Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

Αλιέντε, Νερούδα και άλλοι δολοφονημένοι της 11ης Σεπτεμβρίου


Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε για μένα πολλά χρόνια πριν από την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Το 1974, και ενώ η χούντα εδώ είχε μόλις πέσει, κάναμε την πρώτη, μαζική και μαχητική, νόμιμη διαδήλωση (με την έννοια ότι το Πολυτεχνείο, π.χ. ή η Νομική ήταν «παράνομες» αφού έγιναν, φυσικά, χωρίς την άδεια της χούντας).

Ένα χρόνο μετά την επιβολή δικτατορίας στη Χιλή, η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό, ανήμερα της επετείου. Ο Αλιέντε είχε δολοφονηθεί και ο Νερούδα είχε πεθάνει, αλλά κυριαρχούσαν στη μνήμη μας σε εκείνη τη μεγάλη διαδήλωση, που δεν θυμάμαι πια πού έγινε. Ισως στην πλατεία Δημαρχείου. Τότε μάθαμε και για τον Βίκτωρα Χάρα, τον ποιητή- τραγουδοποιό που τον δολοφόνησαν μέσα στο στάδιο του Σαντιάγο της Χιλής, μπροστά σε χιλιάδες κρατούμενους. Αφού πρώτα τον βασάνισαν μαρτυρικά. Ακόμα ένας δολοφονημένος τις πρώτες μέρες. Επρόκειτο να ακολουθήσουν πολλοί…

Είκοσι χρόνια μετά το πραξικόπημα, βρέθηκα στη Χιλή με τον Μίκη Θεοδωράκη, για την παρουσίαση του «Κάντο Χενεράλ». Χάρη σε εκείνον, που συναντήθηκε με τον τότε πρόεδρο της χώρας, Πατρίσιο Ελγουϊν, μπήκαμε με την Ελενα Χαζτηιωάννου στο γραφείο όπου είχε δολοφονηθεί ο Αλιέντε. Δολοφονηθεί, επιμένω. Ακόμα και αν τράβηξε ο ίδιος τη σκανδάλη, στην πολιορκημένη «Λα μονέδα» η χούντα τον οδήγησε ως εκεί.

Ηταν ένα απλό γραφείο, το οποίο δεν θα πρέπει να είχε αλλάξει και πολύ από τα χρόνια του προέδρου. Το κτήριο όλο επισκευάσθηκε, γιατί είχε βομβαρδιστεί άγρια. Δεν θυμάμαι πολλά, και οι φωτογραφίες έχουν κάπου μπερδευτεί. Θυμάμαι όμως τη συγκίνηση που είχαμε αισθανθεί αντικρίζοντας το ταπεινό γραφείο όπου, υποθέταμε, ακούμπησε το κεφάλι του νεκρού πια Αλιέντε, βουτηγμένο στο αίμα…

Με συγκίνησε και μια φωτογραφία που κυκλοφόρησε τις τελευταίες μέρες στο φέισμπουκ. Ενας μεσόκοπος άνδρας με κάσκα και σακάκι, κρατά στα χέρια ένα μακρύκανο όπλο και ετοιμάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την πατρίδα, απέναντι σε πάνοπλα τάγματα εφόδου. Δεν του πέρασε από το μυαλό να φύγει, να δραπετεύσει από τη μάχη και από τη μοίρα του.

Κατόπιν, στην Ισλα Νέγρα, είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε τον τάφο του ποιητή και της Ματίλντε. Αγνάντι στον ωκεανό, αναπαύεται ο μεγαλύτερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, ο τιμημένος με Νόμπελ. Η φήμη και η αξία του δεν τον έσωσαν.

Πέντε μέρες πριν από το πραξικόπημα, στο στάδιο του Σαντιάγο, ένα τεράστιο πλήθος παραληρούσε και τον χειροκροτούσε. Πέντε μέρες μετά, έρευνες στο σπίτι του βαρύτατα ασθενούς Νερούδα, κάψιμο βιβλίων του, σκαιά συμπεριφορά. Η θεραπεία του ματαιώνεται. Η θλίψη τον οδηγεί πιο γρήγορα στον θάνατο, λίγες μέρες μετά. Η κηδεία του αποτελεί μια πάνδημη διαδήλωση. Και μετά, το σκότος σκεπάζει τη Χιλή για πολλά χρόνια.

