κι έκσταση μέσα απ' τον ανθρώπινο πόνο, που γράφει πιο πολύ με αίμα, παρά με μελάνι.»
Ο Φεδερίκο έχει πέσει μέσα. Ο Πάβλο Νερούδα θα δηλώσει, πολλά χρόνια μετά: «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωή μου από εκείνους που υποφέρουν». Και θα τονίσει στους στίχους του: «Γιατί ο άνθρωπος είναι πλατύτερος από τη θάλασσα κι απ' τα νησιά της,/ και πρέπει να πέσεις μέσα του σα σ’ ένα πηγάδι/ για ν’ αναδυθείς από την άβυσσο με μια φλέβα μυστικό νερό/ και καταποντισμένες αλήθειες.»
Εκεί, στην Ισπανία, η Δημοκρατία κινδυνεύει. Ο Νερούδα θα κάνει
ό,τι μπορεί για να την υπερασπίσει. Εκεί, όπως θα εξιστορήσει ο ίδιος,
θα έρθει σε επαφή και με το κομμουνιστικό κίνημα. Εκεί θα τυπώσει τη συλλογή του «Ισπανία στην καρδιά». Η κυβέρνησή του θα τον ανακαλέσει σύντομα, θα τον στείλει στο Παρίσι. Το «Κάντο Χενεράλ», ως σύλληψη, είναι ένα γεγονός που αρχίζει να ριζώνει μέσα του.

Ομως, η έκταση του κειμένου είναι τόση, ώστε επιβάλλεται να επανέλθουμε.