Οι δολοφονίες ανθρώπων που πάσχισαν να κάνουν τη Χιλή και τους Χιλιανούς καλύτερους, είναι μια απόδειξη για όσους, ακόμα και σήμερα, λένε: μα όποιος καθόταν φρόνιμα, δεν πάθαινε τίποτα. Η χούντα είναι φασισμός, και ο φασισμός αδίστακτος. Σήμερα χτυπά τον ξένο, αύριο τον ιδεολογικό εχθρό, μεθαύριο εσένα που τον έθρεψες. Και χωρίς να τον έχεις «πειράξει». Τον πειράζει το ότι σκέφτεσαι. Περισσότερα για τον Πάβλο Νερούδα, εδώ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012

90 χρόνια από τη μικρασιατική κατατροφή


"Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν". Τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη επέλεξαν οι συνάδελφοί μου ως γενικό τίτλο του αφιερώματος που επιμελήθηκα στο σημερινό Εθνος της Κυριακής. Ανήμερα της 9ης Σεπτεμβρίου, οπότε ξεκίνησαν όλα, επέλεξα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών, γραμμένα κατά το παρελθόν, που εξηγούν τι προηγήθηκε, πώς έγινε το κακό, ποιος ωφελήθηκε, πόσο κατατρεγμένοι ήταν οι πρόσφυγες. Εδώ, παραθέτω τον πρόλογό μου. σε προηγούμενες αναρτήσεις, έχω αναφερθεί με λεπτομέρειες σε κάοποιους συγγραφείς. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει όλους.

"Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Καισαριανή, Κοκκινιά. Μικρά ασβεστωμένα σπιτάκια να λάμπουν από καθαριότητα και αρχοντιά. Λουλούδια στα περβάζια, μπροστά από τις πόρτες, ακόμα και στα πεζοδρόμια. Εφευρετικότητα και αλληλεγγύη. Φίλευαν τους ξένους με το πρώτο πιάτο απ’ το φαγητό που μαγείρευαν, γιατί τότε πιάνει τόπο, όχι από τον πάτο της κατσαρόλας. Οι γυναίκες φορούσαν βασιλικά ή γαρδένιες στ’ αυτί, μεγάλωναν τα παιδιά τους με περηφάνια, έφτιαχναν για τον άντρα τους φαγητό καμωμένο με αγάπη, έκλαιγαν η μια στον ώμο της άλλης, και ξανά απ’ την αρχή.

Υστερα ήρθε ο πόλεμος και η Αντίσταση, και οι προσφυγικές γειτονιές έγραψαν νέες σελίδες στις θρυλικές Ιστορίες τους. Με γενναιότητα, με αυταπάρνηση, συχνά με ηρωισμό. Με όραμα για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή. Που τσακίστηκε στα βράχια. Κι όμως, οι πρόσφυγες συνέχισαν να αγωνίζονται και να προκόβουν. Αν έχεις ζήσει την καταστροφή και έχεις επιζήσει, κρατάς το κεφάλι ψηλά και επιμένεις. Ισως δεν έχεις κι άλλη επιλογή.

Σήμερα, πια, οι προσφυγικές κατοικίες σχεδόν δεν υπάρχουν, δόθηκαν αντιπαροχή. Οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς δεν ζουν για να μας μεταφέρουν στα χώματα της Μικράς Ασίας, εκείνης που ποτέ δεν έπαψαν να θεωρούν «πατρίδα». Ενενήντα χρόνια είναι πολλά, για τη συλλογική μνήμη, ακόμη και αν πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε η Ελλάδα και ο ελληνισμός των απέναντι παραλίων. Ξεχάσαμε...

«Τα παιδιά μας μαθαίνουν τόσο λίγα πράγματα για τη σύγχρονη ιστορία μας, που είναι ντροπή για όλους μας» σημειώνει η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «Τρεις αιώνες μια ζωή» (εκδόσεις Λιβάνη). Όμως, λαοί που ξεχνούν την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν. Ενενήντα χρόνια μετά τη μέρα της εθνικής συμφοράς, την 9η Σεπτεμβρίου που έπεσε η Σμύρνη, επιλέξαμε να θυμηθούμε. Μέσα από κείμενα σπουδαίων συγγραφέων και μεγάλων ποιητών, πολλοί από τους οποίους έζησαν και μεγάλωσαν στην ιωνική γη, κατόπιν «Ματωμένα χώματα».

Οι «αφηγήσεις» ξεκινούν από την μακραίωνη Ιστορία της Ιωνίας, από τους αιώνες των πρώτων εποικισμών από ελληνικά φύλλα. Πολλά χρόνια μετά, το 1950, σε ένα ταξίδι του στην Τουρκία, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, γεννημένος στη Σμύρνη στα 1900, δίνει με μεγάλη ακρίβεια το πλαίσιο στις «Μέρες Ε’» (εκδόσεις Ικαρος):

«Σ΄ αυτά τα παλιά μέρη δε μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερεις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή- και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμα τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω κόσμο και κόβουνται ο ένας μετά τον άλλον. Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες.»

Οι καιροί της ειρήνης και της αγάπης, οι εποχές που ρωμιοί και τούρκοι άκουγαν αντάμα τις αφηγήσεις για τον Τσακιτζή, τον περίφημο εφέ του Αϊδινίου που έκλεβε τους πλούσιους για να δίνει στους φτωχούς και που τραγουδούσαν τα κατορθώματά του και στις δύο γλώσσες, έδωσαν τη θέση τους σε μέρες καχυποψίας. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έβαλαν στο μάτι τα πλούτη της Τουρκίας. Επρεπε, λοιπόν, οι Ελληνες να λείψουν. Ο ανερχόμενος εθνικισμός η ιδέα των εθνοκαθάρσεων, η μικρασιατική εκστρατεία, έφεραν τα πράγματα στο μη περαιτέρω. Στην πυρπόληση της Σμύρνης, στη σφαγή του άμαχου πληθυσμού εκεί στην παραλία του- τι ντροπή!- « συνωστισμού» (εφόσον ο στρατός το είχε βάλει στα πόδια) στην προσφυγιά 1,5 εκατομμυρίου ψυχών. Οι μισοί θερίστηκαν μέσα στον πρώτο χρόνο στην αφιλόξενη Ελλάδα από επιδημίες και κακουχίες. Ταυτοχρόνως, περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις πατρογονικές τους εστίες στην Ελλάδα και να πάνε στην Τουρκία, δύο φορές ξένοι κι αυτοί, όπως αναλυτικά παρουσιάζει στο βιβλίο του «Ο χαμένος παράδεισος» ο Γκάιλς Μίλτον (εκδόσεις Μίνωας). Οι μεν «τουρκόσποροι». Οι δε, «άπιστοι».

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης. «Ετυχε/ να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα∙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί». Και ο Νίκος Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του «Αδερφοφάδες» (εκδόσεις Καζαντζάκη) περιγράφει τις φοβερές στιγμές του ξεριζωμού: «Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού : «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε ! "Όλοι οι Έλληνες στην 'Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά ! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε ! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα!»

Η ψυχή δεν ξεκολλάει. Η λογοτεχνία, αντικατοπτρίζοντας τη ζωή, συνεχίζει να εμπνέεται από εκείνους τους καιρούς. Προτιμήσαμε, όμως, να περιλάβουμε στο αφιέρωμα κείμενα που γράφτηκαν από ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έζησαν τα γεγονότα. Και επειδή κάθε εφημερίδα είναι πεπερασμένη, ακόμα και σε αυτά, έγινε επιλογή.

Δύο «χρηστικά» πράγματα ακόμη. Αν θέλει κάποιος να δει τις ευθύνες που είχαν όλες οι πλευρές στη μικρασιατική καταστροφή δεν έχει παρά να διαβάσει το εξαιρετικό και διαφωτιστικό βιβλίο «Το όραμα της Ιωνίας» του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης) αλλά και πολύτιμο το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (εκδόσεις "Κέδρος